Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ζωή όχεντρα

 Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος 
              Φουκαράς ο έρημος. Με δυο ευσχήμονες υιούς και μια θυγατέρα περδικούλα πλουμιστή. Με συμβία αποκλεισμένη στο Δερβένι της κουζίνας. Ο ίδιος μεροδούλι στον κήπο του γείτονα να κόβει χόρτο, εργάτης στους δρόμους της πόλης να βουλώνει με την τσάπα τις γράνες, μπαρμπέρης να κουρεύει το ποίμνιο του βοσκού.
             Τα χρέη βουνό σαν την Γκιώνα, το κατσαρόλι άδειο, οι παίδες να γράφουν στην χαρτοπετσέτα τη γραφή τους, αυτός να ρουφάει σέρτικο και να ντουμανιάζει η χαμοκέλα.
              Ώσπου ο εργάτης της εταιρείας σκαρφαλωμένος σαν γάτος στο φράχτη, του ‘κοψε το ρεύμα.  Φεύγοντας του άφησε ζόρια και μέρες σκληρές σαν το καύκαλο της χελώνας. Οι πληγές του όχι δέκα αλλά στο τετράγωνο. Πώς να στήσει κατσαρόλι με το μάτι της κουζίνας τυφλό; Να ζεσταθεί με το σύρμα της ηλεκτρικής σόμπας απυράκτωτο; Να φωτιστεί με λάμπες σβηστές; Να διασκεδάσει τη βραδινή ανάπαυλα βλέποντας στη γεραιά  τι- βί τον Τούρκο Σουλεϊμάν;

Το παραγώνι

   Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος 
            Λίγα χρόνια πριν, τις μέρες μας κάποιο διψασμένο χειλάκι τις άρταινε με τη γλύκα του. Τις νύχτες μας ένα μελί φεγγάρι πάντα έσκαζε στον ουρανό και τις φώτιζε. Στο τραπέζι μας ο άρτος έστω και μπουκίτσες το χρέος του το ‘κανε. Το τσουκάλι έβραζε, το ρεβίθι μπόλικο στο πιάτο, χούφτες οι ελιές στο φτωχικό μας σιτηρέσιο. Κι όλο το ζην μας προχωρούσε άλλοτε ορειβατώντας σε Κιλιμάντζαρα κι άλλοτε περιπατώντας σε χαμηλά γηλοφάκια.
            Φέτος όμως του χειμώνος ερχομένου οι πληγές μας αυξάνουν. Πόσος ο αριθμός; ουδείς γνωρίζει.  Ο Στουρνάρας δεν ξέρει τι ποιεί η αριστερά του, ξέρεις όμως τι ποιεί η δεξιά του. Κι όλο μας ρουφάει το μεδούλι, και σε τετρακέφαλους γλείφει  κριτσινάδι και λιπάκι.

Kopanakinews

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος 
                Τώρα που κοντοζυγώνουμε την άγια θύρα του παράδεισου, τα ‘χουμε όλα. Τότε στα έτη της σκουριάς το νέο το μαθαίναμε από τον οδοιπόρο, την είδηση από τον μπαρμπέρη της πόλης. Το θάνατο του παππού στο όμορο χωριό από τον ταχυδρόμο, την αρρώστια της θείας Μορφούλας στο Τρίκορφο από το γανωματή που γυάλιζε με καλάι τα τεντζέρια. Τη διακόρευση της ζωηρούλας Αφροδίτης στην πέρα ρούγα από τη γλώσσα της μοδίστρας που τσάκιζε κόκαλα, την απιστία του νιόπαντρου Λιά από κουτσομπολιό που η λαλιά του τρυπούσε τα ώτα μας. Της κουμπάρας τις μουρνταριές τις μαθαίναμε απ’  το χαζό Λευτεράκη, το προξενιό της παπαδοπούλας από το Ρόιτερ της γειτονιάς.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Η μοναξιά του συγγραφέα

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Προτιμούσε το καφέ Αρχαίο γιατί πίστευε πως η περίσσια διακόσμηση της αίθουσας, του πήγαινε. Στην αρχή πέρασε μια μικρή επώδυνη δοκιμασία μέχρι να αφομοιώσει το αλληλέγγυο της αρχαίας και της σύγχρονης διακοσμητικής τέχνης, αλλά η σιγουριά του πως κάτι καλό κουβαλούσαν και οι δυο πολιτισμοί, τον έκανε να αγαπήσει το χώρο και να απολαμβάνει τον πρωινό του καφέ.
Έτσι κάπου δέκα χρόνια τώρα, περνούσε την κομψή ξύλινη πόρτα του κι έπιανε θέση στον κίτρινο καναπέ με το οβάλ τραπέζι. Εκεί έπινε για δυο περίπου ώρες τον καφέ του, διαβάζοντας την αγαπημένη του εφημερίδα << Ο τύπος των ήλων >> και ξεφύλλιζε στο τέλος της ανάγνωσης κάποια λογοτεχνικά βιβλία που τα έφερνε μαζί του.
Ιδιαίτερους φίλους δεν είχε και οι παρέες του ήταν επιλεγμένες. Έτσι χωρίς να αισθάνεται ταπεινωμένος ζούσε με τη μοναξιά του, αντλώντας από το απύθμενο βάθος της την ομορφιά και τη λάμψη των έργων του.

Μια νύχτα με πανσέληνο

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Σαν το ρολόι της πόλης χτύπησε μία πρωινή, ο άντρας στο μπαρ που καθόταν στο μαύρο δερμάτινο καναπέ κι έπινε το τρίτο του ποτό, έδειξε να ξαφνιάζεται. Ύστερα έστρεψε το θυμώδες πρόσωπό του προς την πόρτα και την κοίταξε για λίγο επίμονα με το κοφτερό του βλέμμα. Σαν βεβαιώθηκε πως έμενε εφτασφράγιστη, επέστρεψε πάλι στη ζοφερή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας.
Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό.
Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.

Το φάντασμα του μαύρου καβαλάρη

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Μέρες τώρα η πόλη ήταν ανάστατη από τις φήμες που κυκλοφορούσαν και μιλούσαν για την επίσκεψη του μαύρου καβαλάρη. Ήρθε έλεγαν από μακριά για να βρει τον άνθρωπο με τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και να αποδώσει Δικαιοσύνη, σκοτώνοντάς τον σε μονομαχία μια ασέληνη νύχτα, στο νεκροταφείο της πόλης.
Ο πρώτος άνθρωπος που τον είδε να διατρέχει βράδυ την πόλη στα νότια, δεν είχε συνέλθει ακόμη και ο φόβος του είχε φωλιάσει για καλά στην καρδιά του. Ωστόσο μπορούσε να τον περιγράψει και να θυμηθεί και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειές του.
Πρώτα – πρώτα έλεγε, έδειχνε δυνατός κι ασυμβίβαστος. Το αρρενωπό και τραχύ πρόσωπό του με τα σχιστά μάτια και τα πυκνά φρύδια τού προσέδιδαν εμπιστοσύνη και σιγουριά. Ύστερα η κατάμαυρη δερμάτινη στολή που φορούσε με το μεγάλο καπέλο και τις καλοφτιαγμένες μπότες τού έδιναν μεγάλη εκκεντρικότητα και προκαλούσε ασύγκριτη εντύπωση. Το χρυσοκέντητο τώρα σήμα της νεκροκεφαλής στο μέρος της καρδιάς του μαζί με το μεγάλο κι ευλύγιστο σπαθί που κρατούσε στο δεξί του χέρι και το ανέμιζε με δύναμη και δεξιοτεχνία στον αέρα ολοκλήρωναν το ελκυστικό πορτραίτο του μαύρου καβαλάρη και το ‘καναν συμπαθητικό μαζί και μισητό.

Η εκδίκηση

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ο επιχειρηματίας Αστέριος ήταν κυνικός, στυγνός και αναίσθητος. Γι’ αυτόν οι ηθικές αξίες έπρεπε να προσπερνιούνται από τα άγρια ένστιχτά του που τα χρησιμοποιούσε για εκμετάλλευση, αναρρίχηση και διατήρηση των παθών του, έτσι που στον κόσμο του ήταν γνωστός ως << δράκουλας των θαλασσών >>.
Συνήθιζε να χτίζει τα ξενοδοχεία του στις καλύτερες παρθένες ακρογιαλιές της πατρίδας του, να καταπατά τις εκτάσεις της ακτής, να υπερυψώνει άκομψα και σατανικά στην όψη κτήρια και να ρυπαίνει με τη διοχέτευση των λυμάτων τα ποτάμια και τις θάλασσες. Η εικόνα αυτή που έφτιαχνε ήταν ένα κομμάτι από την περιγραφή της κόλασης του Dante.
Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος και αδέξιος. Το κεφάλι του κατέληγε σε κορυφογραμμή, τα μάτια του γαλάζια και μικρά, γεμάτα μίσος, η μύτη του πλακουτσή σαν αντίγραφο μικρού αγριόχοιρου της ορεινής Πελοποννήσου. Όταν περπατούσε χοροπηδούσε σαν καγκουρό, κουνιόταν σαν χιμπατζής και κορδωνόταν σαν παγόνι. Όταν μιλούσε θύμιζε παπαγάλο επαναλαμβάνοντας << θα χτίσω >>, << θα καταστρέψω >>, << θα πλουτίσω >>, << θα δοξαστώ όσο ο Κροίσος και θα με φωνάζουν Κροίσο Β΄ >>.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ο ναζιστής

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Παρελθοντολογώ. Σχωράτε με, που έτσι ως γιατρειά προσφεύγω σε παρελθούσες εικόνες. Μια στο τόσο δε βλάπτει! Πίσω λοιπόν στο τότε που πήχες τα φτερά τ’ απλώναμε για το πέταγμά μας. Που φιλούσαμε μάνα και πατέρα και φεύγαμε να βρούμε μια άνοιξη με ανθισμένο το ασφοδίλι. Γεμάτοι όνειρα να φτιάξουμε πύργους και κάστρα από πόθους. Να δέσουμε τη ζωή μ’ ότι μας ξεχώριζε από τον πίθηκο και μας έκανε άνθρωπο. Με σπουδές, επάγγελμα, επιούσιο και καμαρούλα μια σταλιά.
Τα πρώτα μας βηματάκια δειλά. Σαν να ξεφυλλίζαμε άνθος και φοβόμαστε μην ξεραθεί και τριφτεί. Ψυχούλες τρυφερές, σκόρπιες, μακριά από τα άσπρα σπιτάκια μας. Γύρω μας άνθρωποι πολλοί. Προσευχούμενοι, άθεοι, καλοί Σαμαρείτες, ερυθροσταυρίτες, λέρες, ρουφιάνοι, σοσιαλιστές, νεοναζί που ονειρεύονταν φούρνους, στρατόπεδα εξόντωσης και σφαγές πογκρόμ μειονοτήτων.

Διονύσης Πιτταράς

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Είδε το ανέσπερο φως σε εποχή λεκιασμένη από φωτιά και λάσπη. Έζησε έφηβος τη λύσσα της φτωχής ζωής. Μορφώθηκε σε σχολεία κρατικά και μαγεμένα ερημονήσια, μελετώντας του πελάγου την ορμή. Κραταιός άνδρας στο Γράμμο με το άστρο στην επωμίδα εν νεφέλαις καπνού και πυρός ένιωσε το βόλι του οργισμένου μπαζούκας. Απομακρυσμένος από την Αχερουσία την ιλύ των πιράνχας έκανε λόγο ποιητικό, στίχο μαγείας, έξαρση του ιλίγγου.
Αντλεί και γράφει απ’ ευθείας απ’ το πάθος του. Με οδυνηρές κραυγές στηλιτεύει τις αναθυμιάσεις της σήψης. Με την επισημότητα του τόνου του εκπέμπει προφητικούς οραματισμούς. Τα ανθρώπινα πάθη ψάλλει με τρόπο οικείο και πειστικό.
Τον συγκινούν τα χαμηλά πατώματα. Αποφεύγει όντα με βέβηλο ύφος, γελοιοποιεί συγκλητικούς, χαμερπείς αυλοκόλακες και μυστικούς χωροφύλακες. Αποστρέφεται παν το νεκρό, το θολό και το άνευρο. Ότι το περιβάλλει με έξαρση το διατηρεί σαν σταλαχτίτη στο ψυχικό του σπήλαιο.

Ο χορός των μεταμφιεσμένων

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΟΜΟΥ
Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Συνεπαρμένος να κοιτάζει το βουνό ο επιχειρηματίας Λεόντειος, έστρεψε ύστερα το βλέμμα του πάνω στο νερό τής θάλασσας που με το κύμα της ίσιωνε την άμμο κι έπαιζε με τα μικρά σκορπισμένα άσπρα κοχύλια που λαμπύριζαν μπροστά σχεδόν στα πόδια του.
Έτσι ονειρεμένος από την ομορφιά τού τοπίου, σκέφτηκε πως έπραξε συνετά που εγκατέλειψε το μολυσμένο αέρα και το βάρβαρο πλήθος τής πόλης και ήρθε στον παράδεισο της επαρχίας να βρει την ησυχία του μέσα στα σκίνα και στους ιβίσκους.
Στο παράξενο πολυτελέστατο παλάτι του, ζούσε με το υπηρετικό προσωπικό του κλεισμένος σαν άγριο θηρίο, υποταγμένος στο φανατισμό τού τζόγου και δηλωμένος άσπονδος εχθρός τού πνεύματος. Το πάθος του να παίζει στο χρηματιστήριο τον είχε αρρωστήσει και η απληστία του, του είχε γίνει ένα από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Δε φερνόταν σαν άνθρωπος αλλά σαν ένα παρανοϊκό τέρας.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ποιητή!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Πού ‘σαι ποιητή; Γιατί δεν παραδίδεις τίποτα; Περιμένεις τον Αναγνωστάκη να κλάψει το Χάρη του; Τόσοι Χάρηδες νεκροί από τους σημερινούς Ευρωπαίους και Έλληνες μελανοχίτωνες, ζητούν μιαν άγια ώρα από σε να τους θυμηθείς! Γίγας του πνεύματος εσύ, βαρύς ο στίχος σου να πέσει επί των κεφαλών των τυράννων μας. Αν διστάζεις, στίχοι, παιδιά χαμένων ποιητών θα σου ανοίξουν το δρόμο, την άρπα τους θα σου παίξουν με αλληλούια και χερουβείμ.
Άρξομεν: << Τύραννοι του κόσμου! σπαρταρείστε! και σεις αμαρτωλοί δούλοι, ανδρωθείτε, εξεγερθείτε! >>
Στίχοι ραμμένοι στα μέτρα των νάνων που μας κυβερνούν: << Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία >>.

Άφετε τα παιδία…

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Χριστούλη μου ο εν αμαρτία περιπεσών Ηρώδης να σε σφάξει ως ερίφιο ζήτησε. Οι γραφές τού ‘στειλαν, λέει, χαμπέρι πως ένας άκακος αμνός, ένα γυμνούλι αγοράκι που θα ‘χε για πρώτη του στρωμνή το άχυρο, υιός του Θεού και βασιλεύς των πάντων θα του ‘κλεβε το θρόνο και δε θα τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Και σε ζήτησε σφαγμένο μ’ άλλους συνομήλικους, να λείψεις από της μανούλας σου την αγκαλιά.
Τη γλίτωσες κι όταν σου απόκοψε η μάνα σου το γάλα, το σεμνό γεννήτορά σου Ιωσήφ βοήθησες στο ξυλουργείο του. Πλάνιζες το σανίδι και το ‘φτιαχνες κομψό έπιπλο. Το άγριο ξύλο το ημέρευες πελεκώντας το και μαγκουρίτσες για τους βοσκούς το έφτιαχνες, Χρυσοχέρης σκουριά έπιανες μάλαμα γινόταν. Κι από κει, προήχθης σε θεράποντα ιατρό της ψυχής και του σώματος. Άμισθος, ελάχιστα εσθιόμενος, μη έχοντας που την κεφαλή κλίνη, περιπάτεις σε τρώγλες ασθενών, σπιτάλια λεπρών, πέριξ της λίμνης Σιλωάμ, την ίαση στους πάσχοντας να δώσεις. Τους παίδας ευλόγησες, τους επικριτές τους με το μαστίγιο του λόγου σου στηλίτευσες, λαλών προς αυτούς: <<Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με… >>.

Μποναμάς

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

Λαλούσε το πρώτο κοκόρι που βγαίναμε στους δρόμους. Και τραγουδούσαμε << Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δενδρολιβανιά … >> σ’ ένα κόσμο που ξέραμε πως ήταν βαπτισμένος στο αίμα και τη φωτιά. Η φωνή μας έφερνε χαλασμό, στις θύρες οι ένοικοι μαζεύονταν σαν τις όρνιθες, άκουγαν το τερπνό ασμάτιό μας και μας εύχονταν περισπούδαστο και υγιή βίο.
Μούσκεμα στον ιδρώτα από τον ποδαρόδρομο, εμπύρετοι πολλοί, δαρμένοι οι ατίθασοι, πεινασμένοι οι πληβείοι, νιώθαμε ευτυχείς. Στο δικό μας θρησκευτισμό, στο δικό μας πιστεύω για ένα κόσμο χωρίς σήψη, οφειλόταν το γέλιο των θυρών που ανοιγμένες γέμιζαν από αχό. Οι ευχές σωρηδόν, η παρθένος που είχε γεννήσει το θεό υιό της να γελά στο εικόνισμα, οι άγγελοι μετά των ποιμένων σε κάθε στάβλο να δοξολογούν.
Νοικοκυροπούλες γλυκοξύπνητες γελούσαν με μάτια μαργαριταρένια. Έβγαζαν από τις ποδιές τον παράδεισό τους και μας τον μοίραζαν. Κουλουρόψωμα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες βουτύρου, φρέσκο αυγό, δραχμούλες σκουριασμένες με τις κορώνες και τα γράμματα σβησμένα. Ήταν ο μποναμάς μας που μέσα στις βροχάδες του χειμώνα έδιωχνε τον πουνέντε που λεηλατούσε το λιτό τσουκάλι μας. Το φαγώσιμο το καταναλώναμε στο σιτηρέσιο, το χρήμα το ξοδεύαμε στις ανάγκες της υπόδησης και της προμήθειας σχολικού υλικού.
Με φορτίο το χρόνο το ζην μας έφτασε έως εδώ. Για να βρει ένα μποναμά καβομαλιά. Γεμάτο φουσκωμένους λογαριασμούς της ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΕΥΑ, από κοινόχρηστα, της εφορίας, της περαίωσης, από πρόστιμα και δίδακτρα, από δόσεις τραπεζών και αιμοσταγή χαράτσια.
Μποναμάδες που στη μνήμη μας, εδραιώνουν ρητά του παλιού καιρού. Όπως τούτο: << Γιατί ‘σαι σύννεφο μαύρο αγάπη μου; Χρονιάρες μέρες και μου τρίφτηκες; Τι σε βαλαντώνει; >> << Βρήκα στο κουτί, της ΔΕΗ τον μποναμά! Πώς θες να ‘μαι; >>
Και τ’ άλλο: << Μαράκι, πλύσου κι έρχομαι! Φέρνω και τον πρωτοχρονιάτικο μποναμά! >>
Στις μέρες της κατάψυξης που ζούμε, ο Αϊ- Βασίλης φθάνει μεν αλλά πένης και μ’ άδειο σακί. Πού να βρει φλουρί να βάλει στη ζύμη της βασιλόπιτας; Ψιλούλια να αγοράσει το κουρντισμένο αυτοκίνητο του φτωχού παίδα. Ένα κομπόδεμα ευρωπαϊκό να φιλοδωρήσει τον ΕΟΠΠΥ να προμηθεύσει το χάπι στην υπερτασική γριούλα;
Ντρέπεται μ’ άδεια χέρια και τραβάει γι’ αλλού. Κόβει την τσουλήθρα από τις καπνοδόχους και σαλπίζει σε χώρες μακρινές τον ερχομό του. Και ο μποναμάς του μπόμπιρα γίνεται κοπανιστός αέρας, του εργάτη ένα χαρτί απόλυσης, του έφηβου kuro siwo που τον σφίγγει, του υπέργηρου συνταξιούχου αναλυτική αναφορά του ροκανισμένου ποσού της σύνταξης.
ellinikoxronografima. blogspot.gr