Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Άδειο το κράνος

Αποτέλεσμα εικόνας για Αλβανικό μέτωποΤου Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
Σε τούτο τον καιρό που καίει και καίγεται μια ψυχή νεκρού βγαλμένη από τα συντρίμμια μου ψιθύρισε << μέμνησο >> την 28η  Οκτωβρίου 1940  που ένας αιμοδιψής πόλεμος σαν ξυλοκόπος έκανε κομμάτια τον κόσμο με το τσεκούρι του .   Κι αρχίζω, με κείνον τον άνεμο   τον περασμένο να μου σκονίζει τις λέξεις, λέξεις γεμάτες αίμα, θανάτους, νεκρούς, χαμένες πατρίδες, αλυσοδεμένες ψυχές, εμβατήρια πολεμικά, πανανθρώπινα, λυτρωτικά. << Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα που μας εμάραινε θανατικά, θέλουμε ελεύθερη εμείς την πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά >>.

           Ενθουσιάζομαι και συνεχίζω το << Χάρη >> του Αναγνωστάκη να ψιθυρίζω:  << … Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: << Πέθανε ο Χάρης >>  << Σκοτώθηκε >> ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στη ματιά του χαράχτηκε άσβηστη η χαρά της καινούρια ζωής μας >>.                                    
            Η ματιά μου νικημένη, το ηθικό πεσμένο, ο χαμένος ανθυπολοχαγός του Ελύτη απ’   το Αλβανικό μέτωπο, στήθηκε μπροστά μου, απάγγειλα: << Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα χωρίς άλλα κεριά κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα, στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο κι ανάμεσ’ απ΄ τα φρύδια μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας, μικρό πικρό πηγάδι, κοκκινόμαυρο πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση >>. 
         Ύστερα θυμάμαι το συμμαθητή μου το Λευτέρη, που ‘χε πατέρα αντάρτη στο βουνό και βρέθηκε στη φυλακή. Μόλις βγήκε, άκουρος, αξούριστος και γενναίος ήρθε να τον δει στην παρέλαση. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, δάκρυσε όταν ο λιογέννητός του πέρασε από μπροστά του, του ‘ριξε δυο κλωνάρια δάφνης στα μαλλιά και του ευχήθηκε να τον χρειαστεί η πατρίδα μόνο για καλό, να μην τον ρίξει στη φωτιά κι ευτυχισμένος στην αγκαλιά της να της χαϊδεύει το μενταγιόν που θα της έχει κρεμάσει από μέταλλο του φεγγαριού. 
        Στο καφενείο τις πληγές του έδειξε. Ύστερα τ’  όνομα της ντροπής που του έδωσαν, στο γιο του, ψιθύρισε:  << Συμμορίτη με βάφτισαν. Μη ντρέπεσαι γι’ αυτό.            Τα μπράτσα σίδερα, φλόγα η ψυχή να τραγουδάς και να περπατάς.  Να σε βλέπουν και να λουφάζουν οι λύκοι οι δωσίλογοι και οι προδότες >>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου