Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

 

 ΔιήγημαΣτυλό πένα Φωτογραφίες Αρχείου, Royalty Free Στυλό πένα ...

 

 

                                          Ο  Ανθόλαος

  

 

                                                       Του Παναγιώτη   Αντωνόπουλου

 

 

      Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή του Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους << Άθλιους >> του Β. Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.  Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η σύλληψή του ήταν ψέμα.  Γρήγορα όμως σαν άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας που με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των ελλήνων και τα γέμιζε πληγές στα μπουντρούμια και στις φυλακές.  

     --- Συμφορά μου! φώναξε πίσω του η μάνα του και όρμησε σαν άγρια λέαινα να ξεσχίσει με νύχια και με δόντια τους βασανιστές του γιου της. Αυτοί την έσπρωξαν με τα γκλομπς, την ξάπλωσαν κάτω κι έφυγαν.

     Μαζί τους κατέβηκαν αμέσως στην πόλη και τα ξυράφια του χωριού να τον σώσουν! Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ψάλτης και ο αγροφύλακας. Όλοι τους  υπηρέτες πολλών αφεντάδων και πολλών δοσίλογων. Του κάκου όμως! Η αδίστακτη εξουσία του διοικητή της αστυνομίας τους δέχτηκε με νύχια που έσταζαν αίμα. Στο σώμα του Ανθόλαου οι νωπές πληγές άχνιζαν αίμα ζεστό και πόνο. Οι φωνές του έσχιζαν τις καρδιές σαν κοφτερά γυαλιά και η χλωμή ώρα που έπαιρνε της μορφή της Μέδουσας έσταζε δηλητήριο εθνικό.

     --- Καλά να πάθει! τους είπε ο αστυνόμος, αφού προτιμούσε τα κόκκινα παιχνίδια από τα εθνικά στρόλια!

     Έφυγαν με το κεφάλι γερμένο, ντροπιασμένοι για την  ήττα τους αλλά και με την υποκρισία να βασιλεύει στα μάτια τους με το βλέμμα της έχιδνας.  Στα παράθυρα όλοι οι Φαρισαίοι του χωριού, ψιθύριζαν μετά τη σύλληψή του:

      --- Το μάθατε;

      --- Ποιο;

      --- Αυτό με τον Ανθόλαο! Τον  έπιασαν! Τον πήγα στο φρέσκο! 

      --- Γιατί; Σφάχτηκε με κανέναν;

      --- Όχι. Ήταν λένε κομμουνιστής!

     --- Κομμουνιστής;

     --- Ναι, κομμουνιστής!

     --- Και τι έκανε;

     --- Βαστούσε ένα δεφτέρι γραμμένο όλο με επικίνδυνα ρητά. Να τέτοια: << Η κόκκινη επανάσταση φτάνει >>, << προλετάριοι όλης της γης ενωθείτε! >>, << πότε θα κάνει ξαστεριά >>, << ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή >>, << ο σοσιαλισμός θα σώσει τον κόσμο >> κι άλλα πολλά.

     --- Και τι κακό είχαν αυτά;

     --- Τίποτα. Προφάσεις για να τον χώσουν μέσα.

     Όλοι κάτι είχαν να πουν για τον Ανθόλαο κι όλοι τον θαύμαζαν. Τέτοιους λεβέντες λίγους γεννά η φύση.  Τον έφτυναν για να μην το ματιάσουν για την εξυπνάδα του, τον χαίρονταν για το κοφτερό μυαλό του,  και τον θαύμαζαν για τη λυγεράδα και τη δύναμη του κορμιού του. Πουλιά έπιανε στον αέρα, ψύλλους πετάλωνε και κανένας κανόνας της γραμματικής δεν του ξέφευγε. Όμως του έκοψε το βήχα της προόδου ο καθηγητής των θρησκευτικών  και τον έστειλε από τον παράδεισο της γνώσης σ’ εκείνον της αμαρτίας της κόλασης.

     Ακόμη λίγο και θα κέρδιζε στο στούμπο το Μήτσο της Σοφούλας ο Ανθόλαος όταν τον άρπαξε απ’  σβέρκο ο Φαρισαίος δάσκαλος κι αφού τον χαστούκισε του είπε με φωνή που έμοιαζε με ουρλιαχτό:

      --- Αύριο τα λέμε!

     

 

 

                                               = = =

 

 

     --- Κηρύσσω την έναρξη της απαγγελίας του << Πάτερ ημών >> ακούστηκε την άλλη μέρα στην τάξη η φωνή του θεολόγου καθηγητή και κοίταξε τον Ανθόλαο με βλέμμα ύαινας.  Ύστερα είπε: Ανθόλαος Σγουρίτσας του Ελέημονος και της Λεμονιάς απάγγειλε πρώτος!

     Σηκώθηκε και ο Ανθόλαος και άρχισε φοβισμένος:

     --- Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

     Έμεινε ο σοφός καθηγητής!

     --- Λες ανοησίες, μπολσεβίκε! Έξω γρήγορα!  του φώναξε και του έδειξε την πόρτα.

     --- Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου! του είπε και ο Ανθόλαος και πετάχτηκε από την πόρτα σαν πυροβολημένος.

                                                 = = =

 

 

     Από τότε χάθηκε ο Ανθόλαος. Πιλάλαγε μέσα στα χωράφια σβαρνίζοντας με τα πόδια του τις ξερές μάτζες, μετρώντας τα τσιμπήματα που του έκαναν στις κνήμες οι σφήκες και επουλώνοντας με σβουνιές τις πληγές που του άνοιγαν οι στουρναρόπετρες και οι άπονες αφαλαρίδες. Έδιωξε και το βιβλίο από την κωλότσεπη κι έβαλε το σουγιά. Έπιασε φίλο το τσιγάρο, στέλνοντας τα γράμματα και τη μόρφωση στο διάβολο. Ακόμη αριστέρεψε, ξέχασε τον ελληνισμό και σύμφωνα με τις κακές γλώσσες έγινε μπολσεβίκος. Κι αυτά τα έλεγαν οι εθνικόφρονες και υπαινίσσονταν πως σκοπεύει να φέρει την πατρίδα τούμπα αφού και για τη θρησκεία δεν έδινε έναν παρά αλλά και για την οικογένεια δεν ενδιαφερόταν. Επίσης ψιθύριζαν πως ζητούσε να κρεμάσει στη θέση της γαλανόλευκης την κοκκινοκουρελού του Στάλιν. Έτσι του έφτιαξαν φάκελο, κατέγραφαν τη δράση του και τον κατασκόπευαν ανελλιπώς όλη μέρα. Και όταν έκριναν με τον καιρό πως έγινε  επικίνδυνος για το καθεστώς έδωσαν το πράσινο φως στους μπάτσους τους και τον συνέλαβαν!  Τον πέρασαν από το στρατοδικείο και τον καταδίκασαν για << παράνομες πράξεις κατά του καθεστώτος >> και τον έκλεισαν για πέντε χρόνια στο στρατόπεδο της Γυάρου και δυο στις φυλακές της Κασσανδρίας. Εκεί έμαθε πως οι σωτήρες του αυνανίζονταν σ’ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών!

 

                                              = = =

 

     Πέρασε ο καιρός, βγήκε από τη φυλακή, και γύρισε στο χωριό, αφήνοντας πια για τη μνήμη του τη ματωμένη εξορία. Έπιανε μόνιμα καρέκλα στου Ψαρούλια τον καφενέ κι άδειαζε  τα κρασοπότηρα το ένα πίσω απ’  τ’  άλλο. Του έφερνε και ο καφετζής μια σαρδέλα στο χαρτί και του έλεγε σαν την έβαζε μπροστά του:

     --- Φάε και πιες, Ανθόλαε και γράφ’ τους εκεί που ξέρεις! 

      Αυτός την τεμάχιζε με το σουγιά κι έτρωγε. Έπινε ύστερα τα ποτηράκια του και αφού τα έτσουζε, αρχινούσε:

     --- Που λέτε τσίφτηδες, εκεί στη φυλακή όλα τα αλάνια ήταν εξηγημένα. Μου φέρονταν όμορφα, με φίλευαν τσιγάρα, φωτιά, τράπουλα, ξυράφια, μού πάσαραν χαρτί και μολύβι να γράφω τους στίχους μου για να φέρω στο φως  τα βάσανα της φυλακής.

     Ύψωνε το ποτήρι, έλεγε άηχα, << εσείαν >> και συνέχιζε:

      --- Ήταν κι ένας νησιώτης, άσχημος με κεφαλή ταύρου που τραγουδούσε ολημερίς καλλίφωνα. Έπαιζε και μπαγλαμά, αιωνία του η μνήμη! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης, ήρθε ένα βράδυ και κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι μου. << Το πρωί >> μου είπε με φωνή πνιγμένη στο φόβο, << Ανθόλαε δε θα με βρει! Σου χαρίζω το μπαγλαμαδάκι μου να το παίζεις όταν οι μέρες και οι νύχτες σας τρυπάνε με τα σουβλιά τους για να διασκεδάζετε! Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα! Το πήρα απόφαση να σβήσω τα υπόλοιπα κεράκια μου! >>   Δεν τον πίστεψα και γέλασα. Να, όμως που το πρωί τον βρήκαμε κρεμασμένο μ’ ένα σύρμα απ’ τη σωλήνα της βρύσης.

    Έμπαινε και η γουστερίτσα η Ελάη μέσα στον καφενέ μέρα παρά μέρα και τον έκανε μπαρούτη.  Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί και του άναβε φωτιές που έκαιγαν μερόνυχτα. Άφηνε το κομπολόι του πάνω στο τραπέζι ο Ανθόλαος και την πλησίαζε. Γονάτιζε μπροστά της και σαν ζεσταινόταν η καρδιά του από τη θέρμη του κορμιού της, της έλεγε με ποιητικό οίστρο:

    --- Γιατί μ’ αποφεύγεις αστροφεγγιά μου;

    Έσκυβε εκείνη τον κοίταζε στα μάτια και του ψιθύριζε:

     --- Δεν τα  ‘παμε; Είσαι επικίνδυνος!

     --- Εγώ; Μυρμήγκι δε ζουπώ! τραύλιζε εκείνος και άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει το δικό της.

     --- Το λένε, όλοι πως μπολσεβίκεψες! του έλεγε και τραβιόταν από κοντά του.

     Σερνόταν ο Ανθόλαος στα γόνατα και την κυνηγούσε ενώ της μιλούσε με παράπονο, λέγοντάς της:

     --- Και είμαι κακός;

     Σήκωνε αυτή τους ώμους και του ψέλλιζε αδιάφορα:

     --- Τι ξέρω εγώ! Έτσι λένε…

     Έφευγε η Ελάη με τον μπότη στην μασχάλη, έμενε ο Ανθόλαος καθώς λέει και ο ποιητής των Ελλήνων << μισός κερί, μισός φωτιά >>. Σκόρπιζαν σιγά- σιγά και οι πότες κι απόμενε ολομόναχος με τον καφετζή.

  

 

                                             = = =

 

 

    Έτσι ζούσε πια ο Ανθόλαος. Με το μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ στο χέρι και τα γένια του πάντα κρασωμένα. Ασκητής και διακονιάρης, ξεπορτισμένος και ξεμοναχιασμένος, έρημος  και πένης. Από κοντά και η Άτροπος που φαίνεται τον  λυπήθηκε και αποφάσισε να του κόψει το νήμα απ’ το κουβάρι της ζωής, στέλνοντάς τον στον τόπο το χλοερό να βρει την ησυχία του.

     Μεγαλοσαββατιάτικα μπήκε να πιει. Ήταν η τελευταία του Ανάσταση και η τελευταία του οινοποσία! Ήπιε, ήπιε του σκασμού και σαν έγινε σκνίπα και ζαλίστηκε απόμεινε στην καρέκλα ασάλευτος να ονειρεύεται τη χαμένη του ζωή. Η εκκλησία σχόλασε και ο κόσμος έτρεχε στα σπίτια να γευτεί τη μαγειρίτσα, να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά και να ευχηθεί ασπαζόμενος αλλήλους, το << Χριστός Ανέστη >>. Είδε όλο αυτόν τον κόσμο ο Ανθόλαος και σηκώθηκε να πάει στο δικό του σπίτι. Λίγα μέτρα όμως πιο κάτω δεν είδε το ξεχασμένο βίντζι έξω από του Λυμπέρη το λιτρουβειό και σφηνώθηκε πάνω του. Χτύπησε στο κεφάλι και τα γρανάζια του τροχού του το ‘καναν σάψαλο.

      Ένας χριστιανός περαστικός με τη λαμπάδα στο χέρι, τον είδε κάτω αιμόφυρτο κι έσκυψε πάνω του. Με φωνή ύστερα σβηστή, φώναξε στο διπλανό του:

      --- Σκοτώθηκε! Οχ, πάει ο έρημος!

      --- Τζάμπα πήγε! είπε ο άλλος. Να έλειπε το βίντζι!  Σκουριά ήταν και τίποτ’ άλλο! Τι τ’  άφησαν εδώ!

     Από το ναό της Παναγίας η φωνή του παπά ακουγόταν να ψέλνει: << Χριστός Ανέστη εκ νεκρών! >>

     Πιο πέρα από το νεκρό Ανθόλαο οι ευχές έπαιρναν κι έδιναν:

     --- Χριστός ανέστη!

     --- Αληθώς Ανέστη!

     Τους άκουγε ο γονατισμένος και τους φώναξε πιάνοντας το χέρι του νεκρού:

     --- Τι Αληθώς Ανέστη, χριστιανοί μου; Αληθώς απέθανε να λέτε! Δεν τον βλέπετε που είναι νεκρός;

    Στράφηκαν όλοι και κοίταζαν το νεκρό Ανθόλαο.  << Αληθώς εστί! Είναι νεκρός ! >> ψέλλισαν με μια φωνή κι έκαναν το σταυρό τους.

    Ενώ τον έφερναν στο σπίτι για να τον ετοιμάσουν για την ταφή από ένα παράθυρο η φωνή του λαϊκού ποιητή που ακούστηκε να ψέλνει τον αυτοσχέδιο και παραφρασμένο στίχο, έλεγε:

     --- Έφριξεν η γη και ο ήλιος Ανθόλαε, εκρύβη!

         ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

    

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

                                        Ποιητή! Χειρόγραφα Φωτογραφίες Αρχείου, Royalty Free Χειρόγραφα Εικόνες |  Depositphotos

 

 

                                               Του Παν. Αντωνόπουλου

 

 

 

            Πού ‘σαι ποιητή; Γιατί δεν παραδίδεις τίποτα; Περιμένεις τον Αναγνωστάκη να κλάψει το Χάρη του; Τόσοι Χάρηδες νεκροί από τους σημερινούς Ευρωπαίους και Έλληνες μελανοχίτωνες, ζητούν μιαν άγια ώρα από σε να τους θυμηθείς!  Γίγας του πνεύματος εσύ, βαρύς ο στίχος σου να πέσει επί των κεφαλών των τυράννων μας. Αν διστάζεις, στίχοι, παιδιά χαμένων ποιητών θα σου ανοίξουν το δρόμο, την άρπα τους θα σου παίξουν με αλληλούια και χερουβείμ.

           Άρξομεν:   << Τύραννοι του κόσμου! σπαρταρείστε! και σεις αμαρτωλοί δούλοι, ανδρωθείτε, εξεγερθείτε! >> 

              Στίχοι ραμμένοι στα μέτρα των νάνων που μας κυβερνούν: << Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία >>.

            Με τα λόγια της μητέρας των εξόριστων: << Δώστε σε μένα τους φτωχούς, τους καταφρονημένους, που τσάκισαν οι συμφορές και λαχταρούν γι’ ανάσα Ελεύθερη, στείλτε εδώ τους ανεμοδαρμένους, τους άστεγους, τους ναυαγούς κι όλο τ’  ανθρωπολόι… >>

           Με στίχους σαρκασμού. Καγχάζοντες με τέτοιες κραυγές που θυμίζουν βογκητά. Τα βογκητά του δούλου Έλληνα: << Παπάδες, καθηγητές, δάσκαλοι, (πολιτικοί), κάνετε λάθος, παραδίδοντάς με στη δικαιοσύνη. Δε νιώθω τους νόμους σας, δεν έχω συνείδηση της ηθικής σας, είμαι ένας χτήνος. Είστε ψεύτικοι, γέροι εσείς, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι. Έμπορε είσαι νέγρος, αυτοκράτορα παλιά φαγούρα. Έχεις ρουφήξει αφορολόγητο πιοτό απ’ το εργοστάσιο του σατανά >>.

         Στίχοι αφιερωμένοι στους γαλαζοχίτωνες της βουλής. Άγνωστο γι’ αυτούς το μεροκάματο σε χώρες τροπικές: << … πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότια Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες  τσουβάλια σόγια… Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’  ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει… Η λαμαρίνα! η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro  siwo  (πούσι) σαν μια ζώνη κι εσύ κοιτάς ακόμη απ’ το τιμόνι … >>

      Για τους ίδιους πάλι από άλλον υπηρέτη της Μούσας: << Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις κι αυτοί κληρονόμησαν τα δικαιώματα, φορούσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα, σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία, εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου, η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες >>.

      Από το μεγάλο Παλαμά: << Βοσκοί, στη μάντρα της πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα. Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί! >>  Κι όμως ούτε ψύλλος στον κόρφο τους!

         Και το  κερασάκι στην τούρτα: << Την φίλη μου Ευρώπη με πέντε φασκελώνω, απάνω στο τραπέζι μου τον γρόθο μου χτυπώ… Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω >>.

                                                   ellinikoxronografima

 

                       Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

 ΔιήγημαΗ όμορφη γυναίκα έντυσε στο κόκκινο φόρεμα τσαγιού τσαγιού εκλεκτής  ποιότητας στο κινητήριο τραίνο Στοκ Εικόνες - εικόνα από : 128103958

                          Ο τζέντλεμαν των τρένων

 

 

            Ο άντρας με την γκρίζα γενειάδα άφησε το χρυσόδετο βιβλίο   στο ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι σαν άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά κι έτρεξε βιαστικά να το σηκώσει. << Η γυναίκα μου θα ‘ναι >> σκέφτηκε κι έβαλε το  ακουστικό στ’ αυτί του.   

            --- Χλωμέ μου, πάνθηρα! Μ’ ακούς;  Η φωνή της όπως πάντα θρυμμάτισε τη σιωπή που είχε απλωθεί στο σπίτι.

            Η φωνή τού άντρα  αντήχησε κι αυτή μουσικά και τρυφερά:

            --- Μαγεμένη μου, εσύ! Σε πεθύμησα! Τι ώρα φτάνεις;

            --- Στις μία το πρωί!

            --- Πεθαίνω να πιω νερό από τις πηγές τού μαγικού σου κορμιού. Θα σε περιμένω στο σταθμό γυναίκα αγαπημένη!  

            --- Κι εγώ σε πεθύμησα αγνό μου πλάσμα. Θαρρώ απόψε ένα  βράδυ θα σου δώσω ονειρικό!

            Ο άντρας κατέβασε το ακουστικό και προσπάθησε να κρύψει τη χαρά του. Τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι και δεν μπορούσε να διώξει από τη σκέψη του την όμορφη μορφή της. Και τώρα με το άκουσμα τής φωνής της η διάθεσή του άλλαξε και η κακή του ψυχολογία έφτιαξε. Έτσι νιώθοντας σαν ένας μικρός αυτοκράτορας της στιγμής από τα καλά της νέα, πήρε το χρυσόδετο τόμο στα χέρια του κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.

            Κάμποσα χρόνια τώρα η γυναίκα του, συνήθιζε να τον αφήνει μονάχο δυο και τρεις φορές το χρόνο. Και τούτο γιατί η αμέριστη φροντίδα που έδειχνε για το ντύσιμο και την περιποίηση του εαυτού της την ανάγκαζε να ταξιδεύει στην πρωτεύουσα και να ψωνίζει τα ακριβά καλλυντικά και τα όμορφα ρούχα της. Ο άντρας της δεν της το αρνήθηκε ποτέ αυτό. Ίσα- ίσα που την πίεζε ο ίδιος να κινείται ελεύθερα για να νιώθει άνετη κι ανεξάρτητη.

            << Αυτά τα ταξίδια >> τής έλεγε, << δίνουν αυτοπεποίθηση, χαρά και ψυχική υγεία στη γυναίκα. Η έλλειψη του αντίθετου φύλου για λίγες μέρες μεγαλώνει την επιθυμία τού ενός για το άλλο και οι συζυγικές σχέσεις ξαναγεννιούνται και συσφίγγονται. Όσο για την αγάπη, ξαναζεσταίνεται και κάνει ευτυχισμένη τη μακρόχρονη συμβίωση. Κάθε τέτοιο ταξίδι με όλους τους φόβους που κρύβει πάντα δρομολογεί την επιστροφή τής γυναίκας στο συζυγικό ακρογιάλι!>>

           Έτσι αν και της έλειπε το ζεστό χάδι του, έκανε αυτά τα ταξίδια και τα χαιρόταν με το παραπάνω. Και τώρα σαν κουράστηκε όλη μέρα να γυρίζει τους δρόμους και να κοιτά τις βιτρίνες, θαμπερή, όμορφη και δροσερή, κάθισε μ’ ένα φτερωτό πέταγμα στη θέση της και περίμενε το τραίνο να ξεκινήσει. Ταχτοποίησε νωρίτερα τα πράγματά της στους ελεύθερους χώρους πάνω και κάτω από το κάθισμά της και με το μοναχό της πνεύμα να σκέφτεται την πορεία τού ταξιδιού, αφέθηκε σ’ ένα άγρυπνο όνειρο από οράματα και επιθυμίες στις φυλλωσιές του χρόνου.

        Η βροχή έξω είχε δυναμώσει κι έπεφτε με ορμή στο τζάμι. Αυτό δερνόταν ανελέητα ενώ αφρισμένα ρυάκια κυλούσαν στη λεία και κατακόρυφη επιφάνειά του. Το σκοτάδι πυκνό, η όραση δύσκολη και στα λιγοστά φώτα τού σταθμού τα αντικείμενα διακρίνονταν θαμπά και σκιαχτερά.

