Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 

 

 

                                         Στο κάστρο των ΓιγάντωνΚάστρο Κυπαρισσίας - Ελληνικά Κάστρα

 

 

                                                   Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

            Πού ‘ναι εκείνοι οι ατίθασοι συμμαθητές  μου, που με το κεφάλι γουλί, γυμνές τις πατούσες, νηστικοί και με μπαλωμένα ρούχα, φίλοι του ανέμου, παρασέρναμε μαζί του τη σκόνη στους δρόμους της γειτονιάς;    Στο σχολείο μαζί, στις κοπάνες μαζί, στο  βούρδουλα μαζί, στο χωράφι με τα φίδια, στις αλάνες να παίζουμε γουρουνίτσα.

            Οι παμφάγοι δυστυχώς, δεν είχαν καμιά όρεξη να χορτάσουν κι εμάς μ’ ένα τρίμμα ψωμί. Οι σιτευτοί μόσχοι ήταν γι΄ αυτούς, τα γεμάτα πιάτα για το άσωτο στομάχι τους.  Δεκάξι χρονών κοκοράκια με τα << αυγά  μας >> να μας σφίγγουν και να μας γαργαλάνε,  θέλαμε να φάμε, να λαδώσουμε τη μηχανή μας, το βίο να βγάλουμε πέρα. Για να μην τους βλέπουμε κόβαμε δρόμο να μουρνταρέψουμε, να δείξουμε το ζορμπαλίκι μας, να ψαχουλέψουμε ατίμως το στήθος της συμμαθήτριάς μας μέσα από το ξεκούμπωτο μπλουζάκι.

           Ο λόγος που φεύγαμε από τη γειτονιά ήταν κι άλλος. Εκείνος των βιβλίων, που μας έκανε το κεφάλι κουρκούτι. Ο Σοφοκλής, ο γερο Πλάτων και ο εφευρέτης του πυθαγορείου θεωρήματος, ρόχοι γίνονταν με τις ιδέες τους και μας έπνιγαν. Δυο σειρές μάθημα από το έργο τους το ξεχνάγαμε πριν ακόμη ανοίξει τον κατάλογο ο καθηγητής. Τις λίγες αρχαίες λέξεις που μας έβαζε να αναγνωρίσουμε ο φιλόλογος, τρομάζαμε να τις μεταφράσουμε στη νεοελληνική.  

          Εγκαταλείπαμε το ευαγές πνευματικό ίδρυμα και προθυμότατοι σκαρφαλώναμε στο κάστρο της πόλης. Στρωνόμαστε οκλαδόν στην ντάπια του Ιουστινιανού, βγάζαμε από την πισωτσέπη την τράπουλα και το ρίχναμε στο τριάντα ένα. Όσοι κερδίζαμε χαιρόμαστε με το κερδώο κεφάλαιο, όσοι χάναμε συνερχόμαστε με το θρόισμα  που χάιδευε το αυτί μας το αεράκι των πεύκων.

         Λίγο πριν τη δύση, κατεβαίναμε στο στόμα της καταπακτής. Δίοδος στα έγκατα του κάστρου, κατέληγε στη θάλασσα. Προχωρούσαμε στο σκοτεινό τούνελ σαν ερίφια στα δόντια του λύκου, Βαθύ σκοτάδι, φωλιές όρνεων και άγριοι βράχοι διεστόλιζαν την υπόγεια σήραγγα. Στο αδύνατο σημείο να προσπελάσουμε, επιστρέφαμε γεμάτοι γρατσουνιές και ματωμένα γόνατα. Ανατολικά σ’ ένα μικρό ίσιωμα παραβγαίναμε στο άλμα. Μετά σ’ όλα τα μήκη του κάστρου γελούσαμε, τραγουδούσαμε και τρέχαμε σαν ζαρκάδια. Ύστερα καταλήγαμε στο μπαλκόνι πάνω από το σκούφο της πόλης. Εκεί από εποχής Αγαρηνών κανόνι φιλοτεχνημένο κοιμόταν με την μπούκα του στραμμένη στο νότο. Το καβαλούσαμε  και με φωνή Κολοκοτρωναίου στρατιώτη, φωνάζαμε: << Μπαμ! Μπουμ! Αντίχριστοι σας φάγαμε! >>  Σήμερα με το μαχαίρι στο κόκαλο και το  λουρί στο σβέρκο, άλλο θα φωνάζαμε: << Ψεύτες Νεοφιλελεύθεροι,  άει σιχτίρ σαλίγκαροι! >>

        Δρόμο μετά για τον άθλιο κοιτώνα μας.  Ο κουρσάρος Οδυσσέας μας  περίμενε εκεί να τον ελευθερώσουμε από τη φυλακή της Καλυψώς, ο φονιάς Αίγισθος να τον αθωώσουμε. Μια  Αγγελική  ύστερα τρύπωνε στον ύπνο μας. Καθισμένη στην πλατανόβρυση, το θεό του ύπνου μάς έστελνε, άδοντας να μας πει: << Όντας αργήσω να σας δω στέκομαι μαραμένη κι όπου κι αν στέκω μοναχή η μοναξιά με δέρνει >>.

              ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

 

 

 

 

 

                            Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

   ΔιήγημαΣτα άδυτα ενός οίκου ανοχής (ΦΩΤΟ)

                       Η άνθηση της διαφθοράς      

 

           Εδώ και μέρες η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο. Και αιτία ήταν η απόφαση που πήραν και διέρρευσε οι επώνυμοι άρχοντες και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, πως  θα  μαζεύονταν  αρχές  του  καλοκαιριού, << στο σπίτι της διαφθοράς >>  για την ετήσια συνάντηση οργίων! Πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν  ν’ αρπάξουν τα μαχαίρια και να τους σταματήσουν, άλλοι πως το πιο σωστό ήταν να τους κάψουν το βράδυ της συνάντησης και οι πιο συνετοί μίλησαν για μια δίκαιη τιμωρία που θα ερχόταν από τη Θεία Δίκη και την Εκδίκηση.

          Ο πρώτος που δίδαξε τούτη τη συνάντηση των οργίων ήταν ο βαρόνος Ντε Πιε, Φράγκος στην καταγωγή, που  ήρθε σαν καταχτητής κι αφού απόχτησε πολλά λεφτά και χτήματα, σκέφτηκε να τα ξοδέψει σε  ακολασίες, σαρκικές επαφές, ερωτικά διεφθαρμένα βίτσια, και συμπόσια με κακόγουστα αναγνώσματα και συζητήσεις μεταξύ των καλεσμένων. Η παράδοση ανέφερε πως ο ίδιος ήταν πνευματικά καθυστερημένος και σωματικά ανάπηρος, με το δεξί του πόδι ξύλινο και το αριστερό του μάτι βγαλμένο. Παρά ταύτα ήταν δεινός εραστής που έφτανε ως τον παραλογισμό και τη διαφθορά. Σαν αποφάσιζε, έλεγε ο μύθος, να σμίξει με γυναίκα, κλειδωνόταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κάμαρά του ολομόναχος και σαν ο μαζοχισμός του τον έφερνε σε κατάσταση τρέλας, έπεφτε πάνω της με τόση μανία και πάθος που την άφηνε μόνο σαν την έβλεπε αναίσθητη και ταπεινωμένη.Άλλες φορές έβαζε κάτω στο πάτωμα τα ολόχρυσα κηροπήγια, άναβε τα κατάμαυρα κεριά τους και σαν οι φλόγες τους τα έλιωναν ως τη μέση, τα έσβηνε για  να γεμίζει έτσι ασφυκτικά η κάμαρά του καπνό. Αυτός τότε  σχεδόν αναίσθητος πάνω στο κρεβάτι, καλούσε με δυνατές κραυγές υστερίας τη γυναίκα που θα πλάγιαζε μαζί του.

          Τα ομαδικά όμως ερωτικά όργια ο βαρόνος Ντε Πιε τα έκανε στην πολυτελέστατη αίθουσα του σπιτιού της διαφθοράς που ομολογουμένως ήταν μια από τις καλύτερες που έχει δει ανθρώπινο μάτι εξαιτίας της πρωτότυπης και εκκεντρικής διακόσμησή της. Έτσι οι κληρονόμοι συνέχιζαν και σήμερα τα βίτσια του βαρόνου και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας επώνυμος, στυγνός και αδίσταχτος επιχειρηματίας, <<διαχειριστής τοξικών ουσιών >> υπερέβαλε τον προκάτοχό του εραστή στην ακολασία και φιλοδοξούσε να φτάσει αυτός πιο βαθιά στο σκαλί της διαφθοράς.Τη φιλοδοξία του αυτή την αποτύπωσε ακόμη και στην εξωτερική όψη του σπιτιού.  Στο τριώροφο αυτό σπίτι με τα πολλά παράθυρα, την κόκκινη σκεπή και τον ψηλό μαντρότοιχο, έβαλε πέντε θεότρελους ζωγράφους κι έφτιαξαν πάνω στους τοίχους του, ό,τι χειρότερο μπορούσε να δώσει και η πιο αρρωστημένη φαντασία, έτσι που οι παραστάσεις προκαλούσαν τρόμο και φρίκη στο βλέμμα του κάθε επισκέπτη.

          Στη δεξιά πλευρά αιμοσταγείς δράκοντες έσμιγαν μπροστά από τις θεόρατες σπηλιές τους με ολόγυμνες γυναίκες που ανάμεσα στα μυτερά δόντια τους, πάλευαν τρεμάμενες να ξεφύγουν και ν’ απαλλαγούν από το σαρκικό τους μαρτύριο που τις περίμενε. Ενώ  στα πόδια τους τα πυρακτωμένα καρφιά που έμπαιναν στα πέλματά τους και τα έκαναν να αιμορραγούν έδειχναν να δυσκόλευαν το πάλεμά τους με τους δράκους που έκαναν ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν πάνω τους τα ματωμένα κορμιά τους.

          Στην αριστερή πλευρά σκληροτράχηλοι σάτυροι είχαν στήσει τα δικά τους ερωτικά παιχνίδια με γυναίκες ζωόμορφες. Και καθώς οι σάτυροι έσφιγγαν στις αγκαλιές τους τα κορμιά τους, ανάμεσα στα δυο πόδια τους ανέβαινε ένα πελώριο φίδι με εφτά κεφάλια και τρεις ουρές δείχνοντας πως ήθελε να φτάσει εκεί που τα δυο κορμιά έσμιγαν.

          Στην πρόσοψη τώρα οι εικόνες  θύμιζαν σκηνές από την Κόλαση. Δε θα τις περιγράψουμε όλες αλλά θα σταθούμε σ’ εκείνες που έδειχναν τους Κενταύρους και τις νεκρές γυναίκες. Ήταν μια σκηνή που σοκάρισε και τους πιο επιρρεπείς σε τέτοιες απεικονίσεις φρίκης και συζητήθηκε πολύ αν  έπρεπε ο καλλιτέχνης να δείξει όλη του την πρωτόγονη αγριότητα ή να την αποκρύψει. Όσοι λοιπόν άντεχαν να κοιτάξουν τούτη την εικόνα και δεν απέστρεφαν τα μάτια τους από αηδία, μπορούσαν να διακρίνουν όπως είπαμε τα ερωτικά παιχνίδια των Κενταύρων με τις νεκρές γυναίκες, που, οι πιο πολλές ξαπλωμένες  μπρούμυτα και σκεπασμένες με τις φυλλωσιές, έδειχναν να κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους ερωμένους τους, κατά τη στιγμή της ερωτικής πράξης πριν φθάσουν στην κατάσταση που τις ήθελε η αρρωστημένη φαντασία του ζωγράφου.                                                                                            

          Μια φαντασία που αν σταματούσε εδώ ίσως τη δικαιολογούσαν μερικοί αλλά δυστυχώς συνέχιζε την αρρωστημένη του έκφρασή της μ’ ένα πίδακα στο κέντρο της παράστασης να εξακοντίζει το αίμα που έβγαινε με δύναμη πάνω στα ξαπλωμένα κορμιά και να τα ραντίζει με μεγάλες και πολλές πιτσιλιές, κάνοντάς τα τόσο μακάβρια και αποκρουστικά που το μάτι δύσκολα άντεχε να συνεχίσει να κοιτάζει.

            Ύστερα απ’ όλα αυτά εύκολα δικαιολογεί κανείς εκείνους τους εμπρηστές που ήθελαν να το κάψουν το σπίτι μαζί με τη διαφθορά που λίμναζε τους χώρους του. Επικρατούσε όμως πάντοτε η ψυχραιμία και η λογική κάποιων που έλεγαν πως η διατήρησή του ήταν εθνική και ιστορική επιταγή για να θυμίζει στους νεότερους << τη δόξα και τα κλέη των προγόνων τους >>.  Έτσι << το σπίτι της διαφθοράς >> έμενε όρθιο και συνέχιζε μαζί με τους καλεσμένους του το δρόμο που χάραξε αιώνες πριν ο βαρόνος Ντε Πιε.

          Οι πιο πολλοί όμως συνδαύλιζαν την καταστροφή του κι από ζήλια. Και τούτο γιατί η τάξη τους, φτωχή και περιθωριακή που ήταν, ποτέ δε θα ‘παιρνε εισιτήριο εισόδου στους κρυφούς και μυστηριώδεις χώρους του. Και η εμπειρία μιας τόσο αισθησιακής απόλαυσης που κυριαρχούσαν τα όργια θα ήταν γι’ αυτούς όνειρο απατηλό. Έτσι αποκλεισμένοι από το παιχνίδι, ετοίμαζαν και ύφαιναν το σάβανό του. Ακόμη η σύγχυση που επικρατούσε γύρω από τα τεκταινόμενα μέσα στους τέσσερις τοίχους τούτου του σπιτιού, μεγάλωνε την περιέργειά τους και κάλπαζε την αρρωστημένη φαντασία τους. Έτσι πολλές ιστορίες που έπλαθαν υπερέβαλαν ακόμη και την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μόνο οι προνομιούχοι και οι περιούσιοι την γνώριζαν και που ποτέ δε θα τη φανέρωναν στα κατώτερα στρώματα

         

 

 

                                                * * *

         

 

 

 

 

          Έτσι μια ασέληνη νύχτα του Ιουνίου οι επισκέπτες εισέβαλαν με κάθε μυστικότητα στο σπίτι των οργίων και πήραν τις θέσεις τους στην τεράστια και πλούσια διακοσμημένη αίθουσα. Αμέσως ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του σπιτιού, καθισμένος στον εβένινο θρόνο του και ντυμένος με μαύρο πανάκριβο κουστούμι, έδωσε εντολή στο υπηρετικό του προσωπικό να σερβίρει τους καλεσμένους. Κι αυτοί χωρίς καθυστέρηση τον άκουσαν και γύρισαν με τους δίσκους φορτωμένους κολονάτα ποτήρια, γεμάτα με μαύρο μυρωδάτο, ποτό. Σαν τ’ άφησαν πάνω στο τραπέζι έφυγαν εκτός από έναν ο οποίος σαν χαμήλωσε τα φώτα τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση και αποτραβήχτηκε διακριτικά στο διάδρομο που βρισκόταν στα αριστερά της αίθουσας.

          Τότε ο ιδιοκτήτης στράφηκε δεξιά του και παίρνοντας  ένα δίσκο από μια ξυλόγλυπτη θήκη τον έβαλε με επιτηδειότητα στο πικάπ που άρχισε να παίζει με γρήγορο ρυθμό μια αισθησιακή μουσική που φάνηκε ν’ άρεσε σε όλους. Σαν τους συνέστησε να πιουν με την ησυχία τους το ποτό τους, ο ίδιος πέρασε απ’ όλα τα τραπέζια και ζήτησε ιπποτικά το χέρι κάθε γυναίκας. Ύστερα σαν τα φίλησε και τους είπε από ένα κολακευτικό λόγο, κάθισε πάλι στη θέση του απολαμβάνοντας κι αυτός το ποτό του και τη μουσική. Όταν  προχώρησε η ώρα και το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτύπησε μεσάνυχτα ο ιδιοκτήτης σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στη βορινή πλευρά της αίθουσας, σταμάτησε όταν έφτασε και πατώντας ένα πράσινο διακόπτη, τη βύθισε στο σκοτάδι.  Ο φόβος των καλεσμένων ξεπεράστηκε γρήγορα και οι πρώτοι ψίθυροι διαμαρτυρίας σταμάτησαν σαν ένα μικρό κόκκινο φωτάκι φώτισε αδρά την αίθουσα. Και τότε οι καλεσμένοι είδαν ν’ ανοίγει το παραβάν που ως τότε ήταν κλειστό  και να εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια τους ένα εντυπωσιακό ολόχρυσο κρεβάτι που τους τρόμαξε. Και τούτο γιατί τα τέσσερα πόδια του είχαν τη μορφή της  ύαινας και στα υπόλοιπα μέρη του είχαν σφυρηλατηθεί διάφορα κεφάλια φιδιών που άφηναν όλα απ’ τα ανοιχτά στόματά τους να φαίνονται τα φοβερά κεντριά τους. Στην πλάτη τώρα του κρεβατιού δυο γεράκια άγρια συμπλέκονταν με τα μυτερά τους ράμφη, ενώ από τα ματωμένα  τους κεφάλια το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας  γύρω τους.

          Η αντίδραση των  καλεσμένων σε τούτη τη φριχτή θέα του κρεβατιού ήταν άμεση και γρήγορη. Πολλοί ψιθύρισαν, άλλοι φώναξαν και μερικοί κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις από τις θέσεις τους. Μόνο ο ιδιοκτήτης παρέμεινε ατάραχος και ψύχραιμος στη θέση του, για να τους πει λακωνικά, δείχνοντας με το δεξί του χέρι στο βάθος του διαδρόμου: << Και τώρα κοιτάξτε όλοι σας τη γυναίκα που οι άντρες θα ήθελαν να την είχαν δική τους και οι γυναίκες θα  ζήλευαν  το κορμί της και τις σεξουαλικές της επιδόσεις! >>Πράγματι μια εντυπωσιακή ξανθιά γυναίκα, γλυκύτατη και γυμνή τους μάγεψε με την κορμοστασιά τους, το έντονο θηλυπρεπές περπάτημά της και το λάγνο βλέμμα της. Κι αμέσως βρέθηκε ξαπλωμένη στα λευκά σεντόνια του κρεβατιού, αφήνοντας τα αφράτα στήθια της και τα τορνευτά μακριά πόδια της στολίδια του σκανδάλου σε τόσα πεινασμένα μάτια.

          Πάλι τότε ο ιδιοκτήτης παρενέβη ανάμεσα στους καλεσμένους και το πύρινο κορμί της γυναίκας για να τους πει με φωνή αισθησιακή: << Πριν αποσυρθείτε στα δωμάτια με τις γυναίκες σας, η γυναίκα που βλέπετε ξαπλωμένη στο κρεβάτι θα σας διαβάσει μια περικοπή από το βιβλίο << Η άνθηση της διαφθοράς >> που τόσες σεξουαλικές συγκινήσεις έχει προσφέρει στον κόσμο των οργίων. Καλή σας ακρόαση!>>Απλώνοντας ύστερα το χέρι έδωσε στη γυναίκα το χρυσόδετο  βιβλίο. Σαν ανασηκώθηκε εκείνη και το πήρε, ακούμπησε την πλάτη της στο προσκεφάλι του κρεβατιού  και άρχισε να διαβάζει καθαρά και δυνατά:

          << Σαν έβγαλε το ρούχο της η γυναίκα κι απόμεινε γυμνή, αρωματίστηκε και έπεσε με την πλάτη στην καρέκλα του Έρωτα. Ο άντρας ολόγυμνος κι αυτός, πλησίασε κι αφού πάτησε στις μεταλλικές βάσεις της καρέκλας, έσκυψε, ανασήκωσε απαλά τα πόδια της και τα ‘φερε στη μέση του. Με  τα χέρια του  έπιασε τη δερμάτινη ζώνη που κρεμόταν στα πλάγια της καρέκλας κι αφού την πέρασε πάνω από το  σώμα της, το ασφάλισε προσεχτικά. Μετά κοίταξε το γυμνό σώμα, έβαλε απαλά τα χέρια του στα δυο στήθη της κι άρχισε να τα χαϊδεύει επιτήδεια κοντά στις θηλές. Σε λίγο από τα χείλη της ερεθισμένης γυναίκας ακούστηκαν οι πρώτες δυνατές  κραυγές της ηδονής… >>.

          Σ’ αυτό το σημείο η φωνή της έσβησε. Κι όλοι οι καλεσμένοι είδαν το βιβλίο να φεύγει από τα χέρια της και να πέφτει στο δάπεδο χτυπημένο με απερίγραπτη δεξιοτεχνία από ένα μαχαίρι που πέρασε το παράθυρο κι έσκισε με φοβερή δύναμη τον αέρα. Και πριν οι καλεσμένοι προλάβουν να αντιδράσουν βλέπουν έναν υπηρέτη να φτάνει τρέχοντας και ν’ αναγγέλλει στον ιδιοκτήτη, φοβισμένος: << Ο λαός της πόλης είναι απέξω και πολιορκεί το σπίτι! Είναι εξαγριωμένος και κινδυνεύετε! Δώστε εντολή να εκκενωθεί και να φύγετε! >>

          Στην κατάσταση πανικού που επακολούθησε ο ιδιοκτήτης έδειξε ασυνήθιστη ψυχραιμία. Και σαν έσπρωξε τον υπηρέτη από μπρος του με το χέρι του, κινήθηκε αργά - αργά και τελετουργικά πάνω από το πεσμένο μαχαίρι και σταμάτησε. Έσκυψε το πήρε κι αφού καθάρισε με το δείκτη του αριστερού του χεριού τις λίγες σταγόνες αίματος που ήταν απλωμένες στην κόψη της λάμας του, προχώρησε και στάθηκε τώρα στο ύψος του παράθυρου. Εκεί κόλλησε το πρόσωπό του στο μέρος που έχασκε από το πέρασμα του μαχαιριού και κοίταξε έξω. Αυτό που είδε τον γέμισε τρόμο και φρίκη. Τραβήχτηκε έτσι πανικόβλητος πίσω και ψιθύρισε κάτωχρος, στους καλεσμένους: << Τα άγρια ένστιχτά τους ζητούν εκδίκηση! Ο κακός δαίμονας που υπάρχει εδώ μέσα ας σκεφτεί κάτι να γλιτώσουμε >>.

          Και τότε είδε τη γυναίκα του κρεβατιού,   μεταμορφωμένη  σε  μια αηδιαστική κι αποκρουστική γριά, να ‘ρχεται προς το μέρος του, κρατώντας στα δυο της ισχνά χέρια, το βιβλίο  και να του το δείχνει ενώ έσταζε αίμα από τις κουρελιασμένες σελίδες του. Για να την αποφύγει κινήθηκε προς το βάθος της αίθουσας. Αυτή όμως συνέχιζε να τον ακολουθεί δείχνοντας την απειλητική της διάθεση.  Τότε ο ιδιοκτήτης για ν’ απαλλαγεί από τη δυσάρεστη παρουσία της, σήκωσε το μαχαίρι και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, ξεστομίζοντας τη μία ύβρη μετά την άλλη.  Κι ενώ όλοι περίμεναν το μοιραίο ένας υπηρέτης πρόλαβε και του άρπαξε το χέρι, κάνοντας το μαχαίρι να πέσει και να συρθεί στο διάδρομο και τον ιδιοκτήτη ν’ απομένει ακίνητος σαν στήλη άλατος. Και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, βλέπει τον υπηρέτη να τον πλησιάζει και να του ψιθυρίζει στο αυτί: << Το αίμα της είναι αθώο, αλλού να ψάξεις να βρεις την ενοχή >>. Τον κοίταξε με περιφρόνηση ο ιδιοκτήτης και τον ρώτησε με αγωνία: << Άφησε τέτοια ώρα τις ενοχές και πες μου πως θα γλιτώσουμε!>> Ήταν η σειρά τώρα του υπηρέτη   να τον κοιτάξει με περιφρόνηση. Κι αφού το έκανε, του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο: << Φύγετε! Φύγετε από την πίσω πόρτα! >>

          Οι φωνές έξω του κόσμου, όσο περνούσε η ώρα γίνονταν πιο απειλητικές. Έτσι οι καλεσμένοι έδειξαν έντονη ανησυχία και οι πιο πολλοί σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, θέλοντας να κινηθούν προς την έξοδο. Τους είδε ο ιδιοκτήτης και σαν τους έδειξε το βάθος του διαδρόμου, τους είπε προτρεπτικά: << Κατεβείτε από τη σκάλα της πίσω εξόδου και βγείτε στον κήπο. Από κει παραβιάστε τη σιδερένια καγκελόπορτα και κρυφτείτε στο δάσος >>. Σε λίγο ακούστηκαν σπαρακτικές φωνές. Λίγες στην αρχή αλλά μετά πλήθυναν. Το ορμητικό κύμα που δημιούργησε ο συνωστισμός τους παρέσυρε και τους κατρακύλησε ως το τελευταίο σκαλί. Ο χώρος γέμισε μια μάζα από ανθρώπους κι έγινε τόπος μαρτυρίου.

          Πολλοί ακρωτηριάστηκαν, άλλοι έχασαν τα μάτια τους, οι πιο δειλοί λιποθύμησαν και οι πιο άτυχοι έβλεπαν τα παραμορφωμένα σώματά τους και ξεσπούσαν σ’ ένα ανελέητο θρήνο.  Όσοι τώρα κατόρθωσαν ν’ ανοίξουν την πόρτα και να περάσουν στον κήπο, σύρθηκαν κακήν κακώς ως την καγκελόπορτα κι αφού την παραβίασαν βγήκαν έξω και με κάθε προφύλαξη έφτασαν στο πυκνό δάσος όπου και κρύφτηκαν πίσω από τους  χονδρούς   κορμούς των δέντρων που μαζί με το θρόισμα των φύλλων  ακούστηκαν και τα πρώτα ουρλιαχτά των λύκων.

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

         

         

         

 

 

Διήγημα τρόμου και φαντασίας

 

 

                                    Ο χορός της εταίρας Oι πόρνες στην αρχαία Ελλάδα φορούσαν σανδάλια που άφηναν αποτύπωμα στο  έδαφος «Ακολούθησέ με»...

 

 

                                                      Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

 

 

 

            Ένα μήνα τώρα η πόλη είχε αναστατωθεί. Και η αιτία ήταν ο ερχομός της ξανθής γυναίκας που ήρθε σαν δαίμονας να ξετρελάνει τους άντρες με το ξέχειλο από ζωτικότητα κορμί της και να μαράνει τις καρδιές των γυναικών που μάντευαν την παντοδυναμία της σάρκας της στις αγκαλιές τους.  Ήρθε έλεγαν οι φήμες από το βορρά, παθιασμένη για βρώμικο έρωτα, γλυκιά αμαρτία και παράφορα όργια που  μόνο όσοι τα γεύτηκαν μαζί της στη σκοτεινή κάμαρά της μπορούσαν να τα διηγηθούν και να περιγράψουν την ευτυχία τους.  

            Κι όσο οι διηγήσεις επαναλαμβάνονταν  από στόμα σε στόμα απ’ αυτούς που γεύτηκαν τον ακόλαστο έρωτά της τόσο άναβε τη φαντασία εκείνων που επιθυμούσαν να ακούσουν τους γλυκούς της ανασασμούς και να  εισχωρήσουν στο ζεστό και ανθισμένο κορμί της.

             Μια είδηση όμως τελευταία που ξεκίνησε σαν χλιαρό αεράκι και κατέληξε σε λίβα ιστορούσε με γλαφυρό τρόπο όσα ζητούσε στο κρεβάτι η γόησσα από τους εραστές της. Διανθισμένη η ίδια είδηση και με λαϊκή φιλοσοφία υπερκερούσε σε πολλά σημεία τα φυσικά συμβαίνοντα στους εραστές και μιλούσε για τα ακραία βίτσια της ξανθιάς που τους οδηγούσαν στα πρόθυρα της τρέλας.

            Στην αρχή μιλούσε για το μέρος που έσμιγαν η εταίρα και ο εραστής. Εντύπωσε έκανε πάντα κατά τη φήμη, η διακόσμηση της κάμαρας που ήταν πρόστυχη, κακόγουστη και ανήθικη. Ο εραστής αμέσως μόλις περνούσε την πόρτα, απογειωνόταν με όσα γυμνά έβλεπε. Η έντονη διονυσιακή μέθη τον ανέβαζε στους εφτά ουρανούς και η τρικυμία που θα επακολουθούσε στην αγκαλιά της γυναίκας τον έκανε να αγγίζει το όνειρο. Όμως η ασυνήθιστη διακόσμηση  του πάγωνε την καρδιά κι ένα κραχ μέσα του τον κάρφωνε στη θέση του.

            Και κολλημένος  εκεί δεν πίστευε σ’ αυτά που έβλεπε.  Βαριές κι ακριβές  μαύρες κουρτίνες κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους, στολισμένες παράξενα με κάτασπρους σταυρούς. Φωτίζονταν από χοντρά κεριά στηριγμένα σε κηροπήγια που ‘χαν τις επιφάνειές τους διακοσμημένες με σκορπιούς και σαύρες. Στο πάνω μέρος του κρεβατιού ένας πίνακας  άθλιος και σκοτεινός, τρόμαζε τον εραστή. Ήταν ο έρωτας με το κεφάλι του ματωμένο και το πρόσωπό του παραμορφωμένο. Το βέλος  του σπασμένο, τα άνθη ξερά και σκορπισμένα κι ένα συννεφάκι σαν μικρή τουλούπα να θολώνει το φόντο. Κι εκεί μέσα μόλις  ξεχώριζε σαν πεταμένη κουκκίδα η καρδιά  σκεπασμένη από την αχλή του αίματος.

          Σ’ αυτή την κάμαρα η αισθησιακή εταίρα τρέλαινε τους εραστές. Παντοδύναμη και προκλητική που ήταν τους έπαιζε όπως η γάτα το ποντίκι, στο ζεστό μοσχοβόλημά της τους κοίμιζε, στα άγρια  σημάδια του κορμιού και της ψυχής της τους έκανε να εναποθέτουν τις πρωτόγονες ορμές τους.

          Ο εραστής την περίμενε στο κρεβάτι. Αυτή εμφανιζόταν στην πόρτα και προχωρούσε λικνιστά προς το μέρος του. Τις καμπύλες του κορμιού της δεν τις έκρυβε αλλά τις άφηνε να διαγράφονται μέσα από το διάφανο και αραχνοϋφαντο ροζ νυχτικό της. Κι όσο πλησίαζε κρατούσε στα χέρια της από ένα ολόμαυρο αναμμένο κερί και στα χείλη της έσφιγγε τη λάμα ενός αστραφτερού μαχαιριού. Όταν έφτανε κοντά στο κρεβάτι έβγαζε άναρθρες κραυγές, έβαζε τα κεριά στις κηροδόχες, το μαχαίρι σ’ ένα κρυστάλλινο δίσκο που βρισκόταν στο κομοδίνο και ξάπλωνε. Πριν συνευρεθούν ο εραστής έβλεπε πως το κρεβάτι ήταν καρφωμένο στο πάτωμα κι ένα καπάκι όρθιο στον  τοίχο ετοιμαζόταν να τους σκεπάσει. Και όντως όταν το παράφορο πάθος τους, τους κυρίευε, το κάλυμμα έκλεινε και τους εγκλώβιζε. Στο σχήμα πλέον του φέρετρου που έπαιρνε το κρεβάτι, ακολουθούσε ένας λυσσαλέος έρωτας,  πρωτόγονος και κτηνώδης.

          Μια νύχτα ένας φλογερός εραστής της εκμυστηρεύτηκε πως οι πελάτες της ήταν φτωχοί κι από τάξεις ανυπόληπτες. Οι πλούσιοι την ορέγονταν αλλά δεν την επισκέπτονταν. Η κοινωνική τους θέση δεν τους επέτρεπε να διαπομπέψουν  συζύγους και οικογένεια. Η εταίρα έγινε έξαλλη και ορκίστηκε εκδίκηση. Κι όταν έφυγε ο εραστής, ψιθύρισε  όλο μίσος για τους ανέραστους πιθήκους που κρύβονταν στους μηρούς των γυναικών τους: <<  Σαν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό θα πάει το βουνό στο Μωάμεθ >> και άρχισε να υφαίνει το σατανικό της σχέδιο.

         Σε λίγες μέρες τους κάλεσε στο χορό της. Τους παρήγγειλε πως θέλει να τους γνωρίσει και να τους αποδώσει τιμές και τον προσήκοντα σεβασμό της. Οι άντρες που ως τώρα μοιραζόταν τη συντροφιά τους ήταν εξεζητημένοι κι αυτή καιγόταν να κυλιστεί στην αμαρτία με βόες γερούς και λαμπερούς της διεφθαρμένης  αστικής τάξης.

         Όταν ήρθε η βραδιά το ξενοδοχείο της πόλης γέμισε. Τους δέχτηκε κατάφωτο και στολισμένο από το γούστο της μυριάκριβης καλλονής. Απαλλαγμένοι οι γαμπροί από τις σκιές των γυναικών τους, της χάριζαν χαμόγελα, χάδια και τρυφερά χειροφιλήματα.

          Όταν όλοι οι καλεσμένοι άντρες κάθισαν, η πόρτα έκλεισε και η ορχήστρα πήρε θέση. Η αίθουσα διακοσμημένη πρωτότυπα και ιδιόμορφα εντυπωσίαζε μαζί και σοκάριζε.  Κουρτίνες με φύλλα κόκκινα και μαύρα με μεγάλες πτυχές κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους. Η χρωματική εικόνα που δημιουργούσαν ήταν ασυνήθιστη και σκανδάλιζε τα μάτια, φόβιζε την ψυχή και προξενούσε σκέψεις οδυνηρές στους καλεσμένους. Τέσσερα μαρμάρινα γυμνά ανδρών στις γωνίες, με έντονες τις σμιλεύσεις στους μυς τους, απορρόφησαν για πολύ ώρα το βλέμμα τους. Η εστίαση γινόταν στο χνούδι των οργάνων τους και στη κόκκινη γραμμή από αίμα που τη χρύσωνε η συγκλίνουσα φωτεινή δέσμη. Το κάθε ανδρικό άγαλμα ζευγάρωνε και μ’  ένα γυμνό γυναίκας.  Όλα καλλίγραμμα, αλλά με παραμορφωμένα πρόσωπα. Οι χρωματισμοί πάνω τους πολλοί, οι φωτοσκιάσεις σκοτεινές, ο πέριξ χώρος μουντός και ζοφερός.

           Το σερβίρισμα άρχισε την ώρα που είχε ορίσει η εταίρα. Τα τραπέζια γέμισαν φαγητά. Ένα ψητό γουρουνόπουλο με ολόασπρες πατάτες έκανε την αρχή, σερβιρισμένο σε μεγάλο ασημένιο ταψί και μπήκε στη μέση του τραπεζιού. Ακολούθησαν  δέκα χήνες γεμιστές με κάστανα κι ελιές, οχτώ κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης και πασπατεμένα  με ολόξανθη αρωματική ρίγανη. Δέκα μπεκάτσες με σαμπάνια, ορτύκια με τουτουμάκια και σάλτσα μαζί με ποικιλίες από ψάρια σε μεγάλες πορσελάνινες λεκάνες. Ύστερα ήρθαν οι σαλάτες, όλες βαλμένες σε διάφανα κρυστάλλινα μπολ, συμπληρωμένες με ελιές θρούμπες και τηγανιτά σπαράγγια. Σαν όλα μπήκαν στα τραπέζια ήρθε η σειρά του κρασιού. Τούτο σερβιρίστηκε σε δώδεκα μποτίλιες Βοημίας, ήταν κόκκινο σαν αίμα και ήγειρε το ενδιαφέρον και τα σχόλια με το χρώμα του στους καλεσμένους.

         Ήταν όλοι έτοιμοι ν’ αρχίσουν το φαγητό όταν από το βορινό παράθυρο ένας παγωμένος αέρας που εισέβαλε μέσα τους πάγωσε και τους φόβισε με την ορμή του. Σιγά- σιγά εξασθένησε, άφησε μια υπόκωφη βοή, μια ύβρη θα ‘λεγε κανείς σαν να τους φοβέριζε για τη διονυσιακή τους ευωχία και βγήκε πάλι από το παράθυρο. Και μέσα στους συριγμούς και στους ψιθύρους των καλεσμένων μια γυναίκα ρυπαρή, μονόφθαλμη και κυρτή κάγχασε, σούρθηκε με θόρυβο κοντά τους και με λόγια που έσταζαν δηλητήριο τους είπε:

         << Η αξιότιμη εταίρα δεν θα ‘ρθει!  Το απρόβλεπτο που της έτυχε θα την καθυστερήσει. Αρχίστε το φαγητό, ευχηθείτε για το αίσιο της εισόδου της και αποβάλετε τις κακές σκέψεις. Λυπάται και σας ζητά συγγνώμη! >>

         Οι καλεσμένοι κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Διαμαρτυρήθηκαν μ’ ένα μουρμουρητό και μαζεύτηκαν παγωμένοι στις θέσεις τους. Η σατανική μέγαιρα χάθηκε πίσω από την πόρτα, λιχνίζοντας στον αέρα  υποψίες, φόβους και αναστεναγμούς.

           Η διάρκεια του φαγητού πήρε λίγο χρόνο. Η συμπεριφορά της εταίρας άφησε σύξυλους τους καλεσμένους και τους έκοψε την όρεξη. Η λύπη τους, τους ατόνησε τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες, τους στέρησε να φάνε τον αγλέουρα και να πιούνε του σκασμού. Η επιθυμία να δούνε το αισθησιακό κορμί της τους ξέκοψε από τις γήινες απολαύσεις. Η αχαλίνωτη φαντασία τους ποδοπατήθηκε από τη βίαιη συμπεριφορά της. Στη λάμψη της ματιά της είδαν το έκτρωμα να σαβανώνει με την τύφλα του την αχτιδίτσα της ματωμένης καρδιά τους. Και σκέφτηκαν: <<Τουλάχιστον θα έρθει όταν αρχίσει η ορχήστρα, ο χορός θα είναι στο φόρτε του και ο οίνος ο εύγεστος που  έχει ρεύσει μέσα μας θα έχει αναβλύσει  όλα τα όνειρά μας γι’ αυτή! >>

        Το γυναικείο έκτρωμα, η φριχτή σκιά  ξαναμπήκε στην αίθουσα. Στάθηκε κοντά τους και τους είπε ανέσπλαχνα μ’ όλη τη σατανική της επιβολή: << Η γυναίκα, το ρόδο του κάλλους και τροφός των άγριων αισθημάτων σας και της ακόρεστης φιληδονίας σας, λυπάται για την απουσία της. Δοκιμάζει την υπομονή σας το ξέρει, δεν μπορεί όμως να φανεί συνεπής και να σας συντροφέψει στην ευωχίας σας. Κάθε οπτασία στο μυαλό σας με το σφιχτοδεμένο σώμα της ας ξεθωριάσει και η έκφανση του ωραίου που φαιδρύνει την αίθουσα ας συγκινήσει την αυτού μεγαλειότητά σας! >>

         Με τέτοια λόγια τους αποθάρρυνε. Ύστερα  απόστρεψε τη σκαιά παρουσία της από πάνω τους και βάδισε με προκλητική βραδύτητα προς τα ιδιαίτερα δώματά της.

         Το έκτρωμα έφυγε η ορχήστρα έπαιξε. Ένα βαλς ακούστηκε, τα φώτα έσβησαν εκτός από ένα κρυφό στο νότιο τοίχο. Οι καλεσμένοι σηκώθηκαν, πλησίασαν τις ντάμες, επέλεξαν ο καθένας μία του γούστου του κι άρχισαν το χορό. Ελάχιστα λεπτά και ο χορός έγινε βαρετός. Δύσκολα κινούσαν τα πόδια τους, οι κινήσεις αργές, πρόσωπα ανέκφραστα, ψυχές δηλητηριασμένες, βλέμματα νωθρά, έλλειψη ζωηράδας στο άγγιγμα των θηλυκών αγγέλων  που κρατούσαν στις αγκαλιές τους.

        Η απουσία της εταίρας έκανε την ατμόσφαιρα άχρωμη και παγερή. Η βραδιά θα ήταν ζοφερή, το ‘χαν διαισθανθεί, αιχμάλωτοι στα σκοτάδια της και πώς να τα ξεφύγουν. Χαρούμενοι δέχτηκαν την παύση της ορχήστρας και κάθισαν ανήσυχοι με χείλη σφραγισμένα. Τα μέλλοντα να συμβούν στοιχειά μέσα τους έγιναν που βόγκους κυοφορούσαν.

         Καθισμένοι σ’ αναμμένα κάρβουνα μύριες σκέψεις έκαναν. Όλες διεφθαρμένες και παρανοϊκές. Κι όλες να ‘χουν αντικείμενο το λάγνο κορμί της εταίρας. Επιθυμία τους μεγάλη να το δουν, να το αγγίξουν, δικό τους να το κάνουν σε μια συνεύρεση πάθους και άγριας ορμής. Κι εκείνο όλο να τους ξεφεύγει, να χάνεται και να επιστρέφει πότε σαν ανθός και πότε σαν φύλλο μαραμένο. Ώσπου το είδαν νεκρό μια σαπίλα φρικτή μ’ ένα δαίμονα να το σέρνει στης Κόλασης τον αφανισμό. Εκεί στο πυρ της το εξώτερο που κατακαίει κάθε σκεύος αμαρτωλό.

           Λιχνίζοντας το βλέμμα τους στον ίσιο αγέρα όλο έβλεπαν και φαντάζονταν ώσπου πάλι το φριχτό έκτρωμα, εκείνο το χούφταλο μπήκε μέσα για να τους πει με μίσος και φωνή σαν σπάθα φονική: << Η είδηση είναι θλιβερή και πρέπει ψύχραιμοι να φανείτε! Η εταίρα δε θα  ‘ρθει! >>

          Τι το ‘θελε και το ‘πε! Σπαρακτικές φωνές ακούστηκαν, κατάρες εκτοξεύθηκαν, αναθέματα και ύβρεις στόλισαν την αίθουσα που έβραζε. Μια ομάδα από τη δυτική πλευρά κινήθηκε με άγριες διαθέσεις εναντίον της, άλλοι τη σκόπευσαν με αντικείμενα, και ένας Απολλώνιος άνδρας την περίχυσε με ρευστά υγρά. Εξαφανίστηκε στο λεπτό και από την έξοδο γρήγορα φυγάδευσε την παρουσία της.   

          Παρασυρμένοι και υπόλοιποι την πήραν στο κυνήγι. Και πια η ανθρώπινη μάζα έγινε λάβα ηφαιστείου που ξεχύθηκε ασυγκράτητη όπως ο στρατός σε εισβολέα εχθρικό. Κατέστρεφαν, έκαιγαν, λεηλατούσαν και σκότωναν, αδερφό τον αδερφό, φίλο το φίλο. Τρυπούσαν με μαχαίρια,  εξόριζαν οφθαλμούς, έκοβαν δάχτυλα, αυτιά και  αφαιρούσαν μύτες. Εκτόνωναν έτσι το μίσος τους, την πρόστυχη εταίρα εκδικούνταν. Το πύρινο τούτο ανθρώπινο ποτάμι μπόρεσε και το σταμάτησε ένας πίνακας της εταίρας.  Κρεμασμένος στον ανατολικό τοίχο την έδειχνε σε στάση άσεμνη και γυμνή.. Στα πόδια της ένας κόκκινος λεκές από αίμα με μια κίτρινη λεζάντα  έγραφε: << Άγριες, μικρές μου μαϊμουδίτσες, σας την έφερα!  Αμάρτησα το ξέρω αλλά σας τρέλανα!  Το κορμί μου το προτιμώ σίχαμα νεκρό, παρά στην αγκαλιά σας λάγνο στολίδι! Τα ορθόστητά μου στήθια,  τις ρόγες μου τις αιχμηρές, τις γάμπες μου τις σμιλευμένες, το εφηβαίο μου το σγουρό,  ότι με πάθος με στολίζει για σας στο μέλλον το φυλάω σαν των δαιμόνων μυρμηγκιά. Σας χαιρετώ και τον περήφανο το δρόμο μου ακολουθώ! >>

                     ellinikoxronogrfima.blogspot.gr