Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

      Με την πένα…

                                                    Παναγιώτης  ΑντωνόπουλοςΣτην Παλιά Αθήνα - Χάρτης Αθήνας - Φθινοπωρινή βόλτα σε Πλακιώτικη  ταβερνούλα

                              Κυπαρισσία, ο  Λαοκράτης, ο χρόνος και η Πανδώρα    

                 Είχα χρόνια να τον δω. Συναντηθήκαμε τυχαία. Ο φλύαρος χρόνος τον είχε κάνει αγνώριστο. Άσπρο μαλλί και άσπρο γένι.  << Δε με γνώρισες; >> μου ‘πε. << Ο Λαοκράτης είμαι, συμμαθητές στην πρώτη Γυμνασίου για μια χρονιά και γείτονες στη Γελουδά. Μικρός ο χρόνος της γειτνίασής μας αλλά οι σελίδες της πάμπλουτες από νότες της ζωής όμορφες, πικάντικες ιστορίες και αλλόκοτες εφηβικές επινοήσεις. Αρχόντισσα η Αρκαδιά σαν μια αόρατη πεταλούδα που πέρασε από μπροστά  μου κι έφυγε. Έφυγα κι εγώ. Μετάνιωσα. Αν έμενα σφυρηλατημένος από την αθωότητα εκείνης της μίζερης εποχής, ίσως να μην ήμουν απολωλός σήμερα  >>.

                Στην ταβέρνα << Αρκαδιά >> στο τρίτο ποτήρι ξεκίνησε να εξιστορεί τα βάσανά του. << Τρία χρόνια στην ψειρού, κάτι θα ‘χεις ακούσει,  όλα ξεκίνησαν από το Φαρισαίο θεολόγο.  Θα θυμάσαι που μ’ έπιασε να παίζω στο μεγάλο καλντερίμι και την άλλη μέρα με χαστούκισε μέσα στην τάξη και μου ζήτησε να απαγγείλω το << Πάτερ ημών, εφτά φορές >>. Εγώ άρχισα και είπα τα δικά μου: Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης.  Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Θα  θυμάσαι ακόμη, που μου είπε: << Λες ανοησίες, μπολσεβίκε >> και με λιάνισε στο ξύλο.  << Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου>>, του απάντησα κι εγώ και πετάχτηκα από την πόρτα σαν πυροβολημένος.

        Από τότε χάθηκα. Κείνες τις εποχές της υλικής ένδειας δεν υπήρχαν λιμνοθάλασσες αρμονίας. Απαιτητικό το στομάχι κι εξόχως γκρινιάρης και ενοχλητικός ο σπιτονοικοκύρης, που παρά την επίμοχθη προσπάθειά μου να του καταβάλω τα ενοίκια δεν τα κατάφερα, ήταν αιτίες που θεμελιώθηκε μέσα μου η φυγή. Λιποτάκτησα,  πήγα στο χωριό, πιλαλούσα στα χωράφια, ξέχασα το βιβλίο, έβαλα το σουγιά στην πισωτσέπη, τα τσιγάρα στο τσεπάκι και πήρα τη ζωή μου λάθος! Οι φαλαγγίτες της χούντας με παρακολουθούσαν, μου έφτιαξαν φάκελο και περίμεναν το πρόσταγμα να μ΄ αρπάξουν. Όταν με θεώρησαν επικίνδυνο με συνέλαβαν.  Μου ‘ριξαν τρία χρόνια για αντίσταση κατά του καθεστώτος και μ’  έκλεισαν  στις φυλακές της Κασσανδρίας.  Εκεί έμαθα  πως οι σωτήρες μας αυνανίζονταν σ΄ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών!   Πέρασε ο καιρός, βγήκα, γύρισα στο χωριό. Άραξα στον καφενέ και το ‘ριξα στο χαρτί και στο ποτό. Ερωτεύτηκα την Πανδώρα, μια πλούσια χωριατοπούλα, όλο φωτιά, με μάτια να ‘χουν το χρώμα της θάλασσας και χείλη το χρώμα του κερασιού. Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί κι εγώ κυλιόμουν στα τέσσερα να την φτάσω και να την αγγίξω. Σιγά μην την έδιναν σε μένα! Αυτή με έσπρωχνε και με περιφρονούσε. Έπεσα σε κατάθλιψη. Το ‘ριξα πιο πολύ στο χαρτί, δεν έκανα οικογένεια, κατάντησα ρέμπελος, ένα κουρέλι. Το σπίτι έγερνε, δανείστηκα να το στυλώσω.  Του ‘ριξα λίγα λεφτά τ’ άλλα τα ‘φαγα. Το χρωστάω. Αύριο πάω στους τραπεζίτες. Αν το χάσω, χάνομαι… Εσύ; Εσύ έχεις βάσανα; >>

           Οι λέξεις του μεταξωτές χορδές σχημάτισαν μιαν άρπα κι άκουγα και το δικό μου τραγούδι στον ανάλαφρο άνεμο. Σιώπησα. Φίλη επιστήθια η ψυχή μου είχε συντριβεί.

             Άδειασε  το ποτήρι, με άγγιξε στον ώμο, στα μάτια του η θλίψη κυλούσε υγρή. << Ωραία χρόνια τότε… >> ψιθύρισε κι ένας λυγμός του έσβησε τη φωνή. Όταν συνήλθε, με παρότρυνε: << Πες μου κάτι για σένα, θέλω ν’ ακούσω! >>

        Λύγισα, άρχισα;  << Διορισμένος γραμματοδιδάσκαλος  στα σχολεία της αρχόντισσας τούτης πόλης, έφαγα το χρόνο μου, δίδαξα τους μαθητές μου με τη συνοδεία των ασώματων αγγέλων της και τους έμαθα το << ευ πράττειν >>. Και τώρα με τη νεότητά μου μαραμένη, τους ευώδεις παραδείσους της πορείας μου σκαμμένους  απ΄ το φλύαρο καιρό και τη χλεύη του  Προκρούστη χρόνου, σέρνομαι στους δρόμους της σαν κίτρινο φύλλο, ένας καπνός που σαν νέφος θα σκορπιστεί στον ουρανό. Κι ως τώρα που με βλέπεις διάγω τη ζωή μου ζώντας στην αγκαλιά της, ασπρίζοντας στις γειτονιές της, ψηλαφώντας ότι έμεινε στη φλούδα της από μια ολάκερη φευγάτη ζωή. Κι όσο ξέρω πως οι μέλισσες και οι ολόχρυσοι κύαθοι, που βρέθηκαν στα σπλάχνα της θα είναι στο Μουσείο εν μέλλοντι απόντος μου, αφήνω τα δάκρυά μου καυτά να τρέξουν στις ρυτιδωμένες παρειές μου >>.

   Η φωνή του σιγοσβησμένη, ψιθύρισε:  << Όπως κι εγώ! Ένας φτωχός και λησμονημένος ερημίτης! Στο χάος και στη λήθη! Αφήνεις όμως κάτι! Εγώ; >>

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

           

            

 

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Χρονογράφημα

 

 

 

                  Τα ψαθάκια της αμφισβήτησηςσκιαδικά - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

                                 Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

  Έτος 2019. Οι κανακάρηδές μας κάνουν καταλήψεις σε γυμνάσια και λύκεια γιατί τους έβαλαν δυο σελίδες παραπάνω να διαβάσουν στη βιολογία. Έτος 1859. Οι κανακάρηδες εκείνης της εποχής πυροδότησαν την εξέγερσή τους από μια συλλογική ενδυματολογική επιλογή. Φορούσαν ακριβά εισαγόμενα ευρωπαϊκά καπέλα και νόμος τους ανάγκαζε να τα αντικαταστήσουν με <<ευτελέστατα σκιαδικά ψάθινα εκ των εν Σίφνω κατασκευαζομένων! >> Ντόπιες καλοκαιρινές ψάθες, πρόστυχες και κακόγουστες των εξήντα λεπτών.

   Το έκανε αυτό έλεγε η κυβέρνηση για να δώσει << το καλόν παράδειγμα της αποστροφής προς την πολυτέλειαν >>. Ακόμη για λόγους οικονομίας αλλά και της εμψυχώσεως της ελληνικής βιομηχανίας. ‘Ένα δημοσίευμα υποστήριζε πως τα χονδροειδή εγχώρια πλατύγυρα σκιάδια, επιλέχτηκαν γιατί ομοίαζαν προς τους ιταλικούς πίλους, συμπαθείς στους Έλληνες.

    Έτσι << σκιαδιστές >> μαθητές που υποστήριζαν τα εγχώρια ψάθινα και υπάλληλοι των εμπόρων που θίγονταν από την προπαγάνδα κατά των εισαγομένων πολυτελών πίλων, ήρθαν στα χέρια. Έδωσαν πολλές μάχες στους δρόμους της Αθήνας και η αστυνομική ράβδος με την επιγραφή << Ισχύς του νόμου >>έπεσε πολλές φορές επί των διαδίκων, περισσότερο δε  κατά των μαθητών που προκάλεσε σοκ στους αστούς και έκαναν την κυβέρνηση να λυπηθεί.

   Όλο αυτό το ξύλο κράτησε περίπου δυο βδομάδες. Από τις τρεις Μαίου ως τις είκοσι. Ο εισαγγελέας Κοντόπουλος, που ο  πατέρας του πλούτισε τσεπώνοντας τα εθνικά δάνεια του εικοσιένα, έπιασε καμιά εικοσαριά πρωταιτίους με την κατηγορία της στάσης. Τρεις απ’  αυτούς στη δίκη κρίθηκαν << κατάδικοι >> και κλείστηκαν στη φυλακή.

    Κι ένα ευτράπελο των γεγονότων: Το αναφέρει ο Γεώργιος Δροσίνης στα << Σκόρπια φύλλα της ζωής μου >>. Σκηνή στα επεισόδια μεταξύ του υπουργού Δικαιοσύνης και του γιου του. << Το Δημητράκη, ταραξία διαδηλωτή, τον κυνηγούσαν χωροφύλακες. Κι εκείνος για να ξεφύγει είχε ανεβεί σε μιας μάντρας τον τοίχο στην οδό Πανεπιστημίου. Ο πατέρας το μαθαίνει και κατεβαίνει από το σπίτι του με τα νυχτικά του και με τις παντόφλες του. Φτάνει στη μάντρα και του φωνάζει: << Κατέβα κάτω, βρε… >> Ο Δημητράκης, ο υιός του από πάνω: << Δεν κατεβαίνω, κύριε υπουργέ! >>

  ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

 

                         Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

       ΧρονογράφημαΜια εικόνα της Κυπαρισσίας από το λιμάνι - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online

                         Ερχομένου του Σεπτεμβρίου

               << Είναι  το Πάσχα, το Μπαϊράμι, το GARNAVALI, το  CHRISTMAS, το BAZAR, η έκθεσις, καθ’  εν χωριστά εις όλα ομού των περιχώρων… >> λέει ο Κωστής Παλαμάς και συμπληρώνει << …η εμπορική πανήγυρις αρχομένη 8 και παρατεινομένη μέχρι της 14 του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου…>>  Για μας τους ορεινούς οι μέρες τούτες  του πανηγυριού ήταν ποτισμένες με βάλσαμο και τις πονεμένες καρδιές μας, γιάτρευαν. Μας λυπόταν ο Θεός των φτωχών,  βαρούσε το σήμαντρό του, μάζευε τους αγίους και τους έστελνε στα πανηγύρια. Ουρές οι πιστοί, σωροί το κερί στα μανουάλια, το χρήμα με τη σέσουλα στο παγκάρι και το πρόσφορο μοιρασμένο να μας τυλώνει.

             Έτσι του  Σεπτεμβρίου ερχομένου, όπως ψάλλει και ο ποιητής, γεννιόταν και το πανηγύρι της Αρκαδιάς, πάμφωτης και περικαλλούς πόλης.  Μας έβαφε με χρώματα, γλιστρούσε στα χέρια μας παστέλια, στα πόδια μας φορούσε καινούριο υπόδημα, το γυμνό καμένο σώμα μας, έντυνε με ρούχο ραμμένο σε ραφτάδικο μόδας.  Στα νοικοκυριά προμήθευε << προικώα >>, τσίτια, μαξιλάρια, κουβέρτες, προσόψια, χράμια, εσώρουχο μοντέρνο της νύφης, κουστούμι φίνο από κασμίρι του γαμπρού.  Κουζινικά σ’ όλα τα είδη και μεγέθη, στο χέρι σφυρηλατημένα από τεχνίτη μάστορα,  κατσαρόλια, ταψιά, πυροστιές, μαγκάλια,  γουδιά,  κουτάλες,  μαχαιροπίρουνα, << ων ουκ  έστιν αριθμός >>.

             Νότια στον ελαιώνα το ζωοπάζαρο, ακριβό βλαστάρι του πανηγυριού, μια ολάνοιχτη αγκαλιά για όλους τους θρήσκους επισκέπτες.  Ο καρπερός κάμπος γέμιζε άλογα, πουλάρια, γαϊδουράκια, μουλάρια, γαλιά, όρνιθες, χοίρους και θρεμμένα αμνοερίφια. Εδώ και τα υπαίθρια ταβερνεία με τη γουρνοπούλα. Ο μεζές πιπεράτος, αλατισμένος, το κρασί ηδύγευστο, ο λόγος απ’ τα χείλη να βγαίνει πονεμένος, το μάτι δακρυσμένο για τον κούκο που δεν έφερνε  την άνοιξη. Ο σκαφτιάς να μιλάει για τ’  απλήρωτα κόπια του, ο χαμάλης για την ανεργία, ο καραγωγέας για το κουτσαμένο  άτι του, ο εργάτης για το ραγισμένο σπόνδυλο στη μέση του.  

            Πιτσιρικάδες των δέκα και των δώδεκα, δαγκώναμε το ξεροκόμματο και ο ουρανός που μας έβλεπε έσταζε δάκρυ. Για να δούμε το << γύρω του θανάτου >> κάναμε ρεφενέ, μαζεύαμε το εισιτήριο και από το διάζωμα σκυφτοί στην κοιλιά του βαρελιού κολλάγαμε το μάτι μας στον αναρριχώμενο μοτοσυκλετιστή. Η μηχανή μούγκριζε στους γύρους της ανηφόρας, το βαρέλι έτριζε συθέμελο, τα χέρια με το τιμόνι, γίνονταν ένα. Μας έπιανε ντελίριο, λεπίδι ξέσχιζε την καρδιά μας, το ζεστό  χειροκρότημα στην τελευταία κατάβαση στον πάτο του βαρελιού δεν είχε τέλος.

           Από κει ο καλός Θεός μάς κατέτασσε στους παραδείσους της σκοποβολής, στις κούνιες, στα ποδοσφαιράκια, στο χώρο με το << μαλλί της γριάς >> και όπου η πανήγυρη μας αγάθυνε με τις παράγκες που ‘χαν στήσει οι μελαψοί σγουρομάλληδες πραματευτάδες.

                           ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

 

  Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

                    ΧρονογράφημαΑνέκδοτο: Συναντιούνται 2 μεθυσμένοι στο δρόμο…

                                        Είμαστε βίδες του όλου, ναι ή όχι;

                    Στην καρέκλα ανεβασμένος ο Πλάτων ρητόρευε.  Η << Αρκαδιά >> φίσκα, οι κρασοπότες άδειαζαν τα ποτήρια, ο μελίρρυτος λόγος του σθεναρός τους έκανε να κρέμονται από τα χείλη του. Τα ‘χε με τους πάντες.   << Ε, σταθείτε! >> έλεγε. << Σας ερωτώ; Είμαστε βίδες του όλου, ναι ή όχι; Απαντώ, εγώ. Ναι. Καλώς! Πάμε παρακάτω. Το όλον ποιος το ελέγχει;  Εμείς οι μικρές βίδες ή οι μεγάλες; Και πάλι απαντώ. Οι μεγάλες βίδες! Τότε ποιος είναι ο ρόλος ημών; Δεν είναι να ροκανίζουμε το παξιμάδι και να τρώμε το κουκί;  Τι μου λέτε τώρα… Μετά με ρωτάτε για τον κεραυνοβόλο έρωτα, σας λέω κάτι γι’ αυτόν: Αυτός ο έρωτας, πως τον λέτε, είναι μπαρούφα. Είναι απόντας, ψεύτικος! Εγώ δεν τον πιστεύω. Κι αν τον πίστευα και πάλι θα τον μούντζωνα με χέρια και με πόδια. Ακούστε ‘δω. Ποιος γράφει την ιστορία;  Ποιος άλλος ο άνθρωπος., Θεωρία, ιστορία, μύθος, παραμύθι, είναι κι αυτός. Καπνός, αέρας, σκόνη, σύννεφο, φου… φου… φου… παφ…πουφ…

                    Κι εγώ τον έχω φάει κατάμουτρα αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα που λέτε, πως υπάρχει, αλλά είναι ψέμα! Με τέτοιο έρωτα, σαν αυτό που λέτε, με παντρεύτηκε η αγαπητικιά μου κι ορκισμένη σ’ αυτόν, χαρακώσαμε τα μπράτσα μας να ενώσουμε τα αίματά μας αιώνια και μου ‘βαλε κουλούρα! Κι ένα βράδυ γκαστρώθηκε μ’ έναν φαντάρο κι έγινε Λούης! Να τι εστί κεραυνοβόλος έρωτας! Ότι και να μου πείτε εσείς τ’  ακώ βερεσέ εγώ!

                    Δρόσισε τα χείλη του με λίγο κοκκινέλι και συνέχισε: << Ακούτε και το τελευταίο και πάω πάσο. Δώστε βάση στα λόγια μου. Η γυναίκα είναι δαίμονας. Αυτό βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Δέστε το καλύτερα! Αυτή κανονίζει ποιον θα βάλει στο κρεβάτι της κι όχι ο κεραυνοβόλος έρωτας! Δικό της το χωράφι, δικός της και ο ζευγολάτης. Όποιον θέλει εκείνη βάζει μέσα και της το οργώνει! Είναι νόμος σας λέω, νόμος!

               Ξαναήπιε και πρόσθεσε γελώντας: << Όσο βγάζει κρίνους η τσουκνίδα και σκόρδα η τριανταφυλλιά άλλο τόσο και η γυναίκα κοιμάται στο νόμιμο κρεβάτι! Νόμος κι αυτό σας λέω, νόμος!

               ellinikoxronogr;afima.blogspot.gr