Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Ο Σταυρής

       Είναι ένα διήγημα του Όμηρου Πέλλα. Με κρύο πολύ και θλίψη που φτεροκοπά κι αφήνει γυαλιά. Μια συμφωνία λυγμών για τον αντιστασιακό ήρωα, τον όμορφο νέο που αιμορράγησε και πέθανε για να ‘ρθει η δική μας ρόδινη αυγούλα. 
      Κάτω από το καψαλισμένο δέντρο κοίταζε το χωριό. Το πατημένο από τους Γερμανούς και φυλακισμένο από αγκυλωτούς σταυρούς. Ρήμαζαν τα σπίτια, τουφέκαγαν αθώους, σκότωναν γέρους, τρυπούσαν τις ψυχές τις νύχτες με τις ξιφολόγχες, τσοκάναγαν τα δάχτυλά με σφυριά στους αιχμάλωτους αντάρτες. Το σχολείο κλειστό, τα παιδιά στα βουνά και ο ουρανός να καίει απέραντος από τις κανονιές. Μάτια μαυρισμένα από την πείνα, γλώσσες στεγνές από νερό και δρόμοι κλειστοί που γεννοβολούσαν φίδια  και σκορπιούς.
      Δερνόταν το μυαλό του ν’ αλλάξει τον κόσμο. Να φύγουν οι Γερμανοί, να γίνει ο χαλασμός τους και να ‘ρθει κείνο το ζεστό φιλί πάνω από την πατρίδα του που το λένε Λευτεριά. Και ρίχτηκε στο Ράιχ το κουλουριασμένο φίδι. Χωρίς όπλο, αλλά με μια παρθένα αγάπη για τον κόσμο. Και το ΄’ριξε ψόφιο καταγής μαζί μ’ άλλους αγωνιστές. Όμως ρίχτηκε κι αυτός ξερός. Η καρδιά του έσταξε αίμα, η ψυχή του βγήκε μ’ ένα αναστεναγμό και μια φωνή: << όοοχα- οοοο… για δυο μάτια που τα λεν Ζωή για μια στάλα βροχής που την λεν Ειρήνη >>.
        Και η ζωή άνθισε μαζί με τα κυκλάμινα και η Ειρήνη στέγνωσε τα δακρυσμένα μάτια. Άρχισε το τραγούδι του ο τζίτζικας, κάπνισαν τα χωριατόσπιτα, το χώμα έδωσε με τις δροσιές του Μάη καλές σοδιές, οι πόλεις γέμισαν από αφίλητα παιδιά να χορτάσουν ψωμί και όνειρα.
        Και ήρθε μια πασκαλιά  χλωμή μ’ ένα κλάμα που βογκούσε. Και οι πολιτικοί την έλεγαν παράδεισο, γη της επαγγελίας. Το στόμα τους έβγαζε βραστούς αφρούς να την καλωσορίζουν και οι γερασμένες γλώσσες τους δεν έπαυαν να της χαρίζουν στίχους.   Κι αντί να αγγίξουμε τα άγια των  αγίων, μείναμε με άδειο σταμνί και δανεικό χιτώνα. Και η ρόδινη αυγούλα μας πάει περίπατο. Και ο Σταυρής έμεινε αδικαίωτος.
        Και λέω: αν γλυκάνει η καρδιά του χάρου και τον αναστήσει, έτσι λέω, και τον στήσει πάλι κάτω από το καψαλισμένο δέντρο  ν’ αγναντέψει το χωριό, τι θα δει; Βουνά γυμνά που σαλεύουν πέρα δώθε από τους ανέμους, σπίτια έρημα και σκοτεινά, κλέφτες Αφρικανούς, μαντριά άδεια, κατώγια κλειδωμένα, δρόμους πνιγμένους από τις πατουλιές, χωράφια χέρσα, σπηλιές φοβισμένες, γκρεμίλες ματωμένες από τα αυτάκια των ανθών.  
       Κι εκεί κατά τη χώρα; Ένα μουράγιο γκρεμισμένο, πεσμένα αρχοντικά, κάτω και πάνω ρούγες γεμάτες κοπριές, καφενεία φίσκα από τεμπέληδες, πεινασμένους ν’ απλώνουν τα χέρια, κλαμένα κοριτσίστικα μάγουλα, λερούς αλλοδαπούς με αναπτήρες γκαζιού στο πανέρι τους, κέντρα υγείας τραυματισμένα, απολυμένους να κλαίνε στα σκαλιά της συμφοράς.
        Και η ρόδινη αυγούλα του Σταυρή; Πάει έμεινε στο δρόμο. Κι αν έρθει θα ‘ρθει με αργή πεζοπόρα χελώνα. Κι ως τότε πάλι δάκρυα θα χύσουν τα μάτια μας.
