Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Τίγκα στο σκουπίδι

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
                Άνω θρώσκω, ίσον άνθρωπος κατά το έτυμον.  Άρα έχω μυαλό, ξεχωρίζω την πέτρα από το μέταλλο, τη φωτιά από τη στάχτη,, τα καλό από το κακό, το σκουπίδι στο πιάτο από το εκλεκτό κυνήγι. 
                 Και δε θέλω να πιάνομαι κορόιδο από τη δημοτική αρχή, να μου γεμίζει  τίγκα στο σκουπίδι τη λιακάδα μου, το σεληνόφως μου, το πεζοδρόμιο και την αυλή μου.  Είναι άκρως επαχθές να βλέπω τον κάδο στη γειτονιά μου, φορτωμένο σκουπίδι, να νιώθω ζωντόβολο, να αναπνέω τη μπόχα και να εκβάλω το περιεχόμενο του στομάχου μου. Πικρόχολος ύστερα να κατεβάζω γαμοσταυρούς και να εξακοντίζω οικείες ύβρεις στα λατρεμένα τέκνα της καθαριότητας. 
                 Οι κάδοι τρώνε με βουλιμία, είναι αναίσθητες κοιλιές, επιρρεπείς να βαραίνουν και όχι να ξαλαφρώνουν. Το πλεόνασμά τους το ξερνάνε,  ένα ερεθισμένο απευθυσμένο σαν του γαϊδάρου φτιάχνουν και το αποβάλουν. Και πάνω στο σωρό του πετάς εσύ ο γκιαούρης τις σκουπιδαρούδες σακούλες σου, ο γείτονας τα γατοκέφαλα, ο περαστικός το άδειο κουτί της μπύρας. 

                Και μεγαλώνει ο σωρός, υψώνεται το σκουπιδαριό, τεντώνεται πάνω στα σίδερα, στους τενεκέδες, στα σύρματα, στα σαρδελοκούτια, στις κουτσές καρέκλες, στις κόφες με το σάπιο πατατικό, στις μουσαμαδένιες ποδιές, στις πλαστικές γαλότσες, στο ξεσολιασμένο αρβυλικό. 
                 Ριγμένος στη χόβολη της ανέχειας, δεν  τρως, αλλά βλέπεις και μυρίζεις. Μυρίζεις κλάρες ψεκασμένες με μούργα, ξερά χόρτα, σάπιο σανό, σανίδι σκεβρωμένο, πριονίδι βρώμικο, πελεκούδι ψεκασμένο με ούρα και κόπρανα σκύλων.
                 Πας να φύγεις, χάσκει ο κάδος, πιάνεις τη μύτη σου  και σαν τουφεκισμένος λαγός  τρέχεις να κρυφτείς. Πίσω σου κάνουν μπρατ οι πασαλειμμένοι γάτοι, οι μπελέχαροι ποντικοί, οι κουτσαμένοι σκύλοι και σε στρώνουν στα κοντά.  Ο χορτάτος κάδος ρεύεται σαν απόπατος, διογκώνεται, συρρικνώνεται, τον νιώθεις μ’ ένα πήδο να ‘ρχεται και να καλιάζει στην καμπούρα σου.
                  Στυμμένος από χαράτσια και χωμένος στο σκουπίδι, νιώθεις λεχρίτης, λιώμα,, ξοφλημένος, ένας ντορβάς γεμάτος  χαμούρι. Χέζεις τις νεκροφιλικές μεγαλοστομίες των δημάρχων και των πολιτικών για ποιότητα ζωής και ανάπτυξη, ουρείς την φαύλη κομπορρημοσύνη τους και μουντζώνεις τις άδειες σκιές στους δημόσιους οίκους τους.
                  Κι αρχίζεις πάλι τη μαύρη μέρα σου ν’ ασπρίσεις. Το απορριμματοφόρο όμως πάλι μένει από λεβιέ, οι εργάτες δηλώνουνε αργοί, οι δήμαρχοι ανούσιοι και μωροί. Φεύγει; Δε φεύγει έτσι το σκουπίδι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου