Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

 

Χρονογράφημα

 

 

 

 

 

                                    Απατεώνισσα καφετζού ευημερία OraiokastroNEA: Προλαβαίνουμε, ένα μπανάκι … Βρε καλά νεοέλληνες πως είναι  δυνατόν να θέλουμε να μας σώσουν αυτοί που μας έφεραν εδώ, αυτό ακόμα δεν  το έχω καταλάβει…

 

 

 

 

                                                Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

           Άλλο ένα καλοκαίρι μας έπιασε απ’ το χέρι και μας  πάει στράτα – στρατούλα, πάλι ένας τρυφερός πουνέντες αιωρείται στην ψυχή μας και διώχνει τους δραγάτες που της τσιμπούν τις ρόγες απ’ το σταφύλι της. Αποβάλλει το χτικιάρικο χρώμα από τα μάτια μας και το χλωμό της φθοράς των ΜΜΕ και μας ζωγραφίζει ένα δειλινό με κόκκινες φουγγαρίες στη ράχη του Ιόνιου. Κι ενώ σκεφτόμαστε το θάνατο τούτης της Μέδουσας κοινωνίας, και, ψιθυρίζουμε το << τετέλεσται >> μια ηρωική ανάμνηση μέσα μας αχνίζει και μας ντύνει με το νόημα της αντίστασης. Και πίσω γυρνάμε στης νεότητάς μας τη θυρίδα  να ξεσκονίσουμε κάτι από κείνα τα καλοκαίρια που ο χρόνος ο φλύαρος τα έχει πίσω αφήσει. Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια μόνο σαν τα σκέφτονταν πως πλησίαζαν, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι έκαναν πως τσαλαβουτούσαν σαν δέλφινες στα νερά. Οι καμπίσιοι φαντάζονταν νυχτερινούς υπνάκους δίπλα σε σγουρούς βασιλικούς, οι βουνήσιοι να παίζουν φλογέρα στις πλαγιές με τις πέρδικες.   

          Κοινωνία υπνωτισμένη και τότε, με σφαλιάρες και καρπαζιές να πέφτουν σύννεφο στα κεφάλια μας, με πολιτικούς τιποτάκηδες αλλά να κρατούν λίγη τσίπα στο τσερβέλο τους. Ανεκπαίδευτοι στο σημάδι, μας έριχναν τα σμπάρα τους ξώφαλτσα και τη σκαπουλάραμε πότε με κανένα σκάγι στον πισινό ή με μια τρύπα στ’ αυτί. Ούτε κατά διάνοια δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς. Τούτοι είναι διαβόλου φύτρας, λύκαινας μάνας βυζανιάρηδες. Καιρό τώρα μας έκλεψαν το ψωμί, δέκα χρόνια από το 2010 και δώθε μας έριξαν σε συσσίτια λιτότητας.

         Ανατέλλοντος του 1980 μας έταξαν μια απατεώνισσα καφετζού ευημερία, με τράπεζες φούσκες, τα δάνεια σωρό, ουρά τους δανεισμένους. Έφτιαχνε ο κοσμάκης το σοβά, μπάλωνε τον τοίχο, τ’ άλλα  τα ‘ριχνε στην τσέπη και τράβαγε για τις χιονισμένες Άλπεις.  Με δανεικό λεφτό την έκανε και ο τσοπάνος και βρέθηκε να κόβει σάλτο απ’ το μαντρί στην κοσμική Ραβέννα.  Ο πάμφτωχος να βλέπει πίνακες του Ντάβιντ στο Λούβρο, η Φτέρω η φουρνάρισσα να ροκανίζει παξιμαδάκι βουτύρου στο καταχνιασμένο Λονδίνο. Φαγωμένο το χρήμα και το καλοκαίρι μπαίνει γυμνό χωρίς να  κρύβει τα άσεμνα μέρη.  Με το γέρο να δακρύζει χωρίς λουτρά, τον εργάτη της φάμπρικας χωρίς διακοπές, το καυτό κορίτσι να κλαίει που δε θα εκθέσει στη θέα της πλαζ το σοκολατί κορμί του, τους παίδες να γκρινιάζουν όλη μέρα στο σπίτι μακριά από τη θάλασσα.   

          Και για πολύ καιρό, έτσι το θέλει η Γερμανίς Κάνγγελα ο Θεός των ραγιάδων θα μας κλείνει την πόρτα στα καλοκαίρια. Θα χάσουμε την ανάπαυλα, τις παραδείσιες ομορφιές, τις Μαγιόρκες των νησιών μας, κάθε παραθερίζουσα βασίλισσα του Σαβά θα την βλέπουμε στο όνειρο μας. Ο παμχάφτικος καπιταλισμός δεν έχει πια τίποτα να προσφέρει.  Το κερδαλεόφρον στόμα του αδηφάγο και αχόρταγο να εκποιεί ξέρει μόνο τα κορμιά μας και να τα καταπίνει.

              ellinikoxronografima.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου