Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Ο 13ος μισθός

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
              Τρεις ήταν όλοι κι όλοι και μας έγδυσαν. Ο Γιωργάκης ο καμωμένος από λάσπη ο ένας, ο Σα (χλα)μαράς, χέστης Μυρμηδόνας ο δεύτερος, και ο παιδοβούβαλος συναρμολογημένος εκ λίπους να πατάει το φτωχολόι ο τρίτος. Και οι τρεις τους, ψευτοδημοκρατικά υβρίδια των τραπεζών, ταγμένοι  στα συμφέροντα των ολίγων, γλυφτάδες και κοψομέσηδες της  << νέας Θάτσερ >> της ηπείρου μας, Άνγκελας Μέρκελ. 
               Μεταμοντέρνοι  homo economicus, υποαπασχολούμενους, άνεργους, άστεγους και πεινασμένους τους έβλεπαν σαν μυρμήγκια, κάτω να τους λειώσουν με τη φτέρνα όπου τους συναντούσαν τους πατούσαν. Έτσι λεύτεροι πια, από πλέμπα, όχλο και βρωμίλους, το ηγεμονικό  τους όνειρο να κατοικήσουν στο Μαξίμου, έστω και ασθμαίνοντας το πέτυχαν.
               Ζώντες εκεί γερμανοντυμένοι, ευπατρίδες του ψεύδους και ανεδρόσιστοι σαν ψωρίλες γερασμένοι, ξέχασαν το λαό, τον κρέμασαν στο τσιγκέλι της τραπεζικής Γκεστάμπο, το ‘να χαράτσι πίσω απ’ τ’ άλλο ψήφιζαν, να τσιμπά το ψίχουλο τον διέταζαν, οίνο ξινίτη να πίνει τον ανάγκαζαν.
Κι αφού του πήραν και το έσω  ρούχο, του τέζαραν τον κόμπο στο λαιμό κι αναίσθητο του ρούφηξαν τον 13ο μισθό.  << Για την ανάπτυξη >> είπαν τα γραβατωμένα παπαγαλάκια, για να γίνει ο πηλός, πνεύμα και ευημερία, τραγουδούσαν οι σάλιαγκοι του κόμματος! 
               Κι αντί αυτού, γέμισαν οι κατσαρόλες του Έλληνα αποπλύματα, το ψωμί  του αλείφει με αποχρέμματα, η σβουνιά και ότι δυσφημεί το  δίπουν το άπτερον  μπαίνει στο πιάτο του.  
              Τούτος ο 13ος μισθός ερχόταν σαν την άνοιξη. Άνθιζε η τσέπη του εργαζόμενου, το σπίτι του από στάβλος γινόταν παράδεισος, ο βρυωμένος πάτος του τέντζερη από το  γυφτοφάσουλο καθάριζε, κι ένα μικρό κοψίδι χοροπηδούσε στην κόκκινη σάλτσα.
            Ο γεννήτοράς μου έπαιρνε τον 13ο μισθό. Εγώ μαθητής λυκείου, γευόμουν ένα μικρό μέρισμά του. Ξεφόρτωνε το σακούλι στο δωμάτιο που έμενα, οσφραινόταν το γιαχνί από το διπλανό ταβερνάκι και μ’ έμπαζε μέσα. Μ’ έριχνε στον κόρφο του Αβραάμ και χορτασμένο μ’ έβγαζε. Τα μετά έρχονταν πανηγύρι. Μου άλλαζε παντελόνι, πετώντας από πάνω μου αυτό με το χιλιομπαλωμένο καβάλο, σόλιαζε το χαλασμένο παπούτσι μου, μου ‘παιρνε σαπούνι να βγάλω τη σκόρτσα μου, στο μπακάλη έδινε το οκέυ να ψωνίζω  ρέγκους βερεσέ, στο βιβλιοπωλείο μου άνοιγε καινούριο λογαριασμό να προμηθεύομαι τετράδια. Κουμάντο μετά έκανε στο νοικοκυριό. Ξεχρεωνόταν, μερεμέτιζε το σπίτι, πετάλωνε τον όνο, έφτιαχνε το υνί, έπαιρνε και της μάνας καινούρια τσεμπέρι και  κρησάρα. 
              Τώρα η στέγη βογκάει και κανείς δεν τη φτιάχνει. Ο βοριάς σε παγώνει και κανέναν δε νοιάζει. Λες << το παιδί μου, πεινάει >> και ο κόσμος γελάει! Ψωριασμένη εποχή! 
              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου