Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

 

     Στούντιο, βιβλία, Βιβλίο, Γυαλιά, γυαλιά, στυλό, πένα, σκιά | Pikist                                         Λογοτεχνικές σελίδες

                           Γράφει και επιμελείται ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος

  Φτώχεια:  Ακατάλυτό τους ίνδαλμα το χρήμα. Για τους  καπετάνιους του πλανήτη μιλώ. Τόση ερημιά και πείνα στον κόσμο κι αυτοί εκεί, εθισμένοι στην πρέζα να χτίζουν και να υψώνουν μέγαρα.  Πακτωλός χρημάτων για ουρανοξύστες, εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα, κέντρα διασκέδασης, ξενοδοχεία, σουίτες, γήπεδα, ούτε όμως μια πρόβλεψη στο ιδιοκτησιακό τους χώρο για μια περίτεχνη οικονομική ντρίμπλα, να χτίσουν και μερικά εστιατόρια να τρώνε τζάμπα οι πεινασμένοι και οι ανέστιοι. Βάλε με το νου σου αναγνώστη, πόσα παιδιά εκεί θα έτρωγαν, πόσοι άνεργοι θα ξέχναγαν την πείνα τους μ’ ένα ποτήρι γάλα, πόσοι φτωχοί θα ένιωθαν χορτασμένοι με μια φρυγανιά αλειμμένη βούτυρο, πόσοι σκλάβοι θα κατέβαζαν μια μπουκιά κάτω ενώ μια αργυρή φωτοχυσία αλληλεγγύης θα τους ζέσταινε μαζί με τα λόγια του ποιητή: <<Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου/ και το ψωμί το τρώμε με το δράμι//. Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τσάμη/ την κακιά στράτα πήρε από καιρό//. Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει//. Προχθές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει/ μάνες, παιδιά που η πείνα τα ΄χε ρέψει/ κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά/ μ’ αντίς ψωμί, σαν πήρε να  σουρουπώσει/ με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά//. Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη//. Ακολουθούσα κι εγώ και την καρδιά μου αγγίζαν/ τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά/ και πόθησα, δεν ξέρω πώς να κλειούσα/ όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά […]

      Πλούσιοι, ξυπνάτε φρεσκαδούρες πρωί – πρωί, πίνετε καφέ, ακούτε ειδήσεις χαλαροί, ξεκούραστοι γελάτε, στη δουλειά σας πάτε γελώντας, για χρήμα διψασμένοι τρέχετε. Οι φτωχοί με νεύρα τσατάλια στα εργασιακά τάρταρα οδεύουν, χωρίς μια κούπα γάλα να πιούν, χωρίς τραγούδι στα χείλη, χωρίς τη σιγουριά της επιστροφής. Και ξεθεώνονται στη δουλειά για ένα ντοματοπελτέ, ένα παστωμένο αλίευμα και μισό κιλό εδώδιμα αποικιακά. Ούτε λόγος για λουκούλλεια γεύματα ή δείπνα! Γαμψόνυχη η φτώχεια, τους φτωχούς τους ακολουθεί. Γεννήθηκαν μαζί της, εκείνη κρύφτηκε πίσω από τις τάβλες, με τα μάτια της τους κρυφοκοιτάζει,  με στόμφο τα ονόματά τους φωνάζει,  στα γέλια ξεκαρδίζεται και τους περιγελά. Τους δείχνει το άδειο πιάτο, την αναποδογυρισμένη ψωμιέρα, τα τρύπια παπούτσια, το μπαλωμένο σακάκι. Μένει εκεί κρυμμένη και τους παραμονεύει, πότε θα βγούνε έξω, στο δρόμο να περπατήσουν για να τους πάρει στα κοντά. Τους ακολουθεί, μένει κοντά τους, μπαίνει μαζί τους στο φτωχό σπίτι,  κάθεται στην καρέκλα, ανασηκώνει τα σεντόνια, κοιμάται μαζί τους, όλο ένα ψυχρό σφύριγμα βγάζει από το στόμα και τους κοροϊδεύει. Στην αρρώστια τους δεν έρχεται γιατρός, αυτή χτυπάει την πόρτα κι αυτή μπαίνει. Στη βροχή τους εγκαταλείπει, τους ακολουθεί, κάθε τραγούδι τους φιμώνει, σε κάθε τοίχο παραμονεύει, τα νύχια της να τους μπήξει στο κορμί.

    Παντού βρίσκεται η φτώχεια. Στις θάλασσες, στα ορυχεία, στα εργοστάσια, στους πολέμους, στους εργάτες του υφαντουργείου και στον φούρναρη που ψήνει το ψωμί.  Οι φτωχοί της ραπίζουν το πρόσωπο, αυτή μένει, δε λέει να ξεκολλήσει, σε εξορκίζουμε της λέν, σε διώχνουμε, να φύγεις μακριά, ποτέ να μη γυρίσεις. Παγωμένη τη θέλουν, αιχμάλωτη και νεκρή αλλά αυτή πάντα μένει και δεν φεύγει.

   Οικονομικοί μεγιστάνες, χρυσοί κροίσοι και πολιτικοί, τα μέγαρα γκρεμίστε, εστιατόρια χτίστε να χορτάσουν οι φτωχοί. Το πόπολο στον πλανήτη πεινάει. Σκηνή ορθοτριχίασης θα έπρεπε να σας  διακατέχει με τόση πείνα στον κόσμο.  Χτίστε ένα εστιατόριο σε κάθε πόλη, σε κάθε συνοικία, σ’ όλες τις φτωχογειτονιές, φαγητό να βρίσκει ο κόσμος,  εν ευθυμία να δούμε τους πεινασμένους και τον πλανήτη να περιστρέφεται μ’ όλη τη μεγαλοσύνη του, δικαιωμένος και ευτυχής.

                                                                                                       

 

 

Κώστας Κατσαρός:  Όσο θρασύς και να είσαι δεν μπορείς να μην ψιθυρίσεις τους στίχους του, βολτατζάροντας  στην ακτή του Ιονίου: ΙΟΝΙΟ: Πέλαγο, η κάθε ελπίδα μου εκινήθη/ στης γαλανής σου παρουσίας το πλαίσιο/ και το είδωλό της πήρε το θεσπέσιο/ γλαρά να κοιμηθεί στ’ αγνά σου βύθη//. Αχ, η ζωή που κάθε τι μ΄ αρνήθη/ ας ήταν να μου στείλει το τέλος αίσιο/ κοντά σου εδώ πνεύμα ασπαίρει εξαίσιο/ και σ΄ όποιο ταπεινό σου ξερολίθι//. Πόθοι δε με πλανούν κι ονείρατα άλλα/ η γεύση της ζωής πικρά κι αν στάθη για μένα/  εσύ την κάνεις μέλι γάλα//. Ω, ναι και μες της κόλασης τα βάθη/ τρισόλβιος θάμαι πούζησα κοντά σου/ κι έκλεισα στην ψυχή μου τ’ όραμά σου//.

 Σωτήρης Πατατζής: Άφησε έργο που διδάσκεται σε αρκετά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά στην Ελλάδα δυστυχώς το όνομά του λείπει από τις περισσότερες ελληνικές ανθολογίες! Για δε τα θεατρικά του τι να πεις! Όλα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, αλλά το εθνικό θέατρο δεν του έκανε την τιμή να παρουσιάσει κανένα! Ο Δανός καθηγητής και νεοελληνιστής Όλε Όλσεν στη συλλογή διηγημάτων του Πατατζή, << Χαμένος παράδεισος >> είχε προλογίσει τα εξής:  << Ο Πατατζής για μας, στις βόρειες χώρες, είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Στη μεγάλη λογοτεχνική ανθολογία μας, τον Πατατζή τον έχουμε δίπλα στους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως τον Γκαίτε,  τον Ντίκενς, τον Τσέχοφ, τον Γκόρκι και τον Ουίλιαμ Σαρογιάν.  Και όμως στην Ελλάδα δεν μπορούσα να τον βρω εύκολα σε πολλές ελληνικές ανθολογίες. Όταν τον γνώρισα κατάλαβα το γιατί: Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ την παραμικρή προσπάθεια. Είχε την άποψη ότι ο ρόλος του συγγραφέα τελειώνει όταν τυπωθεί το βιβλίο του. ‘Όλα τα άλλα λέει, είναι υπόθεση του κοινωνικού περιβάλλοντος και όχι του ίδιου του συγγραφέα, που είναι αδιανόητο να αυτοδιαφημίζεται για να φέρει το έργο στην επιφάνεια…>>

      Ξεχασμένος από αυτούς που χρόνια τώρα αγνοούν ή εξαφανίζουν οποιονδήποτε θέλει να είναι ελεύθερος. Απ’ αυτούς που στέρησαν το Νόμπελ στο Σικελιανό και στον Καζαντζάκη. Κάποτε ο άξιος αυτός συγγραφέας αρνήθηκε τα << δώρα >> της FORD με την σαρκαστική δήλωση: << Είναι σαν να δίνεις φαγητό σε έναν κρατούμενο με χειροπέδες και να τους λες  ‘’ φάτο’’ για να αντέχεις! Κάποιος μεγάλος ξένος τα είπε  ‘’ σφαίρες με ζάχαρη’’ >>. Κι ένα μικρό απόσπασμα από τα << Ματωμένα χρόνια >> του:  << Δεν είμαστε ‘’ γεννημένοι’’ ήρωες… Οι συνθήκες ήταν εκείνες που μας έσπρωχναν στον ηρωισμό και την αυτοθυσία. Αναμετριόμαστε κάθε μέρα και κάθε νύχτα με τον θάνατο. Πως  μπορούσε μια τέτοια εποχή να μην έχει τους ήρωές της, τις τραγικές της διαστάσεις της και τους ωραίους ανθρώπους της…>>.

Καλντερίμια, πάνω πόλη Κυπαρισσίας. Όσο τα περπατάς, τόσο θέλεις να γράφεις: Οδοιπορώντας, σου έρχεται στο νου το λήμμα ‘’καλντερίμι’’. Τέτοιες σκέψεις είναι καλές, λες και σκέφτεσαι να δώσεις  μια εξήγηση:  καλντερίμι, λοιπόν, είναι λιθόστρωτος δρόμος, συνήθως στενός με ακανόνιστες στο σχήμα και στη μορφή πέτρες. Φυσικά μιλάμε μόνο για τα καλντερίμια σε αρυμοτόμητους, παραδοσιακά χτισμένους οικισμούς ορεινών περιοχών.  Εξυπηρετούνταν με τη διάβαση και οι πεζοί, αλλά και τα άλογα και οι όνοι.  Δεν αποκλείονταν ουδέ οι χοίροι και τα αμνοερίφια.

    Η Πηνελόπη Δέλτα ‘’ Στα μυστικά του βάλτου’’ λέει: <<…πού θα σας βρουν τα άλογα; Δεν κάνει ν’ ακουστούν στο καλντερίμι τέτοια ώρα…>> Στην πάνω πόλη της Κυπαρισσίας, ‘’ Αρκαδιάς’’, όλα τα καλντερίμια είναι από παλιά, γοητεύουν τον περιπατητή, επιβεβαιώνουν στον εύπιστο τη ζωή της παράδοσης, ενθαρρύνουν το δημιουργό γιατί μετατρέπουν τη μουσικότητα του ήχου που αφήνουν πάνω στις πέτρες τα πέλματα σε άφθαρτες ανεξίτηλες μνήμες. Φιδωτά, ευθεία, στενά, φαρδιά, είναι όλα ‘’σταυροί’’ ενός βίου αβίωτου των προγόνων μας. Στα καλντερίμια συζητούσαν ως το πρωί οι γειτόνοι, τα άμοιρα κορίτσια που ‘’έκαναν καλντερίμι’’, το βράδυ εκεί έβρισκαν τους πελάτες τους, ως και η καλντεριμιτζού [γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη] εκδιδόταν εκεί τις νύχτες.

   Καλντερίμι στη νεοελληνική, καλός δρόμος, στα αρχαιοελληνικά, cobblet στα Αγγλικά, kaldarem στα Βουλγάρικα, kaldrma στα Σερβοκροατικά.

Λόγια σοφών: Έτσι για να έρθουμε στα ίσια μας.  Νίτσε, μιλάει ο Ζαρατούστρα στο πλήθος, ευαγγελίζοντας τον Υπεράνθρωπο: ‘’ Όλα τα  όντα πλαστουργήσαν κάτι αψηλότερο από τον εαυτό τους και σεις θέλετε να είσαστε του μεγάλου κύματος η φυρονεριά και βρίσκετε καλύτερο να γυρίσετε πίσω κατά το ζώο κι όχι να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; περίγελο, ντροπή λυπητερή. Ολόιδιος πρέπει να γίνει ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο: περίγελο, ντροπή λυπητερή.  Διαβείτε το δρόμο που πάει από το σκουλήκι στον άνθρωπο και περισσεύει μέσα σας πολύ σκουλήκι ακόμη. Παλιά είσαστε πίθηκοι, και, τώρα ακόμα ο άνθρωπος είναι απ’ τον πίθηκο πιο πίθηκος…>>.

 

    

 

                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου