Του Παν. Αντωνόπουλου
Στο γυμνάσιο είχα μια δασκάλα την κυρία Φυλλίτσα που τη θαύμαζα πολύ. Όταν μιλούσε έμενα με το στόμα ανοιχτό, τέντωνα το κορμί μου. μπροστοθρανίτης βλέπεις, κάρφωνα το μάτι μου στο τσιτάτο μεσοβύζι της και ρουφούσα μαζί με τις δοτικές που μας απέγγελε το απαλό άρωμα του κορμιού της.
Μ’ έκοβε εκείνη, ίδρωνε, έδειχνε ταραγμένη, άφηνε το βιβλίο του Ευριπίδη πάνω στην έδρα, έπαιρνε απ’ την τσάντα της το καθρεφτάκι κι έκανε πως φρόντιζε τα χείλη της, κοιτάζοντας μέσα.
Το πήγαινα το αρχαίο κείμενο, ήξερα τα ανώμαλα ρήμαρα απέξω κι ανακατωτά, το ίδιο τις μετοχές και τα επιρρήματα, τίποτα δε μου ξέφευγε. Είχε καθίσει για τα καλά στο μυαλό μου ο Αριστοφάνης καθώς και οι τρεις λιμοκοντόροι τραγωδοί με την αττικίζουσα γλώσσα κι εκείνοι οι ρητορίσκοι της κλασικής εποχής που μας τρέλαιναν με τα << όστις >> και τα << οία >>.