Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Ο παππούς





Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

Μεσημέρι. Στην αυλή του σπιτιού ο εγγονός παίζει με τη γάτα. Λούζεται κατακέφαλα με τον ήλιο και τη χαϊδεύει. Με βλέπει, την αφήνει και τρέχει να ριχτεί στην αγκαλιά μου. Οι γυαλιστερές μπουκλίτσες του κυματίζουν, τα μεταξωτά δαχτυλίδια τους γαργαλίζουν τις παλάμες μου που τον χαϊδεύουν. Πιάνουμε κουβέντα, σκορπάει ένα γελάκι σαν άγγελος, με κοιτάζει με ματόκλαδα που παίζουν σαν πεταλουδίτσες και μου σκάει ερώτηση ευφρόσυνο: << Τι μου ‘φερες, παππού; >>

Η φωνή του οβίδα, μου ‘σκισε την καρδιά. << Τίποτα! Με τι λεφτά! >> Με πιάνει απ΄ το γιακά, χτυπάει το πόδι του κάτω και μ’ αφήνει. Αποτραβήχτηκε πληγωμένο πουλάκι στον κήπο. Με κοίταξε δυο φορές με βλέμμα αγριμιού, κάθισε κάτω από τη γλυκιά του αγαπούλα τη συκιά, διπλώθηκε στην ισκιερή φωλίτσα της κι άρχισε ένα κλάμα χαλασμό.

Ο κόσμος μου ερειπιώνας σωριάστηκε μπροστά μου. Σταχτιά σύννεφα σκέπασαν την όρασή μου, ήχοι από νεκρώσιμα πρελούντια έσπασαν τη σιωπή του πανικού μου. Σκέφτηκα την ποδαράδα μου στα χωριά, τους αέρηδες που με τρυπούσαν σαν γυαλί, τη θερισμένη μου κοιλιά απ΄ την πείνα, το τσακισμένο μου κορμί που ψηνόταν στον πυρετό στο ερείπιο σχολείο να μάθω τους μαθητές μου γράμματα.

Ποιο το όφελος; Γιατί δούλεψα; Τι κέρδισα; Μια σύνταξη χίλια ευρώ, που χάνεται στα χαράτσια σαν χταποδάκι που τρυπώνει στο θαλάμι του. Που δε φτάνει για ένα βολάκι ψίχα, για το φάρμακο της αρρώστιας και της ΔΕΗ το ηλεκτρικό. Που δεν περισσεύει να βάψεις το παλιό σπίτι, να τσοντάρεις στον άνεργο γιο, την τετραπληγία του ανιψιού να ανακουφίσεις.

Στα βαμμένα ροζ του κήπου ο άνεμος αρπαγμένος απ’ τις δασιές φυλλωσιές μ’ έσπρωξε να μπω στο σπίτι. Η τηλεόραση εκεί << εις την κόμη της στέφος εφόρει >> κι έδειχνε Κροίσους, μόρτηδες σε κότερα, σάρκες γυμνές, στήθη φουσκωτά που το μετάξι σκίζουν. Μεθυσμένους επενδυτές, δημοκόπους δειλούς, τους αιώνιους προστάτες μας με το μεγάλο πορτοφόλι. Αναλυτές με στενά κολάρα να πιπίζουν, παπαγάλους εγκάθετους της πλουτοκρατίας να ονειρεύονται στο γαλανό τους μελτέμι και να γελάνε με τους πεινασμένους.

Έξω ο εγγονός πετροβολούσε τον Αζόρ που αλυχτούσε. Κοιτούσε τα χαλίκια στο χώμα, κλωτσούσε και φώναζε: << Γιατί παππού δε μου ‘φερες τίποτααα! >>

Πύργοι χαρτένιοι των παιδιών τα όνειρα! Αλί και τρισαλί που πια δε θα αρμενίζουν πρίμα. Το ταξίδι τους διόλου δε θα ‘χει φτάσιμο. Σε μια Ιθάκη έστω με λίγο νερό και ξερό χώμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου