Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 

 

                                          Η τυραννία των ηλιθίων 


 

 

                                                     Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

              Θυμάμαι κάποιους δημάρχους που είχαν κάνει τους δήμους καταθλιπτικά κρατίδια. Μαζί με τους λακέδες τους έγραφαν στα γεννητικά τους όργανα τον πολιτισμό που τους πρόσφεραν οι δημιουργοί και οι πολιτιστικοί σύλλογοι και αναδείκνυαν εκείνον που ήταν στελεχωμένος από τον υπόκοσμο των  μικρονοϊκών. Με τη βούλα κατόπιν του σουλτάνου, έβαζαν το λαό σαν τα πρόβατα στη γραμμή να τον παρακολουθήσουν.

               Η τυραννία των ηλιθίων αυτών δημάρχων, ακόμη και σήμερα με σκοπό να στήσουν δικό τους πελατειακό κράτος δεν έχει όρια και σε πίσω  καιρούς ήταν αντίγραφο συμπεριφοράς Γκαίμπελς.  Περιβεβλημένοι δήθεν με τους καρπούς της γνώσης έστελναν οι άθλιοι, τους μελανοχίτωνες  μπράβους τους στην πλατεία, χώρος των εκδηλώσεων, και, πυρπολούσαν τα κιόσκια, ποδοπατούσαν βιβλία, έκαναν κουρέλια τις αφίσες, ψαλίδιζαν επαναστατικές μπροσούρες και έστελναν στον εισαγγελέα τα μέλη των επιτροπών γιατί καταπάτησαν δημόσιο χώρο.

             Σήμερα πολλοί απ’ αυτούς αν δεν έχουν δώσει παρόν στον Άγιο Πέτρο, γυρνούν στις πόλεις τους σαν μαδημένα κοράκια. Σουφρωμένα γερόντια, ολίγιστα και ξέφτια ενός περασμένου θεσμοποιημένου αμοραλισμού, βυθίζονται στη μοναξιά τους και αναπολούν τους τραμπουκισμούς τους και τον παρακμασμένο πρωτογονισμό τους. Σοφοί δεν υπήρξαν ποτέ, ούτε δηλωμένοι οπαδοί του καλού και του ωραίου. Αποστρέφονται τους << λαπάδες >> ποιητές, τους << ψεύτες >> μυθιστοριογράφους, τους ανθρώπους του δημοσιογραφείν, κάθε δημιουργό που μοιράζει πνευματικό αντίδωρο στο λαό. Όλους αυτούς τους κυνηγάνε, έτοιμοι είναι ανά πάσα στιγμή να τους αρρωστήσουν με τη δική τους ψυχική νερώνεια βλάβη.

            Πάντα ήθελαν τον Έλληνα ραγιά με καρδιά τσόφλι και στοιχειά και δράκους να τρώνε τα σωθικά του. Με τροφή του το πνευματικό πλιγούρι , με το σήκω πάνω, κάτσε κάτω από τα ξιπασμένα κέντρα τους.

         Θέλουν να ξυπνάει και να λέει καλημέρα στη θλίψη κι όχι στη χαρά. Τους αρέσει να ξεχειλίζει από πόνο κι όχι να γελάει με τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Να περπατάει στο βούρκο και να μη βγαίνει από κει  τινάζοντας τη λάσπη από πάνω του, βλέποντας τις αρχαίες τραγωδίες των κλασσικών. Χαίρονται να είναι  << μοιραίος >> και να πνίγεται μέσα στην ανυπαρξία της λαϊκής αντίδρασης.

         Αυτοί δεν είναι δήμαρχοι. Οι στίχοι του Παλαμά τους πάει γάντι. << Βοσκοί, στη μάντρα της πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και  μπολσεβίκοι, για  λόγους άδειους  ή  για  του ολέθρου τα έργα βαλτοί >>.   

             ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

  Χρονογράφημα


 

                                       Επί τέλους διακοπές

 

 

                  Στολισμένος με νυφούλες πορτοκαλιές ο κήπος μου, με βαγιόφυλλα στην κλίνη του, με θυμιατήρια από βασιλικούς και δυόσμους μυρωμένος.  Στα φυλλάκια της αγράμπελης φτερουγίζουν μελισσούλες, ψάλτες σπουργίτες απλώνουν γαλάζιες κορδέλες με νότες του πενταγράμμου στους κλώνους της συκιάς. Βόρεια πεύκος αιωνόβιος ρίχνει το απόσκιο του, πατέρας γλυκός υπό τη σκέπη του τ’ άλλα δεντράκια αγκαλιάζει. 

         Στον ίσκιο του θα στήσω το τσαντίρι μου, τις διακοπές μου να περάσω.  Τ’ αρκούδι ο Στουρνάρας και το ανήμερο καπρί ο Θεοχάρης μ’ άφησαν ταπί. Ν’ αράξω δεν μπορώ σε νησί, στο κύμα να ξαπλώσω. Κι εκεί το τσαντιράκι μου με φουρκάλες από ελιά θα στήσω, τη στέγη του με φτέρες θα σκεπάσω. Χοντρό σκουτί θα στρώσω για στρωμνή, χόρτο στο προσκεφάλι μου θα βάλω μαξιλάρι. Όπως ο  άσωτος υιός θα τρώω ξυλοκέρατα, ωά όρνιθας φρέσκα θα ρουφώ, σύκα και ξηρούς καρπούς κάτω θα κατεβάζω.

          Στο τρανζίστορ μου  Καζαντζίδη θ’ ακώ τους κεκοιμισμένους νευρώνες μου θα ξυπνώ διαβάζοντας Βίκτορα Ουγκώ, και Αριστοφάνη. Παλαμά θα απαγγέλλω: << ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι… >> και θα μουντζώνω τους πέριξ φράκτες με το κρεμασμένο πλαστικό και το εσώρουχο των Αφρικανών. Τους Νιγηριανούς με τον κότινο της νίκης θα στεφανώνω  σαν βάζουν κάτω τον εωσφόρο στις ντοματιές, το νου μου θα καθαρίζω από ποιητικούς ρύπους που λένε: << Σηκωθείτε! Η γη χαρίζει μόνο άφθονο καρπό… >> και << μην σας είναι ο ξένος πλούτος ένα αγκάθι στην καρδιά, πέστε, αζήλευτα: είναι τούτος εργασίας κληρονομιά! >>

       Θα κολυμπώ σε λέβητα. Το ντους μου θα  κάνω με το λάστιχο της βρύσης. Αραχτός με το σκύλο μου τον αράπη την ηλιοθεραπεία μου θα παίρνω στη σέντρα της αυλής, αυτός γαβγίζοντας κι εγώ τους περασμένους δίσεκτους χρόνους μου μετρώντας. Με το φίλο το Θανάση που περάσαμε σε πίσω καιρούς τα ρέματα οδοιπορώντας για σχολεία ορνιθώνες, ξερή θα παίζουμε, της χαρτοπαιξίας τη θεότητα ελληνικότατα θα λατρεύουμε. Το βραδάκι μέσα από τα φύλλα του καλαμποκιού ο Οδυσσέας θα ξακρίζει. Με μπότες μουσκεμένες, χέρια σκαμμένα από τη δουλειά και το σιγαρέτο στ’ αυτί στο χώμα θα κάθεται. Απροσκύνητος σε ντενεκέδες άρχοντες θ’ αρχίζει το τραγούδι: << Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες. Ελάτε παλικάρια μου, όλοι να  συναχτήτε, τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη, να μην περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες >>.

        Ύστερα πριν κοιμηθώ, θα ταϊζω με ψύχουλα τη χαρά μου.  Θα ονειρεύομαι πως είμαι ευρωβουλευτής, πως ταξιδεύω σε κρουαζιερόπλοιο, πως είμαι γερμένος σε κόρφο ζεστό κυρίας κομψής! Και ώσπου  αλέκτωρ να λαλήσει δυο και τρεις θα νιώθω βασιλιάς! Βασιλιάς στο τσαντίρι μου!

                   ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

                     Τ Ο                   Χρονογράφημα

              Τα τυχερά της νεότητας, ο μπάρμπα Γιάννης και μια ιστορία


                                                                    Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

             

              Τα τυχερά της νεότητας, ακούς πολλά, μαθαίνεις ουκ και ολίγα, γνωρίζεσαι με προσωπικότητες που στη μεγάλη ηλικία θα σε πρόδιδαν ή θα σε αγνοούσαν. Οιονεί εικονολήπτης η μνήμη στα ανακτά σιωπηλά όταν στη Μονή της Ζωής ασκητεύεις και τους πρωταγωνιστές της θυμάσαι.

                Σας έχω υποψιασμένους για τον μπάρμπα Γιάννη κι από  άλλα χρονογραφήματα και είμαι σίγουρος πως λέτε <<χαλάλι του, το αξίζει  να ασχολούμαι μαζί του >>. Δεκαετία του εβδομήντα, μεσημέρι, μπήκε στου Ψαρούλια τον καφενέ.  Ο πρόεδρος που τον είχε δει να πλησιάζει από το παράθυρο και τα ‘πινε με τους άλλους συμβούλους, ψηλάφισε το ένστιχτο της λοιδορίας και τους είπε: << Μην του μιλάτε όταν μπει αφήστε τον να δούμε τι θα κάνει! >>

                Ο μπάρμπα  Γιάννης εμένοντας στην τακτική του, χαιρέτησε, κάθισε και μην παίρνοντας απάντηση, έγινε φριχτός στην όψη και απαισιότερος στην ψυχή, αλλά δεν έβγαλε άχνα.  << Με γράφετε >> σκέφτηκε << θα σας γράψω κι εγώ >> και παρήγγειλε το καρτούτσο. Ζήτησε από τον καφετζή δυο ποτήρια και σαν πήρε το καρτούτσο και τα γέμισε, τα τσούγκρισε και είπε: << Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει >> και άρχισε να πίνει πότε από το ένα και πότε απ’ τ’  άλλο>>.

               Όταν ήπιε όλο το κρασί, σηκώθηκε, έφτασε ως την πόρτα και πριν βγει, είπε για να τον ακούσουν: << πόλεμο εσείς, ανταρτοπόλεμο εγώ! Να δούμε ποιος θα νικήσει! >>

             Μετά από μια βδομάδα υψώνεται το μπουμ. Κάθονταν πάλι και οι πέντε έξω από το κοινοτικό γραφείο και κουβέντιαζαν. Τους είδε ο μπάρμπα  Γιάννης και πήγε. Πριν φτάσει πάλι ο πρόεδρος έβαλε τη δαχτυλιά του και τους λέει: << Τα ίδια όπως την άλλη φορά, μη του μιλάτε >>.  << Γεια σας >> χαιρέτησε εκείνος. Αυτοί τσιμουδιά. Αγανακτεί, μένει σιωπηλός για λίγο και αμέσως παίρνει ρόλο πρωταγωνιστή. Κοιτάζει γύρω του και λέει: << Ωραίο μέρος, ησυχία, οι πασάδες απ ‘δω κάθονται μπέικα, είναι πρότυπα ανθρώπων, ξελογιασμένοι από  τον παράδεισο γύρω τους, ας τους ετοιμάσω κι ένα breakfast για να εξακολουθήσουν ν’ απλώνουν την αρίδα τους και ετοιμάστηκε να κατεβάσει την περισκελίδα του.

            << Ρε, Γιάννη, ως εδώ! >> του ‘κανε ο πρόεδρος και έσκασαν όλοι  στα γέλια. << Είπαμε να κάνουμε πλάκες, αλλά όχι και να  το παρακάνουμε! >>

           Σηκώθηκε ο μπάρμπα  Γιάννης, τράβηξε την περισκελίδα πάνω, ζώστηκε και με το βλέμμα του φωτεινό να τους διαπερνά τους είπε σαν κάθισε: << Τι λέγατε θα μου τη φέρνατε; Ο βίος μου πολυτάραχος, δε λυγίζω εύκολα! >>

          Ήπιαν ακόμη δυο μισόκιλα, κουβέντιασαν και γέλασαν με την ψυχή τους εκών άκων  με όσα άκουσαν από το στόμα του.

            ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

                         Το          Χρονογράφημα

             Η πηγή, η κορίτα και κάποιοι  άκομψοι και αγενείς οδοιπόροι


                                                       Του    Παναγιώτη Αντωνόπουλου

           Κορίτα.  Συναντάται και ως κορίτος. Ήταν και είναι  ξύλινη, λαμαρινένια ή τσιμεντένια  και χρησιμοποιείτο σαν σκεύος από το οποίο έπιναν νερό τα ζωντανά. Η μάνα μου όταν κάποιο ερίφιο ή αμνός αποπειράτο να το σκάσει από το κοπάδι του έλεγε: << θα σου πάρει ο διάλος τον κορίτο >> τουτέστιν την ποτίστρα. Η ίδια η λέξη  υπάρχει και στα  σερβικά ( korito ). Ακόμη λέγεται και ως συνώνυμο της κούνιας του μωρού. Ως ξύλινο σκεύος, είδος κυπέλου με χειρολαβή, λαϊκοί τεχνίτες, εντριβείς εις την ξυλουργική την προσέφεραν ως δώρο στις πηγές για να πίνουν νερό άπαντες και άπασες οι οδοιπόροι και οδοιπόρισσες.

              Ο γεννήτορας επιδέξιος λαϊκός τεχνίτης και θριαμβευτής  σε τέτοιες κατασκευές έφτιαχνε μια τέτοια κορίτα και την έβαζε στην πηγή του Αϊ - Γιάννη να πίνουν νερό και να ξεδιψάνε οι  καταπονημένοι αγρότες Καρβουναίοι, αλλά και οι πάσης φύσεως οδοιπόροι. Δεν ξεχνώ τον καμπανιστό θόρυβο  όταν την έφτιαχνε κάτω από την πυκνόφυλλη μουριά που έκαναν το σφυρί και το  σκαρπέλο  ανοίγοντας το κοίλον του πουρναρίσου ξύλου.  Εξωραϊσμένη επιμελώς μέσα κι έξω, της σκάλιζε κι ένα χεράκι να πιάνεται και με συνοπτική διαδικασία τη χάριζε στην πηγή του Αγιάννη, διακόσια μέτρα από το σπίτι μας. 

            Άκομψοι και αγενείς οδοιπόροι ενίοτε την έκλεβαν. Φωνασκώντας και θυμωμένος ο πατέρας τους καταριόταν, με ύβρεις και αναθέματα στο πυρ το εξώτερο τους έστελνε! Έναν δεκαπενταύγουστο που έλιωνε στο λιοπύρι ακόμη και σίδερο, βρήκε την κορίτα απουσιάζουσα, τον κόσμο να ξεδιψάει με τις χούφτες κι έγινε έξω φρενών. Κράτησε όσο κράτησε ο θυμός του και σαν του πέρασε πήρε πάλι ξύλο και σκαρπέλο να φτιάξει άλλη. Στην κουβέντα όταν την τελείωσε, αφού ετέρπετο να τη θαυμάζει και να την επιτηρεί αόκνως, είπε, οργισμένος: << Κάποιοι παράφρονες και κατεργαραίοι, εξακολουθούν ν’ απλώνουν την αρίδα τους μακρύτερα από το μπόι τους μέχρι εκεί που φτάνει η σκιά τους το δειλινό ή το πρωινό. Αμετανόητοι, επιζήμιοι και καταστροφείς. Τι τους φταίνε τα πραματάκια του κόσμου και τα αφανίζουν; Θα τους δείξω εγω!>>

          Το πρωί πήγε στην πηγή του Αγιάννη και την άφησε  στη θέση τής εκλιπούσας. Εκείνος κρύφτηκε κάτω από το γεφύρι και περίμενε.  Ήρθε ο ανάλγητος κλέφτης, ήπιε νερό μ’ αυτή, την έβαλε στο σακούλι και πήγε να φύγει. Φάντης μπαστούνι μπροστά του ο πατέρας μου τον τσεκούρωσε με λόγο που άστραψε και βρόντηξε: << Εσύ, ρε ξάδερφε; Τι την θέλεις ν’ αφοδεύεις μέσα; Ας την κάτω να πίνει νερό ο κόσμος! Τι θέλεις να σου κάνω ανασκολοπισμό πρωί - πρωί; >>

       Αυτή η βάρβαρη << θνησιμότητα >> της κορίτας τον ανησυχούσε αρκετό καιρό. Γι’ αυτό μετά στο σχεδιασμό πρόσθεσε και μια αλυσίδα και την έδενε από τον κορμό του γεροπλάτανου. Ελαχιστοποίησε ή μηδένισε τις κλοπές και << μάζεψε >> με το έτσι θέλω τους επίδοξους κλέφτες.

       Το χρόνο πριν φύγω για σπουδές, είδα με χαρά ένα δισέλιδο σημείωμα αναρτημένο στον τοίχο της εκροής  του νερού με οδηγίες καλής συμπεριφοράς προς τους χρήστες της κορίτας για την προστασία της. Ήταν ιδιόχειρο, ανορθόγραφο και γραμμένο αλλού με μολύβι κι αλλού με κάρβουνο! Είμαι σίγουρος πως αυτός ήταν ο συντάκτης!

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

                 

 

                               Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

    Χρονογράφημα


                                        Κράτος ολίγιστο

 

 

             Σε πίσω καιρούς μουντζούρωνα χαρτιά σε ζόρικο γραφείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μια πρώτη του μήνα οι δάσκαλοι θα έπαιρναν το δεκαπενθήμερό τους, ο προϊστάμενος έλειπε, οι μισθοδοτικές καταστάσεις ανυπόγραφες, άλλος εξουσιοδοτημένος δεν υπήρχε να βάλλει τη τζίφρα του,  το διοικητικό σύστημα αχρηστεμένο κατέρρεε ανίκανο.  Η σκέψη πως θα έμεναν απλήρωτοι οι συνάδελφοι, μ’ έκανε να νιώθω ολίγιστος, η μικρονοϊκή ιλαρότητα μ’ έπνιγε, << θα χαρακτηριστούμε πελιδνοί, άχρηστοι και κατεαγμένοι οι υπάλληλοι τούτου του γραφείου >> σκέφτηκα και προσπάθησα να αποβάλλω τον πρωτογονισμό της εξουσίας μου και να βρω λύση.

                   Προσπέρασα το καταθλιπτικό ελληνικό κρατίδιο με τις διοικητικές του ελλείψεις και παρανόμησα επί δικαίω.  Έβαλα την τζίφρα μου από κάτω φαρδιά πλατιά στη μισθοδοτική κατάσταση  και πήγα στην εφορεία.  Ο σπιθαμιαίος υπάλληλος μόλις είδε την υπογραφή μου εξανέστη. << Τι έκανες ρε δασκαλάκι; >> μου ‘βαλε τις φωνές ο σάλιαγκας αυτός της καρέκλας και πετάχτηκε πάνω σαν ταύρος μαινόμενος. << Ξέρεις πώς λέγεται αυτό; Κατάχρηση εξουσίας και πας μέσα! >>Του εξήγησα το λόγο που το έκανα. Πως η νιότη των δασκάλων των μονοθεσίων σχολείων δεν μπορεί  να μείνει  νηστική και οι σοφοί των πολυθεσίων έχουν χρέη και δε μας αφήνουν περιθώρια για ολιγωρία.  Έπρεπε να πάρουν τα λεφτά τους και οι μεν και οι δε γιατί το ψωμί, το φάρμακο και οι τράπεζες δεν είναι φίλοι αλλά μπόγιες που σε δένουν χειροπόδαρα.  << Σβήσε την υπογραφή , παράνομε  >> συνέχισε, << γιατί δεν μπορώ να τη βλέπω και ψάξε να βρεις τον προϊστάμενό σου να υπογράψει εκείνος. Αν δεν το κάνεις δε θα γίνει η πληρωμή >>.

                 Η υπογραφή του προϊστάμενο επέβαλλε την τάξη αλλά ήταν αργά. Η πληρωμή άργησε να γίνει, πολλοί δάσκαλοι έφυγαν, άλλοι κάνοντας τη χειρονομία μας έγραψαν στα << τέτοια >> τους, κάποιοι θυμομανείς μας φοβέρισαν και κάποιοι μας καταλόγισαν εσκεμμένη ιδιοτέλεια ως πιόνια της κομματικής καμαρίλας.               Ο σάλιαγκας υπάλληλος της εφορείας εξελίχθη, εγώ επιπλήχθηκα και η τυραννία των ηλίθιων προϊσταμένων μου ζήτησε να περάσω από ΕΔΕ να τιμωρηθώ. Ευτυχώς ένας κηφήνας συνδικαλιστής έβαλε το χέρι του και τους σταμάτησε.

              Τώρα συνταξιούχος τα θυμάμαι όλα αυτά, γελάω και λέω πόσο ευτυχής είμαι που χωρίς αυτά θα ήμουν φτωχός τω πνεύματι και τη λίγη σοφία που έχω την οφείλω στο ποιμνιοστάσιο της δημόσιας διοίκησης που ευδοκίμησα.

               ellinkoxronografima.blogspot.gr

 

                                    Τ Ο   Χ Ρ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Μ Α

                               Πού να γράψουν, με ποιον να μιλήσουν;


                                              Του    Παναγιώτη Αντωνόπουλου

         << Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους, δε βγαίνουν, φοβούνται, δεν παραδίδουν τίποτα. Με ποιον, με ποιον να μιλήσω; >> [Μιχάλης Κατσαρός]. Το ίδιο και οι λογοτέχνες. Σκοτεινοί περιφέρονται στους δρόμους, ούτε τη χορδή μιας σειράς δεν χτυπάνε, ούτε ένα θρήνο ανθρώπου σε μια σελίδα δεν θυμίζουν πως συμβαίνει. Τα περιοδικά έγιναν κλειστά κλαμπ, τα μέλη μικρές φατρίες, προτιμούνται να γράφουν οι ημέτεροι Σαδδουκαίοι, απέξω μένουν οι μάχιμοι ειρηνιστές που δεν τους θέλουν  και σε υπόγεια με πυρσούς σβηστούς τους έχουν φυλακίσει.

      Σήμερα από τα παλιά καλά περιοδικά έχουν μείνει μόνο τ’ απολιθώματά τους. Ενάντια στον καιρό που έφυγε φλύαρος έγραφαν σ’ αυτά, ποιητές και λογοτέχνες, χίμαιρες κυνηγούσαν με το πολύβουο σμήνος της γραφής τους, στα τρυφερά πλοκάμια μιας όμορφης ζωής σε ταξίδευαν. Στις μέρες μας πού να γράψουν, με ποιον να μιλήσουν; Έτσι η ποιητική τους δημιουργία μένει ακίνητη, το πολύβουο σμήνος της γραφής τους δε φτάνει πουθενά, οι αναγνώστες έπαψαν να γεύονται τα φανταστικά όμορφα ταξίδια της ζωής μέσα από τις σελίδες τους. Έτσι η ποιητική δημιουργία με την απελευθερωτική της δύναμη δεν έχει χώρο στις σελίδες τους για να  γράφουν: << Μυρωμένο χορτάρι του στήθους μου, φύλλα από σένα κορφολογώ, τα γράφω για να διαβαστούν καλύτερα μετέπειτα. Φύλλα του τάφου, φύλλα του κορμιού που φυτρώνετε πάνω από μένα και πάνω από το θάνατο … >> [ Γουίτμαν ].

     Ο τύπος χαλαρός αλλά αγωνιστικός, βλέπει τους ποιητές και λογοτέχνες να τριγυρνούν  σ’ άγνωστους δρόμους, κραυγάζοντας και ζητούντες χώρους να γράψουν, τους δίνουν, αλλά δεν είναι επαρκείς. Στερείται όμως το αναγνωστικό κοινό, την κομψότητα, την αμεσότητα και την ευθυβολία της σκέψης τους και μένει πτωχό στο πνεύμα.

    Με ποιον, με ποιον να μιλήσουν άδοξοι ποιητές και ένδοξοι ξεχασμένοι συγγραφείς, όταν <<από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, σαν άρχοντες που ξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οι Βερλέν, τους απομένει πλούτος η ρίμα, πλούσια  και  αργυρή. Οι  Ουγκώ  με << Τιμωρίες >> την τρομερή των ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε. Μα εγώ θα γράψω μια  λυπητερή  μπαλάντα  στους  ποιητές  άδοξοι  που ‘ναι… >> [ Καρυωτάκης ].

    Τούτοι οι φύλακες του πνεύματος, που διαφυλάττουν την ελευθερία του ανθρώπου, μέσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και εχθρικές λεγεώνες, με τα πουλιά άλμπατρος μοιάζουν. Ο άνεμος δικός τους ας αφήσουμε όμως τον Μπωντλέρ να  τους  τραγουδήσει:          << Συχνά για να διασκεδάζουν, οι άντρες του πληρώματος/ πιάνουν μερικούς άλμπατρος, πελώρια πτηνά των θαλασσών/ που ακολουθούν, νωχελικοί ταξιδιωτικοί σύντροφοι/ το πλοίο που ολισθαίνει επάνω στα πικρά χάσματα//. Ευθύς μόλις τους τοποθετήσουν πάνω στο σανίδωμα/ αυτοί οι βασιλιάδες του γαλάζιου, αδέξιοι και συνεσταλμένοι/  αφήνουν αξιολύπητα τις μεγάλες φτερούγες τους/ να σύρονται δίπλα τους σαν κουπιά//. Αυτός ο  φτερωτός ταξιδευτής πόσο αδέξιος και άνευρος είναι! //  Αυτός, ο προ ολίγου όμορφος, πόσο κωμικός και άσχημος είναι!// Ένας ενοχλεί το ράμφος του με μία πήλινη καπνοσύριγγα//. Άλλος μιμείται, σαν χωλός, τον ανάπηρο που πετούσε!// Ο ποιητής είναι όμοιος προς τον άρχοντα των νεφών / που στοιχειώνει την θύελλα και περιγελά τον τοξότη//. Εξορισμένος επάνω στη γη, εν μέσω εμπαιγμών/ με  τα  γιγάντια  φτερά του να  τον  εμποδίζουν να βαδίσει //.

        ellinikoxronografima.blogspot.gr               

 

Χρονογράφημα

                                          Σιτίζομαι στο πρυτανείο της ενορίας


                                                    Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

       Δεκαετία του πενήντα, προγεφυρώματα με την Αμερική και να οι καραβιές με το βούτυρο και να η σκόνη το γάλα να έρχονται για να χορτάσουν τους πεινασμένους και τους ορφανούς Έλληνες. Αετονύχηδες από τις επιτροπές της κομματικής καμαρίλας, τα παρέλαβαν, έστησαν στο πι και φι τα συσσίτια, το πελατειακό κράτος μεγάλωσε, η ελλαδική κοινωνία επιβίωνε, περνούσε μπροστά από τη στραγγαλισμένη Βενεζουέλα. Οι δάσκαλοι άφησαν τα βιβλία κι έπιασαν την κουτάλα. Ο δικός μου έβαλε ποδιά, μας γέμιζε τα κατσαρόλια γάλα, μας τις έβρεχε να καταπίνουμε τα δισκία με τις αμφεταμίνες και τις λακτόζες. << Χωνέψτε τα και  συγχωράτε το Μάρσαλ που έφτιαξε το σχέδιο και περιδρομιάζετε τζάμπα! >> μας έλεγε για να προσθέτει σκασμένος στα γέλια: << Χωρίς το δικό του οκέι θα είσαστε  μακαρίτες! >>

     Εμμονικώς επέμεναν και να μας ντύσουν οι άγριοι δολαράδες. Ό,τι τσόλι περίσσευε από τους ξεχειλωμένους Αμερικάνους, το μάζευαν, το ‘βαζαν στα σακιά και μας το ‘στελναν.  << Θα το φορέσουν, τι θα κάνουν τα μαϊμούδια >> επαναλάμβαναν και δώσ’ του  να στέλνουν τα σακιά το ένα πίσω απ’ τ’  άλλο.  Οι παπάδες έπιασαν το γλωσσίδι, μάζευαν τον κόσμο και άρχιζαν τη μοιρασιά.  Η Φωφώ έπαιρνε το μεσοφόρι, η νεοκόρισσα την καπελαδούρα, η Γωγώ η τσοπάνα τη ρόμπα ζωγραφισμένη με τις ρουκέτες που ξεκοίλιαζαν τους κορεάτες οι Αμερικανοί κομάντος.  Κάθε γριά Μπάμπω ένα ξεφτίδι σάβανο. Το δοκίμαζαν, έκαναν το σταυρό τους κοιτάζοντας προς τη δύση και γεροντολογούσαν γελώντας: << Τηράτε με! Φορώ του τάφου μου το ρούχο! Είμαι ήσυχη τώρα! Γεια σου Αμερική! Σ’ αγαπώ! Θέλω να πεθάνω! >>

     Σ’ αυτόν τον ανθό της ελληνικής νεότητας που επιβίωσε χάρις στην << τροφική πρέζα >> της φίλης υπεραντλαντικής δύναμης  ήμουνα κι εγώ.  Γραμματοδιδάσκαλος μετά, σκαρφάλωσα να βρω τους μαθητές μου στα βουνά. Δεμένος με τριχιά πέρασα ρέματα, κοιμήθηκα σε αποθήκες σχολεία παρέα με ποντικούς, την ανάγκη μου έκανα στο λόγγο, το κούμαρο και το ζοχό είχα για τροφή. Ουζοπότης τις μέρες της σχόλης, στον πάτο του ποτηριού έβλεπα το είδωλό μου και έφριττα. Φίλος των εριφίων, σύντροφος του γκιώνη, εραστής των Δρυάδων, έφτασα ως εδώ. 

     Σιτίζομαι  στο πρυτανείο της ενορίας ως άπορος. Ο παπάς  είναι εξουσιοδοτημένος από τη χορηγό ένωση των εφοπλιστών και κάθε τρίμηνο μου δίνει το δέμα μου.  Το περιεχόμενο ενεργειακό, διατροφικό, τυποποιημένο.  Μακαρόνια,  ρεβίθια, τυροκαυτερή, μαγιονέζα, έλαιον, οίνο. Ανοίγω τις παλάμες, μουντζώνω τους τριακόσιους χαβαλέδες, στρώνω τραπέζι κι αρχίζω φαγοπότι τρελό!

      ellinikoxronografima.blogspot.gr  

 

           Χρονογράφημα

                                          Μίνι, κοντά φουστάνια και μακριές φούστες   


     

                                                     Παναγιώτη Αντωνόπουλου

               Κεριά λιωμένα οι πίσω μέρες μας. Η μνήμη οιονεί εικονολήπτρια ανακτά τις στιγμές τους, σιωπηλά τις φανερώνει όταν στη Μονή της Ζωής ασκητεύεις και  ζητάς τη συντροφιά τους.   Σπούδαζα, την πνευματική μου γενναιότητα ν’ αυξήσω, τους νευρώνες μου σε φύτρα γνώσης θαλερής να μεταλλάξω. Στην πόρτα της Σχολής, ένας Νέρωνας διευθυντής, ένας κακιωμένος δικτάτορας  με σταμάτησε και σαν νυχάτος αετός μου ‘κλεισε το δρόμο και με κατέψυξε με λέξεις που τρύπησαν το κόκαλο βαθιά: << Πού πας με φτούνη τη μαλλούρα; Θες κούρεμα, τράβα στον μπαρμπέρη γρήγορα!>>

               Αποχωρούντος πήγα. Είπα στον κουρέα τα καθέκαστα. Εκείνος τσακισμένος απ’ τις ανηφοριές της ζωής, γέλασε και μου ‘πε: << Είναι δικτάτορας, και, το κάνει για προκάλυμμα ηθικής. Τακτική που ακολουθούν και τα δικτατορικά καθεστώτα. Έχεις ακούσει για τον Πάγκαλο; >>

              Ισχνά θυμόμουν κάτι. Νέος ακόμη έσκυβα το κεφάλι στο βιβλίο περισσότερο, ακόναγα το πνεύμα μου σε ουσίας πράγματα, δεν είχα χρόνο να το λιπαρίζω με ανοησίες ανθρώπων.  Ο κουρέας συνέχισε: << Αυτός ο λαλημένος ήθελε οι γυναίκες να έχουν μακριές φούστες! Απαγόρευσε στις γυναίκες να φοράνε κοντά φουστάνια, Ανακοίνωσε << η διάταξις θα τεθεί εις εφαρμογήν και θα ισχύει μόνον δια τον δρόμον και τα δημόσια μέρη. Η εφαρμογή της δε, θα ελέγχεται από ορισμένους αξιωματικούς της αστυνομίας πόλεως και ηθών! >>  Θεωρούσε άσεμνο να φαίνεται και η καλτσοδέτα των γυναικών κι αυτό << επειδή η μόδα αντίκειται εις τας ελληνικάς παραδόσεις και δεν επιτρέπεται πιθηκοειδώς μιμούμενοι τας ξένας μόδας να καταστρέψωμεν τα ωραία μας ελληνικά έθιμα! Ακόμη και το στέγνωμα των εσωρούχων των γυναικών είναι άσεμνον αλλά δυστυχώς κυρίαι και δεσποινίδες επιδεικνύουν όχι μόνον την καλτσοδέτα των αλλά και τα εσώρουχα >>.

         Κουρεμένος πια, δήλωνα παρόντας κάτω από το βλέμμα του διευθυντή, θαυμαστή του Θεόδωρου, απολαυστικού αργότερα να μετρά το μήκος της φούστας στις πιθηκοειδώς μιμούμενες την ξενόφερτη μόδα σπουδάστριες.

       ellinikoxronografima.blogspot.gr                 panant1947@gmail.com