  







 Είναι ένα διήγημα του Όμηρου Πέλλα. Με κρύο πολύ και θλίψη που φτεροκοπά κι αφήνει γυαλιά. Μια συμφωνία λυγμών για τον αντιστασιακό ήρωα, τον όμορφο νέο που αιμορράγησε και πέθανε για να ‘ρθει η δική μας ρόδινη αυγούλα. 
      Κάτω από το καψαλισμένο δέντρο κοίταζε το χωριό. Το πατημένο από τους Γερμανούς και φυλακισμένο από αγκυλωτούς σταυρούς. Ρήμαζαν τα σπίτια, τουφέκαγαν αθώους, σκότωναν γέρους, τρυπούσαν τις ψυχές τις νύχτες με τις ξιφολόγχες, τσοκάναγαν τα δάχτυλά με σφυριά στους αιχμάλωτους αντάρτες. Το σχολείο κλειστό, τα παιδιά στα βουνά και ο ουρανός να καίει απέραντος από τις κανονιές. Μάτια μαυρισμένα από την πείνα, γλώσσες στεγνές από νερό και δρόμοι κλειστοί που γεννοβολούσαν φίδια  και σκορπιούς.
      Δερνόταν το μυαλό του ν’ αλλάξει τον κόσμο. Να φύγουν οι Γερμανοί, να γίνει ο χαλασμός τους και να ‘ρθει κείνο το ζεστό φιλί πάνω από την πατρίδα του που το λένε Λευτεριά. Και ρίχτηκε στο Ράιχ το κουλουριασμένο φίδι. Χωρίς όπλο, αλλά με μια παρθένα αγάπη για τον κόσμο. Και το ΄’ριξε ψόφιο καταγής μαζί μ’ άλλους αγωνιστές. Όμως ρίχτηκε κι αυτός ξερός. Η καρδιά του έσταξε αίμα, η ψυχή του βγήκε μ’ ένα αναστεναγμό και μια φωνή: << όοοχα- οοοο… για δυο μάτια που τα λεν Ζωή για μια στάλα βροχής που την λεν Ειρήνη >>.
        Και η ζωή άνθισε μαζί με τα κυκλάμινα και η Ειρήνη στέγνωσε τα δακρυσμένα μάτια. Άρχισε το τραγούδι του ο τζίτζικας, κάπνισαν τα χωριατόσπιτα, το χώμα έδωσε με τις δροσιές του Μάη καλές σοδιές, οι πόλεις γέμισαν από αφίλητα παιδιά να χορτάσουν ψωμί και όνειρα.
        Και ήρθε μια πασκαλιά  χλωμή μ’ ένα κλάμα που βογκούσε. Και οι πολιτικοί την έλεγαν παράδεισο, γη της επαγγελίας. Το στόμα τους έβγαζε βραστούς αφρούς να την καλωσορίζουν και οι γερασμένες γλώσσες τους δεν έπαυαν να της χαρίζουν στίχους.   Κι αντί να αγγίξουμε τα άγια των  αγίων, μείναμε με άδειο σταμνί και δανεικό χιτώνα. Και η ρόδινη αυγούλα μας πάει περίπατο. Και ο Σταυρής έμεινε αδικαίωτος.
        Και λέω: αν γλυκάνει η καρδιά του χάρου και τον αναστήσει, έτσι λέω, και τον στήσει πάλι κάτω από το καψαλισμένο δέντρο  ν’ αγναντέψει το χωριό, τι θα δει; Βουνά γυμνά που σαλεύουν πέρα δώθε από τους ανέμους, σπίτια έρημα και σκοτεινά, κλέφτες Αφρικανούς, μαντριά άδεια, κατώγια κλειδωμένα, δρόμους πνιγμένους από τις πατουλιές, χωράφια χέρσα, σπηλιές φοβισμένες, γκρεμίλες ματωμένες από τα αυτάκια των ανθών.  
       Κι εκεί κατά τη χώρα; Ένα μουράγιο γκρεμισμένο, πεσμένα αρχοντικά, κάτω και πάνω ρούγες γεμάτες κοπριές, καφενεία φίσκα από τεμπέληδες, πεινασμένους ν’ απλώνουν τα χέρια, κλαμένα κοριτσίστικα μάγουλα, λερούς αλλοδαπούς με αναπτήρες γκαζιού στο πανέρι τους, κέντρα υγείας τραυματισμένα, απολυμένους να κλαίνε στα σκαλιά της συμφοράς.
        Και η ρόδινη αυγούλα του Σταυρή; Πάει έμεινε στο δρόμο. Κι αν έρθει θα ‘ρθει με αργή πεζοπόρα χελώνα. Κι ως τότε πάλι δάκρυα θα χύσουν τα μάτια μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου