Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Χαστούκια

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
             Κάθε μέρα μια ολοδάκρυτη αυγούλα μας βρίσκει μ’ ένα ματσάκι αγριανθούς στο βαζάκι μας. Οι μεγάλες μας χαρές έγιναν Άρπυιες, η τσέπη μας τρύπησε, οι Σαμάρειες υποσχέσεις πάνε κι έρχονται σε ατραπούς σκοτεινούς που συναντούν το Μερκέλειο Λαβύρινθο.
            Ούτε πιστεύουμε σε τίποτα, ούτε περιμένουμε κάτι, ούτε ελπίζουμε. Η καρδούλα μας τσόφλι, στοιχειά και δράκοι σχίζουν τα σωθικά μας, το λιγοστό πλιγούρι μας το αρταίνουμε με νοθευμένο λαδάκι. Στην τηλεόραση κόρσες αναύχενες μας ραντίζουν με εντομοκτόνα λόγια, φουσκωτοί πολιτικοί πετεινοί λαλούν πριν τις εκλογές, επιτετραμμένοι θαυματοποιοί, σγαρλίζουν μια κουτσουλιά στο κοτέτσι του Χατζηδάκη και τη βαπτίζουν, ανάπτυξη.  Κι εσύ φουκαρά Έλληνα ραγιά κάθεσαι σταυροπόδι κοντά στο άδειο σου τσουκάλι και σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι;  Τα χαστούκια που έχεις φάει, αυτά που τρως και τα άλλα που θα φας!
            Έλληνα ραγιαδάκι, σ’ έχουν τουλουμιάσει στο ξύλο κι έχεις χορτάσει χαστούκια από τον πατέρα σου, τον παπά, το δάσκαλο, το μαθηματικό, την πρώτη  ροδούλα αγάπη σου που της άγγιξες τις μελιχρές ρόγες της, το λοχία, τον πιράνχας εργοδότη σου, την αόμματη γριά εφορεία, από το θρήνο σου για το απολωλός κουμούτσι σου.  Και συνεχίζεις να τρως και να χορταίνεις με χαστούκια από τους μπέηδες πολιτικούς σου και τους ευρωπαίους τσαρλατάνους που οδοιπορούν στη γαία σου και σου τάζουν λαγούς με πετραχήλια και από διακόσιους τράγους κι εκατό κατσίκες που ψήφισες, από εργολάβους που έχουν βίλες σπαρμένες  σε αργυρές αγράμπελες.
          Τουλάχιστον ν’ άξιζε κάποιο χαστούκι να σε αφυπνίσει, όπως συνέβη στον γράφοντα σβουριγμένο από το φιλόλογό του σε παρελθόντα χρόνο και τώρα  που το αναμιμνήσκω λέω χαλάλι του, δε μου σβούριζε κι άλλο ένα!
          << Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε τη μετάφραση. << Ψάλλε, θεά τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >>  απόδωσα  και χάρηκα.  << Αχιλλέα; είπες; >> ξεφώνισε και μου άστραψε χαστούκι ισχύος πολλών μεγατόνων στο σβέρκο που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το κεφάλι. << Αχιλλέως… ως… ως… ως… είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη και όχι ααααααα! όπως η δική σου η μαλλιαρή, σαρδανάπαλε! >> Και με παιδαγωγικό οίστρο   μου  κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο.
               Αφυπνίστηκα. Το δεκατέσσερα το έκανα δεκάξι. Όμως, άλλο το χαστούκι του φιλόλογου κι άλλο του Τυφώνα καπιταλισμού. Ένα αν φας από το χέρι τούτου του τέρατος δε θέλεις δεύτερο! Κολλάς τη μούρη σου στη λάσπη και δεν σηκώνεσαι! Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς! Να  όπως τώρα, καλή μας ώρα, που το φάγαμε τόσα εκατομμύρια Έλληνες!         
                          ellinikoxronografima.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου