Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Ο μαύρος καλόγερος

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
         Μοσχοβολούσε ο κήπος μου γαρύφαλλο και δυόσμο, η γύρη έσμιγε με το ενεργειακό πεδίο των ωαρίων, οι φυλλωσιές θρόιζαν περνώντας μέσα τους ο ήρεμος Ζέφυρος. Η ζεστή μέρα με ύπνωνε, την ελεημοσύνη της ζητούσα να  με ‘βρει το βράδυ, αναμάρτητο, οικοδομώντας το είναι μου μακριά από το μοιχεύσεις, το φονεύσεις και το κλέψεις. Ονειρευόμουν τα παλιά, τη μασταρού Ευρώπη που μας βρίζει ραγιάδες, το πρόστυχο  << Γκρέξιτ >> που έχει κολλήσει στη σάρκα μου, τη γυμνή πατρίδα που τρώει τις σάρκες της, τον κάθε πίθηκο της τρόικας που μας πουλάει νερώνεια ψυχική βλάβη. Κοιτούσα τη σόλα μου την κολλημένη με UHU, το πορτοφόλι μου που σάπιζε άδειο, το ψίχουλο που μασούλιζε η ασήκωτη φτώχεια μου. ΄

          Ώσπου ένας μαυροντυμένος καλόγερος, ασπρομάλλης, μαυροφρύδης με χέρια μακριά σαν κουπιά, σαν αστραπή πέρασε δίπλα μου και θρονιάστηκε στην καρέκλα. Ερχόταν από το Ιόνιο. Μου ‘φυγαν τα τσίσια μου, χλόμιασα, η καρδιά μου έπαιζε βαλσάκι τρελό.     
        << Ειρήνη τέκνο μου! >> ψιθύρισε.  << Σε ζηλεύω!  Δε σου ΄χει σφίξει το λαιμό το λουρί της κρίσης, λάμπεις σαν πολυέλαιος κάτω από τον ίσκιο, ο κήπος σου ζούγκλα στο λάπατο, τα δέντρα σου φίσκα στο πορτοκάλι και το μούσμουλο, οι κοκόροι σου κρεατωμένοι, τα μέα σου από ‘δω, τα σέα σου από ‘κει, δείχνεις καπιταλιστής κρυφούλης >> 
      << Εξόχως ωραία τα λες, άγιε δέσποτά μου >> του αντιμίλησα, αλλά κοίτα με καλά.  << Το  παπούτσι μου ξεσολιασμένο, το τζιν μου μανταρισμένο, το κοντοπόλκι μου τρύπιο, άκουρος, το γένι βρώμικο, η σκόρτσα δυο δάχτυλα στο πετσί μου. Άφραγκος, θεονήστικος, τρέφομαι με ψωμί, λαχανόζουμο και ωμή λαχανίδα. Ο καταπιώνας μου ξέχασε το κρέας, η συνταξούλα μου μέρα παρά μέρα τα τινάζει, δε μου μένει σέντσι, όλα μου τα παίρνει το πολιτικό φακλαναριό. Ζω στη μυλόπετρα, στυμμένος είμαι, λιώμα, χαμούρι, ένας Έλληνας λεχρίτης. >>
         Η συμβία ορθή στην πόρτα, φωνή λάλησε δυνατή: << Με ποιον μιλάς, άντρα μου; Λώλανες; >>  << Με τον   καλόγερο! Έλα  να  τον δεις! >>  << Καλόγερο  δε  βλέπω, αλλά έλα μου, έλα μου  και προσκύνα!  >>   Ξεδίπλωσε από το προσόψι το εικονισματάκι του άγιου Νόννου και μου  το  ‘βαλε στα χείλη. << Προσκύνα το, φίλα το και πες: Ιησούς  Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Έτσι θα ράψουν οι άγγελοι την τρυπούλα του μυαλού σου και δε θα μπαίνουν πια οράματα >>. 
         Χρηματοδοτικό κενό μας μαστορεύει ο Σόιμπλε, με νευρωτικό παροξυσμό ξεσπάμε οι αξιολύπητοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου