Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Καλή χρονιά με άδειους τεντζερέδες!

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
                Με το πρώτο κοκοράκι παίρναμε τους δρόμους. Με φωνή που πατούσε στο σωστό ρυθμό της νότας του πενταγράμμου, τραγουδούσαμε: <<Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δενδρολιβανιά… >> σ’ ένα κόσμο βουτηγμένο στο αίμα και στην αμαρτία. Η μουσική μας έφερνε ντελίριο, πέταγε έξω τους νοικοκυραίους και τους μάζευε σαν τις όρνιθες στην πόρτα ν’ ακούσουν το φίνο άσμα μας. Χαίροντες στο τέλος, χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια μας, λευκή η ψυχή τους σαν νύμφη ανύμφευτη πανηγύριζε που διώχναμε τον πολέμαρχο της καθημερινότητας Αρταξέρξη βασιλιά.
               Ιδρωμένοι απλώναμε κάτι χέρια, όλο κόκαλα. Οι κοπελούδες γλυκοξύπνητες γελούσαν με χείλη μαργαριταρένια. Άνοιγαν τις ποδιές τους και μας μοίραζαν από τον παράδεισο που ήταν σκόρπιος στο αγιασμένο τους νοικοκυριό. Χριστοκουλούρες, αυγά, καρύδια, σταφίδες, δραχμούλες σκουριασμένες με  σβησμένες τις όψεις τους. 
              Φορτωμένοι, συνεχίζαμε την επωδό: <<Το καλαμάρι έγραφε την μοίρα του την έλεγε και το χαρτί ομίλει, Άγιε μου καλέ Βασίλη >>.

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ:Ερμελίντα

 Του Παν. Αντωνόπουλου 
          --- Τέσσερις μήνες δάσκαλος! και δεν τ’ αντέχεις το  χωριό, λες λεβέντη μου. Αμ ρώτα κι εμάς που θα μείνουμε εδώ ώσπου να μπούμε στο λάκκο μας! 
          Είπε αυτά ο Θανάσης ο κινητός εμποράκος  και γέλασε μ’ ένα σπαρταριστό γέλιο. 
          --- Άσ’ το παιδί, Σάκη, μίλα του πιο γκαρδιακά γιατ’ έχει δίκιο. Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή εδώ! Καλά το λέει! είπε τώρα ο Αλέκος ο ψάλτης και τεντώθηκε στην καρέκλα του σαν ανώτατος δικαστικός.
         Η Κούλα η καφετζού χαμογέλασε. Ο νους της άναψε για  κουβέντα. 
Άφησε τον πάγκο και κάθισε στο τραπέζι. Τα κατακόκκινα μάγουλά της είχαν λαμπαδιάσει γιατί τα ‘χε τσούξει. Ήταν όμορφη και νέα. Θαμμένη όμως πίσω από το παράθυρο να τραβάει το μπερντεδάκι, ήξερε τι εστί ζωή σε χωριό άψυχο σαν γρανίτης. Και είπε σιγαλά και με στοχασμό: 
        --- Είναι νέος, γραμματισμένος με κουρδισμένη καρδιά από αόρατη δύναμη να δείχνει τη σοφία στα παιδιά και να τους μαθαίνει να θαυμάζουν τον Αυγερινό και να σιχαίνονται την Άβυσσο. Όμως εδώ που ήρθε χαντακώθηκε, η νιότη του λαβώνεται και η σοφία του μαραίνεται. Τόπος είναι αυτός για ένα τέτοιο πριγκιπόπουλο που το βλέμμα του σταλάζει ανάλαφρη την αφτέρουγη Νίκη! Κι αν αγαπάει; Τι τον κρατάει εδώ! 

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Θεριά οι άνθρωποι

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
                   Μην τίκτεις Παναγία μου, τον υπερούσιο υιό σου. Στο σπήλαιο δε θα οδοιπορήσουν μάγοι, ούτε άγγελοι μετά ποιμένων να τον δοξολογήσουν, αλλά οπλισμένοι Ευρωπαίοι ορθόδοξοι τζιχαντιστές που ψέλνουν << Ωσαννά >> στο Σωτήρα χρήμα. Γέννησέ τον στις νεφέλες του ουρανού, στους αστεροειδείς  εμπιστέψου τον και στον αστερισμό του Υδροχόου. Εδώ στη γη θα πνιγεί στο αίμα των σφαγμένων, θα καεί στο δάκρυ των αδικημένων, την αγάπη θα δει των ανθρώπων να πνίγεται ριγμένη σε πέλαγος φουρτουνιασμένο.
               Στη γη σου και στη γη μας, οι νηστικοί πληθαίνουν, οι εν τόπω χλοερώ αυξάνουν, οι δουλευτές παίρνουν των ομματιών τους και πάνε στον αγύριστο, στις φάμπρικες του Κρόουλ Σβαν και του Γιοζεφούχτεν οι μηχανές κόβουν δάχτυλα, αφήνουν σακάτες, σκορπίζουν θάνατο. 
               Το ΔΝΤ μας έκανε φίνο κούρεμα, μας πήρε το έσω ρούχο, μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, φάρμακο, ψωμί, γάλα, τα ‘κοψε, το φτωχό μας τσαρδάκι τ’ άδειασε, οι διαμένοντες μέσα υποβιβάστηκαν σε φτωχαδάκια. 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις.
    Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ:Τερψούλα

Του Παν. Αντωνόπουλου  
   Ένας Δεκέμβρης με τον ήλιο του στον αστερισμό του Αιγόκερω. Ο αέρας του σφύριζε με άναρθρες κραυγές. Οι ρωγμές που μας άφηνε στα μάγουλα έσταζαν αίμα. Το κρύο έκοβε σαν γυαλί τα τρυφερά μας γυμνούλια μέλη. Τα Χριστούγεννα που ξημέρωσαν είχαν βουρκωμένη ψυχή κι ένα σκονισμένο πένθιμο δέντρο σε κάθε σπίτι. Χωρίς στολίδια και με τα λαμπάκια του σβηστά. Για να μη δυσαρεστήσω το μικρό Χριστό, και, για να τον ευθυμήσω, στο δικό μου δέντρο κρέμασα τρία βελανίδια, δυο τσαμπιά κούμαρα κι ένα ματσάκι λεμονανθούς. Ένα αστεράκι από τσιγαρόχαρτο στην κορυφή του και για φάτνη, έβαλα ένα κομμάτι δέρμα από τα παλιά  τρύπια παπούτσια μου. Και στη φωλίτσα της σκόρπισα χρυσά άχυρα βουτηγμένα στο δάκρυ της φτώχειας. Μια μέγαιρα φτώχεια που μας είχε του κλότσου και του μπάτσου. Νηστικά, ανυπόδητα και δίχως ρουχαλάκια. Χωρίς βιβλία, μολύβια και μπογιές. Με τα στομάχια μας άδεια και τις κουπίτσες μας στεγνές.  Τη χαρά μας να μας τρυπά σαν αγκάθι και τα κορμιά μας τσουβαλιασμένα σε ραμμένα αποφόρια. 
   Η Τέρψη η γειτονοπούλα μου, έφτιαχνε ζωγραφιές με αγγέλους σε  χοντρό χαρτί περιτυλίγματος. Ζούσε όπως κι εγώ σε σπίτι μικρό, σ’ ένα καμαράκι με κουζίνα από σανίδες, χωρίς φωτιά, χωρίς λεφτά κι έτρωγε ρύζι και όσπρια που της έστελνε το φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας. Ο πατέρας της εργάτης στους δρόμους και η μητέρα της  πλύστρα στους πλούσιους. Χαράματα σκορπούσαν και μεσάνυχτα γύριζαν.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ: Ένας παράξενος θάνατος την Άγια Νύχτα

Του Παν. Αντωνόπουλου
         Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στη μικρή επαρχία κι έκανε τους κατοίκους της άνω κάτω. Έλεγε πως το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι στα ανατολικά της πόλης, που χρόνια τώρα ήταν κλειστό και το επισκέπτονταν μόνο τα νυχτοπούλια, απόχτησε οικοδέσποινα μια γριά στρίγγλα που της άρεσε να διηγείται ιστορίες και θρύλους τρόμου.  
Ήρθε έλεγαν οι φήμες για να αναστήσει τη νεκρή Παράδοση που τον ενταφιασμό της είχε προκαλέσει βάναυσα η φωσφορίζουσα χλιδή και η φθορά των αξιών της παραπαίουσας και διεφθαρμένης σύγχρονης κοινωνίας. Οι ακροατές στην αρχή ήταν λίγοι, αλλά σαν περνούσε ο καιρός και η αφηγηματική ικανότητα της γριάς καταγοήτευε τους πάντες, το ακροατήριο πύκνωνε αλλά παράλληλα αυξανόταν και η καχυποψία για το σκοπό και το έργο της. 
Όσο  ακόμη ήταν μικρή αγαπούσε τη φιλομάθεια και την ανάγνωση μύθων. Της άρεσε πολύ όμως και να τους διηγείται, προσθέτοντας στοιχεία άκρατης φαντασίας και τρόμου. Για να θεωρηθεί έτσι από το εκκλησιαστικό και οικογενειακό της περιβάλλον  << άκρως επικίνδυνη για τη διανοητική της κατάσταση >> και κλείστηκε σε μοναστήρι.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο φουκαράς

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
             Α, τον έρημο! Απολυμένος πώς να ζήσει; Έχει δυο ευσχήμονες υιούς, μια θυγατέρα, πλουμιστή περδικούλα, και, όλο του ζητάνε. Σπουδάζουν στην περιφέρεια, ο δρόμος τους Γολγοθάς, η ζωή τους σκόρπια στάχτη. Η σύζυγος στα Δερβενάκια της κουζίνας, ο ίδιος πολυτεχνίτης, κόβει χόρτο στον κήπο του γείτονα, στους δρόμους της πόλης βουλώνει τις γράνες, στο ποίμνιο του βοσκού κάνει τον μπαρμπέρη.
             Το μεροκάματο ψίχουλα, τα χρέη βουνό σαν την Γκιόνα, ο τέντζερης άδειος, η ντομάτα φιλεμένη από τον ξάδερφο δεν απολείπει στο τραπέζι. Στο σούπερ μάρκετ μέχρι να μπει βγαίνει, όλο το ψώνιο του δυο χαρτιά τουαλέτας και μια κονσέρβα  για να γίνει μερίδες για τρεις μέρες.
            Στο σκοτάδι μασάει την μπουκιά του, στο γερμένο σπίτι τριγυρνάει σαν μπελέχαρος ποντικός. Ο γάτος εργάτης της  εταιρείας σκαρφαλωμένος στο φράχτη, του ‘κοψε το ρεύμα, ζόρια ατελεύτητα του άφησε, κατεβάζοντας το διακόπτη. Κι έτσι οι πληγές του από δέκα γίνανε εκατό. Δεν μπορεί να βράσει μακαρόνι στο τυφλό μάτι της κουζίνας, να ζεσταθεί με το σύρμα της ηλεκτρικής σόμπας απυράκτωτο, να φωτιστεί με λάμπες σβηστές, να τέρψει το έσω του με το Σουλεϊμάν στον κακαρωμένο δέκτη.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Λίγη κόρα ψωμί


ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
              Έτσι το  ‘φερε η οργή να γίνουμε άλλοι σοφεραίοι, άλλοι περιπτεράδες και κάποιοι δασκαλάκια. Αμνοί και όχι κλέφτες. Νομοταγείς, χριστιανοί με περικεφαλαία, μισαλλόδοξοι, τζιχαντιστές κατά αλλοθρήσκων, λαλίστατοι τραγουδιστές της χουγιαγμένης μας ζωής, ελληνάρες που τους στραγγάλισαν γενίτσαροι πολιτικοί πριν λυθούμε ακόμη από το λουρί της μάνας μας. 
              Ο προπάππος μας είδε το φύτρο του να μεγαλώνει στο χωριό, ο παππούς συνέχισε το δικό του στο ρεικότοπο, ο γεννήτορας θαμμένος στην πέτρα και το γαϊδουράγκαθο να ξελογγώνει μια σποριά να την κάνει γη.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ:Ω γύναι, γλυκύτατό μου κάλλος

Του Παν. Αντωνόπουλου 
        Ο άντρας γοητευμένος από την κομψότητα του επιπλωμένου δωματίου, σεργιάνισε κεφάτος τρεις φορές ανάμεσα από τα όμορφα έπιπλα κι αφού τα θαύμασε, βγήκε μ’ ένα ανάλαφρο βηματισμό στη βεράντα. 
Μόλις είχε γυρίσει από τη λειτουργία της Ανάστασης κι ένιωθε εκπληκτικά όμορφα. Έτσι με γιορτινή διάθεση αφέθηκε να κοιτάζει το στολισμένο με τα άστρα ουρανό και το αστείο κίτρινο φορεματάκι που στραφτάλιζε στο κορμί τής θάλασσας φορεμένο από τις βελούδινες αχτίδες του φεγγαριού.
<< Συνηθισμένα πράματα αυτά που βλέπω >> σκέφτηκε << αλλά λεπτοδουλεμένα από χρυσό κι ασήμι τόσο περίτεχνα από τη φύση που μόνο αυτή ξέρει να φτιάχνει με την αθόρυβη έμπνευσή της και τον ευφυή χρωστήρα της! >> και με μια υπερβολική αισιοδοξία, έσκασε ένα επιπόλαιο γελάκι που θρυμμάτισε τη σιωπή τής ήρεμης νύχτας.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Πύργοι χάρτινοι!

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

           Μεσημεράκι, ραντισμένο με σκόνη Αφρικής και σύννεφα γεμάτα γυαλιά. Ο εγγονός τάιζε στην αυλή το γάτο κι ένας ήλιος που ‘παιζε κρυφτό με το σύννεφο τους ζέσταινε. Στην πόρτα μπαίνει ο παππούς με το σακάκι ριγμένο στον ώμο, την τσάντα συντριμμένη στον τροχό της κρίσης, το μάτι του άσπρο γιατί ό,τι έπιανε στο ράφι του σούπερ  μάρκετ γινόταν ανήμερο θεριό και τον δάγκωνε με το κοφτερό του δόντι. 

           Ο μικρός ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Οι γυαλιστερές μπούκλες του κυμάτισαν, τα ζυμαράκια δάχτυλά του χώθηκαν στις τσέπες του και τις έψαχναν. Βρήκε πάτο, έπιασε αέρα και ο λιποτάκτης φύλακας άγγελός του, του έστειλε δάκρυ καυτό στα μάτια. << Τίποτα δε μου ‘φερες, τίποτα, παππού; >>  Η φωνούλα του δε βγήκε ολόκληρη, έσβησε πριν ακουστεί το τελευταίο… ουουου… Και όπως ένα πληγωμένο ζωάκι σύρθηκε  στους ανθούς του κήπου.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Χαρτί απορίας

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 

              Τούτης της στραβοπόδαρης ελληνικής γραφειοκρατίας πολύ της αρέσουν τα στολίδια.  Για να ρυθμίσεις το στεγαστικό σου δάνειο  θέλεις δώδεκα χαρτιά συν φωτοτυπία του βιβλιαρίου καταθέσεων για το κερασάκι στην τούρτα! Και όσο  στρώνονται στοίβες τα χαρτιά  στο γραφείο της υπαλλήλου, άλλες φουρκάδες σε περιμένουν. <<Φέρε μου κι ένα  <<ανεργίας >> του γιου σου, και τους τίτλους κυριότητας και επικαρπίας του σπιτιού>>  σου λέει.  Τα χάνεις, βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που άφησες τη στρούγκα για να φτιάξεις σπίτι και περιχύνεις το φαρμάκι σου στους μούργους αφέντες σου.
            Αυτή λοιπόν η γραφειοκρατία μου άρπαξε σε πίσω καιρούς το δισάκι μου. Μ’ άφησε χωρίς ψωμί και στέρεψε το νερό στο φρυγμένο μου κορμί.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Η άνθηση της διαφθοράς

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Του  Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
Εδώ και μέρες η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο. Και αιτία ήταν η απόφαση που πήραν και διέρρευσε, οι επώνυμοι άρχοντες και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, πως  θα  μαζεύονταν  αρχές  του  καλοκαιριού, << στο σπίτι της διαφθοράς >>  για την ετήσια συνάντηση οργίων! 
Πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν  ν’ αρπάξουν τα μαχαίρια και να τους σταματήσουν, άλλοι πως το πιο σωστό ήταν να τους κάψουν το βράδυ της συνάντησης και οι πιο συνετοί μίλησαν για μια δίκαιη τιμωρία που θα ερχόταν από τη Θεία Δίκη και την Εκδίκηση. 
Ο πρώτος που δίδαξε τούτη τη συνάντηση των οργίων ήταν ο βαρόνος Ντε Πιε, Φράγκος στην καταγωγή, που  ήρθε σαν καταχτητής κι αφού απόχτησε πολλά λεφτά και χτήματα, σκέφτηκε να τα ξοδέψει σε  ακολασίες, σαρκικές επαφές, ερωτικά διεφθαρμένα βίτσια, και συμπόσια με κακόγουστα αναγνώσματα και συζητήσεις μεταξύ των καλεσμένων. 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Σώματος άθλησις

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Tου Παν. Αντωνόπουλου 
     
                    Μας  πνίγει το φασισταριό. Από το δασκαλάκι με τη βέργα ως το γιατρουδάκι που δεν ξέρει να βάλει τον καθετήρα. Από το διορισμένο υπαλληλάκο μέχρι τη φρυδού γραμματέα που γλείφει γλειφιτζούρι και σου δίνει ασφράγιστο το δίπλωμα οδήγησης. Από τον ταξιτζή που πιάνει μπούτι αντί λεβιέ. Από το σκουπιδιάρη που αφήνει τις σακούλες  στην πόρτα σου και αδειάζει τον ψόφιο γάτο στον παιδότοπο της γειτονιάς. 
                   Φασισταριό που εκκολάπτεται ως όφις στο ωόν. Που πιστεύω του έχει το άρτζι - μπούρτζι και λουλάς, τον τρόμο, τη βία και τον αριβισμό. Που κάνει αρκουδόμουτρο το ανθρωπάκι της  θεσούλας. Που τον ντύνει με τριχοφυία ποιμενικού μολοσσού και τον διατάζει: γίνε Ταλιμπάν και όποιον πάρει ο χάρος.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Φραγκίσκα

Διήγημα 
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

         Έμπαινε χοντρούλης ο Αύγουστος, λειψούλια εμείς μαζωνόμαστε γύρω του και περιμέναμε να μας πετάξει λίγο κοψίδι απ’ το σουβλιστό κριάρι του.  Εκείνος όμως  έφευγε, τον παίρναμε στα κοντά, τον κυνηγούσαμε με το λάστιχο και τον στέλναμε άδοξα στον αγύριστο για την ασπλαχνία του. Έβγαινε ο κίτρινος δίσκος του φεγγαριού και σταματούσαμε.
         Το πρωί μας έβλεπε η μέρα σαλταρισμένους, μας έλεγε: <<  Δεν πάτε να κυνηγήσετε κοτσύφια στο βουνό που καθόσαστε και κυνηγάτε το μήνα;>> Την ακούγαμε και παίρναμε την ανηφόρα.  Εγώ με μαύρο μπερεδάκι στο κεφάλι, ζωσμένος με μια φαρδιά ζώνη το τρύπιο μου παντελόνι και μ’ ένα λερωμένο τετράδιο στην κωλότσεπη.  Οι άλλοι με στολές εκστρατείας,  βουτηγμένες στα χρώματα με ακολούθαγαν. Ήμουν ο αρχηγός και έπονταν. 

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Σφαλιάρα από το θείο!

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ 
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

          Σε πίσω εποχή ο λόγος. Ποια εποχή; Τη γραία του παρελθόντος, τότε που οι κλέφτες της σήμερον μορφώθηκαν το κακό και το αλλότριο και σύλληψαν στο μυαλό τους την πάσα καταστροφή μας. Με σχολεία στάβλους, βιβλιοθήκες σκονισμένες, δασκάλους δικτατορίσκους, γνώσεις μουχλιασμένες  σε σωρούς από κίτρινα χαρτιά γεγραμμένες.  << Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε… >>  στις αίθουσες, << πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς… >> στα κατηχητικά. Με τους κακούς μαθητές γονατισμένους στο χαλίκι, τους σκασιάρχες από τη χριστιανική συντροφιά της ορθόδοξης εκκλησίας ξυλοφορτωμένους και κυνηγημένους με το θυμιατό του παπά. Στο σπίτι σε κάθε μετάληψη των αγιασμάτων από τις πράξεις σου, σου ‘ριχνε μια σβουριστή κατραπακιά ο σουλτάνος πατέρας, << ανάξιε >> στη συνέχεια  σε προσφωνούσε. 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Μπροστοθρανίτες

ΔΙΗΓΗΜΑ 
Tου Παναγιώτη Αντωνόπουλου  
          Τούτη τη φορά είπα να μπω στη Σχολή. Δεν το άντεχα  να ‘μαι απέξω και να μου λένε τα υποψήφια χορτασμένα πλουσιόπαιδα της ιατρικής, πως τα γονίδια του  πατέρα μου ήταν  << ομιχλώδη από βιοενέργεια >> και με  << παγίδεψαν >> πράγμα που σήμαινε πως ήμουν σκράπας κι άχρηστος για πτυχίο.
           Έτσι χαιρετώντας τον πατέρα, που με κοίταξε ξαφνιασμένος ένα πρωί, του είπα με λόγο χαριτωμένο και αποφασιστικό:
           ---  Φεύγω! Πάω να δοκιμάσω πάλι την είσοδό μου στη Σχολή! Δώσε μου την ευχή σου και στείλε τον οβολό σου, Μητροδώρας εφτά, στα Εξάρχεια! 
           Με το δάκρυ να του κυλάει στο μάγουλο, μ’ αγκάλιασε εκείνος και μου είπε:

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Αμνοί και ερίφια

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ 
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

            Η εποχή μας λαπάς. Ουδέν ακμάζει κι όλα φαίνονται μέσ’ από δακρύβρεκτο όμμα. Αλυσοδεμένο το πνεύμα, μαραμένα τα φύλλα της ευώδους μυρσίνης μας. Πιασμένοι σαν τους ποντικούς στη φάκα να τρώμε το δηλητηριασμένο τυράκι, ούτε ακούμε του αφρού το μουρμούρισμα, ούτε βλέπουμε το ανθισμένο ροδάμι που τραγουδά όταν το χαϊδεύει ο άνεμος Ζέφυρος.  
              Λησμονήσαμε το ευ ζην, το ρίξαμε στο κακώς ζην. Η χαρά μας μοιρολόι, τα χάδι μας αρπαχτικό πιράνχας, ο λόγος μας μαραφέτι διαβόλου, η τερπνή κουβεντούλα μας Μέγαιρα Ερινύα, οι θείες εκλάμψεις της συντροφιάς του φίλου, σάρισες Μακεδονικές που πληγώνουν σπλάχνα. 
               Εσωστρεφείς, ερημίτες σαν τον ακριδοφάγο Άγιο Αντώνιο, οδοιπόροι των ηλεκτρονικών δρόμων, εράσμιοι φίλοι των e-mail με τα μπατιρημένα αισθήματα. Δουλειά σαν τους είλωτες της αρχαίας όμορης Σπάρτης, έγκλειστοι σε στρατόπεδα αιθάλης, άβουλοι και κουρεμένοι γουλί από τροϊκανούς κουρείς και ημέτερους μαθητευόμενους μπαρμπέρηδες σε κεφάλια κασιδιάρηδων. Διασκεδάρηδες τα Σαββατοκύριακα μέχρι να λαλήσουν οι κοκόροι, μεθώντες για την εξωτερική εμφάνιση, τη μέσα σάπια ψυχή μας μια σταλίτσα εγκράτεια να τη γιατρέψουμε δε σπαταλάμε.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Κραυγή τρόμου

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Του Παν. Αντωνόπουλου

Ο εφοπλιστής Λεόντειος σαν άφηνε τα γραφεία της εταιρείας του στον Πειραιά, ερχόταν στην πολυτελή έπαυλή του στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου για ξεκούραση και ανάκτηση δυνάμεων.  Τον υποδεχόταν εδώ το υπηρετικό  του προσωπικό κι αφού τον φρόντιζε τις τρεις πρώτες μέρες ανελλιπώς, την τέταρτη τον οδηγούσε στη μεγάλη βιβλιοθήκη του με τα χρυσόδετα και σπάνια βιβλία της, για να διαβάσει. Σαν απόμενε μόνος του ο εφοπλιστής, κατέβαζε από τα ράφια όλα τα κυνηγετικά βιβλία κι άρχιζε να τα διαβάζει μονορούφι. Και τούτο γιατί διαβάζοντας τέτοια βιβλία αποκτούσε γνώσεις που του χρησίμευαν στις κυνηγετικές του εξορμήσεις. Έτσι γινόταν μέρα με τη μέρα καλύτερος κυνηγός και τα θύματά του αυξάνονταν.  
Επειδή του άρεσε  να βλέπει κακοποιημένα ζώα, είχε φτιάξει δίπλα από τη βιβλιοθήκη του ένα μουσείο με ταριχευμένα! Τα είχε κλείσει προσεχτικά σε ράφια, ασφαλισμένα με γυάλινα τζάμια που η ταυτότητά τους γινόταν γνωστή από τη μικρή κόκκινη ετικέτα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του ζώου κι έγραφε το όνομά του. Έτσι ο επισκέπτης, που, φυσικά έπρεπε να...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Μητέρα πατρίδα

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

          Προστάτισσα της ζωής μου σ’ έβαλα από τη νεότητά  μου και στην φρουρά της αγκάλης σου κατέφυγα να γλιτώσω από τα δόντια των  πιράνχας σου. << Ολίγιστη είμαι >> μου είπες << να σε σώσω δεν μπορώ >>, μόνος σου βρες τα μαγεμένα βότανα να τα κοιμίσεις και να τα εξαφανίσεις >>. Οδοιπόρος κι εγώ τους δρόμους πήρα, τον έναν άφηνα, τον άλλον άρχιζα, τα βότανα έψαχνα σε χούνες και ρέματα να βρω.
           Σε σχολείο που το ‘δερναν από όλες τις πάντες αέρηδες σίφουνες, μια δασκαλίτσα, περδικόστηθη, με μάτι λιόμαυρο όμοιο λαμπήθρα μ’ έμαθε Τούρκους Αληπασάδες να μην προσκυνώ, Έλληνες ψωρίλους πολιτικούς να μην πιστεύω.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Μυθιστόρημα:Ο ήρεμος Ζέφυρος του Ιονίου


Α   
               Χρύσωνε o ήλιος το κάστρο, τη θάλασσα και τον ελαιώνα στον κάμπο, όταν οι πρώτοι καταστηματάρχες της πλατείας σήκωναν τα ρολά για να υποδεχτούν την πελατεία τους και να έρθουν αντιμέτωποι με τη χαρά του χρήματος. 
             Ο πρώτος που έφτασε και στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα του μαγαζιού του, ήταν o ζαχαροπλάστης o Κυρ Θόδωρος ή Γεδεών. Αφού κοίταξε για λίγο τις πόρτες των άλλων γειτόνων του, έσκυψε παρά τον όγκο της θεόρατης κοιλιάς του και ξεκλείδωσε το λουκέτο μ’ ένα δυνατό θόρυβο που τάραξε ενοχλητικά τη σιωπή της μικρής πλατείας.
       Πέταξε ύστερα μ’ ένα δυνατό τίναγμα του δεξιού του χεριού τη γόπα του τσιγάρου του απ’ τα σαρκώδη χείλη του πάνω στο φράκτη του διπλανού οικοπέδου και με τα δυο του χέρια άρχισε να σηκώνει τα ρολά της πόρτας. Όταν το κατάφερε και τα σφήνωσε στην πάνω μεριά του τοίχου, ξεκλείδωσε ύστερα την ξύλινη τζαμόπορτα και μπήκε μέσα τραβώντας κατ’ ευθείαν για την κουζίνα.
-Διαβάστε την συναρπαστική συνέχεια κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο: 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ο μπαρμπα – Γιάννης

ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Παν. Αντωνόπουλου 

          Καθόταν στην πέτρα κάτω από τη μουριά, πετούσε κάτω τη γόπα την έλιωνε με το πόδι του και κοίταζε με τα μάτια του θαμπά τον Αι- Βλάση. Ύστερα αρχινούσε το τραγούδι: Άειντε του Κίτσου η μάνα κάθεται στην άκρη στο ποτάμι… 
          Το σπίτι του μικρό με τις πέτρες του μαυρισμένες και γεμάτες βρύα και λειχήνες. Έπιπλα λίγα και τα απαραίτητα. Τραπέζι, καρέκλες, δυο στάμνες για νερό, μισή ντουζίνα πιάτα, λίγα κατσαρολικά κι ένα κρεβάτι παλιό διπλό με στρώμα από άχυρο. Δίπλα προς τη δύση ο αχυρώνας που στέγαζε τη γαϊδουρίτσα και πέντε έξι κότες.
          Είχε συνηθίσει να μιλάει με τον εαυτό του και όταν ο ήλιος ανέβαινε ουράνιος  και γυρνούσε από το χωράφι, καθόταν στην πέτρα κάτω από τη μουριά κι  έπιανε λακριντί μαζί του. Ύστερα παρασυρόταν από τον καπνό του τσιγάρου του κι έπιανε το τραγούδι. Του άρεσαν τα κλέφτικα. Και τις ιστορίες τις είχε στο πετσί του. Τις νύχτες του καλοκαιριού και τις προχωρημένες του φθινοπώρου, τις έβγαζε από μέσα του με τέτοιο μπρίο που οι περαστικοί βοσκοί και αγωγιάτες σταματούσαν και κρέμονταν από τα χείλη του να τον ακούσουν.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Βουή μας μαύρη!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Εποχή στέρφα, λασπωμένη από τις νεροποντές, γδαρμένη από ανέμους με κοφτερά σκυλόδοντα. To αυτοκίνητο απόν, στους δρόμους γαϊδουρίτσες και μούλες. Τον επιούσιο έβγαζα καλιασμένος σε χωριό, πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο και την ασφάκα.  Το εκπαιδευτήριο ερείπιο, οι σοφάδες λεηλατημένοι, τα κουφώματα μπαλωμένα με λαμαρίνες. Έκανα μάθημα τυλωμένος με κούμαρα, ζεσταινόμουν μ’ ένα κουρέλι χλαίνης του στρατού, κοιμόμουν σε  κρεβάτι με το σανίδι του φαγωμένο από το σκώρο.   
Το βιβλίο απαγορευμένο, η συνομιλία μου με τους γκιόνηδες, τις σκοτεινές μου νύχτες τις φώτιζαν αστροπελέκια.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Κόλαση!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Κυριακή, καθισμένη  σε αγκάθι σκληρό, ζωσμένη απ’ τους τριβόλους του Γκίκα κι εγώ ραγισμένο ανθρωπάκι, το σχήμα μου εναποθέτω κάτω από της καφετέριας την τέντα τον πικρό μου καφέ να πιω με τους δύστυχους συναθροισμένους. Μέγας ο αριθμός τους, αργοί και γέροντες, όλοι κοντά στο θάνατο,  λένε ιστορίες από τις μάχες τους κοντά σε κάποιον Αρταφέρνη, διηγούνται ατελείς έρωτες, θυμούνται μέρες που φτερούγιζαν σαν αετοί στη στράτα, σκουπίδια τώρα σ’ ανάπηρη καρέκλα, ούτε το πινέλο με την μπογιά να γράψουν << ελευθερία >> δεν μπορούν να σηκώσουν.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Οι ίδιοι κόπροι του Αυγεία

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Σε πίσω καιρούς, τη νεότητά μου μισούντες οι << ευσχήμονες >> αϊτοί  του υπουργείου παιδείας σε  χωριό διόρισαν, που άρδευε τον πολιτισμό του από τους γύπες και τους ουρλιάζοντας λύκους. Εκεί με εναπόθεσαν σώματι και ψυχή τη ζώσα γνώση να εμφυσήσω σε μαθητές που λιποθυμούσαν από την ασιτία και το φύλλο χλόης στην αποξηραμένη ζωούλα τους, να κρατήσω χλωρό.
Το εκπαιδευτήριο αμπάλωτο ερείπιο, οι πόρτες του σάπιες και τα παράθυρα σαράβαλα. Ζεσταινόμουν διπλωμένος με μια λιωμένη χλαίνη του στρατού, σιτιζόμουν με καχεκτικό χόρτο αρωματισμένο με σκατζίκι, γιάτρευα το γαστρεντερικό μου σύστημα τρώγοντας σπόρους ψύλλιου.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Παρέα με τους χοίρους

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Δειλινή μου!
Εδώ στη σταυρωμένη επαρχία μη θαρρείς πως καταβροχθίζουμε τα << Άνθη του Κακού >> του Μπωντλαίρ ή αλέθουμε το χρόνο μας βλέποντας το << Βυσσινόκηπο >> του Τσέχωφ. Οι πνευματικές μας οάσεις λιγοστές, αδιέξοδο βρίσκουν σε καλαμιές και φρύγανα. Σε σήριαλ που γλιστράνε σαν χέλια τις νύχτες μας, σε ταινίες με το θόρυβο των tanks, σε όνειρα ζωγραφισμένα με χρώμα από το αίμα των σφαγμένων παιδιών του πολέμου.
           Το βιβλίο το πετάμε. Οι σελίδες τους κουρελιασμένες από την κρίση δε διαβάζονται. Έτσι η γνώση τίγρισσα δε δαμάζεται. Και μένουμε, όχλος, πλέμπα, μαϊμούδες!

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ο δάσκαλος

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Με κούρευε με τη μηχανή όταν γνωριστήκαμε. Άσχημος, χοντρός με μαλλί μαύρο και αγκαθωτό σαν του αχινού, έμοιαζε με θρεμμένο χοίρο. Μ’  έκανε γουλί κι αφού μου τράβηξε το δεξί μου αυτί,  μ’ έστειλε να καθίσω στο έσχατο θρανίο.
Στο μάθημα που σμίξαμε τις ματιές μας, σάλταρε πάνω μου και με τη φωνή του μπάσα και υψωμένη, μου είπε:  
--- Να το πετάξεις αυτό το κόκκινο κασκόλ που φοράς, γιατί δε μου χτυπάει καλά στο μάτι! Το γαλάζιο είναι το εθνικό μας χρώμα κι αυτό να προτιμάς!

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Σαρκοφάγοι γέρακες

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

Δειλινή μου!        
Πάει κι αυτό το καλοκαίρι! Πέταξε σαν συννεφάκι  που το σπρώχνουν άγριοι λεβάντες και υγροί νοτιάδες.  Τα γλαυκά του μάτια έκλεισαν, ο ουρανός του γέμισε αστραπές με σχήμα φιδιών, οι βροντές του κάνουν τ’ άστρα να τρέμουν.
Ο βορράς, η πατρίδα σου, σε ζήτησε και πάλι να γίνεις μέτοικός της ύστερα από το ταξίδι σου στο  χλοερό νότο. Να βρεθείς έτσι στο μουντό χρώμα της και φύλακας του σκορπισμένου χώματος των  τύμβων της. Κι εγώ να μείνω μόνος ναυαγός του βαθυγάλαζου πελάγους και τυλιγμένος στις μενεξελιές πινελιές του Μεσσηνιακού ορίζοντα.  << Βασιλιάς της γης μου >> όπως μου τραγούδησες, << ένας Οδυσσέας, στο παλάτι του Τριφυλιακού Αλκίνοου >> μου επανέλαβες.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Παστέλι και σάμαλι

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
             Δεκαετία του ’60. Ένας γαμψονύχης δράκος μας έσπρωχνε στο γκρεμό, ένα ζαβό ριζικό βράδιαζε τη βιασμένη μέρα μας. Εκείνη μας έστελνε νηστικούς στο κρεβάτι με το αίμα ξεραμένο στα πόδια μας, μ’ ένα τρίμμα φόβου στα σπλάχνα, που έσκαβε το λαγούμι μας να κρυφτούμε μέσα. 
           Ουδέ διασκέδαση, ουδέ διεφθαρμένα σήριαλ, ουδέ τάμπλετ το φως της γνώσης να μας μεταδώσει. Τη βγάζαμε με αναρριχήσεις στα βουνά, με κλωτσιές σε τόπια από κουρέλια, πηδούσαμε φράχτες, μαργαρίτες μαδούσαμε, ψελλίζοντας ασθμαίνοντες: << Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει!  Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει … >> 

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Η Ούντρα

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Τι ύπαρξη θλιβερή κι αυτή τότε! Τίποτα δε χαιρόμαστε από τον αναστεναγμό κι ένα παράπονο πνιχτό. Η αγάπη να θέλει φίλημα και εμείς να μην μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, να πιαστούμε μαζί της στο χορό, να διώξουμε τη Μέδουσα  που μας πέτρωνε.
Δεν έφταναν οι δέκα πληγές του Φαραώ που μας είχαν πατημένους, τα είχε και ο πατέρας σκούρα. Μέρες πεσμένος στο κρεβάτι δεν είχε σκοπό να σηκωθεί. Ο γιατρός που τον ακροάστηκε είπε, << πως τα ψωμιά του είναι λίγα και όπου να ‘ναι θα ρέψει, γι’ αυτό να ετοιμαζόμαστε για  σπερνά >>.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ένας ασυνήθιστος χορός

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Στο ιατρικό κέντρο ερευνών εφτά χρόνια ο δόκτορας Τζορτζ Άλφρεντ μαζί με τους συνεργάτες του αναζητούσε θεραπεία της νεύρωσης κάνοντας πειράματα στους εγκεφάλους σε μια ομάδα από γορίλες.  Οι πληροφορίες ανέφεραν πως σε έξι μήνες τα αποτελέσματα των ερευνών θα δημοσιεύονταν και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους πάσχοντες από τη νόσο.
Μια είδηση όμως που δεν είχε εξακριβωθεί για τη γνησιότητά της και είχε τρομοκρατήσει τον κόσμο, έλεγε πως τα δυστυχισμένα πειραματόζωα είχαν υποστεί αλλοίωση στους νευρώνες και σε στιγμές κρίσης η διάταξη των ινών φύλλων έχανε τη βούλησή της και τα ζώα συμπεριφέρονταν σαν τρελά.

Γουρνοπούλα ψητή

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Τριφύλιοι λογοτέχνες. Τα έργα τους με διάρκεια και ύφος, η έκφραση και η γλώσσα περίτεχνα δομημένα. Με υλικό από τη ματιά τους που ρίχνει φως στα ανελέητα σκοτάδια μας. Με ίαμβους και δεκαπεντασύλλαβους που αιωρούνται στις στέγες των σπιτιών, διώκτες της σκόνης και της σήψης που έχει επικαθίσει.
Λήθη με πληγή αιμάσσουσα τούς ξέχασε, χέρι άρπαγας σκόρπισε τα χειρόγραφά τους και το καλοκαίρι διέλευσε χωρίς κάτι φίνο δικό τους να ειπωθεί. Στίχος τους δεν απαγγέλθηκε, παράγραφος δεν εμπεδώθηκε, έντεχνο γράφημά τους από χείλη αφηγητή  δεν ήχησε στο ους του δοκιμαζόμενου λαού.  

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Ψαροφάγοι και πατατοφάγοι

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Είπα ν’ αλλάξω δρόμο, το μάτι μου να φύγει απ’  τα ερείπια της γειτονιάς μου, στα πηχτά μαστάρια των νεφών που χαϊδεύουν ανέγνοια τη θάλασσα να τα ρίξω. Και βρέθηκα να περπατάω σε ξερόφυλλα και πευκοβελόνες, σε κίτρινες κορφές χορταριών, σε κοτσάνια κοκαλιάρικα σαν χέρια. Μετά ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε στη θηλή του πεσμένου κλώνου μερμήγκι δε θήλαζε. Δρόμος ξεδιπλωνόταν φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος, ντυμένος στα πορφυρά ενδύματα του πλούτου, γεμάτος πολυτελή φαγάδικα. Φωνές, γέλια, ξεφαντώματα, τραπέζια τίγκα στο πιάτο και της κουζίνας τις μοσχοβολιές,  ρεψίματα και στομαχόπονοι που έφερνε των πινακίων το άδειασμα.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Αμφίπολη

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Aρχαία πόλη στην Ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του Στρυμόνα σε θέση που ονομαζόταν << Εννέα Οδοί >>. Ιδρύθηκε από τους Αθηναίους το 437 π.χ. για τον έλεγχο της περιοχής, πλούσιας σε πρώτες ύλες.  Ερείπια ανθρώπινης εγκατάστασης χρονολογούνται στην περιοχή από το 3.000 π.χ.   Το 480 π.χ. ο Ξέρξης περνώντας από ‘κει έθαψε ζωντανούς εννιά όμορφα παλικάρια και εννιά παρθένες καλλονές ως θυσία σε ποτάμιο Θεό.
                

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Τούτο το ζεστό και άχρωμο καλοκαίρι που μας ήρθε φέτος, έβγαλε αληθινές τις προφητείες του Καζαμία, που ‘γραφε: << Ο καιρός καλοκαιρινός με μεγάλη άνοδο της θερμοκρασίας και ο Θεός να βάλει το χέρι του για τα παραπέρα. Και να σκεφτείτε πως είμαστε ακόμη στο θεριστή με το φωτεινό δίσκο στην αγκαλιά του Καρκίνου. Έτσι σαν θα φτάσει στην αγκαλιά του Ιουλιανού Λέοντα που ‘ναι και πιο καυτή, φανταστείτε τι έχει να γίνει! >>
Τούτο λοιπόν το καυτό καλοκαίρι που << Ο Αϊ - Λιας του θα παράκοβε σταφύλια και η Αγία Μαρίνα του σύκα >> του ‘ρθαν τα πάνω κάτω του Παντελή.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Μάσες

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Φίλος εράσμιος, θαυμαστής της ελληνικής αφρόκρεμας, μου ενέδωσε πολυτελές περιοδικό, στις σελίδες του οποίου εκθέτονται ηχηρά ονόματα της πολιτιστικής και πολιτικοοικονομικής ελληνικής σκηνής.
Οι κοιλαράδες άρρενες και οι ξετραχηλωμένες θήλεις, φίλοι της κνίσας και του καλού πιάτου, δε δείχνουν να έχουν πάρει χαμπάρι το μαρτύριο του ελληνικού λαού. Στο φόβο, τον ταραγμένο νου, τα τρομαγμένα μάτια, τις άδειες τσέπες του, τη ματωμένη ζωή του, αυτοί ρημάζουνε κατσαρόλες, δοκιμάζουν σε γαστρονομικές εκδηλώσεις  μυδοπίλαφο, γαρδουμπάκια, σουφλέ, εδέσματα με πρωτόγνωρες γεύσεις, ελαιόλαδα εξαιρετικά, μπουκιές, τηγανίτες, χειροποίητα μακαρόνια, και εν ολίγοις του πουλιού το γάλα.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Ο Ανθόλαος

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος 
Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή τού Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους << Άθλιους >> του Β. Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.
Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η σύλληψή του ήταν ψέμα.  Γρήγορα όμως σαν άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας της χούντας που με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των Eλλήνων και τα γέμιζε πληγές στα μπουντρούμια και στις φυλακές.  

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Νύχτες φευγάτες

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Στους πίσω καιρούς μας δεν είχαμε κανάλια να μας πουν τον καιρό με κόρες βγαλμένες από λουτρό και μουσκεμένες με Versace Bright Crystal! Τις φουρτούνες τις βλέπαμε να ξεκοτσάρουν από τα ουρανοθέμελα του Κατάκωλου, το αγριοκαίρι να βρυχιέται ξυρίζοντας τη σεβαστή γενειάδα του Ψυχρού. Από καύσωνες το πετσί μας δεν χαμπάριαζε, αν το παράκαναν και μας έψηναν, κερί ανάβαμε στον Αϊ- Γιώργη τον καβαλάρη και τους σκόρπιζε.
Άσε που μας έκαναν σκλαβάκια τους, ξεκοιμισμένοι από την κοίτη της μαύρης γης τους, ερχόμενοι στη δική μας.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Βασιλιάς σε τσαντίρι

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Στα χρώματα του ήλιου λάμπει ο κήπος μου, στολισμένος με ζωηρές πορτοκαλιές, με δάφνες ανθισμένες, με θυμιατήρια από βασιλικούς και δυόσμους μυρωμένος. Στα φύλλα της αγράμπελης φτερουγίζουν μέλισσες που ζουζουνίζουν, ψάλτες σπουργίτες απλώνουν γαλάζιες κορδέλες με νότες του πενταγράμμου στους κλώνους της συκιάς, βόρεια πεύκος αιωνόβιος ρίχνει το απόσκιο του, πατέρας γλυκός υπό τη σκέπη του τ’ άλλα δεντράκια αγκαλιάζει. 
Στον ίσκιο του θα στήσω το τσαντίρι μου, τις διακοπές μου να περάσω.  Τ’ αρκούδι ο Χαρδού [ βελης ] και το  ανήμερο  καπρί  ο  Μπενι [ ζέλος ] μ’ άφησαν ταπί. Ν’ αράξω δεν μπορώ σε νησί, στο κύμα να ξαπλώσω. Κι εκεί το τσαντίρι μου με φουρκάδες από ελιά θα στήσω, τη στέγη του με φτέρες θα σκεπάσω.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Παιδιά της Γάζας

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Σε πίσω καιρούς ένα ανθρωποειδές, χόρτο βοσκούσε, στα τέσσερα περπατούσε και ζούσε άπλυτο και άκουρο, μέσα σε σπηλιές. Έγινε << ανθρωπάκος >> στην τύχη, έφτιαξε όπλα, γύριζε αρματωμένος, έχρισε Θεό του τον πόλεμο και αποχαυνωμένος παραληρούσε στα λουτρά αίματος που άφηναν οι σκοτωμοί του. 
Ο γόνος του, σάπιος και μολυσμένος, κοντά σας ζει. δίπλα σας βασιλεύει. Ανθοί και στάχυα στον καταυλισμό σας, ζηλεύει τ’ αυγερινού σας το τραγούδι, τη νιότη σας  μαραίνει με του πολέμου τη φωτιά.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Φτωχοπρόδρομοι

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
          << … και το ψομίν επιθυμώ, πότε θα το χορτάσω; >> έγραφε ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος  και του ‘πεφταν τα σάλια οσμίζοντας το  χουρδουβελία  στο ανάκτορο του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Με τη λόρδα να τον κόβει, γυρνώντας στους δρόμους με τρύπιο ρούχο, ξυπόλητος, διαρκώς ορεγόταν ευωδιαστό μονοκυθρίτσιν,  χορδοκοιλίτσια  και σφουγγάτο που σε σωρούς άχνιζαν στα βασιλικά τραπέζια.
        Όσο και να παρακαλούσε τους Υπερίονες Ήλιους της βυζαντινής μάσας, ένα ψιχουλάκι δεν του πέταγαν. Έστελναν τα ορθοκέρατα βόδια της ακολουθίας τους και του έσπαζαν τα κόκαλα.  Κύματα του ‘ριχναν πάνω του τις καυτές ψαρόσουπες και τον γέμιζαν εγκαύματα και  ουρές με λέπι. Αυτός δεν το ‘βαζε κάτω. Από γειτονιά σε γειτονιά τους έψελνε τα εξ’ αμάξης,   με στίχους από ξίφη, τα μεριά τους χάραζε.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Μπραήμηδες

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

            Πως να γίνεις νοικοκύρης με τόσους Μπραήμηδες που κάθισαν στο σβέρκο σου! Αποχτάς ένα πρόβατο, ένα ζευγάρι γελάδια, τσουκ ο Μπραήμης υπουργός επί της Γεωργίας στα παίρνει. Κληρονομείς το αμπελοχώραφο του πατέρα σου, τσακ ο αρχιτσάρος Χαρδούβελης σου στέλνει χαρτί ευρύχωρο μ’ όλα τα προικιά, τα πανωπροίκια και τα χρεολύσια που θα πληρώσεις. Σπας χαλίκι στο νταμάρι, << τούτος έχει >>  σημειώνει στο δεφτέρι του ο σπιούνος ελεγκτής του ΙΚΑ και χάνεις οικονομικό μέρισμα, φάρμακο και τα κερατά σου τα τράγια.  Ανάβεις μεγάλο κερί στον άγιο Λια να βρεις την υγειά σου από το λουμπάκο, << τούτος είναι νοικοκύρης και ροδαμίζει το μάγουλό του, γδάρ’ τον >> ψιθυρίζουν οι άλλοι αλυσωμένοι γύρω σου και η ευχή τους πιάνει. Το πρωί η εφορία βγάζει το χαντζάρι της και σε στρώνει στα κοντά. 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Αγία Κυριακή

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
             Όμορφη και φέτος. Ολόξανθη και ηλιοκαμένη. Ο μπάτης σου στέλνει το διάφανο φύσημα, η όστρια γέρνει πάνω σου τον ίσκιο των γλάρων της αθώας σου θάλασσας.
             Εδώ το βρεμένο βότσαλο, εκεί οι λευκοί αφροί. Στο βάθος ο γέροντας άνεμος, νότια του σπάρου η πλατιά ουρά. Τις νύχτες το μελί φεγγάρι σου λουσμένο στα νερά.
            Τοπική αυτοδιοίκηση, Εξωραϊστικός Σύλλογος, εραστές του ωραίου, φιλόπονοι καταστηματάρχες της ταβέρνας  του << Αχινού >> και του << Γρηγόρη >>, φτωχοί ψαράδες, σκυφτοί εργάτες, βασανισμένοι κοντά στα φύκια και στα όστρακα, ανέσυραν από το τέλμα της άδειας τσέπης τους τον όβολό τους και σε προίκισαν.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Διακοπές

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

            Σε πίσω καιρούς σήμερα το χρονογράφημα. Σε καλοκαίρια ντυμένα στο κίτρινο και δροσισμένα από Γαρμπήδες και Ζέφυρους.  Καλοκαίρια φίνα, με τους κόρφους τους να στάζουν ιδρώτα, τις ρόγες των κοριτσιών χαϊδεμένες από την Όστρια, τη μουσική συμφωνία των γκιώνηδων να χαϊδεύει τα ώτα, τις μυρωδιές του υάκινθου και του ριθιού να φτάνουνε σε μακρινά ακρογιάλια.
            Ευθύς μόλις τα σχολεία έκλειναν, αμπαρώναμε τα σπίτια και γινόμαστε Λούηδες. << Φορτώστε τα στο γάιδαρο >> έλεγε ο αφέντης πατέρας, χαϊδεύοντας το ακάνθινο γένι του. Προορισμός μας το χτήμα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, σε χώρο άνυδρο και ξερό, ζωσμένο τριγύρω από την αφαλαρίδα και το γαϊδουράγκαθο.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Ξανθό καλοκαιράκι

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

             Ξανθό καλοκαιράκι, με το μαϊστρο να τρέχει στα μπογάζια,  τις εξετάσεις περατωμένες, τα αποτελέσματα επιβεβαιωμένα από τη βασιλίδι βαθμολογία των σοφών καθηγητών, μας περίμεναν τοιχοκολλημένα σε θέση περίοπτη του στεγασμένου χώρου. Προβιβασμένοι και απορριφθέντες όταν τα παίρναμε, ένας θεϊκός άνεμος έσερνε όλες εκείνες τις κουρελιασμένες ψυχές μας, τις τριμμένες εννιά μήνες στο άγριο δόντι του μαυροπίνακα και τις έκανε ροζ συννεφάκια σε βράχους και ακρογιαλιές.
            Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι έκαναν πως τσαλαβουτούσαν σαν δέλφινες. Οι καμπίσιοι ονειρεύονταν νυχτερινούς υπνάκους σε αγκαλιές αρωματισμένες με σγουρούς βασιλικούς, οι βουνίσιοι να παίζουν φλάουτο στις πλαγιές μαζί με τους πετροκότσυφες.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Δαίμονες εν οίκω

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

                 Καθώς βοριάς κρύος, πέρασαν οι εκλογές. Κι όπως εκείνος αφήνει συντρίμμια, ρίχνει στέγες, καταλύει σκούφους και σούρνει χαρτοκούτια, όμοια και τούτες κραυγές λύσσας άφησαν, γαβγίσματα, κικιρίκου, θα… θα… θα…,  ιούς σκόρπισαν σαν το πλασμώδιο του Λαβεράν.  Στις πλατείες άφησαν αποτσίγαρα, τσόφλια από ηλιόσπορους, στους σταθμούς κουρελήδες ψηφοφόρους.
                Δαίμονες εν οίκω οι υποψήφιοι, μας καταβρόχθιζαν μέσα στο σαλόνι μας, τα σαγόνια τους λεπτό δεν έκλεισαν να αλέθουν, κόκκινους, πράσινους, γαλάζιους, σιτισμένους με όσπριο, φουκαράδες Ελληνάκους με μπαλωμένο βρακί. Ένας Κολοκοτρώνης δε βρέθηκε να τους σβουρίξει τη σπάθα, ένας Νεφεληγερέτης Δίας να τους κεραυνώσει, ένας Ποσειδώνας του ωκεανού να τους πατώσει στα αφρισμένα κύματα.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κατείβετο δε γλυκύς αιών νόστον οδυρομένω


Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Έλληνα της διασποράς
               Άφθορε Έλληνα της διασποράς, ευφραινέσθω η ψυχή σου, χορευέτω η χαρά η μετάγουσα σε λειμώνες ευτυχίας. Χαίρε, από το γενέθλιο τόπο του ήλιου και της αρμύρας  με το συνδοξαζόμενο μπλε και λευκό της ευρύχωρης θάλασσας και του σύμπαντος ουρανού. Της νεραϊδόκορμης αγράμπελης δέξου την αφή του φιλιού της, της ροδοδάφνης το άνθος ξεφύλλισε στο αναμμένο κεράκι της μνήμης σου. Στο έμπα του σπιτιού σου, στήσου Οδυσσέας ένδοξος, τις μολυβένιες μέρες του νόστου σου ξεδίπλωσε, το ιερό  πτολίεθρο  της πατρίδας σου που άφησες και πήγες σε άστεα ξένα, υπερώα θανάτου και οίκους μολυσμού του σώματος και της ψυχής σου, θυμήσου.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Ρε, φουκαρά Ελληνάκο!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος


               Πάλι την ολιγαρχία του πλούτου, ψήφισες! Εξέλεξες ένα τσούρμο βιομηχάνους, τσιφλικάδες, ψυχοπομπούς, αργοφονιάδες, εκηβόλους της τσέπης σου, ξακουσμένους φαγάδες, γλεντζέδες του πάτριου πλούτου, κλέφτες του χιτώνα σου, μασκαράδες που βυσσοδομούν το κακό.  
               Ανεβασμένοι στο φράχτη σαν τα κοκόρια οι πολιτικοί, σου σάλπισαν τα ίδια και τα ίδια και σε κοίμισαν. Ύστερα σε γύμνωσαν και χωρίς βρακάκι σ’ έστειλαν στην κάλπη. Κι εκεί πια για να ντύσεις μ’ ένα κουρελάκι τη γύμνια σου, την ψήφο σου πούλησες.
             Και τώρα όλα μέλι γάλα! Η σούπα σου θ’ αβγατίσει με δυο σπυριά ρύζι, το εντόσθιο θα μπει τρεις φορές στο τραπέζι σου, οι τράπεζες θα σου προσφέρουν ανθοδέσμες στην καθυστέρηση της δόσης σου, το σκουπίδι θα φύγει στο πι και φι από την πόρτα σου, στο νοσοκομείο ο γιατρός χωρίς φακελάκι θα σου βγάλει τη σκωληκοειδίτιδα.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Ο ανάπηρος και ο αφέντης

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
              Νέος, μακριά από το ραγισμένο πατρικό κεραμίδι, βρέθηκα σε χωριό σφιλιασμένο στους βράχους και πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο. Είχα  χάσει τον ουρανό, οι άνεμοι ούρλιαζαν μέσα στα θάμνα, οι μέρες μου απλώνονταν μπροστά μου σαν κιτρινισμένα χαρτιά.
              Με κράτησαν κοντά του οι καρδούλες των μαθητών μου. Όλες  τους ζυμαράκι  ζητούσαν κάποιον να τις πλάσει. Κι εγώ μπορούσα να το κάνω δαρμένος στον ανεμοστρόβιλο του βιβλίου. Πώς να τις αφήσω;  Φιλιώθηκα με την ερημιά, έμεινα και νανουρισμένος από το τραγούδι τους εν μέσω των ανθούντων ψυχών τους, τις νοιαζόμουνα για τρία χρόνια.  

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Τα κούμαρα

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
           Σε πίσω καιρούς, είχα διοριστεί σε χωριό θαμμένο στα βουνά, στις πέτρες και στα γαϊδουράγκαθα. Το σχολείο ερείπιο, οι τοίχοι του αυλακωμένοι από τις σχισματιές, τα κουφώματα σάπια, η οροφή Νιαγάρας να με μουσκεύει από ποδός μέχρι  κεφαλής.  
            Τις περισσότερες μέρες νηστικός, τις Κυριακές με τάιζε μια φετούλα πρόσφορο ο παπα- Γιώργης, στις μεγάλες γιορτές ο πρόεδρος μου ‘στελνε πεσκέσι σούπα την ουρά του προβάτου.   Όταν δεν είχα μάθημα έπιανα κοτσύφια με θηλιές, τον τσοπάνο βοηθούσα να βρει τα χαμένα κατσίκια στα πουρνάρια, στη στρούγκα μαζί του αρμέγαμε το κοπάδι όταν το γυρνούσε από τη βοσκή.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Άνοιξη

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

              Ω! αφράστου ομορφιάς Άνοιξη! Αινούμε και προσκυνούμε τα κάλλη σου, από το κόκκινο τριαντάφυλλο της καρδιάς σου, το μύρο του ρουφάμε. Χειλάκια αγγελικά παντού τραγουδούν, ματσάκια κρίνοι στις χούφτες μας στεγνώνουν την άφατη λύπη μας. Λύπη από τη Μεγάλη μας Σαρακοστή που μας ταίζει με αέρα και γηρασμένες υποσχέσεις. Υποσχέσεις από πυλωρούς του Άδη μας, υποψήφιους Ηρώδες και Αττίλες που ψαλμωδούντες μελιφθόγγως την ψήφο μας ζητάνε να τραφούν και πάλι στο πρυτανείο της βουλής.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ανάσταση

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
               Χριστέ μου υπερφυώς ανέστης εκ νεκρών και υψώθεις στον ουρανό, εμείς όμως με της ρομφαίας την εκδίκηση σπαράσσουμε. Το ‘να χαράτσι πέφτει πάνω στ’ άλλο, αινούμε και προσκυνούμε από πρωίας μέχρι νυκτός να μη μας πουρλακίσουν τα λίγα μας ευρώ, το γένος μας κραταιό πασχίζουμε με δόντια και με νύχια να το αποτρέψουμε να τεθεί εν τάφω.   
               Κι όσο βυθιζόμαστε στη λάσπη, οι σωτήρες μας μελωδούντες  ευαγγελίζονται τη λύτρωσή μας. Γούστο που έχουν οι ατσαλάκωτοι. Ωλέσαντες τη σοβαρότητά τους σαλπίζουν ύμνους στα κανάλια, εμετικούς παιάνες στις συγκεντρώσεις, αίνους δοξαστικούς στα συμπόσια περί ανάκαμψης και ζητούν την υπερευλογημένη ψήφο μας.  

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Γολγοθάς

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
             Ιησού Χριστέ, βασιλεύ του παντός, δεν μένεις καλύτερα στον Άδη! Τι σε βιάζει ν’ αναστηθείς και να ‘ρθεις εδώ στην πατρίδα μου που κυβερνούν λύκοι και φτερωτές Άρπυιες ματώνουν τις σάρκες του λαού! Όλο το Μεγαλοβδόμαδο γλυκέ μου Χριστέ, αυτοί που κήδεψαν τον Ελληνικό λαό θα μαζευτούν σαν τις << Οσίες Μαρίες >> κάτω από τη σκέπη της εκκλησίας σου  και με δακρυρρόους θρήνους θα σπαράζουν για το Γολγοθά σου και πικρώς εκβοώντες βλέποντας σε κρεμάμενον και γυμνόν επί του ξύλου θα ζητούν στο φέγγος σου να ξεπλύνουν την όζουσα ζωή τους.  

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Χαστούκια

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
             Κάθε μέρα μια ολοδάκρυτη αυγούλα μας βρίσκει μ’ ένα ματσάκι αγριανθούς στο βαζάκι μας. Οι μεγάλες μας χαρές έγιναν Άρπυιες, η τσέπη μας τρύπησε, οι Σαμάρειες υποσχέσεις πάνε κι έρχονται σε ατραπούς σκοτεινούς που συναντούν το Μερκέλειο Λαβύρινθο.
            Ούτε πιστεύουμε σε τίποτα, ούτε περιμένουμε κάτι, ούτε ελπίζουμε. Η καρδούλα μας τσόφλι, στοιχειά και δράκοι σχίζουν τα σωθικά μας, το λιγοστό πλιγούρι μας το αρταίνουμε με νοθευμένο λαδάκι. Στην τηλεόραση κόρσες αναύχενες μας ραντίζουν με εντομοκτόνα λόγια, φουσκωτοί πολιτικοί πετεινοί λαλούν πριν τις εκλογές, επιτετραμμένοι θαυματοποιοί, σγαρλίζουν μια κουτσουλιά στο κοτέτσι του Χατζηδάκη και τη βαπτίζουν, ανάπτυξη.  Κι εσύ φουκαρά Έλληνα ραγιά κάθεσαι σταυροπόδι κοντά στο άδειο σου τσουκάλι και σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι;  Τα χαστούκια που έχεις φάει, αυτά που τρως και τα άλλα που θα φας!

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Μπάτε σκύλοι αλέστε…

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
            Τους χώρους της δημόσιας διοίκησης που καθεύδει τους φοβάμαι όπως ο εωσφόρος το λιβάνι. Χαίρω όταν μου έχουν κόψει τον ομφάλιο λώρο μαζί της, τρέμω σαν αιχμάλωτος του Άουσβιτς μήπως με κάνουν σαπούνι στους φούρνους της, όταν το άγριο δρολάπι του νόμου με επιστρατεύσει να σταθώ ενώπιόν της, γυμνό ραγιαδάκι και να μου βγάλει τη σφέρτσα.   
              Κι αν  Βελζεβούλης Έλλην ή Τροϊκανός με φέρει εκεί, ούτε δεμένος δεν κάθομαι, όσο ο λιμοκοντόρος γραφειοκράτης, παλουκωμένος στο γραφείο του,  μου γαργαλάει τον πισινό με σκουριασμένο καρφί.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Βρικόλακες

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
            Κυψέλη το δημόσιο. Τροφοδοτεί τα χαρτένια όνειρα των νέων, επουλώνει πληγές της φτώχειας τους όταν περάσουν το κατώφλι του, θαμπίζουν οι νύχτες τους από το αστεράκι της μονιμότητας που τους φωτίζει, σπιθίζουν οι αυγές τους από το γλίσχρο μισθό που τους φιλοδωρεί.  Δουλεύουν και τους ραντίζει η ανάβρα της ευτυχίας, ντύνονται με την εθνική στολή του φυλακισμένου στο κάτεργο της εξουσίας, λιώνουν και σαπίζουν τριανταπέντε χρόνια δεμένοι με λουριά στις φάκες του δημοσίου υπόκοσμου.  
             Σ’ αυτό το μαγαζάκι φώλιασα κι εγώ. Είδα κυρίες υπάλληλους με φτερά στο καπέλο, δράκους γραφιάδες, να έχουν γραμμένη ανεξίτηλη στο στήθος την υποταγή στο κίβδηλο κόμμα, χαμερπείς σκύλους γραμματείς αλειμμένους με σάλια να ξεσκονίζουν τα παπούτσια των προϊσταμένων. 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Η φούσκα

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

                  Στα δίσεκτα παιδικά μας χρόνια τις μέρες μας κανένα ροδόφυλλο δεν τις στόλιζε και οι νύχτες μας ήταν χωρίς χρυσομέταξα μαλλιά και γεμάτες σκιάχτρα και πληγωμένα αστέρια. Όμως οι καρδιές μας πήδαγαν στα στήθια μας να διατηρήσουν τη ζώσα φλόγα του μικρού ήλιου που ανέτειλε και χανόταν σαν διαλυμένος κομήτης.
                  Και του Τριωδίου ερχομένου ένας τέτοιος αρρωστούλης ήλιος σκόρπαγε την καταχνιά από τη γειτονιά, μάς έβγαζε το χοντρό ρούχο και ζεστούληδες σκαρίζαμε σαν τα σαλιγκάρια στη χλόη ύστερα από τη βροχή. Οι αποκριές είχαν υπογράψει το τέλος των χοίρων και δήμιοι οικοδεσπότες με τα μαχαίρια στα χέρια έκοβαν από έναν – έναν τον καρούντζο. Εμείς που τα παιχνίδια μας ήταν αναπαρμένα από χέρι τσιφούτικο και σκληρό σαν σίδερο, σκυφτοί πάνω από το σφαχτό με βλέμμα δριμύ, στον όλεθρό του ξεθάβαμε από την κοιλιακή του χώρα λαφυράκι ατίμητο.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Πως βγαίνει το ψωμί!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
        Αιμάσσων στην ψυχή, βλέποντας τους πατριώτες μου να τρώνε στους δρόμους μπισκότο και φρυγανιά που << ξάφρισαν >> απ’ το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, κόβω τις ρουφηξιές του σκέτου μου και αυτοτιμωρούμαι με αποχή από το υπόλοιπο του περιεχομένου.
         << Κλέβουν και τρώνε ότι βρούνε μέσα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, η πείνα χτυπάει κόκκινο και στην επαρχία>>  εμποιεί με το λόγο του ένας << απελέκητος >>  στο διπλανό τραπέζι και σφραγίζει το λογύδριό του περί πείνας με τούτο το σοφό και αστείο: << Σαν πάρει τ’ αυτί τους πως τα κόκαλά μας είναι γερά, θα μας ξεκοκαλίσουν οι φάρες του κερατά, θα μας τα πάρουν! >>

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Η επικήρυξη του ποιητή

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
         Χρόνια τώρα ο ποιητής της πόλης ζούσε εξόριστος  σε μια σπηλιά, με  τα άγρια θηρία και τα δηλητηριώδη φίδια. Κι αυτό γιατί το νοσηρό της Πνεύμα τον είχε διώξει, αρνούμενο να δεχτεί τους στοχαστικούς ιάμβους του και τις λυρικές ελεγείες του.
           Πικραμένος κι αυτός αυτοεξορίστηκε. Ώσπου όμως να συγκατοικήσει με τους άγριους συντρόφους του, διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις του, και απομονώθηκε οίκοθεν. Εκεί περιορισμένα αφουγκραζόταν το σφυγμό τής πόλης και συνέχιζε να γράφει τους στίχους του. Στίχους γλυκούς κι ερωτικούς αλλά και στίχους για το θάνατο και τη βασανισμένη ζωή.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Το ψοφίμι



Ο ιδρώτας ανάβλυζε από το πρόσωπο του υποψήφιου δημάρχου και οι χοντρές σταγόνες κυλούσαν στο μέτωπο και στα μάγουλά του, όση ώρα φλυαρούσε στους αδιάφορους ψηφοφόρους του.  Κόκκινες βούλες παντού στο πρόσωπό του, στα μάτια μίσος φρικαλέο, φωνή που τρυπούσε τ’ αυτιά σαν βέλος.
          Την προηγούμενη μέρα η τοπική εφημερίδα με μια γελοιογραφία της τον είχε περιποιηθεί καλά. Δημοσίευσε ένα κωμικό ανθρωποειδές με ύπουλο βλέμμα να αναρριχάται σ’ ένα κορμό δέντρου. Στη λεζάντα κάτω είχε γράψει: << ο αυριανός δήμαρχος συλλέγει καρπούς! >>

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Χαρτί απορίας

  Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
              Τούτης της στραβοπόδαρης ελληνικής γραφειοκρατίας πολύ της αρέσουν τα στολίδια.  Για να ρυθμίσεις το στεγαστικό σου δάνειο  θέλεις δώδεκα χαρτιά συν φωτοτυπία του βιβλιαρίου καταθέσεων για το κερασάκι στην τούρτα! Κι όσο να στρώσεις στοιβανιές στο γραφείο της υπαλλήλου, άλλες φουρκάδες σε περιμένουν. <<Φέρε μου κι ένα  <<ανεργίας >> του γιου σου, και τους τίτλους κυριότητας και επικαρπίας του σπιτιού>>  σου λέει.  Τα χάνεις, βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που άφησες τη στρούγκα για να φτιάξεις σπίτι και περιχύνεις το φαρμάκι σου στους μούργους αφέντες σου.
            Αυτή λοιπόν η γραφειοκρατία μου άρπαξε σε πίσω καιρούς το δισάκι μου. Μ’ άφησε χωρίς ψωμί και στέρεψε το νερό στο φρυγμένο μου κορμί.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ερίφια και αμνοί

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

Η εποχή λαπάς. Ουδέν ακμάζει κι όλα φαίνονται μέσ’ από δακρύβρεκτο όμμα. Αλυσοδεμένο το πνεύμα, μαραμένα τα φύλλα της ευώδους μυρσίνης μας. Πιασμένοι σαν τους ποντικούς στη φάκα να τρώμε το ποτισμένο με δηλητήριο τυράκι, ούτε ακούμε του αφρού το μουρμούρισμα, ούτε βλέπουμε το ανθισμένο ροδάμι που τραγουδά όταν το χαϊδεύει ο άνεμος ζέφυρος.
Λησμονήσαμε το ευ ζην, το ρίξαμε στο κακώς ζην. Η χαρά μας μοιρολόι, τα χάδι μας αρπαχτικό πιράνχας, ο λόγος μας μαραφέτι διαβόλου, η τερπνή κουβεντούλα μας Μέγαιρα Ερινύα, οι θείες εκλάμψεις της συντροφιάς του φίλου, σάρισες Μακεδονικές που πληγώνουν σπλάχνα.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Κομμένα όλα!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος


Ζούμε εν νεφέλαις καπνού και πυρός. Χωρίς λούσο, με το ρεύμα κομμένο, το ρούχο τριμμένο, το χαράτσι βουνό σαν την Γκιώνα, το φάρμακο γενόσημο σαν το μαντζούνι του παλιού καιρού.  Το βόλι νιώθουμε του Στουρνάρα, τη λευκασμένη μας ζωή στη λάσπη κυλάμε. Πού να σταθούμε; Σε στύλους όπως ο Στυλίτης; Τους έκοψαν για της σόμπας την πυρά. Σε καταυλισμούς; Τις οδύνες τους εκεί εναποθέτουν σεσηπότα σώματα της μαύρης Αφρικής. Στους οίκους μας, με τους σωριασμένους σοβάδες;   Ποιους οίκους;  Τους εκποιημένους βόρειους πόλους που έχουν δώματα κατάψυξης, τζάκια με καύσιμο λιοκόκι, στόφες υψικάμινες που ζεσταίνουν με καιόμενο παπούτσι πλαστικό, σάπια καδρόνια και κλεμμένα νάιλον από τα θερμοκήπια; 

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Ντενεκέδες

 Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
                 Τούτο τ’  ονοματάκι ριζώνει στα στήθια μου όποτε βρεθώ σε δημόσιο γραφείο, απέναντι σε διορισμένο υπάλληλο αγρίμι ή σε θήλυ καλλονή που φροντίζει τα σμιχτά της φρύδια και αγνοεί εμέ το δυστυχή φορολογούμενο.
                   Αν καταλάβατε, μιλάω για τους << ντενεκέδες >>    ηγεμονίσκους υπαλλήλους του που μας σκονίζουν με τη σκουριά τους  και από το  μόσχο το σιτευτό που εμείς βόσκουμε αυτοί  τρώνε το ψαχνό και μείς γλείφουμε το κόκαλο.
                 Ήμουν οδοιπόρος στις πρώτες μου μέρες στην εκπαίδευση  όταν άρχισε η φαιδρά μας γνωριμία. Με φλογισμένη νιότη και ψυχούλα λευκοφόρα  αγάλι- αγάλι και φοβισμένος μπήκα στο γραφείο του επιθεωρητή. Θαμπώθηκα απ’ τα ακριβά του έπιπλα, τα καρυδένια, και τα γυαλισμένα με λούστρο και ραντισμένα με μυρωδάτο σπρέι.