Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

 

  Κυπαρισσιώτικες εικόνες

                                                    

       

                    Έξω από το ζαχαροπλαστείο του ΖερβήΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ | 21 υπέροχες φωτογραφίες μιας Αθήνας απ' τα παλιά

                                Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

             Γεννήθηκα φτωχός, σε σπίτι που έμπαζε από παντού με τον πατέρα να φέρνει τέσσερα σακιά στάρι στο σπίτι κι ένα τενεκέ λάδι που του ‘δινε ο αφενταγάς που δούλευε στο λιτρουβειό του. Μεγάλωσα  αδέσποτος, γράμματα έμαθα πηγαίνοντας τρεις φορές τη βδομάδα σε σχολείο κάτεργο, τις άλλες βόσκοντας τις κατσίκες και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο να πάρω κουράγιο και να πολεμήσω την κατακτήτρια φτώχια, που μ’ είχε ρίξει πεινασμένο σε Άουσβιτς, με τρύπιο παπούτσι και σχισμένο σκουτί.  Στην πόλη μετά οι καθηγητές με μεταποιημένα σακάκια μ’ έμαθαν περισσότερα γράμματα, γείτονες εθνικόφρονες με << κάρφωναν >> γιατί άκουγα Θεοδωράκη, παπάδες με αφόρισαν γιατί διάβαζα στο κάστρο κυρα – ποίηση και ζηλιάρηδες λελέδες με έβριζαν γιατί συναντούσα στην παζαρόβρυση την αγαπημένη μου και της κοιτούσα το βαθύ μπλε στα μάτια της.  

        Η πόλη χωρισμένη στην πάνω και την κάτω. Στην πάνω οι φτωχοί, οι τσαλακωμένοι, στην κάτω οι ατσαλάκωτοι με τον πλούτο και τη γραβάτα. Ήθελα να ξεφύγω από την πάνω με τους γκιώνηδες και τα νυχτοπούλια, να ελευθερωθώ από τα βάτα και να βρεθώ στην κάτω που είχε άπειρους θηλυκούς πειρασμούς, μυρωδιές από αρώματα, Διόνυσους και Φαέθοντες στους δρόμους και τα μαγαζιά της.  Πεινασμένος  απ’ τη φτώχεια, στεκόμουν έξω από τα ζαχαροπλαστεία της, κοίταζα τα γλυκά, τα λιμπιζόμουν, ν’ αγοράσω ένα γαλακτομπούρεκο ήθελα από το ζαχαροπλαστείο του Ζερβή

        Μέσα  υπάλληλοι τεμπέληδες φλυαρούσαν, πλούσιες χοντρές μαμάδες  τάιζαν τους μπέμπηδες, παππούδες με χοντρά γυαλιά και μύτες κόκκινες, διάβαζαν << Ακρόπολη >> και << Καθημερινή >>. Εγώ άφραγκος, χωρίς σέντσι στην πισωτσέπη, μ’ ένα πονίδι στην καρδιά κοιτούσα το γαλακτομπούρεκο και το ορεγόμουν.  Όλοι τους χαχάνιζαν κι εγώ απέξω με το ξεσολιασμένο παπούτσι, το τρύπιο σακάκι και το κουρεμένο κεφάλι να το λιμπίζομαι. Σκέφτηκα να γίνω Γερμανός, ένας  ματωμένος εξολοθρευτής των Ες - Ες, να μπω μέσα και να το αρπάξω. Λύγισα όμως δεν το ‘κανα, το ‘βαλα στα πόδια για να μου κάτσει από τότε στο λαιμό.

            Μετά δουλειά, οικογένεια, παιδιά, το ψωμί στερημένο, το ντύμα φτωχό, το ξέχασα το γαλακτομπούρεκο. Τώρα με το σώμα κουρασμένο από το χρόνο το θυμήθηκα. Το θυμήθηκα για να το φάω, την αφέντρα στέρηση κείνης της εποχής να εκδικηθώ.  Συνταξιούχος όμως, με γλίσχρο μισθό και χρεωμένος, δεν μπορώ. Μια στυγνή χρεοκοπία μου ‘χει αδειάσει την τσέπη  και μ’ έχει αφήσει πανί με πανί. Πώς να βγάλει ευρώ;  Και μένω απέξω από τη βιτρίνα με το μάτι  στο γλυκό. Κι αφού δεν μπορώ να το φάω, τ’ αφήνω και σπίτι τρέχω με Κολοκοτρωναίικη ψυχή. Πιάνω το γκρα μου και το ρίχνω στη σκοποβολή. Μ’ αυτόν στο μέλλον σκέφτομαι  πόλεμο  ν’ αρχίσω,  τους αφεντάδες μου να πολεμήσω, που μ’  άρπαξαν, το ρούχο, το σέντσι μου και το ψωμί.

            ellinikoxronografima.blogspot.gr

              

.

1 σχόλιο:

  1. Καθώς ορμάει ο πόνος σου και η άπλερη πεθυμιά σου, κι αναψυχώνεται ολάκερη με τον γραπτό σου λόγο,μας συνεπαίρνεις με την ασύγκριτη σφοδρότη που αναρροεί η γλώσσα σου των παιδικών σου χρόνων κι ο καημός που σπαράζει μέχρι το σήμερα που η ζωή δεν έστερξε ν' απολαύσεις το γαλακτομπούρεκο. Θύμισες αλλοτινές των παιδικών μας χρόνων στον άδηλο αγώνα μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή