Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Το σακούλι

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
              Κοντά στο σπίτι μου, έχει στηθεί ένα κολαστήριο ζωής. Οι άνθρωποι μένουν σε κοτετσόσπιτα, είναι άνεργοι, πεινασμένοι, βρώμικοι και μεθυσμένοι. Δεν μπορούν να χορτάσουν τα στόματά τους ψωμί και μοιάζουν σαν μπελέχαροι ποντικοί.
              Τους κιαλάρω από την αυλόπορτα και με πιάνει ντελίριο. Άγνωστοι με κτηνώδη πρόσωπα, κουρελήδες, άπλυτοι, ξυπόλητοι, βρίζονται και πλακώνονται στις μπουνιές για ψύλλου πήδημα. Μερικοί ξοδεύουν και το τελευταίο τους σέντσι στο αλκοόλ, οι καπνιστές καπνίζουν μισαδάκια, όσοι λιάζονται στο χώμα ξαπλωμένοι, κοιτάζουν τη δούκισσα αυλή  μου και της κλείνουν το μάτι πονηρά. 
              Την ίδια ώρα που άλλα ατσαλάκωτα ανθρωπάκια κουλαντρίζουν τον άνομο πλούτο τους, τούτοι οι πολιορκημένοι στο πορδοκλανείο, στραγγίζουν και την τελευταία σταγόνα των ούρων τους να την πιουν.
Και όταν σαχλεπίσαχλες φιγούρες τύπου Αδ- όνειδος ορύονται ως αναξιοπαθούσες από την πτώχευση του Τσίπρα, τούτες οι άδειες σκιές κατεβάζουν απ’ το λαιμό τους για να ταϊσουν το πεπτικό τους σύστημα, σάπιο κηπευτικό. Κι όσο  τα δικά μας και των Βρυξελλών τα τιποτάκια, εμμένουν να έχουν ακόμη πιτυρούχα γκλάβα, εγώ θα βρίσκω στην είσοδο της πόρτας μου, γράμματα σωρό να μου ζητάνε άρτο και ζωμό για τους πεινασμένους.  Διαβάζω ένα: Να μου στίλις κάτι να φάμε. Λίγω γάλα, ψομί κι ένα σιρόπι για τον Αντρέ μου. Βάνια.
             Σ’ ένα από τα πολλά γράμματα, έσπασα, συντρίφτηκε η ψυχή μου κι από Κιουταχής έγινα Χριστός. Παρφουμαρισμένος από τις τέφρες του αρχικλέφταρου καπιταλισμού, ανάνηψα και πήρα το σακούλι. Το γέμισα πλούτο νόμιμο, πιπεριές, μελιτζάνες, μακαρόνια, ρύζι, έβαλα κι ένα κατεψυγμένο κοτόπουλο και ρίχνοντάς το στον ώμο, το ‘κοψα για της Βάνιας την παράγκα. Με είδαν οι πεινασμένοι να τραβάω την κουρελού της πόρτας για να μπω μέσα κι έπιασαν σειρές. Όταν κατάλαβαν πως δεν ήταν για τα δόντια τους, έστριψαν κι έπιασαν πάλι τα σκαμνιά.
          Η Βάνια άνοιξε το σακούλι. Τάιζε τα γερανισμένα παιδιά της με τη σούπα που έφτιαξε και μου ‘λεγε, πως η φτώχεια την κάνει να δουλεύει νταντά τη μια, νοσοκόμα σε γριές την άλλη, να καθαρίζει απόπατους, στα θερμοκήπια όλη μέρα να φυτεύει σκυφτή. Ο άντρας της μεροδούλι, μεροφάι, ό,τι φέρνει πηγαίνει στα φάρμακα των παιδιών. 
         Έσκαγε, μου ‘λεγε, να βρει ποιος τραβάει τα χοντρά λεφτά κι έβαζε κάτω την κούτρα της να σκεφτεί γιατί είναι τόσο φτωχοί. Δεν μπορούσε να χωνέψει, γιατί ο ένας τρώει μπριζόλα κι ο άλλος   χάφτει τα κόλλυβα της κηδείας να τυλωθεί. Να δουλεύεις δεκάωρο κι αντί να κουβαλάς σακούλια με ψωμί στο σπίτι να τα φέρνεις άδεια κι εσύ γδαρμένος από την κούραση να κοιμάσαι και να πονάς ολόκληρος. Να μη σου μένει σέντσι να μείνεις σ’ ένα  σπίτι της προκοπής, να χορτάσεις τα παιδιά σου, να μην ψοφάς σαν όρνιο όταν αρρωσταίνεις, να μη σκέφτεσαι να φορτωθείς πάλι τα συμπράγκαλά σου και να φύγεις γι’ αλλού. 
         Τι να πω; Να φτύσω; Τέτοια νερώνεια ψυχική βλάβη που ΄χει ο πλανήτης δεν ξεπλένεται ούτε μ’ όλα τα ποτάμια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου