Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Η ξαποστάρα

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ 
 Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

Έξω από τα Φιλιατρά, νότια πάνω σε μια στροφή θανάτου, είναι φυτρωμένη μια χοντρή ελιά. Μοιάζει με όρθια παχύσαρκη γριά που λιάζει τα λαγόνια της και ρίχνει μούντζες στους περαστικούς. Γύρω της δεν είναι άρπες οι αδελφές της ελιές, που τραγουδούν όταν με τη μάνητά του τις σφίγγει στην αγκαλιά του ο άνεμος, αλλά οι φωνές των εν τόπω χλοερώ σκοτωμένων.

Ο δρόμος είναι γαϊδουρόδρομος, στενός. γλιστερός, χαραγμένος από τους αραπάδες του Ιμπραήμ. Η ελιά πάνω στη στροφή, ένας μαύρος μπόγος που καρτερεί. Τα αυτοκίνητα γλιστράνε στη γερασμένη άσφαλτο, καρφώνονται στον ξύλινο βράχο της, γίνονται παλιοσίδερα και οι άνθρωποι σβωλαράκια από σάρκες. Κάθε χαμόγελο σβήνει και μια καταχνιά με το αίμα και τους ίσκιους των νεκρών κάθεται στο απόσκιο της.

Στη ρίζα της, λένε οι παππούδες, κάθισε ο Ιμπραήμ και ξαπόστασε. Για να της βγει τ’ όνομα: ξαποστάρα! Και ευλογημένη πια του ήλιου η θυγατέρα, ζει και βασιλεύει στη στροφή, κατεβάζει δυο σακιά καρπό, κάνει ίσκιο και δροσιά και φιλοξενεί στους κλώνους της σπίνους και καρδερίνες. Κανένας γαρμπής δεν την ξερίζωσε, κανένας λεβάντες δεν την έκαψε, ούτε κατακλυσμός την έθαψε στη λάσπη, ούτε χείμαρρος την έπνιξε στη θάλασσα. Ένας ξυλοκόπος δεν τόλμησε να την λιανίσει για καυσόξυλα, καμιά πυρκαγιά δεν την έκανε κάρβουνο. Και τώρα πάνω στη στροφή σαν ένα παλιό φουστάνι, που ‘ναι αλησμόνητο και αγαπημένο, δείχνει τα κουρέλια της.

Έτσι όποιος περνάει από κει, νιώθει την ανατριχίλα της. Στα ξέχρωμα φρόκαλά της βλέπει νεκρούς, στα σωριασμένα φύλλα της τραυματισμένους. Οι σκέψεις τoυ μύριες και κακές. Κι όσο περνάει τη στροφή και γέρνει πάνω του η ξαποστάρα του Ιμπραήμ, τόσο του φεύγει το τιμόνι. Το πόδι του ψάχνει για το φρένο, εκείνο γλιστράει, πιάνει αέρα, το αμάξωμα φεύγει από την τροχιά του, κάνει ένα δύο τρία ζικ -ζακ, και με τους τροχούς κλαταρισμένους πέφτει στην ελιά.

Τόσοι την ξέρουν, τόσοι την έχουν δει. Δήμαρχοι φαύλοι, δήμαρχοι καλοί. Αιρετοί κλεφτρόνια της ψήφου, διορισμένοι αρχοντάδες όλο δόξα και τιμή. Ένας τους δε την κύλησε κάτω να πάψει να δείχνει τα δόντια της σε κάθε εποχούμενο χοϊκό ανθρωπάκι. Κι εμείς οι άνθρωποι της διπλανής πόρτα των χαμένων τι κάνουμε; Θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια να μας ρίχνει πάνω μας σαν περνάμε από το στενό της, το όμπυο από το σάπιο ξύλο της; Ας λάμψουν μια Κυριακή εκτυφλωτικά τα τσεκούρια μας πάνω της να μη μείνει ούτε ένας δολοφόνος από τα μπράτσα της. Να δώσουμε έτσι μια στάλα ελπίδας στους επερχόμενους κυνηγώντας τούτο το μολεμένο φασιστικό στοιχειό της στροφής του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου