Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

 

                       Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

Διήγημα

                               Μια νύχτα με πανσέληνο   


 

           Όταν το ρολόι της πόλης χτύπησε μία πρωινή, ο άντρας στο μπαρ που καθόταν στο μαύρο δερμάτινο καναπέ κι έπινε το τρίτο του ποτό, έδειξε να ξαφνιάζεται. Ύστερα  έστρεψε το θυμώδες πρόσωπό του προς την πόρτα και την κοίταξε για λίγο επίμονα με το κοφτερό του βλέμμα. Σαν βεβαιώθηκε πως έμενε εφτασφράγιστη, επέστρεψε πάλι στη ζοφερή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας. Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό. 

Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.  Του άρεσε στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε να τις πλησιάζει στα μπαρ και στα μπορντέλα και ν’ ανοίγει μαζί τους ατέλειωτη κουβέντα. Αραχτός ύστερα στην καρέκλα, σαν τις έβαζε στη φωτιά του λόγου του, κάπνιζε το χοντρό του πούρο και καμάρωνε για τη μαστοριά του, να τις ανάβει και να τις αναστατώνει!  Τα επόμενα βήματα ήταν τα γνωστά ! Ποτήρια γεμάτα με σαμπάνια, καπνοί από ακριβά τσιγάρα και άγριος έρωτας μέχρι το πρωί!

Εδώ στο << Ντόλτσε >> που ερχόταν κάθε βράδυ και τα έπινε το ήθελε πολύ να γνωρίσει καμιά και να δεθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί του’ χε λείψει πολύ το κορμί και η συντροφιά της γυναίκας!  Κι αν τις πρώτες μέρες η παρουσία των θαμώνων που τους γνώριζε όλους αλλά και του ήταν άγνωστοι, και, το ποτό που το αγαπούσε πολύ, τον συντρόφευαν και του κοίμιζαν τα ένστιχτα, όσο περνούσε όμως ο καιρός ένιωθε τις λανθάνουσες επιθυμίες του να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν!

Έτσι αφού έμεινε σαστισμένος από την ακινησία που ‘δειχνε η είσοδος της πόρτας, άπλωσε ύστερα από λίγο αμήχανα το χέρι του στο ποτήρι κι αφού το ‘πιασε το ‘φερε στα χείλη. Αφού το άδειασε μονορούφι, έστρεψε τα εκφραστικά και λαμπερά του μάτια, έξω, κοιτάζοντας μέσα από την τζαμαρία τη νυχτερινή ομορφιά της πόλης. Η μαγεία κάτω από το χρυσαφένιο φως της πανσέληνου ήταν ονειρώδης. Η διάχυσή του σε σπίτια και δέντρα απειρόχρωμη με μια ανεξίτηλη στιλπνότητα που θύμιζε πίνακα του Γκόγια.

Παραδόξως όμως αυτή η νυχτερινή παραδεισένια εικόνα του προξένησε φόβο. Και ενστικτωδώς έφερε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς κι άγγιξε το περίστροφο.  Αμέσως μια αίσθηση ασφάλειας τον κυρίεψε και μια παράφορη ηρεμία τον γαλήνεψε. Έτσι μπόρεσε και είδε ψύχραιμα την είσοδο της κομψής γυναίκας με το μαύρο ταγιέρ που μπήκε μέσα και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.

Στον άντρα που την κοίταξε με ανακριτικό βλέμμα, του ‘κανε εντύπωση το άριστο συνταίριασμα σώματος και ρούχων. Και χωρίς ενδοιασμό σκέφτηκε << πως δε θα ήταν και καμιά αγία, ούτε και η ζωή της θα ήταν ασκητική, αφού ερχόταν εδώ μέσα στην Κόλαση, αλλά κάποια με βατώδη δρόμο που της άρεσαν οι προστυχιές που άφηνε πάνω της το κορμί του άντρα! >> Σκέψη που την έκανε  για κάθε γυναίκα που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ και που πάντα τον δικαίωνε. Έτσι αποφάσισε σαν το αρπακτικό πουλί που ορμά στο θύμα του να κάνει κι αυτός το ίδιο! Κι αμέσως με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε και είπε στη γυναίκα:

 << Επιτρέψτε μου, το πρώτο σας ποτό να είναι από μένα! Το ζητά η ευγένειά μου! >>  

Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ‘σταζε μέλι! Ύστερα αφού τον έφαγε με τα μάτια από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του αποκρίθηκε, τρυφερά:

 << Μου είσαι άγνωστος, πώς να το δεχτώ;>>

Ο άντρας συνέχισε να την πολιορκεί ασφυκτικά με τα γοητευτικά του μάτια και μόνο σαν η γυναίκα έκανε μια κίνηση να βγάλει τα τσιγάρα  από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, της είπε με μια μουσικότητα στη φωνή του:

<<Δεν είναι άσεμνο και κακό να δεχτείς το κέρασμά μου! Το θεωρώ υπέροχο και ανθρώπινο να πιούμε μαζί!>>

Τα λόγια του είχαν κάτι το επιτακτικό και της αφόπλισαν τις όποιες αμφιβολίες της. Και τότε χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και με μια χορευτική κίνηση βρέθηκε να κάθεται κοντά του.

Ο  άντρας ένιωσε πολύ ευτυχής. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση εξεδήλωσε τα ευχάριστα συναισθήματά του, λέγοντάς  της,   χαμηλόφωνα και γλυκά:

  << Είσαι ευπρεπής! Είσαι ένα κομμάτι χρυσός που λάμπει!>>

Στην  αρχή ο καθωσπρεπισμός ήταν ψεύτικος. Σαν όμως τα γεμάτα ποτήρια επαναλήφθηκαν πολλές φορές, το χτήνος που ζούσε μέσα τους, άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Έτσι είπαν πολλά και διάφορα, Άλλα ενδιαφέροντα κι άλλα φθηνά. Ώσπου ο άντρας της αποκάλυψε την ιδιότητα του ναυτικού. 

<< Ώστε είσαι, ναυτικός;>> του έκανε με έκπληξη η γυναίκα και κρέμασε στα σαρκώδη χείλη της το τσιγάρο, έτοιμη να το ανάψει. Εκείνος της έγνεψε <<ναι>> κι έπιασε σφιχτά το ποτήρι του.

<<Τότε θα ΄χεις γνωρίσει πολλές γυναίκες;>> τον ρώτησε με χαμηλή κι απαλή φωνή κι άναψε το τσιγάρο.

          <<Έχω, αλλά δε μου λέει, τίποτα αυτό!>> της έκανε αδιάφορα κι απόμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός. Και σε λίγο με μια ρομαντική κίνηση, ακούμπησε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της και την άγγιξε με την ίδια τρυφερότητα που δείχνει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου του.

         << Γιατί; >> τον ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξε με κυνικότητα σαν να τον μισούσε που ψευδόταν.

       << Γιατί, θέλω να τις ξεχάσω λίγο πριν γίνω εραστής σου!>> της σιγοψιθύρισε  και της έσφιξε το μπράτσο.

          Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε η γυναίκα ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τις πύλες της καρδιάς και του κορμιού της και να τον βάλει μέσα. Για τον άντρα η είσοδος ήταν ζήτημα χρόνου. Ήδη το γλυκό του τραγούδι που της είχε πει και την είχε μαγέψει, κάνοντάς την να τον ποθήσει αυτό το σκοπό είχε.

          << Θα γίνεις εραστής μου, αλλά τους κανόνες του παιχνιδιού θέλω να τους ορίσω εγώ!>> του ‘κανε η γυναίκα, τονίζοντας την εγωιστική της διάθεση.

          Ρόδισε το πρόσωπο του άντρα και χαμογέλασε. << Με τύλιξε  με ατόφιο χρυσάφι, έτσι που μου μίλησε >> σκέφτηκε και αυθόρμητα άφησε να φύγει από τα χείλη του ένα άτονο << εντάξει>>.

<< Η κάμαρά μου, στο σπίτι, είναι άδεια και με πληγώνει η μοναξιά. Έτσι το αγκάθι της  κάθε βράδυ αγγίζει το κορμί και την καρδιά μου και μου τα τρυπάει. Υποφέρω! Χάρισέ μου, σε παρακαλώ μια όμορφη βραδιά να βγάλω έστω και για λίγο τη ζωή μου από τα συντρίμμια >>.

Η χαρούμενη μουσική που έπαιζε εκείνη τη  στιγμή, έδρασε σαν ηρεμιστικό στην ψυχή του άντρα που τον έκανε να προσέξει ακόμη πιο πολύ τη γυναίκα. Έτσι πριν της απαντήσει, την κοίταξε πιο επίμονα, πράγμα που δεν είχε κάνει ως εκείνη την ώρα για να την βρει αρκετά θηλυπρεπή και του γούστου του.    

Τα μαλλιά της μαύρα και σγουρά, τα χείλη της κόκκινα σαν του ροδιού το χρώμα και τα μάτια της λαμπερά κι ονειροπόλα. << Είναι κι αυτή η λευκή της επιδερμίδα που με αναστατώνει και δεν μπορώ να αντισταθώ >> μονολόγησε και σύρθηκε κοντά της. Εκεί αφού την κοίταξε κατάματα, τη ρώτησε:

 << Ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού; Δε μου τους λες;>>

<< Το σπίτι μου,  είναι μια μονοκατοικία στα Ανατολικά και στην άκρη της πόλης με κήπο και περίφραξη. Δύσκολα θα μας αντιληφθεί ανθρώπινο μάτι και η είσοδός μας θα είναι ασφαλής. Σαν μπούμε μέσα και κλειδώσουμε την πόρτα θα σερβιριστούμε ένα δυνατό ποτό και θα το πιούμε καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το πικάπ ύστερα θα μας παίξει μια ρομαντική χαβανέζικη μουσική κι εμείς θα σηκωθούμε και θα χορέψουμε σαν να είμαστε σε πάρτι.  Έτσι ξετρελαμένη απ’  τα στριφογυρίσματα που θα κάνει το κορμί μου σπρωγμένο απ ΄τα απαλά και τρυφερά σου χέρια, θα σε παρασύρω στο τέλος σε μια γλυκιά κι ερωτική κουβέντα >>.

<< Είναι σαφείς οι κανόνες σου και δε συγχωρούν απόκλιση >> της ψιθύρισε ο άντρας και της ζήτησε να συνεχίσει.

<< Κι αφού σε πάω και καθίσουμε στην άκρη του κρεβατιού, λόγο το λόγο, κουβέντα την κουβέντα, θα ξυπνήσουμε τα άγρια ένστιχτά μας και με τη φωτιά τους που θα ‘ναι έτοιμη να μας κάψει τα κορμιά, θα ξαπλώσουμε σαν γνώριμοι από παλιά να ονειρευτούμε! >>

<< Και μετά; >>

<< Μετά σαν το μελένιο φεγγάρι θα κρέμεται στον σκουρόχρωμο ουρανό, θ’  αρχίσεις να με γδύνεις με επιδεξιότητα, χωρίς να μ’  αγγίζεις, ρούχο το ρούχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως ακριβώς να ξεφλουδίζεις κρεμμύδι!  Κι αφού το κάνεις τότε, θα πάρεις αυτό που θέλεις! Την ασύλληπτη ευχαρίστηση του κορμιού μου!>>

 

 

 

 

 

                             *  *  *

 

 

 

Το ρολόι της πόλης χτύπησε πέντε το πρωί σαν περπατούσαν αγκαζέ στον κεντρικό δρόμο  με τον πλούσιο φωτισμό που θα τους οδηγούσε στο σπίτι της γυναίκας. Στη νυχτερινή σιωπή ακούγονταν μόνο ο μονότονος και άχρωμος ήχος  που άφηναν πάνω στη σκληρή άσφαλτο τα βήματά τους. Στον ουρανό η σελήνη δεν είχε ακόμη τελειώσει το ταξίδι της και το συνέχιζε καθισμένη μεγαλόπρεπα στο μαργαριταρένιο άρμα της. Σαν έφτασαν κάτω από τους πέντε ευκαλύπτους, η γυναίκα έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα σαν κοίταξε το μικρό δασάκι που απλωνόταν μπροστά τους και του είπε:

<< Εδώ στρίβουμε! Λίγο πιο πέρα είναι το σπίτι μου >> και τραβώντας τον με μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πήρε μαζί της στο χωματόδρομο. 

Περπάτησαν άλλα δυο λεπτά κι έφτασαν στην εξώπορτα. Ο λιγοστός φωτισμός τους προφύλαξε αρκετά έτσι που η είσοδός τους έγινε απαρατήρητη. Διάβηκαν ύστερα το λιθόστρωτο διάδρομο ανάμεσα από τις πυκνές και φροντισμένες πορτοκαλιές και σταμάτησαν κάτω απ’ το βορινό ξύλινο χαγιάτι. Η θέα του όμορφου κατάλευκου σπιτιού που φάνηκε σαν πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους, έκανε τον άντρα να βγάλει ένα  έντονο επιφώνημα θαυμασμού. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα και την έσφιξε τρυφερά πάνω του. Κι εκείνη τότε κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά του όπως το κυνηγημένο πουλί στη φωλιά του κι ανάσαινε γρήγορα, δείχνοντας φοβισμένη. Ανάγειρε σε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και κοίταξε το παράθυρο της κάμαράς της. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα, ξεκλείδωσε και γλίστρησαν μέσα.

 Στο κρεβάτι μετά  έκανε όπως του είπε. Την έγδυσε επιδέξια σαν να καθάρισε κρεμμύδι και μέσα σε ασύλληπτη ηδονή την έκανε  δική του.

ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

    Διήγημα

                                 Τα  άλογα 


                                  

                                            

                 Με τα δάκρυα να κυλάνε στις κόγχες των ματιών, τις γραμμές του πόνου κόκκινες στο σώμα μας, τη στέρηση να μας τρυπά σαν βέλος αιχμηρό την ψυχή, εκείνα τα αμνημόνευτα χρόνια της νιότης μας, αφήναμε το φως που έμπαινε χλωμό απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρέχαμε να συναντήσουμε το θρόνο μιας νύφης φύσης. Κι έτσι ζεστά που μας αγκάλιαζε και γιάτρευε τις μοναχικές καρδιές μας, σκόρπιζαν οι ωχρές έγνοιες μας, κοιμόνταν οι συμφορές, το χώμα στη χούφτα μας έπαιρνε την όψη του χρυσού.   

                             Αναβάτες στους δυο μας πήγασους, τον Κίτσο και το Ντορή κάναμε τρέξιμο φτερωτό, φτάναμε στο φως των άστρων. Μ’ ένα σάλτο βρισκόμαστε στη ράχη τους. Εκείνα χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τα δυο μπροστινά πόδια στο χώμα, χάιδευαν με τις ουρές τους  τα θρεμμένα καπούλια τους και περίμεναν το σύνθημα. Με του πτερνίσματος το πρόσταγμα κινούσαν, γίνονταν απειλή, τον άνεμο χτυπούσαν σαν δαίμονες πυρροί. Εντυπωσιακός ο στολισμός τους, φροντισμένα τα  φανταχτερά μπιχλιμπίδια που έντυναν τα γυμνασμένα τους μέλη. Πολύχρωμες χάντρες στο μέτωπο, καμπανούλες πλεχτές στα χάμουρα κι ένα κόκκινο χαϊμαλί στο στήθος για να τα φυλάει. Σαμάρια από ξύλο πελεκητό, κιλίμια του αργαλειού, δερμάτινα καπίστρια και λουριά. Σκάλες σφυρηλατημένες στο χέρι, κολιτσάκια φτιαγμένα στη φωτιά του σιδερά.

                     --- Καθίστε πάνω σαν ιππότες ευγενείς και όχι σαν ασιάτες πολεμιστές! Δώστε το χάδι σας, αυτό ζητούν. Την υπεροψία σας τη μισούν! Θυμηθείτε πως έχετε κάνει κατάληψη στη ράχη τους!  μας έλεγε ο πατέρας και τους απέδιδε χάδι στοργικό περνώντας το χέρι του στις λευκές τους χαίτες.

                     Ο πατέρας είχε λόξα μεγάλη  με το πετάλωμα.  Το λιωμένο πέταλο δεν το ήθελε σε πόδι αλόγου. Έτρεμε μη χαλάσει η οπλή, έπαιρνε  όψη δράκοντα σαν έβλεπε το άλογο κουτσό. Τότε η ψυχοφθόρος οργή του ξεσπούσε άτεγκτη και ανελέητη επί της κεφαλής μας.

                    Και η ιππασία μάς άρεσε πολύ. Μας έτερπε και μας συγκινούσε στο έπακρον. Πετούσαμε στον έβδομο ουρανό καλιασμένοι πάνω τους πιάνοντας τα καπίστρια. Ζητωκραυγάζαμε όταν προσπερνούσαμε όνους και πόλους και εκβάλαμε αναστεναγμούς όταν έφιπποι εμείς συναντούσαμε πεζοπορούσες κορασίδες.

                      Οι κοιλιές τους ήταν χορτασμένες, η βρώμη και το τριφύλλι δεν τους έλειπε και ο ντορβάς τους φουσκωμένος. Τα καλοκαίρια τα ζεστά τους παρείχαμε δροσιά στον ίσκιο του πουρναριού, ξύστρισμα, περιποίηση και γυάλισμα των οπλών. Κουρά στις χαίτες και στις ουρές.

                     Η φωνή του πατέρα πάντα από ενδιαφέρον, μας ρωτούσε γελώντας:

            --- Τα ταίσατε;

             Παύαμε το ξύστρισμα, κοιτάζαμε τις σφιχτοδεμένες σάρκες τους και του λέγαμε:

            --- Ναι! Κοίτα τις κοιλιές τους πως είναι πρησμένες!

             Έσκυβε, στηριζόταν στα δυο άλογα, κοίταζε πέταλα και καρφιά, ψηλάφιζε με τα δάχτυλα τα καπούλια τους, τα χάιδευε στις χαίτες και έριχνε το βλέμμα του στη δημοσιά που στο τέλος της χανόταν η πηγή τού Αϊ - Γιάννη. Έσφιγγε ελαφρά τα χείλη, σκεφτόταν κάτι και ρωτούσε με αστεϊσμό:         

             --- Τα ποτίσατε;

             --- Όχι ακόμη! Σε λίγο!

             --- Καβαλάτε τα κι άστε σιγά – σιγά! Κοντεύει μεσημέρι θα διψάνε! μας παρότρυνε με ανθισμένο λόγο και πιάνοντας τα χαλινάρια τους μας τα έδινε. Σκαρφαλώναμε στις ράχες τους και ξεκινούσαμε. Εκείνος έπαιρνε θέση στον όχθο και περίμενε τον καλπασμό τής επιστροφής μας. Χρόνια το έκανε αυτό να μας θαυμάζει να τρέχουμε πάνω στα άλογα και καμάρωνε που έβλεπε μια τόση ζωντανή παράσταση από τους καβαλάρηδες γιους του και τους δυο  πήγασους.

              Όταν ξεδιψούσαν τα άλογα, τα βάζαμε στη γραμμή και τους ρίχναμε μια βιτσιά στα καπούλια. Ξεκινούσαν σαν σίφουνες και κάλπαζαν με ασύγκριτη ορμή. Κολλημένοι πάνω τους νιώθαμε τη δυνατή ριπή τού ανέμου να μας ανοίγει τα φτερά και  νομίζαμε πως πετάμε!

               Στο τέρμα, ο πατέρας ερχόταν κοντά και χάιδευε τα δυο καταπονημένα ζώα που ξεφυσούσαν φουσκωμένα και μου έλεγε, έχων σκοπό  να με πειράξει: 

               --- Τα θαλάσσωσες στην αρχή γι’ αυτό ήρθες δεύτερος. Ο Ντορής του αδερφού σου ξεκίνησε σαν αστραπή ενώ ο δικός σου ο Κίτσος κόλλησε.

               Τον κοιτούσα γλυκά και του ‘λεγα:

                --- Δεν τα ‘παμε; Μία του και μία μου! Δε θα ‘ρχομαι εγώ πάντα πρώτος! Χτες ήρθα!

                Έδειχνε δύσπιστος στα λόγια μου   και   μου  απαντούσε για να με ειρωνευτεί:

                 --- Τα λες να δικαιολογηθείς! Δεν είναι έτσι. Φταις  που ήρθες στην ουρά γιατί δεν ακούς τις ορμήνιες μου!

                 Τον θωρούσα βαθιά μέσα στα ωχρά του μάτια  και του ψιθύριζα:

                 --- Ποιες ορμήνιες σου;

                 --- Αυτές που σου έχω πει και τις ξεχνάς. Να μην κρατάς το άλογο στην αρχή! Να το αφήνεις ελεύθερο να φεύγει σαν πουλί απ’ το κλουβί. Να μη σου γυρνά μπρος πίσω χορεύοντας στα πόδια του! Σου τρώει  χρόνο έτσι!

                --- Κάποιο καρφί θα το’ χει πληγώσει! δικαιολογιόμουν και πηδούσα κάτω να του κοιτάξω την οπλή.

                --- Πάψε, ντε! Όλο τα ίδια λες! με απόπαιρνε κι έσκαγε τα γέλια για να προσθέσει με τα μάτια του γεμάτους κυματισμούς:

                --- Πρώτος ή δεύτερος δεν έχει σημασία! Η κούρσα σας ήταν συναρπαστική, ευχή μου να τρέχετε και οι τέσσερις, πολλούς χρόνους ακόμη!

                 Στον ίσκιο τού πουρναριού μετά πιάναμε μαζί του γλυκιά κουβέντα για λιμάνια, παλικαράδες και κόσμους τριμμένους στον τροχό του καιρού.

 

 

                                                      = = =

 

 

 

 

                     Ζήσαμε μαζί με τούτους τους δυο πήγασους δέκα και παραπάνω χρόνια. Γίναμε έφηβοι όταν τους αποχωριστήκαμε πηγαίνοντας στην πόλη για σπουδές και δουλειά. Στο γυρισμό μας τους αναζητήσαμε. Όταν δεν τους είδαμε στο στάβλο, στο χωράφι, στο πράσινο τριφύλλι και στην πηγή, το βλέμμα μας λεπίδι έσκισε την καρδιά τού πατέρα. Ένα βράδυ μας ζύγωσε και κάτω από το φως του ωχρού φεγγαριού μάς είπε τρίβοντας στη χούφτα του ένα σβώλο χώμα:

                      --- Πάνε τα άλογα μην τα ψάχνετε! Δεν υπάρχουν! Τα ‘φαγε ο χρόνος. γέρασαν και ψόφησαν!  Στο ρέμα είναι τα κόκαλά τους!

                      ---  Τόση ήταν η γιορτή τους; είπα.

                       Ο αδελφός αμίλητος σφούγγισε ένα δάκρυ με την κηλίδα του πόνου στο μάγουλό του.

                        Ο γέροντας σηκώθηκε και έφυγε για την αποθήκη. Γύρισε μ’ ένα πέταλο στο χέρι. Μας το  ‘δωσε λέγοντας με πόνο αψύ:

                        --- Να, ότι απόμεινε! Είναι του Ντορή! Ο χρόνος τ’ αφάνισε, τους ρήμαξε νιότη και σφρίγος. Ψόφησαν και τα δυο μες στη γαλήνη  του μεσημεριού και με τον ήλιο πάνω τους να φτιάχνει  κύκλους χρυσούς.      

            Μιλούσε κι έτρεμε. Η φωνή του άκομψη και σβηστή, τα μάτια του υγρά και θολά.

            Με τον αδερφό κινήσαμε για το δάσος.  Κι εκεί αμίλητοι για πολλή ώρα  ακούγαμε τις καρδιές μας που πήδαγαν άταχτες μες στα στήθη μας.    

                       ellinikoxronografima.blogspot.gr      

                     

                    

                                                          

 

Διήγημα

 

 

                       Παναγιώτης  Αντωνόπουλος  


 

 

                                               

                                        Το χειρόγραφο της Ελένης Χαμέρη

 

 

 

              Αυτή την είδηση που θα σας περιγράψω και διαδόθηκε στην πόλη σαν αστραπή από στόμα σε στόμα σε λίγες μόνο ώρες οι πιο πολλοί κάτοικοί της έλεγαν πως τη γέννησε το αρρωστημένο μυαλό του φαντασιοκόπου και παγερού εκείνου ανθρώπου που σε κρίση νευρικού ξεσπάσματος είδε ό,τι είδε και  θέλησε να διασκεδάσει με το φόβο τους.  Καυχιόταν δε μ’ ένα ειρωνικό γελάκι σαν διηγιόταν το  εντυπωσιακό επίτευγμα της φαντασίας του πως όσα είδε εκείνη τη νύχτα ήταν αληθινά και οφείλονταν στην επικοινωνία του με το παρελθόν χάρη στα ιδιαίτερα γονίδιά του που του τα είχε εξασκήσει το συναίσθημα και η γνώση.

            Ακόμη ο φίλος αυτός  είχε την έμμονη ιδέα να χαρακτηρίζεται ερωτευμένος με τη Νύχτα κι αυτή ως ανταπόδοση του φανέρωνε αβίαστα πολλές  εξωφρενικές στιγμές συμβάντων  ανθρώπων των θρύλων που του παρουσιάζονταν σαν φαντάσματα ή παραισθήσεις.

             Έτσι διηγήθηκε πως εκείνη τη νύχτα ακολούθησε τυχαία το  δρόμο μπροστά από το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη όταν οι άλλοι συμπολίτες του μην μπορώντας να αποβάλλουν την εκκεντρικότητά τους απολάμβαναν τους περιπάτους τους στη φωτισμένη πλατεία, αγκαζέ με τις συμβίες τους ή συζητώντας με φίλους που είχαν ελάχιστες πνευματικές ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά τους περιστρέφονταν σε θέματα ανούσια της καθημερινότητας.  Η νύχτα ήταν κρύα και υγρή. Ο αέρας δυνάστης φοβερός του χάραζε τα χέρια και το πρόσωπο όπως ένα κοφτερό γυαλί. Παντού αχαλίνωτη ερημιά και μόνο οι φωνές που έβγαιναν από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα χαλάσματα του εκμυστηρεύονταν με ειλικρίνεια πως το μόνο συναίσθημα που τον κατείχε και τον κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ο φόβος στηριγμένος πάνω στη διαβρωμένη του μελαγχολία. Η εγκαταλειμμένη και αλλόκοτη όψη του σπιτιού με τον ελάχιστο φωτισμό που το έκανε ορατό μεν αλλά του προσέδιδε φριχτή εικόνα, τον έκαναν να το προσέξει και να σταματήσει. Το κοίταξε όσο μπορούσε. Ο χρόνος διαπίστωσε πως όχι μόνο το είχε ξεχαρβαλώσει αλλά και το είχε ντύσει με το πέπλο μιας δεισιδαιμονικής υφής. Ένιωσε το βάρος του να τον πιέζει και νόμισε πως οι τοίχοι του έτριζαν. Ακόμη ομολόγησε και δεν ντράπηκε γι’ αυτό πως καθώς παρατηρούσε το σπίτι του φάνηκε σαν ένα σώμα νεκρό, αιωρούμενο στην άβυσσο της νύχτας. Και όσο το γερό του μνημονικό, είπε, μπορούσε να θυμηθεί, είδε στο δυτικό παράθυρο του σπιτιού να εξελίσσεται μια σκηνή που τον τρόμαξε  τόσο που δεν ήξερε από την ταραχή του να τη χαρακτηρίσει ψευδαίσθηση των αισθήσεων, θρίαμβο της φαντασίας του ή αποκύημα μιας εγκεφαλικής νεύρωσης.

      Για να γίνει πιο σαφής είπε πως το σπίτι  ήξερε πως ήταν ακατοίκητο, άρα άνθρωπος δεν πατούσε το πόδι του εκεί γιατί ο νους του θα μαχόταν σίγουρα με τα πνεύματα του κακού και το σώμα του με τους αρουραίους, τα φίδια και τις νυχτερίδες. Και χωρίς να μπλοφάρει, είπε, πως είδε ένα πρόσωπο νεανικό μιας όμορφης γυναίκας να προβάλλει μέσα απ΄ το ανοιχτό και σάπιο παραθυρόφυλλο και να τον κοιτάζει. Εδώ επέμενε πως δεν ήταν η ζωηρή φαντασία του που του προκάλεσε αυτό το όραμα, ούτε  η φοβισμένη και φουντωμένη ψυχή του. Ισχυρίστηκε πως είδε ό,τι υπήρχε. Μια ένοικο του χαλάσματος που ταίριαζε στη βραδινή μελαγχολική διάθεση. Η ένοικος αυτή ήταν η Ελένη που ο θρύλος της τη θέλει να ρεμβάζει σαν γλυπτή χλωμή νεράιδα πότε στα ουράνια και πότε στην ψυχή μας.

      Γεγονός είναι, έλεγε, ο άνθρωπος που είδε και άκουσε όσα διηγιόμαστε πως λίγα λεπτά μετά το όραμα που είδε στο παράθυρο του σπιτιού, άκουσε κι ένα ανεξήγητο είδος τούρκικης μουσικής, κάτι σαν αμανέ μοιρολογιού που η χροιά του τον έκανε να τον εκλάβει ως κάκιστο οιωνό. Τον τρόμαξε δε τόσο που του προκάλεσε σύγχυση και αναστάτωση και μόνο μετά από ελάχιστα λεπτά μπόρεσε να συνέλθει. Προς το τέλος του τραγουδιού κι ενώ στεκόταν μπροστά απ’  το ανοιχτό παράθυρο και προσπαθούσε να διακρίνει τι γινόταν μέσα   στο σκοτεινό χώρο, ένας διάλογος στην τουρκική γλώσσα του έκανε το λογισμό να πλανιέται ανάμεσα στη θλίψη και την απόγνωση. Κι ενώ έλεγε βρισκόταν σε μια παρανοϊκή σύγχυση μ’ αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι είδε στο ίδιο παράθυρο να προβάλλει μαζί με την Ελένη  ο Τούρκος Βοεβόδας που την είχε αγαπήσει και στην άρνησή της να την κάνει γυναίκα του στον οντά του την βασάνισε στη φυλακή του κάστρου μέχρι θανάτου. Φάνηκε με τερατώδη μορφή  να την έχει αγκαλιάσει  και να προσπαθεί να τη θωπεύσει. Αυτή αντιστεκόταν και όταν του ξέφυγε και εξαφανίστηκε, ο Τούρκος μεταμορφώθηκε, άλλαξε όψη, έγινε ένας συμπαγής όγκος σαν Κύκλωπας με ένα μάτι και αβυσσαλέο στόμα.

     Για να αποφύγει το δυσάρεστο θέαμα που έβλεπε, έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αποφάσισε να φύγει. Αλλά όμως κάτι που είδε μετά μέσα στο βάθος του τοίχου σαν χάθηκε η εικόνα του Τούρκου, ζωήρεψε το ενδιαφέρον του και ο ερημίτης αυτός της νύχτας άλλαξε γνώμη και δεν έφυγε αλλά έμεινε να το δει γιατί διέγνωσε πως τα οράματα αυτά είχαν παρουσιαστεί επίτηδες γι’ αυτόν και περιείχαν κάποια σημαντικά μηνύματα. Κι αυτό γιατί είχε ενορατικές ικανότητες που είχαν ενισχυθεί με την ασυνήθιστη ανάγνωση βιβλίων θρύλων.   

     Το φεγγάρι έλειπε στον ουρανό, ο χειμώνας είχε γεμίσει το δρόμο νερά κι αυτός για να βαδίσει και να πλησιάσει το παράθυρο τσαλαβουτούσε μέσα σ’ αυτά. Κι ενώ η εικόνα ήξερε πως υπήρχε μέσα στον τοίχο του σπιτιού δίσταζε να κοιτάξει από φόβο και κοιτούσε μόνο κάτω με τα μάτια κολλημένα στο χώμα.

     Αν και μαγκωμένος από το φόβο ξανακοίταξε στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζοντας με προσοχή πρόσεξε καλά ότι υπήρχε κάτι στον τοίχο. Ζάρωσε ολόκληρος κι έμεινε έντρομος σαν στήλη άλατος. Νόμιζε πως φώναζε τρομαγμένος ζητώντας βοήθεια αλλά φωνές δεν έβγαιναν από τα χείλη του. Κολλημένα και σφραγισμένα όπως ήταν μόνο συριστικά γρυλίσματα σαν του ζώου ακούγονταν.  Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και έβλεπε. Έβλεπε ένα αντικείμενο σε σκουρόχρωμη απόχρωση που έμοιαζε με ρολόι εκκρεμές να αιωρείται μπροστά από τον τοίχο και το τικ τακ που έκανε συνεχώς κροτάλιζε σαν ενοχλητικό πολυβόλο στ’ αυτιά του, ενώ σε κάθε ευθεία διαδρομή του μπρος πίσω άφηνε μια δυσδιάκριτη ρωγμή στην επιφάνειά του, μια ανεπαίσθητη γραμμή καλύτερα με κόκκινο χρώμα σαν το αίμα που αφήνει στην πληγή η βαθιά ουλή σαν πλημμυρίζει. Οι δείκτες έμοιαζαν με κεντριά εχιδνών και οι δώδεκα ώρες με κοφτερά δόντια σαρκοφάγου ζώου που κατέληγαν τόσο μακρόστενα και μυτερά που νόμιζε πως τα ένιωθε να μπαίνουν βαθιά μέσα στις σάρκες του. Στο κέντρο του ρολογιού οι άρρωστες χρυσίζουσες αχτίνες που έπεφταν από τη λάμπα φωτισμού του δρόμου κι έμπαιναν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, έλεγχαν το σκοτάδι για να μην ενοχλούν τα μάτια του και να δουν και κάτι άλλο, τρεις εικόνες που όπως διηγήθηκε, του προξένησαν μια νοσηρή υπερδιέγερση των αισθήσεων που τον έκανε να παραληρήσει.

     Ο φίλος μας όπως παραδέχτηκε αργότερα μπροστά στον ανακριτή πως τα είδε όλα αυτά με κάποιο δισταγμό και τρόμο αλλά τα βρήκε πολύ ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά και του άρεσαν που ασκούσαν πάνω του τόση γοητευτική επιρροή. Έτσι σ’ αυτό το διάστημα που κοιτούσε έκανε τα πάντα να μη χάσει καμία λεπτομέρεια από τους ίσκιους που προβάλλονταν στον τοίχο και εισχωρούσαν ανεμπόδιστοι ως τα μύχια του νου και της ψυχής του.

      Οι τρεις προσωπογραφίες ακαθορίστου φύλου, είπε που σχηματίστηκαν γύρω από ένα μάτι πανούργο και μυστηριώδες, με μια προσεκτική εξέταση αποφάνθηκε πως απεικόνιζαν το Χρόνο με τις τρεις εκφάνσεις του. Και οι τρεις προσωπογραφίες ήταν τα παρακλάδια του. Ήταν κι αυτές Χρόνοι που καταγράφουν τη μοίρα του καθενός μας και είναι αποτυπωμένη στο φριχτό του χάος σαν ανελέητο πεπρωμένο. Κι αυτό ο φίλος το κατάλαβε γιατί είχε διαβάσει ένα βιβλίο με τίτλο << Ο χρόνος και τα τρία παρακλάδια του σκοταδιού >> που έλεγε σε μια παράγραφο πως ο Χρόνος είναι σκοτάδι και το κενό του αναπληρώνεται με το θάνατό μας, Ακόμη πως και ο Χρόνος της νεότητάς μας, όσο και ο μέσος Χρόνος κι εκείνος του γήρατος, που αυτούς τους Χρόνους εξέφραζαν οι τρεις προσωπογραφίες του τοίχου, είναι παγωμένοι ωκεανοί που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμοι να μας πνίξουν στα κρύα νερά τους.  Έλεγε ακόμη το βιβλίο πως υπάρχει και ο Χρόνος των θρύλων που είναι απλησίαστος για τους πολλούς. Όποιος μπει σ’ αυτόν ξεφεύγει από το αιώνιο σκοτάδι και το κενό του Χρόνου και είναι φανερός και ζωντανός στο διηνεκές.   

    Μ’ όλα αυτά στο νου, είπε, είδε και τις τρεις μορφές του Χρόνου στον τοίχο. Έλειπε όμως η τέταρτη μορφή του Χρόνου των θρύλων. Αυτό τον έκανε να φοβηθεί και να τρέμει σύγκορμος και με σπασμούς. Και τούτο γιατί συμπέρανε πως ο τέταρτος Χρόνος των θρύλων ήταν υπεύθυνος για τις δεισιδαιμονίες που πίστευε και τα οράματα που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ή καλύτερα τα φαντάσματα, τα ονειροπολήματα, τα τρελά και τα παράλογα του τοίχου.

     Τότε ακούστηκε έλεγε ένα βουητό από φωνές ανθρώπων που έδειχνε να έρχεται από το παρελθόν και μαζί μ’ ένα σάλπισμα από τρομπέτες που ακουγόταν περισσότερο σαν κρότος από σωριασμένα ερείπια έκαναν τα πάντα να σβηστούν στον τοίχο και για λίγα λεπτά ν’ απλωθεί ένα απέραντο και φριχτό σκοτάδι. Και τότε κάνοντας το πρώτο βήμα να φύγει, είδε στο ίδιο μέρος που πριν είχε καλυφτεί από το Χρόνο και τα παρακλάδια του να εμφανίζεται η προσωπογραφία μιας ρυτιδωμένης γριάς που του κουνούσε το σκελετωμένο χέρι της.

    Αυτό ήταν και το τέλος της αφήγησής του απ’ όσα είδε γιατί μετά έφυγε και πήγε στο σπίτι του να αποκωδικοποιήσει μέσ’ απ’ αυτά που  του φανερώθηκαν τα μηνύματά τους. Και για να το πετύχει κοιμήθηκε ως το πρωί. Φυσικά στον ύπνο του έγινε η όλη διεργασία της αποκωδικοποίησης των οραμάτων για να συμπεράνει πως στο χώρο του στοιχειωμένου σπιτιού αιωρούταν κάποια γραφή που είχε αφετηρία της το παρελθόν τότε που ζούσε εκεί μέσα η Ελένη και είχε φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Αλλά έπρεπε να βρει αυτό το δυσδιάκριτο σημάδι που εξέπεμπε το τρομερό μυστήριο της  τόσο μακρινής επικοινωνίας. << Κάτι υπάρχει εκεί μέσα εξαιρετικά σημαντικό και δεν πρέπει να το χάσω >> συλλογίστηκε κι ετοιμάστηκε να επισκεφτεί πάλι το ερειπωμένο σπίτι σαν ερχόταν το βράδυ.

    Την ημέρα όμως  έκανε την αφήγηση αυτή σε κάποιον καταδότη της πόλης και τα λόγια του μεταδόθηκαν σαν αστραπή. Κι από στόμα σε στόμα έφτασαν και στ’ αυτιά του ανακριτή ο οποίος για να σταματήσει το φόβο που έσπερνε στους κατοίκους της πόλης  ο λόγος τούτου του φρούτου με τα οράματα που έβλεπε, συγκάλεσε επιτροπή, από τον ίδιο, τον αστυνομικό διευθυντή κι ένα υπάλληλο της δημαρχίας ειδικό στους  θρύλους και  μια ώρα πριν επισκεφτεί το στοιχειωμένο σπίτι, τον συνέλαβαν στην πόρτα του σπιτιού του. << Ο κόσμος φοβάται μ’ αυτά που λες και βλέπεις  στο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη και βρίσκεται σε φοβερή ένταση απ΄ το φόβο του >> του είπε ο ανακριτής και του έδειξε ένα λάκκο μ’ ένα ψόφιο ποντικό στην άκρη του δρόμου. << Τα παιδιά είναι διαλυμένα, οι δειλοί λαγοκοιμούνται και οι προληπτικοί ξημεροβραδιάζονται με προσευχές και  μαγγανείες. Πρέπει το χρυσάφι αυτό του λόγου σου που ισχυρίζεσαι και λες πως είναι αληθινό για το καλό σου και για το καλό της πόλης με άλλα λόγια καμουφλαρισμένα να το ντύσεις. Να πεις δηλαδή πως όλα αυτά που είδες ήταν αποκυήματα της φαντασίας του αρρωστημένου σου μυαλού >>.

    << Δεν έχουμε παρά να πάμε εκεί στο έρημο σπίτι >> τους είπε αυτός και μπαίνοντας μπροστά ανέβαινε σιγά - σιγά το καλντερίμι. << Θα δείτε τι θα δω και τότε ας με βγάλετε ψεύτη >> πρόσθεσε και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Έξω από το σπίτι όταν έφτασαν το φως από τη λάμπα του δρόμου ήταν λιγοστό, η υγρασία πηχτή, ο αέρας  δυνατός κι ένα σωρό ασήμαντα πράγματα αιωρούνταν από την ορμή του στον ουρανό.  Σαν μπήκαν μέσα στο ισόγειο το σκοτάδι τους έκοψε την ανάσα και κάθε διάθεση για γκρίνια και σχόλια σταμάτησε.  Κοίταξαν να φροντίσουν  την ασφάλειά τους  στον αφιλόξενο χώρο που τους θύμιζε μπουντρούμι φυλακής και μύριζε μούχλα, υγρασία και οσμή από ψόφια ζώα, ενώ έτρεμαν μην ακούσουν κανένα βογκητό από κάποιον ρακοσυλλέκτη που είχε επιλέξει να ζήσει εκεί μέσα μακριά από τον παράδεισο των ευτυχισμένων συμπολιτών του. Ευτυχώς τέτοιο πράγμα δεν έγινε αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως η  φριχτή και ερειπωμένη όψη του σπιτιού σίγουρα θα τους εξέπληττε με κάποια απρόβλεπτη αποκάλυψη τρόμου.   

    Φωτισμένο το σπίτι από τον έξω φανοστάτη, το ανέβηκαν στον πάνω όροφο πατώντας στην άκρη των σάπιων σκαλιών της ξύλινης σκάλας που έτριζαν μ’ ένα υπόκωφο θόρυβο επισημαίνοντάς τους πως η ακεραιότητά τους ήταν επικίνδυνα εύθραυστη. Εκεί έμειναν ελάχιστα γιατί η μούχλα και η υγρασία που τύλιγε τους λερούς τοίχους τους έφερε τέτοια δυσφορία  που την εξέλαβαν ως έμβλημα του θανάτου και κατέβηκαν πάλι στο ισόγειο. Στάθηκαν στη βορινή πλευρά κοντά σ΄ ένα σωρό από σκουριασμένα αντικείμενα, σιωπηλοί και συνοφρυωμένοι.  Ο άσχημος χώρος τους τάραξε, η όψη του που έμοιαζε  σαν τάφος πελώριος έτοιμος να τους συνθλίψει στα κρύα χρώματά του τους έφερε κατάθλιψη.  

    Ο ειδικός σε θέματα θρύλων έδειξε πως γρήγορα ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του και με ηρεμία  βάδισε στον τοίχο που βρισκόταν δυτικά. Εκεί γονάτισε και αφού αναστέναξε βαθιά, σγάρλισε με τα χέρια του κάτι ύποπτο που είδε μέσα σ’ ένα σωρό σκουρόχρωμο και βρώμικο.  Αμέσως σαν υποψιάστηκε τι ήταν έβγαλε από την τσέπη του μια βούρτσα με σκληρή τρίχα και άρχισε να διώχνει τα χώματα. Κι όταν είδε να ξεφυτρώνει μια νεκροκεφαλή, έβγαλε μια κραυγή τρόμου και πετάχτηκε πάνω κάτωχρος ενώ οι γνάθοι του έτρεμαν λες και τους είχε ξεσφιχτεί ο χόντρος της κλείδωσης που τις συνέδεε. Οι άλλοι έκρυψαν τα μάτια με τις παλάμες τους για να αποφύγουν το μακάβριο θέαμα κι άρχισαν να κάνουν μερικά γελοία χοροπηδητά σαν να δήλωναν το φόβο που τους είχε περιζώσει. Ο ειδικός άφησε τότε το εύρημά του κι έκανε δυο βήματα αριστερά για να σταθεί μπροστά από ένα σωρό αραχνιασμένες σανίδες που τις ροκάνιζαν αβίαστα βρώμικα σκαθάρια και  τρωκτικά έντομα που έμοιαζαν σαν μαύρες μπαλίτσες στις άρρωστες αχτίνες της λάμπας του δρόμου που τα φώτιζε.

    Κι αφού έδιωξε με τα πόδια του ένα καύκαλο χελώνας και μετακίνησε τις σανίδες, έπιασε με το μάτι του αμέσως ένα ορθογώνιο σχήμα που έμοιαζε με βωμό. Τον πρόσεξε καλά και είδε στην πρόσοψή του να ξεχωρίζει μια σμιλεμένη αράχνη με τον ιστό της και γύρω - γύρω να τη στολίζουν μικρά και παραμορφωμένα ανθρώπινα μέλη. Έπιασε αμέσως το κεφάλι του ενώ εγκατέλειψε γρήγορα το χώρο αυτό, κάνοντας άλλα τρία βήματα αριστερά που η βλακεία κάποιων είχε ξεχάσει ένα μπαούλο από μαύρο ξύλο που με το χρόνο είχε σαπίσει και μόνο το σκέπασμα έδειχνε να είναι γερό. Ο αστυνομικός διευθυντής λόγω της πείρας του φαντάστηκε πως κάποιο δολοφονημένο σώμα κρυβόταν εκεί μέσα και πλησίασε να λύσει το μυστήριο.  Τον πρόλαβε όμως ο ειδικός που  σήκωσε το καπάκι για να το αφήσει αμέσως κάτωχρος με μια απελπισμένη κίνηση και γονάτισε δείχνοντας λιποθυμισμένος. Ένας  δυνατός ήχος ακούστηκε τότε  κι από τις τρύπες που άφηναν οι σάπιες σανίδες ξεπετάχτηκαν με ορμή κάμποσοι πελώριοι αρουραίοι. Έδειχναν ατέλειωτοι, αλλά γρήγορα εγκατέλειψαν τη φωλιά τους, τρέχοντας και σκούζοντας δαιμονισμένα.  Είχαν βρει τροφή στις σελίδες του αρχείου και  δεν το κούναγαν από κει. Τις είχαν κυριολεκτικά κουρελιάσει  και το πιο μικρό κομματάκι έδειχνε αγνώριστο. Η  ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η μυρωδιά από τον κλειστό χώρο μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο με την οξύτητά της. Σ’ αυτό δυστυχώς το χώρο που έμοιαζε με χωματερή έπρεπε να ψάξουν τα κουρελόχαρτα γιατί το συγκεχυμένο βούισμα που νόμισαν πως άκουσαν κι ερχόταν από το παρελθόν τους το επέβαλλε στο νου. Κι εκεί που και οι τέσσερις είχαν σκύψει πάνω στο μπαούλο και με τα χέρια τους  ανακάτευαν τα βρώμικα χαρτιά πλημμυρισμένοι από αηδία για ό,τι έκαναν, ο ειδικός στους θρύλους τους λύτρωσε γιατί μ’ ένα σάλεμα του χεριού του βρήκε κάτι ενδιαφέρον και το κυμάτισε στον αέρα σαν μικρό φλάμπουρο λευτεριάς. Οι άλλοι κουτρουβαλιάστηκαν σε μια φαρδιά πολυθρόνα και κάθισαν ενώ εκείνος ζαρώνοντας το σώμα του πάνω στο χειρόγραφο που ήταν προστατευμένο από ένα έλασμα πλατίνας  προσπάθησε να το ανοίξει και να διαβάσει τις αράδες του ενώ έτρεμε λες και βρισκόταν μπροστά στους δικαστές της Ιεράς Εξέτασης! Κι αφού το έκανε βρήκε τη δύναμη  να διαβάσει το χειρόγραφο που ήταν γραμμένο και από τις δυο πλευρές, στην τουρκική και την ελληνική γλώσσα, με το όνομα φαρδύ πλατύ από κάτω της Ελένης  Χαμέρη, που έλεγε:

       << Η σκέψη  και η φαντασίας σας γεννά αυτά τα μυστηριώδη που βλέπετε όλοι  οι κάτοικοι αυτής της πόλης αφού το πνεύμα μου ζει σ’ αυτό το ερειπωμένο σπίτι και το σώμα μου στο σιωπηλό κοιμητήριό της.   Όλα αυτά που δεν υπάρχουν αλλά τα βλέπετε είναι σαν καρφωμένα καρφιά στο θρύλο και δεν μπορούν να φύγουν και τα κουβαλάτε μέσα στην ψυχή σας γιατί τα έχετε ανάγκη. Αλίμονο αν ανακατεμένοι με τα δαιμονικά σας τραυλίσματα και μόνο γύρω από την ταπεινή ύπαρξή σας αγνοούσατε το θρύλο μου! Αυτό θα σας έκανε πιο δυστυχισμένους! Η γνώση του θρύλου μου ίσως σας κάνει το ταξίδι στο μέλλον σας λιγότερο οδυνηρό! >>

            Έδωσε το χειρόγραφο στον αστυνομικό διευθυντή που έδειχνε ελάχιστα ικανοποιημένος απ’ το εύρημά τους κι εκείνος με τη σειρά του στο φαντασιοκόπο που είχαν δει τόσα και τόσα τα μάτια του σ’ αυτό το σπίτι. Εκείνος αφού το γύρισε από την άλλη πλευρά που ήταν το γραμμένο κείμενο στην τουρκική, άγνωστο αν το διάβασε ή προσποιήθηκε πως το έκανε, πλησίασε το σάπιο παραθυρόφυλλο και μέσα από τις γρίλιες του κοίταξε το κάστρο που έμοιαζε σαν μαύρος όγκος  μέσα στο σκοτάδι κι έσφιξε τα χείλη. Εκείνο λες και ήθελε να τον τρελάνει του παρέσυρε τη ματιά στον πλάτανο της εισόδου όπου το ένα του μπράτσο είχε μεταμορφωθεί σε δρεπάνι του θανάτου και το ένιωσε να ακουμπά πάνω του και να τρέφεται από το χαμένο του καιρό. Ύστερα ωχρός παρέδωσε το χειρόγραφο στον ανακριτή  κοιτάζοντας τους άλλους με μια ματιά ολέθρου, δείχνοντας πως βρισκόταν στο άωτο της ανίας του και του δικού του κόσμου.   

                 ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Διήγημα

 

                              H γυναίκα   του Πουατιέ  


 

 

 

 

                                                   Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

 

               Η  γυναίκα  μπήκε  στο  facebook  κι   έκανε την  ανάρτηση:  <<  Γιατί τα παιδιά φέρονται  χειρότερα όταν  βρίσκεται η μαμά τους μπροστά >>. Το κείμενο  εκτενέστατα και μεθοδικά έκανε την ανάλυσή του αφήνοντας πολλές αιχμές για παρέμβαση και σχόλια από τους αναγνώστες.

              Ο συγγραφέας  διάβασε το κείμενο, το βρήκε συναρπαστικό και σχολίασε: << Μακριά από τη μάνα τους  τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια, μόλις όμως τη βλέπουν δίπλα τους ασφαλίζονται κι αυτό τους δημιουργεί εγωκεντρικές  συμπεριφορές. Φωνάζουν: Εδώ είμαστε! Δώστε μας σημασία! για να τα προσέξουν. Αυτό συμβαίνει  και στους μεγάλους. Πολλές φορές το εγώ τους γίνεται υπερεγώ όταν βρίσκονται ανάμεσα σε άτομα κυρίαρχα ή πολύ αγαπημένα! >>

           Σε λίγο διάβασε την απάντηση: <<  Έχεις δίκιο, έτσι είναι! Μου αρέσουν αυτά τα άρθρα για τις συμπεριφορές μικρών και μεγάλων! >>

              Πάντα όταν τα κείμενα ήταν ενδιαφέροντα και τον συγκινούσαν σχολίαζε, ξεδιπλώνοντας την προσωπική αλλά και την επιστημονική του άποψη με κέρδος την ικανοποίηση της έκφρασης και την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών.  Έτσι μια μέρα σχολίασε ένα κείμενο για τον έρωτα και έγραψε: << Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αρχικά  υπήρχαν πλάσματα διπλά, δηλαδή ήταν αντρόγυνα, σ’ ένα σώμα το αρσενικό και το θηλυκό. Τα πλάσματα αυτά συνωμότησαν για να φτάσουν στον Ουρανό. Ο Δίας λοιπόν τα τιμώρησε χωρίζοντάς τα σε δυο ίσα μέρη. Από τότε κάθε μισό ψάχνει το άλλο μισό του από το οποίο κάποτε αποχωρίστηκε. Έτσι ξεκινάει ο έρωτας >>.

              Θυμόταν πως δέχτηκε πολλά επαινετικά σχόλια κι ένας τολμηρός αναγνώστης τον χαρακτήρισε << φιλόσοφο >>. Άλλη μια φορά έγραψε για το Μυθιστόρημα: << Πως είναι συνθετότερο, υψηλότερο και απαιτητικότερο από τ’   άλλα είδη του πεζού λόγου και σκιαγράφησε τη δομή του με τη Γένεση, την Περιγραφή, ( ιστορία, αφήγηση, γλώσσα ) και την Ερμηνεία.  Ακόμα είχε πει πως το Μυθιστόρημα βασίζεται σε μια ιστορία σ’  ένα μύθο. Αυτή η ιστορία είναι πλαστή. Τι σημαίνει αυτό;  Το ερώτημα θέτει αμέσως το πρόβλημα της  σχέσης της τέχνης με την πραγματικότητα. Τι είναι όμως η πραγματικότητα; Είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί, να καταγραφεί, να μελετηθεί και να αποδοθεί με την έκφραση στη λογοτεχνία >>.

         Πάλι τα  ίδια. Είχε ωραία σχόλια και διθυράμβους για τις γνώσεις του που τον ανέβασαν στα ύψη. Αυτή η ενθουσιώδη αντιμετώπιση των αναγνωστών ήταν όπως είπαμε και η αμοιβή του. Ικανοποιώντας αυτή τη   γνωστική του  αυταρέσκεια τον έκανε να έχει συνεχείς επικοινωνίες με φίλους και να συνομιλεί μέσα από μηνύματα και σύντομα like.

         Πέρασε λίγη ώρα να κοιτάζει τα κείμενα στη ροή και στο μυαλό του ήρθε η γυναίκα με τη δική της ανάρτηση. Μπήκε στο χρονολόγιό της και της έγραψε: << Στο χρονολόγιό μου έχω δυο μυθιστορήματα, χρονογραφήματα και διηγήματα. Μπορείς να διαβάσεις στον ελεύθερο χρόνο σου. Χαιρετισμούς από την Ελλάδα. Για το Πουατιέ της Γαλλίας που μένεις ξέρω αρκετά. Ενδιαφέροντα είναι οι μεσαιωνικές εκκλησίες, το πάρκο και οι τρεις ένδοξες μάχες του >>.

          Δεν άργησε να πάρει απάντηση: << ok. Θα  το κάνω με την πρώτη ευκαιρία! >>

           Την άλλη μέρα  ήταν Κυριακή. Είχε γυρίσει από μια παρουσίαση βιβλίου κι ένιωθε κουρασμένος. Άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στα μηνύματα. Τον είχε θυμηθεί και του είχε στείλει  μήνυμα γράφοντας τα εξής: << Διάβασα το διήγημά σου  << Αχτίδα κίτρινη γλυκιά >>. Με συνεπήρε το κείμενο. Μου άρεσε πολύ η έξυπνη δομή του και ο λόγος του. Το βρήκα πολύ κομψά δοσμένο και ερωτικό. Αυτό που με τρελαίνει με το γράψιμό σου είναι ο ενθουσιασμός που δείχνεις και η ζωτικότητα που σε πλημμυρίζει. Απ’ ότι γράφεις ξεπηδά και μια αθωότητα σαν του μικρού παιδιού. Συνέχισε έτσι, είναι μεταδοτικό >>.

         Χάρηκε  με τα ωραία της λόγια και μια τρυφερότητα συναισθημάτων διαπέρασε το σώμα και την ψυχή του.  Αναρωτήθηκε πως θα ήταν η γυναίκα αυτή στην όψη και στον ψυχισμό της. Από τα μηνύματά τους που είχαν ανταλλάξει εδώ και δυο μήνες είχε μάθει πολλά αλλά και πολλά του ήταν άγνωστα. Του είχε πει πως έφυγε από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης, πως έμενε και δούλευε στο Πουατιέ σε εταιρεία κατασκευής έργων σαν μηχανικός διασφάλισης ποιότητας, πως ήταν παντρεμένη και είχε ένα γιο, ένα πρίγκιπα τριών ετών και πως ζούσε απλά την καθημερινότητα χωρίς εξάρσεις και  ζωηρές απολαύσεις. Ακόμη της  άρεσε το θέατρο,  η λογοτεχνία και η ποίηση. Αυτό τον έκανε να της στέλνει με μηνύματα ποιήματα και να  επαναλαμβάνει εκείνο της Μαρίας Πολυδούρη, που τόσο της άρεσε: <<Δεν τραγουδώ παρά γιατί  μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου … >>

          Την έφερε πάλι στη σκέψη του σαν μια θεά του Πουατιέ  και μπήκε στο χρονολόγιό της. Διάβασε τα υπόλοιπα μηνύματά της και όταν τελείωσε της έγραψε ακόμη ένα και της το ‘στειλε:  

         << Πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό >> μου έγραψες στο μήνυμά σου για το διήγημά μου << Άρωμα γυναίκας >>. << Γλυκό με ωραία γλώσσα  >> για το χρονογράφημα << Ρήνη >>. << Είσαι σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη >> για το ποίημα μου << Αχνόθερμη όψη >>. Ρόδινη αυγή τα λόγια σου, ανθός που τρεμίζει το νόημά τους. Κι ως ξέσπασε από χαρά το βιολί  μες στην καρδιά μου, Ηλιαχτίδα σε βάφτισα, Ηλιαχτίδα του Πουατιέ της Γαλλίας, αφού εκεί κάτω από το μέγα  ουρανό του η ζωή σου από τις μνήμες ξεπηδάει. Και σε φαντάζομαι πάνω στο ωραίο σου κορμί, σειστή να περπατάς σε κάποιο μακρινό σκοπό να πηγαίνεις.  Τις πόρτες να περνάς και ο καθείς να σε θαρρεί σαν φίδι που χορεύει πάνω σε ξύλινο ραβδί. Ύστερα όνειρο στιγμιαίο στις όχθες του Σηκουάνα να γίνεσαι, επιβάτισσα μετά στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου, θεσπέσια ύπαρξη στη συνέχεια έξω από τον πύργο του Άιφελ να χτενίζεις με τα λευκά σου δάχτυλα τα στάχυα των μαλλιών σου. Τέλος μακριά από τη σιωπή τη γεμάτη ρυτίδες, καθισμένη γόησσα  στη γωνιά του πάρκου να διαβάζεις, τις βουερές μαχητικές σου μέρες ανέγνοιαστη να διασχίζεις απαγγέλλοντας τους στίχους του Μπωντλαίρ: << Κάποιο πρωί μ’  ολόφλογη φαντασία, κινάμε γεμάτη πόθο την καρδιά κι έχτρες που μαραζώνουν και της ψυχής μας το άπειρο, ως με κύμα πάμε, λικνίζουμε σε θάλασσες τρανές μα που τελειώνουν. Άλλοι χαρούμενοι που μια πατρίδα αφήνουν, άλλοι το φριχτό λίκνο τους και μερικοί, αστρολόγοι, που ωστόσο μες στα μάτια μιας γυναίκας  επνιγήκαν,  της  Κίρκης  με  το  επίφοβο  μοσχοβοτανολόγι >>. 

              Ηλιαχτίδα του Πουατιέ η πατρίδα μας η Ελλάδα έγινε Κίρκη! Μας μεταμορφώνει σε πεινασμένους Πτωχοπρόδρομους, στους δρόμους της γυρνάμε νηστικοί, με τρύπιο ρούχο και άθλιο πανωφόρι. Διαρκώς στερημένοι και ούτε ορεγόμαστε ευωδιαστό μονοκυθρίτσιον, χορδοκοιλίτσια και νόστιμο σφουγγάτο που σε σωρούς αχνίζουνε στα τραπέζια των μικρονοϊκών αρχόντων μας.

              Τόση είναι η πείνα μας που το οικονομικό χάσκον χάος και μένα χωρίς σέντσι έχει αφήσει. Γράφω με δανεικό στυλό, στο μέλλον ίσως τον στερηθώ, έλλειψη που μπορεί να μου στοιχίσει, γιατί χωρίς γραφή θα πέσω σε παρακμή, τον εύηχο τίτλο του << Δημιουργού του Ιονίου >> που μου χάρισες θα τον χάσω!

            Τελειώνω. Για να μην έχει το τέλος του λόγου μου πικρή υφή με στίχο εύσπλαχνο της πατριώτισσας Μαρίας Πολυδούρη  θα ντύσω. Στίχοι αφιερωμένοι σε σένα την άφθαρτη και την αιώνια του Πουατιέ, τη σμιλεμένη από το χέρι του άυλου και παρθένου χρόνου. << Κοντά σου δεν ηχούν άγρια οι ανέμοι. Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. Στου νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός >>.

         

 

                                               = = = 

 

 

           Πέρασε άλλος ένας  μήνας χωρίς να χάσουν την επαφή τους. Στις  22 Σεπτεμβρίου πήρε ένα μήνυμα που του έλεγε: << Έχω νέα. Προέκυψαν επαγγελματικές αλλαγές και για τον επόμενο μήνα θα τρέχω σαν τρελή. Μετά για εννέα μήνες θα είμαι στην Ελλάδα, στην Πάτρα. Συνεχίζω μια δουλειά που είχε μείνει στη μέση από ένα παλιό έργο και θέλουν να την τελειώσω. Αυτό  σημαίνει μετακόμιση από Γαλλία και καινούριο σπίτι στην Πάτρα >>.

           Χάρηκε για την επιστροφή της στην Ελλάδα όχι όμως για την ταλαιπωρία της. Παράλληλα ένιωσε την επιθυμία να πιει και να διαβάσει ποίηση. Πήγε στο μπαρ με τα ουίσκι και χαρούμενος σαν μικρό παιδί άνοιξε το πορτάκι του. Άπλωσε με εξαιρετική απαλότητα τα χέρια του, πήρε το μπουκάλι  και το ποτήρι και επέστρεψε για να καθίσει στο μικρό ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι, μπροστά από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Έτσι νιώθοντας ήρεμος, πίνοντας το πρώτο ποτηράκι μπόρεσε κι έφερε στο νου του όλη την τρυφερή ιστορία με τη γυναίκα που τόσο υπέροχα είχε περιβληθεί με την απαλότητα του λόγου της και τη  δροσιά της ύπαρξής της. Τελειώνοντας το δεύτερο ποτήρι άπλωσε το χέρι του στη βιβλιοθήκη και πήρε τη συλλογή του Μιχάλη Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >>.  Άνοιξε και διάβασε: << Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών, στον κοντό του γραφείου, στην εταιρεία εισαγωγαί - εξαγωγαί, στην κρατική εκπαίδευση, στο φόρο, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ… >>  Έμεινε εκεί ώσπου θυμήθηκε το τελευταίο του μυθιστόρημα << Θύελλα στον Αρκαδικό >>.  Χρειαζόταν μερικές διορθώσεις κι έπρεπε να τις κάνει. Σηκώθηκε και  πήγε στο γραφείο του νιώθοντας πως ένα λουλούδι άνθιζε στην καρδιά του.  

 

 

                                             = = =

 

            Μετά από  δεκαπέντε  μέρες  πήρε  ένα  μήνυμα που του έλεγε: <<  Είμαι στην Πάτρα. Τακτοποιήθηκα  και ανυπομονώ  να σε δω.      Έλα! >>  Πήγε. Την περίμενε στις οκτώ το βράδυ  στο εστιατόριο << Όασις >>.  Όταν  τον πλησίασε για να την ασπαστεί η ντροπαλότητά της ήταν τέτοια που ξεχάστηκε κι έμεινε κοντά του μυρίζοντας το άφτερ σέιβ στην απαλή επιδερμίδα του. Την έβαλε να καθίσει και με ανδροπρεπή φωνή κατάλληλη για την περίσταση της είπε: << Ω! τη εξαίσια είσαι! >> και την κοίταξε γλυκά κατάματα θαυμάζοντας τα λαμπερά της καστανά μάτια. Αυτή έδειχνε αναστατωμένη, αμήχανη και φαινόταν σαν να  μετάνιωσε που τον συνάντησε. Ύστερα  σαν να της κόπηκε η ανάσα και για να πει κάτι ψέλλισε: << Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη! Δεν έφερα όλα τα ρούχα μου από τη Γαλλία! >>

           Η απάντησή του ήταν άμεση: << Μα τι λες; To φόρεμά σου δίνει μια λεπτή δόνηση στο σώμα σου! Τονίζει το αρχιτεκτονικό του περίγραμμα! >>

           Σιγά - σιγά ήρθε η εξοικείωση, ζεστάθηκαν και άρχισαν μια εισαγωγή στην κουβέντα τους με ζεστά λόγια αβροφροσύνης και τυπικότητας. Παρήγγειλαν κοτόπουλο μαρενγκό, σαλάτα, τυρί, σπαράγγια κι ένα μπουκάλι ροδοδάφνη << Achaia clauss >>.  Έφαγαν με όρεξη, ήπιαν αρκετά και κουβέντιασαν πολλή ώρα με μπρίο και κέφι. Στο τέλος και πριν σηκωθούν ο άντρας τη ρώτησε: << Μετά από ‘δω χορεύουμε; >>  Ξαφνιασμένη αυτή, του ζήτησε να της πει πως ξέρει ότι της άρεσε ο χορός.  Σκάζοντας εκείνος ένα γελάκι της είπε: << Εσύ η ίδια μου το έγραψες στο μήνυμά σου, όταν διάβασες το διήγημά μου << Η γυναίκα της οδού Αφροδίτης >> που είχε μέσα τους δυο ήρωες, τον άντρα και τη γυναίκα να χορεύουν. Μου είχες πει πως  λατρεύεις το χορό και σε ταξίδεψα στα παλιά όταν λικνιζόσουν κάτω από τους ήχους του μπαντονεόν. Χόρευες τάνγκο και το λάτρευες! >>

          Η Χριστίνα Μαγδαλένια  δεν του ‘φερε αντίρρηση. Μπήκαν στο club και κάθισαν.  Ο απαλός φωτισμός της αίθουσας και ο μοντέρνος ήχος της μουσικής τους άρεσαν. Τα τραπεζάκια το ένα κοντά στο άλλο έκαναν ζεστή την ατμόσφαιρα. Ήπιαν το ποτό τους και σηκώθηκαν. Η γυναίκα νόμισε πως ο άντρας δεν ήξερα να χορεύει καλό τάνγκο. Τον οδηγούσε αυτή και τον κατεύθυνε. Δεν τον άφηνε να την πλησιάσει για να μη νιώσει την καυτή ανάσα της που έπεφτε πάνω του. Κάποια στιγμή ο άντρας την έσφιξε στη μέση αφήνοντας να φύγει από τα δάχτυλά του   ένα γλυκό μούδιασμα και να της διαπεράσει τη σπονδυλική στήλη. Αισθάνθηκε υπέροχα  αλλά και ενοχή για το χώρο που βρισκόταν χωρίς όμως να δείχνει μετανιωμένη που ήταν γαντζωμένη πάνω του. Στα τελευταία βήματα του τάνγκο με έκπληξη διαπίστωσε πως ο άντρας ξεδίπλωνε τη δεξιοτεχνία του πράγμα που δεν το είχε κάνει ως τότε. Και τη συνέχισε ως και το τελευταίο λεπτό με ξέφρενα στριφογυρίσματα που την παρέσυραν  να λικνίζεται πλέον χωρίς αναστολές ώσπου   του παραδόθηκε  να την κρατά στα ακροδάχτυλά του σαν ένα λουλούδι.

        Στο δεύτερο τάνγκο η γυναίκα κράτησε πάλι την απόσταση κι έδειχνε σφιγμένη. Στο τρίτο καμία δύναμη δεν μπορούσε πλέον να της στερήσει τις δικές της και τις δικές του ικανότητες  να τους παρασύρουν σε ξέφρενα στριφογυρίσματα. Αφέθηκε να χορεύει σαν θεά και τον παρέσυρε κι αυτόν να γίνει ο καβαλιέρος της θεός.

        Κάθισαν. Ο άντρας την κοίταξε στα μάτια, σ’ αυτά τα μάτια που πιο όμορφα δεν είχε δει ποτέ. Κι αμέσως με όλη τη δύναμη  της ψυχής του της είπε τρυφερά: << Χορεύεις αέρινα! >>   

        Χόρεψαν ακόμη δυο βαλς, ήπιαν ένα μπουκάλι σαμπάνια και συμφώνησαν ώσπου να το διαλύσουν να κουβεντιάσουν ανέμελα αστεία πράγματα και κυρίως  περί ανέμων και υδάτων. Το έκαναν και στο τέλος εκείνος λίγο σφιγμένος της πρότεινε: << Και τώρα πάμε στο ξενοδοχείο, στη σουίτα μου να ξεκουραστούμε! >>

        Του έφερε αντίρρηση ως προς το χώρο. Ήθελε στο σπίτι της για να νιώθει ασφαλής. Δέχτηκε και πήγαν. Εκεί κάθισαν στο διθέσιο καναπέ, ο άντρας στη μια άκρη και η γυναίκα στην άλλη. Του έκανε εντύπωση η διακόσμηση του σπιτιού και η μεγάλη βιβλιοθήκη που ήταν φορτωμένη με παλιά και καινούρια βιβλία. Οι ράχες τους όλες καλογραμμένες και πολύχρωμες έφτιαχναν ένα πανηγύρι λέξεων και χρωμάτων που τον έκαναν να μεθύσει από χαρά για την πρωτότυπη αυτή εμφάνισή τους.

         Αφοσιωμένος στην ομορφιά των βιβλίων την είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου και να επιστρέφει σε λίγο με δυο ποτήρια γεμάτα ποτό και να του προσφέρει το ένα. Τρελοί από χαρά για τη συνάντησή τους άδειασαν τα ποτήρια μέχρι τον πάτο και ξανάρχισαν την κουβέντα κάτω από τον απαλό ήχο του στερεοφωνικού που έπαιζε μια χαβανέζικη μουσική. Και αφού πλέον φάνηκε πως έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας  κοιτάχτηκαν μ’ ένα βλέμμα φωτιά. Δεν υπήρξαν προκαταρκτικά και οι δυο ήξεραν τι τους περιμένει.  Η γυναίκα αντιστάθηκε στην αρχή αλλά σαν ο άντρας την τράβηξε πάνω του παραδόθηκε μέσα σε μια υπέροχη γαλήνη. Κι έτσι όπως την αγκάλιασε με τόση τρυφερότητα εκείνη έλιωσε αφάνταστα ενώ η υπέρτατη θέλησή της να τον κάνει δικό της έγινε πιο απέραντη που ένιωσε για μια στιγμή τις φλέβες της να καίγονται και μια  συναρπαστική ηδονή να διαπερνά το σώμα της. Κι όσο το υπέροχο χάδι του άγγιζε  κάθε τόσο τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της άλλο τόσο και ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του γινόταν γλυκός κι έντονος. Ώσπου το ζωντανό κορμί του άντρα μπήκε μέσα της και  τότε ένιωσε το είναι της να χάνεται κι αυτή να λιώνει μέσα στη φλόγα του πάθους και στην υποταγή της αρχέγονης ηδονής. Και τότε φοβισμένη από την τρομερή εισβολή μέσα της  του αντρικού κορμιού γαντζώθηκε πάνω του. Έτσι άφησε ελεύθερο τον εαυτό της και παρασύρθηκε ανυπεράσπιστη πια στη δίνη του ερωτικού νήματος.

          Μετά την πράξη ο άντρας την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε: << Και τώρα σ’ αφήνω στην κρίση σου >>.  << Ότι έγινε το ‘νιωσα σαν βέλος που μου άγγιξε την καρδιά αλλά δε με πλήγωσε! >> του ψέλλισε η γυναίκα και σύρθηκε κοντά του από τη δύναμη της έλξης του.  << Έτσι είναι! >> της απάντησε κι εκείνος και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του.

          ellinikoxronografima.blogspot.gr