Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Την
πνοή του ‘δωσε ο περασμένος αιώνας, λύρα αγαθή τον στεφάνωσε επαναστάτη, να
γράφει όρθρους του μέλλοντος τον έταξε το αιόλιο φύσημα της ποίησης.
Αποκηρυγμένος από γκεσταπίτες ανθέλληνες τους
λαμπτήρες άναβε κρυφά να φωτίσει μια πριονισμένη εποχή, το κακό που
φιλούσε νεκρά σώματα να διώξει. Γκρίζος, άνυδρος ο ουρανός της πατρίδας του,
τους χρησμούς του έσβηνε με υγρά φτερά, στις πέτρες που χάραζε τους στίχους του
μαινόμενοι Σαδδουκαίοι έφτυναν το ανορθόδοξο χαμόγελο της ποιητικής του τρέλας.
Η φυτεμένη δόξα μέσα του, τους αγνόησε. Τον
στόλισαν τροκιστή, προδότη, ολίγιστο. Με το ξερό κλαδάκι της ελιάς
στεφανωμένος, έμεινε ποιητής, τον χιτώνα ενεδύθη μιας άφθαρτης αξίας, την αρετή
του αντιεξουσιαστή με την τραχιά του γλώσσα μάθαινε στους κατάπτυστους και στους μικρονοϊκούς.