Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Η ιστορία της Τάνιας

  Διήγημα
Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
        Εκεί ειπώθηκε αυτή η ιστορία. Στην ταβέρνα της αποβάθρας  << Το κύμα >> που αναδυόταν σαν μεγάλο χρυσό κοχύλι στην στιλπνή άμμο στο λιμάνι της Κυπαρισσίας τη δεκαετία του ογδόντα. Και ειπώθηκε θαρραλέα μεν αλλά με μια μνήμη που προερχόταν από σαπισμένη  εποχή και που έπρεπε να ‘χε λησμονηθεί με το σκεπτικό ενός αφορισμένου και προδομένου έρωτα.  
        Είμαστε πέντε, δεμένοι μεταξύ μας και κουτσοπίναμε τα βράδια με σκοπό όχι να μεθύσουμε αλλά να βρούμε την ευκαιρία της διήγησης που με τη σχολαστική θωπεία της θα μας έδιωχνε για λίγο από την αργόσυρτη και βαριά ζωή της επαρχιακής πόλης. 
        Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως όση δύναμη κι αν είχαμε μέσα μας δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στο πνευματικό σκοτάδι που αιωρούταν στον αέρα που αναπνέαμε και για να μην αλωθούμε από το σκουπιδαριό του κάναμε αυτές τις συντροφιές τις φτιαγμένες από τρυφερότητα και φιλία.

          Η ταβέρνα αυτή αποθησαύριζε συγκινήσεις των ταπεινών και ανθρώπων που κάλπαζε η φαντασία τους και ήθελαν λέγοντας ιστορίες να ξεφύγουν από τον ανιαρό εαυτό τους. Με τον καιρό όμως οι μυθοπλαστικές αστείες ιστορίες μας κούρασαν και ο κυρ Λάκης, συνταξιούχος καπετάνιος, έριξε την ιδέα να λέμε αληθινές ιστορίες, πνευματικά και αθάνατα γεγονότα, όπως τις χαρακτήριζε, ακόμα και ιστορίες με σαρκικά και ψυχικά αμαρτήματα για να μας θέλγουν και να δίνουν και κάποιες πληροφορίες από τη διαδρομή του χρόνου που διανύσαμε στη ζωή. 
         Ο ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα να πει κάτι που θα διαπόμπευε τη ζωή του. Κι όταν έλεγε τις ιστορίες του όλοι μας καταλαβαίναμε πως τις διάνθιζε και με προσωπικά του αληθινά γεγονότα που μας έκανε να κοκκινίζουμε ενώ ο ίδιος τις χαιρόταν και τις απολάμβανε. Ενίοτε ήταν τόσο βλάσφημος στην εξιστόρηση γεγονότων από τη μικρή μας κοινωνία που διαμαρτυρόμαστε πως θίγονταν πρόσωπα της πόλης που ζούσαμε κι αυτό ήταν ανέντιμο. Αυτός όχι μόνο δεν μας άκουγε αλλά έβγαζε από το σεντούκι της μνήμης του πιο προωθημένες και ζωντανές ιστορίες της πόλης που ήταν πρωταγωνιστής και χαμπάρι δεν έδινε για τις δικές μας ενστάσεις. 
         Ένα βράδυ  μας μίλησε για μια σφοδρή είδηση που κυκλοφορούσε στην πόλη και πρόδιδε τόσο ταραχή στους κατοίκους της που οι περισσότεροι παραλήρησαν και αρρώστησαν  από την ένταση του αβάσταχτου δέους της. << Μια ομάδα  τυχοδιωκτών >> άρχισε να λέει παίρνοντας  εντυπωσιακό ύφος για να μας προδιαθέσει για το ενδιαφέρον της ιστορίας του, << σε λίγες μέρες  θα επισκεπτόταν το κάστρο για να  αναζήτηση στις κρύπτες του αμύθητο θησαυρό εγκαταλειμμένο  εκεί από τους Φράγκους επιδρομείς στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα.                    
         Αρχηγός αυτής της ομάδας των τυχοδιωκτών ήταν ένας Τσέχος Ουγενότος επιχειρηματίας, πολύ πλούσιος, επιρρεπής στην ακολασία,  τον έκλυτο βίο και σε ανομολόγητες επιθυμίες πάθους και ηδονής. Οι φήμες τον ήθελαν παντρεμένο με μια πλούσια καλλονή, κόρη πετρελαιοπαραγωγού της Σαουδικής Αραβίας που η περιουσία του ανερχόταν σε δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Τσέχος ήταν έμπορας όπλων και ναρκωτικών έχοντας ιδρύσει σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες πολλές επιχειρήσεις αμφιβόλου νομιμότητας με την πιο παράνομη και ύποπτη εκείνη στην κεντρική Αφρική που εμπορευόταν  δέρματα τίγρης. 
          Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος, μονόφθαλμος και κουτσός από το δεξί πόδι. Σε μια ενέδρα στη Σομαλία οι άντρες μιας συμμορίας του έστησαν ενέδρα και τον γάζωσαν με τα πολυβόλα αλλά κατόρθωσε και γλίτωσε σοβαρά τραυματισμένος με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός από το αριστερό μάτι, να σπάσει την κνήμη του δεξιού  ποδιού του και να μετρήσει τρία δάχτυλα εγκαρσίως κομμένα στο αριστερό κάτω άκρο. Το πλέον σοβαρό τραύμα το έπαθε στη βρεγματική χώρα που είχε ως αποτέλεσμα να του διολισθήσει η μνήμη και να αλλοιωθούν κι άλλες παράπλευρες νοητικές λειτουργίες εξασθενίζοντάς του για πάντα τη διανοητική του ισορροπία.  Η αναπηρία του όμως αυτή ποτέ  δεν τον πτόησε να εγκαταλείψει το κέρδος και τη δίψα της παρανομίας αλλά αντιθέτως λειτουργούσε ως ακατάλυτη δύναμη για να διεκπεραίωση το ακατόρθωτο.  
            Η τρομερή ιδέα έλεγαν, συνέχισε ο κυρ Λάκης φωτισμένος περιέργως από μια λάμψη όμοια με εκείνη των αγίων μοναχών όταν προσεύχονταν, για την ανακάλυψη των θησαυρών στα κάστρα του ήρθε ξαφνικά  και τον παρέσυρε στο δρόμο της οδύνης τους όπως ο χείμαρρος που φουσκώνει μετά από μια βίαιη νεροποντή και παρασύρει τα πάντα. Ήταν καθισμένος πάνω σ’ ένα τάφο στο νεκροταφείο των τυχοδιωκτών στη μακρινή Σομαλία και διάβαζε το χοντρόδετο βιβλίο με τίτλο << Το χρονικό του Μορέως > > που πάντα το είχε μαζί του και αντλούσε από τις σελίδες του τη δύναμη της περιπέτειας και τη χαρά της λεηλασίας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας τους Φράγκους. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να κλείσει το βιβλίο και να ονειρευτεί τις σιδερόφραχτες στρατιές τους να σκοτώνουν και να λεηλατούν είδε να ξεπετάγονται  από ένα κενοτάφιο  δυο σαύρες. Κι αμέσως μια δαιμονισμένη  μανία τον κυρίεψε να τις σκοτώσει με την κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού του που κρεμόταν βαρύ μέσα στη θήκη του από τη ζώνη του. Κι ως πήγε να το σύρει η μία φοβισμένη επέστρεψε πίσω  και κρύφτηκε πάλι στην κρύπτη της.  Η άλλη βγάζοντας μια κραυγή σαν σφύριγμα  χάθηκε για λίγο τρέχοντας μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης  και πήγε και στάθηκε στην κορφή ενός χωμάτινου σβώλου.  Από εκεί τον κοίταζε αφήνοντας να κρέμεται από το στόμα της μια μικρή γλώσσα κόκκινη σαν φλογίτσα λες και ήτανε ματωμένη.  
         Ο Τσέχος τότε θεώρησε σημαδιακή αυτή την εικόνα, την επένδυσε μ’ ένα χρησμολογικό μανδύα και την εκτίμησε σαν καλό οιωνό στο τυχοδιωκτικό  μέλλον του.  Σκέφτηκε: Η σαύρα που κρύφτηκε είναι ο θησαυρός στα κάστρα, η άλλη πάνω στο σωρό με το χώμα ο στρατιώτης της Φραγκιάς που τον εγκατέλειψε και ο σβώλος με το χώμα δεν είναι τίποτ’  άλλο από τα κάστρα του Μοριά που είναι κρυμμένος! Δεν απομένει λοιπόν να βρω τη δυσδιάκριτη ρωγμή που θα μου τους φανερώσει. 
        Από τότε γυρνούσε όλα τα κάστρα του  Μοριά και έψαχνε για τους κρυμμένους θησαυρούς. Και να που οι μέρες φαίνεται έφθασαν να ‘ρθει και στο δικό μας, συνέχισε ο κυρ Λάκης και χρωμάτισε τη φωνή του για να τον προσέξουμε. Η φήμη λέει, όπως σας είπα πως οι τυχοδιώκτες είναι προ των πυλών! Κάποιο μάτι που τους είδε διαδίδει πως οι άνδρες της αποστολής είναι δεκαπέντε συνολικά, νέοι, ψηλοί, γεροδεμένοι, οπλισμένοι και φορτωμένοι με εργαλεία εκσκαφής. Πέρασαν την πύλη ξημερώματα και είναι μέσα στο κάστρο. Αρχηγός τους είναι ένας Σομαλός εργοδηγός, φίλος του Τσέχου που τον έχει εξουσιοδοτήσει να φέρει εις πέρας την αποστολή όσο δυνατόν το ταχύτερο και με λιγότερες απώλειες. 
        Αυτός λοιπόν ο Τσέχος τυχοδιώκτης είχε κι ένα σκάνδαλο στα τόσα άλλα με τη γυναίκα του. Για ερωτικό σκάνδαλο μίλησαν οι κοινωνικές στήλες των εφημερίδων για απαγωγή και την απελευθέρωσή της με λίτρα δήλωσε στα κανάλια ο κερατωμένος σύζυγος.  Μυστήριο θα πει κανείς όπως και << μυστήρια >> ήταν για πολλούς τα πολυτελή ξενοδοχεία που έμενε και διανυκτέρευε η σύζυγός του μετά τις χλιδάτες  κρουαζιέρες  που έκανε. Της άρεσαν τα ξενοδοχεία που ανάβοντας το τσιγάρο έθετε αμέσως σε λειτουργία ένα σύστημα ήχου, φωτός και μουσικής. Όταν ζητούσε κάτι της απαντούσαν σε πέντε διαφορετικές γλώσσες και αν ζητούσε βοήθεια η υπηρεσία βρισκόταν αμέσως έξω από την πόρτα. 
        Σ΄ ένα τέτοιο ξενοδοχείο βρέθηκε όταν της συνέβη το περίφημο εκείνο σκάνδαλο για το οποίο σας έκανα  λόγο πριν. Βρισκόταν στην Κολομβία και είχε προγραμματίσει να μείνει μια εβδομάδα όταν εκείνο το βράδυ της περιπέτειάς της είχε γυρίσει από μια έκθεση πλειστηριασμού με πίνακες ζωγραφικής. Κουρασμένη η Ζαϊρα  έβγαλε το φόρεμά της, μπήκε στο μπάνιο, πήρε το λουτρό της και βγήκε γαληνεμένη από τους ερωτικούς  στροβίλους του νερού που της χάρισε το  τζακούζι να ετοιμαστεί και να κατέβει στο ισόγειο να δειπνήσει. Η ώρα ήταν δέκα. Έφαγε γρήγορα και εκνευρισμένη από τη δυνατή ροκ μουσική έφυγε χωρίς καλά - καλά να τελειώσει το κρασί της και βγήκε στο διάδρομο. Περπάτησε για το ασανσέρ  απορροφημένη στις σκέψεις της μέρας και λίγο πριν φτάσει μια φωνή απαλή, ανδροπρεπή και χαριτωμένη της χάιδεψε το γυμνό ώμο και την έβγαλε από την ανιαρή προσωπική στιγμή της. 
     << Φεύγετε; >>
      Ζαλίστηκε απ’ το άρωμά του, της κόπηκε η ανάσα  και έχασε το βηματισμό της πηγαίνοντας πέρα δώθε αναστατωμένη.  Η έκφρασή του σαν γύρισε πίσω το κεφάλι και τον είδε την αιχμαλώτισε και όπως της κοίταζε το στητό στήθος και τα γυμνά καλλίγραμμα λευκά μπράτσα της, της φάνηκε σαν να ήθελε να την καταβροχθίσει. Άρχισε να φεύγει τρέχοντας αλλά όλο έμενε στο ίδιο μέρος. Ο άντρας την πρόλαβε και της έκλεισε το δρόμο και ευγενικά της είπε: << Έχετε όμορφα μάτια, τα πιο όμορφα στον κόσμο! >> Της άρεσε το κομπλιμέντο αλλά κι αυτός!  Ύστερα της πρότεινε να πάνε για χορό. Δεν αντιστάθηκε, πήγε.  Στο δεύτερο βαλς  η Ζαϊρα κατάλαβε πως ήταν επαγγελματίας χορευτής  και υπόθεσε ότι κι αυτή ήταν η δουλειά του να ψαρεύει και να παρασύρει γυναίκες για να τους προσφέρει ακόλαστες σαρκικές ηδονές. Κάθισαν να πάρουν μια ανάσα και ν’ αδειάσουν ένα μπουκάλι τεκίλα. Ξανασηκώθηκαν και απ’  ότι είχε διαδοθεί χόρεψαν πολλούς χορούς, ήπιαν του σκασμού και ξεθεωμένοι και μεθυσμένοι πήγαν στη σουίτα του. Εκεί δεν πρέπει να υπήρξαν  προκαταρκτικά, κουβέντες, λέξεις τρυφερές, χειρονομίες θωπευτικές στην ένωση των δυο κορμιών. Η Ζαϊρα γνώριζε πως θα της πρόσφερε κάτι το διαφορετικό και πως ήταν τυχερή που θα το δοκίμαζε. Έτσι τον άφησε να τη γδύσει  με επιδεξιότητα να της βγάλει και το τελευταίο ρούχο ανεπαίσθητα  με τα ακροδάχτυλά του και να την ξαπλώσει  στο κρεβάτι πιάνοντάς την τόσο ελαφρά από τα σμιλευμένα μπράτσα της που ούτε  κατάλαβε  το άγγιγμά του. Τα υπόλοιπα τα φαντάζεται κανείς. Αφού την έλιωσε σαν Μινώταυρος ύστερα συγκρατώντας  σιγά -  σιγά τα πρωτόγονα ένστιχτά του την οδήγησε στον ασύλληπτο διαμελισμό της. Κι αυτό το λέω γιατί μετά  την πράξη τον ακολούθησε για μια βόλτα. Στο δρόμο όμως για την παραλία οδηγώντας την kompreso τον περίμενε η συμμορία του και την απήγαγαν! Εκβιάζοντας ύστερα τον Τσέχο του πήρε τρία εκατομμύρια δολάρια για λίτρα και την απελευθέρωσε! Ένα χρόνο μετά την απαγωγή ο απαγωγέας έγινε γνωστός. Τον έψαχνε η αστυνομία για πολλά εγκλήματα στην Αϊτή και στα γύρω νησιά. Ήταν απατεώνας, κλέφτης, εκβιαστής, ζιγκολό σε πλούσιες χήρες και ύποπτος δολοφόνος δύο εξ’ αυτών και ενός εμπόρου ναρκωτικών. Ακόμη ακούστηκε πως είχε λάβει μέρος και στη συμμορία που  είχε στήσει ενέδρα να σκοτώσει τον Τσέχο  πριν δέκα χρόνια και τη γλίτωσε >>.
       Σταμάτησε.  Ήπιε δυο γουλιές κόκκινο κρασί από το ποτήρι του, μας κοίταξε πάλι στα μάτια από επιτακτική βούληση για να τον προσέξουμε και φάνηκε πως θα απευθυνόταν σ΄ ένα από μας για να πει τη δική του ιστορία ως είθισται.  Όμως παραδόξως  ετοιμάστηκε να πει κι άλλη ιστορία που βέβαια δεν απαγορευόταν αλλά δε συνηθιζόταν να λέει ο ίδιος αφηγητής δύο και περισσότερες ιστορίες. Ο κύριος Λάκης όμως ήξερε  τι έκανε. Επειδή η συνέχεια  θα εξελισσόταν σε  μια  οδυνηρή τραγικότητα  εξαιτίας της ερωτικής ιστορίας που είχε βάλει σε τροχιά και ήξερε πως θα ειπωθεί, ήθελε προφανώς να γλυκάνει την ατμόσφαιρα  μ’ ένα προοίμιο  παρεμφερής ιστορίας ώστε να προλάβει  τυχόν συμπτώματα  έντασης και ψυχολογικής φόρτισης. Έτσι συνέχισε να μας λέει τώρα μετά τη Ζαϊρα για τη Βερονίκη, μια κόρη πλούσιου προεξάρχοντος επιφανούς  προσώπου της πόλης που  την ταπείνωσε και του έκανε κι αυτή  το ίδιο πράγμα.
             Αλλά ο κυρ Λάκης ήταν ψημένος στη ζωή και στο τέλος της ιστορίας αφού εξιστόρησε όλες τις ατιμίες και τις προστυχιές που του έκανε η κόμισσα, έμοιαζε να είχε πει όχι μια ιστορία πόνου αλλά κάποιο κουτσομπολιό για μια κοινή γυναίκα. Έτσι όταν ήρθε η σειρά μου  να πω την ιστορία μου, την ιστορία της Τάνιας, άρχισα ενθουσιώδης, αγέρωχος και αποφασιστικός να του μοιάσω. Και να τι είπα:
      << Αγαπούσα την Τάνια με πάθος, σαν θεά. Στις δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου του περασμένου μήνα του Σταυρού, πήγα το πρωί στην Ευαγγελίστρια ν’ ανάψω ένα κερί.  Το έκανα και βγήκα έξω. Άρχισα  να βηματίζω αργά - αργά ανάμεσα στις παράγκες χαζεύοντας με τα εμπορεύματα και τις αστείες και λαϊκές συμπεριφορές του κόσμου και των πωλητών. Φτάνοντας στο τέρμα του δρόμου είδα μπροστά μου τον απέραντο ελαιώνα και μια έλξη μ’ έκανε να  συνεχίσω την πορεία μου και να τον χαρώ. 
       Σαν απομακρύνθηκα όμως λίγα βήματα από το χώρο του πανηγυριού είδα την Τάνια στο αριστερό μέρος του δρόμου να βαδίζει με βήμα γοργό και πηδηχτό προς την έξοδο της πόλης. Αμέσως την πήρα από πίσω κι άρχισα να την παρακολουθώ.  Αυτή συνέχιζε να προχωρά και με βήματα που όσο προχωρούσε γίνονταν πιο γρήγορα, διήνυσε μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων και σταμάτησε στην είσοδο ενός πέτρινου σπιτιού.
         Γνώριζα σε ποιον ανήκε. Μ’ έφαγαν τα φίδια και η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. << Η πρόστυχη, έχει ραντεβού μαζί του >> σκέφτηκα τρέμοντας σύγκορμος ενώ λίγο έλειψε να πέσω κάτω. Έστω και με λυγισμένα πόδια την ακολούθησα και κρύφτηκα σ΄ ένα θάμνο   θαλερό.  Πέρασε την εξώπορτα και μπήκε στην αυλή. Πλησίασε την πόρτα του σπιτιού, έριξε ανήσυχη ματιά γύρω της και χτύπησε με δύναμη τα πόδια της κάτω. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως κανένα μάτι δεν την είδε, έσπρωξε την πόρτα και γλίστρησε μέσα. Ύστερα η πόρτα έκλεισε και δεν μπορούσα τίποτα να δω. 
      Μέσα λοιπόν για να προλάβω τη φαντασία σας την περίμενε ο εραστής της. Αγκαλιάστηκαν με πάθος κι έπεσαν σαν άγρια θηρία στο κρεβάτι. Φαίνεται πως σ’ αυτό το σπίτι οι δυο εραστές έσμιγαν ταχτικά κι άλλες φορές και ανακουφίζονταν από τον παροξυσμικό ερωτά τους κι εγώ το αγνοούσα. Ήταν το κρησφύγετό τους και δεν το γνώριζα. Οι θυελλώδεις ερωτικές σκηνές που εξελίσσονταν εκεί μέσα ήταν πέρα από τη φαντασία μου. Εγώ συμφιλιωμένος με την αγάπη μου για τη γυναίκα αυτή την είχα για καταπραϋντικό στο πάθος μου και δεν ξόδευα λίγο χρόνο να σκεφτώ για τις δηλητηριώδεις πράξεις της που μου έκανε πισώπλατα. Όταν  όμως την είδα κολλημένη σαν βδέλλα στο κορμί του αντιζήλου μου κατάλαβα πόσο πρόστυχη ήταν αυτή και η ζωή της >>.
     Αναστέναξα και σιώπησα. Από το παράθυρο ένα φεγγάρι αγαπημένο έκανε τα νερά του κόλπου να φωσφορίζουν. Ο  κυρ Λάκης μαγεμένος από την ιστορία μου όπως και οι άλλοι πίστεψαν πως θα σταματούσα και δε θα την έβγαζα πέρα. Ίσως και να είδαν υγρά τα μάτια μου. Ο καπετάνιος που είχε φάει τη ζωή και τη θάλασσα με το κουτάλι  μου  έγνεψε  να μην λιγοψυχήσω. 
     --- Πέσ’ τα λεβέντη μου! ψιθύρισε, πέσ’ τα να λυτρωθείς… 
    << Έτσι αφού δεν έβλεπα τίποτα από τη θέση μου, μπήκα μέσα στην αυλή και με κάθε προφύλαξη πήγα νότια του σπιτιού, στο μέρος που φαινόταν η άκρη από το παντζούρι του ανοικτού παράθυρου. Προσέχοντας να μην κάνω καμιά αδέξια κίνηση και προδοθώ από το θόρυβο, πλησίασα το παράθυρο και σηκώνοντας τα πόδια μου στις μύτες των δαχτύλων μου, κοίταξε μέσα. Το παραθυρόφυλλο όπως είπα ήταν ελαφρώς ανοιχτό  και ο αέρας του δρόμου που έμπαινε με δύναμη έκανε τη χοντρή κουρτίνα να στροβιλιστεί και να παραμεριστεί όσο χρειαζόταν μπροστά μου. Και τότε είδα τη γυναίκα που αγαπούσα τρελά τη θεά μου να δίνει το κορμί της στο βδελυρό οικοδεσπότη! 
        Η σκηνή ήταν τόσο σκληρή και δυσάρεστη  που μου κόπηκαν τα πόδια ενώ ένιωσα αηδία, μίσος και ζήλια για τους δυο εραστές. Ζαλίστηκα για λίγο αλλά ευτυχώς έμεινα όρθιος χωρίς να πέσω. Όμως  καλού κακού στηρίχτηκα στον τοίχο και δεν έφυγα από κοντά του παρά μόνο σαν συνήλθα. Τότε έριξα πάλι μια θαμπωμένη ματιά μέσα και πάλι σας το λέω, την είδα να ‘ναι όπως και πριν ζαλιστώ στην αγκαλιά του και να δέχεται με αχόρταγο και τρελό πάθος την είσοδό του κορμιού του μέσα της. Κι αμέσως σκοτείνιασε ο κόσμος γύρω μου και εγκατέλειψα την παράσταση τρέχοντας έξω από το καταραμένο σπίτι της απάτης να λυτρωθώ.  
        Όμως μια κραυγή ευχαρίστησης και ηδονής ξέφυγε από τα χείλη της Τάνιας κι έφτασε στ’ αυτιά μου λίγο πριν βγω στο δρόμο κι αφήσω πίσω το κολαστήριο των ψυχών τους. Η κραυγή της μου τρύπησε σαν κοφτερό λεπίδι την καρδιά μου και πόνεσα πολύ. Σταμάτησα ενώ  η ζήλια που με κυρίεψε ξανά μου ζήτησε εκδίκηση μέσα στο άρρωστο μυαλό μου. << Θα τους σφάξω και τους δυο! >> σκέφτηκα και σύροντας το μαχαίρι από την πίσω τσέπη του παντελονιού μου όρμησα με τη λάμα να σκίζει τον αέρα προς την πόρτα. Λίγο αν την έσπρωχνα θα ‘μπαινα μέσα.
         Ποιος καλός Θεός όμως με συγκράτησε; Αθόρυβα πια αλλά τρέμοντας έβαλα το μαχαίρι στην τσέπη κι έγειρα την πλάτη στο τοίχο. Αφού έμεινα για λίγο  συνοφρυωμένος μέσα στη σκοτεινιά μου  έφυγα με βήμα γοργό >>.
        Είχαν ξεραθεί τα χείλη μου, η ανάσα μου πρέπει να μου είχε κοπεί. Όλη η εμφάνισή μου πρέπει να είχε γίνει περίλυπη για να ακουμπήσει το δεξί του χέρι ο καπετάνιος στο πόδι μου και να μου πει με τη φωνή του ανάλαφρη σαν πέταγμα πεταλούδας:
         --- Τελείωσες, παλικάρι μου! Μπράβο σου! Εσύ όμως δείχνεις να υποφέρεις… Τόσο αληθινή είναι; 
       << Φτάνοντας στο σπίτι δεν ένιωθα καλά και ξάπλωσα. Είχα δυνατούς πονοκεφάλους, είχα ιδρώσει και ξέσπασα σε λυγμούς ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Οι σκέψεις που μου έρχονταν στο νου με βασάνιζαν και μ’ έκαναν κουρέλι. Όσο περνούσε η ώρα γινόμουν ερείπιο, κατέρρεα και περίμενα τη λύτρωση στη μεγαλοψυχία του εγκεφαλικού ή του εμφράγματος.  Τη λύτρωση από το δαίμονα που άκουγε στο όνομα Τάνια. 
        --- Πόσοι έχουν πριονίσει τη ζωή τους απ’ τις μέγαιρες παλικάρι μου… ψιθύρισε ο καπετάνιος, νομίζοντας πως ήταν το φινάλε της ιστορίας μου και ήπιε μια καταψιά από το κόκκινο κρασί στο ποτήρι του. 
      << Έκανα μια υπερπροσπάθεια και σηκώθηκα. Ήπια ένα ποτήρι νερό με δυο ηρεμιστικά και με στωική υπομονή περίμενα την ανακούφισή μου από τη δράση τους. Σε λίγο τα σημάδια της ανάρρωσης ήρθαν. Κάθισα στο γραφείο μου και ήρεμος αλλά εξαντλημένος κοιτάζοντας έξω το φθινοπωρινό μούχρωμα σκέφτηκα πως ό,τι και να έκανα εδώ που έφτασαν τα πράγματα με την Τάνια να με απατήσει ξεδιάντροπα δεν ήταν δυνατόν να τα βρούμε με την κόμισσα. Κι αυτό μου έφερε μελαγχολία. Όμως  ένιωθα και παράξενη χαρά που είχα αποφύγει το έγκλημα. << Ευτυχώς που συγκρατήθηκα! >> ψέλλισα. << Αν το έκανα θα έπαυα πια να ακούω τον κελαηδισμό της ζωής αυτής της τρισκότεινης πια ζωής που ξανοιγόταν μπροστά μου >>. 
      Ησυχία.
      --- Όποιος πνίγεται δε φωνάζει πάντα βοήθεια! είπε ο κυρ Λάκης και το πρόσωπό του έλαμψε σαν σμάλτο. Μπράβο σου παλικάρι μου! Άγλυκο δρομολόγιο η ιστορία σου αλλά την έβγαλες πέρα! Και αληθινή! Όμως σαν να είσαι άρρωστος… Τρέμεις ή έτσι μου φαίνεται; 
     Εκεί προς τη θάλασσα του Ιονίου απλώθηκε ένα γαλακτερό χρώμα. Φάνηκαν δυο μάτια και μια σελήνη διπλή. Πίσω τους οι πεθαμένες μέρες μου με την Τάνια έχυναν το σαπισμένο τους υλικό. Και κάτω στην επιφάνεια του νερού τα αγκαλιάσματά μας, σκοτεινά πια, γύρευαν τον πνιγμό τους.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου