Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

 

       Διήγημα

                                                   Ο  γιατρός


                                          

                                                    Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

    

               Τον θυμόνταν το γιατρό που γύρισε απ’ τη Μικρασία και τους έλεγε για τους πεθαμένους στο νοσοκομείο που δούλευε και για την ταφή τους στο γήπεδο που το κάνανε νεκροταφείο. Ακόμη για τους ακρωτηριασμένους στρατιώτες, τις φωνές που ακούγονταν από τα χειρουργεία, τα διαμελισμένα πόδια που τα έβαζαν πακεταρισμένα σε κουτιά, τους σκελετωμένους που τυραννιόνταν πάνω στα κρεβάτια περιμένοντας το θάνατο. Ακόμη θυμόνταν που τους έλεγε για τους Τσέτες που κατέβρεξαν τη Σμύρνη με βενζίνη κι έβαλαν φωτιά ενώ αυτός και οι συνεργάτες του είχαν κρυφτεί στο υπόγειο του φίλου του Τούρκου γιατρού και σώθηκαν.

     Και το σπίτι θυμόνταν που έμενε και ήταν τώρα ερείπιο. Ένα διώροφο, χτισμένο από ειδικούς μαστόρους και γνώστες της πέτρας. Εντυπωσιακό με τους τέσσερις ερωδιούς στα ακροκέραμα να μοιάζουν έτοιμοι να πετάξουν. Μια βουκαμβίλια προς τη δύση του κήπου το τύλιγε διακριτικά στον τοίχο  σαν να ήθελε να το προστατέψει από τον ήλιο του απογεύματος. Ένα μπαλκόνι σιδερένιο διακοσμημένο με πουλιά που άφηναν ανεξίτηλα την εικόνα τους για πολύ καιρό στη μνήμη. Σ’ αυτό το νότιο μπαλκόνι ο γιατρός διάβαζε καθισμένος στην ψαθωτή καρέκλα και ζωγράφιζε σ’  ένα μεγάλο μπλοκ σκηνές της καταστροφής και της υποχώρησης. Κι αυτό το έκανε τις ώρες της σχόλης του που βρισκόταν μακριά από τους ασθενείς του.

   Το σπίτι ήταν στις παρυφές του βουνού σε έρημο τόπο, έξω από την πόλη. Ολοτρόγυρα χαμηλοί λόφοι με ζωηρή βλάστηση και μικρά δέντρα που έστεκαν σαν  ακίνητοι ερημίτες  στην κορφή και στις πλαγιές. Ο τόπος ήταν άγριος και άγονος, τον ημέρωνε για λίγο η άνοιξη αλλά και πάλι σαν έμπαινε το φθινόπωρο η όψη του γινόταν καταθλιπτική, μουντή. Είχε μεγάλο κήπο που τον φρόντιζε μόνος του ο γιατρός ως τα γεράματα που πέθανε. Τον είχε πάντα ξανανιωμένο κι από τα χώματά του ξεχυνόταν και μοσχοβολούσε η μυρωδιά, της μαντζουράνας και του βασιλικού. Καλλιεργούσε και κηπευτικά. Κατανάλωνε όσα κατανάλωνε και τα υπόλοιπα τα έδινε στη γυναίκα που τον πρόσεχε και σπλαχνικά τον είχε μη στάξει και μη βρέξει.

     Ζούσε μόνος και είχε συνηθίσει να μιλάει με τον εαυτό του. Όταν δεν επισκεπτόταν τους ασθενείς του  στα χωριά, καθόταν στην πέτρα κάτω από τη μουριά κι αερολογούσε. Σαν χόρταινε την κουβέντα, έπιανε το τραγούδι.  Του άρεσαν τα κλέφτικα. Και τις ιστορίες τις είχε στο πετσί του.  Ιστορίες πολεμικές και ιατρικές. Τις έλεγε με τέτοια αληθοφάνεια  και αφηγηματική δεινότητα που οι φίλοι του ακροατές κρέμονταν από τα χείλη του ενεοί όταν τον άκουγαν.   Φρόντιζε κι ένα άλογο για τις επισκέψεις του στα χωριά που το υπεραγαπούσε. Άσπρο, γεροδεμένο, γιοργαλίστικο που έκανε φτερωτό τρέξιμο. Εντυπωσιακός ο στολισμός του με τα φανταχτερά του μπιχλιμπίδια πάνω του να κάνει τον κόσμο να το θαυμάζει. Πολύχρωμες χάντρες στο πρόσωπο, καμπανίτσες πλεχτές στα γκέμια, η αλυσίδα τους ολοκαίνουργη γαλβανιζέ,  μ‘  ένα κόκκινο χαϊμαλί στο στήθος για να το φυλάει από το κακό. Σέλα μαύρη από δρύινο ξύλο, κιλίμι υφασμένο στον αργαλειό, λουριά δερμάτινα καφέ. Αναβολείς σφυρηλατημένοι σε σιδερά και πέταλα ορειχάλκινα να αστράφτουν σαν κοσμήματα.

    Όταν ήρθε από τη Μικρασία  - κοντά στα τριάντα- άργησε να  ασκήσει το επάγγελμά του. Το σοκ που είχε πάθει από όσα είδε τον είχε νεκρώσει. Η αγριότητα και η κτηνωδία περνούσαν συνέχεια στη σκέψη του και η φθορά τού ανθρώπου παρέσυρε κι αυτόν στη δική του. Πέρασε έτσι ένας χρόνος για να γίνει πάλι φιλόστοργος γιατρός. Και ξέροντας πως η χαοτική φύση του ανθρώπου θα γινόταν χειρότερη με την αρρώστια, άρχισε σιγά- σιγά  να  ανεβαίνει στο άλογό του και να τρέχει στα χωριά γιατρεύοντας και σώζοντας τον κόσμο.

   Ήταν ψηλός, αδύνατος σαν κακομεγαλωμένο δέντρο. Τα μαλλιά του πυκνά καστανά, τα μάτια του γκρίζα θολά και φορούσε μαύρο σκούφο που τον συνδύαζε με ρούχα εκστρατείας τόσο στο σπίτι όσο και στις περιοδείες του.  Ήρθε με τη στρατιωτική του στολή την επίσημη και δεν την αποχωριζόταν στις εθνικές και θρησκευτικές γιορτές. Έφεδρος ανθυπολοχαγός χωρίς ακόμη να έχει προαχθεί τιμητικώς  και ούτε να έχει δεχτεί υπόσχεση για το μέλλον από την πολιτεία.

    Ώρες- ώρες είχε μια αγωνία και μια νευρικότητα. Έδινε ένα σάλτο ανέβαινε στο άλογο και πήγαινε στην πλατεία της γειτονιάς του. Ξεπέζευε, έδενε το άλογο στη μουριά, κι έμπαινε στον καφενέ.  Καθόταν, έπινε ένα γλυκόπιοτο, έρχονταν κι άλλοι στο τραπέζι κι έπιαναν την κουβέντα. Εκεί ο γιατρός διηγιόταν για τον παλιό καιρό, την εκστρατεία στη Μικρασία,  τον πόλεμο, τις μάχες, το Σαγγάριο, το Εσκί Σεχίρ, τη διάλυση του στρατού, τη διχόνοια των Ελλήνων ανάμεσα σε βενιζελικούς κι αντιβενιζελικούς, για την οπισθοχώρηση, τη φωτιά στη Σμύρνη, τις σφαγές, τους νεκρούς, για το νοσοκομείο που δούλευε, για τα χειρουργεία και τους πεθαμένους που τους φόρτωναν τη νύχτα σε καρότσια και  πήγαιναν και τους έθαβαν στα χωράφια. Για όλα αυτά μιλούσε και για πολλά άλλα, ώσπου δάκρυζε και δεν έλεγε να φύγει παρά σαν θυμόταν το χωριό με τον άρρωστο που τον περίμενε.

                                             ***

     Ο γιατρός είχε κι ένα τραύμα στο αριστερό του χέρι.  Οι φήμες έλεγαν πως ήταν από ατύχημα.  Πως το έπαθε καθαρίζοντας το όπλο του που εκπυρσοκρότησε. Αυτοτραυματίστηκε δηλαδή. Όμως είχε πάρει μέρος στον πόλεμο πριν δουλέψει στο νοσοκομείο και είχε δώσει μάχες. Ποιος ξέρει αν δεν τραυματίστηκε στο μέτωπο; Οι κακές γλώσσες υπερέβαλαν  κι έλεγαν πως είχε μπει στη μέση κάποια γυναίκα- ο ίδιος ήταν παντρεμένος και είχε ένα γιο τριών χρονών- και λόγοι αντιζηλίας την έκαναν να τον πυροβολήσει. Ένας δε μυθοπλάστης σε τέτοια, έλεγε πως ο γιατρός τα είχε μπλέξει με μια Τουρκάλα, μπουκιά και συχώριο κι αυτή του την έκανε τη δουλειά. Ήταν έλεγε, ψηλή και μελαχρινή, πάντα ντυμένη ακριβά και στ’ άσπρα.  Τα μαλλιά της ριγμένα στους ώμους να φεγγίζουν στο φως σαν ηλιαχτίδες και να χρυσίζουν τόσο που τύφλωναν τα μάτια που την κοίταζαν. Ακόμη διηγιόταν αυτός ο μυθοπλάστης πως της άρεσε να είναι ξαπλωμένη κοντά στο παράθυρο, να έχει το  χέρι ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθυριού και να κοιτάζει το δρόμο, έχοντας δίπλα της πάντα ένα ποτήρι με αλκοόλ.

   Άλλες  πιο κακές γλώσσες έλεγαν ακόμη πιο τραγικά πράγματα για τη σχέση του γιατρού με τη γυναίκα του. Οι δυο τους μετά από πέντε χρόνια γάμου έμοιαζαν να είναι η μέρα με τη νύχτα. Στην αρχή, την πρώτη περίοδο του γάμου τους ο γιατρός λάτρευε τη γυναίκα του. Όμως  με τον καιρό αυτή ερωτεύτηκε ένα νεότερο συνάδελφό του. Ήταν όμορφος, ψηλός, ρομαντικός με ξανθιά μαλλιά, με μουστάκι κομψό και μάτια γαλανά. Την τρέλανε ακόμη και η σκιά του και για να τον έχει πάντα κοντά της τον έφερνε συχνά σπίτι και τον τραπέζωνε με τον άντρα της. Αυτή με τα μάτια της βιδωμένα πάνω του ονειροπολούσε ευτυχισμένη ενώ οι δυο άντρες συζητούσαν τα δικά τους. Κι αυτή η σχέση της με το νεαρό γιατρό δεν έμεινε κρυφή ούτε από τον κόσμο  ούτε από τον άντρα της, χάρις σε δικό της λάθος. Τον είχε καλέσει σπίτι της ενώ ο άντρας της έλειπε και για μια στιγμή φιλήθηκαν όρθιοι κοντά στο παράθυρο. Δεν είχε κλείσει το παντζούρι και στο αντιφέγγισμα του φεγγαριού τους είδαν πολλά μάτια ως κι ο άντρας της που άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε στην αυλή. Ποιος ξέρει μετά τι έγινε πάνω σαν πήγε. Προφανώς κυκλοφορούσε η φήμη πως ο γιατρός έβγαλε το όπλο να πυροβολήσει τον εραστή, πρόλαβε όμως η γυναίκα του, μπήκε στη μέση και του χτύπησε το χέρι.  Η σφαίρα αντί να βρει το φίλο της και να τον ξεπαστρέψει βρήκε το κάδρο με τη φωτογραφία τους στον τοίχο και το διέλυσε. Ο γιατρός πολύ λυπήθηκε που δεν τον σκότωσε για να ξεπλύνει έτσι για πάντα την τιμή του σπιτιού του. Μετά από λίγο καιρό η γυναίκα του μαζί με το γιο τους φύγανε για τη Γερμανία.

     Τα χρόνια περνούσαν για να παρασύρουν τη νιότη και τη φρεσκάδα του γιατρού που ξεθώριαζαν. Τον θυμόνταν πολλοί να γερνάει, να βαραίνει στο περπάτημα και να χάνεται εκείνο το χορευτικό βήμα που είχε νέος. Περπατούσε με δυσκολία και κάπου -  κάπου στηριζόταν με μπαστούνι. Μαζευόταν νωρίς στο σπίτι και οι γειτόνοι το καταλάβαιναν από το τρίξιμο της σιδερένιας αυλόπορτας που ηχούσε βραχνιασμένη από τη σκουριά.  Ο σκύλος του ένας μεγαλόσωμος γεραλέος τον καλωσόριζε γαβγίζοντας και γονάτιζε μπροστά του, γλείφοντάς του τα πόδια. Ήταν μέρες που δεν έβγαινε από το σπίτι και την έβγαζε ώρες πολλές στο μπαλκόνι να ζωγραφίζει και να διαβάζει.  Ομιλία δεν ακουγόταν παρά όταν ερχόταν η γυναίκα που τον φρόντιζε και οι λιγοστοί φίλοι του που τον επισκέπτονταν.  Με το ηλιοβασίλεμα του άρεσε να κατεβαίνει στον κήπο, να κρύβεται μέσα στην ομίχλη και να φροντίζει τις ορτανσίες στις γλάστρες, προσθέτοντας χώμα ή λίπασμα για να αυξηθούν.

    Ζωγράφιζε καλά όπως διηγιόνταν όσοι τον είχαν δει και δεν αποτραβιόταν από το καβαλέτο παρά αργά το βράδυ. Του άρεσε να ζωγραφίζει πολύ τη νύχτα με φως, πότε μέσα στο εργαστήριο και πότε στο μπαλκόνι. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως έφτιαχνε τη γυναίκα του που την υπεραγαπούσε και κάποιοι βέβηλοι πως κορόιδευε κι έπαιζε με το πινέλο, διώχνοντας τη σκόνη από τον πίνακα ή τον μπλοκ της ιχνογραφίας.

    Κάποια μέρα μια σαρανταπεντάρα γυναίκα μαυροφόρα, θεάθηκε στο μπαλκόνι. Φαινόταν χλωμή, στενοχωρημένη και καταβεβλημένη. Το φουστάνι της φανέρωνε ένα τολμηρό ντεκολτέ και τα μαλλιά της  ξεθωριασμένα ήταν χτενισμένα σ’ ένα μεγάλο κότσο. Καθισμένη σε μια καρέκλα έριχνε εξεταστικές ματιές στον κήπο με τις ορτανσίες και τους βασιλικούς ενώ χάιδευα με τα χέρια της τις γαριφαλιές και τα γεράνια στις γλάστρες του μπαλκονιού.  Όσοι την είδαν την πέρασαν για την Τουρκάλα. Με μιας νόμισαν πως με τον ερχομό της όλα μέσα στο σπίτι είχαν αναστηθεί. Ως και το γιατρό τον είδαν νεότερο και χαρούμενο. Όμως δυστυχώς διαψεύστηκαν. Σε λίγες μέρες η γυναίκα χάθηκε. Κανείς δεν έμαθε ποια ήταν και τι γύρευε στο σπίτι του.

    Έτσι ώρες- ώρες είχε μια αγωνία και μια νευρικότητα ο γιατρός, που  μ’ ένα σάλτο ανέβαινε στο άλογο και τραβούσε για την πλατεία της γειτονιάς του. Ξεπέζευε, έδενε το άλογο στη μουριά κι έμπαινε στον καφενέ. Καθόταν, έπινε ένα  διάφορο, έρχονταν και οι άλλοι κι έπιαναν την κουβέντα. Και ο γιατρός διηγιόταν για τον παλιό καιρό,  την εκστρατεία της Μικρασίας,  τον πόλεμο, τις μάχες, το Σαγγάριο, το Εσκί Σεχίρ, τη διάλυση του στρατού, τη διχόνοια των Ελλήνων σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, την οπισθοχώρηση, τη φωτιά της Σμύρνης, τους νεκρούς, τους πρόσφυγες, για το νοσοκομείο που ήταν γιατρός, για τα χειρουργεία και τους πεθαμένους που τους φόρτωναν τη νύχτα στα καρότσια και τους πήγαιναν στα χωράφια να τους θάψουν.  Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, δάκρυζε και δεν έλεγε να φύγει παρά σαν θυμόταν τον άρρωστο που τον περίμενε στο χωριό να τον γιατρέψει.

                                                   ***

      Μια άνοιξη πρωί ο γιατρός  ήταν στον κήπο. Στήριζε με παλούκια κάποιες αδύνατες μηλιές και δυνάμωνε το φράχτη. Μπροστά στην πόρτα στάθηκε ένας νέος χωρικός και του φώναξε. Κατάλαβε ο γιατρός και πλησίασε. << Ο γείτονάς μου έχει πυρετό και βήχει, ελάτε να τον δείτε >> του είπε και υποκλίθηκε.<< Σε ποιο χωριό; >> τον ρώτησε και δεν ένιωσε καλά που θα άφηνε τον κήπο. << Στον Ξηρόκαμπο, δυο χιλιόμετρα   από ‘δω, έχετε ξανάρθει κι άλλες φορές >> του αποκρίθηκε ο χωρικός και ξεκίνησε να φύγει. << Καλά, ετοιμάζομαι κι έρχομαι>> του είπε ο γιατρός και σύρθηκε σιγά- σιγά ως το κατώφλι να μπει στο σπίτι.

      Μέσα στην πρωινή αχλή, καβάλα στο άλογο κατηφόριζε στις στροφές του δρόμου για να πιάσει στο ίσιωμα και ήταν σκυθρωπός και ανέκφραστος. Ήξερε τις δύσκολες στιγμή που θα περνούσε με τον άρρωστο, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την ανάρρωση και βασανιζόταν. Σε λίγα μέτρα η διάθεσή του άλλαξε προς το καλύτερο. Η άγρια φύση που απλωνόταν μπροστά του τον γοήτευσε.  Δεξιά και αριστερά οι καταπράσινες πλαγιές, γεμάτες κουμαριές, ρείκια και θυμάρια θρόιζαν με τα πυκνά φύλλα τους και με τη μουσική τους τον αναζωογόνησαν τόσο που νόμιζε πως βρισκόταν στο βασίλειο του παράδεισου.  Τα πουλιά έπαιζαν φτεροκοπώντας από κλαδί σε  κλαδί, άλλα κελαηδούσαν και τα πολύχρωμα έντομα, πολύβουα και χορευτικά έφτιαχναν μια σπάνια εικόνα απείρου κάλλους.

     Μπαίνοντας στο χωριό σταμάτησε και θαύμασε το ανοιξιάτικο τοπίο του κάμπου που η πρωινή βροχή το είχε πλύνει και το είχε κάνει πεντακάθαρο. Το χωριό έλαμπε με τα λιθόχτιστα σπίτια του, τις όμορφες κεραμιδοσκεπές και τους κήπους πνιγμένους στα λουλούδια. Πάνω του το βουνό το προστάτευε σαν παντοκράτορας, η κορφή του άγγιζε τον ουρανό και η γκρίζα βαμβακερή ομίχλη που το σκέπαζε, του ‘δινε μια γαλήνια ακινησία. Στο σπίτι του άνοιξε μια καλοδιατηρημένη μεσόκοπος γυναίκα. Τον καλοδέχτηκε και ο γιατρός τη ρώτησε, << τι τον έχεις τον ασθενή;>> <<  Άντρας μου είναι>> απάντησε αυτή.  << Πού είναι;>> << Στο υπνοδωμάτιο >> και του έδειξε την πόρτα.  Μπήκε, τον εξέτασε και τελειώνοντας γέλασε ελαφρά, τον θώπευσε στη ράχη και του ψιθύρισε με μουσικότητα: <<Δεν έχεις τίποτα. Τα πνευμόνια και η καρδιά σου δουλεύουν ρολόι, κρυωμένος είσαι. Θα σου δώσω μια αγωγή και σε μια βδομάδα θα γίνεις περδίκι>>. Του έγραψε μια συνταγή, είπαν δυο τρεις κουβέντες και ο γιατρός βρέθηκε στο σαλόνι να φεύγει. Δεξιά του στον τοίχο μια φωτογραφία ενός στρατιώτη με στολή Μικρασίας του έκανε εντύπωση. Πλησίασε και την κοίταξε επίμονα. Κάτω αριστερά έγραφε: Ενθύμιον Μικράς Ασίας. << Ποιος είναι αυτός;>> ρώτησε τη γυναίκα. << Ο άντρας μου>> του αποκρίθηκε αυτή αβίαστα. << Ποιος, αυτός ο άρρωστος;>> << Ναι!>> Ο γιατρός ξαναγύρισε και μπήκε στο δωμάτιο του αρρώστου.  << Ήσουν στη Μικρασία, στρατιώτης;>> τον ρώτησε. <<Ναι, ήμουν, νοσοκόμος>> του απάντησε.  << Πώς λέγεσαι;>> << Πελοπίδας Φέρμας>>. Ο γιατρός ξαφνιασμένος έμεινε για λίγο σκεπτικός.  << Το γιατρό, Άρη Δρίτσα, τον ξέρεις;>>  << Ήμαστε μαζί>>. Ο γιατρός κάθισε δίπλα του.  << Εγώ είμαι!>> Ο νοσοκόμος έμεινε ασάλευτος. Ανασηκώθηκε έξαφνα και τον αγκάλιασε. Έβαλε τα κλάματα και ξανάπεσε. Βγάζοντας ύστερα μια βραχνή φωνή κι έναν αχό που έμοιαζε με γέλιο, ψιθύρισε: << Ποιος το  περίμενε…>> <<Έτσι είναι η ζωή! Τι τραβήξαμε! Θυμάσαι; >> είπε ο γιατρός συγκινημένος και σηκώθηκε. Πριν φύγει, συμπλήρωσε: << Τώρα είμαστε και οι δυο εξουθενωμένοι. Τόσο εσύ με την αρρώστια όσο κι εγώ από το ταξίδι. Είναι και η συγκίνηση… Όταν γιατρευτείς έλα στην πόλη να τα πούμε>>. Βγήκε έξω από το σπίτι, ανέβηκε στο άλογο και για λίγο δεν έβλεπε τίποτα παρεκτός μια μυστήρια λάμψη που αναβόσβηνε.

       Σε μια βδομάδα ο Πελοπίδας έγινε περδίκι. Κατέβηκε στην πόλη, ανηφόρισε στα καλντερίμια και τον βρήκε, τα είπαν, θυμήθηκαν τα παλιά και δέθηκαν συντροφικά  πράγμα που έκανε στον ερημίτη γιατρό καλό, διώχνοντάς του τη μοναξιά και τη σκυθρωπή του  όψη. Ο γιατρός τον έκανε βοηθό του, πήγαινε ταχτικά στα χωριά κι έδινε τα φάρμακα στους αρρώστους, κρατούσε λίστα με τους ασθενείς, σημείωνε την πρόοδό τους, τον εφοδίαζε με ότι χρειαζόταν και του φρόντιζε το άλογο. Ο Πελοπίδας όταν ήταν μόνος κι έλειπε ο γιατρός φρόντιζε τον κήπο.  Μ’ ένα μακρύ σουγιά με λαβή από μαύρο κέρατο έφτιαχνε μικρά παλούκια, στέριωνε το φράχτη, περιποιόταν τα λουλούδια, τα δέντρα και τα κηπευτικά, κλάδευε τα ξερόκλαδα, ξερίζωνε τις κολορίζες, ράντιζε ή θειάφιζε τα οπωροφόρα που είχαν προσβληθεί από μύκητες και φύτευε νέα φυτά. Ο γιατρός ερχόταν, καθόταν σε μια πέτρα και σιωπηλός τον κοιτούσε. Και τότε θυμόταν τις μέρες που ήταν μαζί στην κόλαση της Μικρασίας, τους θαλάμους με τους τραυματισμένους, τους ακρωτηριασμένους, τους νεκρούς με τα κλειστά τους μάτια όταν έφευγαν για τον άλλο κόσμο. Δάκρυζε κι έκανε πως κοίταζε τις χλωρασιές στις πλαγιές, να μην το δει ο Πελοπίδας. Εκείνος όμως τον έπαιρνε χαμπάρι, συγκινιόταν και κύλαγε και το δικό του δάκρυ. Και συνέχιζε τη δουλειά του, κάνοντας τον αδιάφορο, να φυτεύει φυτά, να σπέρνει σπόρους στις βραγιές και να ποτίζει τα διψασμένα δέντρα.

 

                                         * * *

 

     Ένας κακός και βροχερός Νοέμβρης είχε έρθει εκείνη τη χρονιά που δεν έλεγε να κάνει μια ζεστή μέρα. Ο ουρανός γεμάτος μαύρα σύννεφα, ο αέρας κρύος και δυνατός, οι χείμαρροι φουσκωμένοι να κατεβάζουν τόνους νερό. Ο γιατρός κατά τις δέκα το πρωί μπήκε στο ατελιέ του κι άρχισε να σκιτσάρει σ’ ένα μπλοκ εικόνες της φύσης. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και πήγε στη βιβλιοθήκη. Έπαιρνε ένα - ένα βιβλίο και διάβαζε τους τίτλους του. Ήθελε να αποφασίσει ποιο θα διάβαζε. << Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέϊ >> του θύμισε κάτι και κοίταξε το οπισθόφυλλο. Διάβασε από μέσα του αυτό που ήταν γραμμένο: << Το μόνο τρομερό είναι η πλήξη Ντόριαν. Είναι το μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα.  Εμείς όμως δεν υπάρχει πιθανότητα νε υποφέρουμε απ’ αυτή, εχτός κι αν οι καλεσμένοι εξακολουθούν να συζητούν γι’ αυτό το ατύχημα στο δείπνο. Πρέπει να τους πω το θέμα έγινε ταμπού.  Όσο για τους οιωνούς, δεν υπάρχουν οιωνοί.  Η Μοίρα δεν μας στέλνει αγγελιοφόρους.  Είναι πάρα πολύ σοφή ή πάρα πολύ σκληρή για να κάνει κάτι τέτοιο. Κι εξάλλου τι θα μπορούσε αλήθεια να σου συμβεί Ντόριαν; Έχεις το κάθε τι που θα μπορούσε να επιθυμήσει ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν υπάρχει κανένας που δε θα ‘ταν κατενθουσιασμένος  ν’ αλλάξει τη θέση του μαζί σου>>. Τελειώνοντας άκουσε τη φωνή κάποιου που τον καλούσε να βγει έξω.  Βγήκε στην εξώπορτα και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν άντρα σαραντάρη.  << Τι θέλεις;>> τον ρώτησε. <<Γιατρέ, ο πατέρας μου είναι άσχημα, βήχει, έχει πυρετό και κάνει αιμόπτυση. Έλα να τον δεις>>. << Σε ποιο χωριό;>> << Στη Μουριατάδα>>.  << Μακριά, βρε παιδί μου. Δε λυπάμαι τον εαυτό μου αλλά το άλογο που θα κάνει τόσο δρόμο>> και κουνώντας το κεφάλι του συγκαταβατικά, είπε στον άνθρωπο να φύγει κι αυτός θα ακολουθούσε.

     Όσο εξέταζε τον ασθενή ο ουρανός με τη γη έξω είχαν γίνει ένα. Τα νερά που έπεφταν γέμιζαν τις στράτες που γίνονταν νεροσυρμές και χύνονταν στο χείμαρρο ενώ αυτός όλο και φούσκωνε. Έξω από το χωριό στο γεφύρι της πηγής του Αι Γιάννη η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη που είχε ξεχειλίσει και παρέσυρε τα πάντα. Οι αστραπές σπάθιζαν τις ψηλές κορφές των δέντρων, οι βροντές ξεκούφαιναν τον κόσμο και οι άνθρωποι ασάλευτοι κοίταζαν  κλεισμένοι στα σπίτια τους την καταστρεπτική θεομηνία χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Όταν βάσταξε η βροχή ο γιατρός έφυγε, το φαρδύ στήθος του αλόγου ολόγρο ανάσαινε βαριά κι αυτός με λοξές ματιές ανίχνευε το λασπωμένο δρόμο με αγωνία. Το νερό στο γεφύρι είχε περάσει στο δρόμο και η ορμή του ήταν μεγάλη και ξέφρενη.   Ο γιατρός βρέθηκε στη δίνη του, δεν μπόρεσε να κρατήσει γερά τα χάμουρα να σταματήσει το άλογο και κείνο σαν σφαίρα όρμησε να περάσει. ‘Oσο έκανε μια αστραπή να σβήσει άλλο τόσο έκανε και το ποτάμι να τους καταπιεί.  Τους βρήκαν και τους δυο, γιατρό και άλογο, τριακόσια μέτρα ξεβρασμένους σε μια μικρή λάκκα.

      Σε μια πλάκα πάνω από την είσοδο του ερειπωμένου σπιτιού κάποιος έγραψε και διαβάζεται έστω και δύσκολα μέχρι σήμερα, ένα στίχο του Τζοβάνι Παπίνι, ολίγον παραλλαγμένο: << Μα ποιος είπε πως εγώ έπρεπε να πεθάνω;>>

      ellinikoxronografima.blogspot.gr        panant1947@gmai.com

 

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου