Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ανάσταση

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
               Χριστέ μου υπερφυώς ανέστης εκ νεκρών και υψώθεις στον ουρανό, εμείς όμως με της ρομφαίας την εκδίκηση σπαράσσουμε. Το ‘να χαράτσι πέφτει πάνω στ’ άλλο, αινούμε και προσκυνούμε από πρωίας μέχρι νυκτός να μη μας πουρλακίσουν τα λίγα μας ευρώ, το γένος μας κραταιό πασχίζουμε με δόντια και με νύχια να το αποτρέψουμε να τεθεί εν τάφω.   
               Κι όσο βυθιζόμαστε στη λάσπη, οι σωτήρες μας μελωδούντες  ευαγγελίζονται τη λύτρωσή μας. Γούστο που έχουν οι ατσαλάκωτοι. Ωλέσαντες τη σοβαρότητά τους σαλπίζουν ύμνους στα κανάλια, εμετικούς παιάνες στις συγκεντρώσεις, αίνους δοξαστικούς στα συμπόσια περί ανάκαμψης και ζητούν την υπερευλογημένη ψήφο μας.  
Οι γήινες και οι υποχθόνιες δυνάμεις που μας τυραννούν θα πάνε στα τσακίδια, λένε,  η πατρίς θα απαλλαγεί από τις κακουχίες, η τροφή μας θα είναι αμβροσία, το ποτό μας νέκταρ, στους γκισέδες της τράπεζας θα κάθονται βασιλιάδες που θα γεμίζουν τις κατσαρόλες μας λαγούς τετράπαχους και οι τσέπες μας απαύστως θα γονιμοποιούνται με τροφή του Μάννα.
             Πότε; Όταν εγώ ο γυμνωμένος κρεμάμενος επί ξύλου θα είμαι εν τόπω χλοερώ! Τώρα τι γίνεται; Τώρα την θέλουμε την οικονομική Ανάσταση. Γιατί έχει γίνει Λούης και κανένας δεν την έχει δει.  Ούτε στη γλισχρότητα της σύνταξής του, ούτε στη μίζερη ζωή του, ούτε στο νεκρωμένο του νοικοκυριό.  Εγώ την Ανάσταση την είδα μόνο στα ξεραμένα σέσκουλα του κήπου μου που φυλλορρόησαν απ΄  το φιλί της Άνοιξης, ακόμη σ’ ένα πεινασμένο σκύλο που << αναστήθηκε >> γλείφοντας το κόκαλο που έκλεψε από τον κάδο, και σε μια εκατοχρονίτικη γερόντισσα που της τηλεφωνούσε κάθε βράδυ ο χάρος αλλά ανέκρουσε πρώρα γιατί δεν είχε ούτε οβολό για τα διόδια.
            Όλα ψέματα για Ανάσταση. Έτσι θα ζούμε με πόδια ξυλιασμένα, με άδειο πιάτο, χωμένοι στη στρωμνή του άχυρου με το κορμί μας να μυρίζει σήψη και νεκροβότανο. Και θα μας μαζεύουν τα κάρα γιατί οι νεκροφόρες δε θα ‘χουν καύσιμο και θα μας πετάνε στους τάφους σαν τα σκυλιά με τον ψάλτη  να μας εμπαίζει σε ήχο πλάγιο α΄ όπως στον επιτάφιο θρήνο. Εμείς χωμένοι, οι δυνάστες μας ζώντες και ο Άγιος Πέτρος να ανοίγει την πόρτα του Άδη στον διαλυμένο από την πείνα όχλο κλείνοντας το μάτι στους σελωμένους επιβήτορές μας.
           Και ο παμφάγος Άδης θα καταπίνει απολυμένους, χρεωμένους, άστεγους, διαμελισμένους και αεί ζώντες στη θλίψη. Και οι πολιτικοί θα βάζουν λόγους να σαλέψουν τη συνοχή όσων μένουν πίσω έχοντες ως κατοικητήριο το σκότος και πατώντας επί των πτωμάτων τους την ψήφο τους θα ζητήσουν να τρέφονται στο δημόσιο πρυτανείο. Γι’ αυτό ας τους κόψουν το βήχα και ως λαός που συνέπασχε έξι χρόνια τρώγοντας φύραμα ας τους στερήσει με μια μούντζα την είσοδο.
                       ellinikoxronografima.blogspot.gr





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου