Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Ο θρήνος!

Αποτέλεσμα εικόνας για φωνή παιδιού, του νεκρού
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
              Ω! Τι θρήνος! Τι ράγισμα καρδιάς! Εχθροί της ζωής και της χαράς, πλάσματα ολέθρου, όρνια και φαντάσματα της πλουτώνειας νύχτας, τους κόμπους από τα αίματα που στάζουν στα φονικά τους χέρια  ξεπλένουν σε έρμης τάφρου την τρομάρα. Η ψυχούλα του σκοτωμένου άγγελου στο Χαλέπι λικνίστηκε  στο δακρυσμένο σύννεφο, πέταξε για τη θλιμμένη λαγκαδιά των ασφοδελών, έσμιξε εκεί με τη θλιμμένη μοναξιά, πίσω της άφησε τα δυο αδέρφια να βογκούν αγκαλιασμένα σαν δυο σύθαμπες νησίδες πριν σωριαστούν κάτω από σεισμό.
                Γραφτό του ήταν στης νιότης του το άνθος να πάει απ΄ το δρεπάνι του εχθρού. Γραφτό να τον σκεπάσει ο πέπλος της νυχτιάς, γραφτό και ένα αεράκι της ανατολής να φέρει το μοιρολόι των δυο αδερφών του στη δική μας σιωπή και στην οδύνη των δικών μας σπιτιών:  
                << Για πες μου, αδερφάκι μου; Τι του ζήλεψες αυτού του κάτου κόσμου; Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε, ευτού συνδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, είναι κ’ οι νιοί ξαμάρτωτοι κ’ οι νιές ξεστολισμένες και των μανάδων τα παιδιά σαν μήλα ραβδισμένα >>. 

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ:Η ρουλέτα

Αποτέλεσμα εικόνας για η ρουλετα ειναι στημενηΤου Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
Μόλις ο κρουπιέρης φώναξε << κόκκινο! >> ο άντρας με το ακριβό κουστούμι και το νεανικό πρόσωπο, πάγωσε ολάκερος κι άρχισε να τρέμει ασταμάτητα. Και τούτο γιατί συνειδητοποίησε με φρίκη πως δεν του είχε απομείνει ούτε ένα λεπτό στην τσέπη  σαν έχανε και τα τελευταία του πέντε χιλιάδες ευρώ που ποντάρισε στο καταραμένο μαύρο και δεν του βγήκε.
Έτσι σαν πήρε μια βαθιά ανάσα για  να συνέλθει από το σοκ που πέρασε, άφησε πίσω του τη ρουλέτα και τους παίχτες της και σαν μανιακός κατευθύνθηκε στο μπαρ του καζίνου.
<< Και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ >> σιγοψιθύρισε σαν κάθισε  << είναι ότι στην αρχή και για μια ώρα, μάζευα χιλιάδες ευρώ, έχοντας την τύχη μαζί μου και στο τέλος  μέσα σε τρία λεπτά, έπαθα καταστροφή!  Αν το μαύρο… Αν το μαύρο λέω, ξανάβγαινε δε θα ήμουν έτσι τώρα! Και το κόκκινο; Είχε αργήσει να βγει… Έπρεπε να το προσέξω… Αχ, αυτά τα καπρίτσια της τύχης, κανείς δεν μπορεί να τα προβλέψει… >>
Έκανε ύστερα μια κουρασμένη κίνηση με το χέρι του και δείχνοντας στο γκαρσόνι ένα από τα μπουκάλια με το ουίσκι του ζήτησε ένα ποτήρι.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Διήγημα: Ο γύπας με τα σιδερένια νύχια

Αποτέλεσμα εικόνας για γυπας και παιδιΤου Παναγιώτη Αντωνόπουλου           
          Μέρες τώρα η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο και δεν έλεγε να ησυχάσει όσο κι αν ο καλός Θεός της υποσχόταν στις δυο αντίπαλες παρατάξεις, τους πλούσιους και τους φτωχούς, πως θα  μεσολαβούσε για άλλη μια φορά  να φέρει την ειρήνη ανάμεσά τους, για να πάψει πια να χύνεται τόσο αίμα άδικα στους δρόμους και ο τρόμος που φτερούγιζε σαν μαύρο φάντασμα από γωνιά σε γωνιά να έφευγε για πάντα.
Τούτοι οι πλούσιοι ήταν για τους φτωχούς κατάρα και τίποτα άλλο. Κι αυτό γιατί τους όρκισαν στη Θεά Φτώχεια πιστούς οπαδούς της, τους στρίμωξαν στα ανήλιαγα σοκάκια και τους έβαλαν να ζήσουν με τους εφτά ανέμους στη στέρηση και στην υποταγή. Μετά τους ανάγκασαν να δουλεύουν όλη μέρα ανασφάλιστους και νηστικούς  μ’ όλες τις πληγές του Φαραώ να δέρνουν τα σώματα και τις ψυχές τους. Έτσι όσο περνούσε ο καιρός η συνοικία των πλουσίων αύξαινε, άστραφτε, μεσουρανούσε και γινόταν ισχυρή,  των φτωχών όμως βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στη λάσπη, στην εγκατάλειψη και στις επιδημίες που άφηναν πίσω τους αρρώστους και νεκρούς.

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Νύχτες μαύρες και άραχλες

Αποτέλεσμα εικόνας για ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΣΤου Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
      << Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε  χωρίς δουλειά και συνεπώς  ζούσεν απ’ τα χαρτιά  από το τάβλι και τα δανεικά. Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.  Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά πολύ ξεθωριασμένη  κανελιά >> έφη ποιητής Καβάφης, χρόνια πολλά πριν δαγκάνουμε το ψωμί και στάζει αίμα.  Χρόνια πολλά πριν τις μαύρες και άραχλες νύχτες μας οι κάπηλοι, οι άρπαγες και οι απάτριδες πολιτικοί τις βαφτίσουν  λευκές. 
         Κι όμως δεν είναι λευκές, γιατί το όσπριο τελείωσε και οι απόγονοι της Αθήνας και της Σπάρτης γίνονται μάρτυρες της πείνας.  Άλλος χάνει τη δουλειά του, άλλος το σπίτι του  πολλοί παίρνουν τα βουνά σαν τα αγριογούρουνα να βρούνε βελανίδι, άλλοι τελειώνουνε τη ζωή τους πέφτοντας  από τις ταράτσες, πολλοί εκπατρίζονται για άλλες μακρινές και αφιλόξενες χώρες με τον πόνο στα μπαγκάζια τους. 
         Σόδομα και Γόμορρα η πατρίς. Κυλιέται χάμω σαν  παρθένα και βογκάει λες και την ξεπαρθενεύει Ούννος βιαστής. Τα  μοσχοβόλα κίτρα του κόρφου της μαράθηκαν, η αστραψιά του κάλλους της σβήστηκε, κανένα χέρι στοργικό δεν της δίνει λίγες σταγόνες από βότανο ιαματικό να της γιατρέψει τις πληγές.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Κρέμεται η καπότα στην αλυγαριά

Αποτέλεσμα εικόνας για έπιναν οι μέθυσοι και οι πότες
    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
         Τριφύλιοι, ένδοξοι λόγιοι, ζώντες και μη, διακονούν τα άνθη του Λόγου, επαξίως.  Με κείμενα ζεστά που ξεπαγώνουν την ψυχή, με λογοτεχνικά ειδύλλια που τις σκοτεινές μέρες μας φωτίζουν με ίαμβους και δεκαπεντασύλλαβους που αιωρούνται στις στέγες των σπιτιών, διώκτες της σκόνης και της σήψης που έχει επικαθίσει.
        Λήθη με πληγή αιμάσσουσα τούς ξέχασε, χέρι άρπαγας σκόρπισε τα χειρόγραφά τους και το καλοκαίρι πέρασε χωρίς κάτι φίνο δικό τους να ειπωθεί. Στίχος τους δεν απαγγέλθηκε, παράγραφος δε διαβάστηκε, έντεχνο γράφημά τους από χείλη αφηγητή  δεν ήχησε στο αυτί του δοκιμαζόμενου λαού.  
          Τους έκλεισαν στα σπήλαιά τους, ευνουχισμένοι διανοητές, κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι, που αλωνίζουν στους δήμους και σιτίζονται απ’ αυτούς!

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

'Ενα θερμό ευχαριστώ στο ITHOMI NEWS

       
 'Ένα θερμό ευχαριστώ οφείλω στο ITHOMI NEWS  που δημοσιεύει τα ταπεινά κείμενά μου και μια συντρόφισσα ευχή στο διαχειριστή του για να 'ναι καλά και να προβάλλει ανεμοδαρμένα ρήματα  και φράσεις στη σελίδα του από την πολυτάραχη κοινωνική και πολιτική ζωή μας.
           Πηγή ενημέρωσης τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ είναι κοινωνικοί μας  σύντροφοι, συμπολεμιστές μας στους αγώνες μας, μια άσβηστη φλόγα που φωτίζει το δρόμο μας και μας κρατάει άγρυπνους στις κουρασμένες μέρες  και τις μαύρες και άραχλες νύχτες μας.  Σ' αυτό εμπιστεύτηκα τα γραφτά μου, στον ούριο άνεμό του στηρίχτηκα για να τα κάνω γνωστά σε αναγνώστες που κοσμούνται από αρετή και παιδεία. Διαβάστε περισσότερα »

ΔΙΗΓΗΜΑ:Ο δάσκαλος...

Ο δάσκαλος του παλιού καιρού
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
          Με κούρευε με τη μηχανή όταν γνωριστήκαμε. Άσχημος, με μαλλί μαύρο και αγκαθωτό σαν του αχινού, κεφάλι μεγάλο και χοντρός, έμοιαζε με θρεμμένο χοίρο. Μ’  έκανε γουλί,  τράβηξε  το δεξί  αυτί μου, γέλασε και μ’ έστειλε να καθίσω στο τελευταίο θρανίο. 
           Στην αίθουσα όταν σμίξαμε τις ματιές μας, σάλταρε πάνω μου και με τη φωνή του μπάσα και υψωμένη, μου είπε:
          --- Να το πετάξεις αυτό το κόκκινο κασκόλ που φοράς, γιατί δε μου χτυπάει καλά στο μάτι! Το γαλάζιο είναι το εθνικό μας χρώμα κι αυτό να προτιμάς! 
          Έφυγε από κοντά μου αφού γέλασε σαρκαστικά, πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία κι έγραψε: << Είσαστε Ελληνόπουλα, να αγαπάτε το γαλάζιο χρώμα της σημαίας μας, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσάς  μας  και να έχετε και τη συνείδησή σας γαλάζια! >> Βρέθηκε ύστερα μ’ ένα σάλτο στην έδρα, πήρε το βιβλίο των θρησκευτικών και άρχισε να μας απαγγέλλει το << Πάτερ ημών >>.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ;Ο Έρως...

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
           ---  Ένας τέτοιος ανήρ σαν και σένα με περίσσεια ομορφιά δεν μπορεί παρά να πάρει εγγράμματη, όμορφη και νεοσσό γυναίκα! είχε πει μια μέρα η καφετζού της γειτονιάς, του Παναγή
          Αυτός σκέφτηκε τη Βενέντσια. Την αγαπούσε τρελά, δάκρυ καυτό έχυνε στο μαξιλάρι του τη νύχτα, η σκέψη του συνεχώς κοντά της, στο όνειρό του την έβλεπε ίδια θεά Αφροδίτη.
          Γνωριστήκανε στην Τρίτη Γυμνασίου. Κι από την πρώτη στιγμή, έσμιξαν τα βλέμματά τους, πέταξαν φλόγες οι καρδιές τους, ο ύπνος τους τσουρουφλιστός κάθε βράδυ. Γεννήθηκε έρωτας δυνατός, πείσμων κι εκδικητής, οπλισμένος πάθη, ζήλιες και εκδικήσεις. 
         --- Έλα έξω από το φροντιστήριο να σε δω! του ‘χε πει την πρώτη φορά η Βενέντσια έτοιμη να λιγοθυμήσει.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ:Ο ουρανός με τα πολλά φεγγάρια...!!!

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Παράξενα πράγματα θα συμβούν τον Αύγουστο που έρχεται, στην πόλη, έλεγε η φήμη, και, πολλά μάτια θα κλάψουν πικρά με δάκρυα καυτά μ’ αυτά που θα φανερωθούν στους ανθρώπους της και θα γραφτούν με ματωμένα και ανεξίτηλα γράμματα στις σελίδες του χοντρού βιβλίου της ιστορίας της. Κι εκεί αφού θα επικυρωθούν με τη βαριά και σιδερένια σφραγίδα της Αιώνιας Κρίσης θα παραμείνουν σαν παρακαταθήκη στις επερχόμενες μελλοντικές γενεές.
<< Είναι η χρονιά του τρόμου >> έλεγαν πολλοί, << χρόνου των αισθημάτων του Φόβου >> που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα αποκαλυφθεί και τι θα δει, και, ποια σημεία και τέρατα, θα ‘ρθουν από  στεριά και ουρανό, ν’ απλώσουν τα μαύρα τους φτερά και να κάνουν τη μέρα νύχτα και τους ανθρώπους να πάρουν την όψη του Σατανά με τον κόκκινο δακτύλιο του τρομερού φωτός να τους σφίγγει το λαιμό.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Ο ανάπηρος και ο αφέντης

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Νέος, μακριά από το ραγισμένο πατρικό κεραμίδι, βρέθηκα σε χωριό σφηνωμένο στους βράχους και πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο. Είχα  χάσει τον ουρανό, οι άνεμοι ούρλιαζαν μέσα στα θάμνα, οι μέρες μου απλώνονταν μπροστά μου σαν κιτρινισμένα χαρτιά. 
              Με κράτησαν κοντά του οι ψυχές των μαθητών μου. Όλες  τους ζυμαράκι  ζητούσαν κάποιον να τις πλάσει. Κι εγώ μπορούσα να το κάνω δαρμένος στον ανεμοστρόβιλο του βιβλίου. Πώς να τις αφήσω;  Φιλιώθηκα με την ερημιά και νανουρισμένος από το τραγούδι  τους, έμεινα να τις νοιαστώ τρία χρόνια.  
            Εκεί γνώρισα και το αϊτόπουλο τον Οδυσσέα.  Είχε πάρει το αποφυλακιστήριο  από τη χούντα, ζούσε σε καλύβη και τον χόρταινε ο γείτονας με ψίχουλα. Είχε τα πνευμόνια του σάπια, το δεξί του ποδάρι κουτσό και περπατούσε βασταζόμενος σε βακτηρία. Η σύνταξη αναπηρίας φορτωμένη σε πεζοπόρα χελώνα δεν έλεγε να φανεί στη στροφή και το ζην του αξιοπρεπώς συνθλιβόταν σε βράχους κοφτερούς.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Ψαροφάγοι και πατατοφάγοι

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Είπα ν’ αλλάξω δρόμο, το μάτι μου να φύγει απ’  τα ερείπια της γειτονιάς μου, στα πηχτά μαστάρια των νεφών που χαϊδεύουν ανέγνοια τη θάλασσα να τα ρίξω. Και βρέθηκα να περπατάω σε ξερόφυλλα και πευκοβελόνες, σε κίτρινες κορφές χορταριών, σε κοτσάνια κοκαλιάρικα σαν χέρια. Μετά ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε στη θηλή του πεσμένου κλώνου μερμήγκι δε θήλαζε. Δρόμος ξεδιπλωνόταν φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος, ντυμένος στα πορφυρά ενδύματα του πλούτου, γεμάτος σνακ και φαγάδικα. Φωνές, γέλια, ξεφαντώματα, τραπέζια τίγκα στο πιάτο και το φαί,  ρεψίματα και στομαχόπονοι που έφερνε των πινακίων το άδειασμα. 
          Μηδέ είδα πουθενά πιάτο γεμάτο με χοντροκομμένο τραχανά. Αλλά  ψαρούκλες ψητές, αστακοσαλάτες, γαρίδες ζελέ, χταπόδια σιγοβρασμένα στον ατμό, κρουτόν καβουρδισμένα σε παρθένο ελαιόλαδο Τριφυλίας. Και ο οίνος να ρέει Δούναβης.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Λόγια ενός μεθύστακα...!!!

         Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
          Πριν με ρίξετε στον Καιάδα της χρεοκοπίας  δημαγωγοί Γκαίμπελς της εξουσίας ήμουνα ένα ευτυχισμένο ανθρωπάκι. Ξύπναγα το πρωί με τις πρώτες ηλιαχτίδες που φιλούσαν τη γη, χαιρόμουν τον αέρα που γιόμιζε με ήχους χαράς, θαύμαζα την επιδρομή που ‘καναν τα σύννεφα στον ουρανό και μιλούσα με τα μπουρμπούνια  που απολάμβαναν τους περιπάτους στα δέντρα του κήπου μου. 
          Ήμουν τυλωμένος, έγραφα στίχους, έπαιζα με τη φυσαρμόνικα τραγούδια και γέμιζα την ψυχή μου και των συνανθρώπων μου με δοξαστικά για τη ζωή, την άνοιξη, τη θάλασσα, τη μέρα, το καλό φαϊ, το κρασί, την όμορφη γυναίκα, το παιδί, τη δουλειά, για όλα  εκείνα που τα κάνατε και την κοπάνισαν κι έπεσε μαύρο στη ζωή μας. 
           Και τώρα άφραγκος, έγινα μεθύστακας, πίνω για να ξεχάσω από πρωίας μέχρι νυκτερινής, ποτήρια κατεβάζω για να απονεκρωθώ να πάψω να θυμάμαι και να πονώ. Ύβρεις εκχύνω, κατάρες και αναθέματα για ψύλλου πήδημα, με τη συμβία και τους φίλους μου διαπληκτίζομαι και αισχρολογώ.

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Ανάθεμα τη φτώχεια μας...!!!

Ζούμε μια δεύτερη Τουρκοκρατία!!!
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
        Είμαστε σμπαραλιασμένοι, καταθλιπτικοί, πεινασμένοι. Έχουμε χάσει τον μπούσουλα με την κρίση και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Και ούτε αισιοδοξούμε αλλά και ούτε γνωρίζουμε τι μέλλει γενέσθαι. Εξουθενωμένος, άφραγκος και ταπεινωμένος, βλέπω να χάνω τις διακοπές.  Με τι μονέδα να πάω; 
      Περνάνε από το δρόμο μου κάτι ηλιαχτίδες αντάρτισσες νέες με τα μαγιό και μου φεύγει το τσερβέλο. Σκέφτομαι πως θ’  αναστενάξει η αμμουδιά όταν τις σκεπάσει η αρμύρα της θάλασσας και ζηλεύω.  Να  ‘μουν κι εγώ σε μια αμμουδιά, ξένη, μακριά από τη δική μου, πάνω στην ξαπλώστρα μου με πηδαλιούχο το μάτι μου, να κόβω  κίνηση, να θαυμάζω τις λουόμενες Αγγελικές και Υάκινθες  κι ένας άγγελος Ιόνιος άνεμος να μου απαγγέλλει θαλασσινούς στίχους. Αχ και να ‘μουνα λέω! Το βλέπω όνειρο όμως θερινής νυκτός και γι’ αυτό θα βολευτώ στον κήπο μου. Θα κάνω εκεί τις διακοπές μου κάτω από τις πορτοκαλιές και τα φύλλα της αγράμπελης.