Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

 

Με την πένα

                                     Μια παλιά Πρωτοχρονιά Άννα Αγγελοπούλου: Τα φτωχά παιδιά των δρόμων μπροστά σε βιτρίνες  παιχνιδιών. Εικόνες φτώχειας και παιδικής εργασίας από πίνακες ζωγραφ… |  Painting, Blog posts, Art

                                                     Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 Δόλιοι αγύρτες καιροί, έφεραν μετά το εξήντα μια Πρωτοχρονιά κακή  καουμπόισσα που ‘κανε  στάχτη και μπούλμπερη τη ζωή μας, χωρίς κουραμπιέδες και μελομακάρονα, χωρίς ένα ορνίθι στο πιάτο μας. Βλέπαμε εμείς του αδελφάτου των φτωχών, τις γαλοπούλες  κρεμασμένες απ’ τα τσιγκέλια στις αυλές των χορτασμένων και μας έπιανε ντελίριο από τη ζήλια.  Η οργή λαγούμια έσκαβε μέσα μας να κρύψει τη μαραμένη μας ελπίδα, σγουμπή η αυγή της Παραμονής μας έδινε τα τρίγωνα, τους δρόμους να  πάρουμε, το τραγούδι ν’  αρχίσουμε και να ξεχάσουμε.

                    Περπατώντας και τραγουδώντας ονειρεύτηκα την Αστρούλα. Γιατί δεν ήρθε;  Πάντα μ’ ένα πεθαμένο χαμόγελο, χλομή, αδύνατη, νηστική με τα πόδια της γεμάτα καψαλήθρες,  έτρωγε τη λέξη << καλημέρα >> όταν μου την έλεγε σαν πότιζε τους υάκινθους στο σύνορο του κήπου μας, αφήνοντας πάνω μου το βλέμμα της σαν φύλακα προστασίας.  Ο πατέρας της χρόνους στον κήπο των ψυχών και η μάνα της λαβωμένη από τις ριπές της φτώχειας,  σπίτια καθάριζε σε πλούσιους και ευγενείς.

                     << Θα φτύνει φαρμάκι η έρημη >> σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι της. Ήταν μέσα, ξαπλωμένη κοντά στο παραγώνι σκεπασμένη με μια μπαλωμένη κουβέρτα και διάβαζε.  Οι φλόγες με τις σκιές τους, της ζωγράφιζαν  πάνω στα μάγουλα κίτρινες και χρυσές πεταλούδες κι ένα φλούδι που καιγόταν με γλυκό τραγούδι τη νανούριζε. Της μίλησα: << Αστρούλα, δε θα ‘ρθεις για τα κάλαντα; >> Σήκωσε το κεφάλι, το βλέμμα της πέτρινο, μου μίλησε και ίσα που ακούστηκε: << Ψήνομαι στον πυρετό! Δε θα ‘ρθω! >>

                    Την άλλη μέρα ξεμύτισε μια Πρωτοχρονιά ενδεδυμένη σχισμένο χιτώνα, με φάλτσους ψαλμούς  στις εκκλησίες, μ’ ένα λαό πτωχοπρόδρομο και ηττημένο, βυθισμένο στο υπόγειο της μελαγχολίας. Πήγα πάλι στο σπίτι της Αστρούλας. Της έδωσα μελομακάρονα, της έδειξα έξω ένα κομμάτι μπλε τ’  ουρανού και της τραγούδησα: << Τρέχουν τα παιδιά μες στη σιγαλιά άνοιξ’ η αγκαλιά κι έκανε η αγάπη την καρδιά φωλιά >> και της γέμισα τη χούφτα δραχμούλες.   << Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθ’ ο νέος με τα δώρα, ήσουν κακός χωρίς χαρά >> ψιθύρισε άπνοα και τα μάτια της έβγαλαν κόκκινα δάκρυα, ο χώρος γέμισε ξερά ανθάκια και έξω ακούστηκε ένα παλιό τραγούδι μιας ατέλειωτης λησμονιάς, κοσμημένο με τους στίχους του Ρεμπώ, που ξεπουπούλιαζε τους << σκαλτσουνάτους κοκόρους>> και τις << λειράτες όρνιθες >> που έτρωγαν του σκασμού εκείνη τη στιγμή σε πλούσια τραπέζια. Συνεκδοχικά παρηγορούσε και ζητούσε συγγνώμη απ’ τη μικρή Αστρούλα κι  απ’ όλα τα πεινασμένα παιδιά του κόσμου: <<  Μαύρα μεσ’ την ομίχλη και το χιόνι/ μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει/ πέντε παιδιά σκυφτά/ […} πέντε φτωχά – τι λυπημός σε πιάνει- !/ κοιτάζοντας το φούρνο να καίει/ τα ξανθωπά βαριά ψωμιά/.  Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι κι ακούνε/ κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε/ ένα τραγούδι τραγουδάει καλό/. Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν/ κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν/ κίτρινα με την κόρα την σκαστή/ [,,,] νιώθουνε πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!/ τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα/ που μένουνε μπρος στη θυρίδα εκεί / […] τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας / όμως πολύ σιγά, σαν προσευχή/ […]

       ellinikoxronografima.blogspot.gr            panant@gmail.com

             

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

 

             Χρονογράφημα

 

                  Χριστούγεννα, ο κοκκινολαίμης και ο ανέστιος ερημίτηςΗ κάθοδος των Κοκκινολαίμηδων – dasarxeio.com

 

                                           Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

            << Πιστεύω ότι ένα φύλλο χλόης δεν είναι κάτι πιο μικρό απ’ των αστεριών το μεροδούλι. Και το μερμήγκι είναι όμοια τέλειο και της άμμου ένα σπυράκι και τ’ αυγό μιανού σπουργίτι κι ο βάτραχος αταίριαστο αριστούργημα κι ο ποντικός ακόμ’ είν’ ένα θάμα που φτάνει να κλονίσει εκατομμύρια άπιστους… >> αυτά διάβαζα τότε για να σταθώ όρθιος και να ξεχνώ το πένθιμον του τόπου όπου ζούσα.

          Περνούν οι καιροί, κοιτάς τα σβησμένα σου κεριά, νοσταλγός γίνεσαι μιας περασμένης εποχής και δένεσαι με το σπόρο του έρωτά της. Εποχή παγωμένη κι εσύ να κάνεις μάθημα σε χωριό σκαπετημένο στην κορφή του βουνού με προίκα σου ένα σχολείο γεμάτο κοράκια και αρουραίους.  Μακράν της πόλης, τρεις ώρες ποδαρόδρομο, χωρίς πολιτισμό και με τους λύκους  να σε κοιτάνε σαν χίτες να σε κατασπαράξουν.  Θεονήστικος, άφραγκος, το χρόνο μου σπαταλούσα στο αδελφάτο των χαρτοπαικτών, μαζί τους άκουγα το ίδιο τραγούδι: << Ληστή μου, πιες κρασί στης ερημιάς την κρήνη κι εσύ, φονιά μου, εσύ, παντρέψου την ειρήνη >>.

             Γλίστρησαν οι μήνες, σκυθρωπή γεροντοκόρη η παραμονή των Χριστουγέννων μ’ ένα χαμόγελο μου ‘δειξε το δρόμο να φύγω. Πώς να φύγω;  Ένας φαρισαίος καιρός είχε χιονίσει, το γεφύρι είχε γκρεμίσει,   τους σπίνους και τις σουσουράδες είχε ενταφιάσει, τον ουρανό είχε μαυρίσει με μονόφθαλμα γεράκια σαρκοβόρα.  Αλλιώτεψα, φοβήθηκα, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη. Όλο το άγριο μ’ έζωσε, ανάσα δεν μ’ άφηνε να πάρω. Ο νόμος της ζούγκλας μ’ έσφιγγε στο λαιμό, το κορμί μου ένιωθα να γίνεται κομμάτια, δωρεά θυσία υπέρτατη στην πατρίδα.   Ένας ξενομερίτης, είχα μπατάρει από την κατάθλιψη, την οργή μου είχα κάνει καραμπίνα μακρύκανη και πυροβολούσα. 

             Κοκαλωμένος, κοιτούσα έξω από το τζάμι, τη λιθοβολημένη πορεία μου σκεφτόμουν, τους προϊσταμένους μου που με αλυσόδεσαν εκεί στα βράχια, φανταζόμουν ριγμένους με μια γροθιά στους ασφόδελους, από το ίδιο μου το χέρι. Χωρίς φάτνη, χωρίς Χριστό, κουφός στην ποίηση των ψαλμών, με τα  παιδικά κάλαντα να πέφτουν σαν ξερά ροδοπέταλα στην πόρτα του σχολείου.  Το χλωμό της φθοράς ήρθε να μου φωτίσει ένας κοκκινολαίμης. Ηρωικός, χρωματισμένος, καλιασμένος στο κλαδί, άρχισε τις τρίλιες του, << Καλήν ημέρα άρχοντες… >> τιβι τιβι και τσιου τσιου, << αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας… >> τι τι τι και τι τι τι τι τσιριτρό και τσιριτρί.  Σηκώθηκα και πήγα στο χάρτη. Να δω ήθελα σε ποιο χαρτογραφημένο μέρος,  παραμονή  Χριστουγέννων, φύλαγα θερμοπύλια της γνώσης. Και εντόπισα πως ήμουν στην άκρια της πατρίδας, ανέστιος, φτωχός ερημίτης, με άδειο στομάχι και πτωχεύσαντα βίο, πεταμένος από τους διοικούντες ευπατρίδες όπως το χαρτοκούτι στ’ άχρηστα.  

         Όταν ξημέρωσε τα Χριστούγεννα ήταν μαύρα.  Ο χιτλερίσκος έξω καιρός έσφαζε αθώους, εγώ έτρεμα ξυλιασμένος, η λόρδα μ’ έκοβε. Έφαγα μια ξερή φέτα ψωμί, τσίμπησα ένα ληγμένο ζαμπόν, και κάθισα στην καρέκλα  να διαβάσω τις << Μεγάλες προσδοκίες >> του Ντίκενς. Προσδοκίες! Αστεία πράγματα. Για μένα προσδοκίες ήταν να λιώσει το χιόνι,  να στηθεί το γεφύρι, ν’ ανοίξει ο δρόμος, να πάω στην πολιτεία, να φύγω από τους λύκους και τη βασιλεία των σκίνων.

        Κι όσο δεν άνοιγε κι έμενε κλειστός ο δρόμος, εκεί στον υπαρκτό και άθλιο κόσμο που ζούσα, δεν μπορούσε να μη ξεσπάσει μέσα μου ο Ουίτμαν! << Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα/ για να γεννηθεί μέσα από τη χλόη που αγαπώ/. Αν με επιθυμήσεις ψάξε με/ κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου/. Δεν θα ξέρεις ποιος είμαι και τι σημαίνω/. Ωστόσο εγώ θα σε γεμίζω με υγεία/. Το αίμα σου θα κρατώ καθαρό και θα το δυναμώνω/. Κι αν με την πρώτη δεν θα με βρεις μη χάσεις το κουράγιο σου/. Άμα δεν είμαι σ’ ένα μέρος ψάξε σε κάποιο άλλο/. Κάπου έχω σταθεί και περιμένω/.

         ellinikoxronografima.blogspot.gr      panant1947@gmail.com           

                                                

 

 

          Λογοτεχνικές σελίδες

                                       Πεζογραφία και επιδημίεςPenman Φωτογραφίες Αρχείου, Royalty Free Penman Εικόνες ...

                                                Παναγιώτη Αντωνόπουλου

           Ξεφυλλίζοντας σημειώσεις και βιβλία, πέραν που έδιωξα την τρομολαγνεία εξαιτίας του κορονοϊού, έδρασαν επωφελώς στο γνωστικό μου, πλουτίζοντάς το με πλήθος μαρτυρίων και σχολίων για τις επάρατες επιδημιακές νόσους.

          Η λογοτεχνία εύλογο ν’ ασχοληθεί μαζί τους, διέσωσε μαρτυρίες, επιπτώσεις και συγκρούσεις μαζί τους. Αρχίζοντας από την αρχαιότητα ακόμη βαστά το κακό. Στην Ιλιάδα του Ομήρου, λοιμό στέλνει ο θεός Απόλλωνας στους Έλληνες στον τρωικό πόλεμο για να τιμωρήσει τον αλαζονικό Αγαμέμνονα, μαζί του να πάρει μπάλα και τους Έλληνες.  Οι νεκροί πολλοί στο στρατόπεδο  των Αχαιών, χιλιάδες οι νοσούντες, κλεισμένοι στα πλοία οι Έλληνες γκρίνιαζαν και αβέβαιοι για την έκβαση του πολέμου ζητούσαν να γυρίσουν πίσω. Στο << Περί της φύσεως >> ο Λουκρήτιος, Ρωμαίος φιλόσοφος  {1ος αιών π.χ.} περιγράφει τα συμπτώματα του λοιμού που έπληξε την Αθήνα το 430 π.χ. πολιορκημένοι από τους Λακεδαιμόνιους.  Ουσιώδης ο λόγος του επικεντρώνεται στην προσπάθεια των ανθρώπων  να κατανοήσουν τις επιδημίες, ταλαντευόμενοι έχοντας από τη μια μεριά την τιμωρία των θεών κι από την άλλη τη φθαρτότητα τους.

         Η μαύρη πανώλη, επιδημία ισχυρή, τα έτη 1348- 1353 εξολόθρευσε  μεγάλο κομμάτι του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ανεξίτηλό του αποτύπωμα έμεινε στα θρησκευτικά ποιήματα και στις σημειώσεις άοκνων δημιουργών. Όλες γενικά οι επιδημίες σημάδεψαν την τέχνη και φυσικά και τη λογοτεχνία, αφανίζοντας και σημαντικούς από τους ανθρώπους της. Τζοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι μουσικός, Τζον Κιτς ποιητής, Αντον Τσέχωφ συγγραφέας πέθαναν από φυματίωση. Οι δικοί μας, Καρυωτάκης, ασθενούσε από νόσο, ο Ρίτσος το ίδιο, ο ζωγράφος Χαλεπάς από ψυχική νόσο.

         Τους δυο τελευταίους αιώνες η ποιητική αφήγηση υποχώρησε στην αναφορά των νόσων για να ‘ρθει η πεζογραφία να  ασχοληθεί μαζί τους. Με μεταφορικό ή αλληγορικό τρόπο  ο Αντρέ Καμί γράφει την Πανούκλα {1947}. Το Λοιμό { 1978] ο Ανδρέας Φραγκιάς, το Περί τυφλότητος {1995} ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Για να ‘ρθει και ο Σολωμός τον 19ο αιώνα και να περιγράψει τη φαγωμένη από το <<χτητικό>>  ηρωίδα του στο << Η γυναίκα της Ζάκυθος >>.

       Αυτά εν ολίγοις. Ο αναγκαστικός εγκλεισμός κοντεύει να μας χαζέψει και δεν παλεύεται με τίποτα.  Σου φεύγει το τσερβέλο με αυτά που διαβάζεις για τη νόσο που μας βρήκε και όσα ακούς από τα ΜΜΕ συνηθισμένα στον τυχοδιωκτισμό για τα τεκταινόμενα, πάει να σου στρίψει. Η συντριπτική πλειονότης του λαού φοβάται, κάποιοι παρακολουθούν απλώς, θορυβημένοι μερικοί εξαπολύουν τους μύδρους τους ή το χιούμορ εναντίον της καθεστηκυίας τάξης και των μέτρων, ευχόμενοι να πάψει η νόσος να μας ζαλικώνει με το ‘να και με τ’  άλλο.

      ellinikoxronografima.blogspot.gr                   panant1947@gail.com

 

    Λογοτεχνικές σελίδες                          

                                Ποίηση και νόσοςστυλό σε χαρτί χειρόγραφο 2748541

                                              Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

              Κλεισμένος στα σκοτεινά ντουβάρια λόγω οικονομικής κρίσης και κορονοϊού  για να μη χαζέψω, είπα να σκύψω  σε ποιητικά κείμενα ποιητών, που προσιδιάζουν στο κλίμα του εστεμμένου ιού. Πολλοί νόσησαν από τις επιδημίες κι άλλοι διάσωσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες σε ποιητικές διαστάσεις διαχεόμενες στο χώρο και στο χρόνο.    Επιλεκτικά αναφέρομαι σε μερικούς. Η Μαρία Πολυδούρη νοσηλεύτηκε  στη Σωτηρία από φυματίωση και τόλμησε να καταγράψει τη νόσο ως μεταφορά. <<… θα  πεθάνω μιαν αυγούλα/ θλιβερή σαν τη ζωή μου/, που η δροσιά της, κόμποι δάκρυ θα κυλάει/  πονετικό στο άγιο χώμα/ που ρόδα θα στολίζει  τη γιορτή μου/, στο άγιο χώμα που θα  μου είναι κρεβάτι νεκρικό… >>. Μετατρέπει τη ρομαντική αυτοπάθεια  σε λειτουργία  αφηγηματική.

         Νωρίτερα  στον 19ο αιώνα η φθίση  είχε συνδεθεί από  τη λογοτεχνία με τα μελαγχολικά και ερωτοπαθή άτομα ως νόσος της ψυχής.  Η σχέση του Μιλτιάδη Μαλακάση  με μια φθισική  ήταν καθοριστική. Τελειώνει  ένα ποίημα  του ως εξής:  << … την πρώτη  θυμούμαι που μου ‘πες  ημέρα :/  πονώ εδώ πέρα, στα στήθη πονώ./ Και σου  ‘κοψε ο βήχας το λόγο στο στόμα./  Ο Καρυωτάκης  με την << Ωχρά  σπειροχαίτη >> στοχοποιεί την προσβολή του από τη μεταδιδόμενη σεξουαλικά σύφιλη  και μεταφέρει στιχουργικά τους φόβους του μπροστά στην άβυσσο που ερχόταν εξαιτίας της νόσου.  Το 1920 Γιάννης Ρίτσος και στα χρόνια της Κατοχής ο Μίλτος Σαχτούρης νόσησαν νεαροί από φυματίωση. Η συχνή παρουσίαση του αίματος  στην ποίηση του Σαχτούρη έχει υπόβαθρο την τραυματική του εμπειρία από τη νόσο. Σαράντα χρόνια μετά ο Ρίτσος θυμάται τη νόσο   και γράφει: << Παλιές ακτινογραφίες  φυματικών σε  μεγάλους κίτρινους φακέλους,/  στο πάνω μέρος της ντουλάπας, μες στη σκόνη, βράδια και βράδια,/ όταν σφύριζε το τρένο στα προάστια, βράδια με ψηλά κηροπήγια,\ με μικρά τετράγωνα χαρτιά, σκόρπια στο πάτωμα, από σκονάκια του βήχα/ όταν χύθηκε το ποτήρι στα σεντόνια του αρρώστου κι έβγαλε έξω τα πόδια του,/λιγνά τα γόνατά του, τρίχωμα στεγνό, χτυπούσαν την πόρτα,/ χτυπούσαν δυνατά, τον σκεπάσανε γρήγορα, τρέξαμε στο διάδρομο/ σταθήκαμε πίσω απ’ την πόρτα, αφουγκραστήκαμε, δε ξαναχτύπησαν πια/.

     Μεταφορική  αλληγορική χρήση της νόσου πυκνώνεται στα χρόνια της δικτατορίας  από μικρούς και μεγάλους ηλικιακά ποιητές.  << Οι γάτες τ’ ΑΪ Νικόλα >> του Σεφέρη  ενδεικτικά γι’ αυτό, όπου οι γάτες που προστατεύουν το μοναστήρι και τους καλογέρους του, σώζουν τους ανθρώπους αλλά και οι ίδιες εξολοθρεύονται από το << αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι >> των φιδιών.

    Κι ερχόμαστε στην αίσθηση θνητότητας από τη νόσο των στίχων. Στον Ελύτη ο λόγος  στο ποίημα του << Ο χλομός θάνατος >> θέλει να πει πως ο μόνος από τους ανθρώπους που γνωρίζει να μιλήσει για το θάνατο είναι ο ποιητής. Γράφει:  <<… πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα./ Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια  σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί./ Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτα να πει./ Μόνο ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας./ Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος./ >>

        ellinikoxronografima.blogspot.gr         panant1947@gmail.com