         Έτσι αφού  έμεινε για λίγο στη φοβερή σιωπή, έδειξε στη συνέχεια μια ανείπωτη ευθυμία και βγάζοντας από την τσάντα της την ατομική τουαλέτα της άρχισε με επιμονή και χάρη να φρεσκάρεται. Κι αφού το ναρκωμένο της πρόσωπο αναζωογονήθηκε και έλαμψε, κίνησε με μια αστραφτερή φεγγοβολή για το μπαρ να πιει κάτι και να τονωθεί. Κάθισε σ’ ένα οβάλ τραπέζι που ήταν στρωμένο με λουλουδάτο τραπεζομάντιλο και μέχρι που να έρθει το γκαρσόνι κοίταζε έξω τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει δυνατή κι ασταμάτητη. Σε λίγο το γκαρσόνι στάθηκε πάνω της και με μια ευγένεια τη ρώτησε: << Τι θα πάρετε;>>  << Ένα μέτριο ελληνικό >> του αποκρίθηκε και γέλασε ανεπαίσθητα με το όμορφο στόμα της.

         Εκείνη τη στιγμή ένας άντρας μπήκε με βιαστικό βήμα και με ύφος υπεροπτικό που ήθελε να πει, << είμαι εδώ! προσέξτε με!>> κάθισε απέναντί της. Φορούσε ακριβό μαύρο δερμάτινο μπουφάν, τζιν παντελόνι και οι χρυσαφένιες φαβορίτες του ήταν έντονα φροντισμένες και μεγάλες. Το πρόσωπό του αρυτίδωτο, μ’ ένα λευκό χρώμα που τραβούσε το χάδι και μαύρα εκφραστικά μάτια που σκορπούσαν με το βλέμμα τους ειλικρίνεια κι ανυποκρισία. Ο ίδιος φαίνεται πως γνώριζε τούτη του την ανδρική υπεροχή και το ‘δειχνε με τη σιωπηλή του συμπεριφορά και την προσποιητή του αθωότητα. Σε λίγο όμως σηκώθηκε από τη θέση του κι έριξε μια ματιά στον καθρέφτη του τοίχου και αφού τακτοποίησε τα δασώδη μαλλιά του, ξανακάθισε κι άρχισε αμήχανα να ρίχνει το βλέμμα του σ’ ένα ζωγραφισμένο βάζο με λουλούδια που κρεμόταν σ’ ένα καδράκι πάνω από το παράθυρο. Ύστερα είδε τη γυναίκα, στύλωσε ικετευτικά τα μάτια του πάνω της ενώ το πρόσωπό του πήρε μια εντυπωσιακή και φωτεινή μορφή.

         Η γυναίκα είχε πιει την πρώτη ρουφηξιά από τον καφέ της όταν αντιλήφθηκε την παρουσία του. Έτσι του απηύθυνε μια αυθόρμητη καλοστημένη ματιά και βρήκε την ευχαρίστησή της στον καπνό τού τσιγάρου της. Ο άντρας το αντιλήφθηκε και το πήρε σαν μια ζωηρή επιθυμία της να του γίνει αξιοπρόσεκτη. Έτσι της ανταπόδωσε την φιλικότητά της μ’ ένα χαμόγελο εγκαρδιότητας.

       Στη συμπεριφορά του  η γυναίκα αντέδρασε με μια νευρική ταραχή κι ανησυχία. Πάντα ήταν προετοιμασμένη για μια τέτοια ζωηρή πρόκληση και πάντα είχε μέσα της φτιάξει το σενάριο τής δικής της αντίδρασης. Τώρα όμως χωρίς να το καταλάβει υπόφερε μπροστά σ’ αυτόν τον άντρα από μια υπερδιέγερση των αισθήσεων, έτσι, που από τη μια την ενοχλούσε η εικόνα του κι από την άλλη τα μάτια της δε χόρταιναν να τον κοιτάζουν κάτω από το αμυδρό φως που τον έλουζε. << Μα, τω θεώ!>> σκέφτηκε και κοκκίνισαν τα μάγουλά της. << Τι παράξενα συναισθήματα κι αυτά! Είμαι όμως υποχρεωμένη να συνέλθω!>> και χάρηκε ενδόμυχα για την αυστηρότητά της.

        Ο άντρας εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και για δυο λεπτά στάθηκε μπρος από το παράθυρο κοιτάζοντας τη βροχή. Ύστερα με μια ξαφνική κίνηση την πλησίασε και σκύβοντας από πάνω της, τής είπε με φωνή αισθησιακή :

       --- Το βρίσκω παράλογο αλλά αποζητώ τη συντροφιά σου! Μπορώ να καθίσω;  και χωρίς να περιμένει απάντηση, κάθισε στο τραπέζι της. Η φωνή του είχε μια ειλικρίνεια και μια απελπισία μαζί. Ας πούμε κάτι σαν παράκληση. Έτσι η γυναίκα δε βρήκε κάτι ανόητο στη συμπεριφορά του και τον δέχτηκε. Κι αφού πέρασε γρήγορα τη σύγχυση που ένιωσε, του είπε με τρόπο σχεδόν μητρικό:

      --- Αφού τόσο το επιθυμείς, κάθισε! Δε νομίζω να θέλεις να με ληστέψεις;         

     --- Θεός φυλάξει! έκανε ικανοποιημένος και πλησίασε πιο κοντά της. Κι αφού τα χείλη του χάραξαν ένα αδρό γελάκι, πρόσθεσε σε τόνο πιο ελαφρό:

    --- Θα έχεις θυμώσει με τη συμπεριφορά μου αλλά δε ντρέπομαι να σου πω, πως σε βρίσκω πολύ του γούστου μου. Μου φαίνεται πως ταιριάζουμε απόλυτα έτσι τουλάχιστον μου λέει το ένστικτό μου και η καθώς πρέπει τυχοδιωκτική μου πείρα.

         Η γυναίκα στα λόγια προσποιήθηκε πως την πρόσβαλε και αντέδρασε δήθεν θυμωμένη, λέγοντάς μου με έντονο ύφος αλλά φιλικό:

       --- Έπρεπε να το σκεφτώ πως όπου πας αφήνεις τη σκιά σου! Έπεσα έξω! Ένα τέτοιο γοητευτικό πλάσμα με τόση όμορφη καλλιτεχνική φύση να είσαι ιδιόρρυθμος και τόσο κακός! Λυπάμαι! και με τη χειρότερη διάθεση, πρόσθεσε:  Μη μένεις άλλο μαζί μου! Φύγε σε παρακαλώ! κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα δυο της χέρια.

          Το πρόσωπο του άντρα έγινε ωχρό, οι γωνίες των ματιών του διευρύνθηκαν και η μορφή του πήρε την έκφραση του θλιμμένου. Έτσι σαν την κοίταξε επίμονα της είπε με τις λέξεις σμιλεμένες:

         --- Είμαι ένας τζέντλεμαν με καλή δουλειά, πολλά λεφτά και κάνω ταξίδια. Θα έλεγα << τζέντλεμαν των τραίνων>> που δίνω λάμψη σε όμορφες κυρίες σαν κι εσένα! 

           Το στοχαστικό του βλέμμα σαν τελείωσε τα λόγια του, αγκάλιασε ολόκληρη τη γυναίκα που το δέχτηκε και φάνηκε να ένιωσε το τσουρούφλισμά του. Έτσι προσπάθησε ν’ αμυνθεί στην επίθεσή του αλλά φαινόταν ανυπεράσπιστη. Το ακαθόριστο συναίσθημα τής αβεβαιότητας μετά από μια εφήμερη σχέση τη βασάνιζε. Φοβόταν πάντα τον εκχυδαϊσμό και ήθελε να τον αποφύγει. Μια αξιοπρεπή ερωτική έκφραση όμως μέσα στα πλαίσια της ηθικής πολύ θα την ήθελε. Ξαφνικά ο γυναικείος εγωισμός φτερούγισε μέσα της για να του πει εξεγερμένη:

       --- Τόσα βλέμματα μας κοιτάζουν, και, το παραμικρό που θα συμβεί μεταξύ μας μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά του άντρα μου. Κι έχω τόσους γνωστούς ανάμεσα στον κόσμο.

       --- Τόσο μεγάλο είναι το ενδιαφέρον σου για τον άντρα σου;  τη ρώτησε τότε ο ξένος κι άρχισε να γελά ειρωνικά με κέφι.

        Τούτη η γιορτινή του διάθεση την εκνεύρισε αλλά και τη γοήτευσε μαζί. Έτσι σαν έλεγξε την οργή της μπόρεσε και σκέφτηκε ήρεμα: << Είναι από τους σκληρούς διαπραγματευτές με το ασθενές φύλο και θέλει φαίνεται αυτή την παράλογη φάρσα να την κάνει ιστορία!>>

         Έτσι του απάντησε με μια πρόθεση θετικής επικοινωνίας:

         --- Αγαπώ τον άντρα μου και το τοπίο μας δεν είναι ποτέ θολό. Μπορώ να υπολογίζω σ’ αυτόν και να είμαι ευτυχισμένη μέσα στην απεραντοσύνη και τη μεγαλοπρέπειά του!

          Ο άντρας την κάρφωσε μ’ ένα αιχμηρό βλέμμα και της είπε με στόμφο στη φωνή του:

          --- Καλό αυτό, αλλά δεν έχεις νιώσει ποτέ την εφήμερη περιπέτεια! Είναι αρκετή για να σου αποκαλύψει τον άλλον εαυτός σου!

          Αυτή αντέδρασε έντονα.

          --- Δε σε καταλαβαίνω, τι θέλεις να πεις; του ψέλλισε.

          --- Να νιώσεις προνομιούχα κι εκλεκτή στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα που το ακατέργαστο υποσυνείδητό σου τον ποθεί!

          --- Γιατί, υποψιάζεσαι κάτι; Η φωνή της έδειχνε να τρέμει. 

          --- Ναι!  και σπρώχνοντας προς το μέρος της το κινητό του, της είπε με σιγανή φωνή: << Πάρ’ τον και πες του πως το τραίνο έχει μία ώρα καθυστέρηση. Να είναι στο σταθμό και να σε περιμένει στις δύο. Μία ώρα μας φτάνει να ζήσουμε το μυστήριο του έρωτα .

          Η γυναίκα δίστασε για μια στιγμή ώσπου ν’ αποφασίσει τι θα κάνει. Κι όταν η επιθυμία νίκησε το φόβο, του είπε ανέκφραστα:

       --- Ώστε είμαι αιχμάλωτή σου;

       --- Αυτό δεν το ξέρω ακόμη! της αποκρίθηκε και της έκανε νεύμα να πάρει το κινητό.

       Τότε η γυναίκα έβγαλε από την τσάντα της το δικό της κινητό και με κάποια διστακτικότητα πάτησε τα πλήκτρα.

       Ο άντρας στο σπίτι συνέχιζε το διάβασμα του βιβλίου και ήταν απορροφημένος στη δράση τού ήρωα όταν ο χτύπος τού τηλεφώνου τον ξάφνιασε.

           --- Χλωμέ μου πάνθηρα μ’ ακούς; Η φωνή της γυναίκας του, του χάιδεψε τ’ αυτί και πριν προλάβει να της πει οτιδήποτε την άκουσε να συμπληρώνει με μια ελαφρά ταραγμένη φωνή:  Το τραίνο έχει μία ώρα καθυστέρηση! Να με περιμένεις στις δύο στο σταθμό! και η τόσο κοντινή και ηχηρή φωνή της έσβησε γεμάτη μυστήριο.

          

                                              = = =  

 

         Στη σουίτα που κρατούσε στην πόλη ο άντρας, περιορίστηκαν σε δυο δυνατά ποτά, λίγο πριν αποφασίσουν να κατακτήσει ολοσχερώς ο ένας τον άλλον. Ύστερα ο άντρας την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Κι εκεί πλέον στη ζεστή θαλπωρή τού κρεβατιού αφέθηκαν και οι δυο στον ίλιγγο του πάθους και της πλήρους εξουθένωσης των ενστίχτων.

        Σε λίγο φεύγοντας, ο άντρας τη ρώτησε αν νιώθει γοητευμένη ή ντροπιασμένη. Εκείνη τον κοίταξε τρυφερά και του είπε γλιστρώντας σαν χέλι μέσα από τα χέρια του:

       --- Μου έδωσες τη λάμψη που τη χρειαζόμουνα και σ’ ευχαριστώ! Είμαι γοητευμένη!

        Στο σταθμό ο σύζυγός της αναβόσβησε τα φώτα τού αυτοκινήτου σαν την είδε να περιμένει στην πόρτα του και σταμάτησε δίπλα της. Εκείνη με την αίσθηση της εκλεκτής μπήκε μέσα κι ΄έπεσε στην αγκαλιά του.

        --- Χλωμέ μου πάνθηρα! Ήρθα! του ψιθύρισε κι απλώνοντας το χέρι της άνοιξε το ραδιόφωνο.

        --- Είχες καλό ταξίδι, μαγεμένη μου; τη ρώτησε με φωνή που πνίγηκε στο ρυθμό της μουσικής και την έσφιξε πάνω του.

        --- Υπέροχο! του είπε αυτή και η φωνή της βγήκε ακατέργαστη και φοβισμένη.

        Κι αφού ο άντρας την έσπρωξε ελαφρά από την αγκαλιά του, έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε πατώντας δυνατά το ναρκωμένο γκάζι. 

             ellinikoxronografima.blogspot.gr