Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Συννεφιασμένες ψυχές

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
           Από την αυλή μου, βλέπω έναν παμχάφτικο καπιταλισμό, έναν αιματορουφήχτη κερδεαλόφρων τοκογλύφο που εξοντώνει μαύρους εργάτες, λευκούς και μελαψούς, χωμένους στο δηλητηριασμένο κηπευτικό. Παιδιόθεν θαυμαστής της καλλιέργειας της γης, τη δούλευα για να αγοράσω το βιβλίο, με  το γράμμα να ξεστραβωθώ και να βλέπω που θα βάζω την υπογραφή μου.  Όμως η δουλειά δεν ήταν έτσι. Τούτοι οι νηστικοί  ξερνάνε και το γάλα της μάνας τους ακόμη να βάλουνε στην τσέπη τους το σέντσι, τα εμέσματα καταπίνουν του αφεντικού να στρώσουν το βράδυ στο τραπέζι, φτερούγες όρνιθας και ξερό ψωμί.

           Οι μέρες τους  είναι κουτσές, οι ψυχές τους συννεφιασμένες, στα σωθικά τους το κατακάθι της κακής σίτισης γεννά σκουλήκια. Η ζωή τους σαν του  γυμνοσάλιγκα που χαμωσέρνεται, τα όνειρά τους σκορπισμένα σαν τα ξέφτια, η ελπίδα τους ένα μαύρο φτερό που το σπρώχνει ο άνεμος.
            Δεν τρώνε αστακό και την παπάρα δύσκολα την αποσπούν από τα άρπαγα χέρια του αφεντικού. Άνεργοι, γδαρμένοι από τα βάτα, απολυμένοι τον πιο πολύ καιρό, σταλίζουν στις πλατείες, μασάνε πασατέμπο, παζαρεύουν με τον εμποράκο να πουλήσουν το σκισμένο κοντοπόλκι τους ν’ αγοράσουν το σκοινί της αγχόνης τους. 
             Και ψηφίζουν οι Μαυρογιαλούρηδες και οι ψαλιδόκωλοι Έλληνες και Ευρωπαίοι  ταγοί, νόμους για τους μετανάστες. Κι όλο τους τάζουν καλύτερη ζωή έξω από γκέτο και στρατόπεδα υποδοχής, κι όλο με λόγο κοπριά, προσπαθούν να τους πείσουν πως θα αλλάξει το μενού τους κι από κονσέρβα θα γίνει συναγρίδα. 
             Όμως με πηδαλιούχους τούτους τους δήθεν, δε γίνεται τίποτε.  Οι παγκόσμιοι νηστικοί ζούνε σε τρώγλες, τεμπελιάζουν ανάσκελα, κρύβονται στους ασφόδελους, υποτάσσονται  στη φωνή της νεκρώσιμης απελπισίας. Δραπέτες από τους κήπους του Αλλάχ, είναι αστόλιστοι, δεν  ξέρουν από ακρογιαλιές, οι πλάτες τους γυμνές και στον ήλιο και το κρύο του χωραφιού, τον ύπνο τους  χορταίνουν με τους ποντικούς που ροκανίζουν τα αυτιά τους. Τραγουδάνε όπως οι σαλίγκαροι που ψήνονται, τρώνε το ζαμπόν και χώνονται πάλι στο βούρκο τους, άνευ ορίων και άνευ όρων. 
           Εκλιπαρούν για μια φέτα ψωμί, σε σαχλεπίσαχλους ύπατους μπουμπούκους απευθύνονται, να τους λυπηθούν, να κάνουν κάτι, να μη νιώθουν ανέστιοι, να μην είναι πένητες, μπατίρηδες και φουκαράδες. Τούτοι αραχτοί στους θώκους τους, τους τρίζουνε τα δόντια, με απλωμένη την αρίδα τους υψώνουν τη γροθιά τους. Δε γίνεται ν’ αρχίσουνε μαζί τους τις φιλίες, χαϊρι δε βλέπουν απ’ αυτούς, το χνώτο τους μυρίζει. 
         Τους κοιτάζω από την αυλή μου και όλοι τους είναι όμοιοι, καταόμοιοι με το Ναζωραίο. Να τους κατεβάσω από το σταυρό δεν μπορώ, ούτε να τους ταίσω. Μου  ‘φαγε και την ουρά απ’ το βόδι ο κρατικός τοκογλύφος, έμεινα ένα σκιαζαράκι, ένα ξεπουπουλιασμένο κοτοπουλάκι. Μία δεν έχω, τι να τους δώσω.

1 σχόλιο:

  1. Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
    τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
    που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
    κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
    σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
    τους έχω βαρεθεί.
    Για την αντιγραφη Θοδωρος Γαλανοπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή