Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Διήγημα

 

 

 

 ΔΩΡΕΑΝ: Ένα ανατρεπτικό αποκριάτικο πάρτι στη Θεσσαλονίκη - Parallaxi  Magazine

                           Ένας  ασυνήθιστος χορός

 

 

 

                                                 Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

 

 

 

 

          Στο ιατρικό κέντρο ερευνών εφτά χρόνια ο δόκτορας Τζορτζ Άλφρεντ μαζί με τους συνεργάτες του αναζητούσε θεραπεία της νεύρωσης κάνοντας πειράματα στους εγκεφάλους σε μια ομάδα από γορίλες.  Οι πληροφορίες ανέφεραν πως σε έξι μήνες τα αποτελέσματα των ερευνών θα δημοσιεύονταν και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους πάσχοντες από τη νόσο.  Μια είδηση όμως που δεν είχε εξακριβωθεί για τη γνησιότητά της και είχε τρομοκρατήσει τον κόσμο, έλεγε πως τα δυστυχισμένα πειραματόζωα είχαν υποστεί αλλοίωση στους νευρώνες και σε στιγμές κρίσης η διάταξη των ινών φύλλων έχανε τη βούλησή της και τα ζώα συμπεριφέρονταν σαν τρελά.   Ο δόκτορας αμφισβητούσε αυτή την είδηση λέγοντας πως τα ζώα του είναι αρνάκια και ουδείς κινδυνεύει. Έτσι συνέχιζε την έρευνά του αδιαφορώντας για τις υστερικές φωνές διαμαρτυρίας που στρέφονταν εναντίον των πειραματικών μεθόδων του και πύκνωναν μέρα με τη μέρα. Και για να διασκεδάσει την ανεύθυνη όπως έλεγε, επίθεση που δεχόταν, σκέφτηκε να δώσει ένα χορό την Κυριακή της απόκρεω στην αίθουσα του εργαστηρίου του όπου στο τέλος θα ανακοίνωνε στους καλεσμένους επιστήμονες και μια σειρά από ερευνητικά αποτελέσματα που είχαν σχέση με τη νεύρωση.

          Έτσι σαν μπήκε το Τριώδιο έδωσε εντολή στο προσωπικό του να χαλαρώσει και ο ίδιος ανέλαβε προσωπικά την προετοιμασία του χορού. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε κυρίως στη διαμόρφωση της αίθουσας που την ήθελε πρωτότυπη για να προκαλεί φόβο και ανασφάλεια στους καλεσμένους.  Γι’ αυτό έβαλε στους τοίχους ολόμαυρες βελούδινες κουρτίνες στολισμένες με λευκούς σταυρούς κι ασπρόμαυρες και μεγάλες νεκροκεφαλές. Επί πλέον για να τονίσει περισσότερο τη βραδιά της αποκριάς κρέμασε από το ταβάνι πολύχρωμες πλαστικές μάσκες διαβόλου, κακόγουστες περούκες, σφυριά, ρόπαλα και ντέφια που σαν έφταναν ως τη μέση της κάθε κουρτίνας κι αιωρούνταν με ισόχρονες κι ανεπαίσθητες κινήσεις, θαρρούσες πως πολλαπλασιάζονταν και πλήθαιναν με σατανικό τρόπο.  Ξεφεύγοντας ύστερα το μάτι απ’ αυτή την πρωτότυπη φλέβα διακόσμησης έπεφτε σε μια άλλη που επικρατούσε το ίδιο περίπου συναίσθημα του Φόβου και της Ανασφάλειας, αλλά με πιο έντονο το συναίσθημα της Φρίκης. Κι αυτό γιατί μέσα σε μια ορθογώνια βιτρίνα οι γάντζοι, τα σπαθιά και οι ματωμένοι διπλοί πέλεκες θύμιζαν τις βαρβαρότητες από τις πολύνεκρες μάχες των πειρατών. Κι εκεί που η ψυχή φοβισμένη προσπαθούσε να βρει μηχανισμούς αντίστασης και ν’ απαλλαγεί απ’ αυτή την υπερβολική φορτισμένη ατμόσφαιρα οι οκτώ γυναικείοι σκελετοί με τη  μάσκα κραυγής που στόλιζαν την αίθουσα ανά δύο στις τέσσερις πλευρές, ανέβαζαν στο έπακρο τη λίμπιντο του πανικού κι έκαναν την παρουσία των καλεσμένων εφιαλτική.

    Κι ο δαιμόνιος τούτος γιατρός δε θα έβγαζε στην τύχη προς τα έξω τη φήμη του ρηξικέλευθου και του ασυμβίβαστου αν δεν ήξερε να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις και να δημιουργεί ποικιλόμορφα συναισθήματα κι άλογες σκέψεις με τις νοσηρές επινοήσεις του. Έτσι και στο φωτισμό της αίθουσας έδωσε έναν δαιδαλώδη σχηματισμό από δέσμες φωτός που αν δεν έδιναν ονειρικά συναισθήματα στο μάτι και την ψυχή δημιουργούσαν εντούτοις νευρικότητα κι έντονη αίσθηση αγωνίας. Ο περίφημος αυτός φωτισμός ξεκινούσε από τη βορινή πλευρά της αίθουσας και το  πιο ψηλό σημείο μαζί με τρεις ολόμαυρους μεταλλικούς προβολείς που έστελναν το φως με τέτοια έντονη ροή στα αντικείμενα που τα παραμόρφωναν δείχνοντας τις ασήμαντες ατέλειές τους σαν εξαμβλώματα εκχυδαϊσμού. Και  αυτή την παράξενη φωτιστική αίσθηση την εκμεταλλεύτηκε ο δαιμόνιος όπως είπαμε γιατρός για να δώσει ακόμη πιο έντονη εικόνα τρόμου και φρίκης στην αίθουσα και να κάνει τους καλεσμένους του πιόνια της αρρωστημένης του φαντασίας. Έτσι έστησε στη μέση της αίθουσας ένα θεόρατο χάρο που η κυκλοφορία του κόκκινου αίματος στις αρτηρίες του πυροδοτούσε μια ζοφερή ατμόσφαιρα του παράλογου που οδηγούσε όσους κοίταζαν το έκθεμα στα πρόθυρα της τρέλας. Το φως πέφτοντας πάνω του τον φώτιζε έντονα τονίζοντάς του περισσότερο την κακόγουστη μορφή του και την αποκρουστική παρουσία του. Και σαν να μην έφτανε όλη αυτή η  υστερική διακόσμηση πρόσθεσε γύρω- γύρω σε μορφή κύκλου εφτά μασκαρεμένες γριές φιγούρες διαμορφώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μια σχιζοφρενή εικόνα άνευ προηγουμένου.

     Οι προσκλήσεις που είχαν πάρει τα δεκατρία ζευγάρια των μεταμφιεσμένων, ανέφεραν ρητώς με κεφαλαία κόκκινα γράμματα πως η προσέλευσή τους θα γινόταν δεκτή μόνο μετά τα μεσάνυκτα. Έτσι σαν το ρολόι του τοίχου χτύπησε δώδεκα το πρώτο ζευγάρι  μπήκε δειλά- δειλά μέσα και κάθισε στη θέση που του υπέδειξε το υπηρετικό προσωπικό του δόκτορα. Σε λίγο ακολούθησε το δεύτερο και μέχρι να περάσει ένα τέταρτο της ώρας η αίθουσα γέμισε. Τότε παρουσιάστηκε πανευτυχής και ο δόκτορας μεταμφιεσμένος σε Διάβολο κι αφού τους καλωσόρισε έδωσε εντολή να τους σερβίρουν. Αμέσως τα τραπέζια γέμισαν φαγητά. Έτσι ένα ψητό αρνί με πατάτες σερβιρισμένο σε μεγάλο ασημένιο δίσκο μπήκε στη μέση για να ακολουθήσουν στη συνέχεια δεκατρείς γεμιστές χήνες με ελιές, άλλοι τόσοι φασιανοί γαρνιρισμένοι με φρούτα και χόρτα θαλάσσης και μια δωδεκάδα φραγκόκοτες μαγειρευμένες με σαμπάνια και κόκκινο παραδοσιακό κρασί Μεσσηνίας. Κατόπιν ήρθαν οι σαλάτες. Όλες πρωτότυπες κι εντυπωσιακές, διακοσμημένες εντυπωσιακά. Ξεχώριζαν τρία είδη: της μπατζαροσαλάτας, της μαρουλοσαλάτας και της σαλάτας από χοντρά ζουμερά σπαράγγια.

      Σαν  τα φαγητά μπήκαν στις θέσεις τους ήρθε η ώρα να σερβιριστεί το κρασί. Έτσι εφτά γεμάτες κρυστάλλινες μποτίλιες σε σχήμα νεκροκεφαλής τοποθετήθηκαν δίπλα στα κατάφορτα πιάτα προκαλώντας ποικίλα σχόλια από τους καλεσμένους τόσο για την εμφάνισή τους αλλά και για το ζωηρό κόκκινο χρώμα του κρασιού που τους έδινε την αίσθηση πως ήταν αίμα. Τότε τρεις υπηρέτες μεταμφιεσμένοι σε Ζορό άρχισαν να γεμίζουν τα ποτήρια και να τα προσφέρουν στους καλεσμένους, παροτρύνοντάς τους να πιουν. Σαν αυτοί τα άδειασαν  ένας οξύς ήχος που ακούστηκε από τα μεγάφωνα τους υπενθύμισε πως άρχιζε η ώρα του φαγητού κι έπρεπε να αρχίσουν να τρώνε.

     Η κακόγουστη δυστυχώς διακόσμηση και η ψυχρή συμπεριφορά τού δόκτορα και του υπηρετικού προσωπικού είχε ως αποτέλεσμα να επιδράσουν αρνητικά στην ψυχή των καλεσμένων και να τους κόψει θα έλεγε κανείς την όρεξη! Έτσι δίστασαν ν΄ αρχίσουν να τρώνε κοιτάζοντάς ο ένας τον άλλο μ’ ένα αίσθημα ακαθόριστου φόβου. Ύστερα όμως από πολύ σκέψη ενέδωσαν στον πειρασμό των φαγητών αρχίζοντας να τσιμπολογάνε δειλά- δειλά ανόρεχτα και φοβισμένα.  Έτσι η διάρκεια του φαγητού κράτησε αρκετή ώρα και για πολλούς ήταν σωστό μαρτύριο αφού ένα αίσθημα ανασφάλειας και πανικού που τους κυρίεψε ξαφνικά τους έκανε να ξεχάσουν ακόμη και τους καλούς τρόπους και να τρώνε σαν κακομαθημένοι επαρχιώτες. Σαν όμως η δοκιμασία του φαγητού τελείωσε όλοι τους έδειξαν ανακούφιση  και μια ανεπαίσθητη προσωρινή ηρεμία με κάποια καλή διάθεση φάνηκε ν’ ακτινοβολεί στα μάτια τους.

     Η ευχάριστη όμως τούτη διάθεση των καλεσμένων δεν κράτησε για πολύ. Και σ’  αυτό συνετέλεσε η εμφάνιση του δόκτορα στην αίθουσα με μια μεταμφιεσμένη γυναίκα σε νεράιδα της νύχτας. Κι όσο να αντιληφθούν τι συνέβαινε η ορχήστρα άρχιζε να παίζει και το ζευγάρι να χορεύει. Κι αμέσως κατόπιν εντολής του όλα τα ζευγάρια σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν μέσα σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς  και ξέφρενο ρυθμό.   Όσο προχωρούσε η ώρα κι έφτανε προς το τέλος ο καθένας θα περίμενε ν’ αυξάνεται ο ρυθμός, η ζωντάνια και η χορευτική διάθεση των μεταμφιεσμένων κι όλα να τελείωναν μέσα σε μια ξέφρενη χορευτική πανδαισία όπου η προσωπική απελευθέρωση θα ξεπερνούσε κάθε μέτρο σοβαρότητας κι ευπρέπειας.  Δυστυχώς αυτό δε συνέβη κι όλα έδειχναν πως οι χορευτές ξοφλούσαν μια χορευτική αγγαρεία και περίμεναν την παύση της ορχήστρας για να νιώσουν τη χαρά της απαλλαγής.  Και τούτο γιατί σε όλους η διαίσθηση πως κάτι δυσάρεστο και κακό θα γινόταν στο τέλος της αποκριάτικης βραδιάς τους είχε αναστατώσει και τους είχε φέρει στα πρόθυρα της τρέλας. Έτσι σαν η ορχήστρα τελείωσε ένιωσαν ανακούφιση κι εγκατέλειψαν με δικαιολογημένη βιασύνη την πίστα.

     Αυτή όμως η ευχάριστη στιγμή που ένιωσαν στις θέσεις τους δεν κράτησε για πολύ. Γιατί η εμφάνιση του δόκτορα τους έβαλε σε μύριες κακές σκέψεις.  Νευρικός κι ανήσυχος στάθηκε κάτω από ένα τεράστιο παζλ που έδειχνε σε δυο κύκλους τον κόσμο και με μια ανάερη κίνηση καρφίτσωσε στο κάτω μέρος το σχέδιο του κτιριακού συγκροτήματος. Πλησιάζοντάς το ύστερα και κοιτάζοντάς το με επίμονη ανιχνευτική ματιά τους είπε σαν  άφησε το βλέμμα του από πάνω  του: << Αυτό το σχέδιο, αγαπητοί μου, θα σας βοηθήσει να προσπελάσετε το χώρο για να φτάσετε στο εργαστήριό μου και να δείτε τους γορίλες με τους οποίους πειραματίζομαι για να βεβαιωθείτε ιδίοις όμμασι πως χαίρουν άκρας υγείας ! Θεωρώ πως είστε ευφυείς και το απαράμιλλο θάρρος σας θα σας βοηθήσει σ’ αυτή τη δύσκολη αποστολή. Το κλειδί της επιτυχίας  σας είναι αυτό εδώ το σχέδιο και παρακαλώ να το αφομοιώσετε ακούγοντας αυτά που θα σας πω.  Η διαδρομή την οποία βλέπετε για λόγους ασφαλείας δεν είναι εύκολη στον καθένα. Έχει δαιδαλώδη κατασκευή και βοηθητικούς χώρους που είναι παγίδες και παρακολουθούνται με κάμερες και φυλάσσονται από άνδρες της ιδιωτικής αστυνομίας. Η αφετηρία από εδώ που βρισκόμαστε μέχρι το κλουβί που ζούνε οι γορίλες είναι ογδόντα επτά μέτρα και ο διάδρομος στον οποίο πρέπει να κινείστε έχει πλάτος δυόμισι μέτρα. Κάθε παρέκκλιση απ’ αυτό το χώρο σε άλλον θα είναι οδυνηρή γιατί οδηγεί και καταλήγει στον υπαίθριο χώρο όπου δώδεκα εύσωμα μπουλντόγκ τον φρουρούν >>.

    Σταμάτησε λίγο, βύθισε το βλέμμα του πάνω τους και συνέχισε: << Και πριν σας ευχηθώ καλή και αίσια αποστολή θα σας επισημάνω κάτι σημαντικό που το θεωρώ δική σας ευθύνη να το προσέξετε ιδιαίτερα. Στη διαδρομή υπάρχουν δυο κόμβοι, στα πενήντα πέντε μέτρα ο ένας και στα  εβδομήντα εφτά  ο άλλος. Έχουν από τρεις εισόδους αλλά μόνο οι δυο είναι σε λειτουργία, μία σε κάθε κόμβο. Οι υπόλοιπες είναι για να σας παραπλανήσουν κι αν τις περάσετε θα καταλήξετε να σας τρώνε οι κροκόδειλοι μέσα σε μια λίμνη! Γι’ αυτό προσέξτε να περάσετε από τις σωστές  εισόδους των κόμβων για να φτάσετε σώοι στο κλουβί με τους γορίλες !>>

      Άφησε τη θέση του, πέρασε την πόρτα της αίθουσας και μπήκε στον ιδιωτικό του διάδρομο που οδηγούσε στους γορίλες. Οι μεταμφιεσμένοι μούδιασαν για μια στιγμή σαν τον είδαν να χάνεται και να τους εγκαταλείπει αλλά μην μπορώντας να έχουν άλλη επιλογή ξεκίνησαν να κάνουν τη διαδρομή που τους είχε υποδείξει.  Η τρίλεπτη διαδρομή μέσα στο αφιλόξενο τούνελ του διαδρόμου αν κι έγινε ευτυχώς ανώδυνα μεγάλωσε την ένταση του φόβου τους και τους έκανε να αναρωτηθούν << προς τι ο θρίαμβος της θέλησης του δόκτορα να τους υποχρεώσει να  επιδοκιμάσουν την οχληρή έρευνά του; Ήταν χρέος προς τον άνθρωπο ή έγκλημα αυτό που έκανε; >>  Ό,τι όμως και να ήταν η πραγματικότητα που τώρα αντίκριζαν  τους προσγείωσε και μια ταραχή τους ταρακούνησε σαν στέκονταν μπροστά από τον κίνδυνο των ζώων. Έτσι όλη αυτή η άσχημη ατμόσφαιρα αφαίρεσε από πολλούς το ανθρώπινο χρέος της συνεργασίας και τους εξώθησε σε αδικαιολόγητες υπονομεύσεις της συμπεριφοράς τους. Κι αυτή ακόμη η προθυμία που υπήρχε στην αρχή να δουν τους γορίλες μεταφράστηκε με μιας σε μανιασμένη αδιαφορία που ξεσπούσε σιγά- σιγά σε ανώφελες γκρίνιες μεταξύ τους. 

      Ωστόσο οι γορίλες ήτανε εκεί κι έπρεπε να τους δουν. Ο δόκτορας περήφανος για τους υποτελείς του που τον υπηρετούσαν τόσο πιστά στην έρευνά του, στάθηκε μπροστά στο γυάλινο τοίχο που τους προστάτευε και χτύπησε τις γροθιές του στο στήθος του για να τους ξυπνήσει και να τους ενεργοποιήσει. Πολλά από τα ζώα έδειχναν κουρασμένα κι αδιαφόρησαν στο κάλεσμά του. Κάποια είχαν τελείως νεκρωθεί από τις εξαντλητικές δοκιμές και έδειχναν αναίσθητα. Τρία όμως μεγαλόσωμα στριφογύριζαν στις  θέσεις τους ανήσυχα με σκυμμένα κεφάλια κι έσκουζαν συνεχώς χτυπώντας με απερίγραπτη βία τα ελάχιστα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα στο χώρο του κλουβιού.

      << Φοβερό θέαμα!>>  ξεφώνισε μέσα στη νεκρική σιωπή των μεταμφιεσμένων ένας φοβισμένος και σπρώχνοντας τους διπλανούς του προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί από το γυάλινο τοίχο. Επικράτησε ένας πανικός κι όλοι μαζεύτηκαν σε ένα μικρό τετράγωνο εξώστη που έμοιαζε σαν υπόστεγο με κλειδωμένα παράθυρα και το έπνιγε το σκοτάδι. Μια μικρή όμως χαραμάδα από την επισκευασμένη πόρτα τους επέτρεπε να βλέπουν το πανηγύρι τής τρέλας που είχαν στήσει οι τρεις γορίλες! Ποιος ξέρει με τι τρόπο, είχαν σπάσει τη σιδερένια πόρτα κι ορμούσαν με ορμή έξω από το κλουβί, με στόχο της επίθεσής τους, το γυάλινο τοίχο. Και σαν τον έκαναν θρύψαλα και οι καλεσμένοι κοκάλωσαν στις θέσεις τους, εύκολα όρμησαν πάνω τους και τους διαμέλισαν στο λεπτό. Και σε λίγο δεν έβλεπες από όλη αυτή τη μεταμφιεσμένη ομάδα, μέλη διασκορπισμένα εδώ κι εκεί και ματωμένες σχισμένες στολές μέσα σε σωρούς από  ακριβά στολίδια.

         Ο δόκτορας νεκρός κι αυτός σε μια άκρη του διαδρόμου έμοιαζε να κοιτάζει τους αφηνιασμένους γορίλες  και τους διαμελισμένους με μια λοξή κι αινιγματική ματιά.

 

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

 

Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

Διήγημα Απόκριες Εικόνες, Φωτογραφίες και Ζωγραφιές με Απόκριες

                     Ο χορός των μεταμφιεσμένων

 

 

             Συνεπαρμένος να κοιτάζει το βουνό ο επιχειρηματίας Λεόντιος, έστρεψε ύστερα το βλέμμα του πάνω στο νερό της θάλασσας που με το κύμα της ίσιωνε την άμμο κι έπαιζε με τα μικρά σκορπισμένα άσπρα κοχύλια που λαμπύριζαν μπροστά σχεδόν στα πόδια του. Έτσι ονειρεμένος από την ομορφιά του τοπίου, σκέφτηκε πως έπραξε συνετά που εγκατέλειψε το μολυσμένο αέρα και το βάρβαρο πλήθος της πόλης  και ήρθε στον παράδεισο της επαρχίας να βρει την ησυχία του μέσα στα σκίνα και τους ιβίσκους.

          Στο παράξενο πολυτελέστατο παλάτι του, ζούσε με το υπηρετικό προσωπικό, κλεισμένος σαν άγριο θηρίο, υποταγμένος στο φανατισμό του τζόγου και δηλωμένος άσπονδος εχθρός του πνεύματος. Το πάθος του να παίζει στο χρηματιστήριο τον είχε αρρωστήσει και η απληστία του, του είχε γίνει ένα από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Δε φερνόταν σαν άνθρωπος αλλά σαν ένα παρανοϊκό τέρας. Αποφασισμένος να απομονωθεί από τον κόσμο και να αφιερωθεί στο παιχνίδι, έφτιαξε ένα θλιβερό χώρο, με εριστική ασχήμια, που σκόρπιζε φόβο και τρόμο στον επισκέπτη. Στη μαύρη, βαριά και σιδερένια αυλόπορτα δυο φίδια σε θέση αναρρίχησης από μπρούτζο, βαμμένα γκρίζα, ένα σε κάθε φύλλο, τη διακοσμούσαν, περιτυλιγμένα  το καθένα σ’ ένα γυμνό αντρικό σώμα.  Στα κεφάλια τους τα εξογκωμένα μάτια τους έσταζαν ένα  κοκκινόμαυρο υγρό σαν αίμα που κυλούσε μέχρι τα χείλη τους τα γεμάτα φλύκταινες και βαθιές ουλές. Κάτω στις ουρές  τους και  ανάμεσα στα πόδια των δυο αντρικών σωμάτων διακρίνονταν κατάσπαρτες ταριχευμένες νεκροκεφαλές από ελάφια, αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, και σπαρμένα ράμφη πουλιών μαζί με λιωμένα όστρακα.

             Στα κάγκελα της περίφραξης πολλά καθισμένα μαυροφτέρουγα όρνια, έδειχναν μια αποκρουστική εικόνα. Μερικά είχαν απλωμένες τις φτερούγες κι άλλα με τεντωμένα ράμφη, τρυπούσαν τον αέρα σαν πολεμικά δόρατα. Ήταν όλα τους σιδερένια και το πολύ μαύρο έδινε στα μάτια φριχτή τη θέα τους. Στον κήπο, κάτω από τα δέντρα, στα παγκάκια και στα πεζούλια είχε βάλλει, φτιαγμένα από ατσάλι, αλεπούδες με κομμένα πόδια, λαγούς με βγαλμένα μάτια, πουλιά με σπασμένα φτερά, σκιουράκια ακέφαλα και χελώνες με θρυμματισμένα καύκαλα.  Σ’ ένα ράφι  δεξιά στην είσοδο του σπιτιού, είχε τοποθετήσει ένα σύμπλεγμα από ματωμένα ταριχευμένα κεφάλια νυφίτσας και  ουρές ελαφιών. Μια ακόμη δεκάδα κομματιασμένα κοράκια, μαδημένα και ξεκοιλιασμένα κρέμονταν από τα μπράτσα των δέντρων του κήπου.  Κι όλο το φριχτό θέαμα έκλεινε με την παρανοϊκή αρχιτεκτονική του σπιτιού. Ένα αντιαισθητικό και άχρωμο κτίσμα, ριγμένο σαν γυάλινο φέρετρο, έτοιμο να κατέβει στη γη και να σκεπαστεί με το βαρύ και νοτερό χώμα της.

        Το σπίτι είχε εφτά αίθουσες κι αυτός διάλεξε τη δυτική για δική του χρήση, τη βόρεια για να δίνει τους χορούς  ενώ τις άλλες πέντε ελάχιστα τις χρησιμοποιούσε.  Ήταν διακοσμημένες παράξενα  και κάθε τόσο  ανανέωνε τη διακόσμηση σύμφωνα με το γούστο του. Πριν όμως πούμε για τη διακόσμηση της αίθουσας του χορού ας δούμε προσεκτικά πως ήταν η δική του αίθουσα.   Στο δεξί μέρος του τοίχου ήταν ζωγραφισμένη η γριά φτώχεια. Ένα απαίσιο καμπουριασμένο σκέλεθρο. Τσακισμένη από τα χρόνια και ντυμένη με κουρέλια. Το σώμα  της ζαρωμένο και λειωμένο, αιωρούταν σαν ανάλαφρο  σκοτεινό συννεφάκι. Στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μικρό δεφτέρι και στο άλλο ένα παλιό καλάθι γεμάτο με σάπια φρούτα. Το κουρέλι τούτο το ανθρώπινο έδειχνε να θέλει να φτάσει στον τάφο του που λίγο πιο πέρα το περίμενε. Απέναντι, ο πλούτος καθισμένος στη χρυσή καρέκλα του, ντυμένος με φανταχτερά και ακριβά στολίδια, κοιτούσε με αλαζονεία τη φλεγόμενη πόλη. Αν και η πόλη καταστρεφόταν ο ζωγράφος είχε δώσει χαρούμενη έκφραση στο βλέμμα του, προκαλώντας το θυμό του θεατή. Κοιτάζοντας δε τον πίνακα από αριστερά που η δέσμη του φωτός ήταν σκοτεινή, νόμιζε πως έπαιρνε την άγρια όψη του Νέρωνα.     Στο πίσω μέρος της αίθουσας, κρέμονταν βαριές κουρτίνες με κυρίαρχα χρώματα το μαύρο και το κόκκινο. Αυτές με το μαύρο χρώμα ήταν στολισμένες με κόκκινους  σταυρούς ενώ οι κόκκινες με διάσπαρτα μικρά κίτρινα αστεράκια που περιστρέφονταν γύρω από ασπρόμαυρες νεκροκεφαλές.

            Η αίθουσα του χορού ήταν διαμορφωμένη για την περίσταση και γαργαλούσε κάθε μάτι με την απέριττη, πρωτότυπη και ασυνήθιστη διακόσμηση. Κουρτίνες κι εδώ με φύλλα κόκκινα και μαύρα και με πολλές  πτυχές κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους, αφήνοντας μια ιδιόμορφη και περίεργη χρωματική αίσθηση που σκανδάλιζε την ψυχή των καλεσμένων και τους προξενούσε φόβο, οργή και ταραχή. Στις τέσσερις γωνιές της αίθουσας πάνω σε τριγωνικές μαύρες ξύλινες βάσεις, στέκονταν ισάριθμα γυμνά γυναικεία μαρμάρινα αγάλματα, με έντονες σμιλευμένες  τις γραμμές των κορμιών, προκαλώντας τις αισθήσεις των καλεσμένων και πιο πολύ των αντρών.  Κι ανάμεσα στο ελαφρό χνούδι του εφηβαίου τους  μια κόκκινη γραμμή από αίμα που γινόταν πορφυρόχρυση από το αντιφέγγισμα των φώτων, ολοκλήρωνε  τη μικρή αυτή γυναικεία συντροφιά που έφερνε ρίγη ηδονής στις καρδιές και γέμιζε από λαγνεία τις αισθήσεις. Πίσω από τα τέσσερα γυμνά μαρμαρένια κορμιά των γυναικών, τέσσερις γυμνοί άντρες, σμιλευμένοι κι αυτοί περίτεχνα σε καλό και κατάλευκο μάρμαρο, τις αγκάλιαζαν τρυφερά και αισθησιακά, αγγίζοντας τους ώμους τους. Το τρελό και παρανοϊκό μυαλό του καλλιτέχνη, δούλεψε κι εδώ υπέρμετρα, ζωγραφίζοντας κάτω απ’ αριστερό αυτί του κάθε καβαλιέρου, μια φαρδιά ουλή, σαν κοίλωμα με αίμα   

          Ο επιχειρηματίας Λεόντιος μισούσε τους ανθρώπους του πνεύματος. Τους περιφρονούσε και δεν τους ήθελε στο σπίτι του.  << Κανένας απ’ αυτούς, τους ρυπαρούς δε θέλω να έρθει στο χορό των μεταμφιεσμένων  και να μας χαλάσει τη βραδιά με πεζολογικές εξυπνάδες ή με στίχους φαιδρούς. Αυτοί περιφρονούν την ύλη και τα ένστιχτα και τους μισώ. Ακόμη σιχαίνομαι αυτά που γράφουν γιατί βγαίνουν από τρελά και άρρωστα μυαλά. Είναι άχρηστα και δεν ωφελούν. Μόνο σαν δει κανείς τον  ασκητικό τρόπο τής ζωής τους και τα πελιδνά πρόσωπά τους καταλαβαίνει τι σόι άνθρωποι είναι! >> είχε πει λίγες μέρες πριν προσκαλέσει τα ζευγάρια των μασκαρεμένων την Κυριακή της αποκριάς και έδωσε εντολή στο θυρωρό να μην περάσει μέσα κανένας τέτοιος ανεπιθύμητος οπαδός τού λογιοτατισμού.

         Η πρώτη δουλειά των μεταμφιεσμένων το βράδυ της αποκριάς σαν πέρασαν την πόρτα ήταν να θαυμάσουν τη διακόσμηση της αίθουσας. Το έκαναν με ενθουσιασμό στην αρχή αλλά τους κυρίεψε ο φόβος προς το τέλος.  Με κρίσεις και επικρίσεις και μ’ ένα μούδιασμα στην ψυχή για το μέλλον της βραδιάς, περίμεναν από τον οικοδεσπότη να δώσει το σύνθημα της έναρξης της ευωχίας και του χορού.  Κι αμέσως ο Λεόντιος το έκανε δίδοντας εντολή στο προσωπικό του να αρχίσει το σερβίρισμα. Κάθισε κι εκείνος και τα τραπέζια γέμιζαν φαγητά. Δυο ψητά γουρουνόπουλα με μικρές στρογγυλές πατάτες έκαναν την αρχή σερβιρισμένα σε μεγάλους ασημένιους δίσκους και μπήκαν στη μέση του τραπεζιού. Ακολούθησαν στη συνέχεια δεκατρείς πάπιες γεμιστές με κάστανα κι ελιές, εφτά κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής, γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης και πασπατεμένα με ολόξανθη ρίγανη. Δώδεκα φραγκόκοτες με σαμπάνια, ορτύκια με ρύζι και σάλτσα και ποικιλίες από ψάρια μέσα σε μεγάλες πορσελάνινες λεκάνες. Ύστερα ήρθαν τυριά και σαλάτες. Όλες εντυπωσιακά βαλμένες σε διαφανή  κρυστάλλινα μπολάκια, γαρνιρισμένες με πράσινες τσακιστές ελιές Καλαμών και θρεμμένα τηγανιτά σπαράγγια.  Σαν μπήκαν  οι σαλάτες στη θέση τους ήρθε η σειρά του κρασιού. Αυτό  σερβιρίστηκε σε μποτίλιες Βοημίας και η θέα τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους μεταμφιεσμένους. Το δε κατακόκκινο σαν αίμα χρώμα του τους έβαλε σε  κακές σκέψεις και τους ξύπνησε μέσα τους το θηρίο του φόβου που κοιμόταν στριμωγμένο στα σπλάχνα τους. 

        Όταν όλα ήταν έτοιμα έπεσαν με απληστία στο φαγητό. Σαν έφαγαν το καταπέτασμα  σηκώθηκε ο επιχειρηματίας κι έκανε νεύμα με το χέρι να παίξει η ορχήστρα. Αμέσως  ένα γλυκό ταγκό ακούστηκε στην ατμόσφαιρα, τα φώτα  χαμήλωσαν και οι μασκαρεμένοι σηκώθηκαν κι άρχισαν το χορό. Όσο περνούσε όμως η ώρα οι χορευτές αντί να δείχνουν χαρούμενοι, φαίνονταν εκνευρισμένοι λες και κάτι τους βασάνιζε.  Και προς το τέλος του χορού κάποια ζευγάρια μπέρδεψαν τα βήματά τους κι εγκατέλειψαν την πίστα πηγαίνοντας στις θέσεις τους.

        Όταν  σταμάτησε η ορχήστρα και οι μεταμφιεσμένοι κάθισαν ο Λεόντιος ανέβηκε σε μια μεταλλική εξέδρα θέλοντας να τους ευχαριστήσει και να τους μιλήσει  για τα κέρδη του στο τζόγο. Και τότε πριν προλάβει ν’ αρθρώσει το λόγο του από το βάθος της αίθουσας είδε να ξεπροβάλλει ένας παράξενος επισκέπτης και να ‘ρχεται αργά - αργά, στητός και αγέρωχος προς το μέρος του. Όσο πλησίαζε το φοβισμένο μουρμουρητό που έβγαινε από τα χείλη των καλεσμένων δυνάμωνε για να καταλήξει στο τέλος σε μια υστερική αντίδραση. Ο απρόσκλητος όμως επισκέπτης, ατάραχος και θρασύς και μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη τους πλησίασε, πέρασε ανάμεσά τους και στάθηκε κοντά στην εξέδρα. Κοντός με μακριά άσπρα μαλλιά,  μαύρο πουκάμισο και τζιν παντελόνι στενό στα μπατζάκια που χώνονταν σε δυο καφέ αρβύλες, έδειχνε άνθρωπος διανοούμενος και φιλοσοφημένος.

       Ο επιχειρηματίας  στην αρχή τα ‘χασε, κοκκίνισε κι αφού έβηξε φάνηκε να έτρεμε από το θυμό του. Σαν συνήλθε τον κοίταξε καλά με τα μάτια του που γυάλιζαν σαν δυο αναμμένα κάρβουνα και τον γνώρισε. Μια κραυγή τότε βγήκε από το στόμα του και γρήγορα ετοιμάστηκε να κατέβει από την εξέδρα και να κινηθεί εναντίον του με άγριες διαθέσεις. Ωστόσο δεν το ‘κανε γιατί είδε τον επισκέπτη να τον κοιτάζει με περιφρόνηση κι αυτό τον έβαλε σε σκέψεις. Και τότε  ένα τσίριγμα τρανταχτό ακούστηκε και μια γυναίκα έπεσε με πάταγο στο δάπεδο παρασύροντας μαζί της και τα σερβίτσια του τραπεζιού που βρόντηξαν και σπάζοντας έγιναν  κομμάτια. Το μουρμουρητό ξεχύθηκε πάλι και οι αποδοκιμασίες των καλεσμένων έντονες ακούστηκαν από τη μια άκρη της αίθουσας στην άλλη. Ο παράξενος επισκέπτης τώρα  κοίταξε με στοργή και οίκτο τους φοβισμένους και απτόητος ξανάρχισε να βαδίζει προς την εξέδρα που βρισκόταν ο επιχειρηματίας Λεόντιος.

       Όλοι πια είχαν γνωρίσει τον παράξενο επισκέπτη που δεν ήταν άλλος από το συγγραφέα Ελευθέριο. Πώς μπήκε όμως μέσα; Γιατί παράκουσε την εντολή του επιχειρηματία;  Ένας μυθοπλάστης ψεύτης και φαντασιόπληκτος διανοούμενος πώς μπόρεσε κι έδειξε τέτοια ξιπασιά απέναντι στο λόγο του ισχυρού επιχειρηματία; 

         --- Πώς τόλμησες και μπήκες εδώ μέσα, ξετσίπωτε και φτωχέ γραφιά του πνεύματος;  τον ρώτησε τρέμοντας ο Λεόντιος κι έκανε το πρώτο βήμα για να του επιτεθεί ενώ συμπλήρωσε με οξύ τόνο στη φωνή του:  Μας  μολύνεις τον αέρα, γύρισε πίσω και φύγε! Δε σε χωράει η διονυσιακή μας ευωχία, είσαι ο ελεεινότερος εχθρός της!

       Ωστόσο ο συγγραφέας Ελευθέριος δεν πτοήθηκε από τα όσα του είπε και συνέχισε να τον κοιτάζει πράος και ήρεμος σαν είδε πως ο αντίπαλός του είχε σταματήσει στην άκρη της εξέδρας. Και τότε του είπε, ψύχραιμα:

      --- Χθες  βράδυ είχαμε πνευματικό συμπόσιο στη διπλανή αίθουσα που μας νοικιάζεις όταν στη ζητάμε και κάναμε ενδιαφέροντα πράγματα. Απαγγείλαμε ποιήματα, διαβάσαμε αποσπάσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συζητήσαμε υπέροχα.  Έτσι κουρασμένος κοιμήθηκα στο ξενώνα που διαθέτει η αίθουσα.  Όλη μέρα ξεφύλλιζα χαρτιά και βιβλία. Ένιωσα μοναξιά και μπήκα εδώ μέσα να ξαλαφρώσω. Θαρρώ πως υπάρχει και για μένα χώρος!

       Τότε η μπρούτζινη επιδερμίδα του επιχειρηματία κοκκίνισε και με φωτιά στην καρδιά και μίσος άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα της εξέδρας για να του επιτεθεί. Και τότε συνέβη στον επιχειρηματία Λεόντιο το απρόβλεπτο. Γλίστρησε κι έπεσε ανάσκελα στα τρία σιδερένια σκαλιά χτυπώντας το κεφάλι του πίσω στον αυχένα. Το αίμα πετάχτηκε σαν πίδακας, ο Λεόντιος έβγαλε μια φωνή τρόμου κι έμεινε στον τόπο. Αγνώριστος όπως ήταν  φόβισε τους καλεσμένους που  πετάχτηκαν όρθιοι και μέσα σε τσιριχτές φωνές και σπρωξιές, τράβηξαν για την έξοδο. Στο δρόμο τους παρέσυραν και κατάστρεψαν τα πάντα, ξεχνώντας ακόμη και να σκύψουν πάνω από το σώμα του νεκρού. Στο παραλήρημα και την υστερία που τους βρήκε έχασαν την ψυχραιμία τους και κατεβαίνοντας τις σκάλες βρήκαν τη συμφορά. Και τότε αρκετοί έχασαν τη ζωή τους, άλλοι ακρωτηριάστηκαν και οι επιζήσαντες σκορπίστηκαν στον κήπο, σαν όρνια κυνηγημένα από τη βροχή.

      Μέσα στην αίθουσα  οι μόνοι που είχαν μείνει ήταν ο επιχειρηματίας Λεόντιος και ο συγγραφέας Ελευθέριος. Ο πρώτος νεκρός κι ο δεύτερος ζωντανός.  << Ο διάβολος σ’ έφαγε, πλάσμα ολέθρου! >> του ψιθύρισε ο συγγραφέας σκύβοντας να του κλείσει τα μάτια και μ’ ένα σταυρό ύστερα ξόρκισε τη φρίκη που ένιωθε.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

 

Διήγημα

 

 

 

                              Η μαγεία της εφημερίδας 50+ δωρεάν εικόνες για Παλιά Εφημερίδα και Εφημερίδα

 

 

                                                Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

           Η ανάγνωση της  εφημερίδας στη χρυσή εφηβική ηλικία ήταν πνευματικό ψήλωμα, αχτίδα γνώσης λαμπρόφεγγη που μας ακόνιζε του λογισμού το κοντάρι. Την έφερνε ο πατέρας από την πόλη σε σακούλι  μαζί με είδη μπακαλικής, αρωματικό μπακαλιάρο, κονσέρβες  και φρέσκους γαύρους ψαρεμένους στην αρμύρα του Ιονίου.

           Ψαλιδίζοντες το χρόνο της ραστώνης μας το περίσσευμά του το ξοδεύαμε σκυμμένοι ώρες πολλές να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τις στήλες και τις γραφές της. Και αυτό γιατί υποτασσόμαστε στην πνευματική μας φιλοδοξία που μας ήθελε μεγαλειώδεις εγκυκλοπαιδιστές και αδιόρθωτους εραστές του γνωστικού ρεαλισμού.

          Όταν ξεπέζευε στην αυλή  από τον ίππο μας την προσέφερε. Τη δεχόμαστε όπως οι πάπες την τιάρα και κλεινόμαστε στο εφηβικό μας δωμάτιο. Αρχή της ανάγνωσης ήταν η στήλη με τα ποδοσφαιρικά.  Σκότος  η << Οδύσσεια >> του Ομήρου, ευτελέστατη η  << Αντιγόνη >> του Σοφοκλή, ρομάντζα για γέρους ο << Οιδίποδας τύραννος >> μπροστά στις τρίπλες του Νεστορίδη, τους κεραυνούς του Παπαεμμανουήλ και τις αιλουροειδείς αποκρούσεις στη γωνία του γάτου τερματοφύλακα Θεοδωρίδη! Ο Λινοξυλάκης μέγιστος βιρτουόζος της στρογγυλής θεάς, η τριάρα της ομάδας μας πλέον ενθουσιώδης από τη θεία Κλυταιμνήστρα του βιβλίου που μας γέμιζε τρόμο! Ο Οδυσσέας άντρας πολύτροπος, όμως ο Δομάζος πορθητής ανίκητος του κάστρου του Ολυμπιακού.

         Στη συνέχεια πηγαίναμε στη σελίδα με την κλήρωση του λαϊκού λαχείου. Το προικιό μας ήταν μόνο το ένα πέμπτο της πεντάδας, ικανό κατά τη ρήση του σοφού Νέστορα  πατέρα να μας κάνει Κροίσους. Το μαγικό τούτο χαρτάκι όταν έσμιγε με τα μαύρα σημαδάκια των αριθμών της κλήρωσης άφηνε ένα μούδιασμα γλυκό στην ψυχή μας, μια μαγεία γέμιζε το στέρνο μας που έκανε το ευσυγκίνητο μυοκάρδιό μας να χορεύει τρελά. Η ευχή μας ζεστή, ανέβαινε ψηλά σαν καπνός του ονείρου, τον τυχερό αριθμό  σε ανοιχτό γιασεμί να μας στείλει.

        Μετά οι στήλες με τις ειδήσεις ποικίλης ύλης μας έμπαζαν στις ανοιχτές  σελίδες  του κόσμου. Και θαυμάζαμε στολισμένους δικτάτορες, εμίρηδες, στρατηγούς, μεγιστάνες με ροδαλές συμβίες, φουσκωτούς πετρελαιάδες με τη χαρά του πλούτου να φτερουγίζει σαν πεταλούδα στα σαρκώδη χείλη τους. Πρωθυπουργούς της γηραιάς Ηπείρου με λαμέ κουστούμια, πολυχρονεμένους βασιλιάδες της Ανατολής με λευκές κελεμπίες, θεόσταλτους σωτήρες με μακριές γενειάδες και γύρω τους λαούς ματωμένους να κλαίνε με το θολό δάκρυ τους να φτιάχνει ποτάμια αστείρευτα.

         Σ’ άλλες σελίδες βλέπαμε τοπία πάσης φύσεως, με άνυδρες ερήμους, με λίμνες και θάλασσες ήμερες και άγριες που συντρίβονταν στις ράχες τους σκαριά και σκούνες. Χώρες πεινασμένες και πατημένες από ξυπόλητα παιδιά, δρόμους γεμάτους  νεκρούς, αλάνες  φίσκα στους νηστικούς και στους άστεγους.

      Αστείρευτο το κλάμα της μας έστελνε η Αμπντούλ Βάντα από την Τυνησία σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, τον έρωτά της έδειχνε που πλήρωνε με λιθοβολισμό, αφρισμένο το αίμα της κυλούσε στο χώμα και έπνιγε τους εχθρούς της. Μελαψές Ιρακινές στολισμένες με μπούρκες και φουστάνες βουλιαγμένες σε σωρούς σκουπιδιών κέρδιζαν τον επιούσιο μαζεύοντας το σάπιο αποφάγι. Δημοκράτες της Μποτσουάνα να πέφτουν νεκροί με ριπές κατά ριπές από το βόλια του λωλού δικτάτορά της.

         Θαυμάζαμε και μέρη με αμάραντες ομορφιές, στεριές με σκέλη γυμνά στον ήλιο, ήρεμες προκυμαίες, περιβόλια με άπειρες χάριτες, κήπους που τα χάιδευε η αφή της λευκής μαργαρίτας. Σπίτια κάτω από ωραία νέφη, καλύβες χορταρένιες των φτωχών, ιθαγενείς της ζούγκλας να χορεύουν, λόγγους από δάση τροπικά να κρύβουν χρωματισμένους ψιττακούς  και ροδαλά αυτάκια πανάκριβων ανθέων.   Και οργίαζε η φαντασία μας και γαργαλάγαμε τη σκέψη μας  να στηθούν εμπρός μας οι λινοτύπες και οι δημοσιογράφοι, οι σκιτσογράφοι και οι φωτογράφοι, όλοι εκείνοι οι εργάτες που έστηναν το  πολυσέλιδο τούτο σκηνικό, ανώνυμοι για μας, που ξέραμε ελάχιστα για το δημοσιογραφείν και το τυπώνειν.

          Και ως τις μέρες μας ακόμη που μας γρούζουν οι λύκοι, η εφημερίδα έχει την όψη γόησσας που καταργεί τη μοναξιά μας. Μας βρίσκει στην ασκητική ερημιά μας, μας δείχνει τις ζωές των άλλων, τον ανάξιο κόσμο μας φωτογραφίζει και κάθε κύμβαλο αλαλάζον στον ψεύτικο ντουνιά μας λοιδορεί.  Και εμείς αναγνώστες της φίλιοι, προσευχή  πέμπουμε άνωθεν η πνοή του ανέμου της να μη σιγήσει. Για να μας έρχεται  με τροχό ή ακόμη και με τετράποδο, και παραφόρως τη γραφή της να κοινωνούμε.

         Προσφιλής ο περιπτεράς μ’ ένα γέλιο ανθού μας την προσφέρει. Σφίγγοντάς την στο χέρι μας νιώθουμε ευτυχείς,  το καμένο σώμα του κόσμου στις στήλες της ψαύουμε,  την ψυχή του πλανήτη που χάνει το μύρο της  με μακρόθυμη καρδία συμπονούμε. Την πληρώνουμε με ύφος κατακτητή, τη θωπεύουμε ως σκλάβα από ασιατικό χαρέμι, της καταχωρούμε ενδιαίτημα λαμπρό στη θαλπωρή της μασχάλης και οδεύουμε στον καφενέ. Πιάνουμε θέση και την αναγιγνώσκουμε σαν ανέμελοι Τούρκοι Σουλεϊμάνηδες.  Ρουφάμε το μέτριο ελληνικό, άγκυρα ρίχνουμε στην πρώτη σελίδα, ύστερα ξεφυλλίζουμε τις λοιπές σελίδες ρίχνουμε τις άτακτες ματιές μας και αγνοώντας τον παίκτη του ζατρικίου που θορυβεί επανερχόμαστε τάχιστα στην πρώτη σελίδα. Μια δεύτερη ματιά και μπαίνουμε στο ψητό.  Επισταμένως στεκόμαστε σε κείμενα που ο εράσμιος δημοσιογράφος με τη χρυσή του πένα τους έδωσε μέθεξη και οίστρο γραφής. Σκάζουμε μειδίαμα ευχαρίστησης στην εφευρετικότητα του σπορέως της γραφής, μελαγχολούμε στους ισκιερούς ακροβατισμούς μιας άλλης, πληγωνόμαστε από το στίγμα της κακής διάθεσης μιας παγκόσμιας καταστροφής που αφήνει η πληγή της κοινωνικής στήλης. Και  μελετούμε συνεχώς τις στήλες με έναν πόθο ούριο για σκόρπιες πίκρες και ανθισμένες χαρές στον ευειδή πλανήτη μας.

          Αλητάκι το γκαρσόνι σκύβει πάνω από τα κεφάλια μας ν’ αρπάξει κάτι με μάτι έξαψης και ερωτισμού. Το ίδιο κάνει και ο καφετζής ο αιωνόβιος τζαμπατζής, ο εξυπνάκιας σοβατζής από το διπλανό τραπέζι, ο  τρακαδόρος του σιγαρέτου, ο πότης και όλοι οι άφραγκοι γραφικοί θαμώνες που λησμονημένοι σβήνουν το άγριο δρολάπι της ζωής του στον πάτο του ποτηριού.   Από την άλλη άκρη του τραπεζιού, το γερόντιο νυσταγμένο  μας ψάχνει ανάερα, λαβωμένο απ’ του χρόνου το σπαθί, σηκώνεται και γέρνοντας την κεφαλή μας πλησιάζει. Διαβάζει στα κλεφτά ό,τι βρει και αράζει πάλι στη γωνιά του.

          Ότι έμεινε αδιάβαστο στον καφενέ το διαβάζουμε στο σπίτι. Κι αρχίζει πάλι ένα ξεφύλλισμα, ένα τρίξιμο των σελίδων, μια πνευματική ερωτική συνεύρεση με στήλες, εικόνες και ανθούς γραφής. Ξαπλωμένοι στην κλίνη, στον ίσκιο της κληματαριάς, στον αστικό καναπέ, στο σοφρά της κουζίνας,  όρθιοι ή περπατώντας κάνουμε τα πάντα να αναγνώσουμε ό,τι παραλείψαμε στη συντροφική ατμόσφαιρα του καφενέ.

          Η κατ’ οίκον ανάγνωση επιμερίζεται σ’ όλη την οικογένεια. Συμβία, παιδιά, παππούδες, εγγόνια εναλλάσσονται το χάρτινο σώμα της και κοινωνούν απνευστί τον πνευματικό της χυμό. Και το ταξίδι μέσα από τις σελίδες της συνεχίζεται στο γείτονα που την δανείζεται, στο θείο, στον περαστικό, στο φιλοξενούμενο, στον εργάτη, την παραδουλεύτρα, τον έφηβο, τον ξένο.

       Την παίρνουν στα χέρια τους, της ρίχνουν μια ματιά, κρίνουν τα δρώμενα στις σελίδες της από τη δική τους σκοπιά. Και όσο κλώθουν στα μυαλό τους τα γράμματα του Γουτεμβέργιου, η μαγεία της εφημερίδας τους τρέφει με πνευματικό συμπόσιο, τους τυλίγει με υπέρμετρη πνευματική ευτυχία.

       Στις ισχνές μέρες μας ορεσίβιοι πουρναρίτες την έχουν σύντροφο. Τη φωλιάζουν στη μέση τσέπη της κάπας της βουκολικής στολής τους και όταν τα γίδια σταλίζουν κάτω από τις πανύψηλες αριές, τη διαβάζουν στο φουντωτό πουρνάρι και την ξεκοκαλίζουν ως την τελευταία αράδα. Άλλοι αποκλεισμένοι στις τρώγλες των χωριών, τη διαβάζουν όπου τη βρουν, λιόμαυρες λαμπήθρες τα γράμματά της συνθέτουν το εγχειρίδιο της φιλοσοφίας τους. Και είναι πολλοί και άλλοι αλιβάνιστοι εξωαστοί της υπαίθρου  που τη σέρνουν στην πισωτσέπη τους και τη διαβάζουν στη σχόλη και με το πνευματικό προικιό της φωτίζουν τη σκοτεινή τους σκέψη.  

       Και πολλοί άλλοι αυτοδίδακτοι στην αλφαβήτα που είχαν  σχολείο το μαντρί, το χωράφι, την οικοδομή  και τη φάμπρικα συνεχίζουν τη φιλομάθειά τους στην ανάγνωση της εφημερίδας. Και είναι λάτρεις της πιστοί, θυελλώδεις υποστηρικτές της, ένθερμοι διαφημιστές της. Χαρισματικοί και κομψοί στους τρόπους, κοσμούν με φιλόφρονα λόγια κάθε κριτική για το έντυπο που διαβάζουν, αρέσκονται να συλλέγουν τον πνευματικό χρυσό από τις αιχμαλωτισμένες προτάσεις στις σελίδες που σκύβουν.

        Στις αγγελίες της βρίσκουμε το ζητούμενο, στη στήλη με τα κοινωνικά αρθρώνουμε τις κρυφές συλλαβές των γάμων μας, στις ειδήσεις της χαιρόμαστε  τους ηλιοπάτητους δρόμους της καριέρας του συγγενή μας, μαθαίνουμε για το φίλο που έγινε τρίμματα σε τροχαίο, διαβάζουμε το αγγελτήριο για το θάνατο του παππού και το τρισάγιο του αδερφού σε κείμενο λιτό και κατανυκτικό.  Σ’ άλλες αγγελίες, ψάχνουμε για στέγη, για παλιό αυτοκίνητο, για ξύλα, για ραπτομηχανή της αδερφής για αγορά  χτήματος.  Απ’ αυτές τις στήλες  πουλήσαμε το ψιλικατζίδικο, το λάδι, το χωράφι  και την μεταχειρισμένη εγκυκλοπαίδεια.  

        Σε χρόνους δίσεκτους με εφημερίδες βουλώσαμε τις χαραμάδες της πόρτας να φράξουμε τον άγριο βοριά, με τα κομμάτια της κάναμε ν’ αστράφτουν τα τζάμια του σπιτιού. Ξαπλώσαμε πάνω της σε κρύες στιγμές να ζεσταθούμε, στη χειροποίητη σακούλα της δίπλωνε ο ψαράς το φρέσκο γαύρο και σ’ ένα φύλλο της τύλιγε τη ρέγκα ο κύριος Γιώργος ο μπακάλης.

       Η ελληνική δημοσιογραφία είδε το φως τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα. Το πρώτο ελληνικό ισχυρό και εξακριβωμένο έντυπο ήταν η Εφημερίς που έβγαινε στη Βιέννη, δύο φορές τη βδομάδα. Κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο στις 31 Δεκεμβρίου του 1790.  Σκοπός της ήταν η δημοσίευση των << αξιοδιήγητων πραγμάτων >>. Δημοσίευε και λογοτεχνικά ή μορφωτικά άρθρα. Ήταν συντηρητική. Όμως  το 1796 ο εκδότης υιοθέτησε το εθνεγερτικό κήρυγμα του εθνομάρτυρα Ρήγα.  Η Υψηλή Πύλη, ζητούσε επανειλημμένα το κλείσιμό της, γιατί όπως έγραφε, << τα φύλλα αυτά αναγιγνωσκόμενα από ιερείς, εμπόρους, αργόσχολους και γενικώς από όλας τας τάξεις των Ελλήνων, παρέχουν ύλην δια τας πλέον παραλόγους συζητήσεις επί της πολιτικής και θα ήτο ευχής έργον δια την ησυχίαν της Ευρώπης να ελαμβάνοντο αυστηρότερα μέτρα >>. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της εφημερίδας.

      Σήμερα στην ερημιά και στο ξεθεμέλιωμα του κοινωνικού περίγυρου η εφημερίδα μένει ζωντανός διαλαλητής των γεγονότων. Διαδραματίζει λεπτό ρόλο στην πληροφόρηση, επεκτείνει την ακτίνα της δράσης της με το φτερωτό ηλεκτρονικό κονδυλοφόρο της, αναστυλώνει το πεσμένο ηθικό του κατατρεγμένου λαού, σκαμπιλίζει  τους δερβίσηδες πολιτικούς, τους στέρφους νομοθέτες μανδαρίνους, περιγελά τους αρλεκίνους της κοινωνικής ζωής και χαστουκίζει τους καταστροφείς.

     ellinikoxronografima.blogspot.gr