Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

                    Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

ΧρονογράφημαΤρίτος δρόμος ήταν και πέρασε – Αλφειός

                           Δυο ώρες ποδαρόδρομο

                  Με το διοριστήριο στην πισωτσέπη  και δυο ώρες ποδαρόδρομο έφτασα στο χωριό.  Ταξίδι, σε δρόμο  γεμάτο πέτρες, γράνες και σκόνη, με τους γύπες πάνω απ’  το κεφάλι μου και τα ουρλιαχτά των λύκων σε άγριο κρεσέντο.  Το σχολείο ερείπιο,  οι σοβάδες πεσμένοι, πόρτες και παράθυρα σάπια, το ταβάνι ένας κρύος Νιαγάρας. Νωρίς έγινα φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, του ούζου και των γενάτων τράγων. Στο τσακ της τρέλας μου, μ’  έσωσε μια  κουρελιασμένη και δεμένη με σύρμα ποιητική ανθολογία, ένας χαρτένιος φίλος, όπου στις σελίδες του μπάλωνα με τους στίχους του τη σχισμένη μου ψυχή.

        Η νιότη μου έμενε ανθούσα, τα ανθρώπινα μηνύματα με ζέσταιναν, οι ωχρές στιγμές μου γίνονταν αγράμπελες και με συντρόφευαν. Εκεί διάβασα και   << Το ταξίδι >> του Λάμπρου Πορφύρα, ζήλεψα που δεν ήμουν στη  βάρκα με τα άσπρα πανιά,  της Αννούλας το τρελό τραγούδι να ακώ, τα μαλλιά της τα ξανθά να χαϊδεύω.  Και το διάβαζα, νύχτες με ώρες προχωρημένες, νύχτες κακότυχες, ώρες σεληνιασμένες από το μονότονο τραγούδι του γκιώνη. Ας το θυμηθούμε:

     Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,\ λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,\ μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή, μεθυσμένη βαρκούλα,\ μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης Χαράς το νησί.\  

       Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.\ Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα, κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί.\ Φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα: \ Μα ποιος πήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί; \

     Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; \ Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή,\ στ’  άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει: \ Όπου και νάναι μακριά, θα φανεί της Χαράς το νησί…\

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

         

 

                      Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

ΧρονογράφημαΕλληνική αστική τάξη | Το νέο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας - Α&#39; μέρος - I for  Interview

                      Γράφω για να κάνω την αστική τάξη να ντρέπεται

 

         Κυνικός απέναντι στην αστική τάξη από τα γεννοφάσκια μου.  Οι πρώτες εικόνες πληγές από φριχτό μαχαίρι. Οι λασπωμένες αρβύλες του πατέρα, το άδειο τσουκάλι, οι ρωγμές στην ψυχή της μητέρας που έτριβε τα χέρια να ζεσταθεί.

        Εποχή που η διεφθαρμένη αστική τάξη πλιατσικολογούαε το  πεπλανημένο πόπολο, πλασάροντας πως οι δικοί της ήταν κανονικοί άνθρωποι κι εμείς οι φτωχοί η πλέμπα που ζούσαμε σε πλαστικοποιημένο πλαγκτόν, τρεφόμενοι με άρρωστους μικροοργανισμούς.

     Σ’ αυτό το αστικό χάος ο γεννήτορας δούλευε αγογγύστως , απρόθυμος έδειχνε να καταθέσει τα όπλα του και να μας παραδώσει στον κήπο των ψυχών. Έσκαβε αμπέλια, πούλαγε ξύλα, ξελόγγωνε, εργάτης στο λιτρουβειό, μοχθούσε τον επιούσιο να μας χορτάσει. Τα γράμματά του λίγα, του αρκούσε που έγραφε δυο σειρές, με όλα τα << ήττα >> μαγκουρίτσες και τα << ωμέγα >> κουλουράκια. Ένιωθε περήφανος που μάθαιναν τα παιδιά του γράμματα.  Και στην πόλη που μας έστελνε να λύνουμε ασκήσεις δύσκολες και να διαβάζουμε αρχαίες γραφές. ερχόταν που και που και μας έβλεπε. Κι όλο τον βλέπαμε, λασπωμένο, σκονισμένο, λαδωμένο.

    Όταν συναντιόμαστε στο δρόμο, οι συμμαθητές μου τον απόφευγαν. Παιδιά της αστικής τάξης μακριά του στέκονταν. Ατημέλητος, τη χλεύη τους εισέπραττε. Κι εγώ να ντρέπομαι. Να ντρέπομαι για το φτωχό πατέρα!

    Καλπάζοντας ξέφρενος ο χρόνος στο σήμερα φτάσαμε. Πολλοί ντρέπονται για πολλά. Στις παρέες ο καβγάς σε λιμανίσιο ενικό πάει σύννεφο. Ακούς πράματα που σε πιάνει σύγκρυο. Ο ένας, λέει, ντρέπεται για το βίο του τον αβίωτο που κομπογιαννίτες πολιτικοί τον έριξαν, ο άλλος γιατί το σταυρό των μνημονίων τον κουβαλάνε τα παιδιά του, η Μαρία η περιπτερού γιατί τα τρίκιλα καρβέλια της γίνανε μισόκιλα, ο ταξιτζής ντρέπεται κι αυτός γιατί ο άρτος και οι ιχθύες του μεταμορφώθηκαν σε κουμούτσι ξερό και οσμηρές σαρδέλες.

    Όλοι  ντρέπονται! Κοιτάζω γύρω μου και θυμάμαι τον Καρυωτάκη. Απαγγέλω κι ας με νομίζουν τρελό: << Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι, με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμη ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους >>.

    Ύστερα φεύγω. Πάω να γράψω για να κάνω την αστική τάξη να ντρέπεται.

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

  

 

 

                             Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

ΔιήγημαΤα φλουριά του Μαύρου Καβαλάρη - Χριστουγεννιάτικος θρύλος της  Βουργουνδίας...

 

 

                          Το φάντασμα του μαύρου καβαλάρη

 

          Μέρες τώρα η πόλη ήταν ανάστατη από τις φήμες που κυκλοφορούσαν και μιλούσαν για την επίσκεψη του μαύρου καβαλάρη. Ήρθε έλεγαν από μακριά για να βρει τον άνθρωπο με τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και να αποδώσει Δικαιοσύνη, σκοτώνοντάς τον σε μονομαχία μια ασέληνη νύχτα, στο νεκροταφείο της πόλης. Ο πρώτος άνθρωπος που τον είδε να διατρέχει βράδυ την πόλη στα νότια, δεν είχε συνέλθει ακόμη και ο φόβος του είχε φωλιάσει για καλά στην καρδιά του. Ωστόσο μπορούσε να τον περιγράψει και να θυμηθεί και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειές του.

          Πρώτα – πρώτα έλεγε, έδειχνε δυνατός κι ασυμβίβαστος. Το αρρενωπό και τραχύ πρόσωπό του με τα σχιστά μάτια και τα πυκνά φρύδια τού προσέδιδαν εμπιστοσύνη και σιγουριά. Ύστερα η κατάμαυρη δερμάτινη στολή που φορούσε με το μεγάλο καπέλο και τις καλοφτιαγμένες μπότες τού έδιναν μεγάλη εκκεντρικότητα και προκαλούσε  ασύγκριτη εντύπωση. Το χρυσοκέντητο τώρα σήμα της νεκροκεφαλής στο μέρος της καρδιάς του μαζί με το μεγάλο κι ευλύγιστο σπαθί που κρατούσε στο δεξί του χέρι και το ανέμιζε με δύναμη και δεξιοτεχνία στον αέρα ολοκλήρωναν το ελκυστικό πορτραίτο του μαύρου καβαλάρη και το ‘καναν συμπαθητικό μαζί και μισητό.

          Ο μύθος έλεγε πως πριν πάρει την απόφαση να γίνει εκδικητής των αμαρτωλών, ο ίδιος είχε πέσει θύμα τους και είχε πληγωθεί πολύ! Ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν αγάπησε μια όμορφη γυναίκα και την παντρεύτηκε.  Πάνω  όμως στο μήνα αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη και να την αφήσει μόνη. Σαν γύρισε  πήρε ένα ανώνυμο γράμμα που του έλεγε πως όσο καιρό έλειπε η γυναίκα του τον απατούσε με τον πιο πλούσιο νέο της περιοχής. Αμέσως για να ξεπλύνει την ντροπή τον κάλεσε σε μονομαχία και τον σκότωσε. Ο ίδιος όμως τραυματίστηκε βαριά και σαν κατάλαβε πως δε θα ξέφευγε το θάνατο, παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει φάντασμα και σαν θα γυρνά τον κόσμο να τιμωρεί τους κακούς και τους αμαρτωλούς. Ο Θεός τον άκουσε κι από τότε το φάντασμα του νεκρού μονομάχου καβάλα στο περήφανο άλογό του τρέχει στους δρόμους της κάθε πόλης και είναι έτοιμο να την προστατεύσει!

          Έτσι σαν  του το ζητούσε ανέβαινε στο ατίθασο άλογό του και την επισκεπτόταν σαν το πυκνό σκοτάδι τη σκέπαζε και η αναγνώρισή του γινόταν δύσκολη. Αφού έκανε τρεις γύρους έξω από τα σπίτια της κι εντόπιζε το νεκροταφείο της, τραβούσε κατευθείαν εκεί κι αφού ξεπέζευε κι άφηνε το άλογο έξω από το μαντρότοιχο, αυτός έμπαινε μέσα κι έψαχνε να βρει τον  τάφο της νεότερης πεθαμένης κοπέλας. Σαν τον έβρισκε, έβαζε ένα χοντρό μαύρο κερί στην είσοδό του για να τον γνωρίσει το πρωί που θα επέστρεφε να κρυφτεί μέσα και ξεκινούσε πάλι την ολονύκτια έφοδό του στους δρόμους της πόλης για να βρει το σπίτι του ανθρώπου με τα εφτά μεγάλα θανάσιμα αμαρτήματα.

          Σαν το έβρισκε, χάραζε στην πόρτα του ένα κόκκινο σταυρό και τα αρχικά του γράμματα και επέστρεφε στο νεκροταφείο όπου και τον περίμενε για τη μονομαχία του θανάτου.  Τον περίμενε εφτά νύχτες, αν δεν παρουσιαζόταν και την τελευταία νύχτα, αποφάσιζε να τον σκοτώσει πια, σε μια από τις πολλές ενέδρες που θα του ‘στηνε έξω από το σπίτι του.

           

 

 

               * * *

 

 

 

          Μόλις πληροφορήθηκαν οι αμαρτωλοί  της πόλης πως ο μαύρος καβαλάρης εθεάθη από τον άνθρωπο που αναφέραμε σε έναν από τους δρόμους της τρομοκρατήθηκαν.  Αμέσως άρχισαν να μετράνε τα μεγάλα αμαρτήματά τους και να ζητάνε απεγνωσμένα τη γνώμη και τη συμβουλή των δικών τους για το τι γενέσθαι.  Οι πιο δειλοί έφυγαν, άλλοι μετακόμισαν σε φιλικά σπίτια και κάποιοι χάνοντας την ψυχραιμία τους, μεταμόρφωσαν τα σπίτια τους κάνοντάς τα αγνώριστα για να ξεγελάσουν το μάτι του μαύρου καβαλάρη και να ξεφύγουν!

          Απ’ αυτή την υστερία πανικού δε γλίτωσε ούτε και ο πρώτος άρχοντας της πόλης, που οι ψίθυροι τον έφερναν σαν τον άνθρωπο που βαρυνόταν με τα εφτά μεγάλα αμαρτήματα και πως αυτόν ζητούσε το φάντασμα του μαύρου καβαλάρη. Σαν το ‘μαθε πανικόβλητος εγκατέλειψε την πόλη και πήγε να κλειστεί στην εξοχική του κατοικία, βόρεια της πόλης σε μια έρημη και απρόσιτη περιοχή που οι δρόμοι της φυλασσόταν από  εκπαιδευμένα λυκόσκυλα κι έκοβαν το δρόμο σε κάθε ανεπιθύμητο επισκέπτη.

          Τις τρεις πρώτες μέρες ο άρχοντας τις πέρασε κλεισμένος στο δωμάτιό του χωρίς να δει άνθρωπο. Την τέταρτη ξεθάρρεψε κάπως και ζήτησε να τον επισκεφτεί ο γραμματέας του. Σαν τον είδε αυτός να βρίσκεται στα πρόθυρα  νευρικής κρίσης, του είπε για να τον εμποδίσει από τίποτα χειρότερο:

        << Δεν έχεις διαπράξει το έβδομο αμάρτημα, άρχοντα. Γιατί φοβάσαι; >>

         Κούνησε το κεφάλι του εκείνος, κοκκίνισε το πρόσωπό του από την ενοχή και του ψιθύρισε άκοσμα με σβησμένη φωνή:

         << Το διέπραξα κι αυτό! >>

         << Πότε; Κρυφά από μένα; >>

         <<Ναι, δυστυχώς! >>

          Πήρε μια βαθιά ανάσα ο άρχοντας και σαν σκέφτηκε για λίγο του είπε δείχνοντας αποφασισμένος να μιλήσει:

          << Θα στα πω όλα! Θυμάσαι πριν ένα χρόνο που μας επισκέφτηκε ο επιθεωρητής υγιεινής της περιφέρειας και μου ζήτησε πάση θυσία να κάνει δειγματοληπτικό έλεγχο στο νερό της πόλης γιατί είχε καταγγελίες πως ήταν μολυσμένο;>>

          Τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα καχυποψίας ο γραμματέας και του έγνεψε καταφατικά με τα μάτια.

          << Το νερό ήταν μολυσμένο >> συνέχισε ο άρχοντας << κι εγώ το ‘ξερα! Πριν τρεις μέρες με ειδοποίησε ο γιατρός του νοσοκομείου πως ένα τρίχρονο αγοράκι έδειχνε ύποπτο να έχει το μεταδοτικό και θανατηφόρο ιό της χολέρας κι αυτό κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στο μολυσμένο νερό! >>

          << Λέγε, θέλω ν’ ακούσω! >> τον προέτρεψε γεμάτος αγωνία ο γραμματέας κι έδειξε να  κυριεύεται  από  μίσος  για  τον άρχοντά του.          

         << Λοιπόν, μου είχαν πει δυο εργάτες πως βρήκαν μέσα στη δεξαμενή πολλά ψόφια ποντίκια να πλέουν στο νερό και με τα διαμελισμένα σώματά τους από τη σήψη έκαναν την ατμόσφαιρα εκεί μέσα αφόρητη!>>

          << Και δεν έκοψες την παροχή ύστερα απ’ όλα αυτά; >>

          << Όχι! Γιατί ο επιθεωρητής ήταν επί θύραις και δεν ήθελα ν’ αφήσω χωρίς νερό την πόλη και να εκτεθώ στα μάτια του! >>

          Δάγκωσε τα χείλη του ο γραμματέας και φανερά δυσαρεστημένος, τον ρώτησε με τη φωνή του υψωμένη:

         << Και ο δειγματοληπτικός έλεγχος στο νερό δεν έγινε από τον επιθεωρητή; >>

         << Δεν έγινε! Προφασίστηκα αδυναμία για τεχνικούς λόγους και δεν τον  άφησα να τον κάνει! >>

          Έδειχνε συντετριμμένος και μετά βίας συγκροτούσε τη σκέψη του. Ωστόσο μιλούσε κι ας έχανε που και που το ρυθμό του.

          << Μια μέρα πριν φθάσει στην πόλη ο επιθεωρητής >> συνέχισε, << ειδοποιήθηκα πάλι από τον ίδιο γιατρό πως το τρίχρονο αγοράκι πέθανε. Η αιτία του θανάτου του οφειλόταν με βεβαιότητα στον ιό της χολέρας που το είχε προσβάλει κι ευθυνόταν απόλυτα το μολυσμένο νερό της πόλης αφού οι τοξικολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις που έγιναν στο εργαστήριο του νοσοκομείου με πάσα μυστικότητα κι σοβαρότητα, έδειξαν πως ο θανατηφόρος ιός βρισκόταν στα μόρια του νερού και το είχε μολύνει!>>

          Έξαλλος έγινε ο γραμματέας και χτυπώντας το χέρι του με δύναμη πάνω στο τραπέζι, του φώναξε με όλη της δύναμη της φωνής του:

          << Κι εσύ μετά απ’ όλα αυτά, συνέχιζες να ΄χεις ανοιχτή την παροχή του νερού, ε;   Έπρεπε να  μετρήσεις  ακόμη κι  άλλο   θάνατο  για  να   την   κλείσεις ;>>

          Η δύσπνοια που ένιωσε για λίγο ο άρχοντας και η παροδική ζαλάδα που διαπέρασε το κεφάλι του δεν τον εμπόδισαν να συνεχίσει να μιλάει. Έτσι σαν στύλωσε τα ανέκφραστα μάτια του πάνω στο γραμματέα του, συνέχισε:

        <<Τη μέρα της συνάντησης με τον επιθεωρητή, άλλη μια πληροφορία που πήρα, μιλούσε για άλλα τρία παιδιά που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο, μολυσμένα από το θανατηφόρο ιό. Αντιλαμβάνεσαι την ψυχική μου αναστάτωση εκείνη τη στιγμή! Δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτα όσο ακόμη ο επιθεωρητής βρισκόταν στην πόλη και το μολυσμένο νερό συνέχιζε να τρέχει όλο το βράδυ και μόνο σαν έφυγε την άλλη μέρα έδωσα εντολή να σταματήσει η παροχή του >>.

          Απόμεινε για λίγο σιωπηλός σαν σταμάτησε την αφήγησή του κι έδειξε κάτι να σκέφτεται. Αμέσως ύστερα  άνοιξε ταραγμένος το συρτάρι του γραφείου του. Έβαλε το δεξί του χέρι μέσα και τρέμοντας έβγαλε ένα μεγάλο κι αστραφτερό μαχαίρι και το ακούμπησε με τη λαβή προς το στήθος του και την αιχμηρή λάμα του να κοιτάζει κατ’ ευθείαν  το πρόσωπο του γραμματέα του. Εκείνος όπως ήταν φυσικό φοβήθηκε και τραβήχτηκε πανικόβλητος προς τα πίσω. Τότε χαμογέλασε ο άρχοντας και του είπε χαμηλόφωνα για να τον ηρεμήσει και να δικαιολογήσει την εμφάνιση του μαχαιριού:

          << Μη φοβάσαι, δεν είναι για σένα το μαχαίρι! Για μένα είναι! Δες τι θα κάνω και κράτησε την ψυχραιμία σου! >>

          Έπιασε  σφιχτά το μαχαίρι από τη μαύρη λαβή και ακούμπησε την αιχμηρή λάμα του στο μέρος του δεξιού του μπράτσου. Έσυρε ύστερα μια βαθιά χαρακιά και με το αίμα που ανάβλυσε άφθονο και ζεστό άλειψε τη λάμα. Σαν έκανε το ίδιο και στο αριστερό του χέρι, πρότεινε το ματωμένο μαχαίρι στο γραμματέα, ψιθυρίζοντάς του στο αυτί με φωνή που έσβηνε :

           << Βγες έξω και χάραξε στην πόρτα τον κόκκινο σταυρό για να με βρει εύκολα ο μαύρος καβαλάρης! Έτσι κι αλλιώς δε θα του ξεφύγω, ας φανώ τουλάχιστον γενναιόδωρος! >>

          Σε λίγο ένας πελώριος κόκκινος σταυρός χαραγμένος στην πόρτα με το ίδιο το αίμα του άρχοντα, φανέρωνε τον άνθρωπο με τα εφτά μεγάλα αμαρτήματα κι έκανε την αναγνώρισή του από το φάντασμα του μαύρου καβαλάρη πιο εύκολη.

         

 

 

 

***

 

 

          Σαν το ρολόι της πόλης χτύπησε δώδεκα μεσάνυχτα οι δυο μονομάχοι συναντήθηκαν στην πόρτα του νεκροταφείου και μπήκαν μαζί μέσα. Αφού κοίταξε για λίγο με οίκτο τον άρχοντα ο μαύρος καβαλάρης, άπλωσε ύστερα το ξίφος του και του έδειξε μια μεγάλη ταφόπετρα που βρισκόταν δίπλα τους, γνέφοντάς του ταυτόχρονα με τα μάτια ν’  ανεβεί πάνω της. Πήδησε τότε πάνω της ο άρχοντας και πιάνοντας τη βορινή θέση, έτεινε με μια αδέξια κίνηση μπροστά το ξίφος του, έτοιμος ως φαίνεται ν’  αποκρούσει οποιαδήποτε επίθεση του μαύρου καβαλάρη. Με μια τώρα επίδειξη δυνάμεως που τη διαφήμισε ο μαύρος καβαλάρης μ’ ένα δικό του ανάλαφρο πήδημα πάνω στην ταφόπετρα έπιασε τη θέση του στα νότια.  Εκεί αφού με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία ξεθηκάρωσε το ξίφος του από τη χρυσή θήκη του, και, πέρασε στην κόψη της λάμας επιδεικτικά τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, το πρόταξε κι αυτός με αστραπιαία κίνηση μπροστά, λέγοντάς του με ύφος αυστηρό:

          << Βιάζεσαι βλέπω, άρχοντά μου να τελειώσεις γρήγορα από τη δοκιμασία αυτή αλλά δε θα το καταφέρεις! Εγώ τώρα είμαι ο Ισχυρός κι εσύ ο Αδύνατος!  Και για να αισθανθείς αυτό που λέω, να πάρε και το πρώτο χτύπημα!>> και δίνοντάς του μια με το ξίφος στο αριστερό του χέρι, κοντά στον ώμο, του άνοιξε και την πρώτη πληγή!

           Έβγαλε μια κραυγή πόνου ο άρχοντας και οπισθοχώρησε. Κοίταξε το ματωμένο χέρι του κι αμέσως του επιτέθηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο μαύρος καβαλάρης έχοντας πάντα παρατεταμένο το ξίφος του, του είπε με τη δυνατή και μεταλλική φωνή του:

          << Δοκίμασες το ένα από τα εφτά χτυπήματα που θα σου καταφέρω, ένα για κάθε σου αμάρτημα, άρχοντα! Και πριν σου καταφέρω και το δεύτερο, θέλω να μου αναφέρεις τα εφτά σου αυτά αμαρτήματα! Μπορείς ; >>

          Κρύος ιδρώτας έλουσε τον άρχοντα και του φάνηκε πως ένιωσε την ταφόπετρα κάτω από τα πόδια του να υποχωρεί. Άπλωσε το ξίφος του να τον χτυπήσει αλλά επιδέξια ο μαύρος καβαλάρης το απέφυγε. Έτσι σαν απόμεινε μετέωρος με το αριστερό του πόδι  πίσω  και το χέρι του τεντωμένο, του ψιθύρισε εξαντλημένος:               

           << Ιδέα δεν έχω για τα αμαρτήματα που μου αναφέρεις, ιδέα! >>

             Τον κοίταξε με μισό μάτι ο μαύρος καβαλάρης και αστραπιαία χωρίς να προλάβει ν’ αντιδράσει ο άρχοντας, του κατάφερε και το δεύτερο δυνατό χτύπημα στο μέτωπο, πάνω από το δεξί του μάτι.  Το αίμα που έτρεξε γρήγορα κύλησε στο μάτι και του το τύφλωσε. Απεγνωσμένα προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη ροή και στο άλλο, όταν κι ένα τρίτο χτύπημα στο δεξί του χέρι στο μέρος του μπράτσου, του τίναξε το ξίφος κάτω και τον άφησε άοπλο.

            << Σαν δεν τα ξέρεις εσύ τα αμαρτήματά σου τα ξέρω εγώ!>> άκουσε τότε σαστισμένος τη φωνή  του μαύρου καβαλάρη  κι ένιωσε στο χέρι του τη λαβή  του ξίφους του, που τόσο ιπποτικά του προσέφερε αφού το μάζεψε από κάτω. Για ν’ αρχίσει αμέσως σαν πήρε θέση απέναντι στον άρχοντα να απαριθμεί αργά - αργά και δυνατά τα εφτά του, θανάσιμα αμαρτήματα: <<υπερηφάνεια, πλεονεξία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, μνησικακία, αμέλεια >>. Κι αφού τον κοίταξε με ειρωνεία, του ψιθύρισε :

           << Αυτά τα αμαρτήματα σε βαραίνουν άρχοντα και γι’ αυτά θα πληρώσεις!>> και χωρίς να περιμένει την αντίδρασή του, του κατάφερε   το τέταρτο χτύπημα στο μηρό του αριστερού του ποδιού.  Το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό και ο άρχοντας βγάζοντας ένα οξύ ουρλιαχτό πόνου έχασε την ισορροπία του και φάνηκε πως θα σωριαζόταν κάτω. Για καλή του όμως τύχη πιάστηκε από το μαρμαρένιο σταυρό της ταφόπετρας και συγκρατήθηκε. Ωστόσο όμως άφησε εκτεθειμένο το πρόσωπό του και ο μαύρος καβαλάρης που τον είχε πλησιάσει του ‘δωσε το πέμπτο χτύπημα στο αριστερό μάγουλο, κάνοντάς του μια βαθιά ουλή ως κάτω στο λαιμό του.

          Αιμόφυρτος τώρα ο άρχοντας και με τις δυνάμεις του εξασθενημένες, οπισθοχώρησε και ακούμπησε την πλάτη του στο μαντρότοιχο που βρέθηκε πίσω του. Η ασθενής όρασή του που οφειλόταν στα αίματα που έτρεχαν  ακόμη στα μάτια του από την πληγή του μετώπου του και οι οδυνηροί πόνοι που αισθανόταν από τα τραύματα τον οδήγησαν στη σκέψη να εγκαταλείψει τον αγώνα και να παραδοθεί στον ισχυρό αντίπαλό του άνευ όρων. Αλλά η προκλητικότητα του αντιπάλου του που τον ερέθισε για άλλη μια φορά με τα λόγια του, σαν του φώναξε << δειλέ, αυτή τη νύχτα θα πεθάνεις!>> τον έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη και να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι τέλος.  Γι’ αυτό αποφάσισε να τον μεταφέρει πάνω στο μαντρότοιχο όπου εκμεταλλευόμενος κάποια αδυναμία ή ατυχία του θα μπορούσε να ήταν αυτός ο νικητής.

          Έτσι αφού συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις που του απόμειναν, αρπάχτηκε από τον τοίχο και σκαρφάλωσε πάνω του. Εκεί σαν έτεινε το ξίφος ίσα πάνω στον αντίπαλό του που βρισκόταν από κάτω του, του φώναξε οργισμένος :

         << Έλα καβαλάρη μου, εδώ στα ψηλά! Σε περιμένω! >>

          Ο μαύρος καβαλάρης αντιλήφθηκε το πανούργο σχέδιό του και χωρίς καθυστέρηση βρέθηκε μ’ ένα σάλτο απέναντί του. Και μέχρι να πατήσει γερά στα πόδια του ο άρχοντας, του κατάφερε το έκτο χτύπημα στο μέρος της κοιλιάς  που τον έκανε να ουρλιάξει και να διπλωθεί στα δύο, δείχνοντας πως δύσκολα θα έμπαινε και πάλι στον αγώνα. Ύστερα τον πλησίασε και αφού τον άγγιξε με τη μύτη του ξίφους στο μέρος της καρδιάς, τον ρώτησε ψυχρά:

         << Έχεις καμία επιθυμία άρχοντα, πριν σου καταφέρω το έβδομο και τελευταίο χτύπημα; >>

          Η προθανάτια αγωνία του άρχοντα μεγάλωσε σαν άκουσε τούτα τα λόγια του και η σκέψη και μόνο πως σε λίγο θα μπορούσε να ήταν νεκρός τον έκανε υστερικό παίρνοντας έτσι την απόφαση ν’ αντισταθεί για άλλη μια φορά μέχρι εσχάτων στην αδιάλλακτη αυτή προκλητικότητά του.  Έτσι  σφίγγοντας το ξίφος επιτέθηκε λυσσαλέα προς το μέρος του μαύρου καβαλάρη σκοπεύοντας να τον χτυπήσει και να τον σπρώξει με όλη του τη δύναμη κάτω στους κοφτερούς βράχους. Λες και κατάλαβε όμως το ύπουλο σχέδιό του ο μαύρος καβαλάρης, τον απόφυγε με μια επιδέξια μετατόπιση του σώματός του όσο έπρεπε για να του δώσει έτσι το τελευταίο και έβδομο χτύπημα, παίρνοντάς του σύρριζα το κεφάλι που κύλησε με δυο μικρά πηδηματάκια και σταμάτησε στο κέντρο της ταφόπετρας ενώ το σώμα του γκρεμίστηκε έξω από τον τοίχο.

          Πηδώντας αμέσως κάτω το πλησίασε κι αφού έκανε εφτά κύκλους γύρω του, το άφησε και κινήθηκε προς την πόρτα του νεκροταφείου. Εκεί μ’ ένα του άλμα βρέθηκε στη ράχη του αλόγου που με το πρώτο σπιρούνισμα ξεκίνησε για την έξοδο της πόλης.

 

         

 

 

 

                                Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

   ΧρονογράφημαΗ περίοδος της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης μέσα από πίνακες ζω…

                                 Ελληνική φτωχολογιά

 

              Ολίγιστοι πολιτικοί, μικρονοϊκοί και δειλοί με τα μνημόνιά τους χρόνια τώρα πατάνε κάτω την ελληνική φτωχολογιά.  Όλοι τους, ψευτοδημοκρατικά υβρίδια των τραπεζών, ταγμένοι  στα συμφέροντα των ολίγων, γλυφτάδες και κοψομέσηδες της  << νέας Θάτσερ >> της ηπείρου μας, Άνγκελας Μέρκελ.  Μεταμοντέρνοι  homo economicus, υποαπασχολούμενους, άνεργους, άστεγους και πεινασμένους τους βλέπουν σαν μυρμήγκια, κάτω να τους λειώσουν με τη φτέρνα, όπου τους συναντούν θέλουν να τους πατούν. Έτσι λεύτεροι πια, από πλέμπα, όχλο και βρωμίλους, το ηγεμονικό  τους όνειρο να κατοικήσουν στα ανάκτορα του πλούτου, ασθμαίνοντας το πετυχαίνουν.

               Ζώντες εκεί γερμανοντυμένοι, ευπατρίδες του ψεύδους και ανεδρόσιστοι σαν ψωρίλες γερασμένοι, ξεχνούν το λαό, τον κρεμάνε στο τσιγκέλι της τραπεζικής Γκεστάμπο, το ‘να χαράτσι πίσω απ’ τ’ άλλο του στέλνουν, να τσιμπά το ψίχαλο τον διατάζουν, οίνο ξινίτη να πίνει τον αναγκάζουν  με το στανιό. Κι αφού του πάρουν και το έσω  ρούχο, του τεζάρουν τον κόμπο στο λαιμό και αναίσθητο του ρουφάνε το μεδούλι κι αύξηση καμιά.  << Για την ανάπτυξη >> είπαν τα γραβατωμένα παπαγαλάκια,  << για να εξαργυρωθούν τα μνημόνια σε χρήμα και ευημερία >> τραγούδησαν οι σάλιαγκοι των κομμάτων!  Κι αντί αυτού, άδειασαν οι κατσαρόλες του Έλληνα, το ψωμί  του λίγο,  φάρμακο καθόλου,  το << δίπουν άπτερον >> αλέθεται στης φτώχειας τον τροχό. Τούτη η αύξηση ερχόταν σαν την άνοιξη. Άνθιζε η τσέπη του συνταξιούχου, του εργάτη  και του υπαλλήλου, το σπίτι του από στάβλος γινόταν παράδεισος, ο βρυωμένος πάτος του τέντζερη από τα ρεβίθια καθάριζε, κι ένα μικρό κοψίδι χοροπηδούσε στην κόκκινη σάλτσα.

            Ο γεννήτοράς μου έπαιρνε την αύξηση στη σύνταξη. Εγώ μαθητής λυκείου, γευόμουν ένα μικρό μέρισμά της. Όταν την έπαιρνε, ερχόταν στην πόλη, ξεφόρτωνε το σακούλι στο δωμάτιο που έμενα, οσφραινόταν το γιαχνί από το διπλανό ταβερνάκι και μ’ έμπαζε μέσα. Μόνο σαν χόρταινα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ  μ’ έβγαζε έξω. Τα μετά έρχονταν πανηγύρι. Μου άλλαζε παντελόνι πετώντας από πάνω μου το μπαλωμένο, σόλιαζε το χαλασμένο παπούτσι μου, μου ‘παιρνε σαπούνι να πλυθώ, ξεχρέωνε το μπακάλη, το βιβλιοπώλη και μου άνοιγε καινούριο λογαριασμό να προμηθεύομαι βιβλία. Κουμάντο μετά έκανε στο νοικοκυριό. Ξεχρεωνόταν, μερεμέτιζε το σπίτι, πετάλωνε τον όνο, έφτιαχνε το υνί, έπαιρνε και της μάνας καινούριο τσεμπέρι.

              Τώρα η στέγη βογκάει και κανείς δεν τη φτιάχνει; Ο βοριάς σε παγώνει και κανέναν δε νοιάζει! Λες << το παιδί μου. πεινάει >> και ο κόσμος γελάει! Σκληρή εποχή, ναζίστρια που  συνεχίζει το δρόμο της χέρι - χέρι με τους σαρκοφάγους αλιγάτορες που μας κυβερνούν!

              ellinikoxronografima.blogspot.gr