Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

 

        Χρονογράφημα

                      Ο Χειμώνας, η σόμπα και οι φλόγες πετρελαίουα δ ι ά β α σ τ ο ι: Το σχολείο όπως ήταν στην εποχή των παππούδων μας...

                              Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Ασκητής από τα τριάντα μου. Το πρώτο ασκηταριό μου ένα χωριό πάνω σε σουβλερoύς βράχους σαν καρφιά και γύρω – γύρω λασπότοπος που στις ξέρες του φύτρωναν γαϊδουράγκαθα. Ασυντρόφευτος, μίλαγα με τα μονοκόμματα λιθάρια, τις κρυμμένες κίσσες στα πουρνάρια, μάζευα το σκόρπιο κοπάδι του τσοπάνου, όταν δεν είχα μάθημα κι έτρεχα με τα αρνάκια στις χέρσες αναβόλες.  Το σχολείο ερείπιο, οι σκισμές στους τοίχους χάσκουσες πληγές, οι πόρτες και τα παράθυρα σάπια ανέμιζαν σαν φαντάσματα στο δόντι του βοριά. Η κουζίνα φτωχή, μ’ ένα καμινέτο φαγωμένο από τη σκουριά, το τηγάνι κολοβό, το γυάλινο ποτηράκι με ραγισμένες ουλές στα χείλη του, το πιάτο πλαστικό να αντέχει στο χρόνο.  Με το κολοκοτρωναίικο σουγιαδάκι έκοβα φετούλες το ξερό ψωμί μου, μ’ ένα κουταλάκι από λαμαρίνα ανακάτωνα το βραστό μακαρόνι. Τη μισή βδομάδα όσπριο, αβγό και κονσέρβα, την υπόλοιπη, ότι με φίλευε ένας φτεροπόδαρος ορεσίβιος του βουνού.

                 Ο Χειμών έφθανε κακιωμένος μ’ όλο το πολικό του ψύχος σφυρηλατημένο σε σουγλιά που μου τρυπούσαν το κόκαλο. Η σόμπα γερασμένη, το μπουρί λιωμένο, το καύσιμο λίγο,  που να βρει ισχύ να δουλέψει με ρέγουλο. Η ατελής καύση την έκανε Αίτνα, ο χώρος ντουμάνιαζε οσμώσεις πετρελαίου και καπνού, το τοξικό νέφος ξεχυνόταν σαν πολυπλόκαμο τέρας στα κεφάλια των μαθητών.  << Δάσκαλε, κουνάβια πιάνεις! >>  με ενέπαιζαν οι χωρικοί και έσκυβαν να δουν απ’ το παράθυρο αν  παιδιά και δάσκαλος είμαστε ψητοί ή ζωντανοί.  

                  Ώσπου το ριζικό μου μ’ έριξε σε βάσανο μεγάλο. Το κρύο ανήμερο θηρίο δε δαμαζόταν τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, η σόμπα κλάταρε, ο διακόπτης που ρύθμιζε το καύσιμο λάσκαρε και οι φλόγες υψώθηκαν στο ταβάνι. Οι μαθητές πετάχτηκαν έξω σαν ποντικοί κι εγώ διπλώθηκα πάνω στη φλεγόμενη μολότωφ σαν μηχανουργός να τη διορθώσω. Ένα μπουφ και μια άξαφνη αστραψιά με κόλλησε στον τοίχο. Μου κόπηκε η αναπνοή, τη συντέλεια είδα τη δική μου και του σχολείου. <<Ο δάσκαλος καίγεται!>> ξεσύρθηκε στ’ αυτιά μου η φωνή της παπαδιάς που μπήκε μέσα. << Ελάτε να τον γλιτώσουμε! Κάρβουνο θα  γίνει με το συμπράγκαλο που του ‘δωσε το κράτος να ζεσταθεί!>> συμπλήρωσε  και πέφτοντας πάνω στη σόμπα την έσβηνε με τα φουστάνια της. 

            Μπρος μου σε λίγο στάθηκαν οι χωρικοί με τις μαγούλες τους καπνισμένες και τα χείλη τους αφρισμένα. Με είχαν σώσει και ο λάκκος μου δε σκάφτηκε. Φεύγοντας  ο  πρόεδρος  μου ‘πε με χιούμορ πικρό:  << Δάσκαλε το γράμμα  ξέρεις να το δουλεύεις αλλά τούτο το μηχάνημα όχι! Για μάθε το γιατί θα γίνεις ψητός με τον καιρό! >> Δεν ψήθηκα αλλά με λύπη μου συνεχίζω να ζω στη χώρα των γελώτων! Κρυώνω και τουρτουρίζω πάλι! Και είναι η σόμπα χάρβαλο, σάπια τα μπουριά, άδεια η τσέπη και το πετρέλαιο ακριβό!

        ellinikoxronografima.blogspot.gr   panant1947@gmail.com

 

 

  

 

 

 

 

                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου