Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Μπατιράκια

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
         Υποφέρει η ψυχή σου να βλέπεις το φίλο σου με ολοτρύπιο μπουφάν, να τον ακούς να σου λέει πως η κουρούπα του είναι άδεια, πως τον έχει φάει η απλησιά γιατί η συμμορία των  λωποδυτικών συμφερόντων του ΄χει κόψει το ρεύμα και δεν έχει ζεστό νερό να ξεσκορτσαστεί. Πως τον τσιτώνουν τίλογα τα χρέη του, θηλιά του βάζουν στο λαιμό για να τον αναγκάσουν να μεγαλορρημονήσει, να κομπάσει και να βρίσει κάθε ποίσα και δείξα που τον κατάντησε έτσι. 
         Υποφέρεις να βλέπεις τον ξάδερφο με παντελόνι μπασμένο, μπαλωμένο στον πισινό και λιωμένο στα γόνατα, το συνομήλικο με σκούφο πληγωμένο, το γήσο του λερό, το χρώμα του ξεθωριασμένο.
Τη μοδιστρούλα να μην έχει μία να πάρει κολόνια φτηνή, την περιπτερού να βγαίνει από το μπακάλικο σφίγγοντας το διπλωμένο ρέγκο, τον κουρέα να μη σταυρώνει πελάτη να κουρέψει, τη Μάρω την κεντήστρα  να ψωνίζει κόπανο για να λευκάνει τα άπλυτά της. Όλους  αυτούς κι άλλα μπατιράκια να τη βγάζουν στην ψάθα και να τους λείπει το ντύμα και το φαϊ.
          Υποφέρεις να βλέπεις έναν θεσμοποιημένο αμοραλισμό που βύθισε την ελληνική κοινωνία σε ανήκεστη παρακμή, πρωτογονισμό, φτώχεια, σήψη και σαπίλα. Ν’ ακούς τους κυβερνητικούς διανοούμενους πως έχουμε ανάπτυξη, δικαιοσύνη και ευημερία και συ να βλέπεις το γείτονα, να’ χει το κεφάλι σκυφτό και να παραμιλάει. Έχει ένα χαμώγι, το χρωστάει, το πληρώνει και όλο το χρωστάει. Σκέφτεται να του σπάσει τα παράθυρα έτσι για το άχτι του, να του βάλει φωτιά να κάνουν χάζι οι εχθροί και οι γειτόνοι του. Χρωστάει στο μαγαζάτορα κι αυτός  του παίρνει, πότε μια καρέκλα, πότε ένα στρίποδο, πότε τα σκαμνιά. Το σπίτι θέλει βάψιμο, το χρώμα έχει κόστος και το αφεντικό του μαγαζιού το βερεσέ έχει κομμένο. Με βρύα γεμάτοι οι τοίχοι του, πεσμένοι οι σοβάδες, σκόνη και φύλλα πάνω του αγνώριστο το ΄χουν κάνει. 
         Και για τον ψαρά της γειτονιάς σου τούτη η κρίση είναι σκληρόκαρδη. Υποφέρεις να τον βλέπεις με έξω τα κνημικά και τις ωλένες να πετάει τη σαρδέλα στη θάλασσα γιατί του μένει απούλητη, γίνεται οσμηρή και βρωμάει το λιμάνι. Στο ίδιο κοιμητήρι της ανέχειας θάβεται και ο εύθραυστος, αγαθός σου φίλος εβδομηντάρης ταβερνιάρης που μήνες τώρα κάθεται χωρίς δουλειά και πελάτη δε σταυρώνει. Τα βαρέλια του γεμάτα, οι πελάτες του γερόντια δεν πίνουν, φυλάγονται, ο οίνος ανεβάζει το ζάχαρο, ο πρησμένος προστάτης δε θέλει τηγανιτό. 
          Πολλοί σαν τούτους σ’ όλη την πατρίδα ξεσφερτσάζονται για το ψίχουλο. Την ίδια ώρα μικρονοϊκοί μπουρζουάδες την πυρόξανθη εξουσία στο κρεβάτι τους απαυτώνουν, βγάζοντάς της το βερνίλ φουστάνι της.  Ντυμένοι με casual ντύσιμο στις πόρσε τους μπαίνουν και τρέχουν για  ξεφάντωμα και ποτό. 
          Στους δρόμους της πατρίδας  και στις γειτονιές παιδιά πεινούν, άντρες δεν έχουν δουλειά, γυναίκες απελπισμένες στραβοπατάνε ζερβά δεξιά, ξεσπίτωτοι κοιμούνται στα παγκάκια. Και δεν ακούγεται το παραμικρό, καμιά ύπαρξη αόρατη δεν ανασαίνει γι’ αυτούς, ψυχάρα δεν ξεμυτίζει, ένα πιάτο φαϊ να τους βάλει μπροστά να τους χορτάσει.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου