Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

 

Μυθιστόρημα  Τ’ αστέρια έδυσανΝύχτα στον Αίνο... παρέα με τ' αστέρια (εικόνες) - InKefalonia

 

               

 

                Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Η Σ   Α Ν Τ Ω Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                 ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                             

 

                            

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ  1 

 

 

 

 

       

            Μέσα του Δεκέμβρη και ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα, η βροχή έπεφτε  παγωμένη με ορμή κι έκανε τα φυλλώματα των δέντρων του κήπου να βουτάνε πότε δεξιά και πότε αριστερά λες και ήταν ζαλισμένα, ενώ ο τριγμός, ο συριγμός και το γρατσούνισμα που ακουγόταν  συγχέονταν σ’ ένα αδιάκοπο και μονότονο βούισμα. Ο ουρανός έβγαζε  δυνατά   και  απότομα μπουμπουνητά και πολλές  αστραπές τον αυλάκωναν με τις πελώριες φωτεινές γλώσσες τους.        

          Τα βαριά  μαύρα σύννεφα άφηναν που και που κάποιες στιγμιαίες χαραμάδες για να φαίνεται το μπλε του ουρανού ενώ οι λιγοστές και θαμπές αχτίδες που προλάβαιναν να ξεφύγουν και να σκορπιστούν στις κόγχες, στους κίονες, στα τζάμια και στα παντός είδους σκορπισμένα αντικείμενα της αυλής, έμοιαζαν φλογίτσες που έκαιγαν για λίγο σε κεριά στηριγμένα πάνω σε επίχρυσους κηροστάτες.

         Τούτος ο κακός καιρός βελτιωνόταν όμως πολύ γρήγορα δίνοντας τη θέση του σε ζεστές και ηλιόλουστες μέρες που έκαναν το συγγραφέα Σοφοκλή Αλεξιάδη να τις δέχεται με εγκάρδιο χαμόγελο και εσωτερική χαρούμενη ανάταση, ψιθυρίζοντας ενώ έριχνε το βλέμμα του έξω από την τζαμόπορτα του γραφείου του: << συγκρατώ τον ενθουσιασμό μου και σε καλημερίζω μέρα! Εύχομαι  να  μου  δώσεις  αυτό που μου ανήκει! >>

        Ύστερα έβαζε το μυαλό του να δουλέψει αργά μεν αλλά ήρεμα. Τα αντικείμενα ήταν πολλά αλλά το κύριο μέλημά του αυτό τον καιρό ήταν η συγγραφή τού μυθιστορήματος με τίτλο << Ο πόνος του χαμένου χρόνου >> που με μια ιδιαίτερη πάντα δροσιά το δούλευε καθημερινά, νιώθοντας έναν απίστευτο κι ευχάριστο περίπατο σαν διοχέτευε πάνω στο λευκό χαρτί το μύθο και τις ιδέες του.

        Έτσι ενώ στριφογύριζαν ένα σωρό πράγματα σήμερα στο μυαλό του σαν κάθισε στο γραφείο του, γρήγορα αποφάσισε να δώσει συνέχεια όχι στο μυθιστόρημα αλλά σε μια αραχνιασμένη θα έλεγε κανείς δουλειά, που όλο την ανέβαλε κι όλο την είχε σε προτεραιότητα. Γι’ αυτό σαν τη θυμήθηκε, ψέλλισε: << πρέπει να τελειώνω με τα πολυσέβαστα διηγήματά μου >> και τράβηξε μπροστά του τον κίτρινο φάκελο με τα δυο λάστιχα στις γωνίες τους. Κι αφού αφιέρωσε λίγα δευτερόλεπτα να τον ανοίξει, άρχισε να τον ψηλαφίζει και να προσέχει ιδιαίτερα τις καθαρογραμμένες  σελίδες των κειμένων.

      Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που άφησε τη νεκρή ψυχή της πόλης για να ζήσει εδώ στο κτήμα του κι αν αφαιρούσες δυο τρία πολιτιστικά άρθρα που δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα <<ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ >> τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής του, καμία άλλη εργασία ή λογοτεχνικό κείμενο δε δημοσίευσε στη συνέχεια όσο κι αν το  προσπάθησε. Αυτό τον ενοχλούσε πολύ και ήθελε να διορθώσει αυτή του την αμέλεια και να μπει και πάλι στις σελίδες των εφημερίδων και των λογοτεχνικών περιοδικών χωρίς καμία πια καθυστέρηση.

       Εξάλλου οι φίλοι του και ο πνευματικός του περίγυρος του το τόνιζαν συνέχεια : << είσαι του έλεγαν η όαση στην πνευματική έρημο της επαρχίας και του περιβάλλοντός της. Ο μόνος που μπορείς να ανασχέσεις με το επαναστατικό γράψιμό σου το κατρακύλισμα του ανθρώπου της στην άγνοια και την πολιτιστική στέρηση. Εσύ είσαι  ο λύχνος της στα μαύρο σκοτάδι και το λιμάνι της για να απαγκιάζουν  οι υπαρξιακές της έγνοιες και αγωνίες. Γράφε και δημοσίευσε να σώσεις τους ανθρώπους της >>.

       Η συμφωνία που έκανε με την εφημερίδα <<ΦΩΝΗ >> ήταν να δημοσιεύει   στο φύλλο της ένα διήγημά του και να μπαίνει στη λογοτεχνική στήλη. Και τώρα αυτό έπρεπε να κάνει. Να επιλέξει ένα από τα διηγήματά του κι αφού κάνει τις τελευταίες διορθώσεις να το βάλει στο φάκελο για το αυριανό ταχυδρομείο. Έτσι άρχισε να ψάχνει για να βρει ένα αντιπροσωπευτικό που θα τον εξέφραζε σαν περιεχόμενο αλλά και σαν λογοτεχνική αισθητική. Γι’ αυτό ένιωσε ιδιαίτερη ικανοποίηση σαν έπιασε στα χέρια του την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων << Άρωμα γυναίκας >>  κι άρχισε να την εξετάζει προσεκτικά. Βρήκε το διήγημα << Η μοναξιά του συγγραφέα >> και χάρηκε πολύ.  << Αυτό θα στείλω, ψιθύρισε κι εύχομαι όλα να πάνε καλά >>  και το ξεχώρισε βάζοντάς το δίπλα σ’ ένα άδειο κόκκινο φάκελο.

         Την ιδέα για να γράψει τη συλλογή αυτή αφιερωμένη στη γυναίκα τού την έδωσε ένα διήγημα που διάβασε σε μια ημερήσια εφημερίδα και ήταν του Γκαρσία Μάρκες, με τίτλο << Η νύχτα τής έκλειψης >>. Τον εντυπωσίασε τόσο η γραφή και το περιεχόμενο που το διάβασε πολλές φορές ώσπου κατέληξε να γράψει κι αυτός μερικά τέτοια διηγήματα της ίδια φόρμας αλλά με το δικό του προσωπικό ύφος και να τα κάνει ένα ωραιότατο βιβλίο. Έτσι την ίδια κιόλας μέρα έπεσε με τα μούτρα στο γράψιμο και σε τρεις μήνες είχε σχεδόν έτοιμη τη συλλογή.

        Αλλά κι ένα άλλο στοιχείο που τον έκανε να γράψει για τη γυναίκα ήταν η αγάπη και η λατρεία του γι’ αυτή. Τη θεωρούσε απαραίτητο στοιχείο για να αναπτυχθεί ο έρωτας και να ζήσει. Η γυναίκα   συνυφασμένη τόσο ουσιαστικά με τη δημιουργία της ζωής είχε και μια φωτεινή φυσιογνωμική αρετή.

       Η ώρα θα ήταν εννέα το πρωί σαν πήρε το διήγημα στα χέρια του κι άρχισε σαν το έβαλε μπροστά του να το διορθώνει και να το φροντίζει με ιδιαίτερη προσοχή και διάθεση. Τι να διορθώσει, διορθωμένο ήταν, αφού ήταν τόσο σχολαστικός σ’ αυτά και δεν καταχωρούσε κανένα κείμενό του στο αρχείο αν δεν ήταν πλήρες και δεν είχε πάνω του την ένδειξη << τυποθείτω >>. Έπρεπε όμως να το κάνει γιατί τα λάθη ξεφεύγουν και όταν τα δεις είναι πια αργά για να τα διορθώσεις.

         << Μήπως είναι επικίνδυνο και εις βάρος της ποιότητας του κειμένου με το να το κουτσουρεύω συνέχεια >> συλλογίστηκε κάποια στιγμή κι ένιωσε σαν να τα χρειάστηκε. Και για να δικαιολογηθεί στον εαυτό του, συμπλήρωσε με μια φευγαλέα αδρή σκέψη << στα ορθογραφικά λάθη θα ρίξω το βάρος μου γιατί το αισθητικό το θεωρώ άψογο >> και με ένοχο εκστασιασμό έπεσε πάλι πάνω στο γραφτό.

        Με το αριστερό του χέρι κρατούσε όσο χρειαζόταν τις σελίδες και με το δεξί του έσβηνε και συμπλήρωνε ό,τι ήταν απαραίτητο. Που και που τέντωνε τα χείλη του ή με μια κίνηση του κεφαλιού του συνόδευε κάποια λέξη, ενώ πολλές φορές τόνιζε δυνατά τους φθόγγους που τους θεωρούσε δύσκολους στη γραφή, ξεσπώντας αγανακτισμένος ως το έπακρο:

       --- Μα τι σας πέρασε από το μυαλό πως θα σας βάλω μέσα αφρόντιστους;  Και με μια στοργική ύστερα φροντίδα συνέχιζε τη διόρθωση με  την ίδια προστατευτική διάθεση που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ.

         Κάποια στιγμή τελείωσε τη διόρθωση και με τη σοβαρότητα και την αποφασιστικότητα του έντιμου και υπεύθυνου δημιουργού κοίταξε το έτοιμο κείμενο με τρυφερότητα και αγάπη. Ύστερα απλώνοντας το δεξί του χέρι άνοιξε το πρώτο από τα συρτάρια του γραφείου του κι έβγαλε ένα λευκό μεγάλο φάκελο. Στη συνέχεια αφού ένωσε τις πέντε σελίδες του διηγήματος μ’ ένα μεταλλικό συνδετήρα, τις ταχτοποίησε μέσα στο φάκελο και τον έκλεισε σφραγίζοντάς τον με την αυτοκόλλητη λουρίδα του, σφίγγοντάς την τελετουργικά με τα μακριά και λεπτά δάχτυλά του. Μετά έγραψε δεξιά του τη διεύθυνση της εφημερίδας κι αριστερά τη δική του. Κι αφού έσκυψε στη συνέχεια και κόλλησε το πρόσωπό του πάνω σχεδόν στο φάκελο για να ελέγξει τις διευθύνσεις τον έβαλε στο μπλε ντοσιέ με τα εξερχόμενα. << Αύριο θα φύγει πρωί - πρωί >> ψέλλισε κι απόμεινε για λίγο αναποφάσιστος πριν καταπιαστεί με κάτι άλλο.

       Το ασθενές φως  που μπήκε από το τζάμι της πόρτα και διαθλάστηκε πάνω στο γραφείο του τον ξάφνιασε. Κοίταξε έξω λίγο σαστισμένος αλλά και χαρούμενος που η κακοκαιρία υποχωρούσε σταδιακά και θα μπορούσε αργότερα να περπατήσει στον κήπο του και να φροντίσει τα ζώα του. Προς το παρόν αφέθηκε να κοιτάζει τη γκρίζα γάτα του με τα δυο της πανέμορφα γατάκια το ένα στο χρώμα όμοιο με τη μάνα του και το άλλο μαύρο που νιαουρίζοντας με κολλημένες τις μουσούδες τους στο τζάμι, έμοιαζαν σαν να του μιλούσαν και να του ζητούσαν κάτι. Ήταν μια από τις πολλές καλές συνήθειές τους αυτό που έκαναν και τον αναζητούσαν σαν δεν τον έβλεπαν έξω όσο η επίσκεψή του αργούσε να γίνει. Και το έκαναν αυτό γιατί ήθελαν τα χάδια του που τόσο απλόχερα τους έδινε και τα είχαν συνηθίσει να τα δέχονται σχεδόν κάθε μέρα. Ακόμη και τα παιχνίδια που τους χάριζε ήταν κι αυτά λόγος να τον αγαπούν και να ζητούν τη συντροφιά του.

          --- Σας έλειψα τιγράκια μου! τους είπε με μια ικετευτική τρυφερότητα και τινάχτηκε από την καρέκλα του με μια αστραπιαία κίνηση λες και ήθελε να το σκάσει και να βρεθεί μαζί τους έξω.

          Εκείνα αφού χαϊδεύτηκαν για λίγο ακόμη με τις ράχες τους στην επιφάνεια της πόρτα, έφυγαν χωρίς να παραλείψουν να κουνάνε τις όμορφες ουρές τους έστω και με κάποια νωχέλεια. Τα είδε να χάνονται στο λουστραρισμένο από τη βροχή χόρτο του κήπου και τους ψιθύρισε με μια έκφραση δυστυχίας στο πρόσωπό του για τη δική του σκλαβιά να γυμνάζεται πάνω σε χαρτιά και μελάνια:

         --- Χαρείτε όσο μπορείτε την ευτυχία με την ελευθερία σας μικρά  μου αθώα ζωάκια! Ο κύκλος τους είναι εύθραυστος να το ξέρετε!

         Χαμογέλασε και το πρόσωπό του πήρε μια ροδαλή και ευχάριστη όψη. Έτσι με μια μεγαλύτερη διάθεση τώρα κι αρκετή λεπτότητα ξανάπε- σε στη δουλειά. Πήρε τον γαλάζιο φάκελο με τα εισερχόμενα κι άρχισε να τον ψάχνει. Τον εντυπωσίασε ένα γράμμα με μικρά καλλιγραφικά γράμματα και τον έσφιξε στα χέρια του. Τον χάιδεψε όπως χαϊδεύει κανείς ένα αγαπημένο του κειμήλιο και με μια χορευτική ύστερα κίνηση άρχισε να τον ανοίγει. << Η εμφάνισή του δείχνει να περιέχει κάτι το ιδιαίτερο >> συλλογίστηκε και με μιας ξεδίπλωσε το χαρτί κι  άρχισε να το διαβάζει.

       << Αγαπητέ μου, κύριε >> έγραφε το γράμμα. <<Από το βάθος της ύπαρξής μου μια υπέρτατη δύναμη με προέτρεψε να σου γράψω και να ζητήσω την ευγενική προσφορά σου στο αξιοσημείωτο της έρευνάς μου, που έχει σχέση με την επίπτωση των φυτοφαρμάκων στην υγεία της πανίδας και της χλωρίδας της περιοχής. Σε περιμένω στις πέντε το απόγευμα στο σπίτι μου. Η κομψή αρχιτεκτονική του λίγο πριν από την είσοδο του ναού του Αγίου Στεφάνου θα σε βοηθήσει αρκετά ώστε να με βρεις και να με συναντήσεις! Σε περιμένω! >>

                                           <<   Με άπειρο θαυμασμό κι εκτίμηση:                          

 

                                                     Αντιγόνη   Τριανταφύλλου >> 

 

 

           << Τι είναι πάλι και τούτο !>> αναφώνησε με μια εύθυμη διάθεση ο συγγραφέας και φάνηκε να δείχνει ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στην πρόσκληση της αποστολέας. << Θα πάω να την συναντήσω οπωσδήποτε, αφού μου το ζητάει >> ψιθύρισε και κατέβασε με μια αινιγματική ματιά το βλέμμα του στο πάτωμα.

       Ύστερα θυμήθηκε πως είχε ακόμη έναν ανοιχτό λογαριασμό να κλείσει με το περιοδικό << Πνευματική Όαση >> κι αποφάσισε να την επισπεύσει. Ήταν συνδρομητής του και του ερχόταν κάθε δίμηνο. Δε διακρινόταν για την ποιότητά του αλλά για την αγωνιστικότητά του και την αλήθεια των κειμένων του. Και τούτο γιατί έγραφαν νέοι λογοτέχνες, χωρίς πείρα και λογοτεχνική παιδεία και τα κείμενά τους διακρίνονταν για την προχειρότητα και την πνευματική τους ένδεια. Είχαν όμως το πάθος της δημιουργίας κι αυτό έδινε κάποια ιδιαιτερότητα στη γραφή τους μαζί με ελάχιστη αισθητική χροιά. Η ύλη του χωριζόταν  σε δυο ενότητες, την πεζογραφία και την ποίηση. Εκείνο που βάραινε περισσότερο ήταν η ποίηση κυρίως νέων και άγνωστων ποιητών. Χωρίς τίποτα το αξιόλογο διασκέδαζε κανείς για το << βαχ>> και το <<αχ>> των στίχων και αν δεν του έρχονταν δάκρυα στα μάτια από τις άτεχνες ρίμες, ένιωθε σίγουρα απέχθεια για την ποίηση και το κατάντημά της. Ωστόσο κάποια ελάχιστα ποιήματα είχαν μέσα τους κάποια φρεσκάδα προμηνύοντας μια αδρή μελλοντική αναγνώριση τού υπό εκκόλαψη ποιητή.

        Ο Σοφοκλής το είχε πρωτοδεί το περιοδικό στο σπίτι ενός φίλου του ποιητή σαν τον είχε επισκεφτεί ύστερα από πρόσκλησή του για να του χαρίσει την τελευταία του συλλογή με τίτλο : << Στα παράλια του Αυγεία >>. Εκεί πάνω στο τραπέζι της αυλής και κάτω από τον ίσκιο της μουριάς αφού ήταν καλοκαίρι και ο Ιούλιος έκαιγε, σαν τα είπαν και ο φίλος του μπήκε μέσα στο σπίτι να του φέρει τη συλλογή, αυτός τυχαία είδε το απροστάτευτο περιοδικό και το πήρε στα χέρια του. Σαν το ξεφύλλισε, στην τρίτη του σελίδα και με τον τίτλο << Τα επώδυνα μηδενικά >> σταμάτησε κι άρχισε να διαβάζει. Η αλήθεια του κειμένου που τα είχε βάλει με τους ατάλαντους συγγραφείς που έγραφαν με την ευκολία της διάρροιας γιατί περίμενε ο βιαστικός εκδότης, τον εντυπωσίασε τόσο που σκέφτηκε να γίνει συνδρομητής του. Από τότε δεν το αποχωριζόταν και με την επιμονή του διευθυντή της σύνταξης του περιοδικού έγινε μόνιμος συνεργάτης του με τα διηγήματά τρόμου και φαντασίας που με τόση μαεστρία έγραφε εδώ και τρία χρόνια.

       << Θα στείλω το διήγημα με τον τίτλο: << Η άνθηση της διαφθοράς>> σκέφτηκε κι άρχισε όπως προηγούμενα να το ψάχνει ανάμεσα στ’ άλλα διηγήματα. Σαν το βρήκε το έβαλε στο φάκελο κι αφού έγραψε τη διεύθυνση το καταχώρησε στο  ντοσιέ με τα εξερχόμενα. Ύστερα γοργά ασχολήθηκε με την υπόλοιπη αλληλογραφία κι αφού την ταξινόμησε στη θέση που της έπρεπε πήρε μπροστά το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν < Το μαγικό βουνό >> κι άρχισε να κάνει το καθημερινό του διάβασμα.

       Η σκέψη του όμως ήταν περισσότερο στη γυναίκα της επιστολής παρά στο διάβασμα των σελίδων. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αγωνία  να μάθει πια ήταν. Την φαντάστηκε πνευματώδη, ωραία και νέα να τον δέχεται με το χαμογελαστό της πρόσωπο και να του σφίγγει το χέρι με την απαλότητα του βαμβακιού ενώ από τα χείλη της η μαλακή φωνή της σαν μετάξι θα του έλεγε ύστερα από έναν ήρεμο συλλογισμό : <<Σε περίμενα! Γιατί άργησες; >>  Και στη συνέχεια αφού θα του πρότεινε το λευκό της μπράτσο θα τον οδηγούσε αργά - αργά και σταθερά στον καναπέ για να κουβεντιάσουν πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα με τις ματιές τους να ανιχνεύουν με αγωνία το απύθμενο βάθος του είναι τους. 

      Γράμματα λάμβανε πολλά. Άλλα για να τον ευχαριστήσουν για τα βιβλία του κι άλλα για επαίνους γύρω από την κοινωνική του προσφορά. Ήταν και κάποιοι αγενείς που τον στόλιζαν για τα καλά με ύβρεις και κακόλογα σαν δε συμφωνούσαν με τις ιδέες του αλλά δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά υπόψη και δεν τους απαντούσε, όμως η πικρία του για την αγένειά τους άφηνε το στίγμα της στην ψυχή του. << Αυτοί >> έλεγε, <<φαίνονται σαν τη μύγα μέσα στο γάλα για την άγνοια και την έχθρα τους  και τους περιφρονώ. Τους αγαπώ όμως γιατί είναι ειλικρινείς και δεν ντρέπονται να δηλώσουν πως είναι στην άλλη την κακή όχθη της λογοτεχνίας >>

      Τούτο όμως το γράμμα ήταν σημαδιακό και ξεχώριζε απ’ όλα τ’ άλλα τα συνηθισμένα. Το έδειχνε η κομψότητα της εμφάνισής του και η λαμπρή γραφή του. Το νόημά του ήταν άκρως εξαίσιο. Η γυναίκα που το έγραψε σίγουρα είχε συναρπαστικά συναισθήματα. Τα άλλα τα κοινά γράμματα που διάβασε δεν τον συγκίνησαν όπως αυτό. Με την πείρα του να ξεχωρίζει τα τυπικά, από τα έντονα συναισθηματικά ύστερα από τόσες επιστολές που έπαιρνε, κατάλαβε πως αυτό το γράμμα ήταν ξεχωριστό. Το εννόησε για πολλοστή φορά και ανοίγοντας το φάκελο με την αλληλογραφία ξαναπήρε το γράμμα στα χέρια του κι άρχισε να το εξετάζει σχολαστικά. Το διάβασε μια, το διάβασε δυο ώσπου κάποια στιγμή του φάνηκε πως είδε τα γράμματα να λαμπυρίζουν σαν μικρά αφροσκέπαστα κύματα. Τότε το άφησε και με μια συζήτηση με τον εαυτό του, ψιθύρισε: << Τι προσπαθώ να διαπραγματευθώ μαζί του; Η αυτοψία θα δείξει! >> και κλείνοντας την επιστολή την ταχτοποίησε πάλι στο φάκελο.

       Το ρολόι στον τοίχο του γραφείου του. έδειχνε μία μεσημέρι. Η συνήθειά του να τρώει κάτι εκείνη την ώρα τον έκανε να σηκωθεί και με μια εξαιρετική διάθεση να πάει στην κουζίνα. Αντιμετώπιζε με σοβαρότητα την έλλειψη του φαγητού γι’ αυτό και τώρα σαν άνοιξε το ψυγείο και είδε τη φτωχή του συγκομιδή, ψιθύρισε με μια ήρεμη διάθεση: << Η δίαιτα κάνει καλό ας τη βολέψω με το ένα μπιφτέκι που υπάρχει και το ελάχιστο τυρί και βλέπουμε >> και σερβιρίστηκε γελώντας αδρά μ’ ένα σιγανό σκοπό στα χείλη από ένα τραγούδι αγάπης που το άκουγε στα γυμνασιακά του χρόνια.

      Έφαγε με όρεξη και με τη σκέψη του πάντα στην απογευματινή επίσκεψη στο σπίτι της γυναίκας που με την πράξη της να του στείλει το γράμμα  έδειξε προς το παρόν τουλάχιστο να του κάνει την ελαφρότητα της ζωής του πιο εύθυμη και ζωηρή. << Κυρία μου, πόσο ωραία παίξατε το παιχνίδι σας για να ‘ρθω να σας επισκεφτώ>> θα της πω σκέφτηκε στη συνέχεια κι ανασήκωσε τα όμορφά του φρύδια κοιτάζοντας έξω από το βορινό παράθυρο της κουζίνας σαν άκουσε το γάβγισμα του σκύλου.

       Σηκώθηκε. << Για δες >> είπε, << πάλι θα είναι εκείνο το λευκό σκυλί που μπαίνει σαν κλέφτης από την τρύπα που έχει ανοίξει στην περίφραξη και θα τσακώνεται με τις γάτες. Ωστόσο παρόλη την επιθετικότητά του το αγαπώ και του βραβεύω κάθε τολμηρή του πράξη>> και βρέθηκε στον κήπο ενθουσιασμένος από μια υπερβολική αισιοδοξία που του μηνούσε πως θα συναντούσε το σκύλο. Ο σκύλος η αλήθεια είναι πως ήταν εκεί, κάτω από τη χοντροελιά κι έγλειφε ένα κόκαλο με αρκετή βουλιμία κι έντονη κινητικότητα  στο σκυμμένο κεφάλι του και τα δυο του μακριά και λεπτά μπροστινά του πόδια.

      Η απόφασή του να τον δέχεται στην αυλή του πάρθηκε από εκείνο το βράδυ που τον γλίτωσε από τις κακές διαθέσεις ενός κλέφτη. Απόλυτος άρχοντας της νύχτας ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει ασταμάτητα σαν τον αντιλήφθηκε να πηδά μέσα στον κήπο και στην επιμονή του να τον αγνοεί, του όρμησε δείχνοντας τα αιχμηρά σκυλόδοντά του. Στην πάλη που ακολούθησε νικητής βγήκε ο σκύλος γλιτώνοντας το Σοφοκλή από τον κακό  κλέφτη. Ο Σοφοκλής τον αγάπησε από τότε και η αγάπη του γι’ αυτόν ήταν απέραντη. Του υποσχέθηκε δε να τον φροντίζει όσο θα ζούσε και πως πάντα θα τον έβλεπε σαν φίλο και μεγάλο ευεργέτη του!

      << Ασπρούλη μου! >> του είπε τρυφερά σαν τον πλησίασε ενώ ο σκύλος σαν να τον μιμήθηκε στις λεκτικές του ικανότητες του έκανε ένα μουσικό << γαβ- γαβ >> Ύστερα ο Σοφοκλής έσκυψε και του χάιδεψε το κεφάλι παίζοντας με τα μακριά του αυτιά που κρέμονταν σαν δυο μεγάλα μπαλώματα υφάσματος κοντά στα έξυπνα μάτια του. << Εσύ είσαι ακόμη γερός >> συμπλήρωσε με μια αγωνιώδη έκφραση, << δεν είδα πληγές στη ράχη σου σαν το γατάκι τη Ρηνούλα που έχει εκδορές στο δέρμα κι ένας Θεός ξέρει από πού προέρχονται κι αν γιατρευτεί >>. Κι αφού μίλησε ακόμη λίγο μαζί του και του χτύπησε απαλά με το χέρι του τον παχουλό πισινό, τον άφησε στην απόλαυση του κόκαλου ενώ εκείνος προχώρησε ως το παρτέρι με τον ασθενικό χλωροτάπητα.

       Εκεί η μάνα γάτα έπαιζε με τα δυο της γατάκια. Το ένα το άρρωστο που κατά το Σοφοκλή είχε καρκίνο τοθ δέρματος από την επίδραση των φυτοφαρμάκων, λούφαξε κακοδιάθετο στην αγκαλιά της μάνας του ενώ άφηνε να βγαίνει από το στόμα του συνεχώς ένα νιαούρισμα πόνου και κλάματος. << Θα ψοφήσει το έρημο>> σκέφτηκε ο Σοφοκλής κι άρχισε να παίζει με το άλλο, το υγιές. Θυμήθηκε όμως πως είχε αφήσει από χθες << Τα Επιφάνια >> του Σεφέρη στη μέση και με μια μικρή συγκίνηση που θα τ’ άφηνε μόνα τους κι απροστάτευτα, τα εγκατέλειψε μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.

     Το βιβλίο τον περίμενε ανοιχτό πάνω στο γραφείο του. Ξεκίνησε να το διαβάζει και να κρατά κάποιες σημειώσεις που της χρειαζόταν. << Το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια. Κράτησα τη ζωή μου τραγουδώντας >> η μουσική απογοήτευση του ποιητή τον πήγαινε σ’ έναν πολύ μεγαλύτερο φωτισμό απ’ αυτόν που είχε το γραφτό του και ο περιβάλλοντας έξω χώρος. Ώσπου να το τελειώσει δεν έβγαλε άχνα. Μόνο σαν διάβασε και τον τελευταίο του στίχο αποτραβήχτηκε από τη γλυκύτητα των γραμμών για να μπει και πάλι στην ψυχρότητα της πεζότητας. Τότε σαν έκλεισε το βιβλίο χαμογέλασε για να κοροϊδέψει ίσως τον εαυτό του και ψιθύρισε: << Δε χάνει ποτέ κανείς την ώρα του με την ποίηση, αντίθετα τον καιρό του μακραίνει και ομορφαίνει>> και σαν να ήταν ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή του αυτό που σκέφτηκε κυριεύτηκε από μια παράφορη ψυχική εφορία.

        Έβαλε το βιβλίο στη θέση του και κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Έμενε ακόμη μια ώρα ως την επίσκεψή του στη γυναίκα της επιστολής. Έπρεπε να κάνει κάτι ανάλαφρο για να περάσει ευχάριστα η ώρα ως εκείνη τη στιγμή της μακράς κρίσης και το βρήκε. Καταπιάστηκε με το φάκελο της προσωπικής του αλληλογραφίας για μια άλλη φορά και τον συμπλήρωσε με τα καινούρια γράμματα που είχε λάβει την τελευταία εβδομάδα και τα είχε τοποθετήσει προσωρινά σ’ ένα μικρό συρτάρι στο παλιό κομοδίνο.

       Πριν βάλει μέσα στο φάκελο το πρώτο γράμμα, στάθηκε στο εξώφυλλο για να το θαυμάσει όπως έκανε πάντα στους φακέλους του σαν τους έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να κολλά απέξω φωτογραφίες από τις εφημερίδες και τα περιοδικά που του έκαναν εντύπωση. Σ’ αυτόν ήταν μια φωτογραφία που είχε κόψει από την εφημερίδα << Πρωινή >>, έγχρωμη και με ζωντανές θα ‘λεγες παραστάσεις των ηρώων της απεικόνισης που σου έκοβαν την αναπνοή. Την είχε βαπτίσει << ο δρόμος της φτώχειας>> και δεν είχε άδικο αφού αυτό που έδειχνε ήταν ένας δρόμος με τα πάρε δώσε της. Ένας λερός δρόμος, μια βρωμιά που όμως μέσα από τα σίδερα, τους τενεκέδες, τα σκουπίδια, τη σκουριά και τα πελεκούδια, τις γούρνες του δρόμου, τις ταβέρνες, τα μπορντέλα, τα μικρομάγαζα και τους δύσμοιρους ανθρώπους με τις πόρνες, τους ρουφιάνους και τους τυχοδιώχτες ανάμεσά τους, ξεπηδούσε ένα παράξενο φως, κάτι σαν όνειρο και νοσταλγία. Έτσι που θαρρούσες πως σε λίγο θα ξεφύτρωναν οι άγγελοι και οι οσιομάρτυρες που τόσο τους περίμεναν και προσεύχονταν  σ’ αυτούς να έρθουν και να τους σώσουν οι φτωχοί της εικόνας.

      Τα πιο πολλά απ’ αυτά τα γράμματα τα είχε διαβάσει και το  μόνο που έκανε τώρα ήταν να τους ρίχνει μια ματιά και μόνο, έτσι για το θεαθήναι και να σκοτώσει την ώρα του. Ήταν όπως είπαμε από ανθρώπους που τον αγαπούσαν και διάβαζαν τα βιβλία του, από φίλους, μέλη συλλόγων κι οργανισμών κι από πάσης φύσεως πολιτιστικούς φορείς. Τον συγκινούσε αφάνταστα η απλότητα που έγραφαν. Η γιορτινή ατμόσφαιρα των νοημάτων τους και η ειλικρινής εκτίμηση του έργου του. Αυτό του έδινε δύναμη και κουράγιο και τον ωθούσε στο γράψιμο. Έτσι μπορούμε να πούμε πως έγραφε γι’ αυτούς τους ταπεινούς και τους φιλομαθείς που πλήρωναν από το υστέρημά τους να αγοράσουν τα βιβλία του και να αφιερώσουν το χρόνο τους για χάρη του.  Από τις σφυγμομετρήσεις ήξερε πως τα βιβλία του διαβάζονταν από τους φτωχούς γιατί η πνευματική ελίτ κατευθυνόμενη από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους προσέφευγαν στις δικές τους ακριβές και άνοστες εκδόσεις με τις ροζ ιστορίες και τα εύπεπτα αναγνώσματα.

       << Γράφω>> είχε πει σε κάποια στιγμή έκρηξης, σαν το κακό τραγούδι των σειρήνων για ένα του βιβλίο, έφτασε στ’ αυτί του, << γιατί αποφεύγω το θάνατο σε μικρές δόσεις σαν θυμάμαι ότι για να είμαι ζωντανός χρειάζομαι προσπάθεια και γιατί με διαβάζουν οι φτωχοί, οι ξυπόλυτοι και οι καταφρονεμένοι που έχουν ωραίες καρδιές και τρυφερές ψυχές. Και θα συνεχίζω να γράφω όσο η φαντασία μου θα πλάθει απλούς και αγιασμένους ήρωες >>.

       Βαστούσε στο χέρι του το γράμμα με την υπογραφή, Βίλμα που σαν διάβασε τις δυο πρώτες γραμμές η σκέψη του πλημμύρισε από τη θεσπέσια οπτασία, έτσι τουλάχιστον τη φαντάστηκε, της ποιήτριας της επιστολής. Και το βλέμμα του έπεσε αμέσως στο ρολόι του τοίχου. Ήταν τέσσερις ακριβώς και του φάνηκε πως οι λεπτοδείχτες έμεναν ακίνητοι στη θέση τους και το πέντε τους ήταν σταθμός απλησίαστος! << Πρέπει να ετοιμαστώ >> συλλογίστηκε και βάζοντας το φάκελο στη θέση του χάρηκε δείχνοντάς το με μια θαυμάσια έξαρση εσωτερικής ευωχίας.

    Ύστερα για να δώσει μια αυτοκρατορική χροιά στην προσμονή του θριάμβου που τον περίμενε, σκέφτηκε να περιβληθεί με τη χλιαρότητα και την αναζωογόνηση ενός μπάνιου, όπου το μακρόσυρτο τραγούδι του νερού και οι χαϊδευτικοί παφλασμοί του θα του απάλυναν τις αισθήσεις για μια υγιή και συναισθηματική εξωτερίκευση του εγώ του απέναντι στη συγκλονιστική γυναικεία γοητεία που όπως νόμιζε θα τον προκαλούσε. Έτσι αφού πήγε στο μπάνιο και απόλαυσε τη ζεστασιά του νερού, κατευθύνθηκε σαν τελείωσε στην τουαλέτα του για να φροντίσει την άνθιση μιας έστω πρόσκαιρης άνοιξης στην όψη του που ο χρόνος των σαράντα πέντε χρόνων είχε αφήσει τις πρώτες σκιές του.

     Έριξε το βλέμμα του στον καθρέφτη αφήνοντας στην επιφάνιά του μια χλιαρή εκπνοή που μέσα στην αχλύ της διέκρινε το πρόσωπό του που του φάνηκε αρκετά συμπαθητικό, φωτισμένο και νεανικό. Δίπλα στη βιτρίνα πολλά και διάφορα αρωματικά μπουκαλάκια τον περίμεναν να κάνει την επιλογή του. Διάλεξε    ένα   με   την   καλογραμμένη   λέξη  << DOLCE   CABBANA  >> κι αρωματίστηκε πολλές φορές στο λαιμό και γύρω από τις ρίζες των αυτιών του.  Έβαλε ύστερα μια απαλή στρώση κρέμας καθαρισμού στο ξυρισμένο του πρόσωπο κι αφού την άπλωσε με αρκετή δεξιοτεχνία για την αναζωογόνηση της τραχιάς του επιδερμίδας, ψιθύρισε μ’ ένα αίσθημα υπεροχής: << Και τώρα μ’ αυτό το φροντισμένο χτένισμα θα είμαι έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή >> και παίρνοντας από τη θήκη τη χτένα την έφερε στα όμορφα καστανά μαλλιά του.

        Στη συνέχεια πήγε στο δωμάτιό του να ντυθεί. Φόρεσε το τζιν παντελόνι με τα μπαλώματα στα γόνατα και στα μπατζάκια, το καφέ μοντέρνο μπουφάν με το βελούδινο γιακά, το ελαφρύ μπεζ πουκάμισο με τους μεγάλους γιακάδες και τα χοντρά δερμάτινα άρβυλα κι έφερε μερικές βόλτες υπεροψίας και στρατιωτικής πειθαρχίας από τον ένα τοίχο στον άλλο, ψιθυρίζοντας με μια φωνή που σκόρπιζε σαν θαλασσινή αύρα: << Θα της πω, πως το βλέπω στα μάτια σου πως θα περάσουμε πολύ ωραία οι δυο μας σαν η ζάλη που θα μας δημιουργήσει αυτή η πρώτη μας γνωριμία, εξελιχθεί σε ελαφρά νάρκωση >>.  Και περιχαρής για την ευρηματική του αυτή ποιητική έκφραση, άρχισε να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι εποχής που τόσο τον είχε εντυπωσιάσει στα χρόνια της νιότης του.

        Μ’ ένα ύστερα γρήγορο βάδισμα βρέθηκε στην πόρτα. Βγήκε έξω κι αφού την έκλεισε περπάτησε στον πλακόστρωτο διάδρομο της αυλής κι έφτασε στην εξώπορτα. Την άνοιξε και μ’ ένα σκίρτημα μέσα του βρέθηκε στο δρόμο νιώθοντας έντονα την επιθυμία της ανέμελης κι ελεύθερης δράσης. Βάζοντας το κλειδί ν’ ασφαλίσει την πόρτα, σκέφτηκε με μια συγκεχυμένη διάθεση <<αυτό το άπιαστο στροβίλισμα των χρωμάτων που αναταράχτηκαν μέσα μου, εύχομαι να μη με βγάλει σε κακό >> κι έκανε το πρώτο βήμα για την πορεία του στο σπίτι της γυναίκας.  

        Υπέροχη μακρινή θέα ανοιγόταν μπροστά του και με τις κορυφές των χαμηλών βουνών που υψωνόταν αριστερά του προσέδιδαν μια φαντασμαγορική όψη ομορφιάς και συγκίνησης. Δεξιά του η θάλασσα που πάνω της όσο την κοιτούσε χανόταν το βλέμμα του σ’ ένα απέραντο ορίζοντα, ήταν μια άλλη θα  ‘λεγες υπερκόσμια πρόκληση που τον καθήλωνε και τον έκανε να σκέφτεται φευγαλέες οπτασίες κι ανεκπλήρωτα όνειρα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ξεκόψει απ’ το συναρπαστικό αυτό δρόμο και να συνεχίσει τον περίπατό του στο μικρό δασύλλιο των πεύκων που απλώνονταν νότια προς το μέρος του παλιού ελαιοτριβείου αλλά το βρήκε μάταιο αφού η γυναίκα τον περίμενε ακριβώς στις πέντε και ο χρόνος του δεν του αρκούσε να κάνει τη διαδρομή γιατί θ’ αργούσε. Έτσι προσπερνώντας τον πειρασμό της θέας που απλωνόταν νότια περπάτησε ως την στροφή που έπρεπε να στρίψει για να φτάσει περίπου εκατό μέτρα έξω από το σπίτι της. Εκεί σαν έφτασε και ακολούθησε το στενό ασφαλτοστρωμένο δρομάκι βρέθηκε σε ελάχιστο χρόνο στην πόρτα του σπιτιού που το γνώρισε με την πρώτη ματιά σύμφωνα με την περιγραφή της γυναίκας. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                           

 

 

                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε εκείνη. Η λάμψη της τον έκανε να τα χάσει λίγο, για να της πει σιγανά κι ανέκφραστα:

          --- Είμαι ο συγγραφέας Σοφοκλής Αλεξιάδης. Πήρα το γράμμα σου και ανταποκρίθηκα στην πρόσκλησή σου και ήρθα!

         Η γυναίκα στάθηκε με δισταγμό στην ανοιγμένη πόρτα κι αφού τον κοίταξε με μια σβέλτα και χορταστική ματιά, του είπε με καλοδιάθετο τρόπο:

         --- Έχω πολλές τύψεις γι’ αυτή μου την αποκοτιά να σε καλέσω στο σπίτι μου και φοβάμαι πως θα με παρεξηγήσεις! Και χωρίς να περιμένει την απάντησή του, του έκανε δρόμο με τα χέρια της να περάσει μέσα.

         Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον στο μεγάλο και όμορφο  καναπέ. Ο χώρος ήταν ευχάριστος, φωτεινός, κομψός και θαυμάσια διακοσμημένος. Όμορφα κάδρα στόλιζαν τους τοίχους, στα τραπεζάκια υπήρχαν κεντήματα τέχνης κι αρκετές μπρούτζινες προτομές σε περίοπτες θέσεις. Στο δε βορινό μέρος μια ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία ήταν ότι καλύτερο για το μάτι κάθε επισκέπτη στοχαστή και διανοούμενου.

         Ο Σοφοκλής αμέσως φάνηκε να νιώθει άνετος. Η μοναξιά του τον είχε κουράσει και τώρα βρισκόταν ανάμεσα σε παρέα. Αυτό τον έκανε να γίνει κεφάτος και να του φτιάξει την άσχημη διάθεσή του. Κι αφού έδειξε να δείχνει μια συναισθηματική φόρτιση με όλο το φιλικό χώρο και την όμορφη και γοητευτική γυναίκα που τον κοίταζε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, συλλογίστηκε μέσα σε χαρούμενη ανησυχία: << Να δούμε τι φρούτο θα φάω απ΄ τον  πλούσιο κι ωραίο κήπο που επισκέφτηκα >> και σταμάτησε το βλέμμα του πάνω στη γυναίκα.

         Την ίδια στιγμή εκείνη με την ήρεμη φωνή της, του είπε συγκινημένη:

         --- Νιώθω υπέροχα που ήρθες!

       Αυτή η εγκαρδιότητα δεν τον ξάφνιασε γιατί την περίμενε. Η καλή της διάθεση για μια ουσιαστική παρέα είχε φανεί μέσα απ΄ το γράμμα της που τόσο προσεγμένα το είχε συντάξει και του είχε ζητήσει να την επισκεφτεί. Κανένα ίχνος προσποίησης και υποκρισίας δε διαφαινόταν σε καμία του πρόταση. Τον ήθελε για συνεργάτη και σύντροφό της χωρίς φυσικά τους όρους της συμβατικότητας και μιας σκουριασμένης ηθικής. Η ειλικρίνεια σε όλο της το μεγαλείο θα λέγαμε. Έτσι αφού απόδιωξε μια μικρή ταραχή στο άκουσμα αυτού που του είπε, της απάντησε σχεδόν αβίαστα:

       --- Χίλιες φορές το ήθελα κι εγώ! Θέλω να το πιστέψεις!

       --- Εξαίρετο, ακούγεται! είπε αυτή και γέλασε 

       --- Ναι! αλλά κάπως παράξενο! αναφώνησε εκείνος, αφού ούτε σε ξέρω και ούτε με ξέρεις! Και φάνηκε να έπεσε σε μια μικρή μελαγχολία.

       --- Θα γνωριστούμε! του ψιθύρισε η γυναίκα κι αφού τον κοίταξε μ’ ένα διεισδυτικό κι επίμονο βλέμμα, σηκώθηκε για να σταθεί πολύ κοντά από πάνω του. Κι από εκεί με μια ιδιόμορφη παραμόρφωση του στόματός της, πρόσθεσε:

       --- Να βάλω κάτι να πιούμε! Μη φανώ και μίζερη! και χάθηκε στο διάδρομο.

       Γύρισε μ’ ένα μπουκάλι μπράντι και δυο άδεια κρυστάλλινα ποτήρια πάνω σ’ ένα ορθογώνιο σκαλιστό δίσκο. Αφού τον έβαλε πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι και γέμισε τα ποτήρια, του είπε προσφέροντάς του το δικό του:      

        --- Στη γνωριμία μας!

        --- Στη γνωριμία μας! επανέλαβε κι αυτός κι έφερε το ποτήρι στα χείλη.

        Τα όμορφα μαύρα μάτια της γυναίκας άστραψαν και τα έζωσαν μικροί ανεπαίσθητοι κόκκινοι κύκλοι που έφταναν ως τα στρογγυλεμένα μήλα του προσώπου της. Η έκφρασή της από σοβαρή έγινε εύθυμη και μια δύναμη την έσπρωξε να του εξομολογηθεί την επιθυμία της να τον γνωρίσει. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το έκανε για να του πει:

        --- Δεν μπορώ μετά από την πρόσκλησή μου να με επισκεφτείς και να με γνωρίσεις και την οποία αποδέχτηκες παρά να σου συστηθώ και να σου εξηγήσω τους λόγους που με ανάγκασαν να ταράξω τη γαλήνη σου και να ζητήσω τη βοήθειά σου. Έτσι λοιπόν αρχίζω από την ταυτότητά μου. Ονομάζομαι Αντιγόνη Τριανταφύλλου και είμαι γιατρός βιολόγος και επικεφαλής του εργαστηρίου χημείας και περιβάλλοντος του ιατρικού τμήματος του πανεπιστημίου Αθηνών και ήρθα για να κάνω έρευνα για τις επιπτώσεις που έχουν τα φυτοφάρμακα στο περιβάλλον σας και στην υγεία των  κατοίκων πρωτίστως και των άλλων οργανισμών. Το περασμένο έτος είχαμε εξήντα θανάτους από καρκίνους και φέτος σαράντα άνθρωποι της περιοχής νοσούν  από σαρκώματα και λευχαιμία. Οι δειγματολογικοί έλεγχοι που θα γίνουν σε ραντισμένα φυτά και σε καρπούς εντός κι εκτός θερμοκηπίων θα μας βοηθήσει πιστεύω να διαπιστώσουμε ως ποιο βαθμό τα φυτοφάρμακα ευθύνονται για τόσους θανάτους αλλά και για την επιβάρυνση και τον εκφυλισμό της διαδικασίας ανάπτυξης των ζωικών και φυτικών οργανισμών.

       Σιώπησε προφανώς για να δώσει την ευκαιρία να μιλήσει και ο συνομιλητής της.

        --- Τι θέλεις να πεις, μ’ αυτό; τη ρώτησε δείχνοντας το ενδιαφέρον του ο Σοφοκλής, πως ήρθες για να μας σώσεις! Αχ, μακάρι, αλλά νομίζω πως είναι αργά, καλή μου κυρία κι όσο κι αν υποκλίνομαι στην καλή σου πρόθεση και στην ειλικρίνειά  σου αποκαλύπτω με λύπη πως η σήψη και το κακό έχει προχωρήσει ανεπανόρθωτα και τίποτα δε διορθώνεται.

        Η γυναίκα έπαιξε λίγο με τα δάχτυλά της σαν να βρέθηκε σε αμηχανία. Ύστερα από ένα λεπτό τον ρώτησε με σπασμένη  φωνή:

       --- Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη για τον τόπο που ζεις;

       --- Αγαπώ τον τόπο μου αλλά δεν ντρέπομαι να πω την αλήθεια.

       --- Και θα κάνεις κάτι να τον βοηθήσεις;

       --- Αν μου ζητηθεί!

       --- Στο ζητάω εγώ! Το πρόβλημα της ρύπανσης και της μόλυνσης της περιοχής είναι μείζον θέμα για να μας αφήσει αδιάφορους. Ήδη οι καταγγελίες των κατοίκων και των φορέων προστασίας του περιβάλλοντος μαζί με τους αγροτικούς συλλόγους είναι έντονες και η αντίδρασή τους μεγάλη εδώ και χρόνια αλλά δυστυχώς τα αυτιά των υπεύθυνων δεν ιδρώνουν και τόσο εύκολα! Πρέπει να ξέρεις πως η αντίδραση γίνεται τόσο φανερά όσο και παρασκηνιακά. Το σχετικό μνημόνιο που έφτασε στα χέρια μου, μιλάει για μια κατάσταση ανεξέλεγκτη στη χρήση των φυτοφαρμάκων και ζητά τον περιορισμό τους σε όλες τις καλλιέργειες των οπωροφόρων δέντρων και των κηπευτικών.

       << Διάβολε, αυτή θα με μπλέξει για τα καλά σε δημιουργικές εμπειρίες πιο καλές από τις συγγραφικές >> σκέφτηκε ο Σοφοκλής και φάνηκε να μην παραξενεύτηκε και πολύ από τα λόγια και την πρότασή της να τη βοηθήσει. << Καλό θα είναι να ανακατευτώ, αλλά έχω έλλειψη χρόνου  και κάποια αδεξιότητα σε τέτοια οικολογικά θέματα κι οφείλω να της το εκθέσω >>

       --- Καρφί δεν τους καίγεται για την καταστροφή του πλανήτη και τη ζωή των ανθρώπων του, συνέχισε και φάνηκε να δείχνει την επιμονή της να τον βάλει στο παιχνίδι για τη σωτηρία του.

       Κι όσο έβλεπε πως δεν της απαντούσε θετικά στην πρότασή της, του είπε με μια παρακαλεστική διάθεση:

       --- Κι όμως τα μυθιστορήματά σου υπερασπίζονται τον πλανήτη και τον άνθρωπο! Στήνεις όμορφα και πολύ δυναμικά σ’ αυτά τα σκηνικά σου και με τις άνετες και ρεαλιστικές περιγραφές ζωντανεύεις με τους ήρωές σου την υγιή καθημερινή ζωή αυτή που ονειρεύεται ο καθένας σαν βγει από τη μήτρα της μάνας του και τεθεί αντιμέτωπος με τη μεγάλη προσδοκία να ζήσει χωρίς δηλητήρια, εκπομπές ρύπων, αρρώστιες και καταστροφικές κλιματολογικές αλλαγές.

     --- Σωστά αλλά…

     --- Δεν τελείωσα και σε παρακαλώ να μ’ αφήσεις να συνεχίσω τον ειρμό των σκέψεών μου. Οι ζωντανοί σου διάλογοι, λοιπόν μέσα στα κείμενά σου δείχνουν και την αγάπη σου για το περιβάλλον. Και φυσικά και την αγωνία σου για το μέλλον του. Ένα μέλλον αβέβαιο, ξηρό και χωρίς νερό κατά τον ποιητή. Μέλλον ξηρασίας θα λέγαμε στην απλή καθημερινή μας γλώσσα. Διασώζεις έτσι με όσα γράφεις  και πιστεύεις, αξίες και ιδέες που δυστυχώς ο αμφίστομος πολιτισμός μας τείνει ν’ αλλοτριώσει και να μετατρέψει με το μαγικό ραβδί της δικής του Κίρκης από ανθρώπινες σε άλογες και ζωώδεις.

      Το πρόσωπο του Σοφοκλή πήρε μια παράξενη χροιά. Τόσα ωραία λόγια για το έργο του ελάχιστα είχε ακούσει αν και πάντα εφημερίδες και περιοδικά όλο και κάτι καλό έγραφαν για τον << άξιο και παραγωγικό συγγραφέα που καταξιώνεται στο χώρο της λογοτεχνίας μέρα με τη μέρα ως ένας άριστος μυθιστοριογράφος και που απ’ ότι δείχνει η καλή γραφή του αν συνεχίσει έτσι θα δικαιωθεί η προσπάθειά του και θα αναγνωριστεί το έργο του >>.

        Ωστόσο είδε τα λόγια της σαν απόμακρα και χαμένα σε μια λογοτεχνική πραγματικότητα μίζερη με εξεζητημένες σελίδες σε ροζ κι άσεμνα περιεχόμενα που κατέκλυζαν σωρηδόν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Δυσδιάκριτα κείμενα στις πολυσέλιδες εκδόσεις όπου το μάτι του αναγνώστη δύσκολα μπορεί να τα διαβάσει και η ανάγνωση εγκαταλείπεται ή προχωρεί κουρασμένη. Μέσα σ’ αυτή την πνευματική εκδοτική στέγνια  τα λόγια της για το έργο του φάνταζαν σοβαρά και αληθινά και ήταν γεμάτα από τη φλόγα της αλήθειας.

         Η γυναίκα μυημένη όπως ήταν σε συνέδρια και συζητήσεις και με το θάρρος της κοσμοπολίτισσας του είπε με έπαρση, βλέποντάς τον να δείχνει απορημένος με όσα άκουσε για το έργο του:

        --- Θα απορείς βέβαια που γνωρίζω τόσα για το έργο σου! 

        Ο Σοφοκλής γέλασε έκπληκτος και δάγκωσε τα χείλη του θα ‘λεγες με κάποια αμηχανία. Φάνηκε όμως να ευχαριστήθηκε από την εξομολόγησή της και διαποτισμένος από ευθυμία που γνώριζε αρκετά γι’ αυτόν της ψιθύρισε με μια πλούσια μουσικότητα στα λόγια του:

        --- Δεν απορώ γιατί ξέρεις τόσα για το έργο μου όσο γιατί με επέλεξες να σε βοηθήσω!

        --- Ξέρεις πόσο καιρό είμαι εδώ; τον ρώτησε ψιθυριστά και τινάχτηκε ελαφρά από τη θέση της, κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια του.

        --- Πού θέλεις να ξέρω!

        --- Τουλάχιστον ένα χρόνο. Όλο αυτό τον καιρό δεν έκανα τίποτ’ άλλο από το να μαζεύω πληροφορίες που μ’ ενδιέφεραν. Κι εσύ δεν μπορούσες να μείνεις απέξω! Να, λοιπόν γιατί σ΄ επέλεξα να με βοηθήσεις!

        --- Πολύ επίμονο και κουραστικό αυτό, ε;

        --- Ναι, αλλά χωρίς απώλεια του παραγωγικού μου χρόνου. Βγήκα πολύ κερδισμένη και ξέφυγα κι από τη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του εργαστηρίου μου!

       --- Δεν ήταν σε βάρος της έρευνάς σου, φυσικά;   

       --- Καθόλου! Η έρευνά μου ήταν ιδιαίτερα δραστική μπορώ να πω  ενώ και η ενασχόλησή μου με σένα συλλέγοντας πληροφορίες είχε κάτι το συναρπαστικό!

       Ένα ζεστό ρίγος κατέλαβε το πρόσωπο του Σοφοκλή που του φάνηκε πως έκαιγε. Ζήτησε μ’ ένα ελαφρύ κούνημα των ματιών του συγγνώμη κι άλλαξε θέση μετακινώντας το σώμα του λίγο αριστερά. Ύστερα καθισμένος εκεί σχεδόν ασάλευτος πλημμύριζε μέσα στα παράξενα συναισθήματα χαράς κι ελπίδας που έρχονταν και ξανάρχονταν στην ψυχή του αποδιώχνοντας τη μιζέρια που τόσο άστοργα είχε θρονιαστεί μέσα του. Κι εκεί σιωπώντας περίμενε ν’ ακούσει τη γυναίκα να βεβαιώνει για μια άλλη φορά το ενδιαφέρον της για τον ίδιο και το έργο του.

     --- Δε με πιστεύεις; τον ρώτησε και τον κοίταξε φορτισμένη.

     Ο Σοφοκλής έδειχνε ακόμη επηρεασμένος απ’ όλα αυτά που άκουσε. Στην ερώτησή της όμως βρήκε το σθένος να της πει δείχνοντας την αποστροφή του  στην προβολή:

      --- Σε πιστεύω, άλλα άσε! Δεν έχω καμία όρεξη ν’ ακούω επαίνους και διθυράμβους για τον εαυτό μου. Μια άλλη φορά μου λες τι ξέρεις και τι έμαθες για μένα.

     --- Είσαι μετριόφρων το δείχνεις! Αλλά δε θα σου κάνω το χατίρι να σιωπήσω. Θα τα πω όλα όσα ξέρω για σένα!

     --- Κρίμα! της έκανε αυτός και η φωνή του αντήχησε μακρόσυρτη. Νιώθω καλύτερα και σκοτώνω την ώρα μου μ’ αυτά που κάνω χωρίς να διεκδικώ αριστεία! Δεν αξίζει τον κόπο θαρρώ να τους δίνει κανείς ιδιαίτερο βάρος!

     Γέλασε γλυκά εκείνη και του διεμήνυσε μ’ ένα βλέμμα διαπεραστικό σαν να του έλεγε << μη με κάνεις να νιώθω φρίκη >> και σαν να φάνηκε το πρόσωπό της μέσα από μια πυκνή ομίχλη του είπε σε ορμητικό τόνο:

      --- Ξέρω τα πάντα για σένα. Πόσο παλεύεις για το καλό και για την ευτυχία του ανθρώπου, αψηφώντας δυσκολίες και κόστος  κούρασης και χρόνου.  Δεν είσαι άνθρωπος του σκληρού κολάρου αλλά οραματιστής κι εργάτης ταπεινός της αγάπης και της απόλυτης δικαιοσύνης.

       Ήταν εξαιρετικά αυτά που του έλεγε και του άρεσαν, όπως θα άρεσαν στον καθένα δημιουργό. Και στην προκείμενη περίπτωση αυτός ήταν αλήθεια προπομπός για το καλό στην κοινωνία και στον άνθρωπο ανάμεσα σε τόσους άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Το ήξερε και ο ίδιος αυτό, αλλά να το ακούει από άλλα χείλη του φαινόταν σημαντικό κι ωραίο. Έτσι την παρότρυνε να του πει κάτι ακόμη για τον εαυτό του,  λέγοντάς της μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο για να μην φανεί αρκετά εγωιστής:

       --- Σ’ ακούω, συνέχισε, τι άλλο ξέρεις για μένα;

       Ήταν ένα σκληρό στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό της αλλά έπρεπε να το κερδίσει. Ήταν σχεδόν αδύνατο να μην το κάνει γιατί οι εφημερίδες και τα περιοδικά συνεχώς έγραφαν γι’ αυτόν και το έργο του κι αυτή τα ξεφύλλιζε και τα διάβαζε όλα. Έτσι γνώριζε ένα σωρό πράγματα και μάλιστα είχε διαμορφώσει και μια ουσιώδη δική της γνώμη και για τον τρόπο ζωής του πέρα από το πνευματικό του έργο. Με γλυκύτητα στη φωνή της, συνέχισε:

       --- Πρώτα - πρώτα  είσαι ερημίτης. Έφυγες από την πόλη γιατί η άσεμνη ζωή της και η άχρωμη ομορφιά της σε απώθησαν και σε εκτόπισαν εδώ στον παράδεισο της επαρχίας για μια σταθερότητα ζωής. Κι εσύ μέγας οραματιστής καταπιάστηκες με τη γραφή και την προστασία της φύσης. Πολλά τα βιβλία σου και μεγάλη η ψυχική σου αγνότητα στην προστασία της δημιουργίας. Έτσι σαν αφήνεις την πένα σου να αραδιάζει σκέψεις και προτάσεις πάνω στο λευκό χαρτί, μ’ ένα ρυθμό εμβατηρίου σκορπίζεις τη φροντίδα σου σε κάθε ωραίο δημιούργημα μέσα από το Σύλλογο της προστασίας της πανίδας και της χλωρίδας με επίκεντρο βέβαια τη φροντίδα των αποδημητικών πουλιών της περιοχής για μια ευκαιρία να τύχουν καλύτερης συμπεριφοράς από τον άνθρωπο αυτά τα χαριτωμένα θεϊκά πλάσματα. Εν ολίγοις είσαι αξιόλογος γιατί μέσα από τα μυθιστορήματά σου και τα διηγήματα προσπαθείς να διορθώσεις τις ανθρώπινες και κοινωνικές βλάβες. Και σ’ όλα αυτά ο ρεαλισμός σου και το έντονο ιδεολογικό σου πάθος είναι που δίνουν μια ιδιαιτερότητα στο συνεχές λαχάνιασμα της προσπάθειάς σου.

     Ο Σοφοκλής έδειχνε κατενθουσιασμένος απ’ όσα άκουσε. Και ίσως πιο σημαντικός σαν άνθρωπος. Έτσι παρασυρμένος από κάποια συγκίνηση θέλησε να μάθει περισσότερα και γι’ αυτή. Και γελώντας της είπε μ’ ένα άπιαστο στροβίλισμα στα μάτια του:

   --- Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα για σένα! Και είσαι τόσο σημαντική!

   ---Παράξενο μου φαίνεται! του ψέλλισε αστειευόμενη για να προσθέσει: Φαίνεται πώς στο ημερολόγιό σου σημειώνεις μόνο αδιάφορους ανθρώπους κι αδιάφορα γεγονότα! Έτσι εμένα με ξέχασες! Καλά που ήρθες και στο θύμισα! Ας είναι όμως. Περίπου  σου είπα πια είμαι και γιατί εξορίστηκα εδώ στην άνυδρη επαρχία, όχι για να σωθώ από την τύρβη της πόλης όπως έκανες εσύ  αλλά  για να σώσω τη ζωή από τον επερχόμενο θάνατο. Έτσι δεν απομένει παρά να σου πω λίγα για τη δράση μου. Τρέχω όπου το περιβάλλον βιάζεται, και σαν ειδικός βιολόγος βγάζω τα συμπεράσματά μου μέσα από την έρευνα για τον κίνδυνο που απειλεί το περιβάλλον και τον άνθρωπο από τις αλόγιστες πράξεις του. Οι ειδικοί ύστερα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Εγώ με λίγο λόγια κρούω τον κώδωνα του κινδύνου και είναι σαν να τους λέω πως δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο αν θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη.  

      Εδώ σταμάτησε και τον κοίταξε με βλέμμα ανήσυχο. Ύστερα πρόσθεσε:

       --- Περισσότερα για μένα θα μάθεις στην κοινή πορεία μας και το λέω τούτο γιατί είμαι σίγουρη πως θα συνεργαστούμε.

      Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Δεν μπορούσε να της αρνηθεί βλέποντας τη σπουδαιότητα του αγώνα της. Ωστόσο και μια ηθική δύναμη μέσα του κάτι σαν ώθηση τον έσπρωχνε στην αγκαλιά της. Για τη στιγμή τού αρκούσε αυτό το υπέροχο συναίσθημα που ένιωθε μαζί της κι άφηνε για το μέλλον το ακριβές περιεχόμενό του.

      --- Αντικείμενό σου τα φυτοφάρμακα στις καλλιέργειες και οι επιπτώσεις τους στην υγεία των ανθρώπων; τη ρώτησε με μα βεβαιότητα κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο κενό. Κι ενώ αυτή έδειχνε να σκέφτεται κάτι δικό της, πρόσθεσε με μια ελαφρά δόση χιούμορ: Εγώ έχω άλλο αντικείμενο αν θες να μάθεις! Η επιστήμη μου είναι η φιλολογία και η γλώσσα, αρχαία και νεοτέρα γιατί είμαι καθηγητής. Εργάστηκα σε σχολεία της πρωτεύουσας αρκετά χρόνια αλλά όπως είπαμε εγκαταλείποντας τη ζωή της πόλης, έφυγα κι από  την αίθουσα. Τώρα κάνω ιδιαίτερα μαθήματα σε υποψήφιους για τις πανελλήνιες εξετάσεις και δίνω μαθήματα γλώσσας σε διαλέξεις και φιλολογικούς συλλόγους. Από τη δραστηριότητά μου αυτή αν και ίσως σου φανεί παράξενο πήρα αρκετά στοιχεία για την αγάπη μου στο περιβάλλον και τη διάσωσή του αφού η τριβή μου με τους νέους που είχαν οράματα με ανάγκαζε να καταφεύγω πολλές φορές στα θαύματα της δημιουργίας και τη φροντίδα τους. Έτσι μπορώ να πω πως είμαι προετοιμασμένος για μια συνεργασία μαζί σου!

     Εκείνη έδειξε ενθουσιασμένη. Το βλέμμα της περισσότερο φωτεινό τώρα τον αγκάλιασε με θέρμη πιο έντονη.

     Ο Σοφοκλής το αντιλήφθηκε και της είπε χαρούμενος:

     --- Ας πιούμε ακόμη ένα ποτηράκι ίσως βοηθήσει να γνωριστούμε καλύτερα και να πούμε κι άλλα ενδιαφέροντα. Και χωρίς καθυστέρηση γέμισε τα ποτήρια.   

     --- Ναι, έχω ανοίξει πόλεμο με τα φυτοφάρμακα του αποκρίθηκε. Ωστόσο έχω και επαφή με την καθημερινότητα. Δε χάνομαι ολότελα στην έρευνα και στο εργαστήριο!

    --- Χμ! της έκανε ο άντρας και χαμογέλασε. Σημαντικό αυτό!

    --- Σημαντικό αλλά όχι όμως σαν τη δική σου καθημερινότητα. Εσύ με ξεπερνάς, παραείσαι ελεύθερος!

   --- Γιατί το λες αυτό;

    --- Γιατί γράφεις! Πολύ καλύτερο από τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τις χημικές ουσίες.

    --- Έχεις δίκιο! Γράφω και δημιουργώ καινούριους κόσμους. Ωστόσο κι εσύ δημιουργείς με την έρευνά σου και μάλιστα πιο υγιείς!

    --- Ναι, αλλά δεν κάνω λογοτεχνία. Απλά υπηρετώ την επιστήμη.

    --- Μπορεί και να κάνεις! Ίσως να μην είναι ξεκάθαρο!

    --- Αυτό που κάνεις όμως εσύ είναι ξεκάθαρο.

    --- Είναι!

    --- Ε, τότε πες μου πώς περνάς τη μέρα με την ερωμένη σου τη λογοτεχνία! Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να σ’ ακούσω!

    --- Έρχεται όταν την χρειάζομαι. Κι όπως πάντα μου τονίζει να μην ξεχάσω το δοκιμαζόμενο άνθρωπο. Τον άνθρωπο τον πονεμένο, το φτωχό και τον αδικημένο. Γι’ αυτόν μου φωνάζει να γράψω κι αυτόν να δοξάζω στις σελίδες των βιβλίων μου.

    --- Κι εσύ τι κάνεις; Ακούς αυτά που σε συμβουλεύει;

    --- Φυσικά τ’ ακούω! Όπως τώρα που γράφω για τους πεινασμένους μετανάστες του βρώμικου ποταμού. Ζούνε εκεί αρκετοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, φορώντας φτηνά ρούχα χειμώνα καλοκαίρι και τρώνε μέσα σε τενεκεδένια κατσαρόλια μεταλλαγμένες φτερούγες πουλιών και βρώμικα συκώτια ζώων που τους τα χορηγούν οι φιλανθρωπικές οργανώσεις. Στην έλλειψη της τροφής ψάχνουν στις χωματερές και στους κάδους απορριμμάτων και συλλέγουν ότι βρώμικο μπορεί να μπει στο στόμα και να αλεστεί με τα δόντια. Όλος ο δρόμος είναι κατάσπαρτος από παραγκόσπιτα φτιαγμένα από σανίδες και λαμαρίνες με το νερό να στάζει από τις στέγες σαν βρέχει ασταμάτητα και να τα πλημμυρίζει. Παντού βρώμα, σκουπίδια, λάστιχα αυτοκινήτων, καταγώγια σαν τρύπες, μικρομάγαζα και οίκοι ανοχής μου μυρίζουν αμαρτία και βρώμικο ιδρώτα.

     Στον καταυλισμό προστίθενται κάθε μέρα κι άλλοι άγνωστοι κάθε καρυδιάς καρύδι, ρουφιάνοι, μπάσταρδοι, κλέφτες και τυχοδιώκτες που άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να αλώσουν τους τίμιους και να βάλουν στο χέρι τους τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Το ποτάμι όταν βρέχει πλημμυρίζει και τους πνίγει ενώ σαν στερεύει στην ξηρασία τους σκοτώνει και πάλι με τη δυσοσμία του που ξερνάει από τη γεμάτη με ψοφίμια κοίτη του. Και τότε τα παιδιά μαζεύονται στις όχθες του κι αν δεν ψάχνουν για τίποτα φαγώσιμο, παίζουν με τα μεγάλα και πλατιά σκουλήκια που ζούνε στις γούρνες του και συστρέφονται μισοζώντανα ώρες πολλές ωσότου γλιστρήσουν στην ψυχρή αγκαλιά του θανάτου.

     Για όλα αυτά και για άλλα πολλά που θα δεις λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι σου, πώς είναι δυνατόν να μην ακούσω τη φωνή της λογοτεχνίας και να μην αναδείξω όλα αυτά τα δυσάρεστα σαν ολοζώντανο ποίημα που θα συνεγείρει τις ψυχές  των ανθρώπων για να τα διορθώσουν;  Είναι δυνατόν να σιωπήσω;

      Στη συνέχεια αφού κοίταξε με μια ιδιαίτερη προσοχή τη διακόσμηση του σπιτιού και στάθηκε σε κάτι κρεμασμένες γιρλάντες στο διάδρομο συνέχισε με το ποτήρι στο χέρι:

     --- Να ξέρεις πως είναι πολύ συγκινητικό αλλά κι αφάνταστα ευγενικό το ερέθισμα που σου δίνει την εντολή να γράψεις. Αυτό το ερέθισμα μοιάζει και είναι ανεκτίμητο δώρο όπως είναι στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων ένα λουλούδι ή ένα βιβλίο. Σου λέει πως το πνεύμα δεν είναι στα αζήτητα και πως μπορείς να ξυπνήσεις μαζί του παλιούς κλόουν που κοιμούνται και ονειρεύονται μια όμορφη κοινωνία και να τους δείξεις την ομορφιά και τη χαρά που εσύ με το γραφτό σου υπόσχεσαι πως υπάρχει.

      Στο πίσω δωμάτιο του εργαστηρίου ακούστηκαν φωνές, κάτι ανάμεσα σε συζήτηση και σε προτροπές. Κι αμέσως στο διάδρομο εμφανίστηκε η βοηθός της Αντιγόνης, μια ψηλή, αδύνατη και όμορφη κοπέλα να έρχεται προς το μέρος τους μ’ ένα ογκώδη φάκελο που μόλις είχε αφήσει ο ταχυδρόμος και απλώνοντας το χέρι τής τον έδωσε. Ύστερα έφυγε μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο χαιρετώντας ανεπαίσθητα μ’ ένα ψιθυριστό << αντίο >> το Σοφοκλή που την κοιτούσε με θαυμασμό.

       Η Αντιγόνη με μια γρήγορη και ζωηρή κίνηση τον πήρε και  τον ακούμπησε μπροστά στο τραπεζάκι, ρίχνοντας πια γρήγορη ματιά στον αποστολέα. Ύστερα σαν έσφιξε τα χείλη της και πέρασε ελαφρά τη γλώσσα της γλείφοντάς τα είπε μ’ ένα χαμόγελο και με μια φωνή που δόνησε σαν μουσική χώρου:

      --- Τον περίμενα πως και πως αυτό το φάκελο! Κι αφού τον κοίταξε για λίγο με λυπημένα μάτια, συμπλήρωσε:

      --- Κι έχει και πολλή δουλειά!  Να δω τι θα προφτάσω να κάνω!

      --- Αυτό σημαίνει πως πρέπει ν’ αδειάσω τη γωνιά, ψιθύρισε με κάποιο παράπονο ο Σοφοκλής και κοίταξε τη βοηθό που βρισκόταν στο διάδρομο μ’ ένα γρήγορο γύρισμα του κεφαλιού του σαν εκείνη μ’ ένα λικνιστό και προκλητικό βήμα ταχτοποιούσε κάποια βιβλία σ’  ένα μικρό ράφι.

     --- Όχι, δε θα φύγεις ακόμη, του έκανε επιτακτικά αυτή και τον συγκράτησε απ’ το χέρι σαν τον είδε να ετοιμάζεται να σηκωθεί απ’ τη θέση του. Δε θα φύγεις πριν σου πω ξεκάθαρα τι σε θέλω και πριν μου δώσεις τη συγκατάθεσή σου για τη βοήθειά σου και τη συνεργασία σου. Έτσι τότε μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη και να νιώθω ευχάριστα σαν θα είμαι σίγουρη πως από εδώ και πέρα θα πίνουμε το κρασί μας κουβεντιάζοντας σε μια γωνίτσα σαν ερωτευμένα περιστέρια το πλαίσιο του παιχνιδιού μας που θα παίξουμε μαζί!

    --- Τότε, αν είναι έτσι, μένω! της είπε με ευχαρίστηση εκείνος και η ματιά του τη χάιδεψε ολόκληρη.

       --- Αφού λοιπόν μένεις, άκουσε! του είπε κι ένα φωτεινό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Μου αρέσεις σαν άνθρωπος γιατί ξέρεις να μεθάς αλλά δεν παρεκτρέπεσαι. Είσαι μπελαλής κι αυτό γύρευα σε κάποιον να βρω και το βρήκα σε σένα. Μαζί σου λοιπόν θα σκαρώσουμε τη δουλειά για να σώσουμε το περιβάλλον και μαζί σου θα πάω κολυμπώντας αν χρειαστεί να διασχίσω το Ιόνιο. Θέλω να μην κάνω λάθος για την επιλογή μου αυτή.

       Της απάντησε γρήγορα και με σοβαρό ύφος:

       --- Και βέβαια δεν κάνεις λάθος και θα σε βοηθήσω! Τι στο διάβολο ταριχευμένος είμαι!

       Παντού απλώθηκε λεπτή σιγή. Κάθονταν και οι δυο ο ένας πλάι στον άλλον αμίλητοι αλλά ευτυχισμένοι. Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός απ’ το θρόισμα ενός φύλλου χαρτιού πάνω στο  τραπεζάκι που το χάιδευε το απαλό αεράκι που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ο μοναδικός άλλος θόρυβος ήταν των πουλιών που σαν είδαν να σουρουπώνει μαζεύονταν στα δέντρα κι ετοιμάζονταν να κουρνιάσουν στις φωλιές τους.

      --- Και τώρα  που πήρα απ’ τα χείλη σου αυτό που ήθελα, του είπε με ικανοποίηση η γυναίκα μπορείς να φύγεις!  Ίσως ο υπόλοιπος χρόνος σου

 να είναι πιο απαραίτητος σε κάποια άλλη δραστηριότητα. Ωστόσο εγώ σε θέλω κοντά μου κι άλλο!

      << Τι παράξενη και γλυκιά μαζί που είναι>> σκέφτηκε ο Σοφοκλής κι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του, τη θαύμασε με μια σύντομη και χαρούμενη ματιά. Και με δυο ύστερα ελαφρά χτυπήματα του δεξιού του χεριού στο τραπέζι, της είπε με μια προσπάθεια να ξεφύγει το σαγηνευτικό της βλέμμα:

        --- Πρέπει να πάω στον καπετάν  Κωνσταντή να πάρω νέα του, οπωσδήποτε τώρα. Αν αργήσω δε θα τον βρω στο σπίτι του.

        Και ξεφυλλίζοντας ένα μικρό σημειωματάριο που έβγαλε αμήχανα από την τσέπη του μπουφάν του, συμπλήρωσε με το αριστερό του χέρι υψωμένο σαν σε χαιρετισμό:

         --- Θα δω! Θα δω! Καλή μου φίλη, πότε θα σε επισκεφτώ και πάλι! Αν το επιθυμείς όμως έρχομαι κι αύριο!

         --- Πολύ καλά! Αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να μείνεις άλλο τώρα, τότε σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα, του ψιθύρισε και στράφηκε αδιόρατα προς το παράθυρο που βρισκόταν προς τη θάλασσα.

         Ο Σοφοκλής σηκώθηκε με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση που μπορούσε να είχε ποτέ του.       << Δεν ξέρει κανείς τι σημαίνει να γνωρίζεις έναν ξεχωριστό   άνθρωπο >>  συλλογίστηκε    και μ’ ένα   τρυφερό   << αντίο>> προχώρησε προς την  έξοδο. Κι εκεί σαν την πέρασε και βρέθηκε στην αυλή περπάτησε μ’  ένα γρήγορο βάδισμα για το χαμόσπιτο του καπεταν  Κωνσταντή του ψαρά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                         Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο   3

 

 

 

 

 

 

 

 

         Αντίκρυ από το εγκαταλειμμένο  οινοποιείο βρισκόταν το χαμόσπιτο του ψαρά Κωνσταντή.  Ήταν ένα σπίτι χαμηλό, δυο δωμάτια όλο κι όλο, κουζίνα και υπνοδωμάτιο μαζί και χωριστό λουτροκαμπινέ. Η πρόσοψή του ήταν προς το κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Σοφοκλή ενώ μια μικρή παραγκούλα κοντά στο μέρος της θάλασσας τη χρησιμοποιούσε για αποθήκη και της είχε  φορτωμένα  τα ράφια  με εργαλεία και σύνεργα της κηπουρικής και της ψαρικής. Στην πίσω αυλή σ’ ένα υπόστεγο θεμελιωμένο πάνω σε χοντρά ξύλινα μαδέρια είχε φτιάξει ένα καταφύγιο του καϊκιού του για να το  προστατεύει από την αρμύρα και το κύμα και να το επισκευάζει όταν το σκαρί του πάθαινε ζημιές.

       Ήταν πενηντάρης με καλή κορμοστασιά και ρουφηγμένο από τη σκληρή ζωή της θάλασσας το πρόσωπο, όλος υγεία  με τη σφραγίδα του αρμυρού νερού πάνω του και την οξύτητα στο βλέμμα του. Ταξίδια ποντοπόρα δεν έκανε αλλά μόνο στο δυο πελάγη το Ιόνιο και το Αιγαίο κι έφτανε όταν η περίσταση το καλούσε κοντά στις ακτές της Αφρικής. Το μικρό του ψαροκάικο δεν άντεχε για μεγάλες αποστάσεις κι άγριες φουρτούνες.  << Η Αγριλιώτισσα >> έλεγε << ας είναι όλη κι όλη μια στάλα που μόλις τη φωτίζει το λιγοστό φως που μπαίνει από το φινιστρίνι, είναι για μένα το καταφύγιό μου στη μοναξιά και στη σκληρή ζωή. Χωρίς αυτό το καϊκάκι τίποτα δεν θα ήμουνα>>.

       Σαν έκανε μπάρκο για τ’ ανοιχτά του Ιονίου ξεχνούσε να γυρίσει. Όταν όμως ερχόταν φορτωμένος με καλές ψαριές έλεγε όταν έφτανε στην αποβάθρα γελώντας από ευτυχία σ’ αυτούς που τον περίμεναν ν’ αγοράσουν τα ψάρια του: << Μην ανησυχείτε για μένα μια εκδρομούλα έκανα και σας έρχομαι! Έχει παραδάκι η θάλασσα μαζί και χαρές! Η ξηρά τι έχει;>> και ριχνόταν αμέσως στη δουλειά, ξεψαρίζοντας και πουλώντας τα ψάρια του.

       Η αγάπη του για τη θάλασσα του τσιγκούνεψε την αγάπη του για τη γυναίκα. Έτσι δεν παντρεύτηκε ποτέ κι έμενε μόνος στο μικρό χαμόγι στα δεξιά του λιμανιού και κοντά στο ερειπωμένο οινοποιείο που περιγράψαμε.

      Με το Σοφοκλή γνωριστήκανε τυχαία ένα βράδυ στο μικρό ταβερνάκι της αποβάθρας. Ο καπετάνιος πήγαινε συχνά εκεί για φαγητό, κουβέντα και κρασί. Πιο πολύ όμως πήγαινε γιατί του άρεσε η κοπέλα που τον σερβίριζε και της έκανε γλυκά μάτια και κόρτε πολύ.

      Έτσι σαν τον έβλεπε να μπαίνει μέσα  και να πιάνει τραπέζι, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και με το στόμα της ανοιχτό σαν τριαντάφυλλο τον πλησίαζε. Γύρω τους βούιζαν οι κουβέντες και η μουσική. Με το βλέμμα του και μόνο εκείνη καταλάβαινε τι ήθελε κι αμέσως με μια δρασκελιά πήγαινε στον πάγκο και του ‘φερνε το καρτούτσο γεμάτο κρασί με δυο ποτήρια. Το δεύτερο ποτήρι ήταν πάντα εκεί για κάποιο φίλο. Κι αμέσως  γέμιζε το ποτήρι του,  την ευχαριστούσε, έπιανε την κουβέντα μαζί της κι όταν τον άφηνε άρχιζε με πάθος  την ιεροτελεστία της κρασοκατάνυξης.    

      Μέσα εδώ ένα βράδυ περασμένα μεσάνυχτα τον βρήκε ο Σοφοκλής να πίνει σε απόλυτη σιωπή και μοναξιά. Ανεξέλεγκτα ξέφυγε από τη σοβαρότητά του και τον πλησίασε. Η εντυπωσιακή βλέπεις φυσιογνωμία του, του δημιούργησε κάποια έλξη. Έτσι αφού του συστήθηκε και κάθισε, έγινε αμέσως ο άξονας της συντροφιάς του από εκείνο το βράδυ. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ η ίδια πηγή χαράς που είχαν και οι δυο. Ο καπετάνιος ήταν μέλος του Συλλόγου Προστασίας Αλιείας και ο Σοφοκλής μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας.  Στην κουβέντα που είχαν και στα πολλά που εξομολογήθηκαν υπό την επήρεια του κρασιού ήταν και οι ιδιότητές τους αυτές. Το πόσο αγαπήθηκαν ύστερα απ’ αυτή την εξομολόγηση δε λέγεται και με ιδιαίτερο χιούμορ σαν χώρισαν αποφάσισαν να συνεργαστούν για την προστασία των ψαριών και των πουλιών.

        << Πολύ καλή είναι η ώρα που τον επισκέπτομαι >> συλλογίστηκε ο Σοφοκλής αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στην αυλή του καπετάνιου. << Θα έχει γυρίσει απ΄ τη θάλασσα και θα γνωρίζει σίγουρα κάτι από εκείνα που του έχουν αναθέσει οι σύλλογοί μας να μάθει σχετικά με τη μόλυνση των ψαριών στην << Μπούκα >> και το θάνατο αρκετών αποδημητικών πουλιών στη << Γιάλοβα >>. Ειλικρινής και πιστός όπως είναι θα έχει σοβαρή γνώμη να εκφέρει πάνω σ’ αυτά τα θέματα >> και χωρίς καθυστέρηση άπλωσε το χέρι του και χτύπησε την πόρτα.

        Του άνοιξε ο καπετάνιος. Κι αφού άφησε απ’ τα χέρια του πάνω στο μακρινό ξύλινο τραπέζι ένα σκουριασμένο αμπαζούρ, κάτι σαν λάμπα, που το μερεμετούσε, τον τράβηξε μέσα και του είπε με την ακατέργαστη σαν ροχαλητό φωνή του:

         --- Πού ήσουν τόσο καιρό; Εγώ νόμιζα πως χάθηκες.

          Και με νόημα στα μάτια του έδειξε το στρώμα στο κρεβάτι να καθίσει. 

          Πριν καθίσει ο Σοφοκλής κούνησε το κεφάλι του και με ύφος σοβαρό του απάντησε ενώ λύγιζε το κορμί του στο στρώμα:

          --- Άφησε τα μαλώματα και κάθισε κι εσύ να κουβεντιάσουμε. Έχω νέα ευχάριστα να σου πω.

          Ο καπετάνιος χάρηκε και ξαφνιάστηκε λέγοντάς του χαριτολογώντας:

           --- Ναι, αλλά να φέρω κάτι να πιούμε! και πλησίασε κάμποσα μπουκάλια μπίρες που είχε άταχτα σκορπίσει στο δεξιό μέρος του νεροχύτη.

            Όσο να επιστρέψει, ο Σοφοκλής βρήκε καταφύγιο στη σιωπή του αλλά και στη θέα του χαμόσπιτου. Το είχε δει πολλές φορές αλλά τούτη τη φορά του φάνηκε ανακαινισμένο και εξωραϊσμένο επί το καλύτερο. Οι τοίχοι είχαν ασπριστεί και είχαν διακοσμηθεί με φτηνούς πίνακες από ρεκλάμες και ζωγραφιές που παρίσταναν κυρίως γυναίκες ωραίες και νέες να διαφημίζουν τσιγάρα και ποτά. Χαλί στο δάπεδο, δυο καρέκλες αντί του πάγκου πήραν τη θέση του με τη μια να έχει τρύπιο κάθισμα και την άλλη τσακισμένη την πλάτη της. Στα δυο μικρά παράθυρα είχαν επισκευαστεί τα παραθυρόφυλλα με καινούργια άβαφα σανίδια μεν αλλά ήταν ότι καλύτερο για να σταματά το κρύο να μπαίνει. Το κρεβάτι ήταν το ίδιο, ένας συρμάτινος σουμιές ενώ και στο γνώριμο μέρος βρισκόταν και το βάζο με τα φρέσκα τριαντάφυλλα να ομορφαίνουν την κρύα και μουντή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Όσο για το ρολόι πάνω στη μεγάλη τραπεζαρία έδειχνε ακούραστα την ώρα ενώ ο ρυθμικός χτύπος του σου τρυπούσε τ’ αυτιά με εκείνο τον ξεχαρβαλωμένο ήχο που έβγαζε. Μόνο η σκουριά απ’ την αρμύρα της θάλασσας το είχε μαυρίσει και το είχε κάνει αγνώριστο. Τέλος μια πελώρια σόμπα από μαντέμι στεκόταν κοντά στην είσοδο της κουζίνας κι έτσι πλουμισμένη που ήταν με λουλούδια έμοιαζε σαν γλάστρα. Την είχε τόσο μεγάλη έλεγε << γιατί οι κλέφτες θα το σκέφτονταν πολύ να την κλέψουν και να την κουβαλήσουν >>.

         Ο καπετάνιος δυσκολεύτηκε μέσα στην αταξία που υπήρχε να βρει γεμάτο μπουκάλι κι έψαχνε συνεχώς κάνοντας μεγάλη φασαρία. Κάποια στιγμή όμως ανακάλυψε ένα κι επέστρεψε βαστώντας το στο χέρι ενώ δεν ξέχασε να πάρει και δυο ποτήρια από το νεροχύτη που τα έβαλε με ευχάριστη διάθεση σ’ ένα μικρό ξύλινο σκαμπό που έμοιαζε περισσότερο με κούτσουρο και το έσπρωξε με μια ξεχωριστή φινέτσα προς το Σοφοκλή. Κι εκεί σαν έριξε στα ποτήρια την μπύρα παρατήρησε με μια χιουμοριστική αβρότητα:

         --- Όποιος έχει τη διάθεση να μεθύσει μεθάει και με μπίρα! Κρασί δεν έχω!

         --- Σίγουρα όπως το λες, είναι! του έκανε με κάποια τεμπελιά κι αοριστία ο Σοφοκλής κι έφερε στα χείλη το ποτήρι.

         Κι αφού ξερόβηξε λίγο κι ευχήθηκε στην <<υγειά σου>> τράβηξε μια μικρή ρουφηξιά.

         --- Στην υγειά σου!  αποκρίθηκε και ο ψαράς και  φέρνοντας κι αυτός το ποτήρι στα χείλη το άδειασε  μονορούφι. Ύστερα αφήνοντας το άδειο ποτήρι στο σκαμπό, παρατήρησε δείχνοντας συλλογισμένος:

         --- Θέλεις να σου πω τώρα αυτό που πολύ επιθυμείς ν’ ακούσεις ή να το αφήσουμε για το δεύτερο ποτηράκι;

         --- Όχι, τον έκοψε απότομα ο Σοφοκλής. Δεν ήρθα εδώ για να πιούμε αλλά για να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας στο καθήκον μας και τον κοινό μας αγώνα. Καλό θα είναι ν’ αρχίσεις για να μην ξεχνάμε και το σκοπό μας αλλά και για να μη ξημερωθούμε ξοδεύοντας άσκοπα το χρόνο μας.

           << Ναι>> του έκανε με το κεφάλι ο καπετάνιος κι άρχισε:

          --- Στην << Μπούκα>> χιλιάδες ψάρια ξεβράστηκαν και σαπίζουν στην άμμο και στις γύρω κοφτερές αμμουδιές. Η βρώμα είναι ανυπόφορη και κανείς δεν πλησιάζει τα ψόφια ψάρια εκτός από τις μύγες και τα σκουλήκια. Γίνεται το έλα να δεις κι αυτό που βλέπουν τα μάτια σου δεν περιγράφεται με λόγια όσο καλός αφηγητής κι αν είσαι. Και τι δε βλέπεις: ψάρια κάθε λογής, μικρά, μεγάλα, πράσινα, σκούρα, χρυσαφί, καφετιά, μισοζώντανα ή ακρωτηριασμένα, ξεκοιλιασμένα ή ξεκοκαλισμένα. Όλα πνιγμένα στις μύγες, όλα να τρώγονται από τις αρμαθιές τα σκουλήκια. Λίγο πιο πέρα σε μια  τετράγωνη δεξαμενή από τσιμέντο διαδηλώνουν οι οργισμένοι κάτοικοι της περιοχής και με το δίκιο τους  και ζητούν να καθαριστεί το μέρος με τη φροντίδα των Αρχών που φαίνεται πως κάνουν το κορόιδο και απουσιάζουν. Οι διαμαρτυρίες τους είναι έντονες και οι κραυγές τους σχίζουν σαν βέλη τον ουρανό, ενώ πολλά πανό με υβριστικά συνθήματα κατά παντός υπευθύνου που μόλυνε τον κόλπο είναι αναρτημένα σε πασσάλους και σε κλαδιά των δέντρων.

            Κάποιοι  δε που το λέει η καρδιά τους δε διστάζουν ακόμη να δηλώνουν πως είναι έτοιμοι να πολιορκήσουν το εργοστάσιο που με τα απόβλητά του μόλυνε το νερό του ποταμού και τη θάλασσα, ενώ υπονοούν πως θα χρησιμοποιήσουν ακόμη και βία αν χρειαστεί για να προστατέψουν το περιβάλλον τους. Όλη αυτή η αναταραχή και η διαμαρτυρία κράτησαν σχεδόν δυο ώρες όσο μπόρεσα να συμπεράνω γιατί βρισκόμουν εκεί και πιθανόν να συνεχιστούν κι αύριο με μεγαλύτερη συμμετοχή των διαδηλωτών.

            Ο Σοφοκλής κοίταξε το μισογεμάτο ποτήρι του. Ύστερα με μια πρόχειρη ματιά τον καπετάνιο. Κι αφού φάνηκε να νόησε αυτά που άκουσε τον ρώτησε με μια ενδόμυχη ευχαρίστηση που του διηγήθηκε με τόση γλαφυρότητα την αλήθεια:

            --- Κι από τι ψόφησαν τα ψάρια; Βγήκε κανένα πόρισμα από τους ειδικούς; Τι λένε όλοι αυτοί που καμώνονται πως μας υποστηρίζουν;

        --- Ακόμη τίποτα! Τα μαγειρεύουν τα πορίσματα!

        --- Ε. τότε θα το βγάλει η λαϊκή κρίση το πόρισμα! Να είσαι σίγουρος! Γιατί οι υπεύθυνοι σίγουρα θα το κρύβουν!

        --- Άκουσα πως τα ψάρια ψόφησαν από τα λύματα που χύνονται στη θάλασσα μέσω του ποταμού  από το εργοστάσιο που είναι εκεί κοντά αλλά κι από τους αγωγούς αποχέτευσης της πόλης που ξερνάνε τις βρωμιές λίγα μέτρα πιο πέρα μέσα στο νερό. Οι αγωγοί φαίνονται με την πρώτη ματιά. Κι ένα παιδί τους βλέπει σαν κολυμπήσει και πάει λίγα μέτρα πιο μέσα. Τσιμεντένιες σωλήνες είναι που συνεχώς βγάζουν και δε σταματούν ποτέ. Τι νομίζουν πως ο κόσμος τρώει κουτόχορτο! Σαν τελείωσε ανάσαινε βαθιά.

        --- Τι θα θες, κανένα νομοσχέδιο δε σώζει το περιβάλλον, του ψιθύρισε ο Σοφοκλής και τον κοίταξε επίμονα. Και μετά από μια μερική παύση, πρόσθεσε: Δε θα χαριστούμε σε κανέναν! Θα κάνουμε την αναφορά μας σαν μέλη των συλλόγων μας και θα γράψουμε και στην εφημερίδα για την καταστροφή. Είναι καθήκον μας να το κάνουμε! Καθήκον ιερό!

        --- Κάποτε όμως πρέπει να μπουν και μερικοί στη φυλακή.

        --- Δεν μπαίνουν, ξέχασ’ το αυτό!

        --- Θα έπρεπε όμως…

        --- Ναι, θα έπρεπε! Τώρα όμως πες μου για τη Γιάλοβα.

        --- Με τη συνείδησή μου ήσυχη κι εδώ, θα σου πω. Θα πρέπει όμως να βρεθεί κάποιος πρώτα και να καταγγείλει υπεύθυνα στις Αρχές για όσα σημεία και τέρατα έγιναν και γίνονται στα πουλιά του υγρότοπου της Γιάλοβας. Εγώ δεν είμαι  ο ειδικός και ούτε έχω τη δύναμη να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Όμως ξέρω πολλά και είδα πολλά τούτες μέρες. Είδα κοπάδια πουλιά να πετάνε στον χρυσαφένιο ουρανό και μετά από λίγο να πέφτουν κάτω νεκρά, στο νερό, στην άμμο και στα βράχια. Κι εκεί ψόφια να τα σκεπάζουν τα νεροσκούληκα, οι μύγες και οι σκνίπες και να τους τρώνε τις σάρκες ασταμάτητα, μέρα νύχτα και να χαλάνε τον αέρα με το εκκωφαντικό βούισμά τους και τα ενοχλητικά πετάγματά τους. Άφησε που έρχονται και διάφορα άγρια ζούδια από το βουνό και τα κατασπαράζουν. Οι δε γύπες και τα κοράκια έχουν στήσει γερό φαγοπότι που όμοιό τους δεν το βρίσκουν στις μακρινές κορυφές των βουνών που ζούνε. Και το χειρότερο είναι πως ενώ έχουν μαζευτεί στο μέρος της καταστροφής οι πάντες, λείπει ο άνθρωπος, αυτός ο μέγας σοφός κι ευεργέτης! Το θεωρούν φαίνεται αναδουλειά, ανώνυμοι κι επώνυμοι να πάνε και να δούνε τη συμφορά. Τι τους νοιάζει;

         --- Τα πουλιά από τι ψοφάνε;

         --- Κάποιοι λένε από τη γρίπη των πτηνών. Άλλοι όμως κι από τα φυτοφάρμακα. Οι εξετάσεις τόσα χρόνια αυτό δείχνουν. Η γρίπη ήρθε φέτος. Τόσα χρόνια από τι ψοφούσαν; Όμως η κατάσταση φαίνεται πως είναι ανεξέλεγκτη  και το μεγάλο πλήθος των πουλιών πεθαίνει χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. 

     --- Ωστόσο επαναλαμβάνω εμείς θα κάνουμε την αναφορά μας κι αυτοί ας ενεργήσουν ανάλογα.

    --- Ναι. Στο καφενείο ήταν μαζεμένοι αρκετοί πολίτες και συζητούσαν όπως κάθε μέρα. Τους πλησίασα και τους ρώτησα τη γνώμη τους για τι ψοφάνε τα πουλιά. Και ξέρεις τι μου είπαν όλοι τους με μια φωνή; << Πώς η ιστορία με τα πουλιά πάει τέλειωσε και πως κανένας δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάτι για να τα σώσει. Όσο για την πολιτεία αυτή είναι που δεν ανησυχεί καθόλου! Κι αν κάνει ή λέει κάτι το κάνει για το θεαθήναι >>.

      Ο Σοφοκλής έδειχνε ευχαριστημένος από τις πληροφορίες που μάθαινε από τον ψαρά. Αυτά που του είχε πει ήταν πολύ κατατοπιστικά και άκρως ενδιαφέροντα.  Εξάλλου είχε καιρό μπροστά του να μάθει περισσότερα και να παραδώσει στους αρμοδίους μια πληρέστατη έκθεση. Έτσι σιώπησε και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις ούτε κανένα σχόλιο σ’ αυτά τα τελευταία που του είπε, παρά τον κοίταξε που ετοίμαζε το κρεβάτι βάζοντας το μαξιλάρι του με μια χαριτωμένη κίνηση στη θέση του. Εκείνος σαν τελείωσε ρούφηξε λίγη μπύρα  από το ποτήρι του και πρόσθεσε:

       --- Πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Δεν πάει άλλο.

       Τότε ο Σοφοκλής σκέφτηκε να του μιλήσει για την Αντιγόνη. Και πριν το αποφασίσει ήπιε ακόμη λίγη μπύρα. Έτσι παίρνοντας μια αυτοκρατορική έπαρση κι αφού κουλουριάστηκε με κάποια νωθρότητα στη θέση του, άρχισε:

       --- Στο καινούργιο σπίτι δίπλα στο ξωκλήσι του Αι- Γιώργη ήρθε και μένει μια γυναίκα. Τη γνώρισα και μου συστήθηκε σαν γιατρός βιολόγος με αποκλειστικότητα στην έρευνα της επίπτωσης των φυτοφαρμάκων στην υγεία της πανίδας και της χλωρίδας της περιοχής. Είναι σταλμένη λέει από το υπουργείο ανάπτυξης και τροφίμων για να ερευνήσει τις επιπτώσεις τους στη δική μας περιοχή. Θα δείξει μου είπε μεγάλο ενδιαφέρον και για τα αίτια της καταστροφής των ψαριών στη θάλασσά μας αλλά και για το θάνατο των πουλιών στη Γιάλοβα. Γενικά θα ενδιαφερθεί να μάθει για όλες τις αρρώστιες που είναι ύποπτες για την υγεία μας εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρμάκων. Ξέρει πως ο καρκίνος μας θερίζει και έχει όλες τις στατιστικές των θανάτων των κατοίκων της περιοχής μας που πέθαναν από καρκίνο εδώ και είκοσι χρόνια. Με λύπη μου είπε πως κάθε χρόνο ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό. Είναι σπουδαίος άνθρωπος, μεγάλη ερευνήτρια και ντόμπρα, όπως μου αρέσουν εμένα οι γυναίκες. Πριν έρθω εδώ πέρασα μαζί της στο σπίτι της δυο υπέροχες ώρες συζητώντας μέσα σε εξαίρετο κλίμα σκέψης κι έκφρασης.  Μου έδωσε την υπόσχεση πως θα μας βοηθήσει στις περιβαλλοντικές μας αναζητήσεις ενώ δεν παρέλειψε να μου ζητήσει και τη δική μας βοήθεια.

       Ο καπετάνιος γέλασε. Ύστερα αφού ταλαντεύτηκε στο αχνό φως του φεγγαριού που έμπαινε από τη χαραμάδα του παράθυρου και εισέπνευσε λίγο νοτισμένο αέρα που έμπαινε από μια μικρή τρύπα της πόρτας, τον ρώτησε με ανυπομονησία:

       --- Είναι αυτή για την οποία μιλούν όλοι;

       --- Μιλούν, είπες;

       --- Ναι, με τα καλύτερα λόγια!

       --- Και τι λένε;

       --- Πως θα γυρίσει ο τροχός και θα δει μια άσπρη μέρα και ο λαός της επαρχίας με τη συμμετοχή της για καλύτερο περιβάλλον!

       --- Είναι καλή! Μέσα στην αποχαύνωση που υπάρχει γύρω μας αυτή είναι καλή. Θα βοηθήσει! Θα βοηθήσει! Να είσαι σίγουρος!

       --- Έχει στήσει λένε και βιολογικό εργαστήριο μέσα στο σπίτι της και δουλεύει ακόμη και τις νύχτες. Ποιος ξέρει αν δεν την κρίνουν επικίνδυνη με τον υπερβάλλοντα ζήλο της! Κι αυτό πιστεύω πως δε θα την αφήσουν να κάνει σωστά τη δουλειά της τα οικονομικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών και των επενδυτών τους. Ακόμη το κράτος που την έστειλε, δεν το πιστεύω κι αυτό. Το ‘κανε για να μας ρίξει λάσπη στα μάτια και να μας παραπλανήσει,  πως τάχα νοιάζεται για το περιβάλλον.  

        --- Δίκιο έχεις! Είναι όμως έξυπνη και θα βρει πιστεύω κάποιο κόλπο να τους ξεγελάσει και να μας γλιτώσει από την τσιμπίδα τους.

        --- Και όμορφη;  Αυτό όμως δε μου το είπες ακόμη!

        --- Συ είπας! Όπως και να ΄χει όμως το πράγμα νιώθω σαν να μου έκανε μάγια! Αύριο θέλω να πάω πάλι να τη δω. Γι’ αυτό και της το ζήτησα. Σκέφτομαι να την επισκεφτώ το πρωί και να την καλέσω για φαγητό το βράδυ στο ταβερνάκι της αποβάθρας. Έλα κι εσύ με τη Ρόζα. Θα περάσουμε όμορφα.

        Ο βραχνάς που βάραινε ως τώρα τον καπετάνιο αλάφρυνε σαν άκουσε από τα χείλη του την πρότασή του. Αποτραβήχτηκε λίγο από τη θέση του κι αφού τέντωσε το κορμί του πήρε το ποτήρι και το έφερε στα χείλη. Ήπιε μια ρουφηξιά και το ξανάφησε. Η χαρά που ένιωσε από τα λόγια του Σοφοκλή δεν περιγράφεται και τον γέμισε χαρά που  έλαμψε ολόκληρος. Ήταν ευκαιρία να βάλει τη Ρόζα στην κοινωνία του καλού απλού κόσμου, να τη βγάλει από τις αγκαλιές του υπόκοσμου, από τους καπνούς και τα τσιγάρα των κακόφημων μπαρ, από τη θλίψη και τη δυστυχία της αισχρής καθημερινής της ζωής. Έστω και για μια βραδιά θα τη βάφτιζε στα νάματα της πραγματικής ζωής και της συμβατής έστω ηθικής κι αυτό του άρεσε πολύ.

         Ώρες - ώρες ένιωθε ντροπή για τη δουλειά που έκανε και βασανιζόταν από την απελπισία. Σε σημείο που να τσακώνεται μαζί της και να της ζητά ν’ αλλάξει δουλειά. Οι καβγάδες ήταν συνεχείς και οξείς και πάντα κατέληγαν σε όξυνση της σχέσης τους. Όμως τα έβρισκαν πάλι γιατί την αγαπούσε σαν τρελός και ούτε του περνούσε από το μυαλό η σκέψη να τη χωρίσει.  Προσευχόταν να είναι καλά  << η αγαπούλα του >> και έκανε υπομονή μέχρι να δει τι θα γινόταν στο μέλλον. << Ευκαιρία αυτή η χαϊδεμένη σκυλίτσα με τα κοφτερά δόντια να νιώσει σαν άνθρωπος >> συλλογίστηκε εκείνη τη στιγμή΄ και ψιθύρισε απαντώντας στα λόγια του Σοφοκλή:

     --- Θα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να βρεθεί μαζί με τη δική σου τη νόστιμη και την πεταχτούλα σ’ ένα αξιοπρεπές τουλάχιστον περιβάλλον!

      Ο Σοφοκλής ξίνισε λίγο το μούτρο του αλλά έδειξε να του άρεσε αυτό που άκουσε. Και με μια παιδιάστικη αφέλεια του έκανε δήθεν ξαφνιασμένος:

       --- Ε, όχι και δική μου! Ελάχιστα ξέρω γι’ αυτή και μόνο μια φορά τη συνάντησα! Πώς να είναι δική μου!

       Ο καπετάνιος έδειξε να αγνόησε αυτό που του είπε γιατί κάτι είχε θυμηθεί που τον ώθησε να του το διηγηθεί. Έτσι σταμάτησε να περνάει δολώματα στ’ αγκίστρια, δουλειά που την είχε αρχίσει πριν έρθει ο Σοφοκλής και την είχε διακόψει, κι αφού ακούμπησε τις χούφτες του πάνω στον πάγκο, του είπε:

       --- Θυμήθηκα κάτι που έχει σχέση με όσα είδα στην Μπούκα και στη Γιάλοβα. Χθες βράδυ έτσι όπως στεκόμουν εκεί στη συνηθισμένη θέση μου στην άκρη του μόλου κι αγνάντευα τη θάλασσα για μια στιγμή ένιωσα ακεφιά κι αποφάσισα να γυρίσω πίσω και να χωθώ στο ταβερνάκι στην << Αποβάθρα >> να γιατρέψω τη λησμονιά μου σε κανένα ποτηράκι. Δεν πήρα όμως το δρόμο με την άσφαλτο που οδηγεί στο μαγαζί αλλά το μικρό χωματόδρομο που περνά μέσα από το πάρκο με τις χελώνες. Σε κάποιο σημείο δρασκέλισα τη χορταριασμένη μάντρα  και μερικούς σκουριασμένους σωλήνες που ήταν ξεχασμένοι εκεί από την εποχή του Νώε και πέρασα μέσα στην αγριάδα. Αφού περπάτησα λίγο κι έφτασα σ’ ένα μακρόστενο χαμόγι κόντεψε να μου έρθει κόλπος απ’ αυτό που είδαν τα μάτια μου. Είδα πολλές χελώνες, δε θυμάμαι πόσες, να είναι κάτω ψόφιες, σάπιες και ξεκοιλιασμένες από τις μύγες και τα σκουλήκια και να βρωμάνε ανυπόφορα. Έφυγα με μεγάλη στενοχώρια και δεν το είπα σε κανέναν. Είσαι ο πρώτος που το μαθαίνεις.

      Τα χείλη του Σοφοκλή τρεμόπαιξαν και τα δόντια του χτύπησαν άτακτα. Δεν το περίμενε και στενοχωρήθηκε που άλλη μια καταστροφή είχε πλήξει το βασίλειο των ζώων τόσο σκληρά και μάλιστα λίγα μέτρα πιο πέρα σ’ ένα πάρκο που όλοι καυχιόταν πως ήταν πρότυπο ομορφιάς και φροντίδας. Κι αφού όρθιος πια στην πόρτα κοίταζε τον καπετάνιο σαν στήλη άλατος του αποκρίθηκε με μεγάλη πικρία στα μάτια:

       --- Δε θέλω να μιλήσω άλλο γι’ αυτές τις συμφορές απόψε. Αύριο μέρα ξημερώνει. Βάζω όμως στοίχημα πως θα δούνε κι άλλα πολλά τα μάτια μας στις μέρες που έρχονται. Τον καληνύχτισε κι ανοίγοντας την πόρτα βγήκε έξω και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

    Ο καπετάνιος όσο περνούσε η ώρα ένιωθε ευχαριστημένος που προχωρούσε η δουλειά και γέμιζε τα δολώματα, πράγμα που του έδινε μια χαρά κι ευφροσύνη στην καρδιά. Κι αυτό γιατί σκεφτόταν πως το πρωί που θα πήγαινε για ψάρεμα το ραντεβού με τη θάλασσα θα ήταν τέλειο αφού οι πληροφορίες που είχε πάρει από το λιμενάρχη για τον καιρό ήταν άριστες. Έτσι δεν έβλεπε εκείνη τη στιγμή παρά τα αγκιστρωμένα ψάρια στο παραγάδι του να σπαρταράνε κατά δεκάδες.

     Αργά τη νύχτα τελείωσε κι αποτραβήχτηκε από τον πάγκο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και φάνηκε πως ονειροπολούσε. Αυτό κράτησε κάμποσο πριν ξαπλώσει και τότε θυμήθηκε πως αύριο μετά το ψάρεμα με το παραγάδι έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι ως τα Στροφάδια και να μεταφέρει μερικές  σωλήνες αποχέτευσης. Μήνες τώρα έπρεπε να γίνει αυτή η δουλειά αλλά την ανέβαλε γιατί μέσα τους ζούσαν μετανάστες και δεν ήθελε να τους ξεσπιτώσει. Ωστόσο η πίεση από το λιμεναρχείο και την ανάδοχη εταιρεία ήταν επίμονη και δεν μπορούσε άλλο πια να τους  ξεγελά. Έτσι με τη σκέψη του στο κοντινό αλλά κουραστικό αυτό ταξίδι, ξάπλωσε και κλείνοντας τα μάτια έκανε έναν ύπνο μονορούφι ως τις πέντε το πρωί που τον ξύπνησε το ξυπνητήρι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

                                         Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο   4

 

 

 

 

 

 

          Η Κυριακή άρεσε πολύ στο Σοφοκλή. Τη θεωρούσε μέρος περισσότερο σκέψης παρά περισυλλογής. Από μικρός του είχε γεννηθεί αυτή η φιλοσοφική αναζήτηση που έκρυβε αυτή η μέρα και τώρα μεγάλος την αξιοποιούσε. Τότε στην εφηβεία έβλεπε τους μεγάλους ρέμπελους κι ανέμελους να μαζεύονται παρέες- παρέες στα καφενεία και να παίζουν χαρτιά ή να πίνουν και να φλυαρούν ασταμάτητα κι ανόητα και τον έπιανε ντελίριο. << Τι πάει να πει πως είναι Κυριακή και χάνουν τον καιρό τους >> ψιθύριζε και τους κοίταζε με περιφρόνηση ενώ αυτός ζόρισε το νου του σε άλλα ενδιαφέροντα και χρήσιμα πράγματα.

       Και η σημερινή ήταν τόσο όμορφη και προκλητική. Ηλιόλουστη με λίγα σύννεφα στον ουρανό, και με αρκετή καλή θερμοκρασία για χειμώνα. Κάθισε στο γραφεί του και με την αίσθηση της πνευματικής ευφορίας μέσα του άρχισε να σκέφτεται τι είχε να κάνει μπροστά του και που είχε να πάει. Κι αμέσως θυμήθηκε εκείνη την παλιά αλλά επείγουσα εργασία του που του ζητούσε το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης που είχε σχέση με τα έργα των λαογράφων της επαρχίας και που θα αποτυπώνονταν σ’ ένα  έντυπο με προορισμό  την παρουσίασή τους στην έκθεση βιβλίου που θα γινόταν τον προσεχή Αύγουστο.

       Η δουλειά δεν ήταν δύσκολη γιατί κρατούσε αρχείο και θα ξεμπέρδευε γρήγορα. Ωστόσο η απλότητα του θέματος έκρυβε και κινδύνους αλλά το κυριότερο ήταν η απομάκρυνσή του από τη δημιουργία του. Το θεωρούσε δηλαδή χαμένο χρόνο αλλά δεν το έλεγε. Άλλος έπρεπε να την κάνει αυτή τη δουλειά που είχε σχέση με τη λαογραφία κι όχι αυτός. Άλλος με ελάχιστα συγγραφικά προσόντα και με γνώσεις του παρελθόντος. Ας είναι. Είχε όμως δώσει το λόγο του στην επιτροπή της Λαογραφικής Εταιρείας και λυπόταν να τον αθετήσει. Έτσι ως το τέλος Φεβρουαρίου έπρεπε να παραδώσει την εργασία. Γι’ αυτό σαν εννόησε πως τον πίεζε ο χρόνος άρχισε να ψάχνει στο αρχείο του και να κρατά σημειώσεις σαν απαραίτητα στοιχεία στην καταγραφή του εντύπου.

       Στις δώδεκα περίπου ακούστηκε το γάβγισμα του σκύλου στον κήπο, που τον διέκοψε. Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Ο σκύλος σαν τον είδε να περπατά ίσια καταπάνω του, έβγαλε ένα χαρούμενο γρύλισμα σαν να τον καλωσόρισε κι άρχισε να του γλείφει τα πόδια. Εκείνος κατέβασε το χέρι του στο όμορφο τρίχωμα του κεφαλιού του κι άρχισε να του το χαϊδεύει με τρυφερότητα. Ύστερα πήγε στην αποθήκη και του έφερε την καθημερινή του τροφή. Ένα μοσχαρίσιο κόκαλο κι ένα κομμάτι ψωμί που τόσο του άρεσαν. Σαν τ’ άφησε κάτω ο σκύλος άρχισε να  τρώει ενώ εκείνος γονάτισε κοντά του και άρχισε να του ψάχνει σπιθαμή προς σπιθαμή το σώμα του για να σβήσει κάθε υποψία που τον βασάνιζε πως το ζώο είχε κάποια πληγή εξαιτίας των φυτοφαρμάκων όπως και το μικρό γατάκι. Με χαρά διαπίστωσε πως ήταν υγιής και πως δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί. << Τη γλίτωσε προς το παρόν το έρημο>> συλλογίστηκε ευχαριστημένος κι αφού του έδωσε μια φιλική μπατσιά στα πισινά τον άφησε και έτρεξε να συναντήσει τα γατάκια του που λίγο πιο πέρα έπαιζαν νιαουρίζοντας στην αγκαλιά της μάνας τους. Βλέπεις η μέρα τα είχε ευνοήσει με την ηλιοφάνειά της και τα έκανε να αφήσουν την υγρή φωλιά τους και να έρθουν εδώ στο χορτάρι κοντά στην  είσοδο του σπιτιού και να το ρίξουν στο παιχνίδι και στην ξενοιασιά.

      << Α, εδώ μου είσαστε, κρυμμένα! >> τους είπε σαν τα πλησίασε κι έσκυψε από πάνω τους.  Εκείνα πρόσεξαν την παρουσία του κι αμέσως κουνήθηκαν ελαφρά κι έτριψαν τις κοιλιές τους στο χορτάρι. Ύστερα κουνώντας τις ουρές τους νιαούρισαν μ’ ένα παραπονιάρικο ήχο και γύρισαν σχεδόν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους και τον κοίταξαν.

       Το άρρωστο ωστόσο συνέχιζε να νιαουρίζει κλαίγοντας ενώ έδειχνε κακόκεφο και εξαντλημένο.  Ο Σοφοκλής έσκυψε και το έψαξε κι αυτό όπως έκανε και με το σκύλο σε όλο του το σώμα. Δυστυχώς είδε με έκπληξη και θλίψη πως οι πληγές του είχαν κάνει μετάσταση και σ’ άλλα σημεία. Το τρίχωμά του είχε αραιώσει και κοντά στις πληγές είχε πέσει σχεδόν όλο αφήνοντας να φαίνονται τα ματωμένα σημάδια. Σ’ ένα δε σημείο κάτω στην κοιλιά έδειχνε σαν ξυρισμένο ενώ η επιφάνεια ήταν καλυμμένη μ’ ένα σπυρί που έσταζε αίμα. << Το σακάτεψε το έρημο η παλιαρρώστια >> ψιθύρισε και του άφησε ένα χάδι με το χέρι του στην όμορφη μουσούδα του. Στη συνέχεια περπάτησε στο στενό πλακόστρωτο διάδρομο και πήγε στην αποθήκη. Σε λίγο επέστρεψε μ’ ένα πιάτο γεμάτο κομματιασμένες σαρδέλες  που τις διατηρούσε στο ψυγείο και  τις έριξε στις πήλινες λεκάνες τους. Εκείνα έπεσαν αμέσως στο φαγητό κι άρχισαν να καταβροχθίζουν τα κομμάτια με μεγάλη όρεξη και βουλιμία.

       Ο Σοφοκλής δεν έφυγε αλλά κάθισε εκεί μέχρι που έφαγαν όλο τους το φαγητό. Γιατί τους δυο τελευταίους μήνες δυο ενοχλητικές και λαίμαργες καρακάξες  τα επισκέπτονταν την ώρα του φαγητού και μ’ ένα ταχύτατο αιφνιδιασμό  εξ’ ουρανού τους έτρωγαν το φαγητό και δεν τους άφηναν τίποτα. Για να μη τις διώξει με βίαιο τρόπο αν εμφανίζονταν σκέφτηκε να τα προστατεύσει ειρηνικά με την παρουσία του ως το τέλος της κατανάλωσης της τροφής, παίζοντας ρόλο μεσολαβητή! Έτσι σαν τα δυο πουλιά θα έρχονταν, είχε έτοιμο ένα παλιό μικρό τάπητα σαν είδος σκιάχτρου που θα το ανέμιζε και θα τα προγκούσε. Το κόλπο όταν το χρησιμοποιούσε έπιανε κι εκείνα μέσα σε δυνατά φτερουγίσματα πανικού έφευγαν αφήνοντας τα γατάκια να απολαμβάνουν ανέμελα την τροφή τους.

       Όση ώρα τα τάιζε σήμερα ευτυχώς οι καρακάξες δεν παρουσιάστηκαν κι αυτό τον έκανε να χαρεί. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε πως είχε ένα σωρό δουλειές να κάνει και πως έχανε το χρόνο του με την υπερβολική φροντίδα του στα ζώα του. Άφησε αμέσως τον κήπο και τις ομορφιές του και μπήκε στο σπίτι. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο του κι έπιασε στα χέρια του το χειρόγραφο με το μυθιστόρημα. Αλλά δίστασε να γράψει γιατί ένιωθε ανίκανος να εκμαιεύσει έστω και μια αράδα πνευματικής τροφής. Έτσι συμβιβάστηκε σε μια απλή ματιά των σελίδων και ύστερα το άφησε πάλι στη θέση του ενώ ψιθύρισε εκνευρισμένος και με χιούμορ << ες αύριον τα σπουδαία >>.

      Και τότε το μάτι του έπεσε τυχαία σ’ ένα γράμμα που ήταν χωμένο μέσα σε ένα σωρό από στυλογράφους και μολύβια και διακρινόταν μόνο η άκρη του και είχε παραλείψει να το διαβάσει. Το πήρε και σαν το άνοιξε το διάβασε στα πεταχτά αλλά κάποια στιγμή ένιωσε τόσο δυνατό το περιεχόμενό του που αναγκάστηκε να το ξαναδιαβάσει μεγαλοφώνως κι αργά για να το χωνέψει. Έτσι η φωνή του δυνατή σαν μέταλλο και ηχηρή όπως θα έβγαινε από ένα καλοκουρντισμένο όργανο μουσικής, ακούστηκε να λέει στη σιωπή του γραφείου:

       << Αγαπητέ μου Σοφοκλή. Πήρα το αξιόλογο νέο βιβλίο σου που για μέρες μου κράτησε ωραία πνευματική συντροφιά. << Δεν μπορώ να ζήσω δίχως την τέχνη μου >> είπε κάποτε ο βραβευμένος με το νόμπελ, μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Αλμέρ Καμύ. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για σένα, βλέποντας την πνευματική σου ευκαρπία. Το νέο σου έργο με τον εντυπωσιακό τίτλο, είναι μια εργασία άριστη που με το λεπτό χειρισμό της γλώσσας  σπάζει κόκαλα. Τα κείμενά του είναι όλα πολύ προσεγμένα και ζυγιασμένα, αφουγκράζοντας τον πόνο του ανθρώπου με ιδιαίτερη προσοχή. Εκτός από το βαθύ στοχασμό και τα πλούσια νοήματα των κειμένων το βιβλίο σου είναι γραμμένο σε μια αδρή γλώσσα που τη χαίρεται ο αναγνώστης όμοια με ανοιξιάτικη ηλιαχτίδα. Για τέτοια αξιόλογα βιβλία ότι και να γράψει κανείς σίγουρα θα τα αδικήσει.

       Δεν έχω να πω ούτε λέξη για την αρχιτεκτονική του έργου σου και τις λοιπές αρετές του που αφήνουν άφωνους τους αναγνώστες. Εύγε σου χίλιες φορές και σου εύχομαι κι άλλες επιτυχίες. Με πολλούς χαιρετισμούς ένας φανατικός αναγνώστης σου >>.

       << Ο καθένας  έχει απαραβίαστο δικαίωμα να γράφει όπως θέλει >> σκέφτηκε κι έδειχνε προβληματισμένος αλλά και χαρούμενος. << Εκείνο που μετράει είναι η ποιότητα του έργου και η διαχρονικότητά του, αν τα έργα μου έχουν αυτά τα δυο στοιχεία τότε μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, αν όχι, τότε μπορώ να ξυπνήσω από το λήθαργό μου και να γράψω καλύτερα >> συνέχισε τη σκέψη του και κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Έδειχνε δύο και δυστυχώς είχε πολλές δουλειές να κάνει ακόμη ενώ δεν  είχε προφτάσει να φάει για μεσημέρι εκτός από ένα ποτήρι χυμό πορτοκαλιού που ήπιε το πρωί και εκείνο το κουλούρι που έφαγε λίγο αργότερα πριν βγει στον κήπο.

       << Ας παραλείψω το ασήμαντο που είναι το φαγητό αυτή τη στιγμή  >> ψιθύρισε << κι ας κάνω το πιο σημαντικό. Και το πιο σημαντικό είναι να επισκεφτώ την Αντιγόνη. Αυτή η επίσκεψή θα δώσει κάποιο νόημα στη μονότονη ζωή μου >> συμπλήρωσε κι έλαμψε ολόκληρος από ευτυχία. Ύστερα έστριψε το κεφάλι του προς το μέρος του σπιτιού της  ενώ άφησε να του ξεφύγει ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός.

        Έτσι μια ακαταμάχητη φυγή τον έκανε ν’ αφήσει όπως ήταν τα χαρτιά και τα χειρόγραφα πάνω στο γραφείο του και να τρέξει  να ετοιμαστεί. Έξυπνος όπως ήταν ήξερε πως μια τέτοια επίσκεψη χρειαζόταν από μέρους του μια τρυφερή μεν αλλά εντυπωσιακή παρουσία. Και μπορεί η δεσποινίς Αντιγόνη να ήταν επιστήμονας του εργαστηρίου δεν έπαυε όμως να είναι γυναίκα με θηλυκότητα, ορμές, αισθήσεις και ερωτικές επιθυμίες. Κι όπως πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις όλα αρχίζουν απλά και καταλήγουν στα σύνθετα.        

          Κλωθογύρισε στη θέση του για λίγο και ύστερα σημείωσε σ’ ένα χαρτί τις εκκρεμότητες που θ’ άφηνε πίσω του. Μετά πήγε στην τουαλέτα του και ντύθηκε απλά με τζιν παντελόνι, πουκάμισο λευκό βαμβακερό, μακό μαύρο μπουφάν και φόρεσε τις αστραφτερές καφετιές αρβύλες του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη στη συνέχεια μ’ ένα αίσθημα υπεροχής κι αυταρέσκειας και σαν αυτοθαυμάστηκε έφτιαξε με τα χέρια του τα καστανά πλούσια μαλλιά του και προχώρησε ως την πόρτα. Εκεί  την άνοιξε και βγήκε έξω. Σε λίγο περπατούσε με κέφι  κορδωμένος σαν λόρδος στον κεντρικό δρόμο με τους ευκαλύπτους που θα τον οδηγούσε μετά τη στροφή στα διακόσια μέτρα περνώντας το γεφύρι, στο σπίτι της Αντιγόνης.

       Η διαδρομή ήταν ευχάριστη και την έκανε ταχτικά για να γυμνάζει τους μυς του και να βελτιώνει το κυκλοφοριακό του. Απ’ όλα τα δέντρα και τις φυτεμένες πρασιές των λουλουδιών και των καλλωπιστικών φυτών κατά μήκος του δρόμου του άρεσε πολύ να θαυμάζει την άνοιξη τις αγκαθωτές αγκινάρες και τις πικροδάφνες που ανθισμένες γέρνανε κι έφταναν με τις κορυφές των κλαδιών τους ως τις άκρες του δρόμου και ήταν χάρμα οφθαλμών να τις βλέπει και να μπλέκεται σαν πεζοπορούσε μέσα στα φύλλα τους.        

       Ήταν βλέπεις και το χαριτωμένο ποτάμι που έκοβε το δρόμο στη μέση και το περνούσε περπατώντας πάνω σ’ ένα πέτρινο παραδοσιακό γεφυράκι. Δεν ήταν πολύ φαρδύ αλλά χωρούσε να περάσουν από πάνω του τα πάντα, από ζώα και πεζοί ως και οχήματα μεγάλα και φορτηγά μεγάλων τόνων. Το ποτάμι ερχόταν από τα βουνά και κατρακυλώντας στις πλαγιές τους έφτανε στον κάμπο με τις /όχθες του να πλαταίνουν και να σχηματίζουν λιμνούλες που ξεχείλιζαν με τις βροχές ενώ στους μικρούς του καταρράκτες το θέαμα ήταν εξαίσιο με τα αφρισμένα νερά να ξεφεύγουν πολλές φορές και να λούζουν τις παρακείμενες καλλιέργειες.

       Σ’ αυτές τις λιμνούλες ζούσαν μικρά ψαράκια που όλη μέρα γλιστρούσαν στα καθαρά νερά κι έψαχναν την τροφή τους μέσα στις στρογγυλεμένες πέτρες και στα ανθηρά σφερδούκλια που φύτρωναν σαν λιβάδια στις όχθες του. Το χειμώνα με τις πολλές βροχές πλημμύριζε κι αγρίευε ενώ το καλοκαίρι η ροή του λιγόστευε. Τότε γινόταν ήσυχο και τα παιδιά μπορούσαν να τσαλαβουτάνε με ευκολία και χωρίς φόβο να πνιγούν στα νερά του. Τα βατράχια ήταν πολλά και κρύβονταν στις όχθες ανάμεσα στα βούρλα και τις φτελιές και κόαζαν αδιάκοπα μόλις έπεφτε το πρώτο σκοτάδι. Την ημέρα πηδούσαν έξω από το νερό και λιάζονταν στην άμμο ή κυνηγούσαν κουνούπια με τις μακριές γλώσσες τους.

     Πολλά ζώα του δάσους έρχονταν ως εδώ να πιούνε νερό και μετά σαν σεργιάνιζαν για λίγο στα γύρω χωράφια για αναζήτηση τροφής, επέστρεφαν πάλι στις φωλιές τους. Κυρίως οι τσίχλες και τα κοτσύφια ήταν οι μόνιμοι επισκέπτες από τα πουλιά ενώ από τα ζώα οι αλεπούδες, οι ασβοί και οι νυφίτσες. Στην περίοδο της μετανάστευσης  οι επισκέπτες ήταν χιλιάδες οι δε αγριόπαπιες και οι ερωδιοί δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα πεντακάθαρα νερά του.

      Ο Σοφοκλής αφού πέρασε το γεφύρι έφτασε στην ταμπέλα που βρισκόταν αριστερά του κι έγραφε με κεφαλαία γράμματα << ΠΡΟΣ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ >>. Έστριψε κι ακολούθησε ένα στενό δρομάκι που σε ελάχιστα μέτρα μια μικρή ταμπελίτσα μ’ ένα βέλος έδειχνε το μέρος του σπιτιού. Η μαγεία όμως του μέρους τον έκανε ν’ αναβάλει για λίγο την επίσκεψή του και να θαυμάσει την παραδεισένια εικόνα του τοπίου. Ο ποταμός περνούσε κι από εκεί κοντά με τις όχθες του να είναι χίλιες φορές καλύτερες από τις προηγούμενες που είχε δει. Έτσι συνέχιζε να τις κοιτάζει μέχρι εκεί που χάνονταν στο βάθος της θάλασσας και να διακρίνει θαμπά τις σειρές των δέντρων που εξαφανίζονταν μέσα σ΄ ένα καταπράσινο φόντο με κυρίαρχα τις φτελιές, τις αγράμπελες, τα βάτα και τα λογής – λογής αγριόχορτα. Μια όμορφη ύστερα αμμουδιά απλωνόταν νοτιοδυτικά που από το μέρος που βρισκόταν είχε καλή θέα και ήταν χάρμα οφθαλμών να τη βλέπει.  

      Κάποια στιγμή την προσοχή του διέκοψε μια ομάδα καλοντυμένων περαστικών που τον συνάντησαν και τον χαιρέτησαν ερχόμενοι προφανώς από το << ΕΝ ΠΛΩ >> καφέ μπαρ όπου σύχναζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης και της γύρω περιοχής για λόγους αναψυχής και συζήτησης. Ο Σοφοκλής πήγαινε τακτικά σ΄ αυτό. Ήταν ένας τόπος ξεκούραστος και για μερικές στιγμές μπορούσε να βρει την ησυχία της σκέψης του. Εκτός από το πλεονέκτημα της συνάντησης που είχε αυτός ο χώρος με ανθρώπους του σιναφιού του, όπως συγγραφείς και μορφωμένους, αξιοποιούσε στο ακέραιο και τη μεγάλη βιβλιοθήκη του που είχε στήσει ο ιδιοκτήτης του όχι για λόγους πνευματικούς αλλά για οικονομικούς. Ήταν βέβαια μια ριψοκίνδυνη επένδυση και ιδέα αλλά προς το παρόν είχε αποδώσει και είχε αποδειχτεί κερδοφόρα! Με λίγα λόγια πέτυχε το κόλπο και ο συνδυασμός του γεμάτου ποτηριού με το βιβλίο μπορεί για πολλούς να φαινόταν πυροτέχνημα αλλά στην πράξη είχε φανεί πολύ αποτελεσματικός.  

     Θα είχε και πέντε χιλιάδες τόμους, όλοι με φρέσκες ιδέες και με πάσης φύσεως θέματα από τα πιο σπουδαία μέχρι τα πιο απλά και εκλαϊκευμένα. Έτσι στα ράφια της έβρισκες, πάντα βιβλία με κοινωνικό, οικονομικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Στη νότια πλευρά της βρίσκονταν όλα τα λογοτεχνικά, ξένα κι ελληνικά. Στη βορινή η ποίηση με αρχή της τους αρχαίους κλασικούς από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τους σύγχρονους. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στους αναγνώστες η γκάμα με τα βιβλία των λογοτεχνών της πόλης και γενικότερα της επαρχίας μέσα σε μια πλουσιοπάροχη πλειάδα τίτλων και με τα βιογραφικά τους να εκτίθενται σε ειδικό ράφι σε έγχρωμους τόμους ενώ  ένα διακοσμημένο περίπτερο με αφίσες από τη ζωή και το έργο τους υπενθύμιζε συνεχώς τη δια βίου ενημέρωση των επισκεπτών.

      Δεξιά  στον ελεύθερο τοίχο κρεμόταν η πλακέτα σε εντυπωσιακή εμφάνιση, δείγμα βράβευσης του ιδιοκτήτη για την προσφορά του αλλά και της βιβλιοθήκης για τη δική της συμβολή στην πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων, από το Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών. Μέσα σ’ ένα πλαίσιο από πλατίνα ήταν γραμμένο το καβαφικό << Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρούνε ποιος ήμουν >> κι από κάτω η ένδειξη << τιμής ένεκεν >>. Αριστερά σε κύκλο το πουλί της σοφίας η κουκουβάγια με δυο ορειχάλκινους οφιοειδείς σχεδιασμούς ολοκλήρωναν τη διακόσμηση της πλακέτας που όντως αριστουργηματικό καλλιτέχνημα τραβούσε κάθε μέρα τα ζωηρά βλέμματα των αναγνωστών.

     << Έχω χρόνο >> συλλογίστηκε << ας πάω εκεί να καθίσω λίγο και σαν πάρω τον αέρα μου, επιστρέφω στην Αντιγόνη >> και προσπερνώντας  την ταμπέλα τράβηξε ίσα για το << ΕΝ ΠΛΩ >>. Αφού προχώρησε λίγα μέτρα μπήκε στον εξωτερικό χώρο του, και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μαζί με μια αποφασιστικότητα άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα στην αίθουσα.

     Κάθισε εκεί που του άρεσε τόσο πολύ. Δυτικά κοντά στην τζαμαρία όπου η θέα της θάλασσας και του ορίζοντα ήταν θαυμάσια. Όταν είχε κύμα ή παλίρροια  δε χόρταινε να κοιτάζει τα αφρισμένα νερά να σπάζουν στους βράχους και να σκορπίζονται σαν ολόλευκα βεγγαλικά στον πέριξ χώρο. Κι από εκεί πολλές φορές διέκρινε ανάμεσα στις λούμπες λογιών- λογιών ψάρια που έπαιζαν με τα νερά και τα θόλωναν σαν ακουμπούσαν τις κοιλιές τους κάτω στην άμμο του βυθού. Όταν πάλι είχε ηρεμία  χάζευε με τα ακούνητα νερά κι ένιωθε γοητευμένος με τις πολύχρωμες αναλαμπές τους ή τις πράσινες ραβδώσεις στη ράχη τους που έπαιρναν από το φως του ήλιου. Επειδή αγαπούσε τα γρι-γρι και ήξερε την επιστροφή τους τα περίμενε και με το αίσθημα του θαλάσσιου εραστή τα καλωσόριζε με επιφωνήματα χαράς κι αλαλαγμού. Αυτά κι άλλα πολλά έβλεπε από τη θέση αυτή και δεν έλεγε να την αλλάξει όσο το συναίσθημα και η όρασή του δε θα τον εγκατέλειπαν.

    Έτσι σαν κάθισε και ήπιε ένα γάλα που παρήγγειλε έπεσε με τα μούτρα στο ρεμβασμό του. Και μόνο σαν κουράστηκε να βλέπει έξω και να συλλογιέται επέστρεψε στα ενδότερα. Σηκώθηκε τότε και πήγε στη βιβλιοθήκη. Εκεί χωρίς να βιάζεται άρχισε να παίρνει κάποια μυθιστορήματα και να τα ξεφυλλίζει με την αίσθηση της χαράς και της γοητείας που αφήνει στην ψυχή και στο μάτι κάθε βιβλίο. Σε όλα διάβαζε τον τίτλο και το συγγραφέα. Ένα απ’ αυτά του προξένησε εντύπωση και το πρόσεξε ιδιαίτερα. Ήταν αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη και το έβλεπε για πρώτη φορά. Η προμετωπίδα του ήταν γραμμένη με μπλε γράμματα μέσα σ΄ ένα τετράγωνο πλαίσιο κι από κάτω ένα καράβι φτιαγμένο πιθανόν από τον ίδιο τον ποιητή, ν’ αρμενίζει στα γαλανά νερά με έναν ολοκόκκινο ήλιο στον ουρανό να το πυρπολεί και να το συνοδεύει.  Το ξεφύλλισε κι αυτό όπως και τα άλλα και το άνοιξε. Στην τρίτη σελίδα του σταμάτησε για να ρίξει το βλέμμα του σ’ αυτό που έγραφε η αφιέρωση του συγγραφέα: << Σε όσους ονειρεύονται >> έγραφε χαρακτηριστικά, πράγμα που του άρεσε κι ένα αμυδρό χαμόγελο άνισε στα χείλη του. Στη συνέχεια έριξε μια ματιά σε μια σειρά από καλαίσθητους και πολυτελείς τόμους με κείμενα ξένων κλασικών συγγραφέων και φάνηκε να του άρεσαν πολύ. Έτσι χορτασμένος από τη θέα τόσων τόμων γύρισε και ξανακάθισε στη θέση του.

      Από το μέρος που καθόταν φαινόταν καθαρά το μικρό πάρκο και το ναυτικό φυλάκιο. Κοντά τους ήταν μια μικρή αμμουδιά με λιγοστούς βράχους, καθαρή άμμο και ένα βουνό φύκια στ’ ανατολικά της. Τις μέρες που είχε καλό καιρό γέμιζε από ερωτευμένα ζευγάρια  που πιασμένα χέρι-χέρι την περπατούσαν κι έκαναν τρελά παιχνίδια πάνω της τρέχοντας ή αγκαλιασμένοι κάτω. Τα σκορπισμένα παντού παγκάκια τους πρόσφεραν ξεκούραση, η τεχνική πηγή τους δρόσιζε με το γάργαρο νερό της και ο περιφραγμένος χώρος με σύρμα και ξύλινους πασσάλους φρόντιζε τα ελάχιστα υπάρχοντα πουλιά που σύχναζαν εκεί να νιώθουν ασφαλή. Όλα σ’ αυτό το παραδεισένιο μέρος ήταν λιτά, σεμνά, ήσυχα και περιποιημένα. Ότι και να κοιτούσες σ’ ευχαριστούσε και σου χαμογελούσε, δείχνοντας μια φιλική και ειρηνική διάθεση άνευ προηγούμενου.

      Από  τη μέσα μεριά της αίθουσας ακούστηκε μια βροντερή φωνή, κάτι σαν κάλεσμα που τον αφύπνισε. Θυμήθηκε  πως έπρεπε ν’ αφήσει το καθισιό και να πάει για το σπίτι της Αντιγόνης αν ήθελε να μην παρεξηγηθεί και να μη φανεί αγενής από την πρώτη κιόλας στιγμή της γνωριμίας τους. Έπρεπε όμως να την  επισκεφτεί όσο μπορούσε γρηγορότερα για να κλείσει  και το βραδινό τραπέζι που η αργοπορία του ίσως το ναυαγούσε αφού αυτή χωρίς να το πληροφορηθεί εγκαίρως θα είχε αποφασίσει να διαθέσει αλλού το χρόνο της. Έτσι σηκώθηκε και βγήκε έξω. Εκεί σταμάτησε και στρίβοντας το κεφάλι του δεξιά προς το νότο κοίταξε το επίσημο πορνείο της Ρόζας που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Με μια εξερευνητική ματιά προσπάθησε μήπως και τη δει μέσα από τα τζάμια. Τίποτα δε σάλευε. Ήταν μεσημέρι και θα κοιμόταν. << Πάλι καλά που δεν την είδα >> συλλογίστηκε << γιατί ποιος ξέρει μπορεί και να πήγαινα να τη συναντήσω και να ξεχνούσα την Αντιγόνη! >> Κι αφού γέλασε σπαραξικάρδια γύρισε πίσω κι έκοψε δρόμο για το σπίτι της.

 

 

 

 

       

 

                                                   = = = 

 

 

 

 

 

          Η Αντιγόνη κάθε απόγευμα φρόντιζε τις χελώνες της. Είχε εφτά, δυο μεγάλες, τρεις μεσαίες και δυο πάλι μικρές σαν πεταλίδες. Τις τάιζε με προσφάγια, κληματόφυλλα  και μικρά τρυφερά χορταράκια που τα έβρισκε άφθονα στον κήπο της και στα γύρω κτήματα. Ξέροντας ακόμη πόσο τους άρεσαν και τα φρούτα, φρόντιζε να μην λείπουν ποτέ από μπροστά τους φλούδες μήλων ή μικρά κομμάτια σύκα, αχλάδια και ρόγες από σταφύλια.  Το χειμώνα που έπεφταν σε χειμερία νάρκη δεν χρειάζονταν τη φροντίδα της αλλά σαν έπιαναν οι πρώτες ζέστες του Μάρτη και ξυπνούσαν από το λήθαργό τους δε χόρταινε να τις ταίζει. Αυτές για να ανταποδώσουν την αγάπη που τους είχε σήκωναν το κεφάλι τους και την κοιτούσαν μ’ ένα παρακαλεστικό βλέμμα που την ανάγκαζε να τις φροντίζει με το παραπάνω. Έπιαναν τα φύλλα με τα δυο τους μπροστινά πόδια κι αφού τα έφερναν στο στόμα τα έτρωγαν με καταπληκτική γρηγοράδα κι άριστη τεχνική, κόβοντάς τα σε μικρές – μικρές μπουκίτσες θα λέγαμε με χαρακτηριστική ιεροτελεστία με τα κοφτερά τους δόντια. Η λαιμαργία τους για έναν αμύητο στις συνήθειές τους θα του φαινόταν ίσως ασυνήθιστη και παθολογική.

      Ο τρόπος που έψαχναν την τροφή τους και ο τρόπος που την έτρωγαν άρεσε στην Αντιγόνη γιατί της θύμιζε τη μεγαλοσύνη της φύσης και την άμετρη στοργή της για τα δημιουργήματά της. Κι εκεί που η φύση έλειπε καμιά φορά την αντικαθιστούσε αυτή και τις είχε πάντα από κοντά, φροντίζοντάς τες να μην τους λείπει τίποτα. Ως και ποτίστρες τους είχε με καθαρές αλάνες τριγύρω και περιποιημένα παρτέρια καταπράσινα με γρασίδι για να κάνουν τον περίπατό τους και να σμίγουν ελεύθερα αφού οι τρεις ήταν θηλυκές κι όσο να ‘ναι γύρευαν τη ζεστασιά του αρσενικού.

       Τη γενετήσια πράξη τους η Αντιγόνη την απολάμβανε πολύ. Ήταν μια πράξη ουσιαστική μεν για τη διαιώνιση του είδους αλλά κι εν μέρει κωμική με τον τρόπο που την έκαναν. Τα χάζευε κυριολεκτικά σαν ζευγάρωναν και θεωρούσε τον άνθρωπο πολύ προνομιούχο που ευχαριστιόταν τον έρωτα χωρίς να ‘χει το σπίτι του στη ράχη του. Το αρσενικό χελωνάκι κυνηγούσε τη θηλυκή σ΄ ένα ατέλειωτο παιχνίδι από χάδια και τερτίπια αγάπης και τρυφερότητας ώσπου να την καταφέρει να πει το << ναι>> στην ερωτική του επιθυμία. Κι όσο το αρσενικό ανέβαινε πάνω της κι εκείνη το απόφευγε άλλο τόσο το πάθος και η επιμονή του ζωήρευαν κάνοντας πλέον τις εφόδους του πιο ενισχυμένες σε ορμή και σε συχνότητα. Τα καύκαλά τους χτυπούσαν μ’ ένα δυνατό γκαπ- γκουπ, γκαπ- γκουπ με το ρυθμικό τους ήχο να διακόπτεται  από το κλαψιάρικο σκούξιμο του αρσενικού που εξέφραζε το ερωτικό του πάθος.

       Πολλές φορές το αρσενικό έπαιρνα τούμπα και αναποδογύριζε με τη ράχη στο χώμα και τα τέσσερα πόδια τεντωμένα σαν καρφιά στον αέρα! Η Αντιγόνη με τρυφερότητα τότε το έφερνε και πάλι στη θέση του κι αφού το έσπρωχνε πίσω από τη θηλυκή που ήδη είχε απομακρυνθεί του έδειχνε και πάλι το δρόμο για το ταίρι του.

       Βοηθούσε τις χελώνες της στην προσπάθειά τους να ολοκληρώσουν την ερωτική τους πράξη και χαιρόταν πολύ γι΄ αυτό.  Ελάχιστες φορές όμως λυπόταν για τα αποτελέσματα της γενετήσιας πράξης τους. Κι αυτό γιατί τα αυγά τους ή τα έτρωγαν  τα πουλιά ή μέσα στο χώμα που θα έθαβαν κάποια κακοτυχιά  τα εξαφάνιζε  Το κακό ήταν πως σαν έσκαβε το λάκκο να δει τα μικρά χελωνάκια που υποτίθεται πως θα έβγαιναν απ’ τα αυγά μετά την εκκόλαψή τους δεν έβρισκε ούτε τα τσόφλια! Τι γίνονταν; Ποιος κακός δαίμονας τα εξαφάνιζε; Ποτέ της δεν πήρε απάντηση γι’ αυτό το μυστήριο όσο κι  αν ρώτησε ειδικούς χελωνολόγους και φυσιοδίφες ή ζωολόγους!  

     Κι όμως έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια τη θηλυκή χελώνα να σγαρλάει με τα πόδια της το χώμα και στο λάκκο που άνοιγε να γεννά οκτώ ή δέκα αυγά και μετά να τα σκεπάζει με το χώμα. Στις είκοσι όμως μέρες πάνω κάτω που περίμενε πως θα είχε τελειώσει η εκκόλαψη, δυστυχώς όπως είπαμε δεν έβλεπε καμία νέα ζωή να ξεπηδά ανάμεσα στις ήδη υπάρχουσες. Ωστόσο χαιρόταν τη γέννηση των αυγών αλλά και την ευφυία της φύσης να προικίσει το ζώο με το ανυπέρβλητο ένστιχτο της μητρότητας. Στεκόταν όμως και τυχερή αφού αρκετά χελωνάκια κατάφερναν να κερδίσουν τη ζωή και να μεγαλώνουν μέσα στα χόρτα μαζί με τις άλλες και τη δική της φροντίδα.

     Στο πράσινο χορτάρι έβλεπες ακόμη και σκαντζόχοιρους να ζούνε και να μπλέκονται ανάμεσα στις χελώνες. Τους μάζευε απ’ το δρόμο ή τα χτήματα όπως και τις χελώνες και τους έδινε στέγη και φροντίδα στον κήπο της σαν αντάλλαγμα την εξόντωση των φιδιών! Κάθε Μάη ένα ή δυο φίδια επισκέπτονταν τον κήπο κοντά στο μέρος που ήταν το πηγάδι κι αυτό της προξενούσε φόβο. Τα φοβόταν γιατί σαν ήταν έντεκα χρονών και παραθέριζαν στην εξοχή με την οικογένειά τους μια οχιά τσίμπησε το δεκάχρονο αδερφό της. Από τότε ο φόβος της έμεινε και υα απόφευγε με κάθε τρόπο. Έτσι σαν τα έβλεπε δεν τα πλησίαζε καθόλου.

     Στη δύσκολη εκείνη στιγμή καλούσε το γείτονα κι έβγαζε αυτός το φίδι από την  τρύπα! Αν καμιά φορά κάποιο ήταν κουλουριασμένο μέσα στα καυσόξυλα, στ’ αγριόχορτα και στα ξερά φύλλα δε δίσταζε μ’ ένα γερό χτύπημα κάτω έναν πάσαλο να το προγκήξει. Να το σκοτώσει ποτέ δεν το σκεπτόταν! Όσα όμως κινούνταν στο πλακόστρωτο και στο χορτάρι με το δαιμονισμένο σχήμα τους την τρομοκρατούσαν και την έκαναν να λιποθυμήσει ακόμη από το φόβο της. Κάποια φορά τής έτυχε να φτάσει έξω στο δρόμο και να κυνηγήσει μ’  ένα ραβδί έναν αστρίτη. Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή της που την έφερνε πάντα στη μνήμη της σαν πράξη γενναιότητας αλλά και τη στενοχωρούσε που φέρθηκε με τόση σκληρότητα σ’ ένα απροστάτευτο δημιούργημα της φύσης. Αλλά και για όσα φίδια τα έβλεπε σκοτωμένα ένιωθε ενοχή. Δεν έπρεπε να το κάνουν, έλεγε, αλλά το δικαιολογούσε λέγοντας πως το έκαναν εξαιτίας του ενστίχτου της αυτοσυντήρησης και της αγάπης για τη ζωή τους! << Αφού ζω στη φύση >> μονολογούσε << πρέπει να μάθω και να αντιστέκομαι στους κινδύνους >> και μέρα με τη μέρα μάθαινε όλο και πιο πολλά πράγματα για την άμυνά της από τους φυσικούς της εχθρούς.

      Ο Σοφοκλής έφτανε εκείνη τη στιγμή έξω από τη σιδερένια αυλόπορτα. Είδε μέσα την Αντιγόνη σκυμμένη πάνω στις χελώνες της και πάτησε το διακόπτη του κουδουνιού. Ωστόσο το ντριν δεν έφτασε στ’ αυτιά της. Γι’ αυτό σαν περίμενε λίγο και είδε πως είχε εστιάσει το ενδιαφέρον της περισσότερο στα ζώα παρά στους επισκέπτες, άνοιξε μόνος του την πόρτα με ένα ελαφρύ σπρώξιμο και μπήκε μέσα. Πριν καλά- καλά την πλησιάσει της είπε με φοβισμένη φωνή:

      --- Μου φαίνεται πως σε ενοχλώ αλλά σε χρειάζομαι! και κάνοντας δυο βήματα ακόμη σταμάτησε.

       H  Αντιγόνη τον είδε και πετάχτηκε πάνω αφήνοντας στην τύχη τους τα αγαπημένα της ερπετά. Προχώρησε ύστερα σιγά- σιγά κι αθόρυβα προς το μέρος του  με μια λάμψη στα μάτια και του είπε σαν τον πλησίασε:

       --- Ασχολούμαι πολύ με τις χελώνες μου και μπορώ να πω πως κάνω και μελέτες πάνω σ’ αυτές. Όμως δεν στερώ το ενδιαφέρον μου από το περιβάλλον και τον άνθρωπο.

       Ο Σοφοκλής άργησε  να της απαντήσει γιατί κοίταζε γύρω του εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και θαύμαζε τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου. Έτσι σε κάποια στιγμή της αποκρίθηκε σχεδόν ξεκάρφωτα:

       --- Σου αρέσει απ’ ότι μπορώ να συμπεράνω πολύ η συντροφιά τους! Μήπως πιάνεις και την κουβέντα μαζί τους σε στιγμές μοναχικές;

       Αυτή έσκυψε κι έβαλε βιαστικά σε μια νάιλον σακούλα μια αγκαλιά χόρτα. Ύστερα σαν την ταχτοποίησε στη ράχη του μαντρότοιχου κι έδειξε ήρεμη του είπε κοιτάζοντας τα ζώα που είχαν αρχίσει πάλι τα ερωτικά τους παιχνίδια:

        --- Έχουν δυσκολία στον έρωτα! Το θηλυκό όλο κι αποφεύγει το αρσενικό κι αυτό αισθάνεται πως τυραννιέται! Μου φαίνεται πως η φύση εδώ τα έκανε μούσκεμα!

        Γύρω τους ο ήλιος του απογεύματος τα έκανε όλα να λάμπουν στο φως του. Ο  Μάρτης ήταν άβροχος με ελάχιστη συννεφιά, πολύ υγρασία κι όπως έδειχνε η ξηρασία του θα ήταν άλλο ένα αγκάθι στα τόσα περιβαλλοντικά προβλήματα της περιοχής. Ωστόσο κάποια κανάλια μετέδιδαν πως τρία χαμηλά βαρομετρικά που κατέβαιναν από τη βόρεια Ευρώπη ίσως επηρέαζαν τον καιρό την ερχόμενη βδομάδα πρώτα από τα δυτικά με δυνατές βροχές και ισχυρούς ανέμους ενώ η πτώση της θερμοκρασίας θα έπεφτε αισθητά. Καλή είδηση αλλά έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί στην πράξη.

        --- Να πάρει ο διάβολος! ψιθύρισε ύστερα από λίγο με ευχάριστη διάθεση, δε λέει να βρέξει και η ζέστη είναι ανυπόφορη. Έτσι και οι χελωνίτσες μου ξύπνησαν νωρίς από τη χειμερία νάρκη  τους και μ’ έβαλαν νωρίς στα βάσανα να τις φροντίζω! Ωστόσο μου αρέσει αυτός ο γλυκός και χαρούμενος καιρός και τον απολαμβάνω και με το παραπάνω εδώ στην εξοχή!

          Γέλασε μ’ ένα μικρό πέταγμα προς τα έξω των χειλιών της  κι έκανε νόημα στο Σοφοκλή να καθίσει στην κούνια που βρισκόταν κοντά στην ανατολική πλευρά της περίφραξης. Δίπλα της ήταν κι ένα σιδερένιο σαλόνι εξοχής με τέσσερις καρέκλες και στη μέση του τραπεζιού ένα γυάλινο βάζο με τριαντάφυλλα και κόκκινα γαρύφαλλα. Αυτή έδειξε πως θα πήγαινε σε λίγο όταν θα είχε τελειώσει μια ασήμαντη λεπτομέρεια φροντίδας με τα ζώα της.   

       Ο Σοφοκλής γύρισε και είδε την κούνια. << Να  ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ !>> της ψιθύρισε από μέσα του και σαν πλησίασε κάθισε στη μια της άκρη. Μικρός είχε μία ο πατέρας του στο σπίτι τους και δεν την άφηνε ούτε λεπτό. Μόνο που είχε σχοινιά αντί για αλυσίδες και κάθε τόσο και λιγάκι σάπιζαν με τις βροχές και κόβονταν για να πέφτει σβουριστός  στο χώμα! Τούτη πρόσεξε πως ήταν καλοφτιαγμένη και ασφαλής αφού δούλευε με ρολεμάν και δε γινόταν ούτε λόγος για ατύχημα. Η Αντιγόνη σαν τελείωσε με τις χελώνες πλησίασε και κάθισε στην άλλη άκρη της κούνιας. Κι αμέσως με μια ελαφριά αιώρηση του σώματός της προς  τα εμπρός άρχισε να την κουνάει. Έτσι σε λίγο βλέποντας πως άρεσε στο Σοφοκλή το κούνημα το συνέχισε ρυθμικά και με αξιοθαύμαστη τεχνική για πέντε λεπτά περίπου.

       --- Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου αρέσει εδώ που ζω, είπε στο Σοφοκλή σαν σταμάτησε το κούνημα και έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος του.  Στην αρχή δυσκολεύτηκα να συνηθίσω κι όσο να προσαρμοστώ έτρεμα κι έκλαιγα τις νύχτες ακούγοντας τα αλυχτίσματα των σκύλων και τις πένθιμες φωνές της κουκουβάγιας. Να σκεφτείς πως συνεχώς σκεφτόμουν την επιστροφή μου στην Αθήνα ενώ έβρισκα διέξοδο στο διάβασμα και τους περιπάτους. Μόνη μου και χωρίς καμιά υποστήριξη από κανέναν κατέφευγα  κι έκλαιγα εκεί κάτω στο ακρωτήρι προσπαθώντας να σκοτώσω έτσι το φόβο μου και να ξεχάσω τη μοναξιά μου. Μ΄ έσωσαν όμως οι σταυροί που μάζευα από τη θάλασσα! Σκότωνα το χρόνο μαζί τους και ήταν οι σωτήρες μου και οι μοναδικοί μου σύντροφοί μου στο μαρτύριο που περνούσα. Με τον καιρό ξεχάστηκα και συνήθισα. Όσο για τώρα δε λέω να το κουνήσω από εδώ! Θα φύγω μόνο σαν με διώξουν!

       Ο Σοφοκλής πιο πολύ τη θαύμαζε παρά την άκουγε. Το μεθυστικό άρωμα που ανάδιδε το καλλίγραμμο και χυμώδες κορμί της  τον είχε παραλύσει. Ένιωθε μια ελκυστική διάθεση να την αγκαλιάσει και νόμιζε πως κάποια δύναμη τον έσπρωχνε κοντά της. Κάποιες στιγμές είχε την αίσθηση πως της άγγιζε τα λευκά της μπράτσα και πως εκείνη του έδινε τα φλογερά της χείλη να τα φιλήσει. Κι αυτός χαμένος μέσα στη γλύκα των τριανταφυλλένιων χειλιών της έλιωνε από ηδονή.

       Η επιθυμία του να τη φιλήσει κορυφώθηκε από στιγμή σε στιγμή πιο έντονα. Σκέφτηκε να το κάνει αλλά έκρινε με λύπη του πως δεν είχαν καν ερωτική σχέση κι αυτό τον λύπησε αφάνταστα. Έτσι σκέφτηκε πως θα ήταν ανόητο να της εκβιάσει ένα φιλί ρίχνοντάς την χωρίς τη θέλησή της στην αγκαλιά του. Αν το έκανε, ίσως θα την πρόσβαλε και θα τον έκανε αντιπαθή έως μισητό στα μάτια της. Έτσι αφέθηκε να την κοιτάζει και να

την επιθυμεί με  μια συνεχή προκλητική ματιά που ίσως να έκρυβε και μια δόση προστυχιάς. Ελάχιστα τον πείραζε αυτό. Αυτός ήθελε περισσότερο εκείνη τη στιγμή να διαβάσει στα μάτια της και στην ψυχή της  τα δικά της συναισθήματα γι’ αυτόν. Δεν μπόρεσε όμως να το κάνει. Η καλοσύνη της και η αγάπη για τον άνθρωπο φαίνονταν να υπερτερούν οποιοδήποτε άλλων  συναισθημάτων τουλάχιστον για εκείνη τη στιγμή. Του άρεσε αυτό αλλά η γοητευτική της εμφάνιση  του υποκαθιστούσε τη λογική και του έβγαζε στην επιφάνεια τα αρχέγονα ένστιχτα της κατάκτησης και της χρησικτησίας της σάρκας.

     Η Αντιγόνη κάποια στιγμή φάνηκε να υποψιάστηκε την ερωτική του επιθυμία και το ακόρεστο πάθος του που σαν φωτιά τον είχαν ζώσει κι έκανε μια αόριστη γκριμάτσα κοιτάζοντας το παρτέρι από όπου της φάνηκε πως άκουσε έναν ενοχλητικό θόρυβο προερχόμενο από το χαρχάλεμα που έκαναν στο πέρασμά τους οι χελώνες.  

      Όμως και η ίδια από τη μέρα που τον είδε να του ανοίγει την πόρτα ένιωσε μια παράξενη έλξη γι’ αυτό τον χαρισματικό και γοητευτικό άνθρωπο. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μια εφήμερη και στιγμιαία συμπάθια  αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ήταν μια ερωτική δόνηση της καρδιάς και μια παράδοση όλου του είναι της στον αρρενωπό αυτό γίγαντα. Και σαν έβλεπε πως η σκέψη έμοιαζε σκλαβωμένη και του τον έφερνε συχνά στη μνήμη της συμπέρανε πως τον είχε ερωτευθεί και πως το βέλος του έρωτα την είχε  σκληρά λαβώσει. Έτσι μέσα στην παραφορά της  κάποια στιγμή το πρωί ζήτησε από τον  εαυτό της  να του παραδοθεί άνευ όρων και να κάνει πέρα τη ντροπή και τους ηθικούς φραγμούς εξομολογούμενη τι της συμβαίνει.   

      --- Ξέρεις, του είπε,  που τις μάζεψα; Αυτές τις δυο εννοώ τη θηλυκή και την αρσενική που φαίνονται μέσα στα χόρτα.  Στο ποτάμι, μέσα σε μια λούμπα από βρώμικα νερά ανακατωμένα με λάδια,  και μια πράσινη χρωστική που μύριζε άσχημα, προερχόμενη από τα φυτοφάρμακα. Φαίνεται πως το ποτάμι αρχίζει σιγά- σιγά και μολύνεται από τις αλόγιστες εκροές στην κοίτη του τόσων και τόσων επικίνδυνων λημμάτων και χημικών ουσιών.

      Εκείνος ήταν στο δικό του κόσμο και δεν την άκουσε, παρά κοιτούσε με έκσταση τα δυο της χυμώδη και τριανταφυλλένια χείλη που ανοιγόκλειναν ρυθμικά σαν μιλούσε. Συνήλθε μόνο σαν η γυναίκα τον σκούντηξε απαλά  στον ώμο με το χέρι της  και τον έφερε στην πραγματικότητα. Έτσι ξαφνιασμένος σχεδόν τη ρώτησε με κάποια μικρή αναστάτωση:

       --- Είπες κάτι που δεν άκουσα; Είμαι βλέπεις τόσο απορροφημένος με την ομορφιά του κήπου σου που με μάγεψε κι έχασα τη σοβαρότητά μου! Ζω σε πελάγη παραληρήματος να ξέρεις!

       --- Είπα, αλλά εσύ αγρόν ηγόρασες, το βλέπω! Για τις χελώνες μίλησα πως τις βρήκα στο ποτάμι που δυστυχώς αρχίζει και γεμίζει απόβλητα!

       Ο Σοφοκλής όσο αυτή συνέχιζε και καθόταν δίπλα του ένιωθε σαν πυρακτωμένο σίδερο. Σκέψη, συναισθήματα, επιθυμίες, οράματα, είχαν εξαφανιστεί μέσα σε μια νέκρωση που τον είχε παραλύσει. Ένιωθε άδειος χωρίς περιεχόμενο, κάτι σαν  τάμπουλα ράζα. Για καλή του όμως τύχη ένα κομμάτι καλής μουσικής που ακούστηκε από το διπλανό σπίτι τον ξύπνησε και τον χαροποίησε αφάνταστα. Έτσι αφού έριξε μια ερευνητική ματιά  στο διπλανό αγρόκτημα απ’ όπου ξεκινούσε ο ήχος κοίταξε στη συνέχεια με στοργή τη γυναίκα και της είπε με πρόσωπο που άρχισε να φέγγει  από ευτυχία κι ελπίδα:

       --- Σ’ άκουσα! Η γνώμη μου είναι πως πρέπει όλοι μας να ενδιαφερθούμε για το περιβάλλον και τα όντα που ζουν σ’ αυτό. Ωστόσο εγώ βλέπω μόνο την καταστροφή παντού!

      --- Γιατί το λες αυτό;

      --- Γιατί σήμερα διάβασα στον τοπικό τύπο πως αύριο γιορτάζεται η παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος με ειδική αναφορά  στους βιότοπους. Την ίδια όμως στιγμή το οικολογικό έγκλημα από τον άνθρωπο συνεχίζεται σε πολλούς βιότοπους της χώρας μας όπως σ’ αυτόν της Γιάλοβας. Το ίδιο συμβαίνει και στο Μεξικό που χιλιάδες βαρέλια πετρέλαιο  χύνονται στη θάλασσα του κόλπου μετά τη βλάβη στην εξέδρα άντλησης της εταιρείας που είναι υπεύθυνη για την εκμετάλλευσή του. Η οικολογική καταστροφή είναι ανυπολόγιστη και το κόστος της αντιρρύπανσης θα ξεπεράσει τα είκοσι εκατομμύρια δολάρια. Επίσης σύμφωνα με την έκθεση του WWF  για να επανέλθω στα δικά μας, εννέα από τους δέκα ελληνικούς υγρότοπους που προστατεύονται από τη διεθνή συνθήκη Ραμσάρ απειλούνται εξαιτίας της συρρίκνωσης της έκτασής τους από τη ρύπανση που τους προκαλούν η ροή των αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων. Η οικολογική καταστροφή σαν θέλεις να μάθεις στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα έλλειψης συντονισμού της πολιτικής βούλησης. Όμως με το πλέον αισιόδοξο σενάριο της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας εφόσον ολοκληρωθούν άμεσα τα έργα προστασίας της και σταματήσει η ρύπανση και η αποστράγγισή της η λιμνοθάλασσα θα ανακάμψει σε περίπου δέκα χρόνια από σήμερα.

    Η Αντιγόνη τον άκουσε με προσοχή. Ύστερα του είπε με ύφος ταπεινό:

    --- Εγώ είμαι ερευνήτρια κι όχι ρεπόρτερ κι αυτά που μου λες δεν τα παίρνω και σοβαρά υπόψη! Κι επειδή έχουν ακούσει πολλά τ’ αυτιά μου όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος έχω μάθει να είμαι δύσπιστη και να κρατώ μικρό καλάθι σε όσα λέγονται! Έτσι συνεχίζω να είμαι υπηρέτης της αλήθειας και να κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να σώσω το περιβάλλον! Και το ελάχιστο να κάνω το θεωρώ όμως μεγάλο βήμα!

    --- Το κατάλαβα αυτό, από τότε που σε είδα! της είπε με μια ένταση στη φωνή του ο Σοφοκλής και την άγγιξε με το χέρι του στην ωμοπλάτη ανεπαίσθητα. Το ξέρω πως όλα όσα λέγονται για την προστασία του περιβάλλοντος δε γίνονται μονομιάς και πως τα πιο πολλά είναι λόγια  και τρικ επικοινωνίας των πολιτικών και όσων έχουν συμφέροντα διαπλοκής μαζί τους. Το ξέρω πως τα πιο πολλά που λέγονται για τη διάσωση του περιβάλλοντος είναι λόγια και πως απέχουν πολύ από την πράξη.   Όμως εμείς δεν πρέπει να  μένουμε απλοί παρατηρητές! Συμφωνείς;

      ---Συμφωνώ! Γι’ αυτό σου ζήτησα να γίνεις αρωγός στην προσπάθειά μου στην έρευνα που κάνω και να με στηρίξεις!

     --- Σου είπα και χθες πως την έχεις εξασφαλίσει!

      Η Αντιγόνη έλαμψε από χαρά. Μέσα της μια ανάλαφρη αύρα που έμοιαζε σαν σκίρτημα αγάπης τη διαπότιζε ως τα μύχια της καρδιά της. Τον είχε ερωτευθεί; Ίσως! Τόσο γρήγορα; Μάλλον! Όμως της ήταν δύσκολο να ξεδιαλύνει τι συναίσθημα ήταν αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή γι’ αυτόν και την είχε σχεδόν ξετρελάνει! 

      --- Αχ! Τι όμορφα που είναι μαζί σου! ξεφώνισε με μια παιδιάστικη φωνή ο Σοφοκλής σαν την είδε να λάμπει ολόκληρη μετά τη συγκατάθεσή του να την στηρίξει και προσκόλλησε τα μάτια του πάνω της αχόρταγα.

     Αν τον κοίταζε κανείς εκείνη τη στιγμή θα έβλεπε πως έμοιαζε μ’ εκείνους τους εραστές που φαίνονται δειλοί και νευρικοί αλλά απολαμβάνουν αυτό που νιώθουν απόλυτα. Έδειχνε όμως και μια ανυπομονησία να κάνει δική του αυτή τη θερμή σάρκα που έδειχνε να φλέγεται από πόθο και μαρτυρούσε μια ασυγκράτητη επιθυμία  τόσο για πνευματική αλλά και σωματική ηδονή.

     Έτσι αναστατωμένος από τον πλατωνικό και σαρκικό του πόθο για τη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, ένιωθε αμηχανία και δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Να δείξει τρυφερότητα και να της εξομολογηθεί τα συναισθήματα  του με όποιο κόστος κι αν υπαγόταν αυτό ή να πνίξει το πάθος του και να το αφήσει για άλλη φορά; Και με μια γρήγορη απόφαση επέλεξε τη σιωπή και της είπε με μάτια ακίνητα και πλημμυρισμένα από μια μικρή απογοήτευση αλλά και ένταση μαζί:

    --- Να πάρει ο διάβολος, ήμουν στον ψαρά χθες το βράδυ και η είδηση που πήρα από τα χείλη του δεν είναι καθόλου καλή!

    Η Αντιγόνη πολύ θα προτιμούσε να ακούσει εκείνη τη στιγμή από το στόμα του κάτι πιο προσωπικό και πιο τρυφερό! Κάτι που θα της έδινε την ευκαιρία να του ανοίξει κι αυτή την καρδιά της και να του πει πως αισθάνεται γι’ αυτόν! Αλλά δεν ήταν τυχερή! Έτσι μια στενόχωρη σιωπή απλώθηκε στο πρόσωπό της, δείχνοντας να της στοίχισε η δειλία και η μετριοφροσύνη του.

      --- Σαν πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να γιατρέψουμε το περιβάλλον; τη ρώτησε κι ένα παράπονο φάνηκε πως έφυγε από μέσα του.

      Η στενόχωρη σιωπή της Αντιγόνης κράτησε για λίγο ακόμη. Έτσι βάζοντας όσο μπορούσε ευχάριστη χροιά στα λόγια της, τον ρώτησε λακωνικά χωρίς να του απαντήσει:

      --- Τι σου είπε ο ψαράς;

      --- Να, δυσάρεστα πράγματα! Τα ψάρια ψοφάνε στην Μπούκα και τα πουλιά πεθαίνουν στη Γιάλοβα!

      --- Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να επέμβουμε;

      --- Όσο να  ‘ναι.

      --- Τι μπορούμε να κάνουμε;

      --- Μια διαμαρτυρία και μια έρευνα να δούμε το μέγεθος της καταστροφής και τις αιτίες της. Ύστερα ας τα βγάλει πέρα η κεντρική υπηρεσία περιβάλλοντος του υπουργείου με τις κυρώσεις και τα πρόστιμα σε όσους κρίνει υπαίτιους κι ένοχους. Αυτά νομίζω είναι αρκετά για την ώρα.

      --- Τουλάχιστον δεν είχαμε κανένα θάνατο ύποπτο εξαιτίας των φυτοφαρμάκων! Κάτι είναι κι αυτό, παρήγορο στις τόσες καταστροφές των ψαριών και των πτηνών.

      --- Είναι. Όμως στο παρελθόν είχαμε πολλούς!

      --- Το ξέρω! Φοβάμαι καμιά επιδημία.

      --- Κάποιος αγρότης όμως είναι βαριά άρρωστος και τον περιμένουν. Ίσως να είναι από καρκίνο του πνεύμονα. Το κρύβουν και δεν το ανακοινώνουν.

      --- Θα το ερευνήσουμε και θα μάθουμε. Αν είναι καρκίνος δεν υπάρχει ελπίδα να ζήσει. Αν κάτι σαν μόλυνση ή ήπια μορφής δηλητηρίαση ίσως υπάρξει σωτηρία. Θα δούμε.

     --- Ο κόσμος όμως ανησυχεί κι έχει φοβηθεί. Είναι τρομαγμένος και βρίσκεται σε απελπισία απροστάτευτος. Οι υπηρεσίες είναι αδιάφορες και τα κέντρα ερευνών ασυντόνιστα και με πενιχρούς τους πόρους λειτουργίας τους. Μερικά δε λειτουργούν καν. Έχουν κλείσει ή υπολειτουργούν! Πρέπει να δημιουργήσουμε μια ομάδα προστασίας των πασχόντων κι όσων ζητούν ιατρική βοήθεια σε πρωτογενή μορφή. Αν περιμένεις από τα νοσοκομεία τότε ζήτω που καήκαμε!

    --- Χρειάζονται όμως χρήματα γι’ αυτό. Πού θα τα βρούμε; Ποιος φορέας θα αναλάβει τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου κέντρου χωρίς κέρδος;

   --- Θα ζητήσουμε τη συμπαράσταση του κόσμου! Θα μας βοηθήσει!

   --- Θα το παλέψουμε! Όμως είμαστε τόσο μόνοι!

  --- Το ξέρω! Μάτι δεν έκλεισα απόψε σαν έμαθα την κακή είδηση από τον ψαρά για τις καταστροφές. Η σκέψη μου όλο εκεί πάει.

        Κούνησε το κεφάλι της.

  --- Πες μου, τι σου ανέφερε ακριβώς για την καταστροφή;

       --- Πως τα ψάρια ξεβράστηκαν ψόφια στην ακτή και τα πουλιά στη Γιάλοβα έπεσαν κάτω νεκρά! Και πως μέρα παρά μέρα λιγοστεύουν από κάποια θανατηφόρα αιτία.

      Είπε αυτά και σταμάτησε. Ύστερα έγειρε το κεφάλι δεξιά, κοίταξε κατάματα την Αντιγόνη και παίζοντας αργά- αργά με τα δάχτυλά του, πρόσθεσε:

      --- Όμως τώρα ήρθα να κλείσουμε μια συμφωνία που θα μας κάνει ευτυχισμένους. Το περιβαλλοντικό το συζητάμε κι αύριο.

     Η καλοπροαίρετη ματιά της τον έκανε να συνεχίσει.

     --- Σκέφτηκα να βγαίναμε το βράδυ εσύ, εγώ και ο καπετάνιος με τη Ρόζα τη φίλη του και να το ρίχναμε λίγο έξω πηγαίνοντας στην ταβέρνα που ακούει στο όνομα << Αποβάθρα >>. Τι λες; Έχει καλό κρασί και πρώτης τάξης ψαράκι φρέσκο!

     Τα μάτια τής γυναίκας φάνηκαν να πέταξαν σπίθες. Και με μια κοριτσίστικη φωνή που ακούστηκε σαν μουσικό κομμάτι τριγύρω του αποκρίθηκε:

     --- Καιρό είχα ν’ ακούσω μια τέτοια ωραία πρόσκληση!  Αποτραβηγμένη εδώ στην ερημιά μόνη, οι ευκαιρίες μου  για συντροφιά είναι ελάχιστες. Έτσι μετά παρρησίας σου δηλώνω πως δεν μπορώ να το αρνηθώ με τίποτα!

     --- Ε, τότε αφού δέχεσαι θα καλέσω και τον καπετάν Κωνσταντή με τη Ρόζα! Ελπίζω να τους γνωρίζεις!

     --- Πως! Ο ψαράς με προμηθεύει ωραία φρέσκα ψάρια! Έχω ακούσει πως είναι και μαχητικός οικολόγος! Ενδιαφέρον άνθρωπος! Και η Ρόζα καλή!

     --- Μετά από εδώ θα τους επισκεφτώ για να τους κάνω την πρόταση. Είμαι βέβαιος πως δε θα αρνηθούν. Πριν όμως το κάνω θέλω να σου διηγηθώ κάτι που διάβασα στην τοπική εφημερίδα και έχει σχέση με το περιβάλλον. Ελπίζω να μη σε πληγώσω!

    Η Αντιγόνη με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια τού έκανε νεύμα με μια κίνηση του κεφαλιού της ν’ αρχίσει.

    --- Πρέπει να στο πω, ξεκίνησε αυτός γιατί το θεωρώ σημαντικό να σε ενημερώσω αφού κι εσύ για τον ίδιο σκοπό με μας αγωνίζεσαι. Διάβασα λοιπόν πως  η  Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία κατήγγειλε πως κάποιοι ασυνείδητοι λαθροκυνηγοί σκότωσαν τον ψαραετό της Γιάλοβας το πιο διάσημο πουλί του είδους του στην Ελλάδα. Το σπάνιο αυτό πουλί είχε διανύσει τρεις χιλιάδες διακόσια πενήντα χιλιόμετρα για να ξεχειμωνιάσει στην πατρίδα μας πιστό στο ραντεβού του επί δέκα ολόκληρους χειμώνες. Το πτώμα του άτυχου πουλιού βρέθηκε από κάποιο κάτοικο στα όρια του καταφυγίου που απαγορεύεται το κυνήγι και της περιοχής που επιτρέπεται. Με το δακτύλιό του που είχε στο πόδι διαπιστώθηκε πως το πουλί είχε δακτυλιωθεί στη Λαπωνία πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν ήταν ακόμη νεοσσός.

      Ο ψαραετός συγκαταλέγεται στην κατηγορία των σπανίων ειδών, προστατεύεται από την ευρωπαϊκή οδηγία για τα πουλιά και απαγορεύεται να το κυνηγούν. Πολλοί λένε πως γύρω στους εκατό ψαραετούς ξεχειμωνιάζουν στην Ελλάδα.  Κι όμως τα κακό έγινε. Πραγματική προστασία του φαίνεται πως δε γίνεται. Στα χαρτιά ίσως ναι στην πράξη όμως όχι.

      --- Λυπάμαι αν είναι έτσι τόσο τραγικά τα πράγματα, του είπε εκείνη σαν τελείωσε. Ας το αναφέρουμε κι αυτό στην κεντρική διοίκηση  του υπουργείου  ανάπτυξης και τροφίμων.  Πού ξέρεις μπορεί να τους ευαισθητοποιήσει το γεγονός και να πάρουν κάποια μέτρα προστασίας του. Ως τότε όμως ας έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα γιατί ο κίνδυνος της καταστροφής πάντα ελλοχεύει. Σ’ αυτή την προσπάθειά μας πιστεύω πως θα μας βοηθήσει και ο ψαράς. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να του ζητήσουμε να καταγράψει κάποιες γνώμες του για το πουλί αυτό. ας τον εμπιστευτούμε και ας του δώσουμε κάποια ευκαιρία να δράσει.

      --- Γι’ αυτό είπα να τον έχουμε απόψε στην παρέα μας!  Θέλω να τον φέρουμε πιο κοντά μας και να του αναθέσουμε πιο πολλές δραστηριότητες κι ευθύνες. Νομίζω έτσι πως είναι ευκαιρία να τον βγάλουμε κι από την άθλια ζωή του.

     --- Πολύ καλά το σκέφτηκες! Εγώ ελάχιστα ξέρω γι’ αυτόν αλλά  απ’ ότι λες κι εσύ είναι ένας άνθρωπος που αξίζει να τον έχεις δίπλα σου!

     --- Ναι, της είπε αυτός κι έδειξε μια κάποια συγκίνηση. Τους συμπαθώ και τους δυο γιατί είναι από τις τραγικές ιστορίες των ανθρώπων που σε κάνουν να πονάς σαν διαβάζεις τις σελίδες τους. Η Ρόζα πριν εγκατασταθεί εδώ και κάνει αυτό που κάνει είχε αγαπήσει έναν γιατρό μαιευτήρα και ήταν ευτυχισμένη. Ο γιατρός όμως είχε ένα θανατηφόρο περιστατικό σε μια γέννα όπου χάθηκαν μητέρα και το νεογέννητο κοριτσάκι. Δεν το άντεξε αυτό ο γιατρός που θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για το θάνατό τους και μετά από δύο μήνες βρέθηκε απαγχονισμένος στο εξοχικό του. Αυτό στοίχισε στη Ρόζα που ακολούθησε μετά βίο έκλυτο για να ξεχάσει. Έτσι σαν πέρασε φαίνεται από σαράντα κύματα κατέληξε εδώ  ν’ ανοίξει το επίσημο πορνείο της!

       Όσο για τον ψαρά, είναι χρυσός άνθρωπος αλλά ξέμεινε κι αυτός! Τα τρεχάματά του στη θάλασσα τον ξέκοψαν από τον κόσμο και τον έκαναν να  ξεχάσει τη γυναίκα και την οικογένεια! Πλησιάζει τα πενήντα και δε λέει ν’ ανοίξει λογαριασμό με καμία σοβαρή και να νοικοκυρευτεί. Με τη Ρόζα έχει  πάρε δώσε αλλά ποιος της έχει μπέσα. Έχει κανείς εμπιστοσύνη σε μια κοινή γυναίκα!

        Το καλό όμως να λέγεται! Βοηθούν την κοινωνία και οι δυο τους για να πάει μπροστά και με το παραπάνω. Το δε επίσημο πορνείο της δεν είναι σαν τ’ άλλα. Έχει εστιατόριο όπου μπορεί να φάει κάποιος φτηνά και καλά και βιβλιοθήκη για τις ώρες της περισυλλογής του πελάτη. Ένας ακούραστος φύλακας που τον αποκαλούν << Ρεμπώ>> για την αγάπη του στην ποίηση τα φροντίζει όλα ακόμη και τον κήπο και είναι το ανοιχτό μάτι για την άριστη λειτουργία του επίσημου πορνείου. Ο δε ψαράς διαθέτει κι ένα υποτυπώδες εργαστήριο ψαριών που με την πείρα που έχει ερευνά τις ασθένειές τους και βγάζει τα συμπεράσματά του, που τα ανακοινώνει με πάθος στους υπεύθυνους άρχοντες. Αυτοί βέβαια δεν τον έχουν πάρει στα σοβαρά και πάντα σε κάθε επέμβασή του στις καταστροφές των ψαριών ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι.

     Η γυναίκα τον άκουγε με ενδιαφέρον. Κουλουριασμένη στη θέση της για να αποφύγει το λιγοστό κρύο, τον κοιτούσε αχόρταγα με τα δυο της ζωηρά μάτια που έλαμπαν σαν δυο αναμμένα κάρβουνα. Κι εκεί πάνω στην παύση του, του είπε  με μια φωνή χαρούμενη κι εκφραστική:

     --- Με τη Ρόζα έτυχε να συναντηθώ μια φορά κι από τότε κρατάμε μια καλή στάση η μία απέναντι στην άλλη. Έχω πάει και στο περίφημο πορνείο της όπως το λες. Κι αυτό γιατί θέλησα να δω από κοντά τη ζωή της. Προσπάθησα να κάνω και το ίδιο στον ψαρά αλλά δεν το πέτυχα. Λόγοι προσωπικοί και κάποια δόση προκατάληψης με εμπόδισαν να τον επισκεφτώ ως τώρα. Ίσως το επιχειρήσω στο εγγύς μέλλον.

     Ένιωσε το βλέμμα του Σοφοκλή πάνω της και συνέχισε:

      --- Κάποτε όμως πέρασα έξω από το σπίτι του τυχαία και κατάφερα να σταματήσω για λίγο και να παρακολουθήσω για μια στιγμή  τη ζωή του. Σάρωνε το εργαστήριό του και την αυλή του και φρόντιζε με σχολαστικότητα κάθε γωνιά που του φαινόταν πως ήταν εστία μόλυνσης. Είχε κι ένα κουβά γεμάτο με νερό και σαπούνι και πάστρευε τα πάντα έτσι που άστραφταν από την καθαριότητα. Ακόμη πήρε το μάτι μου να έχει σ’ ένα άλλο κουβά ψάρια και να τα ταχτοποιεί με προσοχή σε διάφορες γυάλες. Τα έπαιρνε από τον κουβά και τα έβαζε κατά μεγέθη. Φαίνεται θα τα χρησιμοποιούσε στην έρευνά του για τις αρρώστιες τους! Έδειχνε απλός, συγκεντρωμένος και μετρημένος. Πρέπει να αγαπά πολύ αυτό που κάνει και να νιώθει ευτυχισμένος!

     --- Τι θλιβερό κι αυτό! Να ενδιαφέρονται οι απλοί άνθρωποι για τη φύση και οι υπεύθυνοι για τη σωτηρία της να σιωπούν και να νίπτουν τας χείρας τους!

     --- Είναι  φριχτό! Όμως πρέπει να αντισταθούμε και να σταματήσουμε κάθε παραμόρφωση που της προκαλείται.

     --- Ναι! όσο δύσκολο κι άχαρο κι αν φαίνεται!

     Τα μάτια της Αντιγόνης φάνηκε πως υγράνθηκαν. Έδειχνε πληγωμένη και στενοχωρημένη από τη συζήτηση και σκέφτηκε να πει κάτι άλλο για να συνέλθει. Έτσι για να διώξει την κατάθλιψη που και στους δύο είχε απλωθεί είπε με χαρούμενη ζωηρότητα:

     --- Αυτές τις μέρες κάνω το πορτρέτο της Ρόζας! Έμαθε για τον ερασιτεχνισμό μου στη ζωγραφική και με φορτώθηκε! Έτσι σχεδόν κάθε πρωί ποζάρει και τα λέμε! Είναι ασύγκριτη σε ομορφιά κι αυτό δίνει νόημα στην τέχνη μου!

   --- Ώστε ζωγραφίζεις; της έκανε με μια λάμψη στο πρόσωπο ο Σοφοκλής και την κοίταξε πολλή ώρα στα χείλη, στα μάτια και στα μαλλιά.

   --- Ναι! του είπε κι έδειξε να χάρηκε. Είμαι πολύ τυχερή που το κάνω γιατί αλλιώς θα έπληττα εδώ στην άκρη του κόσμου. Νομίζω πως μου ανήκει και μένα μια ευχάριστη όψη της ζωής!

   --- Βέβαια! Σου ανήκει και είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνεις!

   --- Εξάλλου οι άνθρωποι εντυπωσιάζονται σαν τους δίνεις εκείνα που τους χρειάζονται. Το θεωρούν αποθέωση της ύπαρξής τους και το διεκδικούν. Άφησε που είναι και μια στιγμή της αιωνιότητας αυτό που δέχονται να τους αποθανατίσεις!

   --- Κάνεις πολύ καλά!  Πιστεύω πως έτσι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι με την πληρότητα που την κερδίζουν μόνο με τη δημιουργία.

    Εκείνη τον κοίταξε με ένα αχνό χαμόγελο χωρίς να του αποκριθεί. Ο Σοφοκλής ένιωσε εντονότατο ενδιαφέρον να μάθει περισσότερα για την τέχνη της ζωγραφικής. Είχε μείνει κατάπληκτος που μια γυναίκα επιστήμονας έβρισκε χρόνο ν’ ασχοληθεί έστω και ερασιτεχνικά με μια μορφή της τέχνης. Έτσι νιώθοντας την ξαφνική επίδραση που του είχε προκαλέσει γενικά η τέχνη στη ζωή του από τότε ακόμη που ήταν μαθητής του δημοτικού, τη ρώτησε στην τύχη θα έλεγε κανείς όπως ρίχνει κάποιος τυφλός τα βέλη του:

     --- Τι νιώθεις αλήθεια, εκείνη τη στιγμή που ο χρωστήρας σου βάφει τη λευκή επιφάνεια του πίνακα;

    --- Ω! του έκανε αυτή με τραγουδιστή φωνή και τον κοίταξε με μια υπέροχη έκφραση που ποτέ του δεν είχε δει ή φανταστεί σε άλλον άνθρωπο. Τι να νιώσω! Την ομορφιά και τη λεπτότητα που βγαίνουν μέσα από τις τολμηρές πινελιές μου! Και σαν ολοκληρωθεί το έργο την τέλεια ευαισθησία που μου δίνει δύναμη να ζήσω και να συνεχίσω.

   --- Αγαπητή μου! της είπε αυθόρμητα και το λαμπερό του βλέμμα έπεσε πάνω της. Πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να φτιάξεις και το δικό μου πορτρέτο! Σίγουρα αυτό θα με κάνει πιο πολύ ευτυχισμένο απ’ ότι είμαι τώρα που βρίσκομαι κοντά σου!

   --- Ευχαρίστως! Αλλά  πρέπει να έρθει η σειρά σου! Δε θέλω να νομίσεις πως σε κοροϊδεύω αλλά έχω πολλή δουλειά! Που να φανταστώ κι εγώ πως θα γινόμουν διάσημη με τον ερασιτεχνισμό μου!

   Η ατμόσφαιρα έγινε πιο εγκάρδια. Η γυναίκα στη συνέχεια τον ρώτησε αν ήθελε να πιούνε κάτι δροσιστικό. Εκείνος έγνεψε όχι. Αυτή συνέχισε:

   --- Προτιμώ τα γυναικεία πορτρέτα. Δεν ξέρω γιατί. Θα κάνω όμως μια εξαίρεση και θα σε βάλω στη λίστα. Όταν είμαι σε καλή φόρμα όπως αυτή την εποχή δεν αργώ και το τελειώνω πολύ γρήγορα.

      Εκείνος χάρηκε. Το έδειξε με μια τρυφερή ματιά που έριξε σ’ αυτή και στον κήπο. Αφού κράτησε για λίγα λεπτά το ονειροπόλο βλέμμα του στις ομορφιές που άφηναν τα ανθισμένα λουλούδια και τα τρυφερά πράσινα φύλλα των δέντρων, τη ρώτησε σαν το έστρεψε πάνω της με τα όμορφα μισάνοιχτα χείλη του:

     --- Θα έχεις κι ατελιέ, πιστεύω;

     --- Ε, βέβαια!

     --- Πού το έχεις; Δεν το πήρε το μάτι μου.

     --- Στη βορινή πλευρά. Δίπλα από το εργαστήριο βιολογίας.

     Καθώς έστριβε τη ματιά του προς το σημείο εκείνο, ακούμπησε το χέρι του κατά λάθος στο μπράτσο της. Εκείνη ούτε που το τράβηξε καθόλου. Κοκκίνισε λίγο δείχνοντας τόλμη και υπομονή. Ο Σοφοκλής με το πάθος που είχε θα επιθυμούσε να το έχει   εκεί μια ολόκληρη ζωή.    << Αν νιώθω τόσο υπέροχα με το άγγιγμα και μόνο του χεριού της, φαντάσου τη φωτιά θα με κάψει σαν η φιλία μας ανθίσει σε έρωτα, που το βλέπω πως ήδη έχει γίνει, και σμίξουμε τα κορμιά μας >> σκέφτηκε και χάιδεψε με το άλλο χέρι του ένα μπλε χωνάκι μιας περικοκλάδας που τρεμόπαιζε ελαφρά και λικνιζόταν μπρος πίσω, δίπλα του.

    Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε της είπε στο τέλος μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο:

    --- Σε συγχαίρω για την επιλογή σου να ποζάρει η Ρόζα. Έχει τόσο ανάγκη τον ενδιαφέρον και την αναγνώριση μας. Ξέρεις τι καλό θα της κάνει αυτό. Έτσι μοναχική που είναι ο πόνος της είναι πιο οξύς από το δικό μας.

   --- Συμφωνώ! Έχεις δίκιο!

   --- Τυχερή που σε γνώρισε!

   --- Κι εγώ!

   --- Τυχεροί και οι δυο σας! Θλιβερό θα ήταν αν δεν γνωριζόσαστε. 

   --- Είμαστε γυναίκες μόνες. Κι αυτό μιλάει από μόνο του.

   Ο Σοφοκλής γέλασε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

   --- Δεν το πιστεύεις αυτό;

   --- Υπάρχουν όμως και οι άντρες!

   --- Ναι, του έκανε κοφτά αυτή κι έδειξε να το διασκέδασε.

   --- Διαφωνείς;

   --- Δε διαφωνώ αλλά είναι μακρύς ο δρόμος ώσπου να φτάσεις σ’ αυτούς και να τους συναντήσεις! του είπε μ’ ένα τρανταχτό χαμόγελο και του έσφιξε αυτή τώρα δυνατά το μπράτσο.

   Ωστόσο φάνηκε να μετάνιωσε γι’ αυτή της την αδιαντροπιά αλλά και τη θρασύτητά της κι αναφώνησε:

    ---Για το όνομα του Θεού, τι κάνω! Παραφέρθηκα στ’ αλήθεια! και τραβήχτηκε ελάχιστα από κοντά του. Όμως δεν πρέπει να ξεχάσω αυτό που ήθελα να σου πω για τη Ρόζα. Ήταν δώδεκα και μισή μιας Κυριακής που με επισκέφτηκε. Έδειχνε καλόκαρδη και πριν μου ζητήσει αυτό που είχε στο νου της με παρακάλεσε να μην το αναφέρω πουθενά. Ύστερα μουδιασμένη και με λεπτότητα μου ζήτησε να της φιλοτεχνήσω το πορτρέτο της. Το απαιτούσαν μου εξήγησε οι πελάτες της και το ήθελαν κρεμασμένο στον τοίχο για να τη θαυμάζουν! Κι αυτή μου εξομολογήθηκε πως το θεωρούσε κράχτη στη δουλειά της και καλό θα έκανα να της το φτιάξω. Ακόμη μου αποκάλυψε κι ένα της βίτσιο που είχε να κρεμάει στον τοίχο πολλά πορτρέτα της από διαφορετικούς ζωγράφους. Κάνει δηλαδή συλλογή των πορτρέτων της. Το βρήκα ενδιαφέρον και πολύ πρωτότυπο αυτό και τη συμβούλευσα να το συνεχίσει. Σ’ όλη την κουβέντα μας τη χάρηκα και τη βρήκα πολύ καθώς πρέπει. Σοβαρή κι εκεί που έπρεπε έκανε και το χιούμορ της! Μου άρεσε πολύ ο χαρακτήρας της, τι να σου πω! Αυτό ήταν και η αιτία που δέχτηκα να της ζωγραφίσω το πορτρέτο. Με λύγισε με τον τρόπο της και τα καλά της λόγια, Ξέρει να μιλάει και αποσπά το θαυμασμό και την εκτίμηση του ομιλητή. Μπράβο της!

    Ο Σοφοκλής έσμιξε τα φρύδια του. Όμως το ύφος του έγινε υποκριτικό και γέλασε.

     --- Γιατί αυτό; τον ρώτησε και γύρισε περισσότερο δεξιά το κεφάλι της για να τον δει καλύτερα.  

     Αυτός γέλασε με το ίδιο  ύφος.

     --- Γιατί γελάς; τον ρώτησε και γύρισε περισσότερο δεξιά το κεφάλι της για να τον δει καλύτερα.

     --- Γιατί μου φαίνεται παράξενη αυτή η συλλογή των πορτρέτων της. Δε συνηθίζεται. Μήπως κρύβει κάποια ψυχική ανωμαλία;

    --- Όχι, δε νομίζω, του είπε κοφτά εκείνη και τον πρόσεξε ιδιαίτερα στο πρόσωπο. Φυσιολογική είναι και μάλιστα κρύβει μια πνευματική αναζήτηση. Αλλά ίσως και να προσπαθεί να διασκεδάσει μ’ αυτό τον τρόπο  και τη μοναξιά της. Έτσι επηρεασμένη  απ’ αυτή της την επιλογή νιώθει ευχάριστα κι αυτό το μεταδίδει και στους άλλους.

    --- Τους επηρεάζει κι αυτούς θετικά θέλεις να πεις;

    --- Ακριβώς! Να τη δεις με τη χαρά και τη διάθεση φεύγει μετά την πόζα της θα εκπλαγείς! Είναι χίλιες φορές καλύτερη απ’ ότι ήρθε!

    --- Βλέπει και το πάθος σου με την τέχνη και κάνει ότι μπορεί να σε βοηθήσει!

    --- Όσο να είναι! Όμως δεν ξέρω τι κάνει αυτή για μένα αλλά εγώ ξέρω τι έκανα γι’ αυτή!  Θέλω να πω για την ιδέα που μου κόλλησε στο μυαλό να της φτιάξω το πορτρέτο και πριν ακόμη μου το ζητήσει. Μάλλον επειδή είναι καλός άνθρωπος! Τι άλλο! Ας είναι πόρνη σέβεται τον εαυτό της και τους άλλους και ζει πάντα με τους κανόνες και την ηθική. Αυτές οι αρχές της την βοήθησαν να απλωθεί και πιο πέρα από τον οίκο ανοχής της και να διατηρεί κι ένα μικρό εστιατόριο δίπλα από τον οίκο της για να χορταίνουν με λίγα χρήματα οι πεινασμένοι και να βρίσκουν αποκούμπι οι απόκληροι. Ακόμη βοηθά τους ηλικιωμένους με δική της φροντίδα και τους στέλνει γιατρούς και νοσοκόμες στα σπίτια τους για να τους γιατρέψει. Αυτή πληρώνει τα φάρμακά τους και αυτή νοιάζεται να μην τους λείψει το φαγητό. Πολλοί λένε πως είναι μέλος σε ένα σύλλογο φιλανθρωπικής αρωγής και τα κάνει αυτά. Όπως και να έχει όμως το πράγμα φαίνεται πως ότι κάνει το κάνει γιατί αγαπά τους ανθρώπους. Έτσι τιμά και τον εαυτό της και τον άνθρωπο. Όμως ο νόμος είναι κακός και την κυνηγά. Ψάχνουν να τη βρουν παράνομη και να της στερήσουν το δικαίωμα της περίθαλψης των πασχόντων. Αυτή όμως δεν πτοείται από φοβέρες και τιμωρίες και συνεχίζει με μεγαλύτερη όρεξη κι ενθουσιασμό.

    Ο Σοφοκλής έδειχνε συγκινημένος από τα λόγια της. Και χωρίς να της απαντήσει κοίταζε με μελαγχολική διάθεση τον ανθώνα του κήπου που η απαράμιλλη ομορφιά του ξεχείλιζε σαν ποίηση κι έφτανε ως τα μύχια της καρδιά του. Γιατί τι άλλο εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να του έδινε τόση χαρά και να διώξει τη θύελλα που μαστίγωνε την ψυχή του; Γι’ αυτό επέμενε να κοιτάζει γύρω και να θαυμάζει ότι έβλεπε. Εδώ κι εκεί χιλιάδες μικρά λουλούδια έλαμπαν στον ήλιο σχηματίζοντας μικρές πολύχρωμες ανθοδέσμες. Τα φυτά με τους θαυμάσιους τάπητές τους ήταν χάρμα οφθαλμών. Κι εκεί που άφηναν τη μια ομορφιά και πήγαιναν στην άλλη διάφορα χαμηλά και υψωμένα χορτάρια μαζί με πολύχρωμα άνθη έδιναν μια ζωηρότητα από παράξενα χρώματα που έφτανε ως την άλλη άκρη του κήπου από εκεί που ερχόταν το μονότονο τραγούδι πότε ενός γρύλου και πότε κάποιας ακρίδας. Έξω τώρα από τον κήπο δυο αγροικίες, ένας κατεστραμμένος πυργίσκος και μερικοί φράχτες από αγιοκλήματα και γιασεμιά ανθισμένα, μεγάλωναν τη φαντασία και είχες την εντύπωση πως βρισκόσουν σε μια άκρη του παράδεισου.

     Τελικά μόνο σαν το βλέμμα του έπεσε στο μακρινό πάρκο το στολισμένο με αιωνόβια δέντρα κοντά στο ξωκλήσι του Αι - Γιώργη αποφάσισε να σταματήσει την περιήγησή του στην ομορφιά που τους αγκάλιαζε για να πει με μια ρομαντική διάθεση στη γυναίκα:

     --- Προσφιλές μέρος για τους ποιητές!

     --- Ναι, του απάντησε και κουνώντας τους ωραίους ώμους της πρόσθεσε: αν σου αρέσει τόσο μπορείς να έρχεσαι πιο τακτικά!

     Εκείνη τη στιγμή μια γυναικεία φωνή από το διπλανό σπίτι τούς διέκοψε καθώς καλούσε το σκύλο της να σταματήσει το γάβγισμα και να σιωπήσει. Και στη σιωπή που απλώθηκε ακουγόταν ανεπαίσθητα ο γρυλλισμός του σκύλου που δεχόταν με ιδιαίτερη ανακούφιση το χάδεμά της. Ο ήλιος που έμπαινε από ένα άνοιγμα των δέντρων άφηνε λίγο τη σκιά του σκύλου και της γυναίκας να κινούνται σαν φιγούρες πάνω στην πράσινη χλόη.

     --- Η φύση έχει στολιστεί ίδιο με γυναίκα και μας συνεπαίρνει, ψιθύρισε ο Σοφοκλής και δίνοντας μια επίσημη χροιά στη φωνή του συμπλήρωσε με μια μυστικότητα: ωστόσο πρέπει ν’ αφήσω αυτό τον πλημμυρισμένο από χαρά κι ευτυχία τόπο και να φύγω. Όπως η φύση με αγκαλιάζει έτσι κι εγώ έχω να αγκαλιάσω κάποια πολύ αγαπημένα μου πράγματα!

      Σηκώθηκε και κίνησε για την πόρτα. Τον ακολούθησε και η Αντιγόνη και σαν βγήκαν έξω περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλο στο διάδρομο ως την εξώπορτα. Εκεί σαν αυτός βρισκόταν κιόλας στο δρόμο του φώναξε με την απαλή φωνή της:

      --- Εύχομαι να περάσουμε καλά το βράδυ! και υψώνοντας τα μάτια της μέχρι τα δικά του, του έριξε ένα βλέμμα γρήγορο σαν αστραπή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                    

 

                                             

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ   5

 

 

 

 

 

 

     

 

         Στις εννιά κατέφθασαν και οι τέσσερις στην ταβέρνα << ΑΠΟΒΑΘΡΑ >>. Οι δυο άντρες ντυμένοι άψογα, φορούσαν τζιν παντελόνι, μπουφάν μαύρο, πουκάμισο με φαρδιά μανίκια σε χρώμα άσπρο ο Σοφοκλής και καφέ σκούρο ο ψαράς. Άρβυλα επίσης και οι δυο με τη διαφορά πως του  καπετάνιου ήταν με γκέτες που έφταναν ως ψηλά στα γόνατα. Οι γυναίκες ήταν κι αυτές ντυμένες με πολύ γούστο. Άφηναν να φαίνονται οι καμπύλες τους μέσα από τα φίνα φουστάνια τους και περισσότερο η Ρόζα. Τα αρώματά τους ήταν φίνα κι ακριβά και ευωδίαζαν πεύκο. Ωραίες γυναίκες και οι δυο που εύκολα κανείς θα μπορούσε να τους δώσει το χαϊδευτικό <<γοητευτικές τίγρεις >>.

       Η Αντιγόνη είχε κοντά μαύρα μαλλιά και η Ρόζα μακριά ξανθιά. Η πρώτη μαύρα μάτια σπινθηροβόλα και η δεύτερη πράσινα γεμάτα πάθος και φιληδονία. Τα στήθη τους πλούσια και τα χείλη τους τρυφερά σαν βελούδο. Όσο για τα πόδια τους ήταν σκέτα έργα τέχνης. Τορνευτά και λευκά σαν μάρμαρο.

       Η ταβέρνα ήταν θαυμάσια. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και η διακόσμηση περίτεχνη και παραδοσιακή με πολλά αντικείμενα κρεμασμένα ή τοποθετημένα επάνω σε ξύλινες βάσεις, όπως ρόκες, σιδερωστιές, χαλινάρια, αρίλογοι, λυχνάρια, σαμάρια και ανέμες. Οι κουρτίνες από αλγερινό ύφασμα ήταν ραμμένες καταπληκτικά κι έπεφταν τραβηγμένες προσεχτικά στα μεγάλα παραθυρόφυλλα. Το φως αρκετό ενώ κεριά ήταν αναμμένα στα τραπέζια σαν διακόσμηση κι έδεναν ωραία με τα στρωμένα με μπλε καρό τραπεζομάντιλα που μύριζαν πάστρα και αγνό σαπούνι. Στο βάθος μέσα σε μια θαμπή ομίχλη από το λιγοστό φως φαίνονταν οι προσόψεις των βαρελιών που η μυρωδιά του αρωματισμένου κρασιού τους έφτανε ως τις μύτες τους.

       Γύρω κόσμος απλός της καθημερινότητας και του μόχθου συνδιαλεγόταν και γελούσε μέσα σε σιγανό ξεφωνητό και αστραπιαία ξεσπάσματα μιας αυθόρμητης έξαρσης. Που και που έβλεπες και κάποιο τραπέζι να έχει κι ανθρώπους επώνυμους, πλούσιους και κοσμικούς που τους άρεσε να έρχονται εδώ και να απολαμβάνουν τη σοβαρή ατμόσφαιρα της λαϊκής ταβέρνας. Εύκολα τους ξεχώριζες με μια ματιά από τα ακριβά τους ρούχα, τα γυαλιστερά τους πρόσωπα και τα πολυτελή δαχτυλίδια που άστραφταν στα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα των φλύαρων γυναικών.

     Τα φαγητά που έφαγαν τους άρεσαν όλα και τους φάνηκαν πολύ νόστιμα. Είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δεκάδες λιχουδιές και προτίμησαν τις πιο  υγιεινές και παραδοσιακές. Έφαγαν εξαιρετικό ψητό κοτόπουλο στα κάρβουνα, ρύζι σπυρωτό με μυζήθρα, λαζάνια και σαλάτα από τομάτα και πιπεριές. Ήπιαν εύγεστο κρασί της περιοχής και στο τέλος γεύτηκαν μήλα με μέλι και κανέλλα.

    Ο Σοφοκλής  δικαιολογημένα καμάρωνε που τους έφερε εδώ γιατί η ιδέα ήταν δική του. Και σαν  διάβασε στα μάτια τους την ευχαρίστηση που ένιωθαν έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ο ίδιος ήταν που τους συνέστησε μετά το φαγητό να διασκεδάσουν ακούγοντας μουσική και να χαλαρώσουν κοιτάζοντας τα περιζήτητα εκθέματα στους τοίχους και στα ράφια. Μόνο σαν τους είδε να θέλουν να πιάσουν τη συζήτηση, τους είπε για να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον:

    --- Τα μάθατε, πιστεύω! Για τα επικίνδυνα μέταλλα μιλάω, που βρέθηκαν στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Κι αυτό εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες και στα θερμοκήπια.

    Ο ψαράς  τον κοίταξε και ακολούθησε μακρά σιωπή. Σε λίγο ψιθύρισε:

    --- Αντίο γλυκιά ζωή, θέλεις να πεις! Αντίο ωραίο μας περιβάλλον!

    --- Ναι, αλλά πρέπει να γίνει κάτι να το σώσουμε!

    --- Να γίνει!

    --- Ένας λόγος είναι αυτός! Τις δυσκολίες τις σκέφτεσαι; Είπε  ο Σοφοκλής κι έσκυψε προς το μέρος της Αντιγόνης.

     Εκείνη χαμογέλασε. Σαν όμως χάρηκε που φάνηκε πως την κολάκεψε με την κίνησή του αυτή του είπε τα εξής:

     --- Χτες μου έστειλαν μια ωραία πέστροφα για να την εξετάσω! Αύριο θα ξέρω πια χημική ουσία τη σκότωσε! Όμως ως τώρα οι μετρήσεις που βρέθηκαν σε τέτοιο είδος θανάτου, δυστυχώς ήταν αποθαρρυντικές. Οι υψηλές τιμές σε υδράργυρο του νερού δείχνει να ευθύνεται για το θάνατό τους.

     --- Φταίνε τότε τα στραγγίσματα από τις αποθέσεις απορριμμάτων στις χωματερές, πρόσθεσε ο ψαράς βάζοντας στην τσέπη του μπουφάν του ένα λευκό σημειωματάριο.

     --- Φταίει! ψέλλισε η Αντιγόνη άτονα δείχνοντας στενοχωρημένη.

     ---- Κι όπως βλέπεις Σοφοκλή η καταστροφή είναι μεγάλη, είπε εκνευρισμένος ο ψαράς και κοκκίνισε το πρόσωπό του από το θυμό.

    --- Είναι, ναι δυστυχώς!

    ---  Εμένα τα μάτια μου βλέπουν πολλά στις στεριές και στις θάλασσες που γυρίζω! Τόσα όσα δεν μπορείτε να φανταστείτε εσείς οι στεριανοί αλλά και οι άνθρωποι των γραφείων!

     Είπε αυτά και φάνηκε να ένιωσε κάποια ενοχή γιατί νόμισε πως φωτογράφησε το Σοφοκλή και την Αντιγόνη. Αυτοί απλά σκέφτηκαν πως είχε δίκιο και δεν εννοούσε αυτούς. Η δε Αντιγόνη του είπε:

     --- Η έρευνα όμως που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι των γραφείων μην ξεχνάς πως είναι σημαντική. Χωρίς αυτή τα χέρια των φορέων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι δεμένα!

     --- Ναι, είπε αυτός αλλά δε μίλησα για τους αδιάφορους γραφειοκράτες!

     Τότε η Ρόζα φάνηκε να εντυπωσιάστηκε απ’ αυτό που άκουσε και του είπε ψιθυριστά:

      --- Λες τότε για αυτούς με τις χρωματιστές γραβάτες και τις χοντρές αλυσίδες στα χέρια!

      --- Ακριβώς!

      --- Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι που τους θεωρούμε κατώτερα όντα κι όμως κάνουν πολλά για το περιβάλλον. Τους ξέρεις;

      --- Ποιους εννοείς;

      --- Τους ξενόφερτους στη Γιαννίτσαινα. Έκαναν το χάνι που τους παραχώρησε ο δήμος για διαμονή αληθινό παλάτι. Δηλαδή σπίτι με τα όλα του. Καθάρισαν την αυλή, έβαψαν τους τοίχους, φύτεψαν περικοκλάδες και βασιλικούς σε μπιντόνια και στόλισαν όλη την πρόσοψη με φανταχτερή διακόσμηση. Έφτασαν ακόμη στο σημείο να μαζεύουν κάθε μέρα τα παλιόχαρτα και τις σακούλες που πετάνε εκεί οι ασυνείδητοι αγρότες και να κάνουν τον τόπο να λάμπει. Τους μιμήθηκαν έτσι και οι άλλοι μετανάστες που ζούνε σε αγροτόσπιτα και καλύβες κι έκαναν το ίδιο. Έχω την εντύπωση πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν στο αίμα τους την καθαριότητα και πως είναι γι’ αυτούς πραγματική αρχοντιά.

     Ο ψαράς χάρηκε πολύ με τα λόγια της. Ένα ανεπαίσθητο γελάκι φύτρωσε στα χείλη του και σαν έσβησε είπε:

     --- Πρέπει να κάνουμε κάτι και γι’ αυτούς!

     Ο Σοφοκλής ξερόβηξε. Ύστερα τον ρώτησε:

     --- Σαν τι;

     --- Κάτι σαν γλέντι! Να τους τραπεζώσουμε μια μέρα να δούνε πως είναι να τρως και να πίνεις καλά!

    Γέλασαν με τον τρόπο της σκέψης του και υποσχέθηκαν με τη ζωηρή τους ματιά πως δεν είχε και άδικο. Κάποια στιγμή ίσως να γινόταν κι αυτό. Προς το παρόν όμως είχαν άλλες σκοτούρες.

    Η Ρόζα όμως έδειχνε θυμωμένη. Κι αφού ξανάβαλε στη θέση τής τσάντας της ένα χαρτομάντιλο που το χρησιμοποίησε να φρεσκαριστεί στο πρόσωπο είπε με τη γλυκιά κι αισθησιακή φωνή της:

    --- Θέλω να πω και κάτι ακόμη! Και νομίζω πως έχω αυτό το δικαίωμα. Κοντά σ’ αυτούς τους δυστυχείς που λέμε είναι το ποτάμι με τις όμορφες όχθες του από λυγαριές, ιτιές κι αγράμπελες.  Σε μια του μικρή σπηλιά σχηματίζεται μια λίμνη με μια παραδεισένια αμμουδιά που είναι χαρά Θεού να κάθεσαι και να απολαμβάνεις τη θάλασσα και τη γύρω περιοχή. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη ζούνε χιλιάδες βατράχια. Τα έχω δει με τα μάτια μου και τα ακούω τα βράδια που κοάζουν ασταμάτητα. Ζούνε εκεί από τότε που παρουσιάστηκαν και οι άνθρωποι και είναι αχώριστοι φίλοι! Κι όμως πριν από δυο μήνες θεωρήθηκαν λάφυρα από κάποιους εμπόρους και οδηγήθηκαν στην καταστροφή και την εξαφάνιση. Έπιαναν τους βατράχους οι μπράβοι τους για ελάχιστα χρήματα και μετά αυτοί τους πωλούσαν σε μια εταιρεία που τους παραχωρούσε με το αζημίωτο σ’ ένα εργαστήριο βιολογίας για πειράματα! Δεν τους ένοιαζε αν ήταν νεκροί ή ζωντανοί, αρκεί να ήταν βάτραχοι! Η δουλειά γινόταν τις νύχτες με κάθε προφύλαξη και με τη στήριξη ενόπλων ομάδων. Όμως οι περίοικοι είλωτες τους πήραν χαμπάρι κι ένα βράδυ τους της έστησαν!  Και σαν οι εισβολείς βρίσκονταν μέσα στο νερό ψαρεύοντας τους βατράχους αυτοί τους αιφνιδίασαν και με τα ρόπαλα τους έκαναν του αλατιού! Ε, από εκείνο τα βράδυ δεν επιχειρήθηκε πια καμιά επίσκεψη υπόπτων στο ποτάμι!

     Ο Σοφοκλής είπε:

     --- Θα θυμόσαστε όλοι σας πως κι άλλα καλά πράγματα έχουν κάνει αυτοί οι παρεξηγημένοι άνθρωποι.

    --- Εγώ δε θυμάμαι, είπε η Ρόζα και θέλω να μάθω! Αν δε σε κουράζει μπορείς να το επαναλάβεις!

    --- Έσωσαν το ποτάμι από τα απόβλητα των ελαιοτριβείων! Αυτοί πρωτοστάτησαν στη φονική μάλιστα συμπλοκή που έγινε πριν πέντε χρόνια και σταμάτησαν τα εργοστάσια αυτά να ρίχνουν τα λύματά τους μέσα στο ποτάμι. Τα ανάγκασαν να στραφούν στο βιολογικό καθαρισμό των αποβλήτων τους και να ξεβρομίσει η περιοχή από τα λιόζουμα, τα λιοκόκια και τις δύσοσμες μυρωδιές τους.

   --- Ε, τότε αυτοί οι άνθρωποι είναι σύμμαχοί μας! αναφώνησε η Αντιγόνη κι έδιωξε ένα σκουπιδάκι με το χέρι της που είχε καθίσει στην άκρη του μανικιού της.

   Μια όμορφη ψηλή γυναίκα μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα συνοδευόμενη από έναν κομψό άντρα. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω τους και φάνηκαν να γοητεύτηκαν από την εικόνα. Έτσι σιώπησαν μέχρι που το ζευγάρι κάθισε. Ύστερα σαν ελευθερώθηκαν από το ερέθισμα γύρισαν πάλι στα δικά τους.

   --- Λοιπόν θέλετε να σας πω κι άλλο που μου έκανε εντύπωση! είπε σπάζοντας τη σιωπή η Αντιγόνη κι έκανε έναν μορφασμό δείχνοντας την προσπάθειά της να αρχίσει.

   --- Πως δε θέλουμε!  την παρότρυνε ο Σοφοκλής που κρατούσε καλά το ρόλο  του συντονιστή όταν το ήθελε.

   --- Θα σας πω για τους Ρουμάνους με τα βότσαλα! Μου φέρνουν τα πιο μεγάλα και λεία και μου ζητούν να τους τα ζωγραφίσω, με παραστάσεις από ψάρια, σταυρούς και χελώνες της θάλασσας. Ύστερα τα τοποθετούν στους χώρους του καταυλισμού τους και κάνουν μάθημα περιβαλλοντικό στα παιδιά τους. Έχουν ενδιαφερθεί να διατηρούν το μέρος γύρω από τα ζωγραφισμένα βότσαλα καθαρό έτσι που σαν το βλέπεις να νιώθεις πως είσαι σ’ ένα μικρό παράδεισο.

      Ο ψαράς άκουσε την ιστορία και τη σχέση της με την τέχνη και θυμήθηκε το πορτρέτο της Ρόζας. Έτσι προσποιούμενος μια φυσική έξαψη της στιγμής σαν θεατρίνος τη ρώτησε με έπαρση:

     --- Πώς πας με το πορτρέτο της;

     Εκείνη πέρασε βιαστικά τα χέρια της από τα μαλλιά της και του αποκρίθηκε μ’ ένα δυνατό γελάκι:

     --- Ωραία! Μου χρειάζεται όμως λίγος χρόνος ακόμη.

     Ύστερα κοίταξε γλυκά τη Ρόζα. Αυτή έκανε ένα μορφασμό με τα σαρκώδη της χείλη που έμοιαζαν να στάζουν αίμα από το πολύ κοκκινάδι που είχε βάλει. Κι όλοι τους πρόσεξαν και περισσότερο ο καπετάνιος πως τα όμορφα μάτια της ήταν γεμάτα σπιρτάδα, έρωτα κι αισθησιασμό. Ήταν αυτό το πρόσωπο θα έλεγες κανείς ότι έπρεπε για να γίνει πορτρέτο.

      Η Αντιγόνη έσκυψε κοντά της και της ψιθύρισε:

      --- Είσαι αξιαγάπητη κι όμορφη! Το πορτρέτο σου θα είναι υπέροχο!

      Ο καπετάν Κωνσταντής άπλωσε το χέρι του και το έδωσε στην Αντιγόνη. Σαν της το έσφιξε της είπε χαριτολογώντας:

      --- Υποσχέσου μου πως θα φτιάξεις και το δικό μου πορτρέτο!

      Αυτή στύλωσε το βλέμμα της πάνω του ξαφνιασμένη και σιώπησε για λίγο. Μετά με τα ματόκλαδά της σμιχτά σαν να ήταν αφοσιωμένη σε περίσκεψη του είπε:

      --- Ευχαρίστως, αλλά μετά της Ρόζας και του Σοφοκλή. Αυτοί έχουν προτεραιότητα προς το παρόν.

      Τα λόγια της τους έκανε όλους να γελάσουν. Αυτή τότε δείχνοντας το Σοφοκλή, τον ρώτησε:

      --- Δε μου ζήτησες να στο φιλοτεχνήσω και σένα; Πες το να μη νομίζουν πως λέω ψέματα!

      Εκείνος χαιρόταν για την όμορφη συζήτηση και είχε βυθιστεί στη σκέψη του. Έτσι έδειξε να ξαφνιάστηκε. Ωστόσο έκανε μια προσπάθεια να ξυπνήσει και να της πει:

     --- Τι θέλεις να πω, όχι! Αφού στο ζήτησα!

     --- Ορίστε! Έκανε γελώντας η Αντιγόνη και φάνηκε να βελτίωσε ακόμη περισσότερο τη διάθεση της.

     Ακουμπώντας και τα δυο του χέρια με τους αγκώνες του ο Σοφοκλής πάνω στο τραπέζι και στηρίζοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις χούφτες του, τη ρώτησε με μια ρομαντική διάθεση:

     --- Βάζεις στο κάτω μέρος των πινάκων σου την υπογραφή σου; και στράφηκε ολόκληρος με θερμό βλέμμα να την κοιτάξει.

     Αυτή μ’ ένα εξαίσιο λυρισμό του αποκρίθηκε:

    --- Το συνηθίζω!

    --- Δεν είναι και παράδοξο!

    --- Όχι, λογικό. Γιατί έτσι φαίνεται η ταυτότητα του δημιουργού.

    --- Έχεις διαβάσει περί τέχνης κι αισθητικής;

    Η φωνή του Σοφοκλή, γλυκιά και μελωδική την έκανε να αναριγήσει και να της ενισχύσει τη δύναμη να μιλήσει.

    --- Διαβάζω, ναι, όλα τα έργα περί αισθητικής κι ας είμαι ερασιτέχνης ζωγράφος. Μ’ αυτό τον τρόπο της φιλομάθειας γύρω από την τέχνη πιστεύω πως μπορώ να ανακαλύπτω την αληθινή γνώση του Ωραίου για να φτιάξω και σπουδαία έργα! Φυσικά δε μιλάω για αριστουργήματα. Αυτά ανήκουν σε άλλους. Στο ατελιέ μου έχω κάθε λογής βοηθήματα, σχέδια, βιβλία, προπλάσματα, γκραβούρες, φωτογραφίες, και σκίτσα που τα μελετάω και μαθαίνω πολλά για την τέχνη της ζωγραφικής. Γιατί η έμπνευση δε φτάνει από μόνη της για να δημιουργήσεις αλλά θέλει και την εμπειρία της γνώσης. Αυτό μοιάζει σαν να την προκαλείς. Και την προκαλείς διαβάζοντας και μαθαίνοντας γι’ αυτή. ‘Όμως όπως και να έχουν τα πράγματα ποτέ δεν πρέπει ένας καλλιτέχνης να χάνει το θάρρος του μπροστά της και να το βάζει στα πόδια όσο μικρός κι αν είναι.

    --- Θαυμάσια! της έκανε ο Σοφοκλής και της άγγιξε τρυφερά το χέρι.

    Η Ρόζα που είχε μπει πολλές φορές τόσο στο ατελιέ της εξαιτίας του πορτρέτου της, όσο και στο εργαστήριό της,  πήρε το θάρρος για να πει:

    --- Μπαίνοντας κανείς στο  ατελιέ της βλέπει θαυμάσιους πίνακες βαλμένους εδώ κι εκεί μ’ έντονες χρωματισμένες κορνίζες, άσπρα πανιά και καβαλέτα παλιά και καινούργια πασπαλειμμένα με χρώματα, μολύβια και κιμωλίες. Τα θαυμάζεις όλα και στυλώνεις ύστερα τα μάτια σου,  στα ολοκληρωμένα έργα. Κι εκεί διακρίνεις το μεγάλο στυλ. Αν και ξέρω λίγα γύρω από την τέχνη, η ομορφιά όμως που εκπέμπουν εύκολα μου δείχνουν πως έχουν σημαντική αισθητική  γι’ αυτό και μου αρέσουν.

     Η Αντιγόνη βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι  υψώνοντας το δείκτη του δεξιού χεριού της είπε λυγισμένη από την πολλή δόξα της στιγμής που εισέπραττε:

     --- Δεν είμαι Ρέμπραντ ούτε και Γκόγια!

     --- Κι όμως δουλεύεις τόσο συνειδητά και τίμια!  

     --- Νιώθω ίσως απέραντη μοναξιά γι’ αυτό το κάνω!

     --- Σημασία έχει το αποτέλεσμα κι όχι η γενεσιουργός αιτία! Αυτό μετράει!

     Ο Σοφοκλής εκείνη τη στιγμή  έπαιζε μ’ ένα μικρό χαρτί που βρήκε μπρος του. Ήταν κάτι σκαλισμένο πάνω του σαν πρόσωπο ανθρώπου με ήρεμα χαρακτηριστικά. Αφού το κοίταξε για λίγο ακόμη με κάποια τρυφερότητα κι ένιωσε φαίνεται την ανάγκη να μιλήσει είπε στην Αντιγόνη:

      --- Αν δω το πορτρέτο της Ρόζας που της ετοιμάζεις μπορώ να κρίνω αν είναι αριστούργημα ή όχι! Και για να το πω καλύτερα, αν αξίζει τον κόπο να ασχολείσαι με την τέχνη!

     Εκείνη γέλασε.

     --- Δεν υπάρχει πιο αξιοθρήνητη πράξη, του είπε, από την κριτική. Δε θέλω γνώμες τρίτων γι’ αυτό που κάνω! Μου αρκεί που δημιουργώ και νιώθω ωφέλιμη. Αυτό με κάνει αυτάρκη κι ευτυχισμένη!

     --- Έχεις δίκιο, της είπε  και την αγκάλιασε με το διάχυτο βλέμμα του. Κι εγώ όταν γράφω τα μυθιστορήματά μου νιώθω έτσι. Προπάντων δε όταν περιγράφω τους ήρωές μου και τους εξαφανίζω τα άγρια ένστιχτά τους, αναδεικνύοντάς τους εκείνα τα πιο καλά. Είναι σαν να βάζω τότε φωτιά στο κακό και να το καίω. Οι τέχνες μας μοιάζουν. Έχουν πολλές ομοιότητες με την πιο σημαντική αυτή που διώχνουν την απραξία που τη θεωρώ μεγάλη μάστιγα του ανθρώπου.

     Έχοντας την αίσθηση πως όλοι πρόσεχαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα λόγια του, συνέχισε μετά από μια μικρή παύση:

      --- Κι αυτό που κάνουμε και οι τέσσερις να παίζουμε επιμελώς με τη φροντίδα του περιβάλλοντος είναι τέχνη και μάλιστα ουσιαστική. Είναι κάτι σαν να παίζεις πιάνο. Να συνθέτεις ένα βαλς. Είναι σαν να έχεις ένα απελπισμένο άνθρωπο που ρέπει προς τον γκρεμό κι εσύ να τον σώζεις. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να αποφεύγεις τον κίνδυνο και να αγγίζεις τη λύτρωση και την αθανασία μέσω της δημιουργίας.

     Ο ψαράς τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο που ο Σοφοκλής νόμισε πως ήταν έτοιμος να τον αγκαλιάσει. Δεν το έκανε προς στιγμή αλλά σηκώθηκε και μ’ ένα ποτήρι στο χέρι στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του. Γύρω του βούιζαν οι ομιλίες και η μουσική. Ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Και το έκανε. Σήκωσε το ποτήρι και με στεντόρεια φωνή είπε εκεί μπροστά σε όλους: <<ο Σοφοκλής είναι πολύ μεγάλος άνθρωπος. Αναγνωρίζει το έργο μας μιλώντας τόσο όμορφα! >> και σκύβοντας τον αγκάλιασε και τον φίλησε πολλές φορές στα μάγουλα. Ύστερα συγκινημένος, είπε:

    --- Θυμάμαι πόσο με βοήθησες σε στιγμές που είχα αναδουλειά και το είχα ρίξει στο ποτό. Απελπισμένος και ποτό είναι λίγο ζόρικο. Με είδες έτσι ξοφλημένο και με ρώτησες, γιατί; Σου είπα μου τύχανε αναποδιές. Κι εσύ σαν πατέρας με συμβούλεψες να κάνω υπομονή και θα τις ξεπεράσω. Μου έδειξες και στοργή. Μου είπες, πως ότι θέλω να έρθω σε σένα και να με βοηθήσεις. Ήρθα και σώθηκα!

    Τα μάτια της Ρόζας έκαναν το γύρω για λίγο και ύστερα σταμάτησαν πάνω στο Σοφοκλή.

    --- Το θυμάμαι κι εγώ αυτό, ψιθύρισε ντροπαλή.

    --- Ε, καλά! Όλοι το θυμόμαστε είπε και ο Σοφοκλής και τσίμπησε με το πιρούνι του από το πιάτο του, ένα κομμάτι κρέας από το κοτόπουλο. Μη τα συλλογιέστε τώρα αυτά δεν αξίζει τον κόπο. Ήρθαμε εδώ για να διασκεδάσουμε κι όχι για να εκτιμήσουμε τα περασμένα.

    --- Εγώ δεν το ήξερα αυτό, είπε η Αντιγόνη.

    --- Να, που το έμαθες! είπε ο ψαράς και κατάπιε τώρα καθισμένος στη θέση του όσο κρασί είχε μέσα στο ποτήρι.  

    Η αλήθεια ήταν πως ο καπετάνιος ήταν καταϋποχρεωμένος στο Σοφοκλή. Και ήθελε να του το ξεπληρώσει. Δεν ήξερε όμως πως. Έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτόν, αλλά τι; Ποιος ξέρει, μπορεί στο μέλλον να του παρουσιαζόταν αυτή η ευκαιρία. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πει τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Κι αυτό έκανε. Κι απ’ ότι φάνηκε το πέτυχε. Ευχαρίστησε το Σοφοκλή αλλά και τους άλλους.  Ο Σοφοκλής τον γνώριζε καλά. Τόσο την αθώα και παιδική του ψυχή όσο και την αγάπη του στη φιλοφρόνηση και τα καλά λόγια. Έτσι είπε:

     --- Θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε! Ε, Κωνσταντή; Το θυμάσαι κι εσύ; Ήταν πρωί και καθόμουν στο γραφείο μου σκαλίζοντας χαρτιά και την αλληλογραφία μου.  Καλοκαίρι και ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά στον ουρανό όταν χτύπησες το τζάμι της πόρτας και ζήτησες να μου δείξεις κάτι. Σαν άνοιξα κι εγώ το φύλλο και σε είδα μ’ ένα κεφάλι ψαριού στα χέρια να μου λες συντριμμένος, << χιλιάδες είναι τέτοια ψόφια στην ακτή. Έλα να με βοηθήσεις να βρούμε τον ένοχο >> σου άνοιξα και σ΄ έμπασα μέσα άρον- άρον αρχίζοντας να σε  ρωτάω τι είδες και τι ήξερες. Από τότε η πόρτα του σπιτιού μου είναι ανοιχτή για σένα μέρα νύχτα.

    Ο καπετάνιος έδειξε να χλόμιασε. Η θύμηση αυτή πολύ τον συντάραξε. Το κακό αυτό με τα ψόφια ψάρια  ήταν μεγάλο και δύσκολα έφευγε από το μυαλό του. Μια νέα αναφορά του τώρα έμοιαζε σαν να του έξυνε παλιές πληγές.

   --- Ας το πάρει το ποτάμι αυτό, ψιθύρισε και κατέβασε με μετριοφροσύνη τα μάτια.

   Για λίγο σιώπησαν και οι τέσσερις. Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε τα μάτια τους έπεσαν πάνω στο γραφικό μάγειρα της ταβέρνας που βαριεστημένος να ψήνει κλεισμένος στον αποπνικτικό χώρο της κουζίνας βγήκε να πάρει καθαρό αέρα και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντί τους ξαναμμένος και κουρασμένος. Φορούσε μια λευκή μακριά ποδιά και είχε τα μανίκια της μπλούζας του ανασηκωμένα. Κάπνιζε κι έπινε ενώ γυρνούσε νευρικά το κεφάλι του πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη της αίθουσας. 

    --- Να και οι αδικημένοι της ζωής! ψιθύρισε η Αντιγόνη και τον κοίταξε με στοργή.

    Ο καπετάν  Κωνσταντής είχε σηκωθεί και είχε σταθεί στην πόρτα του μαγαζιού. Είχε δει από το τζάμι το ψαροκάικο του καπετάν Σφυρή και μην μπορώντας να κρατηθεί στη θέση του, πήδηξε πάνω και πήγε να το απολαύσει. Το μπρίκι εκείνη τη στιγμή έμπαινε με την πλώρη του σπαθωτή στο λιμάνι και πλησίαζε την προβλήτα για να δέσει. Η θάλασσα φωτισμένη απ’ το φως της στεριάς την έκανε να αστράφτει και να παιχνιδίζει ενώ το λιγοστό κύμα ράντιζε με τον αφρό του το όμορφο σκαρί και ο φλοίσβος που ακουγόταν χτυπώντας το, έμοιαζε σαν φωνή που του κελαηδούσε μυστικά τραγούδια αγάπης.

     Ο καπετάν Κωνσταντής  σχεδόν μαγεμένος απ’ αυτό που έβλεπε έκανε νόημα και στους άλλους να κοιτάξουν και να χαρούν το θέαμα. Τον άκουσαν και στρέφοντας τα κεφάλια τους είδαν ότι εκείνος έβλεπε. Το μπρίκι να συνεχίζει τη ρότα του λίγα μέτρα από την προβλήτα και να μοιάζει σαν θεόρατη πέτρα να πλέει μέσα στη θάλασσα. Σχεδόν όλα τα ξάρτια του ξεχώριζαν και μαζί τους οι φλόκοι, οι μαίστρες, οι παπαφίγγοι, οι γάμπιες, οι τρίγγοι και τα πόμπολα. Ακόμη και το σωτρόπι διακρινόταν μέσα στο  θαμπό φως της νύχτας.

     Η Αντιγόνη για μια στιγμή είδε την καμπίνα του καπετάνιου και με φωνή ενθουσιασμού τους φώναξε περιχαρής:

     --- Να και κάτι που δεν είχα δει! Κοιτάξτε το εικόνισμα του Αι- Νικόλα ψηλά που κρέμεται! Και το  καντηλάκι πως φωτίζει αναμμένο!

     Στη συνέχεια είδαν και τον καπετάν Σφυρή στο τιμόνι κι άλλα που ούτε στα όνειρά τους δεν φαντάζονταν πως θα τα έβλεπαν ποτέ. Είδαν το μαγειρειό, τα βαρέλια με το νερό, τον αργάτη, δίχτυα σωρούς, τρόμπες, σωσίβια κι ένα όγκο άλλα πράγματα κι εργαλεία που έχουν οι ναυτικοί μαζί τους.

     Ο καπετάν Κωνσταντής γέλασε για μια στιγμή δυνατά και ύστερα έπεσε σε βαθιά σκέψη. Η ψυχή του έγινε μελαγχολικό πουλάκι που πέταξε θα έλεγε κανείς πάνω από τη θάλασσα για να μαζέψει συντρίμμια κι αναμνήσεις που είχε ζήσει στην αγκαλιά της. Άκουσε ακόμη τον αέρα να σφυρίζει στ’ αυτιά του, να τραγουδά και να ψιθυρίζει τραγούδια μαγικά κι απόκοσμα. Κι έβλεπε που και που να περνούν από μπροστά του, κοπέλες ξανθιές σαν νεράιδες, ξωτικές κι ανθοστόλιστες. μαυρομάτες και λάγνες πάνω σε στρωμένα κρεβάτια με αρωματικές μυρωδιές ενώ τις συνόδευαν μαγεμένες μουσικές από μελωδικά λαγούτα και πολύφωνα σαντούρια.

    Ο Σοφοκλής τινάχτηκε πάνω κι αυτός.

    --- Πάμε έξω! τους φώναξε. Μας κράζει η θάλασσα δεν τον ακούτε! και πήγε και στάθηκε δίπλα στον Κωνσταντή.

     Οι δυο γυναίκες έκαναν το ίδιο. Έτσι περασμένα μεσάνυχτα περπατούσαν και οι τέσσερις στην προβλήτα και ροκάνιζαν το χρόνο τους κοιτάζοντας τον αφρό του κύματος που φιλούσε το μικρό πλεούμενο που είχε δέσει στο μόλο.

    Έμειναν ήσυχοι στην προβλήτα και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τις βάρκες, τα ψαροκάικα και τις μαούνες. Η ομορφιά ήταν τέτοια που τους άφηνε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη και μια γλυκιά πραότητα στην ψυχή. Ένα δυνατό κύμα σε λίγο τους πιτσίλισε  και τους έκανε να απομακρυνθούν και να πλησιάσουν το μικρό προσκυνητάρι του Αι - Νικόλα. Εκεί αφού έσκυψαν και προσκύνησαν την εικόνα του γλίστρησαν σαν φίδια  πάνω στην άσφαλτο κι άρχισαν να κάνουν ένα περίπατο  κάτω από τις λεύκες του δρόμου κατά μήκος της παραλίας. Μπροστά πήγαιναν ο καπετάνιος και η Ρόζα έχοντας περασμένα τα χέρια τους στους ώμους με αριστοκρατικό βάδισμα και έκφραση ονειρική ψιθυρίζοντας γλυκά λόγια στηριγμένα στην αγάπη τους. Πίσω ακολουθούσαν ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη ο ένας δίπλα στον άλλον  καρφώνοντας με τα μάτια τους τα πρόσωπά τους  και φρενιασμένοι από χαρά που οι παραισθήσεις τους, τους έκαναν να βλέπουν τον έναν στην αγκαλιά του άλλου και να πνίγονται στα φιλιά. Ωστόσο κανείς δεν έκανε την αρχή κάποιας ζεστής θωπείας. Ώσπου κάποια στιγμή ο Σοφοκλής εκμεταλλεύτηκε το σκοτάδι που άφηνε μια καμένη λάμπα του στύλου και την  αγκάλιασε γεμάτος ευτυχία και πάθος. Εκείνη δεν ξαφνιάστηκε καθόλου λες και το περίμενε. Σφίγγοντάς τον τότε κι αυτή στην αγκαλιά της του ψιθύρισε μ’ έναν γλυκό αναστεναγμό:

    --- Τόσο καιρό σε περίμενα!

    --- Κάλιο αργά παρά ποτέ! της είπε αυτός και τη φίλησε πολλές φορές στα χείλη με την καρδιά του σφιγμένη από τα συγκίνηση και το ρίγος που ένιωθε εξαιτίας του πάθους του.

    Σαν ξέφυγε από την αγκαλιά του η Αντιγόνη τον έπιασε από το χέρι. Αμέσως τον τράβηξε κάνοντας ελάχιστα βήματα ως την άλλον στύλο. Κάτω από το φως τον κοίταξε μέσα βαθιά στα μάτια και του ψιθύρισε ευτυχισμένη:

    --- Μετά το φαγητό επιθυμούσα να βγούμε έξω. Όμως δεν μπορούσα να στο ζητήσω μπροστά στους άλλους. Να που έγινε τόσο ξαφνικά και τόσο αθόρυβα. Δεν ξέρω γιατί ήθελα πολύ να το κάνω αυτό, αλλά κάποια στιγμή η συνάντηση αυτή που έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Αυτό το συναίσθημα το ένιωσα και πριν λίγες μέρες όταν περνούσα έξω από το σπίτι σου. Μια ακατανίκητη επιθυμία σαν και τη σημερινή μ’ έπιασε που μου ζητούσε να έρθω μέσα και να σε συναντήσω. Στάθηκα έξω από τον κήπο, ακούμπησα τα χέρια μου στο φράχτη κι έριξα το βλέμμα μου στο παράθυρό σου. Ήταν σούρουπο, το φως φώτιζε αδρά εσένα και τα βιβλία σου αφήνοντας μια ομορφιά και μια μαγεία να πλανώνται σε όλο το χώρο. Σε ζήλεψα έτσι αφοσιωμένος που ήσουν στην ηδονή της γνώσης. Σκέφτηκα να καβαλήσω το φράχτη και να έρθω κοντά σου. Δεν το έκανα γιατί μου ήταν πολύ δύσκολο και θα έσπαζα τα μούτρα μου σαν το επιχειρούσα. Αφέθηκα τότε να σε κοιτάζω! Κι έφυγα μόνο σαν έφυγες κι εσύ και χάθηκες μέσα στους άλλους χώρους του σπιτιού σου.

    Σαν τελείωσε την έπνιγαν τα αναφιλητά.

    Ο Σοφοκλής εκείνη τη στιγμή του φάνηκε πιο όμορφη και πιο ψιλή απ’ ότι ήταν. Μην ξέροντας τι να της πει την έπιασε κι από τα δυο χέρια κι άρχισε να της τα χαϊδεύει τρυφερά.

    Η Αντιγόνη όμως έδειχνε δυνατή παρά τη συγκίνησή της και του είπε:

    --- Είμαι φτωχή χωρίς εσένα!

    --- Ξέρεις καλά ότι θα σ’ αγαπώ πάντα! Α        ς μη σκεφτόμαστε πια το αντίθετο, της είπε συγκινημένος εκείνος και τη φίλησε τρυφερά στο λαιμό και ύστερα στα χείλη.

    Περνούσαν τώρα έξω από το ταβερνάκι του Μαρτσέλου. Εκεί στάθηκαν και κοίταξαν μέσα στην αίθουσά του. Ένα όμορφο πολύφωτο με κεριά φώτιζε τη σάλα που οι λευκοί της τοίχοι ήταν διακοσμημένοι από θαλασσινούς πίνακες με καϊκια, βάρκες, ψάρια και αγριεμένα κύματα να δέρνουν τη στεριά. Στη μέση του τραπεζιού με ολόλευκο τραπεζομάντιλο που πάνω του φαινόταν ένα πιάτο με τραγανές τηγανισμένες σαρδέλες, και κόκκινο κρασί, ήταν μαζεμένοι απλοί άνθρωποι που έτρωγαν με ηρεμία και συζητούσαν σιγανά τα προβλήματα και τις αγωνίες τους. Οι γυναίκες όλες όμορφες με τα ρούχα τους να θροίζουν καθώς έσκυβαν να τσιμπήσουν τα ψαράκια, κοιτούσαν τους άντρες και γελούσαν ευτυχισμένες, ενώ εκείνοι στιγμή δεν έπαυαν να τις αγκαλιάζουν με τη φροντίδα και την καλή κουβέντα. Κι ενώ αυτά συνέβαιναν και η μουσική που έφτανε στ’ αυτιά τους μόλις μετά βίας, το ρολόι του τοίχου έδειχνε δύο μετά τα μεσάνυχτα! Με αφορμή το προχωρημένο της ώρας  ο Σοφοκλής της είπε:

     --- Τέτοια ώρα γίνονται τα πιο ευχάριστα!

     --- Είσαι σίγουρος;

     --- Πολύ σίγουρος! Σε αγαπώ! Αχ, τι ωραίος άνθρωπος που είσαι!

     --- Κι εσύ αξιαγάπητος! Φίλησέ με!

     Ο Σοφοκλής το έκανε αμέσως. Την έπιασε σφιχτά και με τα δυο του χέρια και τη φίλησε τρυφερά και με πάθος στα χείλη, στα μάγουλα και στο μέτωπο.  Σαν ξεκόλλησε από πάνω της την έπιασε από το χέρι κι άρχισαν να περπατούν σιγά- σιγά ακολουθώντας τους άλλους δυο που είχαν φτάσει σχεδόν στη μικρή ξύλινη γέφυρα και κοίταζαν τα νερά του ποταμού που κελαρύζοντας έγλειφαν τα βράχια και κυλούσαν στη θάλασσα.

     --- Να πάρει ο διάβολος! μουρμούρισε ο Σοφοκλής  και τους έδειξε με το χέρι του. Κοίτα τι γρήγορα προχωρούνε τα πιτσουνάκια μας! Υποθέτω πως θέλουν να τελειώσει γρήγορα η μαγευτική αυτή βραδιά αφού δεν έχουν τίποτα άλλο να πουν και να κάνουν!

    --- Όχι, του έκανε αυτή και του έσφιξε το χέρι. Δεν είναι έτσι όπως τα λες! Απλά όλα τελειώνουν κάποτε. Μην είσαι υπερβολικά αστείος!

    Γέλασε εκείνος κι έδειξε να συμφωνεί μαζί της. Εκείνη του είπε:

    --- Αν δε γελιέμαι νομίζω πως μας περιμένουν.

    --- Ναι και μου φαίνεται έτσι που στέκονται πως προσεύχονται για μας!

    Το γέλιο βγήκε από το στόμα και των δυο αυθόρμητο. Κι αφού   πήραν

μια βαθιά ανάσα συνέχισαν τον περίπατο. Λίγο πριν από τη γέφυρα ο Σοφοκλής συνειδητοποίησε κάτι που τον έκανε να ανησυχήσει. Η θέα και μόνο αυτής της γυναίκας που της έπιανε το χέρι τον αναστάτωνε σε μεγάλο βαθμό που του προξενούσε μια ηδονή φόβου. Αν την έχανε πως θα το αντιμετώπιζε; Και όσο θα την είχε μαζί του πως θα απάλυνε την έμμονη ιδέα του πως από στιγμή σε στιγμή θα τον εγκατέλειπε;

     Στη γέφυρα σαν έφτασαν έσμιξαν με τους άλλους δυο που τους περίμεναν. Έκανε λίγο κρύο και η υγρασία ήταν ενοχλητική μαζί με τον αέρα που μύριζε φύκια και αρμύρα.  Ο Σοφοκλής παραδόξως τα ρουφούσε με απόλαυση αυτά και συνέχιζε να σφίγγει το χέρι της αγαπημένης του ανάμεσα στο δικό του. Και του άρεσε τόσο πολύ που  στιγμές- στιγμές το έφερνε στο στόμα του και της το φιλούσε χωρίς να έχει κανέναν ενδοιασμό. Σε κάποια στιγμή κάνοντας τη σκέψη πόσο πολύ την αγαπά τη ρώτησε με μια αστραπιαία χαριτωμένη έκφραση:

    --- Πώς θα τελειώσουμε τη βραδιά;

    Η  Αντιγόνη του έκανε νόημα πως αυτό που τη ρώτησε αφορά και τους άλλους. Έτσι αυτός αποτάθηκε και σ΄ αυτούς ρωτώντας τους με αστείο τρόπο:

    --- Πώς λέτε κι εσείς να τελειώσουμε τη βραδιά;

     Η Ρόζα γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Ο καπετάνιος είχε στραμμένο το κεφάλι του προς το μέρος της θάλασσας. Και στους δυο ήταν σαφές πως δεν ήθελαν να αφήσουν τη νύχτα  σαν περνούσαν τόσο όμορφα.

    --- Τι μας συμβουλεύεις να κάνουμε; τον ρώτησε η Ρόζα πιστεύοντας πως την ίδια ερώτηση θα του έκαναν και οι άλλοι.

    --- Να τριγυρίσουμε όλη τη νύχτα ως το πρωί στην αμμουδιά! της αποκρίθηκε αποφασιστικά και κοίταξε με μια φρεσκάδα την Αντιγόνη.

    Ο καπετάν Κωνσταντής  στράφηκε τότε και μπήκε στην κουβέντα μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Σκέφτηκε πως σε μια ώρα έπρεπε να πάει να μαζέψει τα δίχτυα και σαν τους έριξε μια καλοσυνάτη εξεταστική ματιά, είπε μ’ ευχάριστο τόνο:

    --- Λοιπόν, αφεντικά σας τη χαλάω! Έχω σε λίγο δουλειά με τη θάλασσα και πρέπει να σας αφήσω! Αν μπορείτε και χωρίς εμένα κάνετε αυτό που σας πρότεινε ο Σοφοκλής. Είναι και πρωτότυπο αλλά κι ωραίο!

   --- Θα πας να μαζέψεις τα δίχτυα, ε; του μουρμούρισε εκείνος κι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του κοίταξε προς τον ορίζοντα της θάλασσας.

   --- Τι να κάνω; Αν τ’ αφήσω παραπάνω απ’ ότι πρέπει θα μου τα κάνουν κομμάτια τα ψάρια! Και τότε τι θα κάνω ο έρημος!

   --- Μας λες τότε πως δεν μπορείς να έρθεις, του είπε με χάρη η Ρόζα και άφησε ένα αχνό γελάκι. Αυτό δε λες;

   --- Ναι! Αυτό λέω! της αποκρίθηκε και κούνησε με κάποιο οίκτο το κεφάλι του.

   --- Τότε δυστυχώς κι εμείς θα φύγουμε, είπε με τρόπο αξιοθρήνητο και η Αντιγόνη και φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό που έχαναν.

   --- Δε θα μ’ ένοιαζε και πολύ, είπε για να δικαιολογηθεί ο καπετάνιος, αλλά να, τα έχω ρίξει σχεδόν κοντά στα Στροφάδια και θέλω περίπου μισή ώρα να πάω. Αν προσθέσεις και το μάζεμα με την επιστροφή, φέξε μου και γλίστρησα! Πότε θα είμαι πίσω; Με τον ήλιο μεσούρανα;

   Κούνησε απελπισμένος το κεφάλι του και πρόσθεσε:

   --- Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω!

   Οι άλλοι περίμεναν πάνω στο γεφύρι αναποφάσιστοι. Ο καπετάνιος είχε γίνει σχεδόν κάτωχρος από τη στενοχώρια του. Και τα λόγια του ήταν απλά, μετρημένα, γεμάτα συγκίνηση. Το μελαχρινό πρόσωπό του, τα καστανά μάτια του και τα σγουρά του μαλλιά έδιναν τόση σοβαρότητα στα λόγια του που όλοι τον πίστεψαν για τον πόνο που ένιωθε να τους αφήσει μόνους. Όμως κανείς δεν του έφερε αντίρρηση για να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Μόνο τα χείλη του Σοφοκλή σπαρτάρισαν άξαφνα δυο φορές για να του πει με τα πνιγηρά του λόγια που έβγαιναν από τα φυλλοκάρδια του:

    --- Μη στενοχωριέσαι, Κωνσταντή! Πάει τέλειωσε! Καλά περάσαμε ως εδώ, από εδώ και μπρος ας πάει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του! Και πιάνοντας από το μπράτσο την Αντιγόνη της ψιθύρισε:

    --- Έλα να σε πάω ως το σπίτι σου!

    Η παρέα σε λίγο διαλύθηκε αφού κι ο καπετάνιος πήρε από το χέρι τη Ρόζα και περνώντας τη γέφυρα κίνησαν για το επίσημο πορνείο.

    Το σπίτι της Αντιγόνης ήταν κι αυτό νότια κοντά σε απόσταση αναπνοής από το << εν πλω >> και το πορνείο. Αντίθετα τα σπίτια του Σοφοκλή και του ψαρά ήταν πριν από τη γέφυρα προς το βορρά και κοντά στο λιμάνι. Του Σοφοκλή του ήρθε μια ιδέα σαν περνούσαν έξω από το << εν πλω>> και πλησίαζαν στο σπίτι της. Και χωρίς ενδοιασμούς της τη φανέρωσε:

    --- Θέλω να πιούμε ένα καφέ στο << εν πλω>> και στην ησυχία του!

    Εκείνη χαμογέλασε δείχνοντας να συμφωνεί. Έτσι σε ελάχιστα λεπτά μπήκαν μέσα και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι που κοιτούσε προς τη θάλασσα. Σαν ήπιαν τους καφέδες τους και κουβέντιασαν διάφορα η Αντιγόνη ανασαίνοντας με ανακούφιση έγειρε τον ώμο του ενώ η καρδιά της χτυπούσε γιορτινά. Δέος την πλημμύρισε μπροστά στον ίδιο της τον εαυτό και στον άντρα που αγαπούσε και την αγαπούσε. Αυτό δε το οικείο συναίσθημα που ένιωθε ο ένας για τον άλλο πολύ ήθελε να το δυναμώσει και να το κάνει σπουδαίο, γεμάτο πνεύμα για να επιδρά πάνω τους, τόσο έντονο που να τους κάνει και τους δυο να ανατριχιάζουν μέχρι το κόκαλο. << Σαν κρίκοι μιας αλυσίδας, γίναμε>> συλλογίστηκε κι απλώνοντας το χέρι της του έσφιξε το δικό του, δείχνοντάς του την απέραντη αφοσίωσή της. Και σαν είδε πως κι αυτός έκανε το ίδιο, βυθίστηκε ξανά στις ονειροπολήσεις.

    Σε λίγο αποφάσισαν να φύγουν. Συμφώνησαν με πρόταση που έκανε ο Σοφοκλής  να συναντηθούν κάποια  από τις πρώτες μέρες του Απρίλη στο σπίτι του και να τα έλεγαν. Ο αξιαγάπητος τρόπος που συζητούσαν της τόνισε πως του άρεσε και θα ήθελε να τον επαναλάβουν. Επί πλέον είχε να της ανακοινώσει κάτι σημαντικό κι ενδιαφέρον για το περιβάλλον. Έξω από το σπίτι της την έσφιξε στην αγκαλιά του και φιλώντας την στα χείλη χώρισαν. Αυτή χάθηκε πίσω από την πόρτα του σπιτιού της κι αυτός τυλιγμένος στο όμορφο μπουφάν του απομακρύνθηκε πηγαίνοντας για το δικό του σπίτι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

 

 

                                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ   6

 

 

 

 

 

 

 

      << Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου και να ‘μαι πάλι στο γραφείο μου να σκαλίζω χαρτιά >> συλλογίστηκε ο Σοφοκλής και πήρε την πρώτη επιστολή της αλληλογραφίας του, μέσα από το φάκελο με τα λαστιχάκια στις δυο του γωνίες.

     Η αλήθεια είναι πως είχε ξενυχτίσει και είχε κοιμηθεί σχεδόν μόνο δυο ώρες. Και τούτο γιατί έπρεπε ν’ απαντήσει στο Ινστιτούτο Κυτταρολογικών Ερευνών  σχετικά μ’ ένα άρθρο που είχε διαβάσει στην τοπική εφημερίδα και μιλούσε << για Αμερικανούς που έκαναν πειράματα στον κόλπο της Κυπαρισσίας και σκότωναν κήτη>>. Επίσης μια άλλη επιστολή μιλούσε για το έργο του κι όφειλε να κρατήσει κάποιες σημειώσεις. Στη συνέχεια άρχισε να διαβάζει με αυξανόμενη αφοσίωση κι άλλες επιστολές ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε να ξεκουραστεί, νιώθοντας περηφάνια και χαρά που είχε πολλούς θαυμαστές κι αναγνώστες. Αυτό κράτησε για λίγο γιατί ένας φάκελος υποκίτρινος με γράμματα γραφομηχανής και καλαίσθητος τράβηξε την προσοχή του κι έσπευσε να τον πάρει και να τον ανοίξει. << Ω! ο αγαπητός μου Άγγελος Γεωργίου ο δικαστής της πόλης μου στέλνει τις ευχαριστίες του >> μονολόγησε κι έσκισε με βιασύνη και περιέργεια το φάκελο. Κι αφού πήρε το γραμμένο χαρτί από μέσα άρχισε να διαβάζει, όχι ψιθυριστά ή από μέσα του αλλά μεγαλοφώνως, σίγουρος για την άριστη γραφή και το θαυμάσιο του περιεχόμενου της επιστολής.

    << Αγαπητέ μου >.> έγραφε ο δικαστής, << το βιβλίο σου  είναι υπέροχο και παρέχει μια πεζογραφική φρεσκάδα θαυμάσια. Τοποθετημένο στο λαογνωστικό χώρο εκφράζει όλη εκείνη την αναστροφή του λαού μας με τη δροσιά της αγροτιάς, τα γλέντια και τα μεράκια, τους καημούς, τους πόνους και τους φανατισμούς. Μια όμορφη κοπέλα στο επίκεντρο και γύρω της έρωτες, πόθοι, αναστεναγμοί, ανταγωνισμοί. Ένα ωραίο μυθιστόρημα προστίθεται στην ελληνική πεζογραφία  Εύγε σου χίλιες φορές και σου εύχομαι πάντα να γράφεις έτσι>>.

       Τούτα τα γράμματα που έπαιρνε από τους φίλους του ο Σοφοκλής του έκαναν καλό και τον βοηθούσαν να γράφει καλύτερα. Αναθεωρούσε τη γνώμη του για τη λογοτεχνία κι έμπαινε σε καινούργια ρεύματα γραφής, σύγχρονα ή μοντέρνα. Έτσι ήταν μια ευκαιρία καλή να ακούει τη γνώμη των αναγνωστών του  και να δέχεται συμβουλές ή επισημάνσεις για κάποιες ατέλειες ή συντηρητικές φόρμες που εξέφραζαν τα έργα του. Και η αλήθεια είναι πως από  τότε που πήρε στα σοβαρά τις γνώμες των αναγνωστών, βελτιώθηκε τόσο στη γραφή όσο και στο περιεχόμενο κι έγινε καλύτερος. Έτσι καμία επιστολή που έπαιρνε δεν την άφηνε να πάει χαμένη και τις διάβαζε όλες. Τις διάβαζε και σημείωνε τις παρατηρήσεις του στο περιθώριο. << Μήπως αυτό δεν έκανε και ο Βολταίρος; >> σκεπτόταν  συχνά. <<Δεν άκουγε τη γνώμη της υπηρέτριάς του; Ό,τι έγραφε πρώτα δεν το έδινε σ’ αυτή να το διαβάσει για να το τυπώσει μετά; Η γνώμη της μετρούσε γιατί εκπροσωπούσε το μέσο αναγνώστη >> κατέληγε.

     Ύστερα ο συγγραφέας διάβασε κι άλλες επιστολές. Κάποιες ήταν πολύ σημαντικές κι ελάχιστες ασήμαντες. Όλες όμως γραμμένες με σεβασμό προς το πρόσωπό του. Καμία χυδαία, προκλητική ή ανούσια. Όλες είχαν κάτι σημαντικό να πουν. Πολλές έφταναν ως και την ανατροπή των καθιερωμένων ακόμη. Ήταν κι αυτό κάτι μια καινοτομία στην επικοινωνία. Του έδινε θάρρος και του γιγάντωνε τη γροθιά για ένα δυνατό χτύπημα στο συντηρητικό γράψιμο. Ξαφνικά το χέρι του έπιασε ένα λευκό πολυτελέστατο φάκελο χωρίς το όνομα του αποστολέα ενώ η δική του διεύθυνση ήταν γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα με πένα κι από χέρι προφανώς εκπαιδευμένο στην καλαισθησία. Η δε σφραγίδα του ταχυδρομείου εκκίνησης της επιστολής έδειχνε πως είχε ταχυδρομηθεί από την Αθήνα. Έτσι την άνοιξε και μ’  ένα υπερφίαλο πνεύμα για την πολυτέλειά του άρχισε να διαβάζει:

     << Αξιότιμε κύριε >> έγραφε το γράμμα. Σας κάνουμε γνωστό ότι δείχνετε υπερβολικό ζήλο για το περιβάλλον της περιοχής σας κι αυτό μας ενοχλεί. Θα σας προτείναμε αντί να στρέφεστε εναντίον μας να συνεργαστείτε μαζί μας, εσείς και η παρέα σας ως μόνη δραστηριότητα καλής θέλησης για τη φύση. Η ευαισθησία έχει και τα όριά της. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών. Δε θα είμαστε εμείς ένοχοι αν σας συμβεί κάτι. Σας προειδοποιούμε να αποσυρθείτε από τις δραστηριότητές σας που θέλουν να μας αντιμάχονται. Θα μας βρείτε μπροστά σας με κάθε σκληρότητα αν δεν συμμορφωθείτε >>.

    Υπογραφή καμιά. Μόνο δυο κεφαλαία γράμματα κάτω από την ημερομηνία που έμοιαζαν με αρχικά ονόματος, άλφα κι έψιλον.

     Ο Σοφοκλής παράτησε το γράμμα μπροστά του, φοβισμένος κι εκνευρισμένος. Σηκώθηκε από το γραφείο του και περπάτησε δυο τρεις φορές πέρα δώθε προβληματισμένος. Σε λίγο νιώθοντας έναν ενοχλητικό πονοκέφαλο πήγε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο ντιβάνι. Εκεί παραδόθηκε σε άταχτες σκέψεις σε σχέδια άμυνας, συμπεριφοράς και στα άλματά του στο μέλλον, από τους αναπάντεχους εχθρούς του. Τελικά ηρεμία δεν έβρισκε. Έτσι σηκώθηκε και βγήκε έξω στον κήπο για να γλιτώσει από το στρες και να προστατεύσει τον εαυτό του.

    Η φύση είχε στολισθεί σαν γυναίκα που πηγαίνει να συναντήσει τον αγαπημένο της. Διέσχισε την αυλή και πέρασε την αποθήκη με το μικρό στάβλο που τον είχε μόνο για  να βάζει τα εργαλεία που τα χρησιμοποιούσε για τις  εργασίες του κήπου. Φτάνοντας κοντά στο φράχτη ξαφνιάστηκε από το γάβγισμα του σκύλου που όπως συνήθιζε είχε περάσει μέσα και χουζούρευε σ’ ένα μικρό τάπητα που ήταν ξεχασμένος κάτω από τη φουντωτή ελιά.  << Ζεις; καιρό έχω να σε δω!>>  του είπε και σκύβοντας τον χάιδεψε σ’ όλη την επιφάνεια της ράχης του, ψάχνοντας και το τρίχωμά του βαθιά μήπως βρει καμιά πληγή. Ο σκύλος είχε καλή διάθεση κι έπαιξαν αρκετή ώρα. Ο Σοφοκλής του έδωσε και την τροφή του που έφερε μαζί του, ένα κοτόπουλο βραστό και του το άφησε μπροστά του. ανάμεσα στα δυο  πόδια του. Έφυγε μόνο σαν ο σκύλος έφαγε το κρέας όλο και ρεύτηκε δυο φορές, δείχνοντας πως χόρτασε.

   Έκανε ένα μικρό περίπατο ως την κούνια, ξέροντας πως εκεί κοντά μαζεύονταν οι γάτες και τον περίμεναν σαν το έβλεπαν στο κήπο. Οι μέρες, οι ώρες και οι βδομάδες που περνούσαν οι τρεις γάτες μέσα στον κήπο μεταξύ τους ή  με διάφορα άλλα ζώα κυλούσαν γεμάτες ευδαιμονία κι έδειχναν πολύ ευτυχισμένες. Η καλύτερη όμως απασχόλησή τους ήταν τα παιχνίδια με κουβάρια που ξετρύπωναν από την αποθήκη και με πλαστικές σακούλες που τις έκλεβαν από το χώρο των σκουπιδιών.

    Την άνοιξη που ο ήλιος ζέσταινε τους άρεσε να κάθονται στα χορτάρια και να χουζουρεύουν με τις ώρες. Το λιοπύρι όμως του καλοκαιριού το φοβόνταν και σαν έφτανε έβρισκαν καταφύγιο για να δροσιστούν κάτω από τον ίσκιο των δέντρων. Η δυστυχισμένη μονοτονία των ημερών γινόταν πιο αισθητή το χειμώνα που αναγκάζονταν να κρύβονται στην κρυψώνα τους, ένα μικρό υπόστεγο που είχε φτιάξει επιμελώς ο Σοφοκλής για να προστατεύονται από το κρύο και τη βροχή.

    Ο Σοφοκλής πήγε κοντά τους και τις τάισε με αποξηραμένες τροφές. Εκείνες έπεσαν με λαιμαργία πάνω τους και τις καταβρόχθισαν στο λεπτό. << Πεινάνε οι φουκαριάρες λες κι έχουν να φάνε μέρες! >> συλλογίστηκε και κάνοντας όπως έκανε και στο σκύλο, τις χάιδεψε και τις τρεις με μια τρυφερή εγκαρδιότητα σαν να ήταν παιδιά του.  Ύστερα έψαξε τις ράχες τους και στάθηκε πιο πολύ στη ράχη του γκρίζου γατιού που την εξέτασε με σχολαστικότητα. Κάτι δεν του άρεσε και η ψυχή του λυπήθηκε. Το τρίχωμά του είχε αραιώσει και πολλές πληγές είχαν εμφανιστεί.  << Θα ψοφήσει το καημένο!>> μουρμούρισε και μια θλίψη τον κυρίευσε που τον έλιωσε.

     Η αλήθεια ήταν πως το γατάκι είχε στεγνώσει και το σώμα του είχε αδυνατίσει. Η αρρώστια όποια κι αν ήταν το είχε παραλύσει και του είχε κάνει το βλέμμα του να δείχνει νυσταγμένο, δείχνοντας όλο το δράμα που περνούσε.  << Να η τρέλα των ανθρώπων να μη σέβονται το περιβάλλον >> σκέφτηκε ο Σοφοκλής και το πήρε στα χέρια του. Ύστερα το άφησε με μεγάλο πόνο κάτω και πληγωμένος από τον επικείμενο θάνατό του, αποφάσισε να κάνει έναν ακόμη περίπατο μπας και συνέλθει. Το έκανε και σε λίγο βρέθηκε πάλι στο γραφείο του μαζί με τα βιβλία και τα χαρτιά του.  Απόφυγε να ασχοληθεί με τα γράμματα και το γράψιμο  και το ‘ριξε στο διάβασμα που κι αυτό τον γοήτευε. Πήρε στα χέρια του το βιβλίο του IRVIN YALOM ( Ίρβιν Γιάλομ ) << Η μάνα και το νόημα της ζωής >> και το ξεφύλλισε αναπολώντας το περιεχόμενό του που είχε διαβάσει ως την εκατόν πενήντα έξι σελίδα.

    Με τολμηρή ειλικρίνεια ο ψυχίατρος συγγραφέας ζωντάνευε σ’ αυτό το προσωπικό του βιβλίο τους περιορισμούς, τα λάθη, τις φαντασιώσεις, τις αμφιβολίες και τους πειραματισμούς του και μέσα από αυτά τη διαδρομή προς την κατανόηση, τη μάθηση και τη διδαχή. Τέσσερις αληθινές αυτοβιογραφικές ιστορίες και δύο φανταστικά διηγήματα, συνέθεταν ένα μωσαϊκό συγκλονιστικών καταστάσεων που κινούνταν διαρκώς μέσα κι έξω από τα όρια της ψυχοθεραπείας, διερευνώντας από μια ακόμη οπτική γωνία τα ανεξάντλητα ζητήματα της ζωής και του θανάτου, της ελευθερίας και της ευθύνης του νοήματος της ύπαρξης και της απώλειάς του μέσα στη μοναξιά της κοινωνίας και του εφιάλτη της απογοήτευσης.

    Ο Σοφοκλής ξεκίνησε το αφήγημα << Ο μαύρος βόρβορος>> με μια παραλογισμένη τρέλα και δεν έβλεπε όσο προχωρούσε στο κείμενο την ώρα και τη στιγμή που θα έφτανε στο τέλος. Όμως μια τρυφερή φωνή στην αυλή, τον έκανε ν’ αφήσει το διάβασμα και ν’ ανοίξει την μπαλκονόπορτα του γραφείου του. Κι ενώ λυπήθηκε για τη διακοπή του διαβάσματος χάρηκε όμως αφάνταστα σαν είδε την Αντιγόνη να περπατά με  μεγαλοπρεπές ύφος στον πλακόστρωτο διάδρομο και να έρχεται προς το γραφείο του. << Την ονειρευόμουν μέρες τώρα μαζί με το φως των ματιών της και να που την βλέπω μπροστά μου!>> συλλογίστηκε πανευτυχής και της άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Κι αμέσως με μια ανάερη κίνηση βγήκε έξω και την έριξε στην αγκαλιά του.

    Την πέρασε μέσα στο γραφείο του και την έβαλε να καθίσει στο μικρό καναπεδάκι. Η Αντιγόνη, το  ουράνιο αυτό πλάσμα στα μάτια του Σοφοκλή, ακτινοβολούσε από χαρά. Της πρόσφερε αναψυκτικό από  χυμό πορτοκαλιού σαν εξαίρετος διαχειριστής και οικονόμος που ήταν του σπιτιού. Εκείνη ενθουσιασμένη ήπιε την πρώτη ρουφηξιά και έδειξε να της άρεσε πολύ. Ύστερα αναζήτησε στη ματιά του την κουβέντα και το συναίσθημα της παραδοχής.

    --- Αντιγόνη! της είπε αμέσως μετά από μια εξεταστική ανίχνευση  και φάνηκε να υπόφερε πολύ. Είμαι σε στενόχωρη θέση γιατί πρέπει να σου αποκαλύψω μερικά τρομερά πράγματα. Γι’ αυτό επέτρεψέ μου να ξεκινήσω απ’ αυτό και της έδειξε την επιστολή.

    Αυτή αποκαλύπτοντας το βάθος της στοργής της, του έκανε με έκπληξη:

    --- Έχει σχέση με κάτι απειλητικό;

    --- Ναι, της είπε με κάποια πικρία, εκείνος.

    --- Σχετικά με πιο θέμα;

    --- Με το ενδιαφέρον μας και την έρευνά σου για τη μόλυνση του περιβάλλοντος στην περιοχή.

    --- Τι ζητάνε μπορείς να μου πεις;

    --- Να σταματήσουμε την προσπάθειά μας και να καταστρέψουμε κάθε στοιχείο που διαθέτουμε.

    --- Σε βλέπω ταραγμένο! Τρομοκρατήθηκες;

    --- Τρομοκρατήθηκα, ναι!

    --- Γιατί;

    --- Γιατί. αν δημοσιεύσουμε στην επιστημονική κοινότητα τι ακριβώς συμβαίνει εδώ με το περιβάλλον, ίσως κινδυνέψει  η ζωή μας απ’ αυτούς που έστειλαν την επιστολή.

    Η Αντιγόνη έδειξε ανήσυχη. Η αγωνία την είχε κυριεύσει και δεν μπορούσε να το κρύψει. Η ταραχή της φάνηκε μ’ ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο.

    --- Αναφέρει η επιστολή κάτι γι’ αυτό; Μήπως μας απειλούν;

    --- Ναι, το λέει ξεκάθαρα. << Θα μας βρείτε αντιμέτωπους και σκληρούς >> τελειώνει η επιστολή.

    --- Ανώνυμη ή επώνυμη είναι;

    --- Ανώνυμη!

    --- Ποιον υποψιάζεσαι να κρύβεται πίσω;

    --- Κάποιο οικονομικό συμφέρον! Τι άλλο!

    Η Αντιγόνη ήταν σχεδόν ξαπλωμένη στην πολυθρόνα της όταν αναστέναξε και ανέκραξε μαζί:

    --- Ω, Θεέ μου, πόσο ανώτεροι είμαστε εμείς και πόσο κατώτεροι αυτοί οι άνθρωποι της επιστολής! Και σοβαρά- σοβαρά, αργά με τα μάτια ίσια πάνω στο Σοφοκλή, συνέχιζε να εκφράζεται με ειλικρινή αισθήματα:  Είναι αχάριστοι και τιποτένιοι! Κουτορνίθια, σκουλήκια και χαζοί! Για να μην πω διάβολοι! Καλά θα κάνουν να μας αφήσουν ήσυχους!

    --- Νιώθεις, λοιπόν λιγάκι μοναξιά, ε; μετά απ’ αυτό που σου εμπιστεύτηκα; τη ρώτησε και η έκφρασή του θύμισε λυπημένο παιδί.

    --- Ναι. Τώρα όμως έχω άλλη προοπτική να συνεχίσω με πείσμα την έρευνά μου κι ό,τι προκύψει. Δε με φοβίζουν οι απειλές τους!

   --- Μπράβο! της είπε με έμφαση εκείνος. Και μετά από την παύση πρόσθεσε: Κι εγώ μαζί σου! Μαζί σου ως το θάνατο!

   Εκείνη τον κοίταξε με θέρμη. Ικανοποιημένη από τα λόγια του που τα έβρισκε να έχουν την υπόσχεση και τη δύναμη τής συμπαράστασης, του είπε:

   --- Είμαι λιγάκι εκλεκτική. Για πολύ καιρό θεωρούσα πως ήταν αδύνατο να βρω έναν άντρα που θα στεκόταν δίπλα μου με ισχύ και θα μου ταίριαζε. Τώρα με σένα άλλαξα γνώμη. Ό,τι ήθελα το βρήκα στο πρόσωπό σου. Την απλή ψυχοσύνθεση και την τόσο φυσική επίσης!

    Αυτός γέλασε με την καρδιά του. Και δείχνοντας ευτυχισμένος από τα λόγια της, της είπε με μια γεύση πρόκλησης:

   ---Θα είχες αντίρρηση αν σου έλεγα και κάτι άλλο εξίσου ανορθόδοξο κι ανησυχητικό;

   --- Καμία!

   --- Αυτές τις μέρες ξεβράστηκαν στον Κυπαρισσιακό κόλπο  σε μια απόσταση σαράντα χιλιομέτρων ζιφιοί, δεκαπέντε συνολικά κήτη μέσου μεγέθους με εμφάνιση που θυμίζουν ένα μεγάλο και παράξενο δελφίνι με μήκος που φτάνει τα πέντε με έξι μέτρα. Τις ίδιες μέρες βρέθηκαν ακόμη νεκρά μερικά θηλαστικά στον κόλπο του Λαγανά στη Ζάκυνθο. Εγώ όλα αυτά που σου περιγράφω τα διάβασα στην εφημερίδα και τ’ άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες που είδαν τα νεκρά ψάρια. << Αυτό το περιστατικό είναι συγκλονιστικό >> γράφει η εφημερίδα κι έψαξε με κάποιους δημοσιογράφους της να βρει την αλήθεια του θανάτου των κτηνωδών. Στην αρχή πίστεψαν πως ο θάνατός τους οφειλόταν σε κάποια ακραία και ειδικά καιρικά φαινόμενα εξαιτίας μιας μαζικής ρύπανσης στην περιοχή ή από κάποια ανεξέλεγκτη ίωση που είχε εμφανιστεί στα νερά. Ακόμη έψαξαν να βρουν αν έγινε κάποιος μεγάλος υποθαλάσσιος σεισμός ο οποίος να προκάλεσε το θάνατο των ζιφιών. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δε βρήκαν λέει το ρεπορτάζ.

    Τότε ένας οξυδερκής δημοσιογράφος ανακάλυψε ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί σε ανάλογη περίπτωση και που είχε συνδέσει ένα μαζικό θάνατο  κτηνωδών στην Ινδονησία με την παρουσία στρατιωτικών πλοίων. Έτσι η επόμενη κίνηση της εφημερίδας ήταν να βρει αν έγιναν στρατιωτικές ασκήσεις στην περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου αυτές τις μέρες που ξεβράστηκαν τα νεκρά κήτη. Οι πρώτες πληροφορίες που πήραν από την υδατογραφική υπηρεσία ήταν σαφείς αφού τους είπε πως οι ασκήσεις που είχαν γίνει από το πολεμικό ναυτικό ήταν πολύ πριν από το περιστατικό του εκβρασμού των κτηνωδών και δεν συνέπιπτε μ’ αυτόν.

    Το μυστήριο συνεχίστηκε μέχρι τη στιγμή που καταφέρανε να έχουνε πρόσβαση σε κάποια άλλα έγγραφα. Σ’  ένα από αυτά διάβασαν με έκπληξη ότι ακριβώς την ημέρα και την ώρα του περιστατικού του εκβρασμού των κτηνωδών στον Κυπαρισσιακό κόλπο γινόταν άσκηση από κάποιο μυστηριώδες σκάφος που έκανε υποθαλάσσιες δοκιμές σε θέματα που ήταν απόρρητα αφού ήταν στρατιωτικά. Όμως ανακάλυψαν με δέος πως το πλοίο φάντασμα που βρισκόταν εκείνη τη μέρα ανοιχτά του κόλπου ήταν ερευνητικό σκάφος ενός ισχυρού στρατιωτικού συνασπισμού.

    Η Αντιγόνη τον άκουγε με ύφος σοβαρό. Που και που οι ματιές της ήταν μελιστάλαχτες. Η αφήγησή του την είχε εντυπωσιάσει και την είχε βάλει σε ανησυχία. Έτσι σαν εκείνος σταμάτησε και ξεφύλλισε ένα ντοσιέ μπροστά του που ήταν πάνω στο γραφείο του, του είπε με μια παραίνεση των λόγων της:

    --- Συνέχισε! Είναι άκρως ενδιαφέροντα αυτά που λες!

    Αυτός ένιωσε να ανεβαίνει από τα μύχια της ψυχής του κάτι αστείρευτο και συνέχισε, όπως του είπε.

    --- Άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι βρίσκονταν μπροστά στην εξήγηση του φαινομένου και πως το συγκεκριμένο πλοίο είχε βάλει το χεράκι του και είχε παίξει σημαντικό ρόλο στο θάνατο των κτηνωδών. Και τούτο γιατί αυτό το σκάφος έκανε πειράματα ηχοεντοπιστικών  συστημάτων. Έτσι γνωρίζοντας οι άνθρωποι αυτοί πόσο σημαντικός είναι ο ήχος για τα κτηνώδη στο θαλάσσιο χώρο κι εξετάζοντας μαζί με δικούς τους επιστήμονες που ήταν αφοσιωμένοι να υπηρετούν την προστασία του περιβάλλοντος οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος των ζιφιών και η παρουσία του ερευνητικού σκάφους της ισχυρής διακρατικής εταιρείας στην περιοχή είχαν άμεση σχέση.

    Την κοίταξε στωικά κι έδειξε να ηρέμησε. Ύστερα τη ρώτησε με μια οργισμένη διάθεση:

    --- Μετά απ’ όλα αυτά, τι λες; Αξίζει τον κόπο να δημοσιεύσω ένα άρθρο μου στο περιοδικό << Επιστημονική κοινότητα >> και να αναλύω τους λόγους της καταστροφής των κτηνωδών;  

    Η Αντιγόνη έγινε λίγο ωχρή και τον κοίταξε με ανασηκωμένη μύτη. Και σε λίγο μ’ ένα αδρό κόκκινο στα μάγουλά της, του είπε φοβισμένη:

    --- Θα δεχτείς πιέσεις αν το κάνεις.

    --- Ήδη, δέχτηκα!

    --- Φαντάσου να γράψεις κιόλας την αλήθεια για το θάνατο των ξιφιών! Όλοι θα πέσουνε πάνω σου να σε κατασπαράξουν!

    --- Το ξέρω θ’ ακούσω πολλά παράπονα αλλά και απειλές!   

    --- Ναι, αλλά και θ’ ανοίξεις ένα τεράστιο οικολογικό θέμα για συζήτηση!

    --- Και μέτωπο με τους εχθρούς μου!

    --- Ναι.

    --- Πόλεμο με λίγα λόγια!

    --- Πόλεμο αλλά ειρηνικό! Όλα τα επιστημονικά περιοδικά που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον όπως το << ΝΑΤURE >>  θα ασχοληθεί πιστεύω με το σοβαρό αυτό θέμα. Ακόμη και τα Μ.Μ.Ε τα δικά μας αλλά και τα διεθνή όπως το CNN το ABC NEWS, το BBC δε θα σιωπήσουν. Καλό είναι να γίνει μια προσπάθεια από εμάς για να ταρακουνήσουμε λίγο το ενδιαφέρον του κόσμου για την καταστροφή που γίνεται.

    Ο Σοφοκλής  έδειξε να εκτιμά τα λόγια της. Έτσι φάνηκε πολύ φιλοφρονητικός μαζί της παρόλο που δεν συμφωνούσε πλήρως και της είπε:

     --- Σ’ ευχαριστώ για την προτροπή σου αλλά μετά την επιστολή που έλαβα έχω τρομοκρατηθεί. Θα δω στο μέλλον πως θα αντιδράσω.

    Η Αντιγόνη έμεινε για λίγο σιωπηλή και διατήρησε μια ακτινοβόλα σοβαρότητα για να του πει:

    --- Ό,τι καλό κάνουμε, νομίζω πως είναι μια ελπίδα που λέει ότι αν είμαστε αποφασισμένοι κι αν έχουμε δίκιο, που το έχουμε και θέλουμε να προστατέψουμε την κοινωνία είτε το περιβάλλον, όσο μικροί κι αν φαινόμαστε, μπορούμε να το πετύχουμε σαν ενεργήσουμε με ρεαλισμό και με πίστη.

    --- Ξέρεις πολλά και τα λες ωραία! της αποκρίθηκε οικτίροντας τον εαυτό του γι’ αυτή του τη λιποψυχία. Κι αμέσως με μια ζωηρή κίνηση των ματιών του, σηκώθηκε από το γραφείο του και περπάτησε δυο τρεις φορές με το κεφάλι κάτω σκεφτικός από τη μια μεριά στην άλλη. Από το πρόσωπό του έτρεχαν μερικές στάλες ιδρώτα.

    --- Μα, εσύ είσαι ιδρωμένος! του είπε με χαδιάρικη φωνή  και σηκώθηκε. Τον αγκάλιασε και περπάτησαν μαζί ως την μπαλκονόπορτα. Εκεί μέσα από το τζάμι κοίταξαν τους όμορφους φράχτες τους σκεπασμένους με ανθοφόρα φυτά και καταπράσινες περικοκλάδες. Άκουσαν τις φωνές των ζώων, θαύμασαν μια ομάδα εργατών στο γειτονικό χτήμα που ράντιζαν το καρπούζι και χάρηκαν με τη γελαστή θάλασσα που σιωπηλή σήμερα ελευθέρωνε την ψυχή της.  Έτσι χάρη στην προσπάθεια της Αντιγόνης ο Σοφοκλής από σκυθρωπός και κακοδιάθετος έγινε χαρωπός κι ευδιάθετος. Τότε ξέσπασε και της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του:

    --- Ήρθες κι από δυστυχισμένος έγινα χαρούμενος! Μου έφερες γούρι κι έσπασες τη μονοτονία των ημερών που εδώ και καιρό με είχε κυριεύσει. Τι να πω! Είσαι μου φαίνεται η έκφραση της Θείας Πρόνοιας!

    --- Η δυστυχισμένη μονοτονία! ψιθύρισε εκείνη και συμπλήρωσε: Δε μας εγκαταλείπει παρά μόνο σαν εμείς το θέλουμε και τον τράβηξε προς την κρεβατοκάμαρα.

     Εκεί ο Σοφοκλής την τράβηξε πάνω του κι εκείνη του παραδόθηκε μέσα σε μια υπέροχη γαλήνη. Κι έτσι όπως την έριξε με τόση τρυφερότητα στο κρεβάτι, αυτή έλιωσε αφάνταστα, ενώ η υπέρτατη θέλησή της να την κάνει δική του, έγινε και πιο απέραντη, που της φάνηκε για μια στιγμή πως οι φλέβες της καίγονταν και μια συναρπαστική θέρμη διαπέρασε το σώμα της. Κι όσο το τρυφερό του χάδι άγγιζε κάθε τόσο και λιγάκι τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της άλλο τόσο και ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του γινόταν γλυκός κι έντονος. Ώσπου οι ζεστοί γλουτοί της  άνοιξαν και το ζωντανό κορμί του άντρα μπήκε μέσα της. Και τότε ένιωσε το είναι της να χάνεται στη φλόγα του πάθους και μια αλλόκοτη δύναμη να την υποτάσσει και να την εκμηδενίζει στη σιωπηλή γλύκα του ανήμπορου κορμιού της. Κι αμέσως παραδόθηκε μ’ ένα ρίγος στο πάθος και την αρχέγονη ηδονή. Και τότε φοβισμένη λίγο από την τρομερή εισβολή μέσα της του αντρικού κορμιού, γαντζώθηκε πάνω του. Έτσι άφησε ελεύθερο τον εαυτό της κι αφέθηκε να παρασυρθεί ανυπεράσπιστη μέσα στη δίνη του ερωτικού νήματος. 

     Κάθισαν αρκετή ώρα μετά την πράξη ακίνητοι και σιώπησαν. Ώσπου κάποια στιγμή η Αντιγόνη του είπε ψιθυριστά στ’ αυτί:

     --- Σ’ ευχαριστώ! κι έκρυψε το πρόσωπό της σαν να ντράπηκε ανάμεσα στα δυο της χέρια.

    --- Έπρεπε να γίνει αυτό! της είπε εκείνος και διόρθωσε με μια κίνηση τα μαλλιά του που του είχαν σκεπάσει τα μάτια.

    Το ρολόι του τοίχου χτύπησε δώδεκα μεσημέρι. Κι αμέσως σαν κάτι να τους τσίμπησε πετάχτηκαν και οι δυο όρθιοι.

     --- Έχω ραντεβού στο σπίτι μου σε λίγο με τη Ρόζα για το πορτρέτο της, του είπε μ’ ένα τρακ στη φωνή της και με κομμένη την ανάσα ενώ άρχισε να ντύνεται.

    --- Το ίδιο κι εγώ! της έκανε κι αυτός και χτύπησε με μια ελαφρά κίνηση την κοιλιά του. Όχι, όμως με άνθρωπο αλλά με το καθήκον και το έργο μου. Θέλω να κάνω μερικά επείγοντα πράγματα που ο λωποδύτης ο χρόνος μου το αρνείται.

    Εκείνη γέλασε.

    --- Δεν είναι έτσι! Πάντα έχουμε χρόνο. Εμείς τον διώχνουμε.

    --- Καμιά φορά δε μας φτάνει. Και τότε είναι πιο ανελέητος εχθρός μας.

    --- Συμφωνώ!

    Έβαλε το χέρι του στη μέση της και τη συνόδεψε στην μπαλκονόπορτα.

    --- Πέρασα υπέροχα! του είπε  και γλίστρησε με μια κίνηση νεράιδας έξω.

   --- Κι εγώ! ήταν η απάντησή του και την κοίταξε με καθηλωμένο το βλέμμα του πάνω της σαν περπατούσε με λυγερή κορμοστασιά στα πλακάκια του διαδρόμου και χανόταν προς την κεντρική έξοδο.

 

 

 

 

 

 

                                                   =  =  = 

 

 

 

 

 

 

        Η Αντιγόνη βρήκε τη Ρόζα έξω από το σπίτι της να την περιμένει. Με αχνό χαμόγελο της είπε:

        --- Ήμουν στο Σοφοκλή. Είχαμε μια εξαιρετική στιγμή μαζί. Σου ζητώ συγνώμη για την καθυστέρηση.

       --- Πάντα, έτσι! της ψιθύρισε εκείνη και την ακολούθησε στο στρατόνι που οδηγούσε στο σπίτι.

       Προχώρησαν λίγο και πριν φτάσουν στην πόρτα η Αντιγόνη σταμάτησε.  Το ίδιο έκανε και η Ρόζα. Άπλωσε ύστερα το χέρι της κι αφού της έδειξε ένα ανθισμένο κλαδί πασχαλιάς που ακουμπούσε σχεδόν ως κάτω  στο χώμα, της είπε με μια χαρακτηριστική άνεση στα λόγια της:

       --- Κοίτα ομορφιές! και δείχνοντάς της και τ’ άλλα ανθισμένα δέντρα του κήπου, τις πρασινάδες και τα λουλούδια, πρόσθεσε: Όλα τούτα τα ωραία μου φτιάχνουν τη διάθεση εδώ και μου προσφέρουν τη συντροφιά και το άρωμά τους. Πώς να μην τ΄ αγαπώ και να μην τα λατρεύω! Και σκύβοντας ελαφρά χάιδεψε τα φύλλα μιας μικρής αχλαδιάς που άγγιζε την επιφάνεια του τοίχου.

       Μπήκαν μέσα και προχώρησαν στο σαλόνι. Εκεί κάθισαν κι έμειναν για λίγο σιωπηλές. Το φως ήταν αρκετό που έμπαινε από τα τρία ορθογώνια παράθυρα και δημιουργούσαν που και που σκιές από τα κλαδιά των δέντρων που σχεδόν ακουμπούσαν πάνω τους. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πίνακες ενώ από κάτω τους ήταν τοποθετημένα διάφορα διακοσμητικά είδη από ασημένιες τσαγιέρες, κηροπήγια και πολύχρωμα πορτατίφ. Μικροί καθρέφτες στο βάθος του βορινού τοίχου έδειχναν και την παραμικρή κίνηση των καλεσμένων.

       Στη συνέχεια έπιασαν τη συζήτηση. Με το συνηθισμένο αχνό της χαμόγελο η Αντιγόνη της είπε:

       --- Όταν ζωγραφίζω το κάνω αφοσιωμένη. Γιατί τότε πιστεύω πως οι πινελιές μου θα είναι υπέροχες και θα δώσουν την αληθινή λεπτότητα και την τέλεια τέχνη σ’ αυτό που φτιάχνω. Τότε συνειδητοποιώ πως και η σιωπή είναι παραγωγική.

      Η Ρόζα ένιωθε υπέροχα που βρισκόταν με μια γυναίκα ευαίσθητη και δημιουργική. Λίγες φορές στη ζωή της είχε συμβεί αυτό. Κι αφού αισθάνθηκε κάτι σαν φόβο και δέος μπροστά της, όπως πάντα που βρίσκονταν μαζί στο σπίτι της,  της είπε με τη μαγευτική φωνή της:

     --- Έχω καταλάβει πως είσαι καλή και στην τέχνη όσο και στην επιστήμη σου!

     Εκείνη την κοίταξε σιωπηλά. Ύστερα είπε:

     --- Μου αρέσει γι’ αυτό το κάνω. Όταν ζωγραφίζω δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο κι αυτό με χαλαρώνει. Ξεχνώ την επιστήμη μου με τις απαιτήσεις της και μαζί της και την κακία του κόσμου.

      Το λαμπερό βλέμμα της Ρόζας την αγκάλιασε και της είπε με μισάνοιχτα χείλη:

      --- Πιστεύω πολύ τα λόγια σου και χωρίς να θεωρήσεις αυτό που θα σου πω κομπλιμέντο αλλά αλήθεια σου εξομολογούμαι πως σε θαυμάζω!                 

      --- Όχι! της είπε εκείνη και φάνηκε να αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο η Ρόζα. Πιστεύω στον εαυτό μου κι αυτό είναι όλο!

       --- Χαίρομαι! Πολύ χαίρομαι! που τ’ ακούω της είπε αυτή και σήκωσε τα πυκνά φρύδια της στο σχήμα του μισοφέγγαρου, κοιτάζοντάς την μ’ ένα εύθυμο χαμόγελο.

       --- Μόνο που μερικές φορές αναγκάζομαι να κλείνουμε με τις ώρες μέσα στο ατελιέ και να ζωγραφίζω ενώ θέλω να είμαι έξω στη βροχή ή στον ήλιο.

        --- Άνθρωποι σαν κι εσένα είναι ωφέλιμοι! Φαντάζεσαι τι θέλω να πω.

        Η Αντιγόνη την κοίταξε με αποσβολωμένο ύφος.

        --- Δε μου κάνει και πολύ εντύπωση αυτό. Απλώς δίνω στους ανθρώπους εκείνο που χρειάζονται. Είναι αυτό που εγώ ονομάζω αποκορύφωση της γενναιότητας.

        --- Πράγματι! Είναι γενναίο αυτό που κάνεις!

        --- Κι αυτό που κάνεις εσύ!

        Η γυναίκα άστραψε κάτω από το παχύ στρώμα της πούδρας που είχε σκεπάσει τα μάγουλά της και τα όμορφα χείλη της τρεμόπαιξαν από ένα σπασμό χαράς. Κι αμέσως σηκώθηκε, έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε.

        --- Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! της ψιθύρισε. Αναρωτιόμουν πολλές φορές αν θα βρεθεί άνθρωπος να μου καταλογίσει θετικά αυτό που κάνω.

       --- Και το κορμί έχει στιγμές πνευματικότητας, σαν θέλεις να μάθεις, όπως υπάρχει και το ζωώδες την ψυχή. Οι αισθήσεις μπορούν να εξευγενιστούν και το πνεύμα να εκφυλιστεί. Πόσο ρηχοί κι αυθαίρετοι είναι οι άνθρωποι! Δύσκολα ξεχωρίζουν την αμαρτία από την υπεροχή της ψυχής!

       Η Ρόζα συνειδητοποίησε πως χάρη στις ωραίες της λέξεις ένιωθε υπέροχα. Ήταν σαν μια καλή μουσική που είχαν ειπωθεί μελωδικά και της είχαν φωνάξει πως αυτό που έκανε δεν ήταν πρόστυχο, αλλά μια ανθρώπινη δραστηριότητα κι έκφραση. Έτσι της ήρθε να γονατίσει μπροστά της και να της φιλήσει τα πόδια. Ξέροντας όμως πόσο απλή ήταν η Αντιγόνη δεν το έκανε κι απόμεινε να την κοιτάζει με μια αξιοθαύμαστη έκφραση.

    --- Δεν αστειεύομαι για όσα σου είπα, της είπε και σηκώθηκε, παρασύροντας και τη Ρόζα πιάνοντάς την από το χέρι να την οδηγήσει στο ατελιέ.

    Το ατελιέ ήταν μικρό αλλά πλούσιο σε μυρωδιές που έστελναν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο οι πασχαλιές και τα αγιοκλήματα που άγγιζαν σχεδόν τους τοίχους. Που και που οι σκιές των πουλιών που πετούσαν έξω στον κήπο ανάμεσα στα κλαδιά  των δέντρων διαγράφονταν φευγαλέες πάνω στις πολύχρωμες κουρτίνες που έπεφταν πλούσιες κι εντυπωσιακές στα παράθυρα. Το πολύηχο βουητό των εντόμων που συνωστίζονταν γύρω από τα ώριμα και σαπισμένα φρούτα ή περιτριγύριζαν με άσκοπες ή σκόπιμες κινήσεις τα λουλούδια της αναρριχώμενης περικοκλάδας και της φουντωτής βιολέτας, έφτιαχναν μια θορυβώδη ατμόσφαιρα αλλά τόσο ελκυστική που έδιναν την εντύπωση πως ήταν νότες κάποιου μακρινού μουσικού οργάνου.

   Το πορτρέτο της Ρόζας βρισκόταν πάνω σ’ ένα όρθιο τρίποδα κι έλαμπε μέσα στο θάμπος μιας απειρόκαλης ομορφιάς. Τοποθετημένο στη νότια πλευρά του ατελιέ, δεχόταν το άπλετο φως του ήλιου από το ανοιχτό κοντινό παράθυρο, πράγμα που έκανε πιο έντονα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

    Η Ρόζα κάθισε δίπλα στην καθιερωμένη θέση της ενώ η Αντιγόνη πήρε τη δική της στάση. Κι αμέσως χωρίς καμιά άλλη κουβέντα ή συμβουλή, έριξε τις πρώτες πινελιές. Ύστερα κοίταξε την όμορφη μορφή που με τόση μαστοριά είχε αποτυπώσει στον πίνακα κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης φάνηκε στα χείλη της που δεν έλεγε να σβήσει. Και ξαφνικά έκλεισε τα μάτια, ακούμπησε τα δάχτυλά της στον πάγκο με τα πινέλα και τα χρώματα κι απόμεινε εκεί σιωπηλή λες και ήθελε να κρατήσει φυλακισμένο μέσα στο μυαλό της αυτό το ωραίο πράγμα που έβλεπε στον πίνακα. 

    --- Είναι ένα από τα  καλύτερα πορτρέτα που έχω ζωγραφίσει! της είπε

με μια έκφραση πνευματικότητας. Νομίζω πως κάνει για έκθεση. Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο και το μοιραίο σε όλη του την αισθητική υπεροχή. Αυτό το κάνει σαν να διαφέρει από τ’ άλλα μου έργα.

    --- Έχεις βάλει πολύ τον εαυτό σου  μέσα του!  ψιθύρισε η Ρόζα και γέλασε ανοίγοντας τα χείλη της που έμοιαζαν σαν ροδοπέταλα.  Το διέκρινα κι εγώ αυτό. Η παραμικρή ομοιότητα ανάμεσα σε μένα και το πορτρέτο είναι πρωτοφανής. Και το σημαντικό με ντύνει και με μια πνευματικότητα που δεν έχω από τη φύση μου. Η ομορφιά μου είναι σχετική ενώ στον πίνακα δείχνει αληθινή. Δεν ξέρω που αρχίζει η υπερβολή και που τελειώνει το μέτρο.

   --- Θα λυπόμουν πολύ αν δεν είχε τη σφραγίδα της τέχνης, αγαπητή μου Ρόζα. Γιατί θα είχα γευτεί την ήττα της ενώ τώρα καμαρώνω για τη νίκη μου.  Και να σκεφτείς πως η παιδεία μου γύρω από τη ζωγραφική είναι φτωχή. Ότι ξέρω το έχω αποκτήσει εμπειρικά. Αξιοποιώντας όμως  και το μικρό μου ταλέντο, νομίζω πως έχω φτάσει σε κάποιο από τα πρώτα χαμηλά σκαλιά της τέχνης!

    --- Θα έχεις διαβάσει πιστεύω και βιβλία που γράφουν για τη ζωγραφική.

    --- Ω, ναι! Βιβλία πιο πολύ που γράφουν για τη ζωγραφική της αρχαίας κλασικής εποχής. Τα έργα πρέπει να ξέρεις εκείνης της εποχής δεν έχουν διασωθεί γιατί τα υλικά των ζωγράφων δεν άντεξαν στο χρόνο και καταστράφηκαν. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές κι αναφορές οι πιο γνωστοί ζωγράφοι εκείνης της εποχής ήταν ο Πολύγνωτος, ο Ζεύξης και ο Παρράσιος. Όμως σώζονται πολλά έργα αγγειογραφίας, δηλαδή η τέχνη της διακόσμησης των αγγείων που τα θέματά τους προέρχονται από τα έργα ζωγραφικής. Στην αγγειογραφία ξεχωριστώ ρόλο παίζουν οι δυο ρυθμοί ζωγραφικής ο ερυθρόμορφος και ο μελανόμορφος, εξίσου σημαντικοί και οι δυο. Στον ερυθρόμορφο ο αγγειογράφος ζωγράφος έβαψε το βάθος της παράστασης μαύρο ενώ τις μορφές τις άφησε μέσα στο κόκκινο χρώμα του πηλού. Στον μελανόμορφο άφηνε το βάθος της παράστασης κόκκινο κι έδινε στις ζωγραφιές μαύρο χρώμα.  Στην κεραμική αποδιδόταν ρεαλιστικά εικόνες από μάχες, από τη μυθολογία και την καθημερινή ζωή. Η αρχαία ελληνική τέχνη ήταν σχεδόν απροσπέλαστη και πέτυχε να γίνει ο καθρέφτης της ζωής σε όλες τις όψεις της.

    Η Ρόζα παραξενεύτηκε για τις τόσες της γνώσεις γύρω από τη ζωγραφική.

    --- Είσαι γιατρός  και ξέρεις τόσα πολλά για μια δύσκολη υπόθεση, της έκανε με ιδιαίτερη συμπάθεια. Πώς τα καταφέρνεις να είσαι υπηρέτης δυο αφεντάδων;

   Εκείνη έπιασε το ψιλό πινέλο και το βούτηξε στο πράσινο χρώμα κι αφού τράβηξε λίγες πινελιές στο φόντο του πορτρέτου, σταμάτησε και της είπε:

    --- Δοκιμάζω τον εαυτό μου! Και με την ευχαρίστηση που νιώθω μ’ αυτό που κάνω υποσκελίζω τα εμπόδια της ζωής και παίρνω θάρρος.

    Βλέποντας να την ερεθίζει η ματιά της και για να τις διώξει κάποιες δόλιες σκέψεις που θα έκανε, της είπε μ’ ένα αναστεναγμό που σήμαινε : << κι εσύ το κάνεις αυτό αλλά δεν το νιώθεις γιατί θεωρείς πως είσαι δυστυχισμένη>>.

     --- Κι εσύ δοκιμάζεις τον εαυτό σου, Ρόζα! της φώναξε και την κοίταξε τρυφερά.

     Η Ρόζα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει.

     --- Κι εγώ; Ναι, αλλά πώς… πήγε να πει αλλά έσβησε η φωνή της.

     --- Κάνεις κάτι υπέροχο και δοκιμάζεσαι συνεχώς!

     Τώρα ή Ρόζα σαν να τα έπαιξε κι αναστέναξε βαθιά. Και μ΄ ένα μικρό πνίξιμο στο λαιμό, ψιθύρισε;

     --- Κάνω την πόρνη!  Αυτό θέλεις να πεις;

     --- Όχι! της έκανε η Αντιγόνη κι έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ύστερα κοιτάζοντάς την μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο το πρόσωπό της συνέχισε: Να ξέρεις πως στην αρχαία Ελλάδα οι εταίρες συντρόφευαν και ψυχαγωγούσαν τους άντρες και είχαν γνώσεις ποίησης, χορού, φιλοσοφίας και ήταν σε θέση να συμμετέχουν σε πνευματώδεις συζητήσεις.

    --- Στην αρχαία Ελλάδα;

    --- Ναι.

    --- Στη νέα;

    --- Σε βεβαιώ πως αυτό γίνεται και τώρα σε κάποια επίσημα πορνεία που προσφέρουν πέρα από το σαρκικό έρωτα και πνευματικές εξάρσεις.

    Και με το σταθερό της αχνό χαμόγελο, πρόσθεσε:

    --- Όπως και ο δικός σου επίσημος οίκος ανοχής ή πέφτω έξω;

    --- Δεν πέφτεις έξω γιατί το επίσημο πορνείο μου είναι ένα σπίτι καθαρό όπου ο καθένας κάνει έρωτα και βρίσκει κι αποκούμπι αφού μπορεί και να διαβάσει κάποιο βιβλίο αλλά και να πιει ένα ποτήρι ποτό με την παρέα του.  Δεν είναι κακόφημο όσο κι αν το θέλουνε πολλοί γιατί έχει αρχές και διατηρεί μια φιλική και οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η ιδιοκτήτριά του, εγώ δηλαδή, σέβομαι όποιον μπει μέσα και τον εκτιμώ αφάνταστα όσο είναι κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου και τη φροντίδα μου. Το κρατώ τίμιο, δε σερβίρω δυνατά ποτά και δεν επιτρέπω καβγάδες, βωμολοχίες και ανούσιες συντροφιές. Αλήτες, τεμπέληδες, κλέφτες, στιγματισμένοι, ρουφιάνοι και κακορίζικοι δεν έχουν θέση εκεί μέσα και σαν τους μυριστώ πως είναι τέτοιοι τους διώχνω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τώρα τελευταία δέχομαι και μερικούς που έρχονται να γευματίσουν και θα το διατηρήσω αν δεν γίνει κανένα παρατράγουδο. Έχω προσλάβει μάγειρα γι’ αυτή τη δουλειά που κάνει και χρέη υπηρέτη και κηπουρού. Καμιά φορά  κάνει και χρέη προστάτη αφού σταματάει τους καβγάδες, κυνηγάει τους μεθυσμένους και ηρεμεί τους υστερικούς. Είναι καλός άνθρωπος και με το παραμικρό με ενημερώνει και θεωρεί κάθε παραστράτημα νάρκη στα θεμέλια της καλής λειτουργίας του οίκου ανοχής.

     Πίσω από το σπίτι βρίσκεται και μια κουζίνα χτισμένη με τσιμεντόλιθους και είναι ανοιχτή σε όλους τους φτωχούς της περιοχής και περισσότερο στους εργάτες που δουλεύουν στα χωράφια, φυτεύοντας

καρπούζια ή στα θερμοκήπια φροντίζοντας τις ντομάτες και τα αγγούρια. Έχει γκάζι, νερό υδραγωγείου, νεροχύτη, πιατοθήκη και ντουλάπια με τρόφιμα, ψωμί και λάδι. Υπάρχουν  ακόμη δυο ντιβάνια, τραπέζι και μερικές καρέκλες. Νότια είναι η τουαλέτα και το μπάνιο. Στη μικρή αυλή υπάρχουν κρεμάστρες για τα πλυμένα ρούχα της μπουγάδας και δοχεία με νερό σε περίπτωση έλλειψης. Όλα αυτά που σου περιέγραψα τα χρησιμοποιούν εκ περιτροπής οι εργάτες και η αλήθεια είναι πως ικανοποιούν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους με θαυμαστό τρόπο. Κάνω ότι μπορώ για να τους ανακουφίσω από τα βάσανά τους γιατί δεν μπορείς να βάλεις με το νου σου σε τι άθλια ζωή ζούνε αυτοί και τα παιδιά τους.

   Η Αντιγόνη την κοίταξε με τρυφερότητα και σταμάτησε να ζωγραφίζει. Ύστερα της είπε γοητευμένη από τα λόγια της ενώ ετοιμαζόταν να σταματήσει τη δουλειά:

    --- Ξέρω με τι ευχαρίστηση τα κάνεις όλα αυτά και με πόση αυταπάρνηση!

    Και ψιθυρίζοντας: << θαυμάσια!>> πρόσθεσε:

    --- Αρκετά για σήμερα! Έλα πάμε στο καθιστικό να συμφιλιωθούμε λίγο με την ανεμελιά.

   Η Ρόζα χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώθηκε αδιαμαρτύρητα και την ακολούθησε. Στο λουλουδιασμένο καναπέ που κάθισαν συνέχισαν την κουβέντα ενώ η Αντιγόνη δεν ξέχασε να σερβίρει τσάι σε δυο όμορφες και φαρδιές πορσελάνινες φλιτζάνες. Η Αντιγόνη συνέχισε να πλέκει το εγκώμιό της για εκείνη ενώ αυτή την άκουγε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Κι όταν της είπε << πως μόνο καλά λόγια ακούει γι’ αυτή απ’ τον κόσμο>> ίσα που δεν τη φίλησε η Ρόζα. Όμως της έπιασε το χέρι και της το χάιδεψε τρυφερά, μ’ ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στο γλυκό της πρόσωπο. 

    Η Αντιγόνη επέμενε και της είπε:

    --- Τι μύθος που είσαι! Σε ζηλεύω!

    Η Ρόζα σιώπησε. Έστρεψε το πρόσωπό της έξω από το παράθυρο και κοίταξε στην πλατεία του Α ι- Γιώργη όπου κάθονταν τρεις εργάτες γύρω από ένα τραπέζι κι  έτρωγαν κάτι χωρατεύοντας. Πιο πέρα ένας οδηγός αγροτικού φορτηγού κατέβαζε ντάνες από χαρτόκουτα κι έριχνε άγριες ματιές δεξιά κι αριστερά σαν κάτι να έψαχνε. Ύστερα πλησίασε τους άλλους κι αφού είπε μια βλαστήμια κάθισε κι άρχισε να τρώει άπληστα με τη μύτη του χωμένη στο πιάτο. Οι άλλοι δεν τον πρόσεχαν παρά έχοντας μπρος τους ένα σημειωματάριο, συζητούσαν κάτι κι έγραφαν.

    Άπλωσε το χέρι και τους έδειξε στην Αντιγόνη.

    --- Αυτοί λένε τα καλά λόγια για μένα, ε;

    --- Αυτοί, ναι.

    --- Είμαι σίγουρη γιατί περνάνε πολλοί σαν κι αυτούς από το σπίτι μου.

    --- Είναι άγιοι κι αδικημένοι.

    --- Μου έχει  τύχει να μιλήσω πολλές φορές μαζί τους και τους ξέρω καλά. Στο δεύτερο ποτηράκι που πίνουν μαθαίνω πολλά. Και κάθε φορά τους αγαπώ περισσότερο. Είναι οι κολασμένοι της γης.

    --- Γιατί έρχονται στο σπίτι σου;

    --- Οι πιο πολλοί για σεξ. Λίγοι για συντροφιά και κάποιοι για να φάνε και να χορτάσουν την πείνα τους.

    Η Αντιγόνη έδειχνε συγκινημένη. 

    --- Όμως συνέχισε η Ρόζα μου προξενούν  ζημιές και μου τα κάνουν λίμπα εκεί μέσα σαν τους καβαλήσει ο σατανάς. Δε συμβαίνει ταχτικά αλλά αρκετές φορές. Την αρχή του καβγά την ξεκινάει ένας και μετά τον ακολουθούν και οι άλλοι. Πέρσι τον Ιούνιο μαζεύτηκαν καμιά τριανταριά εργάτες να πληρωθούν και περίμεναν τους ιδιοκτήτες και τους εμπόρους του καρπουζιού, καθισμένοι σε μια λάκα προς το κύμα. Εκείνοι δεν παρουσιάστηκαν και τους παρήγγειλαν πως θα τους πλήρωναν το Σεπτέμβρη. Αγανακτισμένοι αυτοί το έριξαν στο ποτό και σαν μέθυσαν άρχισαν τους καβγάδες μεταξύ τους και την πλήρωσα εγώ. Δεν τους έφτανε η αλάνα και ήρθαν και πλακώθηκαν στο ξύλο μέσα στην αυλή μου και μετά μέσα στο  μαγαζί μου. Μου έσπασαν καρέκλες, τραπέζια ως και ποτήρια. Τους έδιωξα καλώντας την αστυνομία. Τι να έκανα!

    --- Όμως κι έτσι που σου συμπεριφέρονται μ΄ αυτή την αγριότητα συνεχίζεις να τους αγαπάς!

    --- Ναι, γιατί   είναι άνθρωποι καλοί και φτωχοί. Οι άντρες να ξέρεις, γι’ αυτούς μιλάω, γιατί αυτοί έρχονται εκεί, κάνουν και καλά αλλά και ανούσια πράγματα. Βρίζουν, χειρονομούν, πίνουν, μεθάνε και καβγαδίζουν. Εξάλλου γι’ αυτό είναι και λέγονται άντρες. Τους έχει κάνει η φύση έτσι και δεν πρέπει να τους κακολογούμε. Όμως παρά τα τόσα κακά που μου κάνουν δεν ξεχνάνε να λένε και δυο καλά λογάκια για τις υπηρεσίες που τους προσφέρω. Κάποιοι ως και στην κουζίνα έρχονται για να σερβίρουν από μόνοι τους την μπύρα και το κρασί σαν ο επιστάτης απουσιάζει. Στην εποχή του καρπουζιού που τα φορτηγά δεν προλαβαίνουν να ξεφορτώσουν εργάτες και η δουλειά στα μαγαζί αυξάνει η βοήθειά τους είναι πολύ σημαντική και δοξολογώ το Θεό που βρίσκονται κάποιοι να δουλεύουν για μένα.

      Η Αντιγόνη την άκουγε χωρίς να τη διακόπτει ενώ η σιγανή μουσική που έπαιζε το παραδοσιακό ραδιόφωνο έκανε την ατμόσφαιρα και τη συζήτηση πολύ ευχάριστη.

       Κάποια στιγμή η Ρόζα είπε, θλιμμένη:    

        --- Τους σιχαίνομαι όμως πολλές φορές μ’ αυτά που κάνουν που να τους πάρει ο διάβολος, αλλά τι να κάνω! Πάλι τους θέλω και τους αγαπώ! Και όσο τους βάζω τις φωνές πάλι σε μένα έρχονται!

       --- Είναι λάθος τους αυτό! Δεν πρέπει να σου συμπεριφέρονται έτσι!

       --- Ναι, αλλά δε βρίσκουν αλλού παστρικιά σαν και μένα και μου ξανάρχονται. Κι εγώ απ’ αυτούς ζω και καταπίνω όσα μου κάνουν.

       --- Εσύ ξέρεις! Εσύ είσαι το αφεντικό!

       --- Είμαι και για χάρη τους διοργανώνω και γιορτές, συγκεντρώσεις, ομιλίες και εκθέσεις βιολογικών προϊόντων. Κάποιες φορές περνάμε φίνα κάποιες άλλες γίνονται και παρατράγουδα.

     Από τα ανοιχτά παράθυρα προς τη δύση με τη ματιά της σαν κοίταξε όταν τελείωσαν την κουβέντα τους, είδε να περπατάει στο λιθόστρωτο ένας άντρας μέσα σε φουντουκί φόρμα και να έρχεται βιαστικά προς την είσοδο του σπιτιού. Τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο επιστάτης της που έδειχνε οργισμένος για την πολύωρη απουσία της.

      --- Έχουμε επισκέψεις! διαμαρτυρήθηκε στην Αντιγόνη και πιάνοντάς της από το μπράτσο της έδειξε με το χέρι της τον επιστάτη της.

     --- Ποιος είναι; τη ρώτησε αυτή έκπληκτη σαν τον είδε να περπατά δίπλα στη μανόλια που το άρωμά της και η φρεσκάδα της έφταναν ως το σαλόνι και τους κάλμαρε τα νεύρα.

      --- Ο επιστάτης μου! της είπε αυτή γεμάτη χάρη και με πραότητα σηκώθηκε. Είναι ο άντρας για όλες τις δουλειές του σπιτιού και δεν τον αλλάζω με τίποτα. Με ακολουθεί κατά πόδας και με αναζητά σαν η απουσία μου τον βάλει σε ανησυχία.

      Η Αντιγόνη δεν έκανε τίποτα για να την εμποδίσει να μη φύγει. Εξάλλου πλησίαζε  απόγευμα και ήθελε να ξεκουραστεί και να πέσει σε περισυλλογή όπως συνήθιζε να το κάνει εδώ και καιρό σαν η ωριμότητα άρχιζε να χρωματίζει το είναι της και να νιώθει μια βαθύτατη φλόγα επικοινωνίας με τον εαυτό της και την αρμονία των γύρω ερεθισμάτων. Περισσότερο δε από τότε που γνώρισε και αγάπησε το Σοφοκλή ένιωθε μια πρωτοφανή επιθυμία, κάτι σαν γλύκα να κάθεται ώρες ξαπλωμένη στο κρεβάτι και να τον σκέφτεται. Ήταν  σίγουρη πως δεν έσφαλλε γι’ αυτό και παραδινόταν σ’ ένα τέτοιο αίσθημα που της φαινόταν σαν δικαίωμα να διώξει την πλήξη και τη μοναξιά. Άλλωστε ήταν τόσο ωραίο και τόσο πρωτοφανές να τον σκέφτεται με αχαλίνωτο πάθος που νόμιζε πως η λατρείας της στο πρόσωπό του ήταν απερίγραπτη.

    Τον ήθελε πολύ και επιθυμούσε να του δοθεί άνευ όρων και να τον κάνει δικό της για πάντα. Η σιγουριά του έρωτά του γι’  αυτή της χάριζε δύναμη κι αυτοπεποίθηση ενώ η γοητεία του προσώπου της, το γνώριζε καλά πως του συγκλόνιζε την καρδιά και ήταν δύσκολο να την εγκαταλείψει. Ήταν μια ευδαιμονία αυτό. συγκεχυμένη όμως, που της έδινε μέθη και την ευχαρίστηση να τον σκέφτεται για να μην χάνει ούτε στιγμή την απόλυτη ευτυχία. Μακριά του την βασάνιζαν πόθοι τρέλας και ασίγαστο πάθος.

     --- Αφού είναι έτσι τότε ας πας στο καλό! της είπε με εγκαρδιότητα και τη συνόδεψε ως την πόρτα. Εκεί της έπιασε το χέρι. Ύστερα την άφησε να γλιστρήσει έξω στο πλακόστρωτο.

    --- Ω! πόσο καλή, είσαι! της ψιθύρισε η Ρόζα και τη φίλησε.

    Την ίδια στιγμή ο επιστάτης την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.

    --- Όταν είναι να ξανάρθω στείλε μου μήνυμα! της φώναξε σε λίγο η Ρόζα ενώ έφευγαν με τον επιστάτη και η αντήχηση των βημάτων τους ακούγονταν σε ολόκληρη την αυλή.    

 

 

 

                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ   7

 

 

 

 

 

      Η ώρα ήταν οκτώ το πρωί που τα γαβγίσματα του σκύλου προειδοποίησαν το Σοφοκλή πως κάτι συνέβαινε στην αυλή. Άφησε το γραφείο του και βγήκε προσεκτικά έξω. Η ομορφιά όμως του ανθισμένου κήπου ήταν τόσο μαγευτική που τον έκανε να ξεχάσει την αποστολή του. Ο Μάης ήταν στο φόρτε του και παντού η χροιά του τ’  αγκάλιαζε όλα με τη στοργή της. Τι να πρωτοθαυμάσει! Δεξιά κι αριστερά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του  οι περιφραγμένοι αμπελώνες, τα περιβόλια με τα κηπευτικά και  οι διάφορες εκτάσεις με τις πράσινες αποχρώσεις τους τύλιγαν όσα σπίτια ήταν κοντά τους και τους έδιναν μια παραδείσια και αρμονική εικόνα και διάταξη. Ανασαίνοντας συνάμα και τον καθαρό και αρωματισμένο αέρα του κήπου ο Σοφοκλής που τον έκανε να νιώσει καλύτερα, ξαναθυμήθηκε το σκοπό που τον έκανε να βγει έξω κι άρχισε με κάθε σχολαστικότητα να ψάχνει για το κακό που είχε νομίσει πως είχε παραβιάσει τη γαλήνη του κήπου του.

     Σπρωγμένος από το ένστιχτο της αγωνίας κατευθύνθηκε στο μέρος που σύχναζε ο σκύλος. Η συνάντησή τους ήταν ευχάριστη όπως τις άλλες φορές και με τα βλέμματά τους να συναντιούνται σαν αστραπή άρχισαν πάλι τα παιχνίδια. Αφού έπαιξαν αρκετά ο Σοφοκλής του ψιθύρισε ενώ τον χάιδεψε στη ράχη: << Είμαι τόσο εξουθενωμένος από τη νυχτερινή μου συγγραφική δραστηριότητα που δεν μπορώ να σου κάνω το χατίρι να ενδώσω στις γαλιφιέςς σου για να με κερδίσεις >> και τον άφησε. Πήρε το πλακόστρωτο δρομάκι να πάει κοντά στην κούνια εκεί που σύχναζαν κάποιες φορές η μάνα γάτα με τα δυο της γατάκια. << Το μόνο που σκέφτομαι είναι να είναι γεροί και οι τρεις τους >> μονολόγησε και τα πλησίασε  στη φωλιά τους ανάμεσα στα χόρτα να λιάζονται στον ήλιο. Στην αρχή πίστεψε πως όλα ήταν ζωντανά. Γρήγορα όμως κατάλαβε σαν τα άγγιξε πως το γκρι ήταν νεκρό και μια δυσοσμία έβγαινε από το προχωρημένο στη σήψη σώμα του. << Η αρρώστια το θέρισε και τούτο όπως και τόσα άλλα αθώα πλασματάκια >> ψιθύρισε και παίρνοντας μια άσπρη νάιλον σακούλα από την αποθήκη το έβαλε μέσα. Ύστερα πήγε κάτω από τη συκιά κι αφού έσκαψε με την αξίνα ένα μικρό λάκκο το έθαψε. Το σκέπασε με χώμα και με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα από την έκφραση του πόνου, έφυγε για το γραφείο του αδιαφορώντας για την ομορφιά και τους έκθαμβους θησαυρούς που άφηνε τριγύρω του η άσβεστη ανθοφορία της άνοιξης.

      Στο γραφείο του ασχολήθηκε με την αλληλογραφία του. Από τα πολλά γράμματα που είχε λάβει στάθηκε σε δυο που τον εντυπωσίασαν με το πνευματώδες περιεχόμενό τους.  Το πρώτο έγραφε: << Φίλε, συγγραφέα. Πολύ συγκινητικό αλλά και αφάνταστα ευγενικό το ερέθισμα για την αποστολή του βιβλίου σου  << Ο θρήνος των κύκνων >>. Ανεκτίμητο δώρο στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ένα λουλούδι ή ένα βιβλίο δίνουν και τα δυο την πίστη στον άνθρωπο ότι το πνεύμα δεν είναι στα αζήτητα. Ξυπνούν τους παλιούς κλόουν που κοιμούνται και ονειρεύονται μια όμορφη χώρα που δε θα μισεί το καλό, μια χώρα όπου οι κάτοικοί της δε θα κάνουν ασκήσεις σκοποβολής πάνω στους λαιμούς των κύκνων. Γιατί όποιος σκοτώνει τους κύκνους  και το παιδικό χαμόγελο είναι εχθρός της ομορφιάς, εχθρός του καλού, εχθρός όλων μας, μα πιο  πολύ των  παιδιών >>.

    Το δεύτερο γράμμα έγραφε: << Το βιβλίο σου φίλε συγγραφέα << Φλόγες στην πόλη του νότου >> υψώνει στεντόρεια φωνή και διακηρύσσει μέσα από τα δέκα κεφάλαιά του πως αντιμάχεται το άδικο, την ανισότητα, την υποτέλεια κάθε λογής. Η φαντασία σμίγει αρμονικά με την ιστορία κι ο συγγραφέας, εσύ στην προκειμένη περίπτωση, κοιτάζει τα κοινωνικά στίγματα της πατρίδας του με μεγάλη ευθύνη για να συλλέξει και ν’ αξιοποιήσει το κάθε τι που αποτελεί κατάφαση στην πατρίδα και τον πολιτισμό της. Περίτεχνα δουλεμένο το παραδοσιακό λεξιλόγιο του Μοριά αναβιώνει και γίνεται στημόνι με τα ήθη και έθιμα του τόπου που η μακραίωνη ζωή τους σβήνει πριν τελειώσει ο αιώνας μας. Οι ήρωες του έργου σου, παρμένοι από το λαουτζίκο τον αιώνιο λασπωμένο εργάτη του έθνους που κουβαλάει στις πλάτες του τα ιερά και τα όσια της φυλής του. Είναι οι μόνιμοι πισωγραμμίτες του κοινωνικού κατεστημένου οι  φιγούρες οι λαϊκές που προβάλλουν για λίγο ζωντανεμένες απ’ το συγγραφέα αλλά η εποχή τους είναι πια αλλοτινή. Φιδοζωσμένος και ο λαός από τα ξένα θεριά κι άλλοτε από ντόπια ψάχνει να βρει την τύχη του και δεν μπορεί. Η πάλη του δεν έχει ανασασμό. Κοινωνική αδικία, κατατρεγμός για λόγους ιδεολογικούς, αγώνας για επιβίωση από το βασανισμένο λαό της ελληνικής υπαίθρου. Παραδοσιακό σχολείο με τα σάπια δεκανίκια, τη γλώσσα του βιασμένη, τον αυταρχισμό, τη νοησιαρχία, την προγονοπληξία. Εναγώνιο ερώτημα: γιατί ο αλληλοσπαραγμός του ανθρώπου;    Ο ήρωας του έργου ο κεντρικός είναι κι αυτός ένας Έλληνας που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ τον αγώνα όπως και οι πρόγονοί του. Πέφτει πονοζωσμένος στον αγώνα της αντίστασης. Πονοζωσμένη και η Ρωμιοσύνη ολόκληρη κομποδιπλώνεται αλλά δε λυγάει αφού ο αγώνας είναι η αιώνια επιλογή του Έλληνα.

    Τελειώνοντας θέλω να σου τονίσω πως το βιβλίο σου είναι μια αληθινή συγγραφική φλόγα που φωτίζει πολύ>>.

    Τα γράμματα αυτά ήταν ότι καλύτερο εκείνη τη στιγμή  της θλίψης που όχι μόνο τον ενθάρρυναν αλλά και του έφτιαξαν τη διάθεση ευχάριστη. Έτσι όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο ψαράς μέσα τον δέχτηκε με μια φωνή που έδειχνε έκπληξη κι εγκαρδιότητα:

     --- Ω! πόσο σε ήθελα, καλέ μου φίλε! του έκανε αμέσως και πέρασε σαν αστραπή τα μάτια του από πάνω του ενώ σηκώθηκε όρθιος.

     Ο ψαράς όμως φαινόταν συνοφρυωμένος. Ύστερα γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του  προς τα κάτω προσπάθησε κάτι να του πει αλλά σιώπησε.

     --- Συμβαίνει τίποτα; Σε βλέπω ταραγμένο! του είπε ανήσυχος ο Σοφοκλής και του ζήτησε να καθίσει.

    Κάθισαν και οι δύο. Ο Σοφοκλής δοκίμασε να τον καλμάρει. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του και πλησίασε το πρόσωπό του για να τον βλέπει καλύτερα. Ύστερα στυλώνοντας τα μάτια του πάνω του με τρυφερότητα, του είπε με μια συναισθηματική και παρορμητική τόλμη:

    --- Λέγε τι συμβαίνει στη γειτονιά μας;

     Το στόμα του ψαρά επί τέλους λύθηκε για να του πει κάπως πνιγμένα:

     --- Επεισόδια! 

    --- Επεισόδια είπες; Τι είδους επεισόδια; Και πού; Η έκπληξη του Σοφοκλή ήταν αναπάντεχη τόσο που τον έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο από τη θέση του.

    --- Στο επίσημο πορνείο της Ρόζας.

    --- Ωραία! Θέλω ν’ ακούσω! Λέγε τι ξέρεις;

    Εκείνος κόμπιασε κι άρχισε με δυσκολία ν’ αρθρώσει την πρώτη λέξη.

    --- Γινόταν από μια εταιρεία, συνέχισε σαν πήρε μπροστά, μια ενημέρωση για τις οικολογικές καλλιέργειες και είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, αγρότες, εργάτες, γεωπόνοι, ιδιοκτήτες θερμοκηπίων, διάφοροι καλλιεργητές  κηπευτικών ως και μαθητές σχολείων. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα στην αίθουσα ένας πληρωμένος μεθυσμένος μπράβος κι εκφράστηκε προσβλητικά για τους διοργανωτές της εταιρείας λέγοντάς τους πως κοροϊδεύουν τον κόσμο με αυτά που λένε και πως το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πουλάνε φάρμακα που τα βαφτίζουν << βιολογικά >> για να  πλουτίσουν ενώ καμία προστασία δεν προτείνουν για το περιβάλλον, για τα προϊόντα που τρώμε, για την υγεία του ανθρώπου και την πανίδα και χλωρίδα.

       Ύστερα με μια γροθιά χτύπησε έναν υπεύθυνο της εταιρείας και τον κύλησε κάτω αιμόφυρτο. Το κακό σε λίγο γενικεύτηκε όταν κάποιοι προσπάθησαν να τον διώξουν. Έτσι μπήκαν πολλοί στον καβγά και οι γροθιές πήγαιναν κι έρχονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεχαρβαλωθούν οι πόρτες και τα παράθυρα, να σπάσουν τα τζάμια και να γεμίσει ο τόπος σπασμένα ποτήρια, κανάτια και πιάτα που τα περισσότερα έγιναν θρύψαλα.   

    Εγώ εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να προστατέψω τη Ρόζα. Πήγα στο δωμάτιό της και τη βρήκα να κλαίει. Τη συνέφερα και την τράβηξα έξω, πηγαίνοντάς την στο μικρό πλυσταριό, κλείνοντάς την μέσα για να την προστατέψω. Ύστερα γύρισα πίσω και τους έβαλα τις φωνές να σταματήσουν. Άδικος κόπος. Παντού η καταστροφή μεγάλωνε. Το πάτωμα γεμάτο γυαλιά. Σπασμένα κομμάτια πορσελάνης, ραγισμένες λεκάνες. Ως και τα   C D   του  στερεοφωνικού ήταν πεταμένα   και σπασμένα σε μια  άκρη. Τα βιβλία κι αυτά δεν είχαν καλύτερη τύχη. Βρίσκονταν χάμω ποδοπατημένα ή με σχισμένα εξώφυλλα σαν πεταμένα κι άχρηστα σκουπίδια. Πολλά είχαν τόσο ξεγδαρμένες ράχες που νόμιζες πως τα δάγκωσαν με τα δόντια τους.

    Σ’ αυτή τη μαινόμενη καταστροφή έπρεπε να κάνω κάτι. Έτσι τηλεφώνησα στην αστυνομία που ήρθε μ’ ένα περιπολικό και τρεις οπλισμένους άντρες. Σε λίγο η τάξη αποκαταστάθηκε και τώρα έχει μεταφερθεί η φασαρία στους δρόμους που οδηγούν στο λιμάνι και στα γύρω κτήματα. Ο Θεός να βάλλει το χέρι του να μη θρηνήσουμε κανένα νεκρό.

    Ο Σοφοκλής χάρηκε κατά βάθος για την αντίσταση αυτή του λαού ενάντια όλων εκείνων των εταιρειών που δήθεν κόπτονται για το περιβάλλον ενώ στην πραγματικότητα πουλάνε ψεύτικα βιολογικά και τοξικά φάρμακα για να θησαυρίζουν. Στην ουσία αυτές ευθύνονται για κάθε μολυσματική καταστροφή που γίνεται στο οικοσύστημα αφού ο σκοπός τους είναι μόνο το κέρδος. Οι προτεινόμενες λύσεις για τον έλεγχο της ρύπανσης και της μόλυνσης του περιβάλλοντος από τις οικολογικές οργανώσεις πάντα τις βρίσκουν αντίθετες ενώ καμιά της δεν προσφέρει το τεχνολογικό της εξοπλισμό στην υπηρεσία του περιβάλλοντος.  Από την άλλη όμως στενοχωρήθηκε για τα επεισόδια και την καταστροφή που έγινε στο σπίτι της Ρόζας.

    Καθώς  έμεινε για λίγο αναποφάσιστος φάνηκε κάποια στιγμή να λάμπουν τα μάτια του και να παίρνει ένα ύφος ταπεινό. Κοίταξε τον καπετάνιο και μ’ ένα προσποιητό ενθουσιασμό του είπε:

    ---  Καλά που ήρθες εδώ, έστω και με τέτοιες συνθήκες γιατί σε ήθελα να σου αναθέσω μια αποστολή. Βάζω στοίχημα πως θέλεις να την αναλάβεις.

    Ο καπετάν Κωνσταντής έγειρε πίσω το κεφάλι για να μπορεί να τον κοιτάζει καλύτερα. Η πρόταση του Σοφοκλή του άρεσε. Ήταν εξάλλου στο αίμα του να ρισκάρει τη ζωή του.

    --- Ακούω, τι θες από μένα; τον ρώτησε κι άνοιξε τα πελώρια μάτια του.

    --- Είναι πρόταση της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας που ζητάει να επισκεφτούμε τα νησιά Στροφάδια για ένα περιβαλλοντικό θέμα.                                          

    --- Και ποιο είναι αυτό;

    --- Βρέθηκαν τρυγόνια ψόφια εκεί και θέλουν μερικά για να τους κάνουν εργαστηριακές εξετάσεις και να βρουν τα αίτια του θανάτου τους.

    --- Η νόσος των πουλιών θα είναι!

    --- Ποιος ξέρει! Μπορεί να ψοφάνε κι από κάτι άλλο.

    --- Από τι;

    --- Ας πούμε από τα φυτοφάρμακα!

    --- Σωστά! είπε ο ψαράς. Αυτό δεν μου είχε μπει στη σκέψη. Να, που καλά λες έγιναν και τα φυτοφάρμακα στυγνοί δολοφόνοι. Έχεις δίκιο! Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς,  θα πάω!

    Ο Σοφοκλής έδειξε χαρούμενος.

    --- Είσαι πολύ καλός! του ψιθύρισε κι απλώνοντας το χέρι τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Ύστερα σαν να διέκρινε κάποια σκιά απ’ το παράθυρο σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Εκεί είδε την Αντιγόνη να περπατά μέσα στα άνθη με τα μεθυστικό άρωμα του κήπου και να έρχεται να τον συναντήσει. Οι όμορφες πτυχές του φορέματός της σκέπαζαν με χάρη τα πόδια της και το ντελικάτο σώμα της λικνιζόταν υπέροχα μέσα σ’ αυτό. << Έρχεται το κοριτσάκι μου >> συλλογίστηκε και σαν στράφηκε στον καπετάνιο του είπε, ενθουσιασμένος:

     --- Η δεσποινίδα Αντιγόνη έρχεται και ποιος ξέρει τι με θέλει.

     Ο καπετάνιος γέλασε.

     --- Δεν είναι δυνατόν να μην ξέρεις γιατί έρχεται! του πέταξε αστεία για να προσθέσει: λίγη υπομονή και θα μάθεις!

     Η πόρτα χτύπησε και ο Σοφοκλής πήγε κι άνοιξε. Η Αντιγόνη μπήκε φρέσκια και γελαστή και με μια ωραία υπόκλιση κάθισε.

     Ο καπετάνιος σηκώθηκε.

      --- Είσαι υπέροχη! της είπε κι έκανε το πρώτο βήμα προς την έξοδο. Ο λόγος της επίσκεψής μου εδώ τελείωσε και σας αδειάζω τη γωνιά για να σας αφήσω μόνους!

      --- Ω! του έκανε κείνη, γιατί;

      --- Γιατί πρέπει να φύγω! της απάντησε αυτός και ξεκίνησε.

      --- Έλα αύριο το απόγευμα με τα νέα σου! του είπε γελαστά ο Σοφοκλής και χαϊδεύοντάς του απαλά το πρόσωπο του έκλεισε την πόρτα σαν βγήκε.

      --- Είναι καλός! είπε η Αντιγόνη στο Σοφοκλή σαν επέστρεψε και βρέθηκαν και οι δυο καθισμένοι δίπλα-δίπλα στον καναπέ.

      --- Ευγενικός στο έπακρο! Θαρρώ πως του χρωστάω πολλά!

      --- Ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής του;

      --- Του αναθέτω μιας αποστολή.

      --- Τι αποστολή;

      --- Να πάει στα Στροφάδια και να φέρει μερικά νεκρά τρυγόνια. Πρέπει απαραίτητα να τους γίνει τοξικολογικός έλεγχος να δούμε από τι ψόφησαν.

     Τα χείλη της γυναίκας ανασηκώθηκαν και φάνηκαν τα γυαλιστερά της δόντια. Κούνησε το κεφάλι της με σοβαρότητα και ψιθύρισε με κάποια θλίψη:

      --- Παρουσιάστηκαν πάλι κρούσματα της νόσου των πτηνών;

      --- Θα το δούμε αυτό. Από τα νεκρά πουλιά που θα φέρει θα βγάλουμε το πόρισμα του θανάτου τους. Θα στείλουμε μερικά στα κεντρικά και σε κάποιο κάνε κι εσύ ένα τοξικολογικό έλεγχο στο εργαστήριό σου. Τα αποτελέσματα όμως της ανάλυσης να μην τα ανακοινώσεις σε κανέναν πριν πάρεις εντολή από την Ορνιθολογική Εταιρεία.

      Η Αντιγόνη ήξερε πως τα συμπαθητικά τούτα πουλιά κάθε Απρίλη διέσχιζαν τη Μεσόγειο για να τραβήξουν βόρεια. Στο δρόμο τους συναντούσαν τα δυο μικρά νησιά όπου σταματούσαν για  ανάπαυση, νερό και τροφή. Ακόμη ήξερε και για τις ομαδικές εκτελέσεις των πουλιών από τους κυνηγούς. Για τα νησιά Στροφάδια ή Στροφάδες είχε διαβάσει κάποια πράγματα σ’ ένα επιστημονικό περιοδικό αλλά ο χρόνος την έκανε να τα ξεχάσει. Έτσι βρήκε τώρα την ευκαιρία να εντρυφήσει για  μια άλλη  φορά στην ιστορία, την ομορφιά και τον πολιτισμό των μικρών αυτών νησιών ζητώντας από το  Σοφοκλή να της πει ότι γνώριζε γι’ αυτά.

    --- Στροφάδια! ψιθύρισε, πόσα χρόνια πάνε που διάβασα γι’ αυτά.  Έχω κι ένα κομμάτι εφημερίδας στο αρχείο μου που γράφει την ιστορία τους. Και κοιτάζοντας το Σοφοκλή έντονα του είπε: δεν τα έχω επισκεφτεί αλλά δεν ξέρω γιατί μόλις τα αναπολώ ξετυλίγονται διάχυτες κάποιες εικόνες γοητευτικές στη φαντασία μου.

     Εκείνος άρπαξε την ευκαιρία να μιλήσει. Όποτε του παρουσιαζόταν τέτοια ευκαιρία να διηγηθεί ιστορίες ή γεγονότα της καθημερινότητας και της παράδοσης γινόταν σκέτος ρήτορας. Έτσι της είπε:

     --- Θα μπορούσα εγώ να σου πω λίγα για τα Στροφάδια. Έχω γράψει μάλιστα και μια εργασία που δημοσιεύτηκε σ’ ένα οικολογικό περιοδικό.

     Εκείνη του είπε:

     --- Πριν αρχίσεις μου επιτρέπεις να σε φιλήσω; Και γέρνοντας πάνω του το έκανε.

     Ο Σοφοκλής άρχισε:

      --- Το Ι902 όταν ο αρχιδούκας Λουδοβίκος Σαλβατόρ της Αυστρίας επισκέφτηκε τα Στροφάδια λίγο έλειψε να τα χάσει. Τα δυο μικρά νησάκια ήταν και είναι τόσο χαμηλά κι όμορφα που νόμισε πως ήταν ένα με τη θάλασσα. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως δεν ήταν προπύργια στεριανά αλλά διακοσμητικά του πελάγους.  Ακόμη εκείνο που τον εντυπωσίασε πολύ και το είδε μέσα από την πολυτελή θαλαμηγό του ήταν το μοναστήρι με το οχυρό του που λες κι έπλεε πάνω στα κύματα της γαλάζιας θάλασσας.

    Όπως θα ξέρεις συνέχισε στην αρχαιότητα τα δυο νησάκια λέγονταν << Πλωτές >>. Όταν έγινε η         αργοναυτική εκστρατεία  οι Βορέαδες τα βάλανε με τις Άρπυιες και η περιοχή αναστατώθηκε. Οι Άρπυιες ήταν τέρατα θα λέγαμε αφού ήταν μισές γυναίκες  και μισές αρπακτικά. Οι δε γιοι του Βορέα, του Βόριου άνεμου, δηλαδή ο Ζήτης και ο Κάλαϊς κι αυτοί φτερωτοί, ελευθέρωσαν από τις Άρπυιες το μάντη Φινέα και κυνηγήσανε τα εναέρια τέρατα. Μια απ’ αυτές τους ξέφυγε και ήρθε στο Ιόνιο όπου και κρύφτηκε στις Πλωτές. Ο Ζήσης και ο Κάλαϊς όσο κι αν έψαξαν δεν τη βρήκαν κι απελπισμένοι γύρισαν πίσω να πάνε στο Φινέα που εν τω μεταξύ είχε αποκαλύψει στους Αργοναύτες το χρυσόμαλλο δέρας. Από τη στροφή των Βορεάδων οι Πλωτές  έγιναν Στροφάδες ενώ η κρυμμένη Άρπυια μάζεψε και τις άλλες στα νησάκια και τα έκαναν πατρίδα τους.

     --- Ο Άγιος Μάρκος τι δουλειά έχει σ’ αυτή την ιστορία των Στροφάδων;

    --- Να σου πω. Όταν οι Βενετσιάνοι πριν το 1340 όπως διηγούνται, μεταφέρανε το λείψανο του Αγίου Μάρκου από την Αλεξάνδρεια, το πλοίο έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή στα  νότια της Ζακύνθου. Θα τσακιζόταν δε σ’ ένα χαμηλό νησί που έμοιαζε σαν  ύφαλος αν το τελευταίο δε χωριζότανε στα δυο για να περάσει στη μέση το πλοίο και να γλιτώσει τη συντριβή. Έτσι η Στροφάδα έγινε Στροφάδες κι αυτό οφείλεται όπως λένε στο θαύμα που έκανε  ο Άγιος Μάρκος.

     --- Και είναι πολύ κοντά στη Ζάκυνθο, ξέρω.

     --- Είναι περίπου 22 μίλια από το ακρωτήρι Γέρακας που βρίσκεται στα νότια της Ζακύνθου. Ίσως κι αυτό να βοήθησε και το χτίσιμο του μοναστηριού αφού θα έφερναν τα υλικά από τη Ζάκυνθο. Το μοναστήρι χτίστηκε στα Βυζαντινά χρόνια και είχε και οχυρό. Η προσφορά του στη ζωή των νησιών ήταν σημαντική ενώ προσέδωσε και κάποιο πολιτιστικό ενδιαφέρον στην επαρχιακή μοναξιά του τόπου. Όπως τόσα μοναστήρια έτσι κι αυτό καταστράφηκε δυο φορές. Τη δεύτερη δε το 1717 καταστράφηκε και το αρχείο του. Φαίνεται όμως πως εκτός από τους εξωτερικούς κίνδύνους των πειρατών το μοναστήρι αντιμετώπιζε και ενδογενή προβλήματα. Η παράδοση αναφέρει έναν βενετσιάνικο νόμο που ενίσχυε τις εξουσίες του ηγουμένου  προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ανταρσίες, τις έριδες και την ανυπακοή των μοναχών.

      Άλλος ένας νόμος της ίδιας περιόδου απαγόρευε σε κατάδικους να εκτίουν την ποινή τους στα νησιά και όριζε την παραμονή τους μικρότερη του ενός μηνός. Όσοι όμως απ΄ αυτούς που τυχόν πήγαιναν στα νησιά παρά την απαγόρευση του νόμου, γίνονταν μοναχοί, και απαλλάσσονταν της μετάθεσής τους σε άλλο μέρος. Κάποια περίοδο το μοναστήρι έφτασε  να έχει  γύρω στους εβδομήντα μοναχούς κι απ’ ότι λέγεται ήταν τόπος εκκλησιαστικών τιμωριών, εξοριών και κατά θέληση ησυχασμών. Πολλά ξεχωριστά ονόματα μόνασαν εδώ μεταξύ των   οποίων και ο  πατριάρχης  Γρηγόριος  Ε΄.

    --- Ορίστε! έκανε έκπληκτη η Αντιγόνη και ανακάτεψε τα λίγα μαλλιά της που είχαν πέσει μπροστά. Ώστε, πέρασε κι από εκεί η μεγαλοσύνη του !

     --- Πέρασε, ναι. Εκάρει μοναχός και μετονομάστηκε Γρηγόριος. Ας είναι. Γι’ αυτόν έχει γράψει η ιστορία. Εμείς τώρα ας κοιτάξουμε τη δική μας ιστορία, είπε ο Σοφοκλής και συνέχισε. Τα τρυγόνια, γι’ αυτά ο λόγος, περνάνε και ζούνε για λίγο καιρό κι εκεί. Είναι συμπαθή ειρηνικά κι όμορφα πουλιά αλλά μου φαίνεται δεν έχουν καθόλου μυαλό. Γιατί αν είχαν δε θα περνούσαν κάθε Απρίλη από εκεί και να πέφτουν νεκρά από τις τουφεκιές των κυνηγών. Στις μέρες μας κι ενώ το κυνήγι έχει απαγορευτεί σ’ αυτά τα νησιά για τη διατήρηση της πανίδας τους, οι λαθροκυνηγοί φτάνουν κατά εκατοντάδες εκεί και με τις καραμπίνες τους σκοτώνουν αβέρτα. Πολλοί επιρρεπείς στο θέαμα πάνε μόνο και μόνο να απολαύσουν το φονικό, να δουν την αιματοχυσία, το εξαίσιο θέαμα των τραυματισμένων πουλιών και την εικόνα ενός λαβωμένου τρυγονιού να ψυχομαχεί όταν τα σκάγια τού έχουν λιώσει το κεφάλι.

     --- Η φύση εκεί μπορεί να θρηνεί τα σκοτωμένα πουλιά της, του είπε η Αντιγόνη σαν δεν της άρεσε η κουβέντα του αυτή για τον ξολοθρεμό τους, αλλά έχει στολίσει τα όμορφα τούτα νησάκια απ’ ότι ξέρω με ωραίες ομορφιές και μ’ ένα ωραίο και μοναδικό κτίσμα, το  μοναστήρι ας πούμε, που ανέφερες πιο πάνω και που μου διαφεύγει τ΄ όνομά του. Δεν είναι έτσι;

     --- Λες, για το μοναστήρι της Σταυροπηγιακής Μονής που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και την Παναγία την Παντοχαρά. Κτίστηκε γύρω στον 13ο αιώνα από την Ειρήνη, θυγατέρα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεόδωρου Α΄ του Λασκαρέως κι έμελλε πέρα από προπύργιο της Ορθοδοξίας να είναι και στρατηγικό φυλάκιο του Βυζαντίου και της Δημοκρατίας της Βενετίας. Το μοναστήρι αυτό αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα μοναστικού κτίσματος που ταυτόχρονα είναι και οχυρό για να αποκρούει τις επιθέσεις των επιδρομέων. Η διάταξη στους εσωτερικούς του χώρους ακόμη κι αν εκπορθηθεί το οχυρό είναι τέτοια που μπορεί να δυσχεραίνει την προσέγγιση των εχθρών στους χώρους που διαμένουν και ζουν οι μοναχοί, έτσι ώστε να τους  παρέχονται  δυνατότητες άμυνας και ασφαλή διαβίωση για αρκετό χρόνο.

     --- Το εκπόρθησαν όμως οι Αγαρηνοί. Δεν είναι έτσι;

     --- Ναι και σ’ αυτό έφταιξαν οι καλόγεροι. Πίστεψαν τους Αγαρηνούς το 1717 και τους νόμισαν φίλους. Εκείνοι όμως ήταν σκυλιά ανήμερα. Οι καλόγεροι τους άνοιξαν την πόρτα όπως διαβάζουμε σε χρονικό της εποχής που διασώθηκε κι έλεγε: << 1717 Αυγούστου 19, ημέρα Δευτέρα ηχμαλώτισαν το μοναστήρι μας τα Στροφάδια ο θεοκατάρατος μουστής με δέκα γαλιώτες. Το πώς εμπήκαν μέσα είναι τούτο: αρμπούρισαν παντιέρα άσπρη και ήρθαν οι καπετανέοι έξω, και με δόλο, με το καλό, εμπήκαν μέσα στο μοναστήρι και έπιασαν την πόρτα και έτζι εγελάστηκαν >>.  Τότε κάποιοι μοναχοί που διασώθηκαν μπόρεσαν και φυγάδευσαν το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου στην κοντινή Ζάκυνθο όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.

     Στης Αντιγόνης το πρόσωπο μετά τα όσα της διηγήθηκε, έβλεπες μια πρόθεση σεβασμού. Και καθώς σοβαρό της ύφος την έκανε ακόμη πιο όμορφη από τι ήταν, πράγμα που το είδε ο Σοφοκλής, της είπε για να διασκεδάσει την ατμόσφαιρα:

     --- Το πρόσωπό σου δείχνει σαν να ήθελες κάτι περισσότερα απ’ ότι είπα!

    Εκείνη ευχαριστημένη από τη συμπεριφορά του, του είπε:

    --- Απλά θέλω να προσθέσω κι εγώ κάτι!

    --- Πολύ καλά ! της έκανε και πιάνοντάς την απ’ τη μέση και με τα δυο του χέρια την παρότρυνε να μιλήσει.

    --- Έχω διαβάσει κάπου για τις ιδιαιτερότητες του μοναστηριού των Στροφάδων και θέλω να εκθέσω εν ολίγοις την άποψη μου. Αν και το μοναστήρι αυτό των Στροφάδων ανήκει στις μονές οχυρά, εμφανίζει πολλές ιδιαιτερότητες στα χαρακτηριστικά του που το ξεχωρίζουν από το συμβατικό κανόνα. Είναι κτισμένο στο μεγαλύτερο νησί και βόρεια σε μέρος που εύκολα προσπελάται από τη θάλασσα και το σχήμα του είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Η μια του πλευρά είναι λιθόχτιστη και χοντρή σε πάχος και η οποία αποτελεί τον πύργο. Οι άλλες τρεις αποτελούν και τις τρεις πτέρυγες του μοναστηριού που μαζί με τον πύργο περικλείουν μια κλειστή αυλή. Η αυλή είναι χωρίς κτίρια ενώ έχει πολλές σκάλες που οδηγούν στους εσωτερικούς χώρους της Μονής. Ακόμη θυμάμαι από το περιεχόμενου του εντύπου που διάβασα πως οι τρεις πτέρυγες έχουν ισόγειο και πρώτο όροφο. Στο ισόγειο υπάρχουν οι αποθήκες και το μαγειρείο και στον όροφο τραπεζαρία, ξενώνας, τα κελιά και το ηγουμενείο.

     Είπε όλα αυτά κι απόμεινε σιωπηλή.  Ύστερα κοιτάζοντας απ’ το ανοιχτό παράθυρο τα παιχνιδίσματα του ήλιου πάνω στα φύλλα και τα λουλούδια, το γαλάζιο του ουρανού και τους όμορφους μικρούς λόφους που διακρίνονταν σαν μεγάλα πετράδια, έκανε με μια μικρή οργή που έδειχνε να αυλάκωνε την ψυχή της για τη μικρή της φλυαρία:

    --- Η μέρα είναι τόσο όμορφη κι εγώ…

    --- Μιλάς πολύ! Αυτό θέλεις να πεις; της είπε και φάνηκε να της απηύθυνε κάποια βουβή ευχαριστία για την ικανότητά της αφήγησής της και τις ιστορικές και καλλιτεχνικές γνώσεις της.

    --- Όσο να ΄ναι! διαμαρτυρήθηκε με χάρη εκείνη.

    --- Μα κι εγώ φλυαρούσα τόση ώρα!

    --- Έλεγες όμως όμορφα πράγματα!

    --- Όπως κι εσύ αρχόντισσά μου!

    Γέλασαν και οι δυο από καρδιάς. Κι αμέσως λες και βρέθηκαν με την ίδια σκέψη στο ίδιο σώμα ονειρεύτηκαν πράγματα που ανήκαν στη σφαίρα των πιο υψηλών ηθικών αξιών. Ονειρεύτηκαν πως ήταν μαζί αγκαλιασμένοι και περπατούσαν έξω στη φύση ανάμεσα σ’ ένα ανθισμένο λιβάδι στους πρόποδες ενός λόφου κάτω από τη σκιά μιας πελώριας βελανιδιάς και σ’ ένα ρυάκι γεμάτο από πράσινα τρυφερά καρδάμηλα με τα φύλλα τους σκεπασμένα από τα διαμαντάκια της πρωινής δροσιάς. Έτσι περπατώντας μαζί έβλεπαν τα παιδιαρίσματα του ήλιου πάνω στα πράγματα της φύσης ενώ δίπλα τους βράχια περιστοιχισμένα από τη μοναξιά τους, ντυμένα βρύα τους συνάρπαζαν με την πρωτότυπη διακόσμησή τους. Κι αυτό το ακαθόριστο άγριο το τραχύ και το τρομακτικό τους συνάρπαζε τόσο που τους έρχονταν να αποβάλλουν από μέσα τους μια κραυγή υστερίας κάτι σαν εκδήλωση ελεύθερης έκφρασης ζωής. Κι όσο περπατούσαν κι άφηναν πίσω τους τον χερσότοπο με τους βράχους με τις πετρώδεις και τραχιές απολήξεις με χαρά έβλεπαν πως το τοπίο άλλαζε κι ένας παράδεισος απλωνόταν εμπρός τους όπου συναντούσαν ένα λουλούδι υπέροχο μια αγριοπαπαρούνα με κόκκινα ή μεταξένια σχήματα, εικόνα όμορφη και συγκινητική μέσα σ’ αυτή την εξαίσια κοιλάδα! Ή πάλι έβλεπαν ένα φτωχόσπιτο όμοιο με καλύβι με τον κήπο του γεμάτο λαχανικά, πιο πέρα το αμπέλι, τη λίγη σίκαλη, τις συνεχείς δεντροστοιχίες και το θεόρατο δάσος όπου τα δέντρα με τα κλαδιά τους κατέληγαν σε θολωτά τόξα όπου ξεπηδούσαν σκιόφωτες ή κοκκινωπές αποχρώσεις του ήλιου που ξεπρόβαλλε φωτεινός άρχοντας ανάμεσα στα φύλλα.

    Κι απ’ αυτή την πανδαισία ομορφιάς κι αρμονίας δεν έλειπαν ούτε οι ποιητές που άφηναν τους φευγαλέους στίχους τους πυκνούς από νοήματα να τραγουδούν τις πιο αντίθετες φάσεις της ανθρώπινης ψυχής, μεγαλόπρεπες στιγμές που κανείς δεν μπορεί ν’ ανιχνεύσει. Καμιά εξομολόγηση πάθους καμιά συμφωνία αγάπης κι έρωτα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να ξεγελαστεί και να εκφράσει τα θαυματουργά πετάγματά της προς τα ουράνια. Κι έτσι οι καρδιές τους απόμειναν σιωπηλές με μόνη ανταπόκριση μια υπέροχη ποιητική έκφραση: << Ω! Θεέ μου τι ομορφιά! >>  και κοιτάχτηκαν με τις σκέψεις και τη ματιά να πλανώνται έξω στον αέρα. Κι έτσι απόμειναν και οι δυο, άντρας και γυναίκα ουδέτεροι, ξεγελώντας τα πάθη τους με μακρόσυρτες ματιές και ενστερνίσεις. Κι έριχναν συνεχώς τα βλέμματά τους ο ένας πάνω στον άλλο αναγαλλιάζοντας και ακτινοβολώντας ως το βάθος του είναι τους. Και ήταν και για τους δυο αυτή η στιγμή κάτι σαν ρωγμή σ’ ένα φράγμα που δεν μπορεί να κρατήσει το νερό που χύνεται με ορμή και παρασύρει ότι βρει μπροστά του. Δυστυχώς η εγκράτεια προκαλεί θανατηφόρες ασθένειες που όμως  κάποιο ψίχουλο πεσμένο από τον ουρανό μπορεί να τις νικήσει.

     Τότε ακούστηκε η φωνή της Αντιγόνης που μέσα από το θυελλώδες ονειροπόλημα, ψέλλισε:

      --- Ο Μάης προσφέρεται για να φτιάξει κανείς κάποιο όμορφο μπουκέτο!

     --- Θέλεις να κάνουμε περίπατο έξω, της είπε ο Σοφοκλής και κοίταξε τρυφερά τη γυναίκα που αγαπούσε.

     --- Νιώθουμε την ευχαρίστηση της φύσης κι από εδώ! του αποκρίθηκε εκείνη και του έσφιξε το χέρι.

     --- Γιατί δε θέλεις να πάμε; της έκανε πειστικά αυτός.

     --- Γιατί η γλώσσα των λουλουδιών σου δίνει μια ευχαρίστηση ίδια με του σκλάβου που ξεγελά τον αφέντη του! του αποκρίθηκε και το αυστηρό της βλέμμα του έδειξε πως πρέπει να ήταν και οι δυο άμεπτοι εκείνη τη στιγμή.

     Ο Σοφοκλής περνώντας το χέρι του στα μαλλιά της, της είπε με χαδιάρικη φωνή:

     --- Αγαπημένη μου, μιλάς με γρίφους κι αυτό είναι καλό! Όμως νιώθω σαν να με εγκαταλείπεις ώρες- ώρες! Σε παρακαλώ μην προδώσεις ποτέ τις αθώες σκέψεις μου!

     Εκείνη γέλασε ενώ μια λάβα σαν χείμαρρος ξεπήδησε από τα μάτια της για να του πει με μια ανεξέλεγκτη χαρά από πάθος:

    --- Όταν βρίσκομαι εδώ κοντά σου δε θέλω να φύγω! Όμως τώρα έχω να κάνω δυο δουλειές  που εξαιτίας τους χάνω τη δημιουργία των αποθεμάτων μου! Κι αυτό με αναγκάζει να είμαι φειδωλή στις διαχύσεις μου!

    --- Τι  έχεις να κάνεις;

    --- Πρώτα να διαβάσω μια μελέτη για τον κρυφό συμβολισμό του μύστη Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλλα Σιστίνα και ύστερα να κάνω μια ιστολογική και αιματολογική ανάλυση σε βατράχους που βρέθηκαν ψόφιοι σε τοξικά απόβλητα στο ποτάμι του Λαγγούβαρδου. Ενδιαφέροντα και τα δυο κι εύχομαι να μπω εύκολα στο ερεβώδες βάθος τους.

   --- Κι όλα αυτά σήμερα;

   --- Τουλάχιστον η αρχή. Ότι δεν προφτάσω θα το συνεχίσω αύριο.

   Ο Σοφοκλής φάνηκε να δυσπιστεί. Κι αυτό εκδηλώθηκε στην εξαφάνιση της φρεσκάδας που είχε πριν το πρόσωπό του. Η Αντιγόνη το είδε και τον ρώτησε:

   --- Δε με πιστεύεις; ε;

   --- Σε πιστεύω, αλλά… Φάνηκε σαν να μην ήθελε να συνεχίσει την πρότασή του.

   --- Γιατί να σου πω ψέματα; Αμφιβάλλεις;

   Ο Σοφοκλής την είδε που ετοιμάστηκε να σηκωθεί και πήγε να τη βοηθήσει. Όπως την έπιανε από το μπράτσο σκέφτηκε πως όλες  οι αμφιβολίες του ήταν άχρηστες και παρανοϊκές. Κι αμέσως την οδήγησε  προς την πόρτα κάνοντας μαζί μερικά βήματα ενώ συνέχιζε να την πιάνει τρυφερά. Κι εκεί αφού της είπε μερικά ερωτόλογα την άφησε να φύγει ενώ αυτός προσπάθησε να καλμάρει τα νεύρα του. Σε λίγο καθόταν στο γραφείο του και στυλώνοντας τα μάτια του πάνω στα χαρτιά του, συλλογιζόταν πόσο ευχάριστα περνά η ώρα σαν είσαι κοντά σε ανθρώπους που τους πιστεύεις και τους αγαπάς.

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

           

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ   8

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    Ο καπετάν Κωνσταντής έφτασε στα Στροφάδια το απόγευμα. Για κακή του τύχη μια δυνατή καταιγίδα τον υποδέχτηκε σαν βγήκε από το καίκι του  που τον ανάγκασε να κρυφτεί σ’ ένα φυσικό ανάχωμα στην πλαγιά ενός βράχου και να γλιτώσει από το οδυνηρό χτύπημά της. Εκεί ο αέρας είχε σταματήσει κι αυτός ήταν αρκετά ασφαλής. Μακριά στο μέρος με τα νεκρά τρυγόνια η ορατότητα ήταν θολή λόγω της ομίχλης ενώ δε φαινόταν άνθρωπος πουθενά ούτε ακουγόταν φωνή κάποιου ζώου. Αυτός συνέχιζε να προφυλάσσεται στο ανάχωμα με την ελπίδα πως η καταιγίδα θα κοπάσει. Όμως αυτή σε λίγο ξέσπασε με μεγάλη ένταση, Οι αστραπές πλημμύριζαν τον ουρανό ασταμάτητα και οι κεραυνοί τον αυλάκωναν χωρίς έλεος πέφτοντας στη γη με τόσο θόρυβο που νόμιζες πως γινόταν πόλεμος. Η γη έτρεμε και παλλόταν από τα μανιασμένα χτυπήματα των άγριων στοιχειών της και φαινόταν πως ώρα με την ώρα θα την κατάπιναν και θα την έστελναν στα τάρταρα να χαθεί.

     Όσο ανυπόμονος κι αν ήταν ο καπετάνιος έπρεπε για να μη χάσει τη ζωή του να περιμένει να περάσει η καταιγίδα και μετά να φύγει. Εξάλλου βρισκόταν πολύ μακριά από το πέρασμα των τρυγονιών και γνώριζε καλά πόσο κακοτράχαλο ήταν το έδαφος ως εκεί. Τώρα δε με την καταιγίδα σίγουρα θα είχε γίνει πιο επικίνδυνο με τις κατολισθήσεις και τις πλημμύρες. Έπρεπε να κρατήσει αυστηρά τους νόμους της προστασίας του αν ήθελε να σωθεί.

      Το έκανε και σε λίγο πράγματι η καταιγίδα έκανε ανάπαυλα κι αυτός ξεθάρρεψε. Έτσι βγήκε από την κρύπτη του κι αποφασισμένος για όλα έκανε τα πρώτα δειλά βήματα να οδοιπορήσει ως το μέρος των νεκρών πουλιών. Δυστυχώς η φύση του έπαιξε άσχημο παιγνίδι με μια αστραπή που έσκισε τον ουρανό και τον φόβισε τόσο που τον ανάγκασε να σταματήσει και να κρυφτεί πάλι κάτω από ένα δέντρο. Αμέσως αντήχησε ένας ξερός ήχος και η βροχή ξέσπασε. Ο αέρας μύρισε κάρβουνο από το καμένο πεύκο που χτύπησε ο κεραυνός ενώ μαινόταν και σφύριζε έξαλλος και με ορμή, κάνοντας τα δέντρα να γονατίζουν επικίνδυνα ως την επιφάνεια του εδάφους.  Ο ψαράς αντιστεκόταν όσο μπορούσε χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά. Σε κάποια στιγμή παρασύρθηκε κι έπεσε κάτω χωρίς ευτυχώς να χτυπήσει. Ξανασηκώθηκε και με μια υπερένταση ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω και να μπει στην κρύπτη.

     Ευτυχώς όμως αμέσως του ήρθαν όλα καλά γιατί η καταιγίδα κόπασε απότομα και ηρεμία απλώθηκε παντού. Ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα που έφευγαν γοργά κι άφηναν τον ορίζοντα καθαρό  να δείχνει ορατά τα πράγματα που πριν ήταν κρυμμένα μέσα στην ομίχλη και στη βροχή.

      Ο καπετάνιος έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε. Η κακοκαιρία αυτή δεν τον λύγισε. Εξάλλου είχε συνηθίσει σε κακοτυχίες τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά και πάντα όχι μόνο δε φοβόταν αλλά πάλευε να βγει νικητής και ζωντανός. Έτσι σαν θεώρησε τον εαυτό του νικητή από την καταιγίδα μπήκε στο μικρό δάσος που άρχιζε μετά την ακτή και πήρε το μονοπάτι που ήξερε καλά πως θα τον οδηγούσε στον τόπο που είχαν πέρασμα τα τρυγόνια κι εκεί ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε και τα νεκρά πουλιά. Φτάνοντας όμως εκεί  σε λίγο τον περίμενε ένα απρόβλεπτο θέαμα. Το μέρος είχε γεμίσει από στρατιώτες κι αστυνομικούς και το φρουρούσαν οπλισμένοι σαν αστακοί. Είχαν στήσει σκηνές που τα διαφορετικά χρώματα δημιουργούσαν μια απίστευτη πανδαισία ομορφιάς ανάμεσα στις κωνικές κορυφές των δέντρων. Οι δυο πιο μεγάλες απ’ αυτές τις σκηνές ανήκαν στους αρχηγούς που δεν φαίνονταν εκείνη τη στιγμή γιατί προφανώς ήταν μέσα και συσκέπτονταν.

     Δυο ειδικές ταμπέλες σε σχήμα σημαίας  που έγραφαν: Υπουργείο Ανάπτυξης η μία και Περιβάλλοντος η άλλη ανέμιζαν σε μια δέσμη από ανθισμένα ρείκια ενώ κοντά τους είχαν συγκεντρωθεί τουλάχιστον δέκα φρουροί στρατιώτες που ξεχώριζαν για το ανάστημά τους και την άγρια όψη τους. Σαν τους είδε ο ψαράς  σκέφτηκε να κρατήσει μια συνεχή και σοβαρή στάση για να μη τους προκαλέσει ενώ ψιθύριζε ταραγμένος: << τι θέλουν άραγε οι εθνοφύλακες;>> και σταμάτησε σαν τα καλογυαλισμένα τουφέκια τους κόλλησαν στο στήθος του μ’ ένα χαρακτηριστικό << αλτ >> που βγήκε βίαια από τα χείλη τους.

    --- Γιατί αυτό; τους ρώτησε κι έκανε ένα βήμα πίσω να ξεφύγει από την ξιφολόγχη του φρουρού που τον άγγιζε στο σημείο της καρδιάς.

    --- Έχουμε διαταγή να μην περάσει κανείς πέρα από εδώ! του είπε ο άντρας και φώναξε το διοικητή.

            Ένας λοχαγός με στολή εκστρατείας, αδύνατο πρόσωπο και μύτη γαμψή βγήκε από τη σκηνή κα τους πλησίασε.  Κοίταξε τον ψαρά και βάζοντας το δεξί του χέρι στο όπλο του που κρεμόταν από τη ζωστήρα του τον ρώτησε σε αυστηρό στρατιωτικό τόνο;

        --- Ποιος είσαι και πού πας;

         Ο καπετάνιος έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του παντελονιού του και του το έδωσε.

         Ο λοχαγός  έσκυψε και το διάβασε. Ύστερα πάλι με ύφος αγέλαστο και σκληρό του είπε:

         --- Είσαι μέλος απ’ ότι αναφέρει στο Σύλλογο Προστασίας Αλιείας. Αυτό  δε λέει τίποτα για μας. Γύρνα πίσω!

         --- Α! για σταθείτε, κύριοι εθνοφύλακες! τους φώναξε με κάποια ειρωνεία και περιφρόνηση μαζί  και τους έδειξε το άλλο χαρτί που τον είχε προμηθεύσει ο Σοφοκλής με την υπογραφή της Αντιγόνης ως υπεύθυνης του Τμήματος Εργαστηριακού Ελέγχου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων.

         Ο λοχαγός τελειώνοντας την ανάγνωση γέλασε μ’ ένα απειλητικό χαμόγελο. Κι αφού σήκωσε το γείσο του καπέλου του, του είπε με έναν τρόπο καθόλου ευχάριστο:

        --- Θέλετε δυο τρία πουλιά, αναφέρει για να τους γίνει εργαστηριακός έλεγχος και να εξακριβωθούν τα αίτια του θανάτου τους. Το καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να περάσεις και να τα πάρεις. Η διαταγή που έχουμε είναι ρητή. Κανένας να μην πάρει τίποτα μέχρι νεοτέρας.

     --- Μα… πήγε να διαμαρτυρηθεί ο καπετάνιος.

     --- Θέλεις φασαρίες; του φώναξε ο λοχαγός και τον έσπρωξε βίαια πίσω.

     --- Ήρθα  γι’ αυτό το σκοπό εδώ…

     --- Εσύ ναι, μα εμείς δε σ’ αφήνουμε!

     --- Και θα φύγω άπρακτος;

     --- Τώρα δε θα χάνουμε το χρόνο μας μαζί σου, του έκανε έντονα αυτός και τον πλησίασε απειλητικά.

    --- Ω! φώναξε ο ψαράς, είσαστε βλέπω σπουδαίοι! Αλλά και πολύ ικανοί να βάζετε εμπόδια στην προστασία του περιβάλλοντος!

    Ο λοχαγός αγρίεψε και με το πρόσωπό του κόκκινο από το θυμό τού ρίχτηκε.

    --- Μας συκοφαντείς βλακωδώς, του ψέλλισε και τον χτύπησε με μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο.

     Ο ψαράς κυλίστηκε δυο φορές κάτω και σηκώθηκε. Στάθηκε λίγο απόμακρα, έβγαλε το μαντήλι από την τσέπη του παντελονιού του και σκούπισε την πληγή που έτρεχε αίμα. Ευτυχώς όμως δεν ήταν σοβαρή κι αμέσως η αιμορραγία σταμάτησε. Στη συνέχεια αφού τον κοίταξε με περιφρόνηση και οργή άφησε να του ξεφύγει μια βαριά βλαστήμια απ’ τα χείλη και πήρε το δρόμο της επιστροφής βρίσκοντας καταφύγιο στο μοναστήρι.

     Όταν  ο καπετάνιος μπήκε  στο μοναστήρι οι  μοναχοί ήταν στα στασίδια. Έδειχναν να μην ξεχωρίζουν μέσα στα ράσα τους και στις καλύπτρες τους και φαίνονταν σαν ένας μαύρος όγκος από σωριασμένο σύννεφο. Όμως όταν οι φλόγες από τα καντήλια ζωήρευαν και φώτιζαν τα πρόσωπά τους ξεχωρίζονταν οι βιβλικές μορφές τους και ο χώρος έπαιρνε μια μυσταγωγική όψη. Ακούγοντας τη συγκινητική αρμονία από τις φωνές που έβγαινε από τα στόματα, ύμνος αφιερωμένος στον Ύψιστο και μέσα σε μια μοναχική και σφραγισμένη από μυστικισμό ατμόσφαιρα ο ψαράς αναρωτήθηκε αν του πρόσφερε τίποτα αυτή η ιεροτελεστία στην αγωνία που τον κάτεχε κι αν στο τέλος ο ηγούμενος και οι συν αυτόν καλόγεροι θα τον βοηθούσαν να αποκτήσει τα νεκρά πουλιά.

    Αφού έψαλλαν εφτά ψαλμούς οι καλόγεροι, άρχισε η ανάγνωση της Αγίας Γραφής. Κάποιοι μοναχοί φαίνονταν να ταλατεύονταν εξαιτίας της νύστας και δυο περιφέρονταν στα στασίδια για να τους ξυπνάνε και να τους κρατούν σε εγρήγορση. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει την υπνηλία τους  αν και η ώρα ήταν έξι απογευματινή, πολύ σπάνιο να κοιμάται κάποιος τόσο νωρίς πριν προχωρήσει η νύκτα. Μετά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ξανάρχισε η ωδή άλλων εφτά ψαλμών. Σαν τελείωσαν ο ηγούμενος τους ευλόγησε κι όλοι έσκυψαν σε μια στιγμή περισυλλογής που μόνο όσοι έζησαν τέτοιες καταστάσεις μυστικής φλόγας  κι απόλυτης εσωτερικής γαλήνης μπορούν να νιώσουν τη γλυκύτητά τους. Ύστερα  άρχισαν να ψάλλουν το απολυτήριο : << Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια >> κι έναν άλλο αίνο προς τον κύριο που τους έκανε να ηρεμήσουν και να σβήσουν τις ανησυχίες τους. Κι αυτό φάνηκε από την ηρεμία που απλώθηκε στα μάτια τους.

     Μαζί τους έψελνε και ο ψαράς κι έδειξε να του έκανε καλό αφού ξέχασε τις αμφιβολίες του για την έκβαση της αποστολής του και τον απάλλαξε από το φόβο και την αγωνία που θα συναντούσε στο τέλος σαν θα επισκεπτόταν τον ηγούμενο να του ζητήσει βοήθεια στην αποκομιδή των νεκρών πουλιών. << Είμαστε εύθραυστοι απέναντι στο κακό >> σκεφτόταν << κι ανάμεσα στους ισχυρούς που το μόνο που ξέρουν είναι να το σπέρνουν, να έχουν εχθρικές διαθέσεις και να σου στέλνουν τον ορμητικό και βίαιο άνεμο της καταστροφής σε ότι ζητήσεις >>.

      Κάποια στιγμή ο εσπερινός τελείωσε  και οι μοναχοί με κάθε ευλάβεια επέστρεφαν στα κελιά τους. Ο ηγούμενος τότε έμεινε μόνος κι ετοιμάστηκε να βγει έξω από το μοναστήρι ενώ έγνεφε στο βοηθό του και αποθηκάριο να τον βοηθήσει. Τότε ο καπετάνιος τον πλησίασε κι αφού του ασπάστηκε το χέρι του είπε ψιθυριστά προσέχοντας να μην τον ακούσει ο αποθηκάριος :

    --- Άγιε πατέρα σε χρειάζομαι!

    Ο ηγούμενος τον κοίταξε με θαυμασμό ανήσυχο κι έδειξε να ταράχτηκε. Τον γνώριζε γιατί κι άλλες φορές είχαν συναντηθεί κι αυτό έκανε το κλίμα φιλικό και πιο ευχάριστο. Έτσι του απάντησε γρήγορα:                               ---  Αφού τόσο το επιθυμείς έλα στο Ηγουμενείο μου και πιάνοντάς τον από το δεξί μπράτσο βγήκαν μαζί έξω από το μοναστήρι.

    --- Πού θέλεις να πάμε να κουβεντιάσουμε; τον ρώτησε και τον τραβούσε ενώ βάδιζαν με ρυθμό. Στην τραπεζαρία, στο γραφείο μου ή στη βιβλιοθήκη;

    --- Όπου να είναι, του ψιθύρισε ο ψαράς, αρκεί να μ’ ακούσεις με προσοχή. Ο χώρος δεν παίζει και πολύ ρόλο σ’ αυτό που θα σου πω.

    Ο ηγούμενος τον έβαλε στο γραφείο του. Εκεί σαν κάθισαν του προσέφερε μια κούπα γάλα να ηρεμήσει γιατί τον είδε αναστατωμένο και 

ύστερα από λίγο σαν αυτός ήπιε δυο τρεις ρουφηξιές, τον ρώτησε μ’ ένα τρόπο ευσπλαχνικό:

    --- Σε ακούω, ψαρά, τι θέλεις από την ταπεινότητά μου;   

    Ο καπετάν Κωνσταντής ήπιε όλο το γάλα κι άρχισε να βυθίζεται σε σκέψεις και δεν του απάντησε αμέσως. Κι αυτό γιατί του έκανε εντύπωση η έκφραση του προσώπου του ηγούμενου που έδειχνε να διαπνέεται από μια φιλική τάση μαζί του κι από μια σοβαρή θέληση να τον βοηθήσει. Έτσι πήρε το θάρρος να του μιλήσει αν και είχε κάποιους ενδοιασμούς μην τον παραδώσει και πάλι στους φρουρούς.

    --- Ήρθα, του είπε για να πάρω δυο τρία νεκρά πουλιά και να τα πάω στο εργαστήριο της ιστολογικής ανάλυσης που έχει στηθεί στην  Κυπαρισσία για τις καθιερωμένες εξετάσεις να δουν από τι ψοφάνε τα τρυγόνια. Ωστόσο δε μ’ άφησαν να πλησιάσω την περιοχή κάποιοι κρατικοί προστάτες και μ’ έδιωξαν κακήν κακώς. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου να μπω στην περιοχή και να πάρω τα νεκρά πουλιά.

     Ο ηγούμενος τον κοίταξε μ’ ενδιαφέρον κι έκπληξη.

     --- Εμείς οι μοναχοί, του είπε, αγαπάμε τα πουλιά και τα προστατεύουμε με κάθε μέσο. Πολλοί όμως είναι εκείνοι που μας εχθρεύονται και μας κηρύσσουν τον πόλεμο συνεχώς. Δυστυχώς έχω μάθει για την καταστροφή που τα βρήκε και θλίβομαι. Ωστόσο η δύναμή μας είναι ασήμαντη. Ποιος μπορεί να τα βάλλει με τους φρουρούς και τα όπλα του κράτους;

     Μετά από μια μικρή σιωπή, τον ρώτησε:

     --- Τι θέλεις ακριβώς από μένα;

     --- Να με οδηγήσεις από ένα κρυφό μονοπάτι που είμαι βέβαιος πως ξέρεις για να φτάσω στο μέρος των νεκρών πουλιών χωρίς να γίνει αισθητή η παρουσία μου από τους στρατιώτες.

    Τα λόγια αυτά έκαναν εντύπωση στον ηγούμενο  και δείχνοντας την απέχθειά του στους υπεύθυνους της καταστροφής μονολόγησε με κακογλωσσιά << τους αλητήριους>> ενώ είπε στον ψαρά:

   --- Είναι δύσκολο να κάνω αυτό που μου ζητάς γιατί αντίκειται στο πνεύμα της Μονής. Δεν μπορώ δηλαδή να συνεργαστώ σε κάτι που για άλλους θα θεωρηθεί κακό και για κάποιους καλό.  Οι μοναχοί εδώ ξέρεις εργάζονται σκληρά και κανένας δε θα δεχτεί να σε συνοδέψει από το κρυφό μονοπάτι που ζητάς να πας στον τόπο του ανίερου εγκλήματος. Δυο τρεις που είναι από τη φύση τους γεννημένοι για περιπέτειες ίσως αρνηθούν γιατί θα φοβηθούν μην τους ανακαλύψουν. Θα το ρισκάρω όμως με έναν αιρετικό που ανήκει σε μια ευαγγελική περιβαλλοντική οργάνωση δηλωμένος ακτιβιστής που μπορεί να σε βοηθήσει. Θα αποταθώ σ’ αυτόν και ο Θεός ας βάλλει το χέρι του. Είναι συμπαθής και πάντα δείχνει ενδιαφέρον να βοηθήσει όταν ακούει για θέματα που αφορούν τη διάσωση του πλανήτη.

    Κοίταξε έξω στο παράθυρο και συνέχισε: Ο καιρός πιστεύω να είναι καλός αύριο και να μη σας δημιουργήσει προβλήματα. Αυτός ο καλόγερος που τον λένε Δανιήλ είναι άφοβος και γενναίος κι αν χρειαστεί για να επιζήσει πηγαίνει ακόμη και στην κόλαση. Σε λίγο θα έχεις την τύχη να τον γνωρίσεις γιατί έρχεται εδώ πάντα μετά το απόδειπνο για να συζητάμε και θα του ανακοινώσω την αποστολή σας μπροστά του.

    Εδώ ο ηγούμενος σταμάτησε σαν άκουσε κάποια κραυγή να έρχεται απ’ το δάσος. Κούνησε το κεφάλι του και μέσα σε αστεϊσμό, είπε: << υπάρχουν και φαντάσματα τριγύρω! Είναι κι αυτά από τα πολλά αγαθά της καλογερικής >> και γέλασε μ’ έναν χαρακτηριστικό τρόπο. Ύστερα τον ρώτησε με επιθετικότητα κι ανακριτική διάθεση:

    --- Είσαι σίγουρος πως υπάρχουν ψόφια τρυγόνια στο νησί μας;

    --- Βέβαια! Αφού τα είδαν οι κυνηγοί και οι τσοπάνηδες. Αυτοί ειδοποίησαν το Σύλλογό μας και το Εργαστήριο Τοξικολογικών Αναλύσεων στον τόπο μου.

    Ο ηγούμενος εξέφρασε ικανοποίηση.

    --- Κι από τι ψόφησαν; τον ρώτησε. Είσαι σε θέση εσύ και η παρέα σου να το ξέρει;

    --- Υποθέτουμε από τη νόσο των πτηνών! Χρειάζεται όμως για να βεβαιωθεί ιστολογική ανάλυση που θα γίνει στο Εργαστήριο Τοξικολογικών Αναλύσεων που επιμελείται η γιατρός Αντιγόνη Τριανταφύλλου. Για να γίνει όμως αυτή η εξέταση χρειάζονται τα ψόφια πουλιά. Γι’ αυτό ήρθα να πάρω δυο τρία και να της τα πάω. Δυστυχώς όμως απ’ ότι φαίνεται αυτό προς το παρόν είναι αδύνατο. Κάποιοι φαίνεται δε θέλουν να γίνει αυτή η έρευνα.

    --- Συγχώρησέ με που σε ρωτάω, του είπε ο ηγούμενος, αλλά χωρίς να φανώ ασεβής, επιμένω να μάθω κι εγώ την αλήθεια γιατί η αυστηρή διάδοση των πληροφοριών γύρω από το θάνατο των πουλιών στο νησί μας  δεν μου επιτρέπει να έχω σαφή εικόνα της κατάστασης. Έτσι από σένα και τους συν αυτώ μπορώ να μάθω περισσότερα.

      --- Βεβαίως και  καλά κάνεις, του είπε ο ψαράς με ευγένεια. Εγώ όμως δεν ξέρω και πολλά αλλά εκτελώ αυτή τη στιγμή εντολή του Εργαστηρίου Τοξικολογικής Ανάλυσης. Η βιολόγος Αντιγόνη χειρίζεται το θέμα και έχει πάρει εντολή από την κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και τροφίμων  να πράξει τα δέοντα για να εξακριβωθούν τα αίτια του θανάτου των τρυγονιών. Εγώ και ο Σοφοκλής ένας σοφός άνθρωπος και συγγραφέας τη βοηθάμε. Είμαι μέλος του Συλλόγου Προστασίας Αλιείας όπως καλά το ξέρεις κι εκείνος της Ελληνικής Ορνιθολογικής εταιρείας.

     --- Είναι σημαντικά αυτά που λες, του είπε ο ηγούμενος αλλά ποτέ δεν κατανόησα το μένος των κυνηγών και την αδιαφορία του κράτους γι’ αυτά τα πουλιά. Τους συμπεριφέρονται λες και είναι επικίνδυνοι εξωγήινοι εισβολείς, εχθροί της γης και των ανθρώπων της. Όλοι εμείς οι μοναχοί, θλιβόμαστε αφάνταστα για την καταστροφή τους και κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να τα προστατέψουμε.

     Και μ’ ένα πολεμικό μένος, συνέχισε:

     --- Τα τρυγόνια είναι όμορφα πουλιά, φιλικά προς τον άνθρωπο και η όψη τους δείχνει να έχουν φιλειρηνικά αισθήματα. Μας επισκέπτονται κάθε Απρίλη ερχόμενα από την Αφρική και διασχίζοντας τη Μεσόγειο τραβάνε βόρεια. Εδώ στο νησί μας κάθονται για να ξεκουραστούν κι όσο καιρό διαμένουν έρχονται αντιμέτωπα με τα σκάγια των κυνηγών. Τα σκοτώνουν κατά χιλιάδες κι έτσι που πάνε σε λίγο καιρό θα τα εξαφανίσουν ολοσχερώς όχι μόνο από το νησί μας αλλά κι από τον πλανήτη. Τώρα τελευταία έμαθα πως πίσω από τους κυνηγούς κρύβεται κάποια εταιρεία που τους τα αγοράζει και διατηρώντας τα μέσα σε βαρέλια με ξίδι τα μοσχοπουλάει στα εστιατόρια τα οποία με τη σειρά τους τα σερβίρουν για ορεκτικούς μεζέδες στην πελατεία τους. Για μένα το κυνήγι των τρυγονιών πρέπει ν’ απαγορευτεί και να ψηφιστεί ισχυρός νόμος για τους λαθροκυνηγούς που έρχονται εδώ με κότερα ή ακόμη και με ελικόπτερα, φορτωμένοι με επαναληπτικές σύγχρονες καραμπίνες και τα εκτελούν εν ψυχρώ λες και κάνουν άθλημα σκοποβολής. Έχουν δει τα μάτια μου φονικά και φονικά. Κι όλα αυτά πολλές φορές για να απολαύσουν οι φονιάδες το θέαμα της αιματοχυσίας, την εικόνα των σπασμένων φτερών, το θρυμμάτισμα του ματιού και το ψυχομάχημα των πουλιών. Τελειώνοντας τον ρώτησε:

    --- Μιλώ υπερβολικά;

    --- Λες τα πράγματα με το όνομά τους! Αυτό κάνεις!

    --- Όμως κανείς δεν μ’ ακούει!

    --- Το ξέρω! Μήπως ακούνε εμάς; Εμάς μας φοβερίζουν κι εσάς σας αγνοούν. Και το κάνουν από συμφέρον γιατί κερδίζουν από τον αφανισμό των πουλιών. Όπως κερδίζουν κι όταν κρύβουν τις ασθένειες των πουλιών γιατί η κατανάλωση συνεχίζεται.  

     --- Πρέπει να κάνει καλή δουλειά εκεί στα μέρη σας η βιολόγος. Όπως κι εσύ  βέβαια με το συγγραφέα. Σας αξίζουν συγχαρητήρια. Ας έχετε τη χάρη του Θεού μαζί σας για να μη σας εγκαταλείψει το κουράγιο να συνεχίσετε.

    --- Εκεί δυστυχώς έχουμε τα φυτοφάρμακα εχθρό μας. Όλοι μας τα βάζουμε με τις εταιρείες αλλά και με τους παραγωγούς για την αλόγιστη χρήση τους και τους κατακρίνουμε  που κάνουν του κεφαλιού τους και δε συμβουλεύονται τους γεωπόνους. Δύσκολα να νικηθούν τα μεγάλα συμφέροντα μ’ αυτό που κάνουμε αλλά κάτι θα κερδίσει και ο κόσμος απ’ τη φωνή μας όσο αδύναμη κι αν είναι.

   Ο  ηγούμενος απόρησε για αυτή τη κακή του είδηση και τον ρώτησε έκπληκτος;

    --- Ραντίζουν μ’ αυτά τις καλλιέργειες; ε; και κούνησε με δυσφορία το κεφάλι του.

    --- Ναι, γιατί τις προστατεύουν από τις αρρώστιες και τα έντομα.

    --- Όμως δεν προστατεύουν τους ανθρώπους!

    --- Όχι, αλλά χωρίς τα φάρμακα οι παραγωγές δεν έχουν απόδοση! Χρειάζεται η χρήση τους αλλά με μέτρο.

    --- Δηλαδή είναι απαραίτητη για να κάνουν καρπό;

    --- Κι αυτό αλλά και να τον διατηρήσουν. Χωρίς ραντισμούς σαπίζουν και οι παραγωγοί δεν πουλάνε τίποτα. Μπαίνουν μέσα και δεν κερδίζουν.

     --- Με λίγα λόγια τα φάρμακα όπως έγιναν οι καλλιέργειες μαζικές είναι απαραίτητα!

     --- Είναι αλλά αυξάνει ο καρκίνος!  Θερίζει κυριολεκτικά την περιοχή μας και τα ποσοστά θνησιμότητας στον αγροτικό κυρίως πληθυσμό είναι αυξημένα την τελευταία δεκαετία.

     --- Αυτό αποδεικνύει, είπε ο ηγούμενος πως το γέλιο συγγενεύει με το θάνατο και τη φθορά του κόσμου σας εκεί πέρα.

     --- Δυστυχώς! Αλλά το κακό δεν είναι μόνο δικό μας αλλά ολόκληρου του πλανήτη. Πρέπει τον κίνδυνο που τον απειλεί να τον βλέπουμε όλοι σαν δική μας υπόθεση.

     --- Βεβαίως και πρέπει να τον βλέπουμε έτσι! Μιλάς σωστά!

     --- Κι όμως οι άνθρωποι συνεχίζουν μ’ ενθουσιασμό θα έλεγα να βλάπτουν το περιβάλλον κι ας πληρώνουν οι ίδιοι με τόσα δεινά την απερισκεψία τους. Ως και οι υδάτινοι πόροι εκεί σε μας στην Τριφυλία χάνονται  εξαιτίας των φυτοφαρμάκων που φαίνεται να επηρεάζουν τις κλιματικές αλλαγές και να λιγοστεύουν τις βροχές. Ακολουθεί η ξηρασία που  καταστρέφει σημαντικό μέρος των καλλιεργειών.

    --- Αυτό που λες ισχύει κι εδώ στο νησί, του είπε με παράπονο ο ηγούμενος  και έδειξε να τον βασανίζει πολύ το θέμα. Κι εδώ οι βροχές είναι λίγες και ψεύτης να βγω, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση της ανομβρίας δε θα έχει καλό μέλλον το όμορφο νησί μας.

    --- Κι όπως λένε, συνέχισε ο ψαράς που έδειχνε χαρούμενος που έκανε αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος μια τέτοια σοβαρή συζήτηση και μάλιστα με τόση καλή χρήση των επιστημονικών όρων, οι ειδικοί επιστήμονες, γεωπόνοι, περιβαλλοντολόγοι και ερευνητές της πατρίδας μου η δυτική αυτή περιοχή της χώρας μας αναμένεται χρόνο με το χρόνο να γίνει Αφρική και να έχει σημαντική απώλεια στους υδάτινους πόρους της και τότε αλίμονό μας! Κλάψ’ τα Χαράλαμπε! Θα πεθάνουμε όλοι!

   --- Κι αυτό είναι  σημαντικό για την περιοχή σας του είπε ο ηγούμενος γιατί ζείτε αποκλειστικά με την αγροτική παραγωγή και βασιζόσαστε στην καλλιέργεια της γης. Κι αν δε λάβετε τα μέτρα σας αλλά και γενικότερα και οι άλλοι υπεύθυνοι τα πράγματα θα είναι πιο χειρότερα απ’ ότι λένε οι ειδικοί.

    --- Όπως γίνεται και τώρα στην Ασία, στην υποσαχάρια Αφρική, την Καραϊβική, στην Κεντρική και στη νότια Αμερική.

     Στράφηκε προς το μέρος του κοιμητηρίου ο ηγούμενος σαν του φάνηκε πως άκουσε κάποιες φωνές και με μια μυστηριώδη έκφραση, είπε:

    --- Έχω διαβάσει σ’ ένα επιστημονικό περιοδικό που εκτιμά ως εξής την κατάσταση στην περιοχή μας και φυσικά και τη δική σας γιατί συνορεύουμε σχεδόν: Το μέγεθος της καταστροφής θα είναι τόσο μεγάλο που οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και καλούν κάθε υπεύθυνο φορέα να κάνει κάτι να αποτραπούν τα χειρότερα. Η ανησυχία  είναι πολύ μεγάλη γιατί οι κλιματικές αλλαγές έχουν ήδη επιδεινωθεί. Ακόμη γράφει το περιοδικό πως η κατάσταση στην περιοχή σας θα είναι τρομερό χτύπημα για τους φτωχούς αγρότες, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται κύρια από τις καλλιέργειες της γης.

    Ο ψαράς έβηξε ευγενικά και κάνοντας ένα << Εε… χμ >> πήρε το λόγο για να πει: 

    --- Δεν απομένει παρά οι αγρότες να αλλάξουν καλλιέργειες με πιο ανθεκτικά φυτά στην ξηρασία.

   --- Πολλοί λένε, αυτό, αλλά κανείς δε λέει πως για τη θλιβερή αυτή κατάσταση των κλιματικών αλλαγών στον πλανήτη μας υπεύθυνη είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα. Κι ακόμη πως οι αλλαγές αυτές θα έχουν επιταχυνόμενη εξέλιξη.

    Ο ψαράς μ’ ένα γελάκι έδειξε να τον συνεχάρη για το όφελος που απεκόμισε από τα λόγια του, δεχόμενος έτσι πως είχε απέναντί του ένα τόσο ευυπόληπτο συνομιλητή και ιερωμένο. Ύστερα είπε, υποστηρίζοντας τις θέσεις και των δυο:

    --- Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, ότι πρέπει να γίνει ας γίνει το συντομότερο.

    --- Ναι, οι κλιματικές αλλαγές επιταχύνουν το λιώσιμο των πάγων, ελαττώνουν τον υδάτινο όγκο των ποταμών και δημιουργούν συνθήκες ανυδρίας σε όλο και μεγαλύτερες περιόδους του έτους.

   --- Ολοφάνερο είναι πια πως πρέπει να επέμβουμε! αποκρίθηκε ο ψαράς και στράφηκε προς την πόρτα που άνοιξε και είδε να μπαίνει μέσα ο αποθηκάριος και να λέει στον ηγούμενο: << πως το δείπνο είναι έτοιμο >> και χάθηκε σαν αστραπή από μπροστά τους.  Ο ηγούμενος κοίταξε τον ψαρά.

   --- Μόλις βγεις, του είπε και μπεις στο διάδρομο, τρίτη πόρτα αριστερά είναι το εστιατόριο των επισκεπτών. Το δείπνο είναι έτοιμο όπως άκουσες και σε περιμένει. Μετά πήγαινε απέναντι στον υπνοθάλαμο να κοιμηθείς και το πρωί με το καλό, πρώτα ο Θεός, τα βάζεις με την παραφροσύνη των ανθρώπων.

   Ο ψαράς σηκώθηκε και βγήκε στο διάδρομο. Εκεί προσεκτικά για να μη γίνει αντιληπτός άρχισε να κάνει ότι ακριβώς του είπε ο ηγούμενος.

 

 

 

 

                                                 = = =   

 

 

 

        Το πρωί πριν ξεκινήσει με τον καλόγερο Δανιήλ ο καπετάν Κωνσταντής για το μέρος με τα νεκρά πουλιά, ήξερε πολύ καλά και ήταν του ήλιου φαεινότερο πως η κυβέρνηση μπροστά στο απίθανο ενδεχόμενο να παρθούν δείγματα των νεκρών πουλιών από τους διάφορους περιβαλλοντικούς φορείς ή από την  Ορνιθολογική εταιρεία και να πληροφορήσουν τον κόσμο για τον ιό των πτηνών, είχε πάρει τα μέτρα της με τον αποκλεισμό της περιοχής όπως είναι γνωστό για να προστατεύσει το συμφέρον της δημοτικότητάς της και να αποτρέψει κάθε αντίδραση  της κοινής γνώμης. Βέβαια ο ίδιος και ο καλόγερος που τον συνόδευε, έστω κι αν πήγαιναν κρυφά και παράνομα δεν έκαναν καμιά εξέγερση και ούτε σκόπευαν να προκαλέσουν κάποια αναταραχή ανεπιθύμητη στην ηγεσία τόσο την τοπική όσο και ευρύτερα στην κυβερνητική. Γι’ αυτό ξεκίνησαν με ήρεμη τη συνείδησή τους πως πάνε μόνο και μόνο για το καλό κι όχι σαν προδότες και συνωμότες.

      Ο νεαρός καλόγερος που τον συνόδευε ήταν ψηλός, γυμνασμένος και λυγερόκορμος όπως τον εκτίμησε με μια ματιά που του έριξε ο καπετάνιος γιατί το ράσο του έκρυβε πολλά, και, είχε μια έκφραση αγνότητας κι αγριότητας μαζί, που δύσκολα συναντάς σε πολλούς ανθρώπους. Το ψηλό μέτωπό του και το καθαρό σχήμα τού προσώπου του, σου ενέπνεαν τέτοια εμπιστοσύνη που ο καπετάνιος ένιωσε σιγουριά σαν τον είδε δίπλα του στη δύσκολη αποστολή του. Ήταν φανερό πως αυτό το νέο παιδί πριν αφιερωθεί στην  καλογερική είχε υποφέρει πολύ κι επειδή ήταν αποφασισμένο να ζήσει και μόνο πέρασε στο μοναχικό βίο. Έτσι ήξερε να αγωνίζεται, να μη φοβάται και να είναι έτοιμος να τα βάλει με όποια δυσκολία κι αν του παρουσιαζόταν στη ζωή. Η θέλησή του ήταν δυνατή, ο ίδιος επίμονος και η ψυχική του ηρεμία αμετάβλητη ακόμη και σε περιστάσεις που και οι πιο θαρραλέοι άντρες λυγίζουν ή λιγοψυχούν. Ο καπετάνιος που κι αυτός ήταν περίπου έτσι σαν τον καλόγερο, εντυπωσιάστηκε από το παρουσιαστικό του και με τα όσα του είπε ο ηγούμενος για το χαρακτήρα και το θάρρος του, κι αμέσως με το επίμονο βλέμμα του, του έδωσε να καταλάβει  πως μπορεί το μικρό τους ταξίδι να φαινόταν ένας περίπατος καθημερινός, ωστόσο όμως σίγουρα θα είχε εκπλήξεις και θα ήταν επικίνδυνο και συναρπαστικό.

     Πριν όμως ανέβουν στο χαμηλό λόφο που έκρυβε την πεδιάδα εκεί που βρίσκονταν τα νεκρά τρυγόνια, έπρεπε να περάσουν από μια μικρή λάκα που ήταν καλυμμένη με χαμηλά θαμνόφυτα σε συμμετρικές διατάξεις, έτσι που ανάμεσά τους χωρούσε δε χωρούσε  να περπατήσει ένας άνθρωπος άνετα. Ο καλόγερος όμως  ήξερε το μέρος καλά αφού ήταν λημέρια των περιπάτων του κι όσο δύσκολο φαινόταν για τον ψαρά να βρει τα μονοπάτια άλλο τόσο εύκολο ήταν για το Δανιήλ να τα γνωρίζει και με άνεση να οδηγούνται στο μέρος που ήθελαν να πάνε. Η ατμόσφαιρα σ’ αυτό το μέρος ήταν ήρεμη μα έδειχνε απειλητική. Ούτε φωνές, ούτε τιτιβίσματα πουλιών ή κρωξιές μεγάλων σαρκοφάγων πτηνών, γρυλίσματα ζώων, παρά μερικά μόρια σκόνης αιωρούνταν μέσα στη σιωπή από εδώ κι από εκεί  που όσο περπατούσαν και η μέρα ζεσταινόταν διαλύονταν κάνοντας την έκταση περισσότερη ορατή. Αφήνοντας τη μικρή πεδιάδα πήραν το δρόμο που ήταν εντελώς  έρημος για να τους βγάλει μέσα από πυκνά ρείκια, κουμαριές και θαμνώδη πουρνάρια ακριβώς στο μέρος της καταστροφής. Προχωρούσαν αμίλητοι και μόνο τα βλέμματά τους αντάμωναν που και που για να συμφωνήσουν πως όλα πήγαιναν καλά προς στιγμή.

    Ο ήλιος άρχισε να ανατείλει πίσω από τα βουνά της Πελοποννήσου κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να νιώθουν πιο ασφαλείς στο χλιαρό φως του πρωινού. Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα κοιτάζοντας συν τοις άλλοις κάτω την χαράδρα με την πεδιάδα που έφτανε ως το κύμα και γνώριζαν προς βρίσκονταν τα νεκρά πουλιά. Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός πυροβολισμός ακούστηκε χαμηλά που τράνταξε με το εκκωφαντικό σφύριγμά του την ήσυχη μέχρι εκείνη τη στιγμή ατμόσφαιρα. Στην αναλαμπή της εκθαμβωτικής λάμψης που έβγαλε το όπλο σαν εκπυρσοκρότησε, γονάτισαν συγχρόνως και οι δυο και κρύφτηκαν πίσω από ένα χοντρό κορμό πεύκου. Κοιτάχτηκαν προβληματισμένοι δείχνοντας την ανησυχία τους. Ύστερα από την αριστερή πλευρά τους ακούστηκαν βρισιές ανθρώπων, γαβγίσματα σκύλων κι ένας θόρυβος από σούρσιμο κάποιου κοπαδιού που έδειχνε να τρέχει κυνηγημένο.

    --- Α! τους άτιμους τους φρουρούς! είπε ψιθυριστά ο καπετάνιος και συνέχισε: πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό του βοσκού! Δεν αφήνουν φαίνεται να πλησιάσει κανείς στην περιοχή! Και ρίχνοντας το σώμα του πάνω στον κορμό ανασήκωσε το κεφάλι του με κάθε προφύλαξη για να δει τι γινόταν κάτω στην πεδιάδα. Όμως η πυκνή βλάστηση και η κακή ορατότητα  σ’ εκείνο το σημείο τον έκαναν να μην μπορεί να διακρίνει ίχνη από την κίνηση των φρουρών ή άλλων οπλισμένων ομάδων.  

    Την ίδια στιγμή όμως που σκέφτονταν τι να κάνουν από εδώ και μπρος, ο ήχος από ένα κουδούνι του κοπαδιού ακουγόταν απόμακρα, δείγμα πως απομακρύνονταν κακήν κακώς από την περιοχή. Έτσι για μια στιγμή θεώρησαν καλό να μην πλησιάσουν και κινδυνεύσουν αλλά να γυρίσουν πίσω, σώζοντας τις ζωές τους. Ήδη ο Κωνσταντής ετοιμάστηκε να κάνει πίσω το πρώτο του βήμα. Η φωνή όμως του καλόγερου αποφασιστική και γεμάτη πάθος, που του ψιθύρισε << να προχωρήσουμε, καπετάνιε, μην τους φοβάσαι >> τον έκανε ν’ αποφασίσει να συνεχίσει το δρόμο του. Και για να τον πείσει πως σίγουρα θα εξασφάλιζαν την επιτυχία τους, πρόσθεσε με μια διάθεση εμπειρογνώμονα σε θέματα ειδικών αποστολών: << Ξέρω ένα κρυφό μονοπάτι που θα μας οδηγήσει πίσω από τη χαράδρα και δε θα γίνουμε αντιληπτοί. Από τις πληροφορίες που έχω κι εκεί έχει νεκρά τρυγόνια>> και χωρίς να μπορεί να μείνει άλλο κρυμμένος κατευθύνθηκε σ’ ένα βαραθράκι για να συναντήσει την αρχή του μονοπατιού που είχε αναφέρει.

    Πράγματι μετά το μικρό βάραθρο ο δρόμος περνούσε μέσα από ένα βαθούλωμα και τους προστάτευε αρκετά. Το διέσχισαν με ταχύτητα και γρήγορα πάτησαν στη μικρή αλάνα που ήταν γεμάτη μικρά πικράγκαθα κι άφθονα αγριόχορτα της θάλασσας ανάμεσα σε ψιλή άμμο και μεγάλες κροκάλες.

    --- Σ’ αυτή τη μικρή χορταριασμένη έρημο κανείς δεν μπορεί να μας βλάψει! ψιθύρισε ο καλόγερος κι άρχισε να ψάχνει με το βλέμμα του για νεκρά πουλιά.

    Και είχε δίκιο γιατί το ανώμαλο έδαφος που απλωνόταν προς το μέρος των φρουρών, τους έκρυβε από την ορατότητά τους και οι δεντροφυτεμένες πλαγιές του, έκαναν τη μικρή τους έρημο αόρατη από το επίβουλο βλέμμα των εχθρών. Έτσι άρχισαν έναν αγώνα ταχύτητας για να βρουν έστω κι ένα νεκρό τρυγόνι που τόσο πολύ ήταν απαραίτητο για να εξακριβωθεί το είδος της ασθένειας που ψόφησαν τόσα πολλά πουλιά.

    --- Τα γνωρίζεις τα τρυγόνια; τον ρώτησε κάποια στιγμή ο ψαράς και κοίταξε το νεαρό ρασοφόρο άντρα που είχε σηκώσει ψηλά ως τη μέση το αντερί του, κάπως αφ’ υψηλού, νομίζοντας πως θα του απαντούσε αρνητικά.

    ---     Ναι, του έκανε ξερά αυτός και συνέχιζε να σκύβει το σώμα του και να ψάχνει.

    --- Πώς είναι; Μπορείς να μου τα περιγράψεις; Γιατί εγώ αν και τα έχω δει τόσες φορές τα μπερδεύω με τα αγριοπερίστερα! τον ξαναρώτησε και χτύπησε με δύναμη τα πόδια του στο χώμα για να απαλλαγεί από έναν σβώλο λάσπης που είχε κολλήσει στην αρβύλα του.

    --- Όμορφα πουλιά με κίτρινο χρώμα, σπαθωτά φτερά κι έξυπνα μάτια!

του απάντησε με χαρακτηριστική άνεση ο καλόγερος, συνεχίζοντας το έργο του ανιχνευτή.

    --- Κι όμως τα σκοτώνουν!

    --- Και τα δηλητηριάζουν! πρόσθεσε ο καλόγερος με ήρεμη φωνή χωρίς να σηκώσει καθόλου το κεφάλι του να τον κοιτάξει.

    Σιώπησαν για λίγο και μετά ξανάρχισαν το ψάξιμο.

    --- Ο ουρανός κάθε χρόνο τέτοια εποχή, γεμίζει, του είπε ξαφνικά ο καλόγερος και του έριξε μια γρήγορη ματιά.  Έρχονται κοπάδια- κοπάδια κι αφού καθίσουν και ξεκουραστούν κάποιες μέρες, τραβάνε μετά βόρεια. Όμως οι κίνδυνοι που τα περιμένουν είναι πολλοί με τις απώλειές τους μεγάλες σε αριθμό.

    Θα συνέχιζαν να κουβεντιάζουν έτσι, αν η κατάσταση δεν άλλαζε και τους έκανε όχι μόνο να σιωπήσουν αλλά και να ξεσπάσουν σ’ ένα υστερικό επιφώνημα: << αχ! τι φρίκη, Θεέ μου!>> σαν αντίκρισαν δεκάδες ψόφια τρυγόνια  σ’ ένα άνυδρο χώρο που τον είχε ρημάξει η βρώμα από τις ξεσχισμένες σάρκες τους.

    --- Κάνε υπομονή να βρούμε δυο αρτιμελή νεκρά πουλιά! είπε στον καλόγερο ο ψαράς και μετά φεύγουμε άρον- άρον από το καταραμένο τούτο μέρος!

    Στο μεταξύ ο ήλιος είχε ανατείλει και φώτιζε αρκετά το μέρος  και τον ορίζοντα. Η μάζα των πεύκων και των θάμνων όλο και διακρινόταν καλύτερα και τα νερά τής θάλασσας στραφτάλιζαν κάτω από τη λιγοστή ομίχλη που άρχισε να διαλύεται. Το ψάξιμο συνεχιζόταν τουλάχιστον για  δυο ψόφια αρτιμελή πουλιά που ήταν απαραίτητα για τις αιματολογικές και ιστολογικές αναλύσεις με ιδιαίτερη προσοχή και με μάτια ορθάνοιχτα κι από τους δυο μέσα σε απέραντη σιωπή την οποία έσπαζαν μόνο οι χτύποι της καρδιάς τους.

     Και τότε ένας δυνατός κρότος από ριπή όπλου ακούστηκε που έκανε τον ψαρά σαν η σφαίρα πέρασε δίπλα του και του χτύπησε το δεξιό μηρό να φοβηθεί τόσο που ένιωσε την καρδιά του να σταματάει, τα πόδια του να λυγίζουν  και το βήμα του να αδυνατεί να βαστά το κορμί του, ενώ όλες του οι δυνάμεις άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και να νομίζει πως θα λιποθυμούσε. Όμως σαν πόνεσε κι έβαλε το χέρι του είδε πως είχε πληγή και το αίμα του έτρεχε κόκκινο- κόκκινο και ζεστό.

    --- Με χτύπησαν! είπε σφαδάζοντας από τον πόνο και σταμάτησε ενώ συνέχιζε να έχει το χέρι του πάνω στην πληγή για να σταματήσει την αιμορραγία.

    Μέσα στην απρόσμενη δυστυχία που τους βρήκε εκείνη την ώρα άλλος ένας πυροβολισμός όπλου, ακούστηκε και μαζί του σφύριξε και η σφαίρα που εξοστρακίστηκε σ’ ένα χοντρό μπράτσο μιας αιωνόβιας βελανιδιάς και μετά βρήκε το αριστερό χέρι του καλόγερου, λίγο κάτω από τον ώμο, ανοίγοντάς του ευτυχώς μια μικρή πληγή. Ο καλόγερος σαν ένιωσε πως χτυπήθηκε έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στην πληγή κι έκανε το ίδιο πράγμα που είχε κάνει πριν και ο ψαράς. Έσφιξε εξωτερικά την πληγή να σταματήσει το αίμα που είχε βάψει το ράσο και σαν είδε πως το κακό που τον είχε βρει ήταν μικρό, πλησίασε τον ψαρά. Αυτός συνέχιζε να μένει ακίνητος και να μουγκρίζει από τους πόνους. Τότε ο καλόγερος τον έπιασε από τη μέση και τον βοήθησε να φτάσουν ως την πυκνή βλάστηση των θάμνων που απλωνόταν λίγα μέτρα πιο πέρα για να κρυφτούν. Εκεί αφού τον ξάπλωσε κάτω του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες και του συνέστησε να ηρεμήσει. Έτσι εκτιμώντας τη σοβαρότητα του τραύματός του θα έπρατταν ανάλογα. Όσο για τη δική του πληγή ήταν σίγουρος πως δε  τον ανησυχούσε.

    Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές κι έτσι τους ευνόησαν για να καθίσουν κάτω και να φροντίζουν τις πληγές τους.  Η θερμοκρασία ήταν σε κανονικά επίπεδα, και η φύση μετά την καταιγίδα ερωτοτροπούσε στην αγκαλιά του Μάη γλυκά και παιχνιδιάρικα. Ωστόσο αυτοί πονούσαν και υπόφεραν και περισσότερο ο ψαράς.

    Πρώτος ο καλόγερος έκοψε ένα κομμάτι ύφασμα από το ράσο του κι αφού σκούπισε τα αίματα από το τραύμα του ποδιού του ψαρά, του το έδεσε με μια εξαιρετική ικανότητα σαν νοσοκόμος. Αυτός φάνηκε πως ανακουφίστηκε και τον κοίταξε με μια τρυφερότητα βαθιά μέσα στα μάτια που έδειχνε πως τον ευχαριστούσε. Ύστερα έπρεπε να φροντίσει κάποιος και τον εαυτό του. Κι αυτό το έκανε ο ψαράς. Καθάρισε κι αυτός την πληγή του από τα αίματα με την εσωτερική επιφάνεια του σκούφου του και μετά το τύλιξε μ’ ένα κομμάτι καθαρό ύφασμα που βαστούσε πάντα πάνω του για τέτοιες στιγμές. Έτσι σαν παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες στα τραύματά τους ο καλόγερος με πλήρη σωματική και ψυχική υγεία, του είπε, χαριτολογώντας:

    --- Τη γλιτώσαμε, ψαρά μου, αλλά από εδώ και μπρος να δούμε τι μας περιμένει! Για καλό και για κακό ας καλπάσουμε ανάμεσα σ’ αυτά τα βούρλα και να βγούμε στο δρόμο. Ελπίζω να το κατορθώσουμε αυτό γιατί η βλάστηση είναι ψηλή και το πέρασμα δύσκολο.

    Είπε αυτά και κοίταξε το πόδι του ψαρά. Για τον ίδιο δεν υπήρχε πρόβλημα. Το τραύμα του ελάχιστα τον πονούσε. Το βαρύ τραύμα του καπετάνιου ίσως τον δυσκόλευε να περπατήσει.

    --- Σαν περάσουμε τη μικρή έκταση που είναι ελώδη, συνέχισε ο καλόγερος φτάνουμε γρήγορα στο δρόμο από όπου ήρθαμε και τότε ποιος τη χάρη μας! Κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει και θα φτάσουμε στη βάση μας σώοι και ασφαλείς.   

    Έτσι άρχισαν να προχωρούν σιγά- σιγά και να διασχίζουν το πλέγμα από τα πυκνά βούρλα που φαινόταν αδιαπέραστο αλλά κι όμορφο στολισμένο με χιλιάδες λουλούδια που ανάμεσά τους ξεχώριζαν λαμπεροί μικροί κρίνοι που το άρωμά τους με τις ζεστές θερμοκρασίες του εδάφους, αναδυόταν έντονο από τα πανέμορφα πέταλά τους. Ο δρόμος ευτυχώς ήταν κοντά και σε λιγότερο από δέκα λεπτά μπήκαν σ’ αυτόν. Πριν που τον περπάτησαν στην αγωνία τους πάνω να φτάσουν στον προορισμό τους δεν είδαν πράγματα που κάτω από άλλες ευνοϊκές συνθήκες θα είχαν δει. Αν και ήταν χαραγμένος καθαρά, με δέος είδαν τώρα κάτω από τις σκληρές συνθήκες που περνούσαν, πως αλλού τραβούσε ανάμεσα σε πυκνό λόγγο, αλλού έστριβε για να μπει σε φιδωτή γραμμή που οδηγούσε στη θάλασσα κι αλλού έστριβε απότομα σε σημεία που υπήρχαν στάσιμα νερά γεμάτα λάσπη και πάσης φύσεως σαβούρα. Ωστόσο αυτοί δεν ξεγελάστηκαν από τα τεχνάσματά του δρόμου και βάδιζαν πάντα στη πορεία εκείνη που θα τους οδηγούσε στο μοναστήρι.

    Ο καπετάνιος ακολουθούσε πάντα τον καλόγερο που προπορευόταν, χωρίς να σταματάει όπου το έδαφος βούλιαζε ή οι λακκούβες και οι νεροσυρμές τον δυσκόλευαν. Βογκούσε που και που, μουρμούριζε  κάτι ή φρόντιζε κοιτάζοντας το πληγωμένο του πόδι αλλά δεν παραπατούσε. Ένιωθε τσακισμένος από την κούραση και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, αλλά δεν το ‘βαζε κάτω. Πάντα έβρισκε το κουράγιο και τη δύναμη να ανακτά τις χαμένες του δυνάμεις και να ακολουθεί ολοταχώς θα λέγαμε τον καλόγερο στο δρόμο τους που τους φαινόταν όσο περνούσε η ώρα ατέλειωτος κι εχθρικός.

     Τρία χιλιόμετρα έξω από το μοναστήρι ο καπετάνιος κουρασμένος σταμάτησε και κάθισε σ’ ένα μικρό ανάχωμα μην έχοντας ανάκαρα να περπατήσει. Αμέσως ο καλόγερος, έσκυψε πάνω του και τον φρόντισε όπως έπρεπε για να τον συνεφέρει πράγμα που το πέτυχε αλλά εκείνος έδειχνε νυσταγμένος. Έκλεινε τα μάτια του και τα ξανάνοιγε με δυσκολία ενώ σε κάποιες στιγμές πεταγόταν πάνω από τους φριχτούς πόνους που ένιωθε. Αυτό κράτησε ευτυχώς λίγο και κάποια στιγμή η εικόνα του βελτιώθηκε και συνέχισε μαζί με το σύντροφό του αργά μεν αλλά σταθερά την πορεία τους για το μοναστήρι. Η ώρα ήταν δέκα σαν έφτασαν έξω από το μοναστήρι. Φαίνεται κι εκεί είχε ρίξει δυνατή μπόρα όσο έλειπαν γιατί όλα ήταν βρεγμένα και υπήρχε πολλή υγρασία παντού. Εξαιτίας της βροχής η κίνηση στην αυλή του μοναστηριού ήταν νεκρή και μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου απλωνόταν βουβαμάρα και σιωπή. Μόνο που και που ακούγονταν από κάποιους καλόγερους που βρίσκονταν στο χώρο του εργαστηρίου ελάχιστες άτονες φωνές που έσβηναν ύστερα για να επικρατήσει και πάλι νεκρική σιωπή.

    Ο καλόγερος με το δίκιο του φοβόταν μήπως οι φρουροί τους είχαν πάρει από πίσω και πρότεινε στον καπετάνιο να μπουν μαζί στο μοναστήρι και να κρυφτούν όσο να περάσει η μπόρα και να τους ξεχάσουν. Εκείνος  αντέδρασε και δεν ήθελε με τίποτα ν’ ακούσει για τυχόν παραμονή του εκεί έστω και για ένα λεπτό. Κι αυτό για να προστατέψει το μοναστήρι. Έτσι στις επιφυλάξεις του καλόγερου να περπατήσει μόνος του και πληγωμένος ως την παραλία και μετά με το καíκι να ταξιδέψει ως απέναντι στην ακτή, του είπε με βλοσυρό βλέμμα:

   --- Δεν κάθομαι, καλόγερε! Μπορεί και να σας κάψουν μαζί με το μοναστήρι αν ο διάβολος σπάει το πόδι του και με βρούνε μέσα! Περισσότερο ασφαλής θα είμαι στο καίκι!

   --- Πολύ καλά! ακούστηκε η φωνή του Δανιήλ που αμέσως πέρασε την πόρτα και χάθηκε πίσω από τα ισόγεια κτίσματα.

    Έτσι αφήνοντας πίσω του το πλάτωμα που ήταν κτισμένο το μοναστήρι, πήρε την απότομη πλαγιά και σέρνοντας με δυσκολία τα βήματά του, έφτασε στο μικρό λιμανάκι που είχε δέσει το πλεούμενό του. Και πράγματι σε λίγο ξεκινούσε για την αντίπερα ακτή πλημμυρισμένος από το θρίαμβο του νικητή χαιρόμενος για τον εξευτελισμό των ηττημένων. Ωστόσο ήταν απογοητευμένος για την αποτυχία της αποστολής που γυρνούσε πίσω χωρίς ούτε ένα νεκρό πουλί. Όμως εκείνη τη στιγμή μετρούσε πάνω απ’ όλα η ζωή του κι αυτό ήταν που τον έκανε χαρούμενο κι ευτυχισμένο.

    Στα λίγα μίλια ο πόνος στο πληγωμένο πόδι του πέρασε. Η μυρουδιά φαίνεται από το κατράμι και το στουπί στο κατάστρωμα της βάρκας  που τον ερέθιζε τη μύτη, του έκανε καλό και τον αναζωογόνησε. Έτσι εκείνη η υπνηλία που τον βάραινε όση ώρα καθόταν έξω από το μοναστήρι και συζητούσε με τον καλόγερο, του πέρασε και μια όρεξη για δουλειά τον κυρίεψε αναπάντεχη και περίεργη.

    Όμως αποζητούσε πολύ τη μυρουδιά της στεριανής αύρας της περιοχής του και τη ζεστασιά του σπιτιού του, που όση ώρα ταξίδευε το ‘φερνε στη μνήμη του σαν όνειρο ενώ άκουγε τη θάλασσα να μουρμουρίζει κάτι δυσνόητο σαν έσπαζε το κύμα της στην πρύμνη της βάρκας. Έτσι σαν δεν κοιτούσε και δεν άκουγε τους φλοίσβους των κυμάτων που έσπαζαν πάνω στο μικρό σκαρί του, τους γλάρους που τον είχαν τριγυρίσει και τα χελιδονόψαρα που πηδούσαν σαν τρελά απ’ όλες τις πλευρές της βάρκας, προσπαθούσε να διακρίνει στο βάθος τις κορυφές των βουνών της πατρίδας του, το ακρωτήριό της και τα όμορφα και δαντελωτά ακρογιάλια της. Κάπου- κάπου έρχονταν στ’ αυτιά του κουβέντες από άλλες βάρκες, σιωπηλές βέβαια αλλά τόσο συντροφικές που τον εγκαρδίωναν αφάνταστα. Μόνο τα κουπιά ή οι μηχανές τους ήταν καμιά φορά θορυβώδη καθώς σχίζανε τα νερά και τα ύψωναν σαν μικρούς πίδακες ψηλά για να τα περάσουν.

   Η μηχανή του δούλευε καλά, το καραβάκι γλιστρούσε σαν ψάρι, ο  δρόμος γνωστός, ο ίδιος που πάντα έπαιρνε για τα Στροφάδια ή όταν γυρνούσε και  τον άλλαζε μόνο σαν είχε κύμα η θάλασσα κι έπρεπε να αποφύγει τα δυνατά ρεύματα που τα γνώριζε καλά. Όταν η θάλασσα ήταν γυαλί όπως τώρα η ρότα του ήταν σταθερή και χαιρόταν το ταξίδι στα ήσυχα νερά. Τα ρεύματα πάντα τον κούραζαν και τα πρόσεχε γιατί μπορούσαν να τον πάνε στην Αφρική χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Τώρα όμως ο καπετάνιος συλλογιζόταν το τραύμα του και είχε ξεχάσει τη θάλασσα. Κι όλο σκεφτόταν το τέλος του ταξιδιού του και να φτάσει γρήγορα στην ακτή για να φροντίσει την πληγή του και να προλάβει τα χειρότερα. Ο φόβος να μείνει κουτσός του έκανε άνω κάτω την ψυχή.

    Κόντευε μεσημέρι  κι αυτό το κατάλαβε από τη θέση του ήλιου κι από τη λαμπεράδα του. Και καθώς ανέβαινε φωτεινός και λαγαρός κι έστελνε τις αχτίνες του στα μάτια του καπετάνιου, εκείνος χαιρόταν πολύ γιατί ένιωθε να παίζει μαζί του, ενώ ξεχνούσε τον πόνο! Θα είχε ταξιδέψει κοντά μισή ώρα όταν μπόρεσε και διέκρινε τα βουνά της Τριφυλίας, Χάρηκε τόσο που έφτανε, που σηκώθηκε και τα κοίταξε πολλές φορές, αυτά τα γκριζογάλανα βουναλάκια που τόσο του είχαν λείψει και κράτησε τα μάτια του για πολλή ώρα στη μεγάλη πράσινη γραμμή που τα ένωνε και τα συγκρατούσε. Ύστερα έσκυψε κι αφού έγειρε λίγο το δεξιό του ώμο, κοίταξε το νερό και σαν είδε τα μικρά ψαράκια που σαν κρόσσια κολυμπούσαν πλάι στο καϊκι, άπλωσε το χέρι του να τ’  αγγίξει και να παίξει λίγο μαζί τους. Έτσι αφού μερικά μπλεχτήκανε ανάμεσα στα δάχτυλά του κι ευχαριστήθηκε γι’ αυτό, τ’  άφησε και ξανακάθισε στην κουπαστή με το βλέμμα του ίσια μπροστά στην πλώρη.

   Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε δει καμία χελώνα κι αυτό τον είχε παραξενέψει. Η  καρέτα -  καρέτα ζούσε σ’ αυτή τη θάλασσα κι αυτό το ήξερε καλά, αφού σαν ψάρευε τις έβλεπε με τα πελώρια και χοντρά καβούκια τους ν’ ακολουθούν τη βάρκα και να μπλέκονται στα δίχτυα του. Όμως   η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν είδε μία να γλιστράει ελάχιστα μακριά από τη βάρκα του και να χάνεται ευτυχισμένη στα βαθιά νερά. Αυτή η παρουσία της τον έκανε να αναθαρρήσει γιατί έδιωξε τις ανησυχίες του γι’ αυτές και τον έκανε χαρούμενο. Με το χαμόγελο πλέον στα χείλη σήκωσε τα μάτια του από το νερό και τα έστρεψε προς την ξηρά και τότε με έκπληξη είδε πως κοντοζύγωνες στην ακτή.  Ξεχώρισε την πολιτεία, τα σπίτια της γειτονιάς του και το μικρό λιμάνι με τις βαρκούλες του να καθρεφτίζουν πάνω στα νερά του σαν λευκά γυαλιστερά χαρτάκια.

     Σε λίγο μπήκε στο λιμάνι, έδεσε το καϊκι στο μόλο με κάποια δυσκολία γιατί τον πονούσε το πόδι του και πήρε το δρόμο που θα τον έβγαζε στο σπίτι του. Τα πόδια του όμως λύγισαν τόσο, που σταμάτησε και δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Τον είδε ένας εργάτης του λιμανιού, τον βοήθησε και μαζί έφτασαν σπίτι. Εκεί κάθισε και αγναντεύοντας από το παράθυρο το πορνείο της Ρόζας, είπε στον άνθρωπο:

    --- Πήγαινε να πεις στην ιδιοκτήτριά του να έρθει εδώ! Τη χρειάζομαι να της πεις και να κάνει γρήγορα!

    Ο άνθρωπος βγήκε στο δρόμο κι έτρεξε στο επίσημο πορνείο της να τη βρει.

    Ο ψαράς σαν έμεινε μόνος, πλησίασε το βαρελάκι με το κρασί που είχε στην αποθήκη κι αφού γέμισε ένα ποτήρι ήπιε μερικές γουλιές να συνέλθει. Σαν του καλάρεσε κατέβασε το υπόλοιπο μονορούφι και το ξαναγέμισε. Ύστερα αφού μονολόγησε << στην υγειά μου>>  ήπιε κι αυτό με τη μία. Πλατάγισε τη γλώσσα του, έγλειψε τα χείλη του κι αφού κάθισε δίπλα στην κουζίνα, άρχισε να κοιτάζει το δρόμο μήπως και φανεί η Ρόζα ενώ η ματιά του είχε πάρει μια έκφραση αλαργινή. Σε λίγο ανάσανε βαθιά. Η Ρόζα φάνηκε να έρχεται κι αυτός τρελάθηκε από τη χαρά του. Επιτέλους θα είχε μετά την περιπέτειά του έναν άνθρωπο δικό του να του συμπαρασταθεί και να του πει τον πόνο του.

    Η Ρόζα που μπήκε μέσα στο σπίτι, έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε με στοργή. Ο καπετάνιος δείχνοντας μια παράφορη ευθυμία έκανε το ίδιο ενώ καιγόταν σύγκορμος από ερωτική έξαρση. Σαν χώρισαν και κάθισε η Ρόζα του είπε με δυνατή φωνή που ακούστηκε μακριά ως έξω:

    --- Σε αναζήτησα το πρωί και δε σε βρήκα. Πού είχες πάει σε αποστολή;  Και βλέποντας το μπανταρισμένο πόδι του με το μαύρο ύφασμα, του έκανε με το πρόσωπό της κόκκινο, ενώ τον κοίταξε με διακριτικότητα με τα ωραία της μάτια:

     --- Και το πόδι σου; Τι έπαθε το πόδι σου; Το χτύπησες; Και σκύβοντας βάλθηκε να το ψάχνει για να δει το μέγεθος της πληγής.

     Ο Κωνσταντής ένιωσε μεγάλη θλίψη. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και προσπαθούσε να βάλλει σε σειρά τα πράγματα στο μυαλό του για να της τα πει. Ωστόσο δεν πρόλαβε γιατί εκείνη του αφαίρεσε σιγά- σιγά το ύφασμα κι ετοιμάστηκε να του φροντίσει την πληγή. Βρήκε επιδέσμους, οινόπνευμα, βαμβάκι και ιώδιο και με ιδιαίτερη επιμέλεια του καθάρισε το τραύμα και το έδεσε προσεκτικά. Όση ώρα τον φρόντιζε ο καπετάνιος αναστέναζε ανακουφισμένος και της χάιδευε ελαφρά τα όμορφα μαλλιά της.

    --- Πώς χτύπησες; τον ρώτησε σαν τελείωσε τη φροντίδα της πληγής.

    --- Με χτύπησαν με όπλο!

    --- Ποιοι;

    Ο καπετάνιος αποφάσισε να της πει την ιστορία του.

    --- Μ’ έστειλαν σε αποστολή ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη στα Στροφάδια να φέρω δυο τρία νεκρά τρυγόνια για να τα εξετάσει στο εργαστήριό της και να βρει την αρρώστια που ψοφάνε. Η περιοχή όμως φρουρούταν και  δεν μου επέτρεψαν να μπω μέσα.  Τότε κι εγώ κατέφυγα  σε  τέχνασμα για να την επισκεφτώ κρυφά. Τότε ζήτησα τη βοήθεια του ηγούμενου της μονής ο οποίος και δεν μου την αρνήθηκε. Έτσι το πρωί ξεκινήσαμε με τον καλόγερο Δανιήλ να προσεγγίσουμε την περιοχή με τα νεκρά τρυγόνια από μια μικρή δίοδο. Το πετύχαμε αλλά οι φρουροί μας αντιλήφθηκαν και μας πυροβόλησαν. Ευτυχώς τα τραύματά μας είναι μικρά και γλιτώσαμε τα χειρότερα. Ο καλόγερος έφαγε τη σφαίρα ξώφαλτσα στο αριστερό μπράτσο. Έμοιαζε απ’ ότι είδα να μην έχει βάθος η πληγή του.

      Η Ρόζα τον κοίταξε βουβή και συνέχισε να μένει άφωνη. Εκείνος σκέφτηκε να το διασκεδάσει και της είπε:

      --- Όμως θα το επιχειρήσω πάλι! Δεν το βάζω κάτω!

      Εκείνη άνοιξε τότε το σακίδιό της και με μια γρήγορη κι ανεπαίσθητη κίνηση έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι γυάλινο γεμάτο κρασί και του το έδωσε.

      --- Να, πάρε! του είπε, θα σου κάνει καλό σαν πιεις δυο ποτηράκια απ’ αυτό!

     Ο ψαράς το πήρε, το άνοιξε και γέμισε ένα ποτήρι. Πριν το φέρει στα χείλη του της είπε με το πρόσωπό του χαρωπό:

      --- Στην υγειά σου! και κατέβασε δυο ρουφηξιές κάτω.

      Η Ρόζα τότε τον ρώτησε:

      --- Δεν ξέρω αν άκουσες τι έγινε στη Μιανμάρ;

      Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το μπουκάλι και να διαβάζει την ετικέτα που ήταν κολλημένη στην επιφάνειά του.

      --- Όχι! της αποκρίθηκε ξερά. Δεν έτυχε  να μιλήσω με κανέναν εκεί που ήμουν! Οι καλόγεροι έχουν μεσάνυχτα απ’ αυτά μόνο προσευχές ξέρουν να κάνουν.

       --- Ένα εκατομμύριο οι νεκροί από τον κυκλώνα Ναργκίς και δεν ξέρω πόσοι οι άστεγοι και οι αγνοούμενοι! Κι όμως το περιβάλλον συνεχίζεται να βιάζεται!

       Ο καπετάνιος ήπιε άλλες δυο ρουφηξιές ενώ φάνηκε να ράγισε η καρδιά του απ’ αυτό που άκουσε. Ύστερα γυρίζοντας μια από εδώ και μία από εκεί το κεφάλι του σαν κάτι να έψαχνε, της είπε με τραβηγμένη φωνή:

      --- Κανένας δε νοιάζεται για το περιβάλλον! Εκεί να δεις στα Στροφάδια τι γίνεται! Χιλιάδες νεκρά τρυγόνια ξαπλωμένα στο χώμα και κανείς να μην υπάρχει ούτε να τα μαζέψει! Μόνο κάτι ρουφιάνοι φρουροί καμώνονται τους ήρωες και πυροβολούν όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτά. Και ο μόνος που πονά αυτή τη στιγμή για το χαμό τους είναι ο αντίλαλος της θάλασσας που θλίβεται γι’ αυτά! Κανένας άλλος!

     ---  Οι ιστορίες της φρίκης που διαδραματίζονται στη Μιανμάρ είναι χειρότερες κι αυτής της κόλασης, συνέχισε η Ρόζα. Όσοι έζησαν βρίσκονται σε απόγνωση, ψάχνοντας για τους νεκρούς τους, για τροφή, νερό και φάρμακα που δεν τα βρίσκουν. Στα θολά νερά του ποταμού επιπλέουν χιλιάδες πτώματα, κολλημένα στα ξεριζωμένα δέντρα τα οποία κάνουν κακό και στη ροή του ποταμού αφού δεν το αφήνουν να τρέξει.

     Σφίχτηκε η καρδιά του καπετάνιου κι εξοργισμένος τη ρώτησε:

      --- Κι αυτό από τις κλιματικές αλλαγές, ε;

      ---Ε, βέβαια, από τι άλλο;

      Ο ψαράς έδειξε να πόνεσε κι έβαλε απαλά το χέρι του στην πληγή.

     --- Είναι νωπή, ακόμη της είπε, αλλά όσο περνάει η ώρα νιώθω καλύτερα. Η φροντίδα που της έκανες  με ανακούφισε. Αύριο δε θα έχω τίποτα και θα μπορώ να πατήσω άνετα το πόδι μου κάτω.

    --- Μην κουνηθείς από το κρεβάτι καθόλου σήμερα, τον μάλωσε η Ρόζα και πρόσθεσε: κινδυνεύει και η δημόσια υγεία εκεί στη Μιανμάρ σαν ξεσπάσουν επιδημίες χολέρας κι άλλες και τότε ο Θεός ας βάλλει το χέρι του για να γλιτώσει τα χειρότερα.  Η χολέρα είναι η πιο πιθανή αρρώστια που αν δεν ελεγχθεί μπορεί να πάρει διαστάσεις γενοκτονίας.

    --- Τι δυστυχία κι αυτή;

    --- Μεγάλη!  Οι πληροφορίες μιλάνε πως ήδη έχει   ξεσπάσει.

    Κι αφού τον κοίταξε με τα ωραία της μάτια και με διακριτικότητα, πρόσθεσε:

    --- Κυβερνάνε τη χώρα αυτοί οι στρατηγοί σαν θέλεις να ξέρεις. Και το μόνο που νοιάζονται αυτή τη στιγμή που ο λαός πεθαίνει αβοήθητος στους δρόμους είναι η ψήφος του γιατί έχουνε εκλογές! Οι κάλπες στήθηκαν κανονικά και η εντολή ήταν μία: << Ελάτε να ψηφίσετε! >>

    --- Θα είναι η χειρότερη καταστροφή στην περιοχή μετά το τσουνάμι του 2004, ε;   

     --- Ναι!

     --- Και η βοήθεια πως πάει; Βοηθάνε τα πλούσια κράτη ή αδιαφορούν;

     --- Βοηθάνε αλλά η χούντα στην αρχή δεν επέτρεπε την άφιξη της ξένης βοήθειας. Κάτω από την πίεση όμως των πολιτισμένων κρατών τη δέχτηκε αλλά επιμένει να τη διανέμει η ίδια χωρίς ωστόσο να διαθέτει την κατάλληλη υποδομή και εμπειρία με σκοπό τα τρόφιμα να μην φτάνουν στους δυστυχισμένους.

   --- Τι κάνουν τόσο καιρό στην εξουσία;

   --- Τίποτα. Στα τόσα προβλήματα που υπάρχουν στη χώρα το πιο σημαντικό είναι το πρόβλημα της υποδομής. Απ’ ότι άκουσα από τους ανθρώπους που με επισκέφτηκαν και συζήτησαν στο σαλόνι το μεγάλο τους αεροδρόμιο μπορεί να δεχτεί μόνο πέντε πτήσεις την ημέρα ενώ θα έπρεπε να είναι φτιαγμένο να δέχεται κάθε μία ώρα και μια πτήση.

     Ο καπετάνιος αναστέναξε βαθιά και μουρμούρισε:

  --- Αντίο άνθρωπε, αγαπημένε!

  --- Αγαπημένος από ποιον; Σαν να μην έφταναν αυτά που σου περιέγραψα χθες ένα πλοίο του Ερυθρού Σταυρού που μετέφερε φάρμακα και τρόφιμα βυθίστηκε σαν προσέκρουσε σε κορμό δέντρου κοντά σε μια πόλη που δε θυμάμαι τ’ όνομά της. 

   --- Οι εικόνες που μου λες σοκάρουν! της είπε ο καπετάνιος και προσπάθησε να μετακινηθεί και ν’ αλλάξει θέση στην ξαπλωτήρα. Ύστερα κοίταξε αόριστα μπροστά του κι έπειτα σαν γύρισε τα μάτια του στη Ρόζα έκανε ένα <<χμ>> και ξερόβηξε αμήχανα.

   --- Μια νέα γυναίκα πνίγηκε την ώρα που γεννούσε, συνέχισε η Ρόζα, δείχνοντας απελπιστικά συντριμμένη. Το νεκρό παιδί της ήταν μαζί της, και δίπλα της βρισκόταν το πτώμα ενός άντρα, ίσως του συζύγου της. Είχε σηκώσει το αριστερό του χέρι ψηλά και έδειχνε φαίνεται πως πριν πεθάνει ζητούσε βοήθεια. Την ώρα που ο κυκλώνας παρέσυρε τα πάντα, ένας άλλος άντρας άρπαξε το γιο του, ενός μηνός και σκαρφάλωσε με την υπόλοιπη οικογένεια σ’ ένα δέντρο. Οι δυνατοί άνεμοι με ταχύτητα γύρω στα 200 χιλιόμετρα την ώρα έκαναν το παιδί να μην μπορεί να αναπνεύσει κι έσκασε. Σε λίγο ο άλλος του γιος γύρω στα δέκα ο οποίος βρισκόταν πάνω στο δέντρο γλίστρησε κι έπεσε στα ορμητικά νερά όπου και παρασύρθηκε βρίσκοντας το θάνατο. Όλη τη νύχτα οι δυο γονείς την πέρασαν πάνω στο δέντρο με τον πατέρα να κρατά στην αγκαλιά του το νεκρό γιο του, ενώ δίπλα του στεκόταν η γυναίκα του με τη δωδεκάχρονη κόρη τους.

    --- Ένα απέραντο νεκροταφείο θα είναι αυτή η χώρα!

    --- Ναι, γιατί σύμφωνα με τις δοξασίες που πιστεύουν εκεί αν κάποιος αγγίξει τα πτώματα που δεν έχουν ενταφιαστεί τότε θα τον συνοδεύει σ’ όλη του τη ζωή η κακή τύχη. Γι’ αυτό αφήνουν τα σώματα άταφα ώσπου να τα παρασύρουν τα νερά και να τα πάνε στη θάλασσα. Ο κόσμος φοβάται. Κάποιοι ακούν φωνές από το ποτάμι τη νύχτα που λένε, << βοήθεια! βοήθεια! >> Όταν όμως πλησιάζουν στις όχθες να διαπιστώσουν από πού προέρχονται οι φωνές δεν υπάρχει τίποτα εκεί.

   --- Μα τω Θεώ, δε θυμάμαι τόσο μεγάλο κακό από τότε που τους χτύπησε το τσουνάμι εκεί, κάτω, είπε με αναστεναγμό ο ψαράς και έκανε σαν να κλαψούρισε. Ύστερα κοίταξε τη γυναίκα θαύμα που ήταν μπροστά του και του συμπαραστεκόταν και πρόσθεσε: αν και είμαι στα χάλια μου και στενοχωρήθηκα απ΄ όσα μου διηγήθηκες όμως περνάω ευχάριστες στιγμές μαζί σου τώρα! Κρίμα που δε θα μείνεις όλο το απόγευμα εδώ και τη νύχτα! 

    Εκείνη κοίταξε τα σκορπισμένα πράγματα που ήταν εδώ κι εκεί, το περιχυμένο πάτωμα με κρασί, λάδι και ψίχουλα από ψωμί, τ’ άπλυτα οικιακά σκεύη στο νεροχύτη και τα μισογεμάτα ποτήρια από μπύρα στο περβάζι του παραθυριού και με ματιά που τον χάιδευε από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του είπε, ψιθυριστά: 

   --- Βρωμάει εδώ μέσα! Από πότε έχεις να το καθαρίσεις!

   Εκείνος την κοίταξε μ’ όλο το σοβαρό του ύφος.

   --- Σίγουρα; τη ρώτησε  κι έδειξε να μην το πίστευε.

   --- Δεν το βλέπεις; ξεφώνησε και του έδειξε με το χέρι της κάποια αναποδογυρισμένα ποτήρια.

   Ο καπετάνιος δεν έβγαλε άχνα. Μόνο πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα με χείλη που έτρεμαν και τους μυώνες γύρω από τα μάτια του να δείχνουν τεντωμένοι, της είπε:

    --- Σαν λείπει η γυναίκα από εδώ μέσα τι περιμένεις!

     Εκείνη σηκώθηκε. Μέσα στο μυαλό της είχε μελετήσει το σχέδιό της όση ώρα κοιτούσε τριγύρω της. Και με καλόκαρδη διάθεση του αποκρίθηκε:

    --- Θα έρθω μια μέρα να σε βοηθήσω να το καθαρίσουμε. Να βάλουμε μια τάξη εδώ μέσα και να το κάνουμε σπίτι της προκοπής. Θα σου πω πότε.

    Ο Κωνσταντής κούνησε το κεφάλι του κάνοντας πως συμφωνούσε. Αυτή τότε του είπε:

    --- Αν είσαι καλά και δε σε πειράζει πρέπει να φύγω! Ύστερα έσκυψε κι αφού τον χάιδεψε και τον φίλησε στα χείλη με πάθος, ετοιμάστηκε να βγει από την πόρτα, χωμένη μέσα σ΄ εκείνο το φροντισμένο καφετί φουστάνι της που της έδινε χάρη, κίνηση και ωριμότητα.

    Το βλέμμα του καπετάνιου χρωματίστηκε με μια βαθιά φλόγα καθώς η επιθυμία της καρδιάς του ζητούσε να την παρακαλέσει να μείνει κι άλλο μαζί του. Ξεχείλιζε από τόσα πλούτη κάλλους μέσα στην αρμονία της ομορφιάς της που τον ξετρέλαινε. Άλλωστε είχε το δικαίωμα να παραδοθεί στη γλύκα παρά στη θλίψη. Φοβήθηκε όμως μην τη στενοχωρήσει και δεν της ζήτησε να μείνει παρά της φώναξε σαν εκείνη άνοιγε την πόρτα:

   --- Δε μου καίγεται καρφί για το πόδι μου, Ρόζα! Δε νιώθω τώρα τίποτα και αύριο θα το πατήσω. Μόνο θέλω να περάσεις από το σπίτι του Σοφοκλή και να τους πεις να έρθει εδώ γιατί τον θέλω. Μην του αναφέρεις τίποτα για την περιπέτειά μου και το χτυπημένο πόδι μου και τον τρομάξεις. Σαν έρθει θα τα μάθει όλα με τη ρέγουλα.

    --- Ποτέ δε θα το έκανα αυτό, του είπε αυτή κι άνοιξε την πόρτα. Σου δίνω όμως το λόγο μου πως τώρα κιόλας θα περάσω από το σπίτι του για να του πω πως γύρισες, γιατί ίσως ανησυχεί.

    Τον κοίταξε τρυφερά με το βλέμμα της για να υποδαυλίσει τον έρωτά της και γλίστρησε έξω σαν γαζέλα. 

 

 

 

 

 

 

 

                                        

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ   9

 

 

 

 

 

 

      Ο Σοφοκλής ήρθε, τον είδε, εκτίμησε και το τραύμα του και του συνέστησε ψυχραιμία και ηρεμία μέχρι να δούνε τι θα κάνουνε. Ύστερα έφυγε, λέγοντάς του πως γρήγορα θα τα λέγανε. Στο δρόμο πηγαίνοντας για το σπίτι του, του ήρθε η ιδέα να κάνει μια βόλτα στα μαγαζιά της πόλης κι αφού θα έκανε μερικά απαραίτητα ψώνια θα επισκεπτόταν και το << βιβλιοδρόμιο>> ένα ωραίο βιβλιοπωλείο στα ανατολικά της πλατείας να ρίξει μια ματιά στις καινούργιες εκδόσεις και να προμηθευτεί δυο τρία βιβλία και τα ελάχιστα είδη γραφείου που είχε ανάγκη.

     Η Κυπαρισσία είχε αλλάξει καθώς ήταν του Αγίου Πνεύματος και γιόρταζε η εκκλησία στην πάνω πόλη η Αγία τριάδα, φορώντας τα γιορτινά της, ενώ πολύς κόσμος περπατούσε χαρούμενος στους δρόμους της δίνοντάς τους μια εικόνα ενθουσιασμού και κεφιού. Από την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου ο Σοφοκλής που βάδιζε χαζεύοντας με τις βιτρίνες των μαγαζιών, τον κεφάτο κόσμο με τα αστεία και τα χωρατά του, πέρασε στην Χριστιανουπόλεως που ήταν το βιβλιοπωλείο. Πριν μπει μέσα άρχισε να περπατά πέρα δώθε στο δρόμο, κοιτάζοντας κάθε τι που ήταν αφημένο από τους καταστηματάρχες πάνω στα πεζοδρόμια σε πάγκους και σταντ, κάνοντας χάζι με τις περίεργες κατασκευές τους, τα χρώματά τους και τις παράξενες κι εντυπωσιακές όψεις τους.

    Όσο σκεφτόταν πως δεν είχε άλλη δουλειά ως το μεσημέρι που θα γύριζε σπίτι και θα τον επισκεπτόταν η Αντιγόνη τόσο του άνοιγε η όρεξη να συνεχίζει να σεργιανάει και να κοιτά τα λιγοστά σ’ αυτό το δρόμο μαγαζιά, πότε ένα φωτογραφείο, πότε ένα ψητοπωλείο ή ένα σιδεράδικο με γεωργικά μηχανήματα κι εργαλεία. Σε λίγο είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά όλα τα είδη που τα χρησιμοποιούσαν τα επαγγέλματα κι άστραφτε από ικανοποίηση που ερχόταν σ’ επαφή με τον κόσμο τους και με τον κόσμο της αγοράς που ελάχιστες σχέσεις είχε μαζί τους, αλλά τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε αφάνταστα για την μεγάλη του κοινωνική προσφορά. Οι μαγαζάτορες όσοι τον γνώριζαν τον χαιρετούσαν μ’ ένα << γεια σου >> ή κουνώντας το χέρι τους φιλικά ενώ όσοι τον έβλεπαν για πρώτη φορά παραξενεύονταν έτσι που κοίταζε με τόσο ενδιαφέρον και προσοχή τα προϊόντα τους τον πλησίαζαν και προσπαθούσαν μ’ ευγένεια να του εξηγήσουν τυχόν απορίες του.

    Οι όψεις  των δρόμων της πόλης, είτε τους ανηφόριζε, είτε τους κατηφόριζε, νύχτα ή μέρα, πάντα του έφερναν στο νου παλιές αναμνήσεις και τον γέμιζαν με νοσταλγίες. Σ’ ένα δρόμο της όταν ήταν οχτώ χρονών στα δύσκολα χρόνια της κατοχής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς είχε δει μια εικόνα που δεν έλεγε ως τώρα μεγάλος να ξεχάσει τη φρίκη της!  Είχε διαδραματιστεί μπροστά σ’ ένα μπακάλικο με δυο Γερμανούς στρατιώτες, τις ξιφολόγχες τους αιματοβαμμένες, τα μαλλιά τού σκοτωμένου ανθρώπου κολλημένα στον υποκόπανο των όπλων τους και το πτώμα του κάτω ακέφαλο να σαρκώνει τον πόνο και την αδικία. Από τότε όλο το κακό που υπήρχε στη γη το απόδιδε αβίαστα στην εξουσία και τους ανθρώπους της που  ποτισμένοι από τη δίψα της προβολής, της κυριαρχίας και τη δύναμης δεν διστάζουν να αιματοκυλούν τον κόσμο ανά πάσα στιγμή. Το δε μίσος του για την εξουσία και τους υπηρέτες της ήταν τόσο βαθύ κι άσβεστο που τον είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά, πράγμα που τον έκανε ευαίσθητο απέναντι σε κάθε αδικία του ανθρώπου.

    Μπήκε στο βιβλιοπωλείο και πλησίασε τα ράφια με τα βιβλία. Και πριν διαβάσει την πρώτη ράχη ενός βιβλίου που τον εντυπωσίασε η εκτύπωσή του, εμφανίστηκε ο βιβλιοπώλης από το βάθος και σαν τον πλησίασε και στάθηκε απέναντί του, τον χαιρέτησε με σεβασμό κι εγκαρδιότητα ενώ με το χέρι του έδειξε την καρέκλα κοντά στο γραφείο να καθίσει.

     Ο Σοφοκλής σταμάτησε εν τω μεταξύ να ψάχνει για βιβλία και του ανταπόδωσε το χαιρετισμό μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο ενώ συνέχισε τώρα να στέκεται μπροστά από ένα πάγκο με πολλά ογκώδη λογοτεχνικά βιβλία. Γρήγορα όμως ενώ ο βιβλιοπώλης πήγε και κάθισε στο γραφείο του, του είπε με μια ευχάριστη προφορά:

     --- Πάντα είσαι αξιαγάπητος. Δημήτρη κι όλο με υποδέχεσαι ευγενικά! Τέτοιους καλούς επαγγελματίες χρειάζεται η πόλη μας!

     Εκείνος κοιτάζοντάς τον μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο το πρόσωπό του και με τη συναισθηματική τόλμη που είχε η φρεσκάδα της νιότης του, του είπε:

      --- Αμφιβάλλεις, ε; Αμφιβάλλεις για τα συναισθήματά μου, αφού ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω και σ’ εκτιμώ; Λίγα μου έχεις δώσει με την πνευματική σου οντότητα!   Και πιάνοντάς τον  απ΄ το μπράτσο τον οδήγησε στο γραφείο του ενώ του υπέδειξε να καθίσει στην πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντί του.

      Στην ΄άκρη του γραφείου ένα ανθοδοχείο με λουλούδια ομόρφαινε το περιβάλλον και σκορπούσε απλόχερα την ευωδιά του. Τριγύρω τρία σκαμνιά αντί για καρέκλες διακοσμούσαν το χώρο και ήταν με τάξη τοποθετημένα στη θέση τους, ενώ στο βάθος του διαδρόμου της αίθουσας μια μεσόκοπος κυρία φρόντιζε το αγοράκι της ως δέκα χρονών ν’ αγοράσει κάποιο ενδιαφέρον βιβλίο. Ο Σοφοκλής έφερε τα μάτια του τριγύρω και με κάποια  χαρούμενη διάθεση ομολόγησε για άλλη μια φορά κάτι που του έκανε εντύπωση σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο που το επισκεπτόταν συνέχεια. 

     --- Χαίρεται κανείς σαν μπαίνει εδώ μέσα! του είπε και σήκωσε τα φρύδια.

     Ο βιβλιοπώλης τον κοίταξε με τρόπο εύθυμο και μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο του απάντησε:

     --- Το επάγγελμα αυτό δε θέλει προσποίηση, αγαπητέ Σοφοκλή! Θέλει πράξη κι αλήθεια!

    Γιος φτωχού αγρότη, σπούδασε με στερήσεις νομικά και σκόπευε να σταδιοδρομήσει σαν δικηγόρος αφού το επάγγελμα αυτό τον ενέπνεε και με την ιδιότυπη πνευματική του προσωπικότητα που τον διέκρινε σίγουρα θα αποκτούσε γερή πελατεία και υπολογίσιμα κέρδη. Όμως κανείς δεν ξέρει γιατί άφησε το επάγγελμα του δικηγόρου και άνοιξε βιβλιοπωλείο. Η πυρετική του δραστηριότητα φαίνεται βρήκε διέξοδο μέσα από το διάβασμα των λογοτεχνικών βιβλίων που διάβαζε και ξέχασε το αστικό και δικονομικό δίκαιο! Έτσι ασχολήθηκε και με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που σκόπευε να το εκδώσει όταν θα το τελείωνε. Εκείνη την εποχή επέστρεψε κι ένας πατριώτης του ζωγράφος από την Αθήνα που του ζήτησε να συνεργαστούν κι αυτό το εξέλαβε ως μέγιστη τιμή. Του ζήτησε να δεχτεί πίνακές του στο βιβλιοπωλείο και να το μετατρέψει σε είδος γκαλερί που πολύ του άρεσε. Δέχτηκε την πρότασή του και σε λίγες μέρες το επαρχιώτικο περιβάλλον του βιβλιοπωλείου άλλαξε όψη και απόκτησε κοσμοπολίτικο και γοητευτικό γούστο σπάνιο για τα δεδομένα της μικρής πόλης.

    Ο Σοφοκλής πήγαινε περισσότερο για τα βιβλία παρά για τους πίνακες. Είχαν γνωριστεί πριν τρία χρόνια όταν πήγε να του αφήσει πέντε αντίτυπα από το τελευταίο του μυθιστόρημα << Η ουτοπία του συγγραφέα>>. Η πρώτη του γνωριμία τον συγκίνησε και σαν τον είδε ευχάριστο άνθρωπο και πνευματώδη τον συμπάθησε για να ανθίσει μεταξύ τους μια δυνατή φιλία που τους άνοιξε το δρόμο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον και να κάνουν καλή κι ενδιαφέρουσα παρέα.

     Αφού τελείωσε με την εξυπηρέτηση της πελάτισσας ο βιβλιοπώλης και χάρισε μια καρφίτσα με το σήμα του παναθηναϊκού στο γιο της, κάθισε δίπλα στο Σοφοκλή και τον ρώτησε με μια λεπτότητα:

    --- Ελπίζω να πας το απόγευμα στη λογοτεχνική εκδήλωση που οργανώνει ο Μορφωτικός Σύλλογος για τον Παπαδάκη Σωκράτη.

    Εκείνος γούρλωσε τα μάτια και με ξερή φωνή του είπε:

    --- Όχι! Αποκλείεται!

    --- Μα, σε αφορά!

    --- Γιατί;

    --- Γιατί ένας συγγραφέας θα μιλήσει και θα παρουσιάσει το τελευταίο βιβλίο του.

    --- Και τι μ’ αυτό!

  --- Κι εσύ συγγραφέας είσαι! Δεν πρέπει να παρευρεθείς;

  --- Όχι!

  --- Δε σε καταλαβαίνω!

  --- Χιλιοειπωμένο τροπάρι αυτό που κάνει ο Σύλλογος και ο δήμος να καλεί ξένους λογοτέχνες και να τους τιμά. Μου προκαλεί αηδία!

  Μια στενόχωρη σιωπή για λίγο ακολούθησε τα λόγια του σαν γενική επιδοκιμασία από τον βιβλιοπώλη που του είπε με ύφος συγκαταβατικό:

  --- Θέλεις να πεις πως δεν τιμούν τους ντόπιους λογοτέχνες;

  --- Αυτό ακριβώς!

  --- Βλακεία τους μεγάλη!

  --- Πέφτουν στην παγίδα και τιμούν το συγγραφέα εκείνον που προωθεί ο κάθε εκδοτικός οίκος. Αυτός άλλο που δε θέλει. Έρχεται και πουλά τα βιβλία του! Η διαφήμιση είναι προκαθορισμένη και κράχτης για  να βάλουν κάμποσες χιλιάδες ευρώ στην τσέπη συγγραφέας και  εκδότης!

   Και ρίχνοντας μια ματιά στον πάγκο με το σωρό από το τελευταίο βιβλίο του Παπαδάκη, τον ρώτησε:

   --- Πόσα αντίτυπα πούλησες απ’ αυτό το πολυδιαφημισμένο;

   --- Που να θυμάμαι! Αρκετά!

   --- Δικά μου, που είμαι ντόπιος συγγραφέας, πόσα;

   --- Λυπάμαι που το λέω, κανένα!

   --- Μήπως τίμησαν ποτέ τον ποιητή του << Κατά Σαδουκκαίων  >> Μιχάλη Κατσαρό; Γεννημένος στην πόλη μας, δικός μας άνθρωπος κι όμως αγνοείται συστηματικά. Ακόμη τον Πάνο Σπάλα; Ποιος έχει τη διανοητική ρωμαλεότητα να ψάξει το αρχείο του και να έρθει σ’ επαφή με το βάρος της ποίησής του; Δικός μας είναι κι αυτός, Κυπαρίσσιος! Κι άλλοι πολλοί νεκροί και ζωντανοί, δεν είναι για την πόλη μας δυστυχώς παρά ξεχασμένες υπάρξεις και φωνές! Η σκληρή και ψυχρή επικαιρότητα νοιάζεται για συγγραφείς που έχουν οικονομικούς κι όχι ποιοτικούς δεσμούς με τους εκδότες!

   --- Αυτοί οι οικονομικοί δεσμοί φέρνουν και τα λεφτά!

   --- Τα βιβλία όμως που πουλάνε είναι κακά!

   --- Συμφωνώ!

   --- Ναι. Αλλά εμείς οφείλουμε να μην ξεχνάμε και το δικό μας χρέος απέναντι σ’ αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας. Κι αν δεν κάνουμε σοβαρά πράγματα γι’ αυτούς με σκοπό να τονίζουμε το έργο τους και να αναγνωρίζουμε την πνευματική προσφορά τους, τουλάχιστον να κάνουμε το ελάχιστο στη μνήμη τους, ρίχνοντας που και που λίγα λουλούδια στην ταφόπετρά τους.

   --- Ναι, βέβαια! Αυτό πάλι! Ποιος το κάνει;

   --- Ίσως κανείς! Πέρα απ’ αυτό όμως νομίζω πως για όλα φταίει το κρατικό πουγκί που είναι φειδωλό σε  εκδηλώσεις τιμής που αφορούν τους πνευματικούς ανθρώπους. Αυτή η τσιγγουνιά είναι η μάστιγα της πνευματικής μας μιζέριας. Και πολύ απλά θα καταλάβεις πως μιλάω για τις επιχορηγήσεις που δίνονται σε συλλόγους σε δήμους και σε ιδρύματα για να κάνουν αυτές τις εκδηλώσεις και είναι ψίχουλα. Σου λέω ένα παράδειγμα για να δεις το μέγεθος του προβλήματος. Στις Αθηναϊκές εφημερίδες το 2007 και στις αθλητικές έδωσε δεκαοκτώ εκατομμύρια ευρώ! Με αυτά τα λεφτά  όχι μόνο θα γίνοντάν πολλά κοινωφελή έργα αλλά και στα σχολεία οι βιβλιοθήκες θα γέμιζαν και το πνευματικό έργο των δημιουργών θα μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί επί το καλύτερο. Αυτή η πράξη μου φέρνει στο μυαλό κάτι που εύστοχα λένε οι ξένοι: πως η Ελλάδα είναι μία από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου αλλά έχει ένα ατύχημα, να κατοικείται από Έλληνες!

    --- Αυτοί είναι οι γλείφτες! Γι’ αυτό τα παίρνουν!

    --- Και ότι δίνεται είναι για το Κέντρο! Για την επαρχία τίποτα! Λες όσοι ζούνε εκτός Κέντρου είναι λιγότερο Έλληνες!

    --- Σωστά μιλάς! Αυτή δεν παίρνει ούτε ψίχουλο!

    --- Δυστυχώς! Για τους κρατούντες η επαρχία δεν εκφράζει τίποτα!

    Μια όμορφη κυρία μπήκε μέσα και τους διέκοψε. Ο βιβλιοπώλης σηκώθηκε και την πλησίασε. Αφού τη ρώτησε  τι ήθελε  ετοιμάστηκε να την  εξυπηρετήσει. Με την ευκαιρία σηκώθηκε κι ο Σοφοκλής να ξεμουδιάσει και πήγε και στάθηκε στην πόρτα.

    Εκεί με ενθουσιασμό παρατηρούσε τις σχισμές του λιθόστρωτου, τις σωλήνες των υδρορροών, τους αριθμούς πάνω από τις πόρτες των καταστημάτων, τις μικρές παρέες που κάθονταν και κουτσόπιναν στις πλησιέστερες ταβέρνες και τα καφενεία κι άλλα ασήμαντα ή σημαντικά αντικείμενα που του γίνονταν πάντα αγαπητοί και πιστοί σύντροφοι.

   Όταν κατάλαβε πως ο βιβλιοπώλης είχε τελειώσει με την πελάτισσα, σαν την είδε να περνά από μπροστά του και να βγαίνει έξω, επέστρεψε στο γραφείο αλλά δεν κάθισε για να πάει στο ράφι με τα βιβλία που βρισκόταν απέναντί του και είχε όλα τα βιβλία των Κυπαρίσσιων λογοτεχνών. Αφού διάβασε κάποιους τίτλους και άγγιξε με το χέρι του μερικά, ρώτησε το βιβλιοπώλη αστειευόμενος με κέφι:

    --- Έβγαλε κανένας δικός μας, τίποτα καινούργιο;

    --- Πως, ο Στάθης Παρασκευόπουλος, έβγαλε την << Κυπαρισσία >> ακούστηκε η φωνή του βιβλιοπώλη που έτρεξε κοντά του και κρεμάστηκε από το ράφι για να του δώσει το βιβλίο.

    --- Κάθισε! του έκανε με μάτια που άστραφταν από χαρά ο Σοφοκλής και τον εμπόδισε. Το παίρνω και μόνος μου! Αφού ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να κατεβάζω από τα ψηλά επικίνδυνα ύψη κάτι που αξίζει!

     Και υψώνοντας το χέρι του αφαίρεσε το βιβλίο από  το ράφι κι άρχισε να  κοιτάζει το χρωματιστό και καλοτυπωμένο  εξώφυλλο. Ύστερα με μια μουσικότητα στη φωνή του, διάβασε μεγαλόφωνα το όνομα του συγγραφέα ενώ άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες του με μια απερίγραπτή ευχαρίστηση και περιέργεια που εκφραζόταν στα σπινθηροβόλα μάτια του.

     --- Ε, λοιπόν, είπε σε λίγο στο βιβλιοπώλη, ο Παρασκευόπουλος είναι ο σύγχρονος Παυσανίας της Κυπαρισσίας! Κι αυτό τον τίτλο του, τον κέρδισε επάξια με τα θαυμάσια << Οδοιπορικά >> του, που ιχνηλατούν και περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια και συγκίνηση το ιστορικό, πνευματικό, και δημογραφικό γίγνεσθαι των χωριών και των πόλεων της Τριφυλίας. Και δεν είναι μόνο αυτό το έργο του. Και τι δεν έχει γράψει! Πεζογραφία, ιστορία, μελέτες, δοκίμια, διήγημα, λαογραφία, ποίηση, κριτική. Η κατανόηση και η αγάπη της τέχνης αποτελούν προνόμια της ευφυέστατης κι ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας του και γι΄ αυτό έφτασε εδώ που έφτασε.

    Είπε αυτά κι άρχισε να ψάχνει τα ράφια και να κοιτά κι άλλα βιβλία. Του έκανε ένα χοντρό εντύπωση με επίχρυσο εξώφυλλο, γεμάτο λουλούδια με έναν αρματολό καθιστό κάτω από τους ίσκιους ενός δέντρου. Το ανέσυρε κι αυτό κι αφού το ξεφύλλισε και διάβασε τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα, ξεφώνισε περιχαρής!

    --- Μωραϊτικα δημοτικά τραγούδια! του Στάθη Κακούτη. Το πάθος κι αυτού για τον τόπο και τη λαογραφία είναι ασίγαστο και μεγάλο. Είναι ένας φιλότεχνος που τον εκτιμώ πολύ!

    Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας τριαντάρης με κάτι χοντροκομμένο στη φυσιογνωμία του και ζήτησε από το βιβλιοπώλη το βιβλίο του Σωτήρη Παπαδάκη. Ο βιβλιοπώλης του το έδωσε κι εκείνος το πλήρωσε κι έφυγε με βιασύνη έξω από την πόρτα.

    --- Δε στα έλεγα, εγώ! του έκανε αστεία ο Σοφοκλής πως ο άνθρωπος πουλάει και θα πουλάει όταν υπάρχουν αναγνώστες ευκολόπιστοι στη διαφήμιση των εκδοτικών οίκων και των εθνικών Ακαδημιών που βραβεύουν  άνοστα λιβελογραφήματα για αριστουργήματα και τους τα πασάρουν για Best Sellers!

    Ο βιβλιοπώλης επιδοκίμασε τα όσα έλεγε μ’ ένα κρυφό γελάκι. Ο Σοφοκλής όμως συνέχισε:

    --- Αν τον ρωτούσες αυτόν που αγόρασε το βιβλίο του Παπαδάκη να σου πει έστω κι έναν  Κυπαρίσσιο λογοτέχνη είμαι σίγουρος πως θα σου απαντούσε αδιάντροπα πως δε γνωρίζει κανέναν!

   --- Α! το λες έξω από τα δόντια! του είπε ο βιβλιοπώλης κι έβαλε στο ανθοδοχείο ένα γαρίφαλο που είχε ξεφύγει κι έγερνα απειλητικά.

   --- Όμως δεν ξερνάω χολή! Την αλήθεια λέω!

   Ο βιβλιοπώλης δέχτηκε τα λόγια του μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο που μαρτυρούσε θριαμβευτική ικανοποίηση γι΄ αυτά που έλεγε.

   --- Ακριβώς, φίλτατε, συνέχισε, θέλω να τονίσω και τούτο σε σένα και σε όσους φτάσουν τα λόγια μου. Για να υποστηριχθεί και να διαδοθεί το έργο των άξιων λογοτεχνών και συγγραφέων πρέπει να στηριχθεί στο  << θεσμό της διάδοσης των γραμμάτων>> και που κάθε ένας πνευματικός δημιουργός θα τιμάται για το έργο του σε τακτικά χρονικά διαστήματα.

    Ο θεσμός θα είναι μια καινούργια εστία πολιτισμού, αντίστασης και συντροφικότητας για την πόλη μας με την ελπίδα και την προοπτική, η λάμψη της και το περιεχόμενό της ν’ αλλάξουν τους πολίτες ώστε να συγκινηθούν και να γνωρίσουν το έργο των ντόπιων πνευματικών ανθρώπων.  Όχι υπό την έννοια ενός τεχνοκρατικού όρου ή μιας επιπόλαιης ματαιοδοξίας αλλά υπό την έννοια ότι όλοι μας έχουμε την πεποίθηση πως είναι ανάγκη μεγάλη στον τόπο μας να μάθουμε το έργο τους, καθώς ο χρόνος με τη μανία του να τα σκεπάζει όλα με τη λήθη θα εξαλείψει κάθε ελπίδα να τα διατηρήσουμε ζωντανά. Γιατί αν γίνει αυτό να τα ξεχάσουμε σίγουρα δε θα μας βγει σε καλό.

    Θεσμοί λοιπόν, κυρίαρχοι, ηθικοί και οργανικά περιβεβλημένοι που θα υπερασπίζονται τον πνευματικό άνθρωπο νομίζω πως είναι η μόνη λύση για να μη χάσουμε το πνευματικό  τους αγαθό.

     Ο βιβλιοπώλης κάθισε στο γραφείο του. Ζήτησε και από το Σοφοκλή να κάνει το ίδιο. Εκείνος αναστέναξε ήρεμος μετά από τη φωτιά που είχε πάρει σαν μιλούσε και ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Έμεινε σιωπηλός περιμένοντας να του μιλήσει αυτός.

    --- Καλά αυτά που λες, Σοφοκλή, αλλά ας έρθουμε πάλι στον Παπαδάκη και το βιβλίο του. Τι πιστεύεις ότι η λογοτεχνική του προσωπικότητα είναι χαμηλή και ρευστή και γι’ αυτό αντιδράς έτσι στην πρόσκλησή του να τον  καλέσουν εδώ και να τον τιμήσουν;

    --- Σου είπα, μπορεί να είναι πλασμένος για λογοτέχνης αλλά δε με νοιάζει αυτό. Με νοιάζει που αγνοούνται οι ντόπιοι συγγραφείς και παραγκωνίζονται.

    --- Είναι όμως δοξασμένος λογοτέχνης!

    --- Ας είναι ό,τι θέλει! Εγώ δε θα κρίνω αν το έργο του είναι σημαντικό ή ασήμαντο. Εγώ κρίνω τις πράξεις του Συλλόγου και του δήμου που τον κάλεσαν να τον τιμήσουν. Έργα σημαντικά έχουν και οι δικοί μας λογοτέχνες και έντονη τη φλόγα της δημιουργίας. Όμως αγνοούνται! Γιατί;

    --- Η γνώμη σου μου είναι πολύτιμη μα θα σε ρωτήσω τώρα κάτι που αφορά εσένα. Την προηγούμενη φορά μου είχες πει πως γράφεις ένα ακόμη μυθιστόρημα. Τι γίνεται μ’ αυτό; Το συνεχίζεις;

   --- Βεβαίως! Θα ήμουν γελοίος να το σταματούσα! Γιατί ότι αρχίζω δεν το παρατάω ποτέ! Θα πρόδιδα τον εαυτό μου αν το έκανα αυτό!

   --- Ποιος είναι ο τίτλος του;

   --- Ευχαρίστως να στον πω αν και δεν τον έχω οριστικοποιήσει ακόμη. << Η ψυχή του κάστρου >> είναι προς το παρόν και θα δούμε!

   --- Ποιος είναι ο μύθος του;

   --- Για το μύθο του δε θα σου πω, αλλά για τη δυναμική του. Είναι ανατρεπτικό με κύρια αιχμή του την ηλιθιοκρατία που επικρατεί γύρω μας. Κι αυτό έπρεπε να το δει κάποτε ένας νοήμων συγγραφέας για να το γράψει.

   --- Πρωτότυπο μου φαίνεται!

   --- Ας γραφτεί και κάτι καλό να διαβαστεί από την ασήμαντη μειοψηφία των αναγνωστών! Για την πλειοψηφία υπάρχουν οι εκδοτικοί οίκοι και τα τσιράκια τους, τους αριστοκράτες συγγραφείς εννοώ!

   Ένα χαμόγελο ικανοποίησης λουλούδιασε  στα χείλη του βιβλιοπώλη. Τ’ άχρωμα  ως εκείνη τη στιγμή μάτια του, ζωήρεψαν και με την ακτινοβολία του Σοφοκλή να μεγαλώνει μέσα του, τον ρώτησε με αρκετό ενδιαφέρον:

   --- Στο σπίτι σου στην παραλία το γράφεις το μυθιστόρημα ή κάπου αλλού; Γιατί συνήθως οι συγγραφείς μετακομίζουν όταν πρόκειται να γράψουν, αποζητώντας την υποταγή τους στη μοναξιά και στην ποιητικότητα του τόπου.

   --- Ευτυχώς  που βρέθηκε ένας καλός φίλος, ένας νεότερος συγγραφέας και μου παραχώρησε το σπίτι του στην πάνω πόλη, στην περιοχή της Γελουδά και πηγαίνω εκεί και γράφω. Από εκεί που είναι ψηλά, βλέπω όλα τα αξιοθέατα της περιοχής απ’ το μπαλκόνι ή το ανοιχτό παράθυρο κι αυτό μου κάνει καλό, μου φτιάχνει τη διάθεση και σφυρηλατώ το λογοτεχνικό μου οίστρο. Αν πάω μέρα βλέπω μπροστά μου ν’ απλώνεται ολόκληρη η πολιτεία ως τη θάλασσα, ύστερα το κάστρο της στολισμένο με τα πανύψηλα πεύκα του που γέρνουν σχεδόν ως το έδαφός του. Ακόμη βλέπω παλιά γέρικα και γκρεμισμένα σπίτια, νεκρά θα ‘λεγες από το χρόνο και τις δυνατές ριπές των ανέμων και των καταιγίδων. Λίγους βράχους, κομμένους κορμούς, ανθισμένους κήπους, λερούς ή καθαρούς δρόμους, παιδιά με τη δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τρέχουν και γερασμένους ανθρώπους να κατεβαίνουν και ν’ ανεβαίνουν με δυσκολία τις κατηφόρες και τις ανηφόρες.

     Τα βράδια βλέπω τα φώτα της πόλης και των ψαροκάικων που μπαίνουν στο λιμάνι, ακούω τη φωνή του γκιόνη, τον άνεμο να λυσσομανά ή να χαϊδεύει τις κορυφές των δέντρων, θορύβους, κραυγές, επιφωνήματα από τους περαστικούς στους δρόμους ή τις ταβέρνες και καμιά φορά γλυκόλογα ή βρισιές κάποιου ερωτευμένου ζευγαριού. Όλα αυτά αφού με μεθύσουν αρχίζουν ύστερα και μου ξεδιπλώνουν τις λογοτεχνικές παρορμήσεις μου. Έτσι μεθυσμένος πιάνω το μολύβι και γράφω. Γράφω- γράφω σαν το δερβίση που αυτοχασισώνεται και δεν ξέρει τι κάνει!

     Ο βιβλιοπώλης υποδέχτηκε εγκάρδια τα λόγια του και τον ρώτησε για μια άλλη φορά ακόμη:

     --- Πότε θα το τελειώσεις;

     --- Από μια σελίδα την ημέρα, ελπίζω σε 365 μέρες! Έχω γράψει 54 κάνε την αφαίρεση και θα το βρεις!

     --- Διαβάζεις το έργο σου;

     --- Το διαβάζω. Δέκα φορές πριν τυπωθεί κι άλλες τόσες τυπωμένο!

     --- Γιατί αυτό;

     --- Τις δέκα πρώτες για να το γνωρίσω και τις άλλες δέκα μετά για να το  κρίνω!

     --- Η κριτική γενικά πώς τα έχει δεχτεί τα βιβλία σου;

     --- Δυσμενώς!

     --- Γιατί;

     --- Γιατί δεν ανήκω σε καμιά από τις καθιερωμένες σχολές της! Τους μπέρδεψα φαίνεται και τους έβαλα σε δεινή αμηχανία. Ενώ έχω πολλούς αναγνώστες που διαβάζουν με πάθος ό,τι γράφω και τα βρίσκουν του γούστου τους και μέσα στα πλαίσια της καλής κλασικής λογοτεχνίας σε αντίθεση με την κριτική που τα έχει βγάλει << νοσηρά,  ελλιπή  και κακής γραφής >> με αποτέλεσμα να τα έχει συμπεριλάβει στη μαύρη λίστα των κακών αναγνωσμάτων. Αυτός όμως ο κριτικός ψόγος δεν εμπόδισε τα βιβλία μου να πουληθούν και να διαβαστούν πολύ. Η αντίδραση του κοινού ήταν ιδιότυπη και σκέφτηκαν φαίνεται ως εξής:  << Αφού η κριτική λυσσομανά εναντίον των έργων του, φαίνεται πως αξίζουν. Γιατί η κριτική πολεμά πάντα τη δύναμη και την πρωτοτυπία του στοχασμού. Έτσι τα έργα του για να πολεμούνται τόσο σκληρά οφείλεται πως δεν έχουν πνευματική νωχέλεια αλλά διανοητική ισχύ και επαναστατικότητα. Ας τα διαβάσουμε λοιπόν κι ας γράψουμε στα παλιά μας τα παπούτσια  τις αρρωστημένες  απόψεις  των  δούλων   της κριτικής >>.  Μ’ αυτές τις σκέψεις η τιμητική εχθρότητα που μου επιφύλαξε η κριτική, παραμερίστηκε και τα βιβλία μου βρήκαν ευτυχώς το δρόμο που τους άξιζε.

     Σαν τελείωσε ο Σοφοκλής, γέλασε δυνατά, ανοιχτόκαρδα σαν μικρό παιδί και με τρόπο διασκεδαστικό είπε στο Δημήτρη το βιβλιοπώλη:

    --- Αρκετά για σήμερα! Ελπίζω να μη σε κούρασα με τα καμώματα των συγγραφέων και των κριτικών!

    Και κοιτάζοντας το ρολόι του, ψιθύρισε με ύφος θριάμβου:

    --- Μπράβο! Μία και μισή η ώρα! Ωραία περάσαμε και σήμερα! κι αφού σηκώθηκε και του ζήτησε συγγνώμη που θα του στερούνταν τη συντροφιά του, του είπε με χαμόγελο γλυκύτατο:

    --- Στις δύο έχω ραντεβού στο σπίτι μου με την Αντιγόνη, τη βιολόγο! Θα  ήταν άκοσμο να τη στήσω! και βγήκε από την πόρτα με μια διακριτική σβελτάδα.

    Περπάτησε είκοσι μέτρα κι έστριψε στην Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκεί είδε ένα μαγαζί με καλοκαιρινά είδη και σταμάτησε. Πήρε ένα ναυτικό καπέλο από τον πάγκο κι αφού μπήκε μέσα και το πλήρωσε βγήκε πάλι στο δρόμο και ψιθύρισε με κάποια ενοχή: << κάπως θα του φανεί του Κωνσταντή σαν του το πάω αυτό δώρο. Το πρωί  που τον επισκέφτηκα πήγα με άδεια  χέρια και δεν μου άρεσε. Δε θέλω  να  το  επαναλάβω πάλι >> και σφίγγοντας το καπέλο στα χέρια του, έκοψε δρόμο για το σπίτι του, σίγουρος πως η Αντιγόνη θα βρισκόταν κιόλας έξω από την πόρτα του.     

 

 

 

 

 

                                

                  

                                                 = = = 

 

 

 

 

 

 

        Η Αντιγόνη δε τον περίμενε έξω από το σπίτι αλλά σε δυο λεπτά ήρθε και της άνοιξε με μια έκφραση που έμοιαζε να της έλεγε; << σε ικετεύω, καλό πουλάκι, καλώς ήρθες! >>

       Εκείνη κάθισε αλλά δε φαινόταν καλά. Ήταν γεμάτη από απομεινάρια θύελλας και ήταν έτοιμη να ξεσπάσει και να διαμαρτυρηθεί.

       Ο Σοφοκλής δεν ήθελε να της επιβληθεί αμέσως και απόφυγε να τη ρωτήσει τι της συμβαίνει κι έδειχνε τόσο αναστατωμένη. Έτσι την άφησε να ηρεμήσει ενώ αυτός θαύμαζε το κομψό ντύσιμό της και το φλογερό κορμί της.  Στα ολόμαυρα μαλλιά της είχε μια καρφίτσα με τη μορφή της πεταλούδας, κάτι σαν απομίμηση σμαραγδιού. Φορούσε όμορφα καφέ παπούτσια, στολισμένα με δερμάτινους ελαφρά ροζ φιόγκους και καφέ ταγέρ σε  στυλ ιταλικής μόδας. Καθισμένοι πλάι- πλάι κοιτάζονταν με θέρμη ενώ άφηναν ανάμεσα στα δάχτυλά τους που τα είχαν περιπλέξει να κυλά ο ζεστός αέρας που ερχόταν από τον κήπο κι έφερνε ριπές μυρωδιάς από  τριαντάφυλλα, λεβάντα και βασιλικό.

     Μια απέραντη γλύκα άρχισε να ξεχύνεται από τα όμορφα μάτια και των δυο και μια γλυκιά κραυγή σαν γουργουρητό πουλιού ν΄ ανεβαίνει απ’ το λαιμό τους.

    Σε λίγο όμως η Αφροδίτη ξέσπασε σε λυγμούς και βάζοντας το κεφάλι της στο στήθος του, είπε αγριεμένη:

    --- Δεν τα αντέχω αυτά που γίνονται!

    --- Τι τρέχει; Ρώτησε ο Σοφοκλής και γούρλωσε τα μάτια.

    --- Συμβαίνουν τραγικά και παράξενα πράγματα!

    --- Τι ακριβώς, λέγε μου…

    --- Πέθανε κι άλλος σήμερα!

    --- Ποιος; φώναξε έξαλλος κι αφού της σήκωσε το κεφάλι από την αγκαλιά του, στύλωσε τα μάτια του στα δικά της.

   --- Ένας γνωστός μου, αγρότης! Τον ήξερα καλά τον άνθρωπο γιατί ερχόταν συχνά στο εργαστήριό μου και μου έφερνε δείγμα από το νερό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντος του κτήματός του για αναλύσεις. Πάντα το εύρισκα μολυσμένο κι όλο καλοπροαίρετα του έλεγα ν’ αποφεύγει την άρδευση και το πότισμα μ’ αυτό στις καλλιέργειες. Όμως να… που πέθανε από καρκίνο!

   Ο Σοφοκλής αναστέναξε συντετριμμένος και της έκανε άπνοα:

    --- Από καρκίνο κι αυτός;

    --- Ναι. Μέσα σε τρεις  μήνες ξόφλησε, Ήταν καλπάζουσα μορφή στα πνευμόνια και μετά στο αίμα.

    --- Είναι ο δέκατος θάνατος σ’ ένα χρόνο, ε;

    ---Περίπου. Δυστυχώς η φύση εκδικείται τον άνθρωπο για την αδιαφορία του προς το περιβάλλον με το χειρότερο τρόπο!

    --- Και οι χαμερπείς συκοφάντες μιλάνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα και θησαυρίζουν βλάπτοντάς το, ενώ δε διστάζουν να  κάνουν τόσα οικολογικά εγκλήματα.

    --- Και μας απειλούν κι από πάνω!

    --- ΄Όχι μόνο αυτό αλλά μας πυροβολούν δε λες; Ξέχασες τον τραυματισμό του ψαρά στα Στροφάδια;

   Η Αντιγόνη κούνησε με δυσφορία δυο φορές το κεφάλι της.

    --- Και δεν έχω δείγμα, είπε να κάνω ιστολογική και τοξική ανάλυση να δω από τι ψόφησαν τα πουλιά.

    --- Είμαστε σε αδιέξοδο…

    --- Όχι, μόνο εμείς αλλά  ο πλανήτης ολόκληρος. Οι εξεγερμένοι της σημερινής εποχής σκοτώνονται στους δρόμους όχι για δικαιώματα και καλύτερες συνθήκες ζωής αλλά για ένα καθαρό περιβάλλον που είναι ζήτημα θανάτου και ζωής!

    Ο Σοφοκλής σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:

    --- Παντού σημειώνονται ταραχές για την έλλειψη των τροφίμων και την αύξηση στις τιμές των βασικών τροφίμων. Αλλά και για τρόφιμα που δεν θα είναι  μεταλλαγμένα και γεμάτα δηλητήρια. Η αύξηση στις τιμές των προϊόντων διατροφής αλλά και η έλλειψης τους προκάλεσε ταραχές  την περασμένη εβδομάδα στην Αϊτή, όπου μάλιστα σκοτώθηκαν και πέντε διαδηλωτές. Στο Καμερούν, στην Ακτή του Ελεφαντοστού, στη Μαυριτανία, στη Μοζαμβίκη, την Υεμένη, τη Βολιβία, στο Ουζμπεκιστάν και στην Ινδονησία τα ίδια.

     Οι νεκροί κι εδώ ήταν πολλοί με το μεγαλύτερο αριθμό στο Καμερούν με πενήντα νεκρούς. Ο γραμματέας ανθρωπιστικών υποθέσεων στον ΟΗΕ, αναφέρει πως οι τιμές των τροφίμων σε όλο τον κόσμο έχουν αυξηθεί πάνω από 45 της εκατό από πέρυσι  και αναμένεται να προκαλέσουν κοινωνικές ταραχές και συγκρούσεις στις φτωχές Ασιατικές  χώρες, όπως την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν. Ήδη οι χώρες αυτές έχουν περιορίσει τις εξαγωγές του ρυζιού για να εξασφαλίσουν επαρκή αποθέματα για τους δικούς τους πληθυσμούς. Όλη αυτή η έλλειψη αγαθών οφείλεται νομίζω και στις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες.

     --- Ο ένας μετά τον άλλον, είπε τώρα η Αντιγόνη, οι  διεθνείς οργανισμοί, προειδοποιούν πως ο κόσμος βρίσκεται ήδη μπροστά σε μια κρίση τροφίμων η οποία γίνεται χειρότερη μέρα με τη μέρα. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι με ένα νέο πρόσωπο της πείνας που οφείλεται τόσο στην αλόγιστη σπατάλη όσων μας παρέχει ο πλανήτης αλλά και στη μείωσή τους εξαιτίας της καταστροφής που του προξενούμε. Και όπως έχεις κι εσύ καταλάβει η πείνα είναι έντονη τόσο στα φτωχά κράτη όσο και στα αστικά κέντρα ακόμη και των ανεπτυγμένων χωρών.

    --- Βέβαια τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα πεινάνε και θα λιμοκτονούν αν οι πλούσιες χώρες δε βοηθήσουν.

    --- Και οι κοινωνικές ταραχές δε θ’ αυξηθούν;

    --- Οπωσδήποτε. Περίπου τριανταπέντε χώρες αντιμετωπίζουν και σήμερα κοινωνικές αναταραχές εξαιτίας της φτώχειας και φυσικά θ’ αυξηθούν.

   --- Έτσι η κρίση των τροφίμων που ήδη χτυπάει τους πληθυσμούς  σίγουρα οφείλεται και  στις συνέπειες των κλιματικών αλλαγών.

   --- Αυτό σημαίνει πως η αγροτική βιομηχανία πρέπει να διπλασιάσει την παραγωγή των προϊόντων της, χρησιμοποιώντας λιγότερο νερό! Διαφορετικά βλέπω να τρωγόμαστε μεταξύ μας!

    --- Ναι. Οι κλιματικές αλλαγές έχουν περιορίσει την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων ενώ την ίδια στιγμή, αδίστακτοι κερδοσκόποι στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων ανεβάζουν τις τιμές στα ύψη. Ακόμη και στη χρυσή Ευρώπη του πλούτου και της ευμάρειας, η γενιά που πριν από πενήντα χρόνια διαδήλωνε στους δρόμους κατά της καταναλωτικής κοινωνίας, στις μέρες μας κινδυνεύει να χάσει τόσο τα προνόμιά της όσο και το ψωμί της όχι μόνο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που τους ρίχνει στη φτώχεια αλλά και εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής που κάθε καλοκαίρι με την άνοδο της θερμοκρασίας οι φωτιές καταστρέφουν τους σιτοβολώνες του Καναδά και της Ρωσίας. Την ίδια τύχη βέβαια έχουν και οι ριζοκαλλιέργειες της Ινδίας σαν πλήττονται από καταστροφικούς μουσώνες.

     Εδώ ο Σοφοκλής σηκώθηκε. Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω ρίχνοντας μια ερευνητική ματιά για να ξεσκάσει.  Στο απέναντι ακριβώς σπίτι του δρόμου, ένας γάτος μαύρος χοντρός και δυνατός σαν μικρό λιονταράκι, ήταν ανεβασμένος στην πλάτη ενός καθίσματος κι έγλειφε με τα σαγόνια του πιθανόν κάποιες σταγόνες φαγητού που είχαν πέσει εκεί από κάποια απροσεξία της οικοδέσποινας. Δίπλα του το παιδί τού σπιτιού, ένας οκτάχρονος ξανθός και ζωηρός πιτσιρίκος έριχνε μερικές δυνατές κλωτσιές σε μια μπάλα χτυπώντας το μαντρότοιχο του κήπου με όλη του τη δύναμη. Ο μπαμπάς του ένας κοντός, αδύνατος και καχεκτικός άντρας, κοντά στα σαράντα καθόταν πιο πέρα στα σκαλιά της εισόδου και τον κοίταζε χαμογελώντας με ηλίθιο ύφος. Όσο για τη μάνα του δε φαινόταν πουθενά αλλά σίγουρα ήταν μέσα αφού καμιά φορά ξεπεταγόταν στο βάθος του σαλονιού και διακρινόταν από το ανοιχτό παράθυρο ένα σκυμμένο κεφάλι γυναίκας που φρόντιζε το σπίτι.

    --- Έλα! της είπε κάποια στιγμή να πάμε ένα περίπατο έξω στα χωράφια να δεις από κοντά τους εργάτες πως βγάζουν το ψωμί τους αλλά και πως μαζεύουν τη φετινή σοδειά.

    Εκείνη σαν να το περίμενε του είπε με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα φρύδια ανασηκωμένα:

    --- Μ’ έχει φάει το σπίτι και το εργαστήριο, καλό θα μου κάνει! και σηκώθηκε.

    Ο Σοφοκλής  την κοίταξε από  το κεφάλι ως τα πόδια. Τη βρήκε πολύ σικ ντυμένη για τέτοια βόλτα ενώ σταματώντας τα μάτια του στα πάνινα παπούτσια της, της είπε με μια δόση χιούμορ:

    --- Θα στα κάνει η σκόνη αγνώριστα! Δεν τ’ αλλάζεις με τίποτα παλιά;

    Εκείνη έπιασε το αστείο και τον έπιασε απ’ το χέρι οδηγώντας τον ως την πόρτα. Από εκεί πέρασαν έξω και βγήκαν στο δρόμο οδοιπορώντας προς το μέρος του << εν πλω >>.

    Μετά από μισή ώρα πεζοπορίας έφτασαν στα σύνορα που από εκεί πέρα άρχιζαν τα χωράφια με τις καρπουζοκαλλιέργειες. Το άρρωστο και σκονισμένο φως του μεσημεριού έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική και της έδινε μια απόχρωση γκρίζα με μειωμένη ορατότητα. Τα πράσινα φύλλα των καρπουζιών έμοιαζαν σαν ένα τεράστιο πράσινο χαλί που δεν είχε αρχή και τέλος. Ένα κοπάδι γλάροι σάρωναν τον αέρα και μετά κατέβαιναν στους νερόλακκους της θάλασσας, ψάχνοντας να βρουν και να τσιμπολογήσουν κάποιο ψάρι.

    Ο Σοφοκλής τράβηξε το γείσο του καπέλου του πιο κάτω για να  προστατέψει τα μάτια του από τις καυτές αχτίνες του ήλιο και είπε δυσανασχετώντας:

    --- Με ενοχλεί να με χτυπά ο ήλιος κατάμουτρα, μου φέρνει ζάλη! κι έπεισε την Αντιγόνη να κάνει κι αυτή το ίδιο.

    Σε λίγο στάθηκαν κάτω από τον ίσκιο μιας θεόρατης βελανιδιάς για να προφυλαχτούν από το λιοπύρι του Ιουνίου. Δίπλα τους μια φυτεία από καρπουζιές με τα φύλλα τους σταχτοπράσινα από τη σκόνη σκέπαζαν τα μεγάλα καρπούζια γεμάτα με μαύρες βούλες, ώριμα πλέον που μαζεύονταν από τους εργάτες και φορτώνονταν στα τρακτέρ που τα μετέφεραν στην νταλίκα που είχε σταθμεύσει στη  μεγάλη αλάνα.

     Οι πιο πολλοί εργάτες  ήταν μαύροι, κάποιοι μελαψοί και ελάχιστοι οι λευκοί. Έσκυβαν κυματιστά και σηκώνονταν με τα κομμένα από τους μίσχους τους καρπούζια αφήνοντάς τα στους διαδρόμους για να  φορτωθούν στη συνέχεια στα τρακτέρ κι από εκεί να μεταφερθούν στην αλάνα που τα περίμεναν οι νταλίκες. Εκεί άλλοι εργάτες γυμνοί από τη μέση και πάνω τις γέμιζαν και φορτωμένες με είκοσι τόνους η κάθε μια περίπου  έπαιρνε το δρόμο για την Ευρώπη.  Η κούραση και η αβάσταχτη δυστυχία τους κρυβόταν στα μάτια τους και  στα αδύνατα αλλά γυμνασμένα σώματά τους με τις καλογυμνασμένες πλάτες και τα στιβαρά μπράτσα.

   --- Αυτή είναι μια πρώτη γεύση για το τι τραβάει η φτώχεια! ψιθύρισε στ’ αυτί της ο Σοφοκλής και της έκανε νόημα να ξεκινήσουν.

   Περπάτησαν περίπου πενήντα μέτρα όταν ο Σοφοκλής  της έδειξε άλλο ένα μεγάλο καρπουζοχώραφο γεμάτο καρπούζια, εργάτες και τρακτέρ.

   Μπήκαν στο σκονισμένο δρόμο που τραβούσε ίσια μπροστά τους και σαν πέρασαν κάποιες κυματιστές ανηφοριές και κατηφοριές  έφτασαν μπροστά ακριβώς στο σύνορό του. Εκείνη τη στιγμή το αφεντικό τους έδωσε  εντολή να σταματήσουν τη δουλειά και να κάνουν διάλειμμα για μια μικρή ανάπαυση. Σαράντα με πενήντα μαύρα κορμιά κινήθηκαν τότε προς το μέρος της δύσης, όπου ανάμεσα σε πυκνόφυτες ιτιές και πλατάνια κυλούσε το μικρό ποτάμι που χανόταν ύστερα σε μια έκταση ακαλλιέργητη όσο εκεί που έφτανε το μάτι σου αλλά να γίνεται ρουμάνι  πυκνό στη συνέχεια. Διασχίζοντας στην πορεία του  αυτό το αδιαπέραστο από τα καλάμια ρουμάνι χυνόταν στη θάλασσα. Όταν όλοι τους έπεσαν στα κρύα νερά του να πλυθούν και να δροσιστούν η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος και της σκόνης που έφευγε από πάνω τους, πλανιόταν για ώρες στον αέρα και δεν διαλυόταν παρά σαν το αεράκι της θάλασσας φυσούσε και τη σκόρπιζε.

   --- Αυτό μου θυμίζει την Αφρική με τους μαύρους! Αναφώνησε η Αντιγόνη, ενώ δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το σκληρό θέαμα που έβλεπε με τους λουόμενους εργάτες.

   --- Κι όλα αυτά για δέκα ευρώ τη μέρα! Και οι πιο πολλοί έχουν γυναίκα και παιδιά! Πρέπει να φάνε.

  --- Και πόσοι γυρίζουν στους δρόμους!

  --- Χιλιάδες! όταν δε βρίσκουν δουλειά φεύγουν για άλλα μέρη. Όσοι μένουν, μένουν άνεργοι!

  Ο Σοφοκλής κοίταξε νοτιοδυτικά. Στο δρόμο μια γάτα ερχόταν κι αφού σταμάτησε τους κοίταξε και νιαούρισε πονεμένα. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι της, τα  μπροστινά πόδια της και τεντώνοντας την ουρά της πήδησε να φτάσει στα χέρια του Σοφοκλή. Εκείνος τη χάιδεψε κι όταν πια η γάτα κουράστηκε να περιμένει να της δώσουν κάτι, ξεμάκρυνε και ξαναπήρε το δρόμο της για το σπίτι που έμενε κοντά στη θάλασσα.

    --- Εκεί θα σε πάω κι εγώ! είπε της Αντιγόνης και την τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο.

   Την πήγε σ’ ένα αγρόκτημα, μεγάλο μέχρι δέκα στρέμματα και περιφραγμένο με χοντρό αγκαθωτό σύρμα. Ένα μικρό και άβαφο σπιτάκι ήταν χτισμένο στη βορινή γωνιά του που έγερνε και τα σάπια και κούφια παράθυρά του έτριζαν στο ελαφρύ αεράκι που φυσούσε. Είχε κι ένα υπόγειο δίπλα του σαν αχούρι όπου διέκρινε κανείς διάφορα εργαλεία καλλιέργειας, τσαπιά, σφυριά, πριόνια, αλυσίδες και μεγάλα χαρτιά σε ρολά. Η αυλή του ήταν χιλιοπατημένη και παντού ξεφύτρωναν σκουπίδια, κουρέλια από ρούχα και σωροί από πεταμένες φλούδες καρπουζιών. Σε μια άκρη, πάνω σε λίγο άχυρο ήταν ξαπλωμένοι έξι μαύροι εργάτες και συζητούσαν, ενώ έτρωγαν από ένα κομμάτι ψωμί που βαστούσαν στα χέρια τους. Πιο πέρα άλλη ομάδα γύρω στους δώδεκα άντρες ανάμεσα σε μπιτόνια, κατσαρόλες και γυάλινα σκεύη, μαγείρευαν σε μια μεγάλη χύτρα που ήταν βαλμένη πάνω στο αναμμένο μάτι του γκαζιού, σούπα από ρύζι και ο πιο ψηλός με τις κουρελιασμένες φόρμες, την ανακάτευε με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα.

    Μια στιγμή ένας λιπόσαρκος σκύλος βγήκε από το αχούρι κυνηγημένος από δυο μαύρους νταβλαράδες που τον έφεραν τρέχοντας ως την άκρη ενός σωρού από σκόρπια σανίδια. Πήδηξε τότε το σωρό ο σκύλος κι απομακρύνθηκε γαβγίζοντας μ’ ένα κλαψούρισμα μακρόσυρτο. << Βρε να πάρει η οργή! >> είπε ο ένας  << θα τους χαλάσει την ησυχία εκεί πέρα που πάει το αναθεματισμένο σκυλί >> και γύρισε πίσω.

   --- Πού διάολο πηγαίνει ο σκύλος; Έκανε η Αντιγόνη και σκούπισε τα σκονισμένα μάτια της για να δει καλύτερα.

   --- Τώρα θα δεις! της είπε με ζωηράδα ο Σοφοκλής και την ανέβασε σ’ ένα ανάχωμα. Και καθώς εκείνη κοίταζε μπροστά της το χωράφι, άκουσε να την παροτρύνει πιο έντονα λέγοντάς της:

    --- Κοίτα! Κοίτα! Πέρα και μέσα απ’ την πυκνή βλάστηση των χορταριών!

    --- Αχ, Θεέ μου! Άνθρωποι! φώναξε τρομαγμένη εκείνη σαν είδε κι απόμεινε σύξυλη να κοιτάζει τον ορίζοντα.

    Μέσα στα χαντάκια, στο υψωμένο χώμα, στα δρομάκια από σκόνη, στα χόρτα και στα ξερά φύλλα, εκατοντάδες εργάτες κάθονταν σαν μοσχοπόντικοι έτοιμοι να αρχίσουν τις επιδρομές. Ο ήλιος τους χτυπούσε αλύπητα κι εκείνοι εκεί αλύγιστοι τον αψηφούσαν, αδιάφοροι γι’ αυτόν και τη σκόνη που τριβόταν πάνω στα σώματά τους. Πολλοί ήταν ξαπλωμένοι, άλλοι όρθιοι και οι περισσότεροι στριφογύριζαν ανήσυχοι στις θέσεις τους με άσκοπες χειρονομίες. Οι πιο ακούραστοι στέκονταν κοντά στους φράχτες και κοίταζαν τα οργωμένα χωράφια και το λιγοστό πράσινο που απλωνόταν εδώ κι εκεί και με τα γυμνά τους πόδια έφτιαχναν διάφορα σχέδια πάνω στη σκόνη και τα αραιά ξερόχορτα. Σε λίγο τα πρόσωπά τους από χαμένα που ήταν πήραν μια έκφραση σκληρή, οργισμένη, μίσους κι εκδίκησης. Έσκυψαν, ψαχούλεψαν κάτι ξυλαράκια και πετρούλες και καθισμένοι έδειχναν να σκέφτονται και να ξανασκέφτονται.

     --- Μαντρωμένοι εδώ μέσα σαν τα ζώα! είπε η Αντιγόνη και ανέβηκε τη μικρή ανηφοριά για να δει καλύτερα.

     Ο Σοφοκλής έδειξε με τα χέρια του το σύνορο του χωραφιού.

     --- Αυτός είναι ο χώρος τους!  Δεν πολυπερνάνε εύκολα το φράχτη και το σύνορο.

     --- Πόσοι θα είναι;

     --- Πεντακόσιοι! Χίλιοι! Ποιος ξέρει!

     --- Και ήρθαν να δουλέψουν στα καρπούζια;

     --- Ναι. Να οικονομήσουν λίγα χρήματα και μετά να τραβήξουν για αλλού.

     --- Όμως αυτοί δε δουλεύουν, κάθονται.

     --- Δεν υπάρχει δουλειά για σήμερα. Αύριο ίσως τους φωνάξει κανένα αφεντικό να κόψουν και να φορτώσουν. Έτσι γίνεται μ’ αυτούς.

       Η Αντιγόνη πλησίασε το σύρμα και κοίταξε πιο καλά. Γύρω στα μάτια τους γραμμές που φανέρωναν κούραση, έκφραση που εξέφραζε απογοήτευση, στόματα ανοιχτά, ανάσες λαχανιασμένες, ύφος κατσούφικο, όλο παράπονο κι απελπισία. Κάποιοι πέρασαν από μπροστά της, της έριξαν μια ματιά και την προσπέρασαν δείχνοντας την περιφρόνησή τους για την άμετρη περιέργειά της να τους εξετάζει σαν ζώα. Ένας σήκωσε τα μάτια κι αφού της κάρφωσε με το βλέμμα σαν καρφί το δικό της το έδιωξε δείχνοντας πως ντρεπόταν για αυτή τους τη συνάντηση. Η Αντιγόνη απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα. Φοβήθηκε μην εισπράξει καμιά βρισιά και πλησίασε το Σοφοκλή. Αμέσως του είπε:

    --- Κοίταξε πως ζούνε! Είναι να τους λυπάται κανείς!

    --- Ποιος να τους λυπηθεί! Το  αφεντικό; Αυτό και οι όμοιοί του δεν τους θεωρούν ανθρώπους αλλά ξενόσπορους που τους κάνουν τη δουλειά τους.

    --- Θα μπορούσε κανένας  από μας να ζήσει όπως ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Είμαι βέβαια, όχι.

    --- Πέρα απ’ αυτό πεινάνε και τ’ αφεντικά τους, τους κλέβουν φανερά χωρίς ίχνος συναισθηματισμού και ντροπής. Ο προστάτης τους, τους ναυλώνει στ’ αφεντικά με το κεφάλι. Έρχονται αυτά και του ζητάνε είκοσι, ας πούμε κεφάλια για να δουλέψουν στα καρπούζια. Παζαρεύουν μια τιμή, την κλείνουν, δίνει ο προστάτης τα ψίχουλα σ’ αυτούς και τα υπόλοιπα τα τσεπώνει.  Γίνεται τότε αυτός πλούσιος κι αυτοί ψοφάνε της πείνας!

    Τον άκουσε με προσοχή και μετά τον ρώτησε με τα χείλή σφιγμένα:

   --- Όταν ένα τσούρμο άνθρωποι, ήσυχοι κι εργατικοί φεύγουν από τις φτωχές χώρες τους και πάνε σε κάποιες άλλες πλούσιες για να βρουν δουλειά και να χορτάσουν την πείνα τους δεν πρέπει να απασχολεί τη διεθνή κοινότητα;

   Τα μάτια του πήραν μια έκφραση αυστηρή.

    --- Πρέπει!  και είναι υποχρέωσή της να μεριμνήσει γι’ αυτούς και να τους προστατέψει. Όμως κάνει τα ελάχιστα για να μην πω τίποτα!

    --- Γιατί μου φαίνεται για να βρουν δουλειά από μόνοι τους πρέπει να έχουν μεγάλη τύχη!

    Ένα καινούργιο κουπέ Μερσεντές κύλησε γλυκά κι αθόρυβα πάνω στην άσφαλτο και σταμάτησε εκεί που άρχιζε ο χωματόδρομος. Ο οδηγός του ένας  μεσήλικας με γκρίζα μαλλιά, έβγαλε το κεφάλι του έξω απ΄ το ανοιχτό παράθυρο κι άρχισε να ψάχνει κάποιον με ερευνητικές ματιές.

    --- Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε η Αντιγόνη και θαύμασε την αστραφτερή λιμουζίνα.

    --- Ο έμπορας! της ψιθύρισε  και σήκωσε πιο ψηλά το γείσο του καπέλου του.

    --- Και τι θέλει, εδώ;

    --- Τώρα θα δεις!  και στράφηκε προς το βάθος του χωματόδρομου όπου άρχισε να διακρίνει μια φιγούρα ανθρώπου να έρχεται προς τον έμπορα. Έχουν συνάντηση οι δυο μεγάλοι καρχαρίες, συνέχισε και γέλασε. Ο ένας αγοράζει κι ο άλλος πουλάει! Στην ουσία όμως και οι δύο πουλάνε! Αυτός που έρχεται είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός καρπουζιών της περιοχής. Χιλιάδες στρέμματα γης του δίνουν τόνους σοδειάς κι αυτή με τη σειρά της πάλι  χιλιάδες ευρώ. Απασχολεί εκατοντάδες σκλάβους στα χωράφια, τους πληρώνει φθηνά, τους εκμεταλλεύεται σκληρά και σαν τους βαριέται τους ρίχνει μια κλωτσιά στον πισινό και τους διώχνει. Πολλές φορές τους αφήνει κι απλήρωτους. Κι όταν αυτοί το παρατραβάνε και ζητάνε τα λεφτά τους, τους δείχνει ένα βαρύ σίδερο που κρέμεται απ’ το κλαδί της ελιάς και τους τρομοκρατεί.

      Η πόρτα άνοιξε και ο χοντρός έμπορας βγήκε έξω και στάθηκε πλάι στο αυτοκίνητο περιμένοντας τον παραγωγό. Ο παραγωγός τον πλησίασε σαν έφτασε και χαιρετήθηκαν εγκάρδια μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη τους. Φορούσε τζιν παντελόνι, χακί υφασμάτινο πουκάμισο και καπέλό ψάθινο με μεγάλο γύρο. Σε αντίθεση με τον έμπορα που ήταν ντυμένος με ακριβό γκρι κουστούμι και είχε και τα δυο χέρια γεμάτα με δαχτυλίδια

ενώ το χρυσό του ρολόι που άστραφτε στις αχτίνες του ήλιου τύφλωνε την Αντιγόνη και το Σοφοκλή.  

       Είπαν κάτι, γέλασαν κι αφού μπήκαν και οι δυο μέσα  το αυτοκίνητο έφυγε.  

 

 

 

 

 

 

 

 

       --- Τι διάολο γίνεται σε τούτο τον κόσμο, δεν μπορώ να καταλάβω! Ψιθύρισε η Αντιγόνη και κοίταξε με περιφρόνηση το αυτοκίνητο που ξεμάκραινε αναπτύσσοντας ταχύτητα.

      --- Τι γίνεται; Εκμεταλλεύονται τους κουρελιάρηδες εργάτες, τους δίνουν ένα κομμάτι ψωμί και σφετερίζονται τα δικαιώματά τους. Όλους αυτούς που είδες στα καρπουζοχώραφα και στη συρματοπλεγμένη φυλακή τους έχουν κάποιοι πλούσιοι παραγωγοί στην ιδιοκτησία τους και τους μεταχειρίζονται σαν μουζίκους.

       Εκείνη δεν άνοιξε το στόμα της να πει τίποτα παρά τον άκουγε και του ζήτησε να μάθει κι άλλα για τους δύστυχους αυτούς ξένους οικονομικούς μετανάστες. Εκείνος συνέχισε:

        --- Η θανάσιμη πείνα τους έφερε εδώ και για ένα κομμάτι ψωμί, άφησαν πίσω στις πατρίδες τους, γονείς, γυναίκες και παιδιά. Κομμάτι γης δεν έχουν πουθενά και τα μόνα δικά τους που ορίζουν είναι τα χέρια τους, το πράσινο χορτάρι που ξαπλώνουν και κοιμούνται και ο φιλόξενος ουρανός που τους σκεπάζει άλλοτε φιλικά κι άλλοτε με βροντές κι αστραπές. Βλέπουν τη γη μας και τα σωθικά τους ξεσκίζονται από τον πόνο που δεν τους ανήκει ούτε ένα στρέμμα να καλλιεργήσουν τα δικά τους φυτά και να πάρουν την ευλογημένη κι ανεκτίμητη σοδειά τους. Και μην έχοντας γη, δουλεύουν κι ολοένα γίνονται φτωχούληδες αφού τα μεροκάματα φτηναίνουν  και οι παραγωγοί δεν είναι διατεθειμένοι να τους τα αυξήσουν. Αν τους πλήρωναν μεγαλύτερο μεροκάματο θα ήταν καλύτεροι. Ενώ τώρα με τα ψίχουλα που παίρνουν, κοίτα πως ζουν! Κοίτα τι τρώνε! Καρπούζια διαλογής, ψωμί  από τα σούπερ μάρκετ και πίνουν μπίρες φτηνές!

     Είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής ενώ ο Σοφοκλής συνέχιζε να μιλάει. Τον είχε πιάσει ο οίστρος της αφήγησης και τον συνέπαιρνε η ιστορία των αδικημένων.

     --- Το κακό είναι πως τα χτήματα ολοένα συγκεντρώνονται στα χέρια των λίγων καλλιεργητών ιδιοκτητών που διαμορφώνουν το μεροκάματο όπως αυτοί θέλουν. Φθηνό και πολλές φορές τόσο φθηνό που φτάνουν να πληρώνουν με τιμές γελοίες. Τους δουλοπάροικους που φέρνουν ή έρχονται μόνοι τους από έξω, πριν τους προσλάβουν τους τρομοκρατούν πρώρα με το φάσμα της ανεργίας, στερώντας τους τη δουλειά και μετά σαν τους προσλάβουν με ομαδικές απολύσεις. Πολλοί απ’ αυτούς επειδή οι συνθήκες που δουλεύουν είναι άθλιες, πεθαίνουν από αρρώστιες, αυτοκτονούν ή εγκαταλείπουν τις δουλειές τους  για να στραφούν στα ναρκωτικά, το ποτό και τις ληστείες.  Δεν είναι λίγοι οι φόνοι που οφείλονται στην καταπίεση που δέχονται από το εργασιακό τους περιβάλλον. Έτσι υπάρχει κι ένα ανελέητο κυνηγητό από την αστυνομία που τους διώχνει με την απειλή της σύλληψής τους και την απέλασή τους στις χώρες τους ως ανεπιθύμητους κι επικίνδυνους.

     Ένα φορτηγάκι γεμάτο εργάτες πέρασε από μπροστά τους και τον έκανε να σταματήσει την αφήγησή του. Ύστερα σαν τους προσπέρασε και οι εργάτες τους χαιρέτησαν κουνώντας τα λερωμένα τους χέρια πολλές φορές πέρα δώθε, συνέχισε:

     --- Έχει αλλάξει και η καλλιέργεια κι αυτό κάνει τη δουλειά των εργατών πιο δύσκολη κι ανυπόφορη. Τα αμπέλια και οι σταφίδες κόπηκαν, τα φρουτόδεντρα ελαττώθηκαν, τα σιτηρά καταργήθηκαν και φυτεύτηκαν λαχανικά, ντομάτες, αγγουριές και πατάτες. Κι απ’ αυτά τα πιο πολλά καλλιεργούνται στα θερμοκήπια, στέλνοντας περίπατο την παλιά υπαίθρια παραγωγή. Κι εκείνη βέβαια είχε δυσκολίες αλλά και η σημερινή με τα θερμοκήπια είναι κόλαση. Τα δηλητήριά τους σαπίζουν τα σωθικά και η ορθοστασία τους τσακίζει και τους κομματιάζει τα πόδια και τη μέση. Σέρνονται όλη μέρα ανάμεσα στ’ αυλάκια και τα κιτρινισμένα φυτά, τραβώντας το διάβολό τους να τα φροντίσουν, να μαζεύουν τον καρπό και να φυτεύουν νέα φυτά σαν τα παλιά κάνουν τον κύκλο τους και ξεραίνονται.

       Εκεί μέσα η γη δε μυρίζει ωραία, το νοτισμένο χώμα αποπνέει μια άσχημη μυρωδιά ανακατεμένη από δηλητήρια, θειάφι και ξερά λάστιχα. Χορτάρια και λουλούδια δεν υπάρχουν και ούτε οι μέλισσες βυζαίνουν τα άνθη και οι πεταλούδες στροβιλίζουν στον αέρα. Παντού σε πνίγει η βρώμα του ρεγκόρ και του ζιζανιέξ.

      Το πρώτο φορτηγάκι που τους πέρασε το διαδέχτηκε άλλο και μετά άλλο που τελειωμό δεν είχαν.

      --- Είναι η ώρα που σχολάνε από τις δουλειές οι εργάτες! της είπε ο Σοφοκλής και συνέχισε. Γι’ αυτό έχει πολύ κίνηση. Το ίδιο γίνεται και το πρωί στις έξι. Φορτωμένοι στα φορτηγά, στις κλούβες και στα τρακτέρ θυμίζουν καραβάνια από τις σελίδες του βιβλίου << Τα σταφύλια της οργής >> του Tζων  Στάινμπεκ στην Καλιφόρνια. Πόσοι περνάνε; Κανείς δεν τους έχει μετρήσει. Δύο, τρεις, τέσσερις χιλιάδες; Ένας Θεός ξέρει!

        Η Αντιγόνη τον άκουγε αλλά το βλέμμα της είχε εστιαστεί σ’ ένα φορτηγάκι ανοιχτό, φορτωμένο στην καρότσα του ως πάνω ψηλά γεμάτα χαρτοκιβώτια που έγραφαν στη μια πλευρά τους << ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ. ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ>>.  Στην άλλη ήταν ζωγραφισμένα, ένα αγγούρι, μια ντομάτα και μια πιπεριά σε κυκλικό σχήμα, ενώ τα στόλιζαν πράσινα φύλλα και τρυφερά βλαστάρια. Οι εργάτες που είχαν φορτώσει το φορτηγό και ήταν πέντε όλοι τους μαύροι ήταν σκαρφαλωμένοι όρθιοι στα χαρτόκουτα και θύμιζαν ορειβάτες πιασμένους από τις πλαγιές του βουνού. Ο ένας απ’ αυτούς είχε ένα πλαστικό μπουκάλι νερό στο χέρι και κατάβρεχε τους άλλους τέσσερις που το δέχονταν με ιδιαίτερη ικανοποίηση βγάζοντας άναρθρες κραυγές και διάφορα επιφωνήματα στη γλώσσα τους. Ύστερα σαν το άδειασε πάνω τους, οι υπόλοιποι έβγαλαν ένα κομμάτι ψωμί από την τσέπη τους κι άρχισαν με λαιμαργία να μασάνε τις μπουκιές  που έχωναν στα πεινασμένα στόματά τους.

    Το αυτοκίνητο έστριψε για να μπει στη δημοσιά, τα λάστιχά του έτριξαν, η μηχανή του βούιζε δαιμονισμένη κι αυτοί στον κόσμο τους, καλιασμένοι πάνω στην καρότσα γελούσαν, φώναζαν και χειρονομούσαν σαν μικρά παιδιά που πάνε εκδρομή. Γύρω τους τα χωράφια μεστά, οι φυτείες φορτωμένες, τα οπωροφόρα δέντρα έτοιμα να ωριμάσουν τους καρπούς.  Κάθε χωράφι κι ένας παράδεισος με το αρδευτικό του αυλάκι, τις καλλιεργητικές μηχανές του, τους σωρούς από τα λιπάσματα, τους μεγάλους όγκους από τις μαζεμένες σοδειές και τους μαύρους να πηγαινοέρχονται έξω και μέσα στα σύνορά του σαν ξένοι εισβολείς. Δεν τους ανήκε τίποτα, μόνο η γύμνια τους και τα στιβαρά χέρια τους που τα φρόντιζαν και ανακάτευαν τα χώματά τους. Δικός τους βέβαια το γκέτο δίπλα στο ποτάμι με τα τσαντίρια τους και τις παράγκες αλλά κι αυτό με το πρώτο πρόσταγμα του αφεντικού θα γκρεμιζόταν.

     Είχαν απομακρυνθεί από τις καλλιέργειες των καρπουζιών και πλησίαζαν στο επίσημο πορνείο της Ρόζας. Εκεί η κίνηση ήταν ελάχιστη γιατί τα φορτηγάκια έκοβαν δεξιά σ’ ένα ανηφορικό χωματόδρομο για να μπουν σε δυο χιλιόμετρα τον κεντρικό δρόμο κι από εκεί να συνεχίσουν σε άλλα τόσα για την κεντρική πλατεία της πόλης όπου και τους ξεφόρτωναν. Από εκεί αυτοί με τα πόδια πήγαιναν άλλοι στα γιαπιά που είχαν νοικιάσει κι έμεναν δέκα- δέκα μέσα ή στο γκέτο κοντά στο ποτάμι που τους στέγαζε μέσα σε τσαντίρια από σανίδες και ντυμένα με χαρτιά και πλαστικές σακούλες.

     --- Συμβαίνει και τούτο που δε στο είπα, είπε μετά από μια μικρή σιωπή ο Σοφοκλής, ενώ σταμάτησαν στο δρόμο που περνούσα έξω από το << εν πλω >> και κοίταξαν τους μικρούς κυματισμούς της θάλασσας. Μερικά χωράφια έγιναν τόσο μεγάλα που χρειάζεται ολόκληρη κινητοποίηση από αφεντικά, εργάτες, μηχανήματα, δάνεια επενδυτικά, λογιστές, εμπόρους, διασυνδέσεις με το εξωτερικό κι άλλες τέτοιες εμπορικές σχέσεις για να ταχτοποιηθεί η οικονομική τους δραστηριότητα που έχει εξελιχθεί απ’ ότι φαίνεται σε επιχείρηση. Με λίγα λόγια οι ιδιοκτήτες γης έχουν γίνει επιχειρηματίες κι έμποροί και πολλοί διατηρούν κι εργοστάσια παραγωγής  και πώλησης πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη αγροτική καλλιέργεια.  Κι όλη αυτή η οικονομική αγροτική δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό των αλλοδαπών που δίνουν και το αίμα τους για την επιτυχία αυτής της οικονομικής ανάπτυξης.

      Είχαν περάσει από τα σπίτια τους και είχαν φτάσει στο μικρό μπαλκόνι του Μαρτσέλου, όπου το μάτι έβλεπε ως πέρα τον ορίζοντα που χανόταν στη Ζάκυνθο. Η ομορφιά ήταν τέτοια που τους ήρθε η διάθεση να καθίσουν σ’ ένα βράχο και να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα που τόσοι και τόσοι ποιητές το είχαν τραγουδήσει με τους στίχους τους και θα περνούσαν εκεί την υπόλοιπη ώρα τους. Όμως ο Σοφοκλής άλλαξε γνώμη και της ζήτησε να τον ακολουθήσει, λέγοντάς της ενώ την κοίταξε με μια ματιά βλοσυρή όσο και θεληματική:

     --- Ας στρίψουμε δεξιά κι ας ανηφορίσουμε για το εξοχικό κέντρο του Γενναίου. Θέλω κάτι να σου δείξω.

     Τον ακολούθησε και σαν έφτασαν, πέρασαν μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές του κήπου και σταμάτησαν στην άκρη του γκρεμού που προστάτευε τους επισκέπτες με καγκελωτή περίφραξη. Η θέα ήταν θαυμάσια και μπορούσαν να δουν βορειοδυτικά πέρα τα βουνά της ορεινής Τριφυλίας και Ολυμπίας και δυτικά ως το Κατάκωλο και τη Ζάκυνθο. Τότε ο Σοφοκλής άπλωσε το χέρι του και της έδειξε στον κάμπο έναν καταυλισμό.

      --- Κοίτα! της είπε τον κουρελοσυνοικισμό που μένουν οι εισαγόμενοι οικονομικοί μετανάστες!

      Εκείνη κοίταξε και με την πρώτη ματιά φάνηκε να σοκαρίστηκε.

       --- Αχ, κόσμε! ψιθύρισε και συνέχισε να κοιτάζει.

       Ο συνοικισμός βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι. Τα σπίτια του, ο Θεός να τα κάνει σπίτια, ήταν παράγκες και τσαντίρια φτιαγμένα από τσίγκους και χαρτί που έμοιαζαν σαν ένας μεγάλος σωρός από παλιοπραμάτειες. Εκεί ζούσαν οι εργάτες με τις φαμίλιες τους κι εκεί είχαν στήσει τα νοικοκυριά τους. Όσοι δεν είχαν παράγκες πήγαιναν στη χωματερή της πόλης. Μάζευαν ότι πεταμένο ρούχο ή πάπλωμα υπήρχε εκεί και σαν το έφερναν στο συνοικισμό το έριχναν κάτω και ξάπλωναν πάνω του. Όσο όμως ο καιρός ήταν καλός τους βόλευε σαν έπιαναν όμως οι βροχές και τα κρύα με τους δυνατούς βαριάδες, εγκατέλειπαν άρον- άρον  την πρόχειρη στρωματσάδα τους κι όπου φύγει- φύγει.

       Έτρωγαν ό,τι έβρισκαν. Λιγοστά φρούτα το καλοκαίρι και καμιά χούφτα χόρτα το χειμώνα που τα μάζευαν στα γειτονικά  κτήματα,  που απλώνονταν γύρω τους αλλά πάντα με την απειλή των αφεντικών που τους ξυλοκοπούσαν άγρια σαν τους έπιαναν επ’ αυτοφώρω. 

       Κάποτε ένας εργάτης αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή. Πήγε στα κρυφά, καθάρισε μια γωνιά και αφού έσκαψε το χώμα το φύτεψε με καρότα, ντομάτες και μαρούλια. Έπαιρνε τη σοδειά τα βράδια και για καιρό σιτιζόταν καλά από την ξένη γη. Αυτό δεν κράτησε όμως πολύ γιατί σαν το αφεντικό τον μυρίστηκε τον πυροβόλησε με την καραμπίνα του και τον φόβισε. Δεν πάτησε πια το πόδι του στην καλλιέργεια. Τα κηπευτικά ξεράθηκαν και ο ιδιοκτήτης περιέφραξε το κτήμα του με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και αμόλησε μέσα τρία άγρια μαντρόσκυλα για να το φυλάνε.

      Πόσοι ζούσαν μέσα σ’ αυτόν τον καταυλισμό κανένας δεν ήξερε. Ούτε η επίσημη πολιτεία, ούτε η δημοτική αρχή. Οι μόνοι που τον πλησίαζαν ήταν οι άντρες της αστυνομίας που έκαναν τις έρευνές τους στους ύποπτους για κλοπές και εγκλήματα και οι οδηγοί στα φορτηγάκια που τους φόρτωναν στις καρότσες και τους πήγαιναν  στις καλλιέργειες και τα θερμοκήπια. Όσοι έμεναν πίσω προσπαθούσαν να βάλουν κάποια τάξη στα βρώμικα τσαντίρια ή να καθαρίσουν τους χώρους που ήταν γεμάτοι σκόρπια σκουπίδια, από άχρηστα αντικείμενα, σκουριασμένες λαμαρίνες, σάπιες σανίδες, άδεια βαρέλια, χαρτιά, χαρτόκουτα, σχισμένα τσουβάλια και σωρούς από μαύρο πλαστικό. Δύσκολα το πετύχαιναν να βάλουν μια τάξη γιατί την άλλη μέρα η ακαταστασία και η βρωμιά ξαναγύριζαν.

       Τα μόνα καθαρά εκεί μέσα ήταν τα πολύχρωμα ρούχα και διάφορες φόρμες που κρέμονταν στα τεντωμένα σχοινιά απλωμένα ύστερα από την μπουγάδα. Κι αυτά όμως γρήγορα λερώνονταν σαν τα ξυπόλητα παιδιά  με ανασηκωμένα τα μαλλιά τους  κλωτσούσαν την μπάλα και τα γέμιζαν σκόνη. Τα βράδια όταν γύριζαν από τη δουλειά ανακάθιζαν μικροί και μεγάλοι και κουβέντιαζαν. Πολλές φορές κουβέντα την κουβέντα άναβαν τα αίματα, μιλώντας για τα δικαιώματά τους, την εκμετάλλευση που τους έκαναν τ’ αφεντικά και για τα  μικρά μεροκάματα που τους έδιναν. Πολλοί ζητούσαν να φύγουν. Οι πιο ψύχραιμοι τους συγκρατούσαν. Στο τέλος έβγαινε η απόφαση με δάκρυα στα μάτια. << Εδώ θα μείνουμε γιατί αν φύγουμε θα ψοφήσουμε σαν στα σκυλιά>>. Και το πρωί οι <<ξενόσποροι >> μετανάστες ή οι αλλοδαποί οικονομικοί εργάτες, όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί η κυβέρνηση, πηδούσαν στις καρότσες των φορτηγών και τραβούσαν για τα θερμοκήπια ή τις πάσης φύσεως καλλιέργειες.

         Ο ήλιος κατακόκκινος  σαν αίμα κι ολοστρόγγυλος ήταν έτοιμος να βουτήξει και να χαθεί στα νερά του Ιονίου που βαμμένο χρυσοπόρφυρο νανουριζόταν στις άπαυτες κινήσεις των κυμάτων. Το σούρουπο σε λίγο θ’ άρχιζε και θα έβαφε γκρίζες και μουντές τις πορφυρένιες ως εκείνη τη στιγμή ράχες των βουνών. Τα πρώτα αστέρια ύστερα θα φαίνονταν στον ουρανό ενώ η νύχτα ξεκούραστη θα έπαιρνε τη θέση της κουρασμένης μέρας.

     --- Παράξενα πράγματα που είδα σήμερα! είπε μ’ ένα παράπονο η Αντιγόνη κι έμεινε ακίνητη με το κεφάλι κατεβασμένο σαν να σκέφτονταν κάτι.

      --- Δε φαντάζομαι να βλάψεις τον εαυτό σου, μ’ αυτά που είδες; τη ρώτησε ο Σοφοκλής και την κοίταξε με μάτια σαστισμένα.

      --- Θα γίνω πιο δυνατή!  ψέλλισε και γύρισε προς το δρόμο κοιτάζοντας ένα φορτηγάκι που έστριβε μεσημβρινά για το μέρος του Αι- Λαγούδη.

      Την κοίταξε με χαμόγελο γλυκύτατο. Εκείνη γύρισε μπροστά. Ο Σοφοκλής μάντεψε πως ήθελε να επιστρέψουν σπίτια τους. Ο τόσο ενδιαφέρον και κουραστικός περίπατος είχε πάρει τέλος.

     --- Θέλεις να γυρίσουμε; τη ρώτησε τρυφερά και κινήθηκε κοντά της.

     --- Ναι, του αποκρίθηκε και τον έπιασε αγκαζέ.

    --- Θα σε συνοδέψω ως το σπίτι σου εκτός αν  θες να πάμε πρώτα στο δικό μου και να πάρουμε ένα ποτό! της πρότεινε παρακαλεστικά εκείνος και περίμενε την απόφασή της με αγωνία ενώ κοιτούσε ικετευτικά να της επιβάλλει την αρσενικάδα του.

    --- Όχι, του είπε αυτή, πρέπει να συμμεριστείς την ψυχική μου αγωνία με μια εξέταση που με περιμένει στο εργαστήριο κι έχει σχέση με το καρκινώδες σάρκωμα. Θα συναντηθούμε σύντομα!

     Το σούρουπο σκόρπιζε τη μενεξελιά λάμψη του στους ανάλαφρους παλμούς του αέρα. Στο βάθος ο ορίζοντας ακλόνητος κι εντυπωσιακός στο αισθητικό του θεώρημα σχεδίαζε ανεπαίσθητες ασύλληπτες χρυσές ομορφιές. Η στιγμή ήταν μαγευτική κι εξαίσια σ’ αυτό το μοναδικό χώρο.

      Ο Σοφοκλής άφησε τη γυναίκα να ξεγλιστρήσει από το μπράτσο του κι αφού την αγκάλιασε με μάτια μισόκλειστα και τη φίλησε ηδονικά την άφησε έξω από την πόρτα του σπιτιού της ενώ αυτός κίνησε για το δικό του.     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ   10  

 

 

 

 

 

 

 

 

      Η συμφωνία είχε κλείσει πριν από  καιρό πως των Αγίων Πάντων που γιόρταζε η Ρόζα θα το γλεντούσαν για τα καλά στο σπίτι της με άφθονο φαγητό, μπόλικο κρασί, τραγούδι και χορό ως το πρωί.

      Γι’ αυτό όλη μέρα χθες ο καπετάν Κωνσταντής ψάρευε για να πιάσει κανένα γερό και μεγάλο ψάρι και το κατάφερε. Ήταν μια συναγρίδα γύρω στα εφτά κιλά που σαν την καμάκωσε και την τραβούσε για να την ανεβάσει στο καίκι, σκέφτηκε τη χαρά που θα έκαναν όλοι σαν θα τους την έψηνε ο ίδιος με τη μαστοριά που τον χαρακτήριζε στο ψήσιμο και τους τη σερβίριζε στην πιατέλα με μπόλικο λεμονόλαδο, τρυφερό σεληνάκι και μια σαλάτα με ποικιλία ντόπιων και νόστιμων λαχανικών.

       Η αιχμαλωσία της έγινε λίγη ώρα πριν νυχτώσει και απογοητευμένος που ως εκείνη την ώρα δεν είχε πιάσει τίποτα, ετοιμαζόταν να τραβήξει πάνω τ΄ αγκίστρια και να φύγει. Τότε κάτι τσίμπησε σε κάποιο από τ’ αγκίστρια  κι ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα στην πετονιά που τη βαστούσε γερά ανάμεσα στα χοντρά δάχτυλά και των δυο χεριών. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι μεγάλο έπιασε γατί ένα δεύτερο τράβηγμα λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω και να τον ξαπλώσει στην κουπαστή. Αυτό δεν έγινε αλλά σαν άφησε το ένα χέρι από την πετονιά για να στηριχθεί στο άλμπουρο της βάρκας το χτύπησε στο βραχίονα κι αμέσως το αίμα κατηφόρισε ως κάτω τον καρπό. Δεν ανησύχησε γιατί ήξερε από τέτοια δυσάρεστα. Το άφησε χωρίς καμιά φροντίδα και το αίμα ξεράθηκε ενώ αυτός συνέχισε μπροστά την πλώρη να παλεύει με το βάρος του ψαριού που όσο περνούσε η ώρα του έκανε τη ζωή δύσκολη. Έτσι για να βολευτεί καλύτερα και να κερδίσει περισσότερη δύναμη, έφερε την πετονιά στους ώμους του και κρατώντας την τεζαρισμένη το μανουβράριζε προσεκτικά και  μια την άφηνε λάσκα για να μην την κόψει το ψάρι και μια τη μάζευε σαν ένιωθε πως πλησίαζε τη βάρκα.

    Κάποια στιγμή ο καπετάν Κωνσταντής κατάλαβε πως το ψάρι κουράστηκε. Έτσι με μια απότομη κίνηση τράβηξε την πετονιά κι αφού ζορίστηκε λίγο έφερε το ψάρι στην επιφάνεια.  Αμέσως άρπαξε το καμάκι και του το έριξε με μία στο κεφάλι. Το αίμα πετάχτηκε σαν πίδακας βάφοντας το νερό κόκκινο ενώ το ψάρι άρχισε να σπαρταράει κάνοντας την πρύμνη της βάρκας να ταρακουνιέται σαν τρελή. Αυτό κράτησε λίγο γιατί το ψάρι παραδόθηκε κι αδύναμο έπλεε στο ρεύμα του νερού απροστάτευτο. Τότε ο ψαράς το έσυρε πάνω, το χτύπησε άλλη μια φορά με το καμάκι και το άφησε στον τόπο. Μετά το έβαλε στο δεξί μέρος της κουπαστής και αφού γονάτισε έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για τη στεριά. Κάπου εκεί κοντά φτάνοντας είδε τα σπίτια και χαζεύοντας λίγο με το ξεραμένο αίμα στο χέρι του, ψιθύρισε ενθουσιασμένος καθώς η βάρκα έσκιζε τα νερά για το λιμάνι: <<Χαλάλι σου, χέρι μου! Το άξιζες να πάθεις ένα τόσο κακό από ένα μεγάλο ψάρι! >> και αγγίζοντας με το δεξί γερό του χέρι το ψάρι το έφαγε κυριολεκτικά με τα μάτια.

    Έτσι η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή για τον Κωνσταντή και συλλογιόταν σαν ξύπνησε με τι τρόπο θα ταχτοποιούσε τα πράγματά του που ήταν σκόρπια ριγμένα εδώ κι εκεί στους χώρους του σπιτιού γιατί δεν ήθελε να τα αφήσει σε άθλια κατάσταση πριν αναχωρήσει για το επίσημο πορνείο της Ρόζας. Άρχισε  πρώτα  από το κρεβάτι. Δίπλωσε την κουβέρτα, την έβαλε πάνω από το μαξιλάρι και  ίσιωσε μετά με χαρακτηριστική κίνηση το στρώμα. Ύστερα πήγε στο νεροχύτη κι αφού πέταξε στον κάδο δυο σπασμένα πιατικά, πλησίασε το σωρό με τα άπλυτα κι αναποδογυρισμένα ποτήρια κι άρχισε να τα πλένει με το σφουγγάρι και το απορρυπαντικό. Μετά σκούπισε τα χυμένα κρασιά πάνω από το τραπέζι και μάζεψε μερικά και σκισμένα βιβλία που βρίσκονταν πεσμένα κάτω από το ράφι σαν σκοτωμένα πουλιά. Το πάτωμα τον κούρασε πολύ ώσπου να το καθαρίσει γιατί ήταν σπαρμένο με κόκκους από άμμο που τους έμπασε μέσα ο δυνατός αέρας απ’ την ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Τελευταία άφησε τα αδειασμένα μπουκάλια. Τα έβαλε κι αυτά σε μια σακούλα  και τα έβγαλε έξω με τα άλλα σκουπίδια για να τα μεταφέρει στον κάδο απορριμμάτων του δήμου που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο.

      Σαν όλα ήταν έτοιμα έφτιαξε ένα σάντουιτς με ντομάτα, αυγό και αγγούρι και κάθισε να το φάει, πίνοντας κι ένα ποτήρι χυμό πορτοκαλιού. Όση ώρα έτρωγε, σκεφτόταν κι έλεγε στον εαυτό του : << πρέπει να της κάνουμε μια καλή γιορτή το βράδυ γιατί είναι θησαυρός η Ρόζα και πονεμένη. Δεν έχει άλλους στον κόσμο παρά μένα που την αγαπώ και το Σοφοκλή με την Αντιγόνη που τη λατρεύουν και τους λατρεύει. Μόνη της είναι, παρέα της έχει τη μοναξιά και τα πάθη της, τους άντρες από ανάγκη και ζει μια ζωή φριχτή που σε άνθρωπο να μην τύχει. Έχω υποχρέωση να την προστατέψω και να τη βοηθήσω. Είναι πονόψυχη και όταν γίνεται σκληρή φταίει η άχαρη ζωή της. Το ξέρω θα χαρεί πολύ γι’ αυτό που θα της ετοιμάσουμε απόψε το βράδυ και θα νιώσει ευτυχισμένη!>>  Σαν σηκώθηκε, πήγε κοντά στο παράθυρο, τράβηξε λίγο την παλιά κουρτίνα, κοίταξε έξω κι αφού εξέτασε προσεκτικά όλα τα πράγματα της αυλής, πλησίασε στο μικρό ψυγείο που είχε φυλαγμένο το ψάρι κι άνοιξε την πόρτα.  Πήρε το ψάρι και το έβαλε πάνω στο πάσο του νεροχύτη. Εκεί το δίπλωσε μ’ ένα κομμάτι χοντρό χαρτί που χρησιμοποιούσε σαν καμιά φορά πουλούσε ή δώριζε ψάρια κι αφού το έχωσε σε μια νάιλον σακούλα το άφησε στην άκρη του πάσου. Ύστερα πήρε μια νταμιτζάνα άδεια, έσκυψε στο βαρελάκι με το κρασί κι ανοίγοντας την κάνουλα τη γέμισε. Μετά πήρε και το ψάρι κι αφού ανάσανε βαθιά από ικανοποίηση, βγήκε από την πόρτα και κίνησε για το πορνείο της Ρόζας ενώ έσκυψε σαν βγήκε έξω και πήρε από κάτω κι ένα κιβώτιο μπύρες που το φορτώθηκε στο δεξιό του ώμο.

     Σαν έφτασε βρήκε τη Ρόζα στην κουζίνα. Εκείνη μόλις τον είδε άφησε τη λάτρα κι έτρεξε να τον ρίξει στην αγκαλιά της φουρκισμένη. Αφού τον χόρτασε στα φιλιά και τον άφησε, εκείνος σαν άφησε τα πράγματα πάνω στο τραπέζι, της είπε με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία:

     --- Χρόνια πολλά!

     --- Ευχαριστώ πολύ! του αποκρίθηκε αυτή συγκινημένη και του χαμογέλασε αστραφτερά. Το ξέρω πως μ’ αγαπάς!

    --- Να τα εκατοστίσεις! Πρόσθεσε ο καπετάνιος και την κοίταξε με μάτια γεμάτα φλόγα.

    --- Σαν θες κάνε καμιά βόλτα στον κήπο, γιατί εγώ έχω πολλές δουλειές να κάνω! του είπε η Ρόζα δείχνοντας ένοχη που θα τον άφηνε μόνο.

    --- Όχι, της έκανε αυτός και την αγκάλιασε απ΄ τη μέση. Για όσο καιρό χρειαστεί να μείνεις στην κουζίνα θα είμαι μαζί σου. Δεν το κουνάω από κοντά σου ούτε λεπτό μέχρι να τελειώσεις!

    Εκείνη χαμογέλασε. Ύστερα του είπε, δισταχτικά:

    --- Αφού θέλεις κάθισε. Αν όμως θέλεις να με βοηθήσεις, κάνε αυτό που θα σου πω: πάρε το κρέας, τις πατάτες, το ψωμί και τον κιμά και ταχτοποίησέ τα στις θέσεις τους,

    Ο ψαράς έκανε όπως του είπε. Αυτή τον παρακολουθούσε μ’ ένα μισοχαμόγελο στα χείλη.

    Σαν τελείωσε την πλησίασε. Εκείνη τον έπιασε απ’ το χέρι και σπρώχνοντάς τον, τον πήγε κοντά σ’ ένα ταψί με καλοφτιαγμένο παστίτσιο.

    --- Κοίτα! του είπε με περηφάνια. Το έφτιαξα για το βράδυ! Ξέρω πόσο σου αρέσει!

    Ο Κωνσταντής έδειξε να χάρηκε και να δείχνει έκπληξη.

    --- Μα, θα κουράστηκες; Έχουμε τόσα πράγματα και το ψάρι! Κι ανοίγοντας τη σακούλα της έδειξε την ψαρούκλα που μύριζε ιώδιο κι αρμύρα.

   Χάρηκε για το ψάρι και τον ξαναφίλησε.

    Σ’ ευχαριστώ πολύ! Θα το φτιάξω κι αυτό κι άλλα ακόμη! Μη μου κάνεις τώρα φασαρίες κι άφησέ με να κάνω αυτό που μου αρέσει! του ψιθύρισε με συναισθηματισμό και τον κοίταξε γλυκά στα μάτια.

    Αυτός της έριξε μια πονετική ματιά και της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά. Σαν απομακρύνθηκε  από κοντά της κι έφερε μερικές βόλτες πέρα δώθε απόμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα τη ρώτησε ενώ είχε πλησιάσει ένα καλάθι με ροδάκινα κι ετοιμαζόταν να πάρει ένα και να το γευτεί:

    --- Τι άλλο σκοπεύεις να φτιάξεις;

    --- Κρέας κοκκινιστό με πατάτες και δυο πικάντικες σαλάτες από λαχανικά εποχής.

    --- Συν το ψάρι!

    --- Ναι, συν αυτό!

    Ο καπετάνιος έσκυψε βιαστικά και πήρε το ροδάκινο. Σαν το έπλυνε στη βρύση, το έβαλε στο στόμα και το έφαγε με τρεις χαψιές. Ύστερα δοκίμασε άλλα δυο και σαν ανασκάλεψε μερικά της είπε, σιγανά:

     --- Μπύρες και κρασί μην πάρεις, γιατί έφερα και μάλιστα καλό κρασί βαρελίσιο.

     Εκείνη τα είχε δει που τα άφησε κάτω από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα.

     --- Ε, αυτό, έλειπε! του έκανε με μια μικρή έκρηξη, αυτό έλειπε να μη φέρεις τέτοιο διαμάντι!  Είναι δικοί μας άνθρωποι, πρέπει να τους ευχαριστήσουμε.

    --- Δεν το έφερα γι’ αυτούς!

    --- Τότε για ποιον;

    --- Για σένα!

    --- Το ξέρω! Αλλά κι αυτοί είναι δικοί μας, κατάδικοί μας! Το ξεχνάς;

    --- Δεν το ξεχνώ! Ναι, είναι καλοί άνθρωποι και μας αγαπάνε. Το έχω καταλάβει. Νοιάζονται για το περιβάλλον τη στιγμή που άλλοι το δηλητηριάζουν και το καταστρέφουν. Μα τω Θεώ! τους έχω και τους δυο στην καρδιά μου και δεν ξέρω ποιον αγαπώ περισσότερο.

    Πήγε κοντά της και τη βοήθησε να βάλει μερικά πιάτα στο ράφι και να τακτοποιήσει εκείνα που του είπε. Ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο στο δρόμο. Είδε μια ομάδα από εργάτες να περπατάνε με σακούλες νάιλον στα χέρια γεμάτες ψωμιά και να πηγαίνουν στις καλύβες τους που μόλις διακρίνονταν στο βάθος του χτήματος.

    --- Πού πάνε ντάλα μεσημέρι; Ψιθύρισε. Δεν έχουν δουλειά;

    --- Χθες βράδυ είχαμε φασαρίες! είπε η Ρόζα ενώ έπλενε μερικές ντομάτες για να τις βάλει στο ψυγείο. Και ξέρεις πού; Στο μπαρ το << ΠΟΡΤΟ >> που μαζεύονται. Είχαν μεθύσει και τα έκαναν γυαλιά καρφιά. Πλακώθηκαν στο ξύλο, έσπασαν κεφάλια και τράβηξαν και μαχαίρια. Κι όλα για μια κουβέντα για μια βρισιά που ξεστόμισε κάποιος. Η σύρραξη γενικεύτηκε και μπήκαν πολλοί στον καβγά. Άλλο που δε θέλουνε να τσακώνονται. Πως αρπάζονται, Θεέ μου, έτσι για ψύλλου πήδημα! Η φτώχεια βλέπεις και η ανέχεια… Δεν έχουν διέξοδο οι άνθρωποι και το ρίχνουν στο ποτό και τον καβγά!  Κι όσο για το μεροκάματο, το έχουν ξεχάσει για μήνες οι πιο πολλοί.

    --- Αυτό γίνεται συνέχεια τα βράδια!

    --- Ύστερα ήρθε η αστυνομία, μάζεψε μερικούς και τους άλλους τους φόρτωσε στις κλούβες και τους πήγαν άρον- άρον στα τσαντίρια τους. Και τι έγινε; Το βράδυ καλά είπες θα έχουμε τα ίδια και τα ίδια!

    --- Καλά που δεν τους έβαλε στο φρέσκο.

     --- Το κάνει κι αυτό. Τον προηγούμενο μήνα έπιασαν μερικούς οι μπάτσοι γιατί ήταν μεθυσμένοι και κάποιους άλλους για κλεψιές. Συνήθως κλέβουν παλιοπράματα που τα σουφρώνουν στα κτήματα που δουλεύουν. Να, σαπιοσάνιδα, παλιά στρώματα ή τηλεοράσεις από τα αγροτόσπιτα. Τους έβαλαν στο φρέσκο για τρεις μέρες και μετά τους απόλυσαν.

     --- Δεν τους κάνει καλό η φυλακή τους αγριεύει!

     --- Το ξέρω. Έλα όμως που δε γίνεται αλλιώς.

     ---  Δε γίνεται! Πρέπει να προστατευτεί ο κόσμος και να έχει την ησυχία του.

     --- Πρέπει, αλλά και η αστυνομία να μην το παρακάνει και τους βγάζει τον αδόξαστο τραβολογώντας τους με το παραμικρό στο τμήμα. Ας σταματήσει και τις συλλήψεις κάθε τόσο και λιγάκι που οι περισσότερες είναι για επίδειξη δύναμης. Τι νομίζουν πως είναι όλοι τους πουτάνας γιοι;  Φτωχά παιδιά είναι που ξενιτεύτηκαν και  δουλεύουν για ένα μεροκάματο για να χορτάσουν την πείνα τους. Έλεος, πια Θεέ μου, έλεος! Ως πότε θα κυνηγάνε όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα!

    Ο καπετάνιος ξανακοίταξε στο παράθυρο. Τώρα τρεις άντρες κάθονταν κατάχαμα στην άκρη του δρόμου κι άδειαζαν λαίμαργα τη μπύρα από το κουτί που βαστούσαν στο χέρι τους ενώ συζητούσαν έντονα κάνοντας ζωηρές χειρονομίες. Μια στενόχωρη σιωπή τον βάρυνε κι έφυγε από το παράθυρο. Πήγε κοντά στη Ρόζα. Εκείνη είχε βάλει δυο κατσαρόλες πάνω στα μάτια της κουζίνας και μαγείρευε.

    --- Τι είναι; ρώτησε ο Κωνσταντής κι έπιασε το καπάκι της μιας κατσαρόλας.

    --- Φαγητό για να φάμε! Στη μια βραστές πατάτες και κολοκύθια και στην άλλη κοτόπουλο γιαχνί. Σε λίγο στρώνω τραπέζι, μεσημέριασε!

    --- Υπέροχα!

    --- Τότε κάθισε στο τραπέζι κι ετοιμάζω.

    --- Εγώ δε θα κάνω τίποτα;

    --- Βάλε κρασί στην κανάτα και τα σερβίτσια! Τα υπόλοιπα άφησέ τα σε μένα!

     --- Λοιπόν, ανυπομονώ να δοκιμάσω τις γεύσεις σου! της είπε χαμογελαστός εκείνος κι έσκυψε να πάρει την νταμιτζάνα.

     --- Πρώτη φορά θα είναι που τις δοκιμάζεις; Ξέχασες πόσες φορές έχεις φάει μαζί μου!

     --- Δεν το ξέχασα, αλλά σήμερα είναι ξεχωριστή μέρα και νιώθω διαφορετικά.

     --- Το βλέπω! Φαίνεται στα μάτια σου!

     Ενώ εκείνος έβαζε κρασί στην  κανάτα αυτή έβαλε φαγητό στα πιάτα και τα σερβίρισε με μια άνετη σβελτάδα. Αφού τα ταχτοποίησε όλα και κάθισαν του είπε ενώ τον κοίταξε και σιγόπαιξε τα μάτια της:

     --- Τώρα θα φάμε πρόχειρα! Το μεγάλο φαγοπότι θα γίνει το βράδυ! κα του έκανε νόημα ν’ αρχίσει.

     --- Το ξέρω, της αποκρίθηκε αυτός και ετοιμάστηκε να δοκιμάσει την πρώτη μπουκιά. Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πρώτα τρως ελαφρά και ύστερα το καταπέτασμα! Αυτό θα γίνει και το βράδυ!

     Γέλασαν και οι δυο τρανταχτά. Ο Κωνσταντής πριν ξεκινήσουν το φαγητό, γέμισε τα ποτήρια και υψώνοντας το δικό του της ευχήθηκε με αστραφτερό χαμόγελο:

      --- Στην υγειά σου! Πάντα ευτυχισμένη!

      Σήκωσε και η Ρόζα το δικό της και του απάντησε με μια λαμπεράδα στο σαγηνευτικό βλέμμα της:

      --- Ευχαριστώ! Ο Θεός να σ’ έχει καλά!

       Ύστερα σιωπηλοί έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό. Δοκίμασαν απ’ όλα. Τα βρήκαν νόστιμα και πολύ πικάντικα. Ήπιαν και μπόλικο κρασί κι αφού χόρτασαν έπιασαν πάλι την κουβέντα.  Συζήτησαν πάνω από μια ώρα. Τα θέματά τους ήταν καθωσπρέπει και δεν καταδέχτηκαν να κουτσομπολέψουν κάποιον από ζήλια ή πρόθεση να τον συκοφαντήσουν. Έτσι στο τέλος σαν σηκώθηκαν ευχαριστημένοι ο καπετάνιος ψιθύρισε:

        --- Δόξα σοι ο Θεός! Φάγαμε και σήμερα! κι έκανε το σταυρό του.

        Η Ρόζα μάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τα πιάτα στο νεροχύτη και συγύριζε την κουζίνα.. Ο Κωνσταντής καθόταν εκεί στη θέση του αμέριμνος και την κοιτούσε όσο αυτή ασχολιόταν με τις δουλειές της. Η γυναίκα αυτή ήταν γι’ αυτόν μια τεράστια κι ακλόνητη εγγύηση βεβαιότητας της ευτυχίας του. Η φυσική ομορφιά της με την πλούσια σε συναισθήματα ψυχή της τον έκαναν να νιώθει ως τον ποιο ευτυχισμένο άντρα στον κόσμο. Την είχε ερωτευθεί τρελά και πολλές φορές αναρωτιόταν αν αυτός ο έρωτας ήταν ευχή του διαβόλου ή κατάρα του θεού. Κι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν. Απλά ήταν ευχή του θεού αφού η τόσο ταιριαστή αρμονία του σώματος και της ψυχής και των δύο άγγιζε την τελειότητα και την πλήρη υφή του έρωτα ο οποίος τους χόρταινε με ασίγαστο πάθος που έφτανε τα όρια του νοσηρού, αλλά δεν τους πείραζε.

      Ο καπετάν- Κωνσταντής την υποδέχτηκε όταν τελείωσε τη λάτρα στο τραπέζι, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του και γεμίζοντάς την με φιλιά στα χέρια και στα μάγουλα.  Της άρεσε και με τα έξυπνα μάτια της του έκανε νόημα χαμογελώντας να περάσουν στο σαλόνι, πράγμα που του άρεσε για να την αφήσει τρυφερά να ξεγλιστρήσει από πάνω του και να την ακολουθήσει. Ο χώρος ήταν όμορφος επιπλωμένος με γούστο και δωρική λιτότητα. Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Κοιτάχτηκαν λίγο με πάθος και η Ρόζα σηκώθηκε. Γύρισε με δυο ποτήρια ουίσκι στα χέρια. Τα έβαλε πάνω στο μικρό ορθογώνιο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά τους και ξανακάθισε. Η μαγεία της μουσικής που ακουγόταν από τα ηχεία του στερεοφωνικού διαπότιζε την ψυχή τους με ποικιλία συναισθημάτων και τους οδηγούσε στην υψίστη νοημοσύνη κατανόησης της ζωής και του σύμπαντος. Δεν είχαν πλέον περιθώριο για αυταπάτες. Ο ένας ποθούσε τον άλλον χωρίς όρια κι έπρεπε να το αποδείξουν για πολλοστή φορά. Και περισσότερο τώρα που ήταν σχετικά νέοι γιατί ο χρόνος περνά, το γήρας έρχεται και ο θάνατος πάντα κάπου ελλοχεύει για να πεις το στερνό αντίο. Έτσι πολύ το ήθελαν πριν τους βρουν αυτά να λένε ακόμη το μεγάλο τραγούδι.

     Ο καπετάνιος σηκώθηκε και στάθηκε πάνω από τη Ρόζα. Την αγκάλιασε και οσμίστηκε το όμορφο και δυνατό άρωμα των μαλλιών  και του κορμιού της που έκανε πιο έντονη τη θηλυκότητά της. Με χέρια στιβαρά έπιασε το χυμώδες κορμί της από τη μέση και με μια τρυφερή άνεση της το σήκωσε.

     --- Σ’ αγαπώ, ψιθύρισε κι έσκυψε και τη φίλησε με πάθος πολλές φορές στα καυτά της χείλη.

     --- Α! τι όμορφα που είναι όταν με αγγίζεις και σ’ αγγίζω! του είπε η Ρόζα και τρίβοντας το μάγουλό της πάνω στο δικό του τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρά της κι έπεσαν και οι δυο στο κρεβάτι. Γυμνώθηκαν και με τα χέρια τους άρχισαν να χαϊδεύουν  τα τρυφερά και διψασμένα για έρωτα κορμιά τους. Τότε ο Κωνσταντής φιλούσε με πάθος τα πλούσια στήθια της, τους γοφούς της, τους μηρούς της και τη γυμνή κοιλιά της πάλι και πάλι. Δεν μπορούσε να χορτάσει αυτή την ομορφιά που εύρισκε πάνω της σαν άγγιζε το γυμνό σώμα της, αυτό το υπέροχο αίσθημα απόλαυσης και ηδονής που εξέπεμπε και όλο την έσφιγγε πάνω του πιστεύοντας πως έτσι θα το κατακτούσε ολοσχερώς και θα του  καταλάγιαζε το αχαλίνωτο πάθος του.

    Η Ρόζα από τη μεριά της τον ένιωθε πάνω της και τη συγκλόνιζε κάθε άγγιγμά του που άφηνε το απαλό χάδεμα των χεριών του σαν τα περνούσε με τόση μαεστρία απ’ όλες τις ερωτογενείς ζώνες της. Καιγόταν κι έτρεμε. Πολύ μακριά μέσα στο βάθος της ψυχής της ένιωθε κάτι καινούργιο να πάλλει μια καινούργια ευχαρίστηση να τη διεγείρει. Είχε κυκλωθεί από παντού από ένα ποτάμι ηδονών και φάνηκε κάποια στιγμή να φοβήθηκε. Και σαν μπήκε μέσα της με μια ένταση ικανοποίησης που ένιωσε ο άντρας που το εξεδήλωσε με ένα σφιχτό αγκάλιασμα, αυτή έδειξε να το περίμενε κι έμεινε ακίνητη. Και τότε τον ένιωσε μέσα της, να κινείται και να είναι κολλημένος πάνω της, ενώ σε λίγο κατάλαβε τον ξαφνικό σπασμό του και το σπέρμα του να της χαϊδεύουν γλυκά το ανυπεράσπιστο σώμα και το είναι της. Κι όταν εκείνη ένιωσε την υπέρτατη ηδονή βγάζοντας μια ηχηρή κραυγή ικανοποίησης και λυτρωτικής γαλήνης, τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της και γαντζωμένη πάνω του τον τύλιξε με μια ζεστασιά πολύ κοντινή που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης της αγάπης της.

    Μετά το πέρας της πράξης δεν είπαν τίποτα. Κοιμήθηκαν μέχρι τις οχτώ. Στις εννέα θα έρχονταν ο Σοφοκλής με την Αντιγόνη κι έπρεπε ν’ αρχίσουν τις προετοιμασίες. 

 

 

 

 

 

                                            = = =   

 

 

 

 

 

       Όταν ξύπνησαν έκαναν καταμερισμό εργασίας. Ο Κωνσταντής ανέλαβε να ανάψει φωτιά στην ψησταριά και να ψήσει το ψάρι και η Ρόζα να ετοιμάσει τις σαλάτες και τα υπόλοιπα ορεκτικά και κρέατα. Έτσι ο καθένας θα ειχε το πόστο του. Στην αποθήκη υπήρχαν η ψησταριά με τα κάρβουνα και ό,τι άλλο καθιστούσε απαραίτητο για να γίνει το ψήσιμο, όπως οι λευκές παστίλιες που θα βοηθούσαν την ανάφλεξη της φωτιάς, η πιρούνα, ένα μπουκάλι νερό για να σβήνει τη δυνατή φλόγα που μπορούσαν να καρβουνιάσουν το ψάρι και μια μικρή βούρτσα που θα χρησίμευε για το καθάρισμα της ψησταριάς. Όλα αυτά σε λίγο με την φροντίδα του ψαρά μπήκαν κάτω από το μεγάλο ξύλινο χαγιάτι και σαν και η παραμικρή λεπτομέρεια ταχτοποιήθηκε άναψε τα κάρβουνα. Όσο αυτά καίγονταν αυτός τα σύμπαγε να έχουν καλή καύση και να κάνουν καλή θράκα σαν έβαζε το ψάρι με την ψηστιέρα πάνω.

    Η Ρόζα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά γιατί είχε να φτιάξει τρεις διαφορετικές σαλάτες , λίγο κοκκινιστό μοσχάρι και να βράσει παντζάρια μαζεμένα από τον κήπο της. Το παστίτσιο το είχε ετοιμάσει από το μεσημέρι και μόνο ένα χλιαρό ζέσταμα θα του έκανε πριν το σερβίρει. Έτσι αφού συγκέντρωσε όλα τα υλικά μπροστά της, άρχισε με επιμέλεια και ήρεμη διάθεση να τα φροντίζει βάζοντάς τα στις ειδικές πιατέλες.

    Σαν η φωτιά ήταν έτοιμη μπήκε μέσα ο Κωνσταντής και της το ανέφερε. Εκείνη τότε του έδωσε το ψάρι από το ψυγείο ενώ νωρίτερα το είχε καθαρίσει και το είχε ραντίσει με όλα τα απαραίτητα  μυρωδικά. Εκείνος το πήρε και το έβαλε κατ’ ευθείαν στην ψησταριά.

    Στις εννέα μπήκαν στην αυλή Ο Σοφοκλής με την Αντιγόνη κι έπεσαν πάνω στον καπετάνιο για να του ευχηθούν τα χρόνια πολλά για τη Ρόζα ενώ αυτός με την πιρούνα στο χέρι συγύριζε το ψάρι.

    --- Ω, Θεέ μου! νοστιμιές, που έχουμε να γευτούμε! του έκανε με μάτια που έλαμπαν η Αντιγόνη και σαν τον φίλησε στο μάγουλο του ευχήθηκε τα << χρόνια πολλά >> για την οικοδέσποινα.

    Εκείνος δεν πρόλαβε να μιλήσει γιατί το χέρι του Σοφοκλή που απλώθηκε κι έσφιξε το δικό του να του ευχηθεί κι αυτός τα χρόνια πολλά, τον έκανε να συγκινηθεί τόσο που έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ανέκφραστος. Ύστερα όμως χαμογέλασε κι αφού τους είπε << ευχαριστώ!>> τους οδήγησε μέσα στην κουζίνα, στη Ρόζα.

    Αυτή μόλις τους είδε, άφησε τις δουλειές της στη μέση και τους υποδέχτηκε ξέφρενη από χαρά κι ενθουσιασμό ενώ έπεσε πρώτα στην αγκαλιά της Αντιγόνης και τη φίλησε και ύστερα στου Σοφοκλή και τον ασπάστηκε. Στη συνέχεια τους τράβηξε στο σαλόνι. Αυτοί πριν καθίσουν ετοιμάστηκαν να της δώσουν τα δώρα τους.  Συγκινημένη η Ρόζα φώναξε και τον καπετάνιο.

    --- Ω, πόσο καλοί, είστε! Ξεφώνισε η Ρόζα σαν είδε την Αντιγόνη να βγάζει από την  τσάντα της ένα ορειχάλκινο γυαλιστερό ανθοδοχείο και να της το προσφέρει. Σαν το πήρε στα χέρια της η Ρόζα άρχισε να το προσέχει και να το κοιτάζει αχόρταγα. Είχε βάση από ξύλο καφέ που είχε τη λάμψη του κεχριμπαριού, παραστάσεις ανάγλυφες από λευκές μαργαρίτες και στην πάνω μεριά των χειλιών τυλιγμένο γύρο- γύρο μ’ ένα σκαλιστό κύκλο που έμοιαζε με δαχτυλίδι.

   --- Είναι καταπληκτικό! Είπε πάλι η Ρόζα και το έβαλε με μεγάλη προσοχή και σεβασμό πάνω στο τραπέζι.

   Τώρα ήταν η σειρά του Σοφοκλή ν’ ανοίξει το δώρο του. Αυτός έβγαλε από την τσάντα του δυο καλαίσθητους τόμους και τους ακούμπησε στο ράφι της βιβλιοθήκη, λέγοντάς της με αέρα θριάμβου:

    --- Είναι τα δυο μου τελευταία μυθιστορήματα! Φύλαξέ τα εκεί να ομορφαίνουν το χώρο της και σαν ευκαιρήσεις τους ρίχνεις καμιά ματιά! και σφίγγοντάς της πάλι το χέρι την κοίταξε γλυκά και τρυφερά.

    Η Ρόζα άφησε μια κραυγή χαράς κι άπλωσε το χέρι της στο ράφι. Ύστερα με παράφορη τρυφερότητα πήρε έναν τόμο και τον χάιδεψε. Μετά τον ξεφύλλισε για να διαβάσει έκπληκτη την αφιέρωσή του στην πρώτη σελίδα που έγραφε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα; << Στη Ρόζα, την εξαίρετη φίλη και θαυμάσιο άνθρωπο με το αιάντειο, ω πόνοι, πρόγονοι πόνων!  Με άπειρη εκτίμηση.  Σοφοκλής  Αλεξιάδης >>.

    --- Ευχαριστώ! του έκανε έκπληκτη και μαζί ευχαριστημένη από τα ωραία λόγια του που της άγγιξαν την ψυχή.

    Πέρασαν λίγη ώρα συζητώντας και φλυαρώντας διάφορα. Για να τους προτείνει κάποια στιγμή η Ρόζα που στεκόταν ακόμη δίπλα τους με την πόδια της κουζίνας στη μέση της:

   --- Ας περάσετε στην κουζίνα να πάρετε μια πρώτη γεύση από τα φαγητά που ετοιμάζω και μετά καθίστε έξω κάτω από το χαγιάτι να κάνετε παρέα στον εκλεκτό μας ψήστη! Εγώ θα μείνω εδώ να συνεχίσω την προετοιμασία του δείπνου!

   Τα κοίταξαν με κάποια λαιμαργία. Τους άρεσαν έτσι που τα είδαν απλωμένα στις αστραφτερές πορσελάνινες λεκάνες κι ευχήθηκαν να τα βρουν ραφινάτα και εύγεστα σαν σερβιριστούν.

    Η  Αντιγόνη λίγο πριν βγουν έξω, συνοφρυώθηκε κι ακουμπώντας τα χέρια της στον ώμο της Ρόζας, της ψιθύρισε:

    --- Θα καθίσω να σε βοηθήσω! Έχεις πολλή δουλειά να κάνεις ακόμη ως να τελειώσεις και είναι κρίμα εμείς να σε κοιτάμε χαζεύοντας. Θα μοιραστούμε τις δουλειές για να ανακουφιστείς κι εσύ από το βάρος τόσης φροντίδας.

    Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση. Ήξερε πόσο το ήθελε αυτό και χωρίς δεύτερη κουβέντα της ανέθεσε να ετοιμάσει τις σαλάτες.

    Ο Σοφοκλής βρήκε τον Κωνσταντή κοντά στην ψησταριά να φροντίζει το ψάρι. Κάθισε σε μια καρέκλα και τον παρακολουθούσε.

    --- Το έπιασα χθες, του είπε και είναι φρεσκότατο! Εκεί που ψαρεύω έχει μπαρμπούνια και σαργούς, αλλά μου ξέφυγαν. Τούτη η ανόητη συναγρίδα ήρθε γυρεύοντας και να τι έπαθε!  

     --- Είσαι τυχερός που κάνεις αυτή τη δουλειά! του είπε με κάποια ένταση στη φωνή του ο Σοφοκλής, γιατί τρως φρέσκα ψάρια που δεν είναι μολυσμένα ενώ εμείς που τα βρίσκουμε στα ψαράδικα τρώμε ό,τι σάπιο και μολυσμένο ρίχνεται στην αγορά.

    --- Το ξέρω! Δεν το ξέρω, λες! Αλλά τι να κάνετε; Δεν μπορεί ο καθένας να έχει μια βάρκα και να πηγαίνει να ψαρεύει. Γίνεται αυτό; Δε γίνεται!

    --- Προχθές διάβασα σ’ ένα επιστημονικό οικολογικό έντυπο τούτο, που αναφερόταν στα μολυσμένα ψάρια: Πήγαν ψάρια σ΄ ένα διαπιστευμένο εργαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ανάλυση που τα είχαν αγοράσει από ένα συνοικιακό ιχθυοπωλείο κι ένα σούπερ μάρκετ και βρήκαν πως τέσσερα από τα δείγματα εμφάνιζαν αυξημένες συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και δυο δείγματα ήταν στις οριακές τιμές των ανώτατων επιτρεπομένων ορίων.

    Ο Κωνσταντής  κούνησε το κεφάλι. Άφησε έναν αναστεναγμό και είπε:

     --- Πάντα κάτι τους βρίσκουν όταν τα πάνε στα εργαστήρια. Τι στο διάβολο τους ρίχνουν; Εγώ δεν το κάνω ποτέ αυτό. Από το αγκίστρι μου κατ’ ευθείαν στη φωτιά. Φορμόλη και τέτοια, κομμένα.

     Ο Σοφοκλής συνέχισε:

     --- Αυτά τα ευρήματα πρέπει να ξυπνήσουν τους αρμόδιους ελεγκτικούς φορείς  και να τους κάνουν να γίνουν πιο υπεύθυνοι και ενεργοί. Με την υπάρχουσα δε ρύπανση των θαλασσών χρειάζεται πιστεύω καλύτερος έλεγχος των ψαριών που φτάνουν στο πιάτο μας κι αυτό μόνο με την επαγρύπνηση αυτών των φορέων μπορεί να γίνει.

    --- Α, μπα! Τίποτα δεν κάνουν αυτοί οι φορείς, όλο λόγια είναι!

    --- Αυτό λέω κι εγώ! Είμαστε ουσιαστικά απροστάτευτοι λόγω απουσίας του ελεγκτικού μηχανισμού παρακολούθησης. Κι εδώ η πολιτεία ολιγωρεί. Μένει αδρανής, ο κόσμος δηλητηριάζεται κι αρρωσταίνει, ο πολίτης πανικοβάλλεται και οι εταιρείες θησαυρίζουν. Κάτι πρέπει να γίνει να σωθούμε δεν πάει άλλο.

   --- Τον βλέπω κάθε μέρα, Σοφοκλή τον μηχανισμό παρακολούθησης πως λειτουργεί για να μη σου πω πως δεν υπάρχει καθόλου. Πήγαινε μια βόλτα στη Μπούκα και θα φρίξεις. Εκεί να δεις ψόφια ψάρια κι εκεί να δεις πόσες χιλιάδες γόπες, σαργοί και μπαρμπούνια ψοφάνε συνέχεια από τα βαρέα μέταλλα και τις τοξικές ουσίες που χύνονται στα νερά. Κι όμως κανείς δεν ενδιαφέρεται. Η ανεξέλεγκτη ρύπανση συνεχίζεται αν και είναι αποδεδειγμένο πως η καταστροφή στον υδρόβιο πλούτο είναι τεράστια.

   --- Τα ευρήματα, συνέχισε ο Σοφοκλής αφού άκουσε με προσοχή τον καπετάνιο, πρέπει να μας ευαισθητοποιούν για την προστασία του περιβάλλοντος κι όχι να μας κάνουν αδιάφορους και να εθελοτυφλούμε Κι εδώ είναι το εξωφρενικό. Οι κατεψυγμένες φέτες γαλέου που εξετάστηκαν στο εργαστήριο που σου ανέφερα υπερέβαιναν κατά 55% τα όρια τις συγκεντρώσεις υδραργύρου. Κι ο υδράργυρος είναι ισχυρή τοξική ουσία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλλει όριο τα 500 μικρογραμμάρια ανά κιλό ψαριού. Στον κατεψυγμένο γαλέο που πουλούσε το σούπερ μάρκετ οι τιμές του υδραργύρου έφταναν τα 810 μικρογραμμάρια!

    --- Εγώ ξέρω, είπε ο ψαράς ενώ πλησίασε το ψάρι για να το ραντίσει με λεμονόλαδο, πως ο υδράργυρος είναι δαιμονισμένο δηλητήριο. Μαζεύεται στον οργανισμό και του κάνει καρκίνο βαριάς μορφής. Έχασα ένα φίλο μου από αυτή την αρρώστια και ξέρω καλά το κακό που μπορεί να πάθει κανείς σαν τρώει αυτά τα βρωμόψαρα.

   --- Ιδιαίτερα ο γαλέος έχει υδράργυρο, είπε ο Σοφοκλής γιατί τρώει μικρότερα ψάρια που ζούνε κοντά σε θάλασσες που δέχονται τα μολυσμένα νερά από τις βιομηχανικές δραστηριότητες της περιοχής. Σ’ αυτές τις περιοχές να ξέρεις δεν τηρούνται οι βασικές προδιαγραφές στην επεξεργασία των βιομηχανικών λημμάτων κι αυτά καταλήγουν στη θάλασσα και τη ρυπαίνουν. Οι επικίνδυνες για την υγεία στων ανθρώπων ουσίες περνούν μέσω του φυτοπλαγκτού, του ζωοπλαγκτού και των μικρών ψαριών στα μεγάλα σαρκοφάγα ψάρια κι από εκεί στον άνθρωπο! Αλυσίδα φριχτή που δε σπάει με τίποτα!

   --- Δεν το ήξερα αυτό για το γαλέο! έκανε έκπληκτος ο ψαράς. Συμβαίνει αυτό; Να που μου ξεφεύγουν και μερικά κι ας έχω φάει τη θάλασσα με το κουτάλι και αμέτρητα ψάρια με το πιρούνι! Ας είναι! και γέλασε δυνατά, στυλώνοντας τα μάτια του πάνω στο Σοφοκλή.

    --- Έτσι, είναι, του είπε αυτός. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις όμως του υδραργύρου στις έγκυες γυναίκες μπορεί να διαταράξει την ανάπτυξη του νευρικού  συστήματος των εμβρύων και να μειώσουν τη νοητική ικανότητα των παιδιών. Και αρκετές γυναίκες έγκυες έχουν μέσα τους, υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου, ας πούμε γύρω στο 8%. Με λίγα λόγια κι απλά, έχουν στο αίμα τους επίπεδα υδραργύρου τέτοια, που μπορούν να προκαλέσουν κινδύνους για το έμβρυο. Άφησε τώρα που κινδυνεύουν και τα νεφρά και το συκώτι μας από τις μεγάλες ποσότητες υδραργύρου που έχουμε στον οργανισμό μας. 

   --- Μιλάς σαν ειδικός περιβαλλοντολόγος  ή γιατρός, του είπε με έκπληξη για τις γνώσεις του ο καπετάνιος κι έδειχνε γοητευμένος από τα λόγια του.

   --- Απ’ ότι είδα κι εσύ δεν πας πίσω! του είπε με άδολη ευτυχία κι ο Σοφοκλής και πρόσθεσε: ξεχνάς πως είμαστε και οι δυο μέλη σε Συλλόγους για την προστασία του περιβάλλοντος; Φυσικό είναι να ξέρουμε πολλά. Γιατί απορείς;

   Εκείνος γέλασε.

   --- Έχεις δίκιο, του είπε. Καμιά φορά νομίζουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα και μόνο σαν οι άλλοι μας το επιβεβαιώσουν το μαθαίνουμε. Όμως νομίζω πως σε διέκοψα. Για συνέχισε:

   --- Έλεγα πως μέσα στον οργανισμό μας ο υδράργυρος, το αρσενικό και το κάδμιο δρουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, δηλαδή παρεμβαίνουν στον οργανικό σύστημα του ανθρώπου και του προκαλούν διαταραχές στις κανονικές λειτουργίες του. Το ίδιο κάνουν και οι άλλες τοξικές ουσίες που συσσωρεύονται, άλλη λιγότερο κι άλλη περισσότερο. Καμία δεν είναι ακίνδυνη και υπεράνω υποψίας.

    Ο καπετάνιος τον κοίταξε λοξά και χαμογέλασε. Το ψάρι ήταν έτοιμο και καλοψημένο κι έπρεπε να φαγωθεί τώρα που ήταν ζεστό.

    --- Ως εδώ ήταν η κουβέντα μας! του φώναξε και πιάνοντας το ψάρι με τις δυο τσιμπίδες το έβαλε στην πιατέλα. Ύστερα με το ίδιο χαραγμένο χαμόγελο στα χείλη του, είπε του Σοφοκλή:

    --- Έλα σήκω! Οι γυναίκες θα είναι έτοιμες και θα μας περιμένουν! και με την πιατέλα στα χέρια κίνησε για την κουζίνα.

    Ο Σοφοκλής τον ακολούθησε και πριν περάσουν την πόρτα, έκλεισε την κουβέντα με τα λόγια:

     --- Σε μολυσμένο όμως περιβάλλον είναι αδύνατο να παραχθούν υγιή και ασφαλή προϊόντα!

    Σαν μπήκαν μέσα απόμειναν με μια έκταση στα μάτια σαν είδαν το τραπέζι σερβιρισμένο και στολισμένο στη μέση με μια ανθοδέσμη πολύχρωμα τριαντάφυλλα που είχαν προνοήσει να στείλουν νωρίτερα οι δυο τους από ένα ανθοπωλείο της πόλης.

    Πριν καθίσουν η Ρόζα, είπε:

    --- Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά, αν φάμε μέσα ή έξω! Δεν είναι κόπος αν σας αρέσει έξω τα μεταφέρουμε στο πι και φι.

    --- Όχι, θα έχει κουνούπια! Διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη και κάθισε.

    --- Μέσα! Μέσα! θα φάμε τότε! φώναξαν όλοι και στρώθηκαν στις θέσεις τους.

    Σε λίγο ήρθε και ο καπετάνιος με το ψάρι. Το ετοίμασε σαν ειδικός μιας και είχαν περάσει από τα χέρια του εκατοντάδες τέτοια τεφαρίκια. Αφού το ξεκοκάλισε με προσοχή και το άπλωσε κομμάτι- κομμάτι στην πιατέλα, έσταξε και λίγο λάδι από πάνω και με μια ελαφρά προσθήκη λεμονιού που το άλειψε στο ήδη υπάρχον, το σερβίρισε ενώ άφησε στα χείλη της πιατέλας τις ασημένιες τσιμπίδες για να παίρνουν.

    Έφαγαν με όρεξη και ήπιαν πολύ. Μιλούσαν ελάχιστα όσο έτρωγαν και μόνο κάπου- κάπου ακουγόταν ένας ψίθυρος: << Αχ, τι νόστιμο το ψάρι! >> ή << Τι πικάντικη η πολυσαλάτα με το λάδι Καλαμάτας!>>  Η δροσερή απαλή μουσική που ακουγόταν ήταν καταπραϋντική και τους έφτιαχνε τη διάθεση για περισσότερο κέφι κι αγγελικές στιγμές. Τα      << χρόνια πολλά >>   στη Ρόζα δεν σταματούσαν ενώ εκείνη τα δέχονταν χαμογελαστή και χαρούμενη, λάμποντας σαν ήλιος μέσα στο πανέμορφο καλοκαιρινό της φόρεμα.

     Σαν τελείωσαν το φαγητό έπιασαν την κουβέντα.

     --- Το σύνθημα είναι, είπε ο Σοφοκλής παίρνοντας αφορμή από το πλούσιο τραπέζι που ήταν στρωμένο μπροστά τους, πως πρέπει και οφείλουμε εμείς οι χορτασμένοι των ανεπτυγμένων κρατών να ταίσουμε τους πεινασμένους. Οφείλουμε να φτιάσουμε μια δύναμη κρούσης και να πιέσουμε τα πλούσια κράτη να αντιμετωπίσουν με βεβαιότητα την επισιτιστική κρίση που απειλεί δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο.

    --- Φοβάμαι πως αυτά που θα σας πω δε θα σας αρέσουν καθόλου, είπε η Αντιγόνη και πήρε το λόγο. Από ένα έγγραφο που μας ήρθε έμαθα τούτο: πως στην Αϊτή, το Καμερούν, το Βιετνάμ και την Ινδονησία και σ’ άλλες πολλές χώρες τις τελευταίες μέρες έχουν ξεσηκωθεί οι κάτοικοι εξαιτίας της αύξησης των τιμών των τροφίμων. Είναι οι λεγόμενες ταραχές της πείνας και δεν ξέρουμε που θα οδηγήσουνε. Τα σιτηρά, το κρέας, η ζάχαρη, έτσι έγιναν πολύ ακριβά κι απρόσιτα για το φτωχό καταναλωτή, ενώ το ίδιο συμβαίνει και για το καλαμπόκι, το ρύζι, τη σόγια και το αλεύρι.

   --- Α, το ίδιο παντού, είπε και η Ρόζα, δε συμβαίνει μόνο εκεί. Πηγαίνετε κι εδώ στις δικές μας αγορές να δείτε πως καίνε οι τιμές! Απλησίαστες είναι! Μόνο που εδώ σε εμάς έχουμε τουλάχιστον αποθέματα. Όμως ως πότε;

   --- Θεωρούμε, συμπλήρωσε  ο Σοφοκλής, πως η δραματική αύξηση των τιμών των τροφίμων σε ολόκληρο τον κόσμο παίρνει διαστάσεις άνευ προηγουμένου και φτάνει στην πρόκληση.

   --- Α, έκανε ο καπετάν Κωνσταντής,  για να πει κι αυτός  στη συζήτηση. Έχεις δίκιο. Ξέρεις πόσο έφτασε η τιμή της βενζίνης; Ένα ευρώ και ογδόντα λεπτά το λίτρο! Πού να τα βρει για να γεμίσει κάποιος το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του;  Και το πετρέλαιο λίγο παρακάτω. Πώς να κινήσω το καίκι;  

    Η Αντιγόνη τον κοίταξε με συμπάθεια. Τα λόγια του της έδωσαν την αφορμή να πει:

    --- Πολύ σωστά!  Ξέρετε γιατί έχουμε πεινασμένους; Και για να το πω καλύτερα. Τα βασικά αίτια της φτώχειας, ξέρετε ποια είναι; Αν, όχι, να σας τα πω εγώ. Είναι οι αυξημένες καταναλωτικές ανάγκες, η υπερθέρμανση του πλανήτη που δημιουργεί προβλήματα στις καλλιέργειες, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και η μετατροπή των καλλιεργειών για τρόφιμα σε βιοκαύσιμα. Αν αυτά δεν περιοριστούν μαύρο φίδι που μας έφαγε.

   Απλώθηκε σιωπή γιατί το  αεράκι που είχε σηκωθεί έκανε τα κύματα να σπάζουνε στα βράχια και να ακούγονται. Όλοι έδειξαν μια προτίμηση στο άκουσμα αυτής της μουσικής και φάνηκε να μη σκοτίζονταν και τόσο να συνεχίσουν την κουραστική κουβέντα που είχαν αρχίσει. Και πρώτος φάνηκε να θέλει να ξεστρατίσει από την κουβέντα αυτή και να μπούνε σε μια άλλη πιο λιτή κι ενδιαφέρουσα  ο Σοφοκλής, που σαν πήρε το μάτι του τη βιβλιοθήκη και είδε στο ράφι της το βιβλίο του Έρνεστ Χεμινγουαίη << Ο  γέρος και η θάλασσα >> στράφηκε στον καπετάνιο και του είπε με μια εξαιρετική κομψότητα στα λόγια του:

     --- Να, ένα βιβλίο για σένα, Καπετάνιε! Ελπίζω να το έχεις διαβάσει! Αν, όχι σε παρακαλώ να το κάνεις!

     Η μορφή του Κωνσταντή έγινε σκληρή.

     --- Εγώ να διαβάσω βιβλία! Πού τα πουλάνε δε μου λες;

     Ο Σοφοκλής γέλασε.

      --- Οφείλω σαν γνώστης  του πράγματος να σου υποδείξω κάτι και το κάνω! Η ιδέα πως δε θα τα καταφέρεις να το διαβάσεις βγάλ’  την από το μυαλό σου. Αν ξέρεις γράμματα μπορείς. Ξέρεις;

     --- Έχω βγάλει το δημοτικό!

     --- Άρα ξέρεις! Μπορείς να το διαβάσεις!  

     Κι αφού σηκώθηκε πήγε στο ράφι,  πήρε το βιβλίο και του το έβαλε μπροστά του. Εκείνος τον κοίταξε σαν να ντρεπόταν. Ύστερα έριξε τα μάτια του πάνω στο βιβλίο και περιεργαζόταν το εξώφυλλο.

    --- Αλλά πριν το πάρεις, πρέπει να ζητήσουμε την άδεια από την αξιαγάπητη Ρόζα, αν επιτρέπει να της το στερήσεις από τη βιβλιοθήκη της!

    Εκείνη γέλασε και τον κοίταξε με γοργή ματιά.

   --- Όχι, μόνα αυτό, αλλά όλη τη βιβλιοθήκη μπορείτε να τη σηκώσετε! Για το χατίρι σας βλέπετε γίνομαι χαλί να με πατήσετε!

   --- Με μια  συμφωνία, συνέχισε ο Σοφοκλής. Θα σου το αντικαταστήσω μ’ ένα άλλο καινούργιο που θα σου το φέρω με την πρώτη ευκαιρία. Αφού θα σου το στερήσουμε τουλάχιστον να το αντικαταστήσουμε με άλλο!

   --- Ας είναι κι έτσι! του είπε αυτή δείχνοντας να υποκλίνεται στο θέλημά του.

   Ο καπετάνιος ξεφύλλιζε τώρα τις σελίδες του αμίλητος και σκεφτικός. Φάνηκε πως το άγγιγμα των σελίδων με τα δάχτυλά του, τον συγκινούσε και του άρεσε και πως κάποια μυστηριακή σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και το βιβλίο αναπτύχθηκε. Έτσι κάποια στιγμή ρώτησε το Σοφοκλή:

   --- Και τι λέει μέσα το βιβλίο; Μιλάει για ήρωα; Και τι είναι ο ήρωας αυτός, γέρος; Και στη θάλασσα τι θέλει ένας γέρος; Μπορεί να τη δαμάσει;

    Ο Σοφοκλής χαμογέλασε κι άρχισε:

    --- Ο γέρος αυτός ψάρευε μόνος του μέσα σ’ ένα βαρκάκι στον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στην Κούβα. Είχαν περάσει ογδόντα τέσσερις μέρες  χωρίς να πιάσει ούτε ένα τοσοδά ψαράκι. Την τελευταία μέρα το αγκίστρι του έπιασε έναν τεράστιο ξιφία κι ο γέρος με μόνο όπλο τη θέλησή του κι ένα κομμάτι σπασμένο ξύλο τα έβαλε μαζί του για να το νικήσει και να το ψαρέψει.

   Ο γέρος λοιπόν τούτος του βιβλίου είναι ένα γνήσιο σύμβολο αγωνιστικότητας, ηρωισμού και θέλησης  του καθημερινού ανθρώπου. Είναι φτωχός, κοιμάται σε στρώμα που είναι φτιαγμένο από εφημερίδες  και τρώει σαν του πηγαίνει φαγητό, ένα παιδί που είναι φίλοι και αγαπιούνται πολύ. << Μπορεί να ήταν αμαρτία που σκότωσα το μεγάλο ψάρι, μα εσύ, γεννήθηκες να γίνεις ψαράς κι αυτό είναι ψάρι >> λέει στον αριστουργηματικό διάλογο με τον εαυτό του, την ώρα που εκείνο έχει πιαστεί στο αγκίστρι του και είναι νεκρό.

   Ωστόσο πρέπει να ξέρεις μετά από τρεις μέρες και τρεις νύχτες με το ψάρι, η τύχη του έπαιξε άγριο παιχνίδι. Καρχαρίες πολλοί το μυρίστηκαν και σαν πλάκωσαν του το έφαγαν, αφήνοντας του, μόνο τα κόκαλα! Κι ο γέρος χωρίς να το ξέρει προσπαθούσε να το γλιτώσει, ενώ έδινε έναν άνισο αγώνα μαζί τους με τα ατελή μέσα που είχε, το καμάκι του που του έσπασε κι ένα σπασμένο ξύλο που βρήκε στην κουπαστή. Κατάκοπος με το ένα χέρι του πληγιασμένο και το άλλο πιασμένο από κράμπα, νηστικός που για να χορτάσει την πείνα του, έτρωγε ωμό ψάρι και για να ξεδιψάσει έπινε θαλασσινό νερό, βγήκε καμιά φορά στη στεριά κι εκεί είδε αυτό που τον τρόμαξε και τον πλήγωσε αφάνταστα! Το κόκαλο του ψαριού!

   Τελειώνοντας σου λέω πως η νουβέλα αυτή είναι αριστουργηματική και χαρακτηρίζεται ως ένα άρτιο έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ακόμη η πλοκή του μύθου έχει απλότητα, είναι περίτεχνη και μπορεί να διαβαστεί κι από έναν που ξέρει ελάχιστα γράμματα. Γι’ αυτό στο συνιστώ κι αφού έχει σχέση και με το στοιχείο σου τη θάλασσα και τα ψάρια, να το διαβάσεις!

   Μια απέραντη λεπτότητα ξεχυνόταν απ’ τα εκφραστικά μάτια του ψαρά. Και σε λίγο ένα αδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και πλησιάζοντας πιο κοντά στο Σοφοκλή του ψιθύρισε όσο χρειαζόταν για να τον ακούσουν και οι άλλοι:

   --- Σ’ ευχαριστώ πολύ! Θα κάνω ό,τι μπορώ για να το διαβάσω το βιβλίο!

   --- Θαυμάσια! έκανε ο Σοφοκλής και το μάτι του ξαναπήγε στα ράφια της βιβλιοθήκης. Αφού διάβασε μερικούς τίτλους κι έδειξε ικανοποιημένος από την ποιότητα των βιβλίων, είπε υπέρμετρα εντυπωσιασμένος στη Ρόζα:

   --- Έχεις πολύ καλά βιβλία! Τα περισσότερα είναι από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι αυτό σε τιμά αλλά και δείχνει πως έχεις παιδεία και ξέρεις να ξεχωρίζεις τα καλά από τα κακά βιβλία. Σε συγχαίρω και συνέχισε να τα ανανεώνεις με ό,τι καλό βγάζει η σύγχρονη λογοτεχνία!

   Εκείνη χάρηκε κι ένιωθε να βουλιάζει σε κάτι βαθύ κι ωραίο. Δε μίλησε παρά έσκασε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα σαρκώδη χείλη της.

    Ο Σοφοκλής συνέχισε να ψάχνει. Και κάποια στιγμή πήρε στα χέρια του το βιβλίο του Μ. Καραγάτση << Ο κίτρινος φάκελος >> που τον είχε εντυπωσιάσει διαβάζοντάς το πολλές φορές.

    --- Αυτό το βιβλίο, τους είπε και τους το έδειξε, είναι ένα από τα καλύτερα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα στη γραμμή τους είδους του όπου η εξαίρετη πλοκή του συναγωνίζεται το ενδιαφέρον της κοινωνικής και της ατομικής ψυχογραφίας. Οι δραματικές συγκρούσεις στην ψυχή μιας ομάδας ανθρώπων περιγράφονται αψεγάδιαστα και το κάθε αίσθημα αλτρουισμού που τους λείπει δομείται στο έπακρο μαζί με τα νοσηρά πάθη από την πένα του συγγραφέα. Ο κεντρικός ήρωας, Μάνος Τασάκος, ο δυναμικός άντρας, ο ηθικά ξεπεσμένος, ο σκληρός μηχανορράφος, συμπλέκονται με το νοήμονα, τον ιδιοφυή και τον ευαίσθητο άνθρωπο που έχει βάλει σκοπό να κερδίσει κάτι. Αυτός λοιπόν ο ήρωας είναι για τη λογοτεχνία μας ο σπάνιος ολοζώντανος κι αυθύπαρκτος τύπος  ανθρώπου που μόνο η ευφυής δημιουργία του Καραγάτση μπορούσε να φανταστεί και να γεννήσει.   Κατά την ταπεινή μου γνώμη << Ο κίτρινος φάκελος >> είναι μυθιστόρημα που πρέπει να το διαβάζει κανείς κι όχι παραμύθι που μπορεί να το διηγηθεί.   

    Κοίταξε την Αντιγόνη και τη ρώτησε:

   --- Μήπως δεν είναι έτσι, Αντιγόνη; Εσύ πρέπει να το έχεις διαβάσει το βιβλίο. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό;

   --- Εσύ είσαι συγγραφέας, Σοφοκλή και τα ξέρεις καλύτερα από μένα! Έτσι είναι όπως τα είπες, αλλά εγώ θέλω να προσθέσω μόνο τούτο στην πρωτοτυπία της αφήγησής σου και του στοχασμού σου. Πως διαβάζοντας το βιβλίο αυτό δεν αισθάνθηκα συμπόνια και οίκτο για το γέρο, αλλά μονάχα θαυμασμό και παράλληλα θαυμασμό για τον άνθρωπο που καταστρέφεται αλλά νικιέται, και, που μ’ έκανε να φωνάξω σαν τελείωσα το διάβασμα το περίφημο τραγικό: << πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει >>.

   --- Είδες; της έκανε χαμογελώντας εκείνος. Είδες πως είσαι καλά πληροφορημένη για να έχεις τεράστια και γεμάτη από καλά βιβλία βιβλιοθήκη!

   Αυτή ένιωσε  λίγο άβολα για το πέναιμα αλλά φάνηκε πως της άρεσε.

   --- Έχει, συνέχισε ο Σοφοκλής και κοίταξε τρυφερά την Αντιγόνη κι αυτή μια πλούσια βιβλιοθήκη, τόσο καταπληκτική όσο κι αυτή της Ρόζας.  Είναι μεγάλη, ενώ στους ελεύθερους χώρους που αφήνει για αισθητικούς λόγους, συνωστίζονται ασφυχτικά μερικά αντίγραφα από πίνακες διάσημων ζωγράφων, Μονέ, Γκόγια, Κουνελάκη, Τσαρούχη, Παρθένη. Τα ράφια και τι δεν έχουν! Αρχαίους κλασικούς, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ, Μπαλζάκ, Μίλλερ, Ρεμπώ, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Θεοτόκη, Ρίτσο, Καβάφη, Καρυωτάκη, Σαχτούρη, Δημουλά, Ελύτη, Σολωμό. Και στην αριστερή πλευρά το γραφείο της Αντιγόνης, της καλής γιατρού κι εξαιρετικού ανθρώπου, σε αφήνει άναυδο με το μουσειακό λιτό του έπιπλο από ξύλο καρυδιάς με τις απλές και λιτές τους διακοσμήσεις. Όσο για το υπόλοιπο σπίτι…

   Σταμάτησε και φάνηκε να ένιωσε έναν ακαθόριστο σεβασμό μετριοπάθειας για να συνεχίσει.

   --- Όσο για το άλλο σπίτι, τι; του έκανε η Αντιγόνη και τον κοίταξε με κάποια επιφύλαξη. Λέγε, τι έχει το άλλο σπίτι, Σοφοκλή;

   --- Ε, λοιπόν το λέω! Το άλλο σπίτι είναι λιτό και φτωχικό. Μόνο τα απαραίτητα υπάρχουν για να ικανοποιούνται οι ανάγκες της.

   Γέλασαν και οι τέσσερις δυνατά και με ενθουσιασμό.

   Η Αντιγόνη συμπλήρωσε όταν σταμάτησαν:

   --- Ελάχιστα με απασχολεί η πολυτέλεια! Τη βιβλιοθήκη όμως τη θέλω ξεχωριστή! Όχι πολυτελή γιατί τότε η γνώση που περιέχει κρύβεται και νικιέται, ενώ η απλότητα την προβάλει και της δίνει ισχύ και μεγαλοπρέπεια.  

   --- Μπράβο σου, που σκέφτεσαι έτσι, της είπε ο Σοφοκλής και μ’ ένα βλέμμα του της μήνυσε την κλίμακα των ευχάριστων συναισθημάτων του.

   Εκείνη κοιτάζοντάς τον με εξεταστική ματιά, του είπε:

    --- Κι εσύ έχεις καλή βιβλιοθήκη! Ασύγκριτα καλύτερη από τη δική μου και της Ρόζας! Γιατί το κρύβεις και δε μιλάς γι’ αυτή; 

    --- Δε θα ευλογούμε και τα γένια μας!

     --- Ε. τότε ας μιλήσω εγώ γι’ αυτή σαν τρίτος και ουδέτερος θαυμαστής της και παρατηρητής. Λοιπόν σε όλους σας είναι γνωστός ο Σοφοκλής για τη φιλοτεχνία του και τη συγγραφική του ιδιότητα. Η κατανόηση και η αγάπη της τέχνης είναι προνόμιο της μεγαλοφυίας του και της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας του. Έτσι τα μυθιστορήματά του είναι αριστουργήματα με μεγάλη αναγνωστική επιτυχία. Όμως παράλληλα με τη συγγραφή έχει κι ένα άλλο μεράκι, την αγάπη του για το βιβλίο και τη συλλογή τους μ’ ένα πάθος θα έλεγα ασυνήθιστο. Έτσι πέρα από τους αρχαίους δικούς μας κλασικούς και την  παγκόσμια λογοτεχνία εκείνο που σου κάνει εντύπωση και σε συναρπάζει είναι η ύπαρξη στα ράφια του τόμων που είχαν στο παρελθόν απαγορευτεί να κυκλοφορούν και οι συγγραφείς τους είχαν φυλακιστεί. Απ’ αυτούς ξεχωρίζεις, Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Μπωτλαίρ, Μίλλερ, Ουάιλντ, Φλωμπέρ, Οι φιλόσοφοι Νίτσε, Φρόιντ, Σοπανάουερ, Καντ, οι μεγάλοι παιδαγωγοί, Πιαζέ, Πεσταλότζι, Μοντεσσόρι και οι θεωρητικοί του κομουνισμού Μαρξ κι Έγκελς, πρώτοι και καλύτεροι στα ράφια και σε ειδικούς διακοσμητικούς χώρους. Ακόμη η βίβλος παρούσα, βιβλία του Βούδα, του Ιουδαϊσμού, του Ινδουισμού, του  Βραχμανισμού και του Μωαμεθανισμού, κοσμούν αρκετά ράφια με απλές ή ακριβές εκδόσεις. Με λίγα λόγια η κυρία αυτή βιβλιοθήκη είναι στολισμένη με απείρου κάλλους πνευματικά φιλοτεχνήματα!  

    Ο καπετάνιος έπιασε τρυφερά το χέρι της Ρόζας και του είπε, χαμογελώντας:

     --- Εγώ σαν πηγαίνω στο σπίτι του Σοφοκλή δε βλέπω καμία βιβλιοθήκη! Πού την έχεις κρύψει αδερφέ;

    Πάλι το γέλιο πήγε σύννεφο και η κάθε στιγμή διαχεόταν την άλλη όλο και πιο χαρούμενη και πανηγυρική.

    Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε μετά το γέλιο η Ρόζα φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, μα δίστασε. Το βλέμμα όμως του Σοφοκλή την ανάγκασε να μιλήσει.

    --- Είχα δανειστεί πιο παλιά κάποια βιβλία, Σοφοκλή. Το θυμάσαι;

    --- Ναι, πως! της έκανε εκείνος με πολύ κέφι.  << Τον παίχτη >> του Ντοστογιέφσκι και τη << Μαντάμ Μποβαρύ >> του Φλωμπέρ. Μου τα επέστρεψες όμως γρήγορα. Τα διάβασες; 

   --- Με κούρασαν! Ωραία βιβλία αλλά με πολλές λεπτομέρειες. Ίσως να μην είναι για μένα.

   --- Και πήρες κάποια άλλα νομίζω;

   --- Ναι, το << Ο  Ιούδας φιλούσε υπέροχα >>. Ήταν πολύ εύπεπτο, θυμάμαι!

   --- Έτσι είναι! Τα καλά βιβλία θέλουν κότσια για να τα γράψεις και θέληση για να τα διαβάσεις!

   Η Ρόζα τον άκουσε και χωρίς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με τη σχέση της με τα βιβλία, σηκώθηκε και πήγε στο στερεοφωνικό. Άλλαξε μουσική βάζοντας μια πιο απαλή και ρομαντική και επέστρεψε στη θέση της. Σαν κάθισε κι ενώ ο μελωδικός ήχος της μουσικής δονούσε τ’ αυτιά τους, θεώρησε καλό να ξανανάψει τη συζήτηση. Έτσι μ’ ένα λατρευτικό τρόπο απέναντι στο πρόσωπο του συγγραφέα, τον ρώτησε με ευχάριστη διάθεση:

  --- Έχω πληροφορίες πως κάτι γράφεις αυτό τον καιρό. Μπορείς να μου πεις, τι;

  --- Τι άλλο από μυθιστόρημα!

  --- Τι τίτλο έχει;

  --- Δεν του έχω δώσει ακόμη, τον οριστικό, αλλά προς το παρόν το έχω βαφτίσει << Στου χρόνου τις ρίζες >>.

  --- Σε τι αναφέρετε;

  --- Στον πόλεμο της φτώχειας!

  --- Δηλαδή;

  --- Μια ομάδα της σαχάριας Αφρικής εξαιτίας της  πείνας και της έλλειψης τροφών θα πείσει να ξεσηκωθούν και να παρασύρουν διακόσιες χιλιάδες ανθρώπους να έρθουν στην Ευρώπη για να χορτάσουν την πείνα τους και να γλιτώσουν από τον αργό θάνατο που τους περιμένει. Ο σκοπός τους είναι, σαν φτάσουν θα λεηλατήσουν τη γη, θα πάρουν τα τρόφιμά και θα καταλάβουν τις καλλιέργειές της μαζί με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Η μεταφορά τους θα γίνει με πλοία, βάρκες, απλές σχεδίες και μονόξυλα και θα αποτελέσει άμεσο κίνδυνο για την Ευρώπη. Η αντίδρασή της θα είναι φυσικά έγκαιρη και θα εμποδίσει με κάθε τρόπο αυτή την επιθετική απέλαση των πεινασμένων και κυρίως με πολεμική πράξη. Έτσι χιλιάδες εισβολείς θα σκοτωθούν και πολλοί θα πνιγούν στη θάλασσα. Όσοι θα κατορθώσουν να φτάσουν στις ακτές της Ευρώπης θα αντιμετωπιστούν με βαρβαρότητα που όμοιά της δύσκολα συναντάς στην ιστορία των λαών. Στο τέλος εκείνο που θα κυριαρχήσει θα είναι το μήνυμα πως μετά το θάνατο τόσων Αφρικανών, άλλος ένας εξίσου μεγάλος θάνατος από την πείνα περιμένει ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη της γης.

  --- Ενδιαφέρον! φώναξαν όλοι με μια φωνή και δεν έκρυβαν το θαυμασμό τους για τη φαντασία του Σοφοκλή που με τόση μαεστρία την άφηνε αχαλίνωτη να οργιάζει.

 

 

                                           

 

 

                                                = = =-

 

 

 

 

        Ο τοίχος απέναντι από το Σοφοκλή είχε έναν πίνακα που απεικόνιζε μια ολόγυμνη νεαρή να κάθεται στην ακτή πάνω σ’ ένα ξύλινο μπαούλο και να διαβάζει ένα βιβλίο κάτω από το δυνατό φως του φεγγαριού. Τα σκόρπια εδώ κι εκεί μικρά όμορφα κοχύλια έλαμπαν στις αχτίδες που τα φώτιζαν ενώ πιο πέρα στην άκρη του κύματος ανάβρυζαν με χάρη δυο πίδακες νερού.

   Η ματιά του Σοφοκλή έπεσε πάνω του κι άρχισε να τον θαυμάζει τόσο που τον έκαναν φαίνεται να σκεφτεί πολλά πράγματα. Αν και η ώρα ήταν δώδεκα και μισή, κοίταξε το ρολόι του και με μια διάθεση κεφιού, τους είπε, ενώ είχε κολλημένα τα μάτια του στον πίνακα:

   --- Τι λέτε, για έναν περίπατο μέσα στα μεσάνυχτα στην ακρογιαλιά!

   Και μόνο που τον άκουσαν, ενθουσιάστηκαν.

   --- Μόνο να μαζέψουμε το τραπέζι! είπε η Ρόζα  και σηκώθηκε. Το ίδιο έκανε και η Αντιγόνη. Σε λίγο όλα είχαν μεταφερθεί στο νεροχύτη.

   --- Σαν επιστρέψουμε με το καλό τα πλένουμε! συμπλήρωσε η οικοδέσποινα και πήγε να πάρει τη ζακέτα της.

   Ετοιμάστηκαν με ιδιαίτερο κέφι. Μόνο ο ψαράς εξέφρασε μια δυσαρέσκεια για τη μεγάλη τους επιθυμία να κάνουν τον περίπατο μέσα στη νύχτα, προφασιζόμενος πως ήταν περασμένη η ώρα. Όμως η πλειοψηφία τον ανάγκασε να τους ακολουθήσει. 

   Πιάστηκαν αγκαζέ σε ζευγάρια και προχώρησαν νότια στο παραλιακό δρομάκι. Ο δρόμος ήταν άδειος κι έμοιαζε ερημικός. Η Ρόζα πρότεινε να μην πάνε όλο ίσια, αλλά να στρίψουν αριστερά σ’ ένα χωματόδρομο για να απολαύσουν καλύτερα την ερημιά και τη φεγγαράδα. Η πρότασή της έγινε δεκτή απ’ όλους και φώναξαν << ναι >> με μια φωνή. Εκτός από την ίδια οι άλλοι δεν είχαν περάσει από εκεί νύχτα και ήθελαν πολύ να δουν τις βραδινές ομορφιές της διαδρομής 

   Διέσχισαν τον παραθαλάσσιο δρόμο σε λίγα λεπτά και σαν έφτασαν στη στροφή έκαναν αριστερά και μπήκαν στο χωματόδρομο. Ο δρόμος αυτός εκτεινόταν ανατολικά και συναντιόταν με τον κεντρικό που έμπαινε στην πολιτεία. Τα γιγάντια δέντρα που υψώνονταν και στις δυο άκρες του, τον έκαναν εντυπωσιακό αλλά σκίαζαν το μέρος τόσο που το φως του φεγγαριού δύσκολα εισχωρούσε για να το φωτίσει. Έτσι έδειχνε σκοτεινό και τραχύ, ενώ οι κορυφές των δέντρων πολλές φορές έγερναν και ακουμπούσαν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια τους. Κατά μήκος όμως των δυο πλευρών το τοπίο ήταν φωτισμένο καλύτερα και φαινόταν πολύ οικείο. Οι πεδινές εκτάσεις που απλώνονταν προκαλούσαν ηρεμία που παρά τη μοναξιά που επικρατούσε και ήταν διάχυτη παντού, έδειχναν αρκετά φιλικές.

   Το νοτισμένο αεράκι  που ερχόταν  από τη θάλασσα έκανε την ατμόσφαιρα δροσερή και το μουρμουρητό του ρυακιού που συνόδευε σε όλο το μήκος το δρόμο, έμοιαζε σαν ένας απόηχος ήχος μουσικής εξωτικής. Μερικά μέρη της επιφάνειάς του γυάλιζαν  μέσα στο αχνό φως των αστεριών, δίνοντας στα μάτια τους μια πρωτότυπη αίσθηση νυχτερινής ομορφιάς. Η σιωπή που δέσποζε παντού ήταν πνιγηρή και η μοναξιά θριάμβευε όσο κι αν το γραφικό αγροτικό σκηνικό πάσχιζε με ειλικρίνεια να τονίσει την ημερότητα του τοπίου.

   Ο Σοφοκλής πρότεινε να σταματήσουν λίγο και να θαυμάσουν τα αιωνόβια και ψηλά δέντρα. Το έκαναν με ευχαρίστηση. Ύστερα περιπλανήθηκαν κάτω απ’ αυτά κι όλοι συμφώνησαν πως ήταν υπέροχη μοναδική στιγμή, ν’ ακούς ταυτόχρονα το θρόισμα του ανέμου και το φλοίσβο τους κύματος.

   Ο ψαράς πήρε το χέρι της Ρόζας  και σαν της το χάιδεψε της είπε τρυφερά:

   --- Το σκοτάδι μου φέρνει νύστα! Αλλά τώρα που το χαίρομαι μαζί σου μου φέρνει ευτυχία! Και με εύθυμο τρόπο στη φωνή του, σιγοτραγούδησε: << Μια νύχτα απόψε με φωνάζει… >>

   Ο Σοφοκλής πιο πίσω έλεγε της Αντιγόνης που κάτω από μια δέσμη αμυδρών αχτίδων του φεγγαριού τον άκουγε με έκπληξη:

   --- Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του βραδινού περίπατου, ξέρεις;

   Εκείνη του είπε, τρυφερά και με βεβαιότητα:

   --- Οι περίπατοι δεν πρέπει να έχουν κανένα σκοπό! Σε πηγαίνουν αυτοί όπου θέλουν ενώ εσύ απολαμβάνεις τις ομορφιές τους. Είναι ματαιοπονία να προσπαθείς να βρεις κάποιο σκοπό μέσα τους.

   --- Έχεις δίκιο! Ας αφουγκραστούμε τότε τους ήχους της νύχτας κι ας πάει στο διάβολο ο σκοπός, ψιθύρισε αυτός και χαμογέλασε.

   Ρίχνοντας στη συνέχεια τη ματιά του έξω από το σκοτεινό δρόμο πάνω στους φωτισμένους από τις αχτίδες του φεγγαριού αγρούς, συνέχισε συγκινημένος:

    --- Κοίτα, τι όμορφα που φαίνονται σαν είναι πλημμυρισμένα στο φως της σελήνης τα πράγματα!

    --- Ναι, του έκανε εκείνη κι έπεσε στη σιωπή. Ύστερα από λίγο είπε:

    --- Μέσα στη νύχτα γίνονται οι άνομες αμαρτίες! Δε συμφωνείς;

    --- Πως δε συμφωνώ! Όμως δεν τις κάνουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι παρά οι διαφθαρμένοι.

   --- Κι όμως! Και οι φυσιολογικοί και οι δήθεν ηθικοί τις κάνουν σαν ο πειρασμός είναι σατανικός. Μου θυμίζουν τα σιγαλά ποτάμια…

   Ο Σοφοκλής δεν προχώρησε τη συζήτηση αλλά αφέθηκε να κοιτάζει το υπέροχο νυχτερινό θέαμα που απλωνόταν μπροστά τους και να παρατηρεί με ιδιαίτερο θαυμασμό τα δέντρα που πλαισίωναν το δρόμο κατά μήκος και χάνονταν στο βάθος του νότου μέσα σε  μια εξαίσια παραδεισένια αισθητική.

   Ένας αδέσποτος σκύλος πέρασε με ορμή και δύναμη τρέχοντας να περάσει το δρόμο και να φύγει προς τα βόρεια και τους έκανε ν’ αλλάξουν προς στιγμή χρώματα από τον ξαφνικό φόβο που τους προκάλεσε. Αλλά σαν τον είδαν να χάνεται στα χαμόδεντρα των χωραφιών αδιάφορος για την παρουσία τους έσκασαν στα γέλια και συνέχισαν και πάλι τον περίπατό τους μέσα σε εύθυμη και πανηγυρική διάθεση.

   Όμως στο κεφάλι τους όσο κι αν δεν το ήθελαν τους έμεινε ένας αδιόρατος φόβος και μια τρομάρα. Η καρδιά τους, τους φαινόταν πως βούλιαζε σε μια βαθιά κατακόμβη καταστροφής και ξαφνικά ένα εικονικό και ψεύτικο ουρλιαχτό φρίκης νόμισαν πως ήχησε στ’ αυτιά τους. Η αρρωστημένη σιωπή μέσα τους βρήκε ξαφνικά το άπλωμά της και στη φύση που εκείνη τη στιγμή φάνηκε να προκαλεί κι αυτή το δικό της φόβο με τη θανατερή σιωπή της. Η φωνή όμως του ψαρά τους έβγαλε από τη κρίση συνείδησης, λέγοντας με εύθυμο τρόπο:

   --- Η μόνη λύση για να μην τρομάζεις τη νύχτα είναι να τραγουδάς! και άρχισε ένα σιγανό τραγούδισμα.

   --- Αυτό το έκανα μικρός! είπε ο Σοφοκλής κι αγγίζοντας τρυφερά το χέρι της Αντιγόνης, συνέχισε: πάντα έπρεπε να περπατώ τις νύχτες, γιατί το σπίτι μου ήταν έξω από το χωριό σε συνοικισμό. Μετά την απαραίτητη επίσκεψή μου για να συναντήσω τις παρέες μου, επέστρεφα πάντα νύχτα και τις περισσότερες φορές μόνος! Και η μόνη λύση για να διώξω το φόβο ήταν το τραγούδι. Είχα κάπου διαβάσει πως τα ξωτικά της νύχτας το βάζουν στα πόδια σαν ακούνε τραγούδι.

   Η Αντιγόνη γέλασε και είπε:

   --- Κανείς δεν εξέφρασε τη γνώμη πως φοβάται! Γιατί τόση κουβέντα γύρω από το φόβο; Εκτός  αν πέφτω έξω κι όλους  σας πάει να, να! Κι αμέσως έβαλε τα γέλια που έσπασε για τα καλά τη σιωπή της νύχτας.

   Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Γέλασαν με την ψυχή τους και μάλιστα χειροκρότησαν όλη τους την αυθόρμητη συμπεριφορά. Τότε βρήκε την ευκαιρία και η Ρόζα για να πει:

   --- Ο φόβος φωλιάζει μέσα μας κι ας μην το λέμε! Λαγουδάκια γινόμαστε όλοι τη νύχτα!

   --- Ναι, είπαν όλοι κι έβαλαν πάλι τα γέλια.

   --- Λαγουδάκια! Λαγουδάκια! Είπε και ο ψαράς για να προσθέσει: Εγώ όμως νιώθω υπέροχα!

   --- Το ίδιο κι εμείς! ξεφώνισε και ο Σοφοκλής κι έσφιξε το χέρι της Αντιγόνης.

   Ακούστηκαν πολλά << έτσι είναι! έτσι είναι! >> κι αφού περπάτησαν λίγα μέτρα σταμάτησαν μπροστά από ένα μικρό ερειπωμένο αγροτόσπιτο. Μια  κουκουβάγια καθισμένη σ’ ένα χοντρό ξύλο στην άκρη του δρόμου, έμοιαζε να ήθελε να εκφράσει τα φοβισμένα συναισθήματά τους με την αιώνια λυπητερή φωνή της. Σαν όμως τους αντιλήφθηκε, εγκατέλειψε τη θέση της μ’ ένα δυνατό φτερούγισμα και σιωπηλή τράβηξε νότια μέσα στο γυμνό από δέντρα χωράφι.

    Ο ψαράς τους πρότεινε,  σαν έχουν διάθεση να φτάσουν ως το τέλος του δρόμου που δεξιά του υψώνεται ένας μικρός λόφος και μπορούν από εκεί να δουν τους χρωματισμούς κυματισμούς της θάλασσας, και την ομορφιά που είναι σπάνια  που λίγοι έχουν την προνοητικότητα και τη θέληση να τα δουν. Ευκαιρία λοιπόν να απολαύσουν αυτό το εξαίσιο θέαμα.

   ---  Φτάνει ως εδώ! αντέτεινε διαμαρτυρόμενη η Αντιγόνη. δε με βαστούν άλλο τα πόδια μου για μεγαλύτερη διαδρομή. Είμαι άμαθη από πεζοπορία!

  --- Δεν έχουμε καιρό να σκεφτόμαστε τούτο ή εκείνο! είπε ο ψαράς και προχωρούσε. Πάμε όπου μας βγάλει η άκρη!

  --- Ναι! είπε ο Σοφοκλής, αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι. Ένας σαν δε θέλει ν’ ακολουθήσει πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Η πλειοψηφία νικά!

  Η παρέα προσπάθησε να δώσει κουράγιο στην Αντιγόνη να συνεχίσει.

  --- Κάνει καλό το περπάτημα, πάμε! Πάμε σιγά- σιγά, της είπε ο Σοφοκλής και της τράβηξε το χέρι.

  Ο καπετάνιος της είπε:

   --- Όπως βλέπεις η πλειοψηφία λέει <<προχωράμε!>>

   --- Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δυστυχώς! Είπα αυτή αστεία και συνέχισε να περπατάει.

    Λίγα μέτρα πιο πάνω, ένα μικρό αχούρι τους τράβηξε την προσοχή στα αριστερά του δρόμου κι όπως το φώτιζε το φεγγάρι έμοιαζε σαν ακανόνιστος σωρός από χώμα. Σταμάτησαν γιατί το μάτι τους πήρε σκιές ανθρώπινες μέσα.

   --- Δεν αποκλείεται να ζουν άνθρωποι μέσα, είπε ο ψαράς κι ανέβηκε σ’ ένα  βραχάκι να δει καλύτερα απ’  το μισάνοιχτο παράθυρο.

   Αμέσως ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό ακούστηκε, κάτι σαν βοήθεια μέσα από την καλύβα, που έκανε όλους να τρομάξουν.

   --- Είναι άνθρωποι εκεί μέσα! ψέλλισε ο ψαράς και τους κοίταξε με απόγνωση. Κάτι πρέπει να τους συμβαίνει και έτρεξε προς το σπίτι.

   Με τις καρδιές τους να χτυπάνε άταχτα τον ακολούθησαν και οι άλλο. Έτσι έφτασαν έξω από την πόρτα του αχουριού. Και τότε μπόρεσαν να διακρίνουν μέσα στο μισοσκόταδο δυο μαύρους ανθρώπους, ο ένας ξαπλωμένος ανάσκελα σ’ ένα λερωμένο στρώμα κι ο άλλος από πάνω του να τον φροντίζει και να καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια. Ο ξαπλωμένος είχε γουρλώσει τα μάτια και φαινόταν να υποφέρει από φριχτούς πόνους  στην κοιλιά.

  Ο καπετάνιος πλησίασε και μπήκε μέσα στο αχούρι.

   --- Τι έχει ο άνθρωπος και φωνάζει έτσι; ρώτησε τον άλλον και γονάτισε να βοηθήσει τον άρρωστο.

    Ο άλλος που τον φρόντιζε κι αυτό γονατιστός του ψέλλισε με ξέπνοη βραχνή φωνή,  σε γλώσσα σπαστή ελληνική και δυσκολονόητη:

   --- Θα πεθάνει!  Δεν είναι καλά… Είναι άρρωστος… Κάτι δηλητηριασμένο έφαγε και τον πείραξε. Είναι κι αυτή η πείνα βλέπεις που…  Σταμάτησε γιατί ο φίλος του ήταν σε δύσκολη κατάσταση  και έπρεπε να τον φροντίσει.

   Σε λίγο ο άρρωστος  κούνησε τα χείλη του και φάνηκε πως κάποια δυσφορία τον βασάνισε.

   --- Μπορεί να πεθάνει! είπε ο Σοφοκλής και ψιθύρισε στ’ αυτί του γονατισμένου συντρόφου του: Μήπως πρέπει να τον μεταφέρουμε στο νοσοκομείο;

   Εκείνος σαν να δυσανασχέτησε. Ύστερα σαν κοίταξε τον άρρωστο, του είπε με πνιγμένη σβηστή φωνή;

   --- Θα του περάσει! Παθαίνει συνέχεια τέτοιες κρίσεις και συνέρχεται. Πηγαίνετε στο δρόμο σας και μην ανησυχείτε.

   Τον άκουσαν. Έτσι άφησαν το αχούρι και πήραν πάλι το δρόμο. Σαν προχώρησαν πενήντα μέτρα περίπου ο ψαράς που γνώριζε καλά τα κατατόπια της περιοχής, τους είπε να επιστρέψουν όχι από τον ίδιο δρόμο αλλά από έναν παράλληλο με πολλές στροφές και τους εγγυήθηκε για την ιδιαίτερη εμπειρία που θα αισθανθούν. Έτσι με μια φωνή δέχτηκαν και μέσα σε λίγα λεπτά περπατούσαν στο χωματένιο τάπητά του.

   Η επιστροφή τους ήταν κι αυτή πολύ ευχάριστη. Το κακό συναίσθημα που ένιωσαν με το γεγονός του μετανάστη γρήγορα ξεχάστηκε από την παραμυθένια ομορφιά της διαδρομής που στο τέλος σαν σταμάτησαν έξω από το σπίτι του Σοφοκλή για την τελευταία τους κουβέντα, αποξεχάστηκαν μιλώντας συνεχώς για πολλή ώρα για τους ολόχρυσους θάμνους που είδαν, τους ασημένιους βράχους και τη μαγεία της διαδρομής μέσα στην φεγγαρόλουστη νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ   11

 

 

 

 

 

 

 

       Κατά τις οχτώ και μισή το πρωί ο Σοφοκλής καθισμένος στην άκρη του γραφείου του διάβαζε τις επιστολές που του είχε φέρει ο ταχυδρόμος  και τις καταχωρούσε στους φακέλους ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Απ’ όλο αυτό το πλήθος δύο τον εντυπωσίασαν που τις διάβασε και τις ξαναδιάβασε με ιδιαίτερη προσοχή κι ενδιαφέρον. Η μια ήταν φιλική ενώ η  άλλη  λίαν απειλητική που τον έβαλε σε μύριες κακές σκέψεις.

      Η πρώτη η φιλική  και ευγενική ήταν από έναν φίλο του, που γνωρίζονταν από παλιά, αλλά τώρα ζούσε στην Αθήνα γράφοντας φιλοσοφικά βιβλία και δίνοντας διαλέξεις κοινωνικού και ηθικού περιεχομένου.  Ο καλός αυτός λοιπόν φίλος του έγραφε: << Πήρα τη νέα σου εργασία, αγαπητέ Σοφοκλή και σ’ ευχαριστώ για τη χαρά που μου έδωσες. Είναι μια εργασία ιδιαίτερα προσεγμένη. Αγκαλιάζει την καθημερινότητα κι έτσι μπορεί να κοιτάζει κατάματα τον άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο. Κάποιες φορές το πολύ κοίταγμα δημιουργεί εσώκοσμους κραδασμούς. Με πολλή επιτυχία γίνεται η ψυχογράφηση των ηρώων που κάθε ένας τους αποτελεί κι ένα μέρος της κοινωνίας μας, του συνόλου. Κάποιες στιγμές εκφράζεται μια βαθυστόχαστη θεώρηση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου που κινείται ανάμεσά μας.

    Με τη σωστή ελληνική γλώσσα που με ιδιαίτερη επιτυχία χειρίζεσαι μας δίνεις τις πολύχρωμες και πολύφωνες εικόνες τόσο παραστατικές, τόσο ζωντανές που λίγο και τις ακουμπήσει ο αναγνώστης νομίζει ότι θα μιλήσουν.  Ομολογώ ότι είναι δύσκολο να βρει λόγια κάποιος να πει  για το ανεπανάληπτο αυτό έργο που σωστά του έδωσες τον τίτλο << Φανταστική εντολή>> αφού ό,τι και να πει, τα λέει το ίδιο το έργο, που είναι υψηλής ποιότητας και δεν έχει ανάγκη ξένου λόγου.

   Αν σκεφτεί κανείς ότι το στέργιωμα ενός μυθιστορήματος σαν αυτό που έγραψες δεν είναι και τόση εύκολη δουλειά, αφού εκτός των άλλων χρειάζεται πνευματική συγκρότηση, πλούσια πείρα και μόρφωση αλλά και ψυχική λεβεντιά, που όλα αυτά τα διαθέτει και μάλιστα πλούσια ο συγγραφέας της << Φανταστικής εντολής >>, τότε δεν έχει, παρά να του σφίξει ο αναγνώστης με όλη του τη δύναμη της ψυχής του το χέρι, όπως εγώ >>. 

    << Τώρα ας ξαναδιαβάσω και την άλλη επιστολή  με το απειλητικό περιεχόμενο >> σκέφτηκε ο Σοφοκλής και μ’ ένα αφελέστατο χαμόγελο που έδειχνε περιφρόνηση αλλά και φόβο, άρχισε: << Επειδή με επιδεξιότητα βρίσκεστε μπροστά μας εσείς και η παρέα σας, σας  ξαναθυμίζουμε πως αν οι φόβοι μας επαληθευτούν για τον κίνδυνο της ζωής σας δε θα φταίμε εμείς. Το περιβάλλον που τόσο ανιδιοτελώς υπερασπιζόσαστε να ξέρετε πως δεν είναι στα χέρια σας αλλά στα δικά μας. Οι επενδύσεις μας αξίζουν πολύ περισσότερο από τη δική σας ηλιθιότητα και τον άρρωστο εγωκεντρισμό σας. Αποτραβηχτείτε γιατί μας έχετε γίνει μισητοί >> Και το κείμενο τελείωνε με την υπογραφή: ΠΟΛ. ΕΘΝ. 

    << ΠΟΛ. ΕΘΝ. Τι να σημαίνει! Τι να σημαίνει! >> ψέλλισε   κι έσπαζε το κεφάλι του να αποκωδικοποιήσει τις λέξεις. Όμως όσο κι αν προσπάθησε δεν έβγαλε άκρη. Έτσι πήρε από το συρτάρι το χειρόγραφο του μυθιστορήματος που έγραφε και αποφάσισε να το συνεχίσει. Ως εκείνη τη στιγμή όμως δεν ήταν ικανοποιημένος απ’ την αφήγηση που είχε δώσει στο έργο. Γι’ αυτό σαν έγραφε μια παράγραφο και την ξαναδιάβασε, είδε πως δεν του άρεσε. << Πρέπει να βρω το σωστό δρόμο της αφήγησης, γιατί αλλιώς θα το παρατήσω >> μονολόγησε κι αμέσως του ήρθαν στο νου τα λόγια του φίλου του Ζουράτη, εξίσου άριστου πεζογράφου που είχε πει σε μια διάλεξη σχετικά με την αφήγηση του μυθιστορήματος, πως μαζί με την ιστορία παρακολουθούμε τον τρόπο, την τεχνική δηλαδή της αφήγησης. Όλα αυτά που δένουν το έργο, ενότητες, μονόλογος, διάλογος, εσωτερικός μονόλογος, τόπος, χρόνος, χρόνος της δράσης και χρόνος της αφήγησης, τοπική χρονική διάταξη, επεισόδια, πλοκή, περιγραφή, παρέμβαση του συγγραφέα στη διαδικασία της αφήγησης ή και σχολιασμός.

       Σημαντικό στοιχείο της αφήγησης είχε πει, είναι η περιγραφή που την κάνει ο συγγραφέας διακόπτοντας την αφήγηση για να φωτίσει το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρει η αφήγηση, δίνοντας τα χαρακτηριστικά του με την πρόθεση να το ζωντανεύει στη φαντασία τού αναγνώστη. Στα παλιά πεζογραφήματα η αφήγηση και η περιγραφή γινόταν απλά, γραμμική συνήθως μέθοδος, ενώ στα σημερινά η αφήγηση είναι πιο σύνθετη πιο περίπλοκη και πιο ρευστή.

      Με την παλιά αφήγηση ο αναγνώστης ήταν ένας παθητικός δέκτης, παραδομένος στο συγγραφέα.  Ο συγγραφέας βρίσκεται παντού, ακόμη και στον εσωτερικό  κόσμο των ηρώων, γνωρίζει τα πάντα και αποκαλύπτει τα πάντα στον αναγνώστη, που είναι καλός και έχει υπομονή να του τον αποκαλύπτει όλο σιγά-σιγά την κατάλληλη στιγμή. Στο παλιό λοιπόν πεζογράφημα βάρος έχει η αντίληψη του συγγραφέα, Θεού, δημιουργού και παντογνώστη.

    Στη νεότερη πεζογραφία ο αφηγητής μπαίνει σε κάποια όρια και το κύκλωμα συγγραφέας, αφηγητής, ήρωας παίρνει μια λογικότερη σχέση. Πίσω πάντως από τον αφηγητή ή τον ήρωα του πεζογραφήματος ο αναγνώστης δεν είναι απαραίτητο να βλέπει το συγγραφέα με όλα τα επακόλουθά του. Ο Προυστ έλεγε: πως το βιβλίο είναι προϊόν ενός άλλου << εγώ >> απ’ αυτό που εκδηλώνουμε στις καθημερινές μας σχέσεις στην κοινωνία.

   Μετά απ’ αυτό που θυμήθηκε ζωντάνεψε κι άρχισε να γράφει με πρωτοφανή οίστρο και  οργιαστική φαντασία. Δε σταμάτησε παρά μετά από δυο ώρες συνεχούς γραφής όσο κι αν κάποιες βιολογικές ανάγκες του τον  πίεζαν και τον εκβίαζαν να κάνει κάποιο διάλειμμα.  Έβαλε το χειρόγραφο στο φάκελο με τ’ άλλα και φάνηκε ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Ύστερα κοίταξε το ρολόι του. Έδειχνε  έντεκα και μισή. Ώρα να βγει στον κήπο, να δει τις γάτες του. Το έκανε με μια μεγάλη αγαλλίαση και πολύ γρήγορα περπατούσε ανάμεσα στα περιποιημένα και ολάνθιστα παρτέρια.  

     Τίποτα δεν είχε αλλάξει μόνο που όλα είχαν θεριέψει από τη ζέστη του καλοκαιριού και το νερό που  φρόντιζε να τους το παρέχει μέρα παρά μέρα και ο ίδιος αλλά και ο επιστάτης του, ένας εργατικός  εισαγόμενος Νιγηριανός που τον φώναζε περιστασιακά και φρόντιζε τον κήπο σαν εκείνος είχε άλλες έγνοιες και φροντίδες και ο χρόνος του ήταν περιορισμένος.  Πήγε στη γνώριμη μεριά να βρει το φίλο του το σκύλο. Δεν τον βρήκε εκεί αλλά εκείνη τη στιγμή λίγα βήματα πιο πέρα, κοντά στο σύρμα της περίφραξης τον είδε να γαβγίζει σιγανά σαν να έκλαιγε με μια κόκκινη κηλίδα αίμα κοντά στον τράχηλο, ενώ το κεφάλι του φαινόταν κι αυτό χτυπημένο. Έτρεξε και τον πλησίασε, ενώ ψέλλισε με οργή και αγανάκτηση: << τα καθάρματα! Γιατί το έκαναν; >> και γονάτισε πάνω του.  Και τότε διαπίστωσε πως το σκυλί ήταν σε άσχημη κατάσταση. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, ούτε να ανοίξει τα μάτια του και η αναπνοή του όσο πήγαινε κι εξασθενούσε. Και τότε είδε έντρομος πως η γλώσσα του με το ζόρι κρατιόταν στη θέση της και πως από τον ουρανίσκο του έτρεχαν ακατάπαυστα θρόμβοι αίματος.

   --- Φτωχό ζώο! ψιθύρισε. Ποιος άραγε να φταίει για το χαμό σου;  

   Κι αφού το είδε πια νεκρό, φωνάζοντας σαν υστερικός << κάποιος που ήταν χτήνος σε σκότωσε για να γιατρέψει την ανωμαλία του >> έφυγε να φέρει  από την αποθήκη την αξίνα για να σκάψει ένα λάκκο στο χώμα και να το θάψει μέσα.

   Έξω από την περίφραξη στεκόταν  ένας μελαψός άντρας και τον κοίταζε. Φαινόταν λυπημένος γιατί είχε ακούσει τα εκρηκτικά λόγια του Σοφοκλή και είχε δει το νεκρό σκύλο.

   --- Ποιος το έκανε αυτό, το έγκλημα; τον ρώτησε σαν τον πήρε το μάτι του επιστρέφοντας από την αποθήκη κι έριξε την πρώτη αξινιά στο χώμα.

   --- Κάτι παιδιά! είπε αυτός και κόμπιασε.

   --- Και τι τους έφταιξε το ζώο;

   --- Έκαναν κακό! Πολύ κακό! Μονολόγησε ο ξένος και φάνηκε να μελαγχόλησε πιο πολύ απ’ ότι ήταν.

   --- Κάποιοι καταστρέφουν τον τόπο και είναι επικίνδυνοι! φώναξε ο Σοφοκλής και χτύπησε πολλές φορές την αξίνα στο χώμα ν’ ανοίξει το λάκκο.

    Ο ξένος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ύστερα γύρισε τις πλάτες και απομακρύνθηκε.

   Ο Σοφοκλής έθαψε το σκυλί ενώ δύσκολα συγκρατούσε θλίψη, πόνο και θυμό. Και για να μην του συμβεί τίποτα χειρότερο σκέφτηκε να βρει παρηγοριά στις γάτες του και με μια έντονη επιθυμία έφυγε για να τις συναντήσει.

   Τις βρήκε και τις δυο, μάνα και κόρη στη ρίζα της συκιάς να παίζουν μ’ ένα σκαθάρι που είχαν πιάσει. Μάλλον η μάνα εκπαίδευε το παιδί της ενώ η μικρή γατούλα έδειχνε να πλέει σε πελάγη ευτυχίας με το παιχνίδι που έκαναν. Ο Σοφοκλής έσκυψε σαν πλησίασε και τις χάιδεψε και τις δυο. Εκείνες νιαούρισαν με δυο χαριτωμένα πηδηματάκια πάνω στα χέρια του και ύστερα προσηλώθηκαν πάλι στο παιχνίδι τους.

   Φεύγοντας τους είπε με μια πνιγηρή φωνή:

   --- Κάποιος αδίσταχτος δολοφόνος σκότωσε το φίλο μας το σκύλο! Το μνήμα του είναι εκεί κοντά στη ρίζα της ελιάς. Όταν θα περνάτε από εκεί να του φωνάζετε μια φωνή να σας ακούει.

   Έφυγε με την προϋπόθεση να πάει στο γραφείο του και να γράψει. Ήταν όμως ψυχολογικά χάλια και το ανέβαλε. Έτσι απλά μπήκε μέσα να ρίξει μια ματιά και να ταχτοποιήσει κάτι που πιθανόν το είχε αφήσει σε εκκρεμότητα για να ηρεμήσει. Πάνω στο γραφείο του τότε είδε ένα κομμάτι εφημερίδας, απόκομμα καλύτερα με τη σημείωση ενός βιβλίου του ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ << Μυθολογίες >> που θα το ζητούσε με την πρώτη ευκαιρία από το βιβλιοπωλείο της πόλης, σαν έκανε κάποια έξοδο στα μαγαζιά της. Και να που η ευκαιρία του παρουσιάστηκε τώρα. Έτσι μην έχοντας να κάνει τίποτα εκεί κι επειδή η απραξία σίγουρα θα του μεγάλωνε τη θλίψη για το χαμό του σκύλου, βγήκε έξω και ξεκίνησε για το βιβλιοπωλείο.

     Στην αρχή της Ελευθερίου Βενιζέλου, οπλισμένοι αστυνομικοί τον σταμάτησαν.

    --- Όχι από εδώ! του φώναξαν άγρια.  Γίνεται διαδήλωση και είναι επικίνδυνα.

   --- Διαδήλωση! ψέλλισε αυτός κι έκανε ένα βήμα πίσω.

  --- Ναι, οι καρπουζοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές και έχουν κλείσει το δρόμο. Τα κάγκελα της περίφραξης της εκκλησίας της Ευαγγελιστρίας τα ξήλωσαν ενώ στο χώρο της πανηγυρίστρας έχουν ανάψει φωτιές. Όλος ο δρόμος από την εκκλησία ως εδώ στην πλατεία είναι γεμάτος οδοφράγματα από τρακτέρ, σπασμένα μπουκάλια, τεντωμένα σύρματα και σχοινιά που απαγορεύουν τη διέλευση σε οποιοδήποτε. Φύγετε από το δρόμο και πηγαίνετε στη δουλειά σας από άλλο δρόμο.

   Ο Σοφοκλής τους άφησε και βγήκε από το δρόμο. Ακούμπησε στον κορμό ενός φοίνικα και κοιτούσε. Ξαφνικά από ένα δρόμο πετάχτηκε ένας νεαρός, ψηλός με μαύρα μαλλιά που κυμάτιζαν στους ώμους του σαν κορδέλες και μ’ ένα εφαρμοστό πουκάμισο σφιγμένο στη μέση μιας πράσινης αγροτικής φόρμας και βαστώντας ένα μεγάλο πανό που έγραφε << ΠΡΟΣΤΥΧΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΑΣ ΚΟΡΟΙΔΕΎΕΙΣ >>  πήγε και στάθηκε κοντά στο οδόφραγμα. Οι μαζεμένοι διαδηλωτές μόλις τον αντιλήφθηκαν τον υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και πολλοί έσπευσαν να τον ασπαστούν για το θάρρος του και να του μιλήσουν με τα καλύτερα λόγια για τη γενναία του συμπαράσταση στον αγώνα τους.

    Στις γωνίες των δρόμων μαζεμένοι πολίτες μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν διάφορα ενώ μερικοί κρατώντας στα χέρια τους λαμαρίνες, ντενεκέδες και διάφορα μέταλλα, τα χτυπούσαν με δύναμη σκορπίζοντας τους εκκωφαντικούς ήχους τους παντού μαζί με τις ζωηρές χειρονομίες τους.   Σιγά- σιγά το πλήθος των αγροτών διαδηλωτών μεγάλωνε σε όγκο γιατί από παντού συνέρεαν φορτηγά και τρακτέρ φορτωμένα από αποφασισμένους ανθρώπους για όλα, που μπροστά στην αδιαφορία της κυβέρνησης να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους για καλύτερες τιμές στα καρπούζια και μείωση του φόρου των λιπασμάτων δεν έλεγαν με τίποτα να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους.

    Κάποια στιγμή ένας διαδηλωτής  θέλησε να περάσει μπροστά κρατώντας ένα πανό, ενώ πίσω του οι άλλοι ετοιμάζονταν για μια πορεία ως το δημαρχείο της πόλης και τα γραφεία της Αγροτικής Ένωσης. Τότε δέχτηκαν την άγρια επίθεση της αστυνομίας με λύσσα και με απίστευτο μίσος. Ένας δε  αστυνομικός χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με το γκλοπς τον μπροστάρη και τον σώριασε κάτω. Εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους μπροστά στα πόδια τους, ενώ στο μέρος πάνω από το δεξί του μάτι αιμορραγούσε απ’ την ανοιχτή πληγή του. Δυο σύντροφοί του αμέσως τότε έσκυψαν και τον μετέφεραν έξω από το δρόμο των ταραχών και τον ξάπλωσαν στο πεζοδρόμιο. Εκεί του προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια ετοιμάστηκαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Στο δρόμο οι συμπλοκές συνεχίζονταν με λύσσα, ενώ οι φωνές, οι βρισιές και τα ουρλιαχτά από τους τραυματίες και τους χτυπημένους και των δυο πλευρών, δονούσαν με πάταγο τον αέρα. Παρά την αντίσταση των αστυνομικών  το πλήθος των διαδηλωτών ταλαντευόταν  συνεχώς πότε πέρα δώθε και πότε μπρος πίσω και κάποια στιγμή έσπασε τον κλοιό των αστυνομικών  με τη δύναμη που είχε και χύθηκε μπροστά σαν φουσκωμένο ποτάμι. Ύστερα προχώρησε για την κεντρική πλατεία όπου στεγαζόταν το κτίριο της Γεωργικής Διεύθυνσης για να υποβάλλουν εγγράφως τα αιτήματά τους  και μετά θα το έκοβαν για το δημαρχείο να κάνουν κι εκεί το ίδιο πράγμα στο δήμαρχο.

   Ο Σοφοκλής παγιδευμένος κι αυτός ανάμεσα στις δυο ομάδες των αστυνομικών και των διαδηλωτών οι οποίες τον είχαν παρασύρει στην άκρη του δρόμου, δεν κουνιόταν για να μην τους εκνευρίσει αλλά προσπαθούσε να τους ξεγλιστρήσει και να απομακρυνθεί προς το κτίριο του ΟΤΕ και από εκεί να απολαύσει την πορεία που άρχιζε στην κορυφή να γίνεται ειρηνική και να προχωρά με τάξη και πειθαρχία. Ενδόμυχα ένιωθε μαγεμένος απ΄ αυτή την επανάσταση του λαού και το διασκέδαζε με τον τρόπο του.

   Κάποια στιγμή όμως τραντάχτηκε ενδόμυχα από ένα πληγωμένο που πέρασε μπροστά του τόσο που εξοργίστηκε αφάνταστα και όρμησε στον αστυνομικό που τον κυνηγούσε να του τον πάρει απ’  τα χέρια που τον βαστούσε και τον έσπρωχνε.

   --- Είναι ανώφελο αυτό που κάνεις! του φώναξε εκείνος και τον έσπρωξε βίαια, πετώντας τον στον τοίχο του ΟΤΕ. Ευτυχώς δεν χτύπησε και συνέχισε από εκεί να κοιτάζει την πορεία.

   Ξαφνικά ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Ο Σοφοκλής έστρεψε προς τα εκεί που έρχονταν οι φωνές και σαν είδε το δρόμο πλημμυρισμένο από  ανθρώπους του μόχθου, ένιωσε ρίγη συγκίνησης και του ήρθε να κλάψει. Το πλήθος συνάντησε και τους άλλους που στέκονταν στο μπλόκο κοντά στην πλατεία και ανακατεύτηκε μαζί τους. Κι αμέσως όλοι μαζί  σε μεγάλα κύματα με σκουφωμένα και ξεσκούφωτα κεφάλια, γυμνά πανωκόρμια, πανό με συνθήματα και τσαπιά στους ώμους με ανεξόφλητα γραμμάτια κι επιταγές στα χέρια, ρυτιδιασμένα και ρουφηγμένα πρόσωπα και με μια ακατάλυτη δύναμη, έσπρωχναν την κινούμενη μάζα τους σαν σε ποτάμι απ΄ την παλίρροια και μ’ ένα τραγούδι σαν μουγκρητό διατράνωναν την ακαταμάχητη ορμή τους.

   Σε λίγο είχαν απομακρυνθεί και πλησίαζαν την πλατεία. Δεν ακουγόταν παρά μόνο το σούρσιμο των παπουτσιών τους κι ένας μικρός θόρυβος σαν ψιθύρισμα. Εκεί κάποια στιγμή η φωνή του επικεφαλή  ακούστηκε δυνατή να λέει:

   --- Οι ήρωες ας σταματήσουν εδώ!

   Και με το ψήφισμα στο χέρι όρμησε στη σκάλα για να το παραδώσει στη γραμματεία της Γεωργικής Διεύθυνσης.

   Ο Σοφοκλής όπως είπαμε σπρωγμένος από την αστυνομία βγήκε στο πεζοδρόμιο. Από εκεί περπάτησε παράλληλα με τους διαδηλωτές και σε κάποια πάροδο λίγο πριν από την πλατεία έστριψε και μπήκε στην οδό νοσοκομείου. Στη συνέχεια βγήκε στην Πονηροπούλου και από κει βρέθηκε στο γνωστό του βιβλιοπωλείο χωρίς να ρίξει μια ματιά όπως συνήθιζε στις βιτρίνες των άλλων μαγαζιών τις άλλες μέρες που τόσο του άρεσε.

   Ο βιβλιοπώλης  τον είδε αναστατωμένο και τον ρώτησε τι του είχε συμβεί. Εκείνος του διηγήθηκε με γλαφυρό τρόπο όσα είδε.

   --- Πάντοτε τέτοια εποχή τα έχουμε αυτά! είπε φιλοσοφώντας εκείνος κι έσπρωξε πιο πέρα ένα κόκκινο πανί σαν μετάξι.

   --- Δεν μου είχε τύχει άλλη φορά!

   --- Γιατί δεν βγαίνεις συχνά στην πόλη!

   --- Ναι, αλλά αυτό που είδα με συγκλόνισε!

   --- Ξεσηκώθηκαν οι αγρότες, ε;

   --- Και μάλιστα μαζικά, δυναμικά σαν χείμαρρος που ήθελε να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του!

  --- Τι ζητούσαν; Για τα καρπούζια τους πάλι!

  --- Ναι, απ’ ότι έγραφαν τα πανό που είχαν αναρτήσει. Διαμαρτύρονταν πως τα είχαν απούλητα να σαπίσουν στα χωράφια και πως οι τιμές που τους έδιναν οι έμποροι ήταν εξευτελιστικές. Απ’ ότι άκουσα έχουν δίκιο. Θα μπούνε μέσα και κινδυνεύουν να χάσουν και τα χτήματά τους από τα χρέη που έχουν στις τράπεζες.

   Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με δυσφορία και ρώτησε:

   --- Χρειάζονται αυτά;

   --- Όχι, αν η  κυβέρνηση είχε κάνει σωστά τη δουλειά της και είχε προνοήσει να ανοίξουν οι αγορές καρπουζιού σε περισσότερες χώρες για να απορροφηθούν οι ποσότητες. Δυστυχώς δεν το έκανε και σαπίζουν στα χωράφια ενώ η Τσεχία και η Ουγγαρία δεν ξέρουν καν τη γεύση τους.

   --- Από τη μια ο καιρός που κατέστρεψε τόσες και τόσες καλλιέργειες από την άλλη η δυστοκία στις πωλήσεις των αγροτικών προϊόντων, καταλαβαίνεις σε τι τραγική θέση έχει φέρει τους παραγωγούς που δείχνει να έχουν σχεδόν καταστραφεί.

   Όση ώρα μιλούσαν ο Σοφοκλής ήταν όρθιος ακουμπημένος σ’ ένα πάγκο με βιβλία. Ο Δημήτρης ο βιβλιοπώλης καθόταν στο γραφείο του και σαν σταμάτησαν άρχισε να διαβάζει ένα απόκομμα εφημερίδας που είχε μπροστά του. Σαν κάθισε και ο Σοφοκλής κι έδειξε να έχει ξαναβρεί τον εαυτό του  είπε με μια ευχάριστη έκφραση:

   --- Θα πω κι αυτό και μετά θα μπούμε σε κάτι πιο ανώδυνο κι ευχάριστο! και πλησιάζοντας στο κεφάλι του, του ψιθύρισε στ’ αυτί με κάποιο μικρό φόβο: Αν τύχει καμιά φορά και ξεσηκωθούν και οι εισαγόμενοι μετανάστες, οι ξένοι εργάτες θέλω να πω, φαντάζεσαι τι έχει να γίνει στη χώρα μας; Μήπως κι αυτοί δεν θεωρούν τους εαυτούς τους αδικημένους;

   Το ίδιο έκανε και ο βιβλιοπώλης, μίλησε σιγά για να του πει:

  --- Αν τύχει! Δεν το είχα σκεφτεί! Αλλά τώρα που μου το θύμισες αρχίζω και φοβάμαι! Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

   Ο Σοφοκλής  προσπάθησε να βρει ένα ευχάριστο θέμα για συζήτηση και σ’ αυτό τον βοήθησε το απόκομμα που διάβαζε ο βιβλιοπώλης και το είχε μπροστά του ενώ το βαστούσε με το δεξί του χέρι.

  --- Δε θα μου πεις τι είναι αυτό που διαβάζεις; τον ρώτησε μ΄ ένα παρακαλεστό και αστείο τρόπο κι έσπευσε να ρίξει με αξιοπρεπές ύφος τα μάτια του πάνω στο κείμενο.

  Εκείνος του είπε: 

   --- Απ’ ότι κατάλαβα ένας κριτικός που υπογράφει με το όνομα Νίκος Ράβδης έκανε κακή κριτική στο βιβλίο ενός λογοτέχνη που λέγεται Τάκης Καρακώστας. Κάποιος αναγνώστης αντέδρασε και με κυνικό τρόπο τον στολίζει, ψάλλοντάς του τα εξ’ αμάξης. Έχει όμως υπογράψει με το ψευδώνυμο << βιβλιόφιλος >> κι αυτό εξόργισε μια ποιήτρια, φίλη του κριτικού που τον υποστηρίζει και γράφει κι αυτή τα δικά της ευτράπελα. Σου διαβάζω τι γράφει η φίλη του κριτικού: <<Δεν έχω τίποτα με το << βιβλιόφιλο>> και φυσικά δεν τον γνωρίζω. Ούτε συνηγορώ υπέρ του κριτικού. Άλλο σκοπό έχει το κείμενό μου κι άλλο με πίκρανε και με πλήγωσε. Η έλλειψη σεβασμού στους ηλικιωμένους συγγραφείς και η προσβολή στους αναγνώστες από το << βιβλιόφιλο >> με την ανέντιμη ανωνυμία του. Κρίμα! Η ανωνυμία του ήταν λάθος του μεγάλο! Τραγικό μπορώ να πω! Αχ, καλέ μου, << βιβλιόφιλε >> πρέπει να ξέρεις πως δεν εκτιμάται η ανωνυμία. Ήταν, είναι και θα είναι πάντα κατακριτέα κι επιλήψιμη. Μειώνει τον άνθρωπο και τον φέρνει, φίλε μου στο στάδιο του πιθήκου! Άφησε που είναι και έλλειψη λεβεντιάς!

   Εμείς οι μεγαλύτεροι στον καιρό μας είχαμε πάντα λεβεντιά. Σε ό,τι γράφαμε και γράφουμε και τώρα βάζουμε από κάτω φαρδιά πλατιά το όνομά μας κι ακόμη όταν θέλουμε να εκφραστούμε δυσάρεστα για κάποιον. Ποτέ δεν εκφραστήκαμε ανώνυμα. Είχαμε πάντα το θάρρος της γνώμης μας Κι ακόμη σαν καλός βιβλιόφιλος που είσαι και αγαπάς τα βιβλία είμαι σίγουρη πως θα έχεις διαβάσει Ηλία Ρούσικο. << Βόλτα στο φεγγάρι >> εκδόσεις Ν. Όρια. Λέει λοιπόν ο εξαίρετος αυτός συγγραφέας σε ένα κείμενό του << το να κατατάσσουμε τους ανθρώπους και δημιουργούς σε γενιές είναι μια πολύ βρώμικη ιστορία που αξίζει να την εξετάσει κανείς ως προς τον ακαδημαϊσμό της… αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος. Οι άνθρωποι δεν εντάσσονται σε γενιές και είμαι αντίθετος σ’ αυτές τις εντάξεις τις χρονικές >>. Τάδε έφη ο φιλόσοφος αυτός ο αυτοκράτορας της νεοελληνικής μας πεζογραφίας.

   Να σε ρωτήσω κάτι, αγαπητέ μου, << βιβλιόφιλε: >> Αν ένας είναι ογδόντα πέντε ετών δεν έχει το δικαίωμα να γράφει; Γιατί έτσι δε γράφεις κάπου στην επιστολή σου; << Η αλήθεια είναι τι να περιμένει κανείς από τον άνθρωπο που έχει μεταφυσικές αγωνίες και που πρέπει να σκέπτεται περισσότερο τη θεία μετάληψη παρά τα βιβλία >>. Ακόμα δεν θα έχει ξεφύγει από το << βιβλιόφιλο >> ο σπουδαίος Νικόλας Κατιμάς που στην ηλικία των ογδόντα δύο έγραψε το αριστούργημα << Μπλαχίν>> και κέρδισε το Απολλώνειο βραβείο που τόσοι μεγάλοι κριτικοί τον θαύμασαν όπως ο Ζαρίκας, ο Λεβάντης και ο Θαλέκας.

   Στα ενενήντα του χρόνια τον έβαλαν παμψηφεί στην ΕΕΛ και με χρήματα που του έδωσαν οι φίλοι του, έγραψε και εξέδωσε << το κίτρινο τσουκάλι>> και στα ενενήντα τρία του το << Άρης ο Μπίζας>> ενώ συνέχιζε να γράφει ως τα ενενήντα πέντε του που πέθανε γράφοντας.

   Τιμώντας λοιπόν τους μεγαλύτερους και όχι υβρίζοντάς τους, τιμούμε τον εαυτό μας, ωφελούμαστε και ωφελούμε τους ανθρώπους, συνολικά.

   Και πάλι ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες κι από τον << βιβλιόφιλο>> που ίσως τους πίκρανα αλλά να  ξέρει πως το έκανα γιατί όπως λέει και ο λαός μας <<όποιος μ’ αγαπά με κάνει και κλαίω>>. Κι εγώ επειδή τον αγαπώ το έκανα για να τον συμβουλεύσω! >>

   Εδώ σταμάτησε ο βιβλιοπώλης το διάβασμα και κοίταξε με αινιγματικό ύφος το Σοφοκλή να κρίνει όσα άκουσε και είχαν γραφεί δια πένας Μαρίας Γαρή. Ο δε Σοφοκλής η αλήθεια είναι πως είχε μπει στο κέφι με το αστείο ολίγον του πράγματος και του είπε:

   --- Ωραία τα λέει η γυναίκα αλλά ο κριτικός πριν βουτήξει την πένα του στη χολή αντί στο μυαλό του έπρεπε να προσέξει! Τους ξέρω εγώ αυτούς τους αγράμματους που νομιμοποιούνται κριτές και παντογνώστες των έργων τι βόρβορο κρύβει η ψυχή τους. Ελάχιστοι είναι οι καλοί και εκατοντάδες οι απαίδευτοι και κακοί που σκοτώνονται να ραμφίσουν σαν τα κοράκια το πτώμα, το κάθε έργο του δημιουργού, περνώντας το για πεταμένο ψοφίμι.

   --- Απ’ ότι λες, του είπε σιγανά κι επιφυλακτικά εκείνος, νομίζω πως δεν την θέλεις την κριτική!

   --- Δε λέω αυτό;! διαμαρτυρήθηκε ο Σοφοκλής. Αλλά εσύ το λες! Εγώ λέω πως δυο είναι τα μυθεύματα τα σχετικά με το ρόλο της κριτικής, πρώτον ότι ο κριτικός δε νομιμοποιείται να ασκήσει την κριτική του αφού ο ίδιος γράφει πολύ χειρότερη λογοτεχνία, άρα δεν είναι καλός συγγραφέας και γνώστης της τέχνης του λόγου και δεύτερον ότι ο κριτικός οφείλει να βοηθήσει το δημιουργό με τις συμβουλές του, και, τις υποδείξεις του να γράψει καλύτερα ή να δημιουργήσει ικανοποιητικότερα. Με λίγα λόγια να τον προτρέψει να βελτιωθεί μέσα από την κριτική του, δίνοντάς της και μια διδακτική λειτουργικότητα.

   --- Ποιος είναι καλός κριτικός κατά τη γνώμη σου;

   --- Δεν ξέρω! Εμένα μ’ ενδιαφέρει το κείμενο της κριτικής που θα γράψει ο κριτικός να έχει κάτι σημαντικό μέσα του να πει για το έργο, μια νέα πνευματική ουσία που δεν έχει το δικό μου ή άλλο έργο.

  --- Δύσκολο αυτό που λες πολύ! Οι περισσότεροι κριτικοί γράφουν μόνο για τα λάθη του βιβλίου ή οποιουδήποτε έργου! Ηδονίζονται να ταπεινώνουν και να μειώνουν τους δημιουργούς και στην προκειμένη περίπτωση αφού μιλάμε για βιβλίο, τους συγγραφείς.

   --- Το ξέρω γιατί είναι κομπλεξικοί τιμητές της δόξας  και της αναγνώρισης και το κάνουν με τον ανέντιμο αλλά εντυπωσιακό τρόπο της κακής γραφής που μειώνει το συγγραφέα και τον συκοφαντεί αλλά και ευχαριστεί τους κρυψίνους αναγνώστες.

  --- Θέλεις να πεις γι’ αυτούς τους κριτικούς που ζηλεύουν;

  --- Κι αυτούς αλλά  περισσότερο για εκείνους που λειτουργούν κάτω από μια ψυχονευρωτική ανισορροπία.

  --- Δηλαδή είναι τρελοί;

  --- Ε, όχι, να μη φτάνουμε ως εκεί και να τους αποδίδουμε νοσογόνες καταστάσεις αλλά προσπαθούν για λόγους προσωπικής φήμης να μετέχουν με την κριτική τους σε μια ερευνητική προσέγγιση του έργου. Όμως πέφτουν έξω γιατί η κριτική σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με αυτή, την ερμηνευτική προσέγγιση θέλω να πω.  

  --- Χρειάζονται όμως κι αυτοί!

  --- Όπως χρειαζόμαστε κι εμείς όλοι μας! Ο κριτικός διαβάζοντας το κείμενο για να το κρίνει, γράφει ένα δικό του. Καταλήγει δηλαδή στη γένεση ενός νέου κειμένου. Ότι και να πει στο κείμενο αυτό το βιβλίο δε χάνει τίποτα από την πνευματική του ουσία. Τώρα αν είναι καλό ή κακό θα το κρίνει ο χρόνος και ο αναγνώστης. Απλά, αν αξίζει το έργο δε θα το ανακαλύψει ο κριτικός. Αυτό είναι πλάνη. Η αξία και μόνο του έργου θα <το αναδείξει. Οι κριτικές καλύτερα να μη διαβάζονται, είναι υποκειμενικές εγωιστικές διαστροφές. Φέρνουν λεφτά στους εκδότες και λαδώνουν χρυσοφόρα τους γράφοντες αυτές. Μπορεί να είναι μια κορυφαία πράξη ελευθερίας της έκφρασης αλλά κρύβει παγίδες.

  Ο βιβλιοπώλης έγνεψε καταφατικά πως συμφωνούσε μαζί του κι αφού διέκοψαν για ελάχιστα δευτερόλεπτα τη συζήτηση ο Σοφοκλής επανήλθε για να συνεχίσει:

    --- Ακόμη πρέπει να ξέρεις πως η κριτική δεν κάνει το συγγραφέα ή τον ποιητή. Ο Σολωμός είναι αυτός που είναι γιατί τον έκαναν κάποιοι κριτικοί καλό με τις κριτικές τους; Όχι. Ένας δε μίζερος και απαίδευτος έγραψε σαν κυκλοφόρησε τον Εθνικό Ύμνο << πως μόνο ψήγματα σκουριάς και καθόλου χρυσού, περιέχουν οι στίχοι αυτού του ελάχιστου ποιητή! >>  Για τον Καβάφη ο Κατσίμπαλης έγραψε στην πολυσέλιδη επιστολή του στο Σεφέρη: << Τον συνάντησα και τον σιχάθηκα. Τι αντίθεση με τον Παλαμά! Και να υπάρχουν άνθρωποι που τον τιμούν να τον συγκρίνουν μαζί του. Α, σιχτίρ!... >>

    Το ίδιο έγινε και για τον Καρυωτάκη που οι εχθροί του επειδή έγραφε κακή κι απαισιόδοξη ποίηση τον ξαπόστειλαν εξορίζοντάς τον στην πνιγηρή Πρέβεζα και τον ανάγκασαν να αυτοκτονήσει ή μάλλον αυτοί τον σκότωσαν! Η ίδια εχθρική στάση με τη δική μας απέναντι σε πολλούς λογοτέχνες μας συνέβη και στο εξωτερικό και συμβαίνει ακόμη σε αυταρχικά και θεοκρατικά κράτη της Ασίας και της Αφρικής. Ποιος έχει ξεχάσει το διωγμό που υπέστη ο Μπωντλαίρ με τη δημοσίευση των ποιημάτων του, Τα άνθη του κακού, που θεωρήθηκαν προσβλητικά της δημοσίας αιδούς και μόνο το 1949 αποκαταστάθηκαν και συνέχισαν να εκδίδονται χωρίς παράνομες λύσεις κι απαγορεύσεις. Αλλά και ο Χένρι Μίλλερ τι τράβηξε με τον Τροπικό του Καρκίνου και τον Τροπικό του Αιγόκερω. Απαγορεύτηκαν ως πορνογραφικά στην Αμερική και δεν κυκλοφόρησαν παρά το 1960 ύστερα από μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες. Μήπως και ο Στάινμπεκ με τα  Σταφύλια της οργής δεν του έσουραν τα εξ’ αμάξης οι συντηρητικοί Αμερικανοί, που ούτε καν είχαν πατήσει στην Καλιφόρνια να δουν τι τραβούσαν οι φτωχοί που έχαναν τη γη τους και την καρπώνονταν οι μεγάλες εταιρείες και οι Τράπεζες.

   Με λίγα λόγια η κριτική του ενός για την αξία του έργου είναι μηδενική, ύποπτη και ύπουλη ως κι άχρηστος ακόμη. Η κριτική όμως των πολλών κι εννοώ των αναγνωστών είναι πάντα γόνιμη, αληθινή, καλοπροαίρετη και ωφέλιμη.

    Ο τελευταίος σαρκασμός προκάλεσε τα γέλια στο βιβλιοπώλη που προφανώς έδειξε ότι του άρεσε ο συλλογισμός του και ο περίτεχνος τρόπος που τον εκφράστηκε. Ωστόσο η περιέργεια για να μάθει κάτι από την κριτική που δεχόταν ο ίδιος για τα βιβλία του, τον έβαλε σε πειρασμό να τον ρωτήσει μ’ ένα τρόπο που έδειχνε καλόπιασμα μαζί κι εκδήλωση αγάπης. Έτσι του είπε:

   --- Τις κριτικές για τα βιβλία σου πώς τις αντιμετωπίζεις;

   --- Τις επώνυμες με καχυποψία, τις ανώνυμες εννοώντας των αναγνωστών μου με σεβασμό για την αλήθεια της γνώμης τους.

   --- Ως προς τα βραβεία τι θέση παίρνεις;

   --- Εφεύρεση των αστών λογοτεχνών και των οικονομικών κύκλων που εμπορεύονται το βιβλίο για να αλώνουν τις πολυτελείς αίθουσες και να γεύονται καλό φαγητό, ακριβά ποτά, ψεύτικες φιλοφρονήσεις με υπόκρουση βαρετών χειροκροτημάτων και να συνάπτουν ωφελιμιστικές σχέσεις. Ακόμη να κάνουν σχέσεις δουλείας και υποτακτικότητας με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, με πολιτικούς, με εκδοτικούς οίκους και με όλο το σινάφι της δήθεν καλής κοινωνίας που προστατεύει την τέχνη.

   Ο βιβλιοπώλης έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτά που άκουγε. Φαινόταν στα μάτια του που δε σάλευαν ούτε στιγμή από το Σοφοκλή. Και καρφωμένα να ήταν τέτοια ακινησία δεν θα την είχαν.

   Ο Σοφοκλής συνέχισε:

   --- Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός σ’ ένα ποίημα του λέει: << οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους δε βγαίνουν φοβούνται, δεν παραδίδουν τίποτα! >> Έχει δίκιο! Γιατί είναι όλοι τους στα σαλόνια! Δε γράφουν ποίηση!

  Εκείνος γέλασε και τον ρώτησε:

   --- Έχεις πάρει βραβείο;

   Τα μάτια του Σοφοκλή ζωήρεψαν κι αμέσως άρχισε ένα αργό και νωχελικό λίκνισμα στην καρέκλα.  Ένας θόρυβος που ακούστηκε έξω στο δρόμο, τον έκανε ν’ αργήσει να μιλήσει. Σαν όμως απλώθηκε σιωπή του είπε με φωνή που  έβγαινε με πόνο από τα μύχια της ψυχής του:

  --- Τιμήθηκα πέρσι, ναι, με το σημαντικό βραβείο για την προσφορά μου στα ελληνικά γράμματα κι ας μην έγραψαν κουβέντα οι εφημερίδες και δεν αναφέρθηκαν ούτε για το θεαθήναι σε μια αράδα μου τα πανηγυριώτικα κανάλια. Βέβαια δεν με τίμησαν σε πολυτελή αίθουσα υπό το βλέμμα γελοίων αξιωματούχων και ζουμερών κυριών και ούτε μου έδωσαν επίχρυση ή χάλκινη πλακέτα με στίχους του Καβάφη ή του Παλαμά, ούτε μου καρφίτσωσαν στο πέτο κάποιο τενεκεδένιο παράσημο με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Χρήματα δεν μου έδωσαν μήτε μου έστειλαν σε καλογραμμένο φάκελο επιστολή με περιεχόμενο δακρύβρεκτης εθνικής ευχαριστίας. Το εξαίρετο βραβείο μου το απένειμε ένας αναγνώστης μου, φτωχός εργάτης σιδηρουργείου, όπου μια μέρα συναντηθήκαμε τυχαία σ’ ένα χώρο υπαίθριας έκθεσης βιβλίου και αναγνωρίζοντάς με, με πλησίασε και αφού μου έσφιξε το χέρι, μου είπε με μια έκφραση ευεργετημένου προς τον ευεργέτη του: << το βιβλίο σου,  << Κουρασμένη πόλη >>,  μου κράτησε συντροφιά στο κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο που βρέθηκα για μια εγχείριση στο πόδι μου!  Ήταν υπέροχο και σ’ ευχαριστώ! >> Ύστερα με φίλησε πολλές φορές. Εγώ ένοιωσα τέτοια χαρά που νομίζω ούτε οι λογοτέχνες που πήραν το Νόμπελ δε θα την ένιωσαν! Να, λοιπόν ποιο ήταν το βραβείο μου!

  Ο βιβλιοπώλης φάνηκε να εντυπωσιάστηκε από τα λόγια του και του είπε γελώντας:

   --- Συμφωνώ μαζί σου! Πρέπει ν’ αλλάξει ο θεσμός των βραβείων και να μην γίνεται όπως το κάνουν τώρα οι γνωστοί να βραβεύουν τους γνωστούς και οι φίλοι τους φίλους! Να πάρει χαρακτήρα γιορτής όπου το καλό βιβλίο να διαφημίζεται και να προωθείται στις βιβλιοθήκες και στους αναγνώστες με μικρό κόστος και λιτή εμφάνιση. Ο σκοπός των βραβείων να έχει ωφελιμιστική χροιά και η επιτροπή βράβευσης να είναι ένας άμεμπτος οικοδεσπότης.

    Ο Σοφοκλής κάποια στιγμή σηκώθηκε και πλησίασε  τα ράφια. Τα κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον και διάβαζε στις ράχες τους, τους τίτλους τους όπως έκανε πάντα. Προς το τέλος του ραφιού σταμάτησε και παίρνοντας στα χέρια του τρία βιβλία τα έφερε και τα άφησε πάνω στο γραφείο του βιβλιοπώλη. Εκεί πριν ξεφυλλίσει το πρώτο που έγραφε στον τίτλο του << Ποιητικά έργα >> Κώστα Κατσαρού, άρχισε να απαγγέλλει θριαμβευτικά : << Μαβιά το δείλι, τα βουνά και πάνωθέ τους ρόδινα τα νέφη κι ο κόλπος κάτω ο ανοιχτός με δυο καίκια κάτασπρα λες, γνέφει… >> κι αμεσως συνέχισε: << Εκεί γελούν τα πέλαγα γλαυκά κι είναι τόσο τα χινόπωρα γλυκά, που ξεγελούν τις λεμονιές κι ανθίζουν >>.

   --- Κορυφαίος ποιητής της Κυπαρισσίας! ψιθύρισε και ετοιμάστηκε να ξεφυλλίσει με σεβασμό το δεύτερο βιβλίο. Η ποίησή του είναι καλή και διακατέχεται από απαισιοδοξία, αίσθηση του πόνου και αγάπη για τον άνθρωπο. Οι στίχοι του είναι καλοσμιλεμένοι, λεπτοί με μια έντονη μουσικότητα. Τον γνώρισα στα τελευταία χρόνια της ζωής του.  Ήταν κι αυτός ένας πρίγκιπας φλογερός όπως ο αδερφός του Μιχάλης.

   Ύστερα ξεφύλλισε το δεύτερο βιβλίο. Ήταν μια συλλογή με ποιήματα του Διονύση Πιτταρά, με τίτλο << Την πόλη μας τη Σήκωσαν οι άγριοι καιροί >>.

    Ο βιβλιοπώλής γεμάτος τρυφερότητα κι ευγένεια του έδωσε το έναυσμα, λέγοντάς του για να πει κάτι:

   --- Θα πεις και κάποιο στίχο του Πιτταρά! Δεν  μπορεί όλο και κάποιον θα θυμάσαι απέξω με τόσο διάβασμα που έχεις κάνει!

   Εκείνος δεν περίμενε να του το υπενθυμίσει. Έτσι ήδη είχε αρχίσει απαγγέλλοντας; << Την πόλη σου τη βγάλαν στο κουρμπέτι οι αδίσταχτοι καιροί. Την έντυσαν με ωραία φορέματα, της φόρεσαν βραχιόλια και σταυρούς για να περνιέται αθώα και καθαρή… >>

   Έδειχνε συγκινημένος, και. με δυσκολία συγκράτησε ένα δάκρυ που του κύλησε στο μάγουλο. Μετά σαν ξέφυγε τη συναισθηματική φόρτιση του είπε:

   --- Είχαμε πολλές και καλές στιγμές μαζί όσο ζούσε. Ήταν ένας υπέροχος και ωραίος άνθρωπος που έγραφε ρωμαλέους και ανατρεπτικούς στίχους. Είχε μεγάλο πάθος για κοινωνική προσφορά, και για δημιουργία ενώ είχε αναγάγει την αίσθηση της δικαιοσύνης σε κορωνίδα. Με μνήμη φορτωμένη από βιώματα του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου, της κοινωνικής αδικίας και της μίζερης πραγματικότητας, έδινε τις πνευματικές μάχες του για μια αξιοπρεπή ανθρώπινη ζωή! Όταν πέθανε κάποιος φίλος του, μου είπε: << Αυτός πάλεψε για να είμαστε εμείς πάντα κάτω απ’ τον ήλιο της αιώνιας ανθρωπιάς >>.

   Το τρίτο βιβλίο ήταν ένα ογκώδες με ωραίο αρχαιοπρεπές εξώφυλλο που έδειχνε κάποιο κτίριο της Αρχαίας Αθήνας και είχε τίτλο, << Αλαφροίσκιωτη πολιτεία >> του Ηλία Τσιμπλή.

   --- Αυτό το βιβλίο με εντυπωσίασε, συνέχισε ο Σοφοκλής γιατί ξεφεύγει από τα μονότονα και τα συνηθισμένα που μιλάνε συνέχεια με ανιαρό τρόπο για την καθημερινότητα και τα πάθη του ανθρώπου και δίνει μια άλλη διάσταση στα δρώμενα με τα κείμενα που περιλαμβάνει και είναι γραμμένα με στοχασμό, αυτογνωσία σκέψης και φιλοσοφικό προβληματισμό.  Με αφετηρία το λόγο των αρχαίων και σύγχρονων μελετητών, επιστημόνων και συγγραφέων, θίγει την κυριαρχία που πρέπει να έχει το πνεύμα  στις εκφάνσεις της ζωής μας και του πολιτισμού, ενώ τονίζει την προτεραιότητα που οφείλει να έχει η δημοκρατία σαν σύστημα διακυβέρνησης για την ευτυχία του ανθρώπου. Είναι ένα βιβλίο μόχθου και επίμονης δουλειάς που θα μείνει σαν παρακαταθήκη γνώσης στους επιγόνους Έλληνες. Με επίκεντρο πάντα την Ελλάδα ο συγγραφέας μας δίνει μέσα από τις σελίδες του πολύ φως και αισιοδοξία για το μέλλον.

    Ο βιβλιοπώλης τον άκουγε και τον θαύμαζε έτσι που μιλούσε με τόση αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ύστερα μετά από μια μικρή παύση που έγινε, τον ρώτησε με μια ευγενική κομψότητα:

   --- Εσύ πώς πας με το μυθιστόρημα πού γράφεις; Από την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε πέρασε αρκετός καιρός και πιστεύω θα το έχεις προχωρήσει. Είσαι ευχαριστημένος με το ρυθμό που γράφεις;

   Του απάντησε αμέσως, λέγοντάς του με μια μικρή απογοήτευση που διακρινόταν στα φωτεινά του μάτια:

    --- Με δυσκολεύει ένα μέρος που αναφέρεται στους Φράγκους.

    --- Στους Φράγκους, είπες; Γιατί;

    --- Γιατί πολλές αναφορές σ’ αυτούς λένε πως ενώ διψούσαν για κατάκτηση γης, πλούτου, σφαγές, λεηλασίες και βιασμούς γυναικών, άφησαν στην πατρίδα μας, πολιτισμό! Κι αυτό με μπερδεύει! Δηλαδή με λίγα λόγια οι καταχτητές αυτοί ήρθαν για εκπολιτιστικούς λόγους! Τι εθνική υποτέλεια και τι δουλικότητα σε ανώτερες φυλές δείχνει αυτή η δοξασία. Εγώ ξέρω πως από λίγα τοπωνύμια που σώζονται ως σήμερα και τα ερείπια της προσθήκης ενός τοίχου στο κάστρο της πόλης μας, τίποτα άλλο αξιόλογο δεν  άφησαν ή δημιούργησαν. Με λίγα λόγια η Φραγκοκρατία ήταν μια από τις μελανότερες στιγμές της πατρίδας μας αλλά και της περιοχής μας.

   --- Και πώς θα βρεις την αλήθεια εκείνης της σκοτεινής εποχής;

   --- Διαβάζω κάποια απαγορευμένα βιβλία και κάποια κρυμμένα έγγραφα. Ελπίζω να βρω την άκρη.

   --- Παρά όμως τις δυσκολίες, πιστεύω πως θα το έχεις προχωρήσει αρκετά.

   ---  Ναι. Έχω γράψει τριακόσιες σελίδες και θέλω ακόμη άλλες τόσες!

   --- Μεγάλο μυθιστόρημα!

   --- Ογκώδες! Μου το ζήτησε το ίδιο το κείμενο. Μπορούσα ν’ αρνηθώ;

   --- Όχι!

   --- Άφησε που είμαι και αργός στο γράψιμο κι αυτό με κουράζει. Όλη μέρα έχει τύχει να γράψω μια σελίδα! Συνήθως γράφω κοντά στις δέκα. Οι ώρες μου  που γράφω είναι λίγες. Δύο έως τρεις το εικοσιτετράωρο. Έχω δυστοκία κι αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό.

   ---Καλό είναι! Γι’ αυτό προσέχεις τα κείμενά σου! Στέκεσαι στην ποιότητα κι όχι στην ποσότητα.

   --- Όμως με κουράζει αυτή η αργοπορία της γραφής που μοιάζει σαν αργό βάδισμα της χελώνας.

   --- Σίγουρα, ναι, αλλά κάτι  θα κερδίζεις;

   --- Ναι, το καλό ύφος και τη σωστή γλώσσα.

   --- Τα προσέχεις πολύ αυτά τα δύο.

   --- Είναι η ουσία του μυθιστορήματος και βασικά του στοιχεία.

   --- Το ύφος… και η… μονολογούσε ο βιβλιοπώλης και ο Σοφοκλής ξαναμπήκε στη συζήτηση και τον διέκοψε, λέγοντας:

   --- Το ύφος είναι κάτι σαν την ταυτότητα. Όπως σε αναγνωρίζει κάποιος δείχνοντάς του την ταυτότητα έτσι και ο συγγραφέας αναγνωρίζεται από το ύφος του σαν τον διαβάζει ο αναγνώστης. Θα σου πω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις τι εννοώ. Κάποτε έπεσε στα χέρια μου ένα κείμενο δυο σελίδων από απόσπασμα κάποιου μυθιστορήματος ενός από τους κορυφαίους πεζογράφους της πατρίδας μας. Διάβασα την πρώτη παράγραφο και είπα μέσα μου: << Αυτό το ύφος είναι πολύ γνώριμο ας προχωρήσω >>. Τελειώνοντας και τη δεύτερη παράγραφο, σκέφτηκα με μεγάλη βεβαιότητα: << Κείμενο του Καζαντζάκη είναι >> και γύρισα τις σελίδες να διαβάσω το όνομα στο κάτω μέρος. Πράγματι το κείμενο είχε την υπογραφή του! Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που μόνο από το ύφος γνώρισα το συγγραφέα. Το ύφος να ξέρεις όπως σου είπα τον ξεχωρίζει. Είναι κάτι προσωπικό του που δυστυχώς δεν το έχουν πολλοί συγγραφείς. Ελάχιστοι το έχουν. Και για να το αποκτήσεις χρειάζεται παιδεία, προσπάθεια, δοκιμές και φαντασία, εκτός από το έμφυτο ταλέντο.

   --- Για τη γλώσσα, τι έχεις να πεις;

   --- Κι αυτή πάει μαζί με το ύφος. Για να γράψεις καλά πρέπει να ξέρεις άριστα τη γλώσσα, να τη μιλάς σωστά και να τη χειρίζεσαι θαυμάσια. Ακόμη  πρέπει να ξέρεις πλούτο από λέξεις, παραδοσιακές, ξεχασμένες, νεκρές, λέξεις του υποκόσμου, αργκό ως και κακόηχες και τις κοινές των κακόφημων χώρων, του πεζοδρομίου και της αλάνας. Επί πλέον και οι νεωτερίζουσες λέξεις, οι σύγχρονες και μοντέρνες δεν πρέπει να λείπουν από το ρεπερτόριο του συγγραφέα και οφείλει να τις χρησιμοποιεί όταν χρειαστεί. Όλες αυτές όμως τις λέξεις πρέπει να τις βάζει στην πρόταση ταιριαχτά κι όχι σκόρπιες αλλοιώνοντας το νόημα και τη δομή της. Να χτίζει δηλαδή την πρόταση με αρχιτεκτονικό ρυθμό όπως έχτισε ο Φειδίας τους κίονες του Παρθενώνα. Γιατί και το πεζογράφημα είναι ένα πνευματικό οικοδόμημα που θέλει υλικό για να φτιαχτεί κι αυτό δεν είναι άλλο από τη γλώσσα με τις λέξεις και τον αρχιτέκτονά του το συγγραφέα.

   --- Όμως οι λέξεις δεν κάνουν το έργο! Η αρχιτεκτονική του, ναι!

   --- Οι λέξεις όχι, αλλά η γλώσσα, ναι! Άλλο το ένα, άλλο το άλλο! Οι λέξεις δίνουν έννοιες η γλώσσα νόημα!

   --- Μπορεί τότε να χαρακτηριστεί ένα έργο που δεν έχει πλούτο λέξεων

κακό;

   --- Όχι! Ο Καβάφης σε όλα τα ποιήματά του χρησιμοποίησε 3. 500 λέξεις ενώ ο Ελύτης 8. 500 λέξεις!   Και οι δυο είναι άριστοι ποιητής! Αλλά στην ποίηση  του Καβάφη μπορούμε να μιλήσουμε για << ένδεια >> λέξεων και μόνο. Η ποιότητα δεν επηρεάστηκε γιατί τον ποιητή τον διέκρινε ασύγκριτη αρχιτεκτονική ικανότητα.

   --- Θαυμάσια! του είπε θριαμβευτικά ο βιβλιοπώλης και μ’ ένα θεατρινίστικο τρόπο τον ρώτησε:

   --- Η φαντασία τι ρόλο παίζει στη σύλληψη του έργου;

   --- Τεράστιο! Αν  έχεις δε και καλπάζουσα ακόμη καλύτερα! Τέτοια είχαν ο Ουγκώ, ο Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Καζαντζάκης, Καραγάτσης και άλλοι ξένοι και δικοί μας. Με λίγα λόγια ήταν καλοί παραμυθάδες! Αυτό είναι πεζογραφία και το μυθιστόρημα παραμύθι! Δηλαδή μύθος και πραγματικότητα που ντύνονται το ένδυμα της αληθοφάνειας! Μπορώ να σου  πω πως όλα τα μυθιστορήματα είναι ψέματα! Η τέχνη μας μιλάει με ψέματα! Αληθινά ψέματα όμοια με την πραγματικότητα! Αυτή  είναι η πεμπτουσία της τέχνης η μεταμόρφωση του κακού σε καλό!

   Πάνω στον πάγκο ένα βιβλίο που είχε στο εξώφυλλο έναν σκύλο σε όρθια στάση να βαστιέται από ένα χέρι και με τίτλο: << προστατέψτε τα! >>  έκανε εντύπωση στο Σοφοκλή που  το πήρε. Ύστερα αφού έριξε μια ματιά στην πρώτη του σελίδα, ξέχασε τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις και είπε με μάτια ορθάνοιχτα και ξερή φωνή:

   --- Θα το πάρω αυτό το βιβλίο και θα σου πω το λόγο. Θέλω να προστατέψω τα δυο γατάκια μου, μια μάνα με το παιδί της, και να τα γλιτώσω από τις αρρώστιες που μαστίζουν πολλά από τα ζώα της περιοχής μας. Και περισσότερο ο καρκίνος εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης των φυτοφαρμάκων. Έτσι δεν απειλεί πλέον μόνο εμάς τους ανθρώπους αλλά κι αυτά τα αθώα κι άκακα πλάσματα.

    Και  με διάθεση αφηγηματικού οίστρου να του συνεχίσει την κουβέντα, τον ρώτησε σφίγγοντας στα χέρια του το βιβλίο:

    --- Θέλεις ν’ ακούσεις μια ιστορία μ’ ένα σκύλο;

    Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Ο Σοφοκλής άρχισε:

    --- Υπήρχε στην περίφραξη του κήπου μια τρύπα την οποία είχε ανακαλύψει ένας εύρωστος και φιλικός σκύλος και σαν την χρησιμοποιούσε για είσοδο με επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα. Γίναμε φίλοι, τον φρόντιζα, τον τάιζα και περνούσαμε αρκετές όμορφες στιγμές μαζί παίζοντας. Ένα μεσημέρι όμως  σε μια από τις επισκέψεις του, τυχαία είδα πάνω στη ράχη του μια μικρή πληγή με ελαφριά αραίωση του τριχώματος. Ανησύχησα και λίγες μέρες αργότερα η ανησυχία μου βγήκε αληθινή αφού από την εμπειρία μου διέγνωσα και το επιβεβαίωσε και ο κτηνίατρος, πως ήταν σαρκώδες καρκίνωμα μια μορφή καρκίνου που ήταν στο πρώτο στάδιο. ΄        Όμως αυτή η αρρώστια του δεν τον εμπόδιζε να με επισκέπτεται και να περνάμε μαζί υπέροχες στιγμές. Με τη σχετική ιατρική φροντίδα που μου συνέστησε ο κτηνίατρος ο σκύλος πήγαινε καλύτερα  κι όλα έδειχναν πως η επάρατος νόσος είχε μείνει στάσιμη χωρίς μεταστάσεις σε άλλο σημείο του σώματος του σκύλου.

    Αυτό λοιπόν το υπέροχο σκυλί πριν μια βδομάδα το βρήκα σκοτωμένο στον κήπο μου, ακριβώς στο ίδιο μέρος που συναντιόμαστε και κάναμε τα παιχνίδια μας. Κάποιο βάρβαρο ανθρώπινο κτήνος το εκτέλεσε με πρωτοφανή αγριότητα, χτυπώντας το πιθανόν με ρόπαλο ή με πέτρα στο κεφάλι που το άφησε στον τόπο. Λυπήθηκα πολύ, το έθαψα στον κήπο μου και σαν το θυμάμαι μια απέραντη θλίψη κι ένας αβάσταχτος πόνος με κυριεύει.

    --- Κάποιος κανάγιας το έκανε, απ’ αυτούς που τριγυρνάνε άσκοπα και δε σέβονται τίποτα, ψέλλισε ο βιβλιοπώλης δείχνοντας οργισμένος.

   --- Γι’ αυτό θα πάρω αυτό το βιβλίο, είπε ο Σοφοκλής, να εφαρμόσω αυτά που λέει στις δυο μου γάτες και να τις γλιτώσω από την παλιοαρρώστια. Γιατί ένα άλλο μικρό γατάκι ψόφησε κι αυτό από την αρρώστια του σκύλου. Θα προσπαθήσω λοιπόν να ελαχιστοποιήσω τις πιθανότητες να προσβληθούν από το είδος αυτό του καρκίνου οι δυο μου γάτες εφαρμόζοντας τις συμβουλές του.

   --- Εγώ είχα κάποτε, συνέχισε τώρα ο βιβλιοπώλης να λέει τη δική του ιστορία, ένα σκυλί κυνηγιάρικο που αρρώστησε και ψόφησε γιατί ήπιε μολυσμένο νερό από μια ύποπτη πηγή νότια της πόλης. Είχε φαίνεται τοξικές ουσίες που το σκότωσαν. Ακούστηκε για αρσενικό ή μόλυβδο. Ακόμη ίσως και να περιείχε και νιτρικά βακτήρια που κι αυτά είναι επικίνδυνα. Έτσι το σκυλάκι που έχω τώρα για να μην πάθει τα ίδια και το χάσω του δίνω εμφιαλωμένο νερό!

   --- Αυτό το σκυλί που ψόφησε, συνέχισε ο Σοφοκλής, έχω την εντύπωση πως αρρώστησε εξαιτίας των ζιζανιοκτόνων φαρμάκων. Αυτά του προξένησαν τον καρκίνο. Ζούσε ελεύθερο μέσα στις καλλιέργειες και ερχόταν σε επαφή με ψεκασμένα φυτά ενώ έτρωγε και ψόφια πουλιά. Σίγουρα  ανέπτυξε καρκινικά λεμφώματα. Έτσι εξηγείται ο καρκίνος που απόκτησε. Υπεύθυνη είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος και μόνο.

  --- Δυστυχώς! Πολλά είναι εκείνα που απειλούν την υγεία και των ανθρώπων αλλά και των ζώων!

  --- Πολλά που η προστασία και των με και τα των δε καταντά ανίσχυρη και ανύπαρκτη.  Φαίνεται πως από εδώ και μπρος θα γλιτώσει ό,τι έχει σχέση με την τύχη!

  Εκείνη τη στιγμή μεγάλος αριθμός αγροτών περνούσαν έξω από το μαγαζί και με  φωνές και τα συνθήματα, έστριβαν και κατηφόριζαν για την Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι αστυνομικοί άδικα πάσκιζαν να τους εμποδίσουν κι όσο κι αν τους απωθούσαν  και τους ανέμιζαν τα γκλομπς ίσια κατά πάνω τους.

   --- Οχ! έκανε  φοβισμένος ο βιβλιοπώλης και φάνηκε να ντράπηκε για την έκφρασή του αυτή που είχε κάποια αγανάκτηση παρά συμπάθεια για τους εξεγερμένους. Φαίνεται έρχονται από το δημαρχείο και πηγαίνουν στην Αγροτική  Ένωση   για να δημιουργήσουν επεισόδια και ταραχές. Εκεί ξέρεις είναι και το άντρο των εταιρειών που πουλάνε φυτοφάρμακα, το κτίριο που μαζεύονται οι έμποροι, οι μεσάζοντες και οι πάσης φύσεως εκμεταλλευτές των αγροτών και των εργατών. Το χρήμα που παίζεται σ’ εκείνο το μέρος μετριέται σε εκατομμύρια ευρώ. Ως και οι τράπεζες που είναι στημένες τριγύρω, σιγοντάρουν στο τζίρο.

  Ο Σοφοκλής σηκώθηκε και λέγοντας ένα << γεια >> στο βιβλιοπώλη στάθηκε λίγο στην πόρτα και μετά βγήκε φουριόζος έξω, ακολουθώντας τους διαδηλωτές.

  --- Πού πας; του φώναξε αυτός ξαφνιασμένος αλλά απόκριση δεν πήρε. Ήδη ο Σοφοκλής είχε προχωρήσει αρκετά μέτρα.

   Δίπλα του προχωρούσε ένας διαδηλωτής  μέχρι τριάντα χρονών και φορούσε ένα μπλε παλιό καπέλο βρώμικο, μαύρο πουκάμισο και τζιν παντελόνι με μπαλώματα στα γόνατα  όπου το συγκρατούσε μια φαρδιά φθαρμένη πλαστική λουρίδα. Τα αθλητικά παπούτσια του ήταν σκισμένα μπροστά στις μύτες και οι σόλες τους ήταν λειωμένες από τη μακρόχρονη χρήση. Το στέρνο του ήταν φουσκωτό, τα πόδια του αδύνατα ενώ έδειχνε να έχει γερά σκέλια και μπράτσα ατσάλινα. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και ηλιοκαμένο ενώ αραιά γενάκια ξεπηδούσαν στο πηγούνι του και του έδιναν μια άγρια γραφική όψη.   Τα μάτια του ζωηρά, καφετιά, έδειχναν αποφασιστικότητα και γενναιότητα. Μικρές ρυτίδες αχτιδωτές στην κόχη τους του προσέδιδαν σεβασμό ενώ τα χείλη του ήταν σαρκώδη και πεταχτά στο χρώμα του κόκκινου.

    Κρατούσε ένα πανό από σακούλα  λιπάσματος που είχε γράψει με μαύρα κεφαλαία γράμματα: << ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΡΩΝΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΌ ΕΜΑΣ >> και σαν έφτασε στην πόρτα της Αγροτικής Ένωσης, σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα σωρό από γεμάτα σακιά αλεύρι και κραδαίνοντας το πανό πέρα δώθε, έλεγε συνθήματα και ξεσήκωνε τους διαδηλωτές που όσο περνούσε η ώρα μαζεύονταν περισσότεροι.  

    Την ίδια στιγμή που ο διαδηλωτής αυτός ξεσήκωνε τους άλλους με τις φωνές του, ένας άλλος άντρας της ηλικίας του ήρθε και στάθηκε κοντά του στην ανοιχτή πόρτα του κτιρίου.  Ήταν κοντός, αδύνατος με κινήσεις γρήγορες και σπασμωδικές κι έδειχνε ανήσυχος και προβληματισμένος. Το γαλάζιο φθηνό του παντελόνι του ήταν λερωμένο και ξεβαμμένο ενώ το πουκάμισό του στους αγκώνες φαινόταν τρύπιο. Το ίδιο βρώμικο και λερωμένο ήταν και το καπέλο του με το γείσο του ξηλωμένο και κρεμασμένο στο αριστερό μάτι του, κρύβοντάς το ελαφρά. Το πρόσωπό του ήταν ασυνήθιστο και είχε την όψη του καβγατζή και του άντρα που ψάχνει την αιτία να κάνει φασαρία για ψύλλου πήδημα. Αυτός λοιπόν ο άντρας κρατούσε στο χέρι του ένα τσουβάλι ποτισμένο βενζίνη ενώ στο άλλο έναν αναπτήρα φτηνό υγραερίου και με μια κίνηση αιφνιδιασμού έβαλε φωτιά στο ποτισμένο σακί ρίχνοντάς το ύστερα με μια ηχηρή βρισιά μπροστά την πόρτα του κτιρίου. Οι φλόγες αμέσως αναπήδησαν κι έριχναν τρεμάμενους ίσκιους  πάνω στα φλεγόμενα  κουτιά, έπιπλα, χαρτοκιβώτια, πλαστικά, φυτοφάρμακα και πάσης φύσεως στοιβαγμένα ζιζανιοκτόνα και μυκητοκτόνα. Ο χώρος σκοτείνιασε και ο καπνός ξεπηδούσε μαύρος και πυκνός από τα ανοιχτά παράθυρα και τις εξόδους του ισογείου που προφανώς χρησιμοποιούταν για αποθήκη. Οι στάχτες αιωρούνταν στον αέρα, ο θόρυβος της καύσης μεγάλωνε και η καταστροφή έπαιρνε διαστάσεις απρόβλεπτες..

  Πολλοί από τους διαδηλωτές  τροφοδοτούσαν τη φωτιά, ρίχνοντας ξύλα και σπρώχνοντας παρατημένα σανίδια ή χαρτόκουτα που βρίσκονταν στον εξωτερικό χώρο του κτηρίου και προορίζοντας για συσκευασίες των κηπευτικών. Και όσο οι φλόγες έγλειφαν και κατέτρωγαν ότι έβρισκαν μπροστά τους αυτοί φώναζαν συνθήματα και ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές. Όμως σε λίγο πλάκωσαν τα οχήματα της πυροσβεστικής και δυο αυτοκίνητα της αστυνομίας. Ο θόρυβος από τις σειρήνες   έτρεψε

τους διαδηλωτές σε φυγή.  Σαν στάθμευσαν τα πυροσβεστικά οι πυροσβέστες άρχισαν να σβήνουν τη φωτιά και οι αστυνομικοί να συλλαμβάνουν κάποιους που τους θεωρούσαν ενόχους του εμπρησμού. Όμως γρήγορα τους άφησαν ελεύθερους αφού κανένα στοιχείο δεν τους βάραινε. Σε λίγη ώρα η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο και τα οχήματα και των δυο σωμάτων έφυγαν με δυνατό θόρυβο πάνω στην άσφαλτο καθώς κυλούσαν με τις μηχανές τους με πρωτοφανές σπριντάρισμα.

   Ο Σοφοκλής στο απέναντι πεζοδρόμιο τα είδε όλα αυτά και ξεφυσούσε από οργή για τα διαδραματιζόμενα. Δεν ήταν με το μέρος κανενός και θλιβόταν που η  κατάσταση είχε πάρει τέτοια βάρβαρη εκτροπή.

   << Χριστέ και Κύριε! >> ψιθύρισε σαν έφυγε και το τελευταίο πυροσβεστικό όχημα και στρίβοντας σ’ ένα έρημο δρόμο απομακρύνθηκε από το μέρος που γίνονταν οι συμπλοκές με τη σκέψη να πάει στο σπίτι του.

    Είχε γυρίσει απόγευμα και ο ήλιος του καλοκαιριού έκαιγε αφόρητα και τον ζάλισε ανελέητα. Στους δρόμους η κίνηση ήταν μικρή  και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν από τα παλιά σαράβαλα αμάξια των εργατών που μούγκριζαν ξεφυσώντας επιστρέφοντας από τις δουλειές τους. Έφτανε τώρα στο σπίτι του  ενώ του έμενε να διασχίσει τη μικρή πλατεία  πριν περάσει κάθετα το κεντρικό δρόμο και πάρει το στριφτό δρομάκι που θα τον έβγαζε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του.

    Εδώ τον περίμενε μια έκπληξη που τον σοκάρισε τόσο που νόμισε πως βρισκόταν την κόλαση. Μια σκηνή ξεχώριζε στο άδειο μέρος της πλατείας προς το βορινό σημείο  όπου μπόρεσε και διέκρινε μερικούς ανθρώπους σ΄ ένα ενιαίο σύμπλεγμα μέσα σε σκουπίδια, στρωσίδια και ξεχαρβαλωμένα παλιοσίδερα να κοιμούνται και να συζητούν ο ένας ασφυκτικά σφιγμένος πάνω στον άλλο. << Άλλη μια μικρή συνοικία της κόλασης από τις τόσες που υπάρχουν στην επαρχία μας >> σκέφτηκε και σαν προσπέρασε κατηφόρισε για το σπίτι του.

   Σαν έφτασε, έφαγε λιτά, ξάπλωσε μισή ώρα και στρώθηκε στη δουλειά. Είχε πολλά πράγματα να κάνει  κι αυτό τον έκανε να δουλέψει συστηματικά για να τελειώσει κάποια απ’ αυτά. Όσο για το μυθιστόρημα που έγραφε, αυτό δεν τον ανησυχούσε και θα το συνέχιζε την επόμενη σαν θα πήγαινε στο σπίτι του φίλου του στην πάνω πόλη. Για εκείνη τη στιγμή επείγον είχαν μερικές επιστολές που έπρεπε να τις διαβάσει και να βρει κάποιες πληροφορίες που χρειαζόταν για το μυθιστόρημά του, σχετικές με τους Φράγκους που ανέφερε σε κάποιο κεφάλαιο του μύθου γι’ αυτούς.  Όμως φάνηκε τυχερός γιατί πριν καταφύγει σε βιβλία ή σε εγκυκλοπαίδειες, τον λύτρωσε ένα σημείωμα που υπήρχε στο φάκελο των σημειώσεών του, ποιος ξέρει από πότε ήταν εκεί και το είχε ξεχάσει, που  με την πρώτη ματιά βρήκε αυτό που ήθελε. Έτσι με χαρά διάβασε τα γράμματά του που ο ίδιος είχε σημειώσει προ πολλού στο περιθώριο που ανέφεραν περιληπτικά : << το 205 φτάνουν στην περιοχή οι πρώτοι Φράγκοι. Θέλοντας να διαδώσουν τη δική του θρησκεία καταλάμβαναν και μετέτρεπαν τις  ορθόδοξες εκκλησίες σε δικές τους ή έκτιζαν καινούριες >>. << Επί τέλους βρήκα αυτό που ήθελα να συμπληρώσω στο μυθιστόρημα! >> αναφώνησε πανευτυχής και έβαλε το χαρτί στα << υπόψιν >>  ενώ πήρε το φάκελο με τα <<εξερχόμενα>> και τον άνοιξε.

    Έβγαλε από μέσα μια επιστολή από ένας καθηγητή που του έγραφε σχετικά για το τελευταίο του μυθιστόρημα και ένιωσε την ανάγκη να την ξαναδιαβάσει με σκοπό να του απαντήσει. Η ιδέα αυτή να του απαντήσει του καρφώθηκε ύστερα από την ευγένεια που περιείχε η γραφή του και η επιμονή του να τον συγκαταλέγει στους αναγνώστες και στα επόμενα βιβλία του. Τόσο πολύ του άρεσε, του έγραφε.

    Αυτός λοιπόν ο εξαίρετος αναγνώστης και διανοούμενος του έλεγε μέσες άκρες, πως δεν είναι κριτικός βιβλίου ούτε φιλοδοξεί να γίνει αλλά πίστευε πως είχε την κριτική δυνατότητα και ικανότητα διαβάζοντας ένα βιβλίο όπως και το δικό του << Η παιδεία στο απόσπασμα >> να βγάλει τα δικά του ταπεινά συμπεράσματα για την αξία του έργου του. Δε διακατεχόταν από μεγάλες βεβαιότητες πως αυτά που συμπέραινε ήταν  σωστά και σπουδαία, αλλά μπορούσε να τα στηρίξει με μερικές διαπιστώσεις κι αυτό έκανε σχετικά με το βιβλίο του. Του έλεγε λοιπόν πως το βιβλίο του δεν ήταν συμπίλημα, και αξίζει να προσέχουμε τη θεωρία εκείνων των ανθρώπων που ξέρουν καλά και πολλά και τα  εφαρμόζουν και στην πράξη, όπως τέτοιοι ήταν πολλοί κι από τους ήρωες του βιβλίου του. Ακόμη του έγραφε, <<πως δεν είναι εύκολες οι θύρες σαν η χρεία τες κρουταλεί >>. Δηλαδή δεν μπορείς να περάσεις εύκολα τις πόρτες της ανανέωσης όταν υπάρχει πνευματική ένδεια, σκουριά χρόνων, βόλεμα, εξαχρείωση, ατομικισμός και σιχαμερή ιδιοτέλεια στην κοινωνία. Περισσότερο δε όταν καμιά ιδρυτική συνθήκη της ανθρωπότητας δεν έχει υπογραφεί με βάση τη γνήσια κι αμερόληπτη αγάπη για τους νέους.

    << Θα του γράψω δυο ευχαριστήρια λόγια >> ψιθύρισε και πήρε χαρτί και στυλό. Σε πέντε λεπτά είχε σφραγίσει την επιστολή και την έβαλε στο φάκελο με τα << εξερχόμενα >> να λάβει την άγουσα για το ταχυδρομείο. Το πρωί σαν έκανε τον περίπατό του στην πόλη θα το ταχυδρομούσε ο ίδιος.

      Μετά θυμήθηκε πως  έπρεπε  να γράψει  και στο περιοδικό << Πνευματική Όαση  >> μια μικρή επιστολή και να ζητάει από το διευθυντή του τη διακοπή της αποστολής του. Και τούτο γιατί δεν έμενε ικανοποιημένος από το περιεχόμενο της ύλης του αλλά και από τη μεταχείριση της διεύθυνσης που τον αγνοούσε και σπάνια δημοσίευε τα διηγήματά του. Συνήθως οι λογοτέχνες που δημοσίευαν τα κείμενά τους ήταν μέτριοι ή κακοί, οι δε καλοί ελάχιστοι και  μεσουρανούσε η χαμηλή ποιότητα, η βιωματική ανίερη γραφή και οι προσωπικές καθημερινές σχέσεις των ηρώων, άτεχνα δοσμένες. Η δε ποίησή του ήταν κακή, χωρίς ρυθμό και μέτρο, μια πεζογραφική ατελής στιχουργία με πολλά << αχ>> και << βαχ>> των ποιητών, γερασμένων ανθρώπων προφανώς που έβρισκαν στους στίχους παρηγοριά στις μεταφυσικές αγωνίες τους.

   Ο Σοφοκλής τίποτα δε διάβαζε απ’ όλα αυτά τα κακόγουστα κείμενα και ποιήματα που γέμιζαν τις σελίδες του περιοδικού. Απλά το ξεφύλλιζε και σταχυολογώντας στην τύχη κανένα στίχο ή καμιά παράγραφο από τα πεζά κείμενα, κουνούσε απελπιστικά το κεφάλι του, ψιθυρίζοντας με χιούμορ: << ο κάθε Έλληνας θέλει να γίνει ποιητής ή πεζογράφος! Αλίμονο στην τέχνη, θα γονατίσει με τόσες εραστές! >>

   Έτσι αφού αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία του με το περιοδικό, έμενε τώρα να συντάξει το κείμενο της επιστολής με τέτοιο τρόπο που να μη θίξει τόσο την ιστορία του περιοδικού όσο και τη διεύθυνσή του που είχε αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, μερικούς από τους οποίους διατηρούσε καλές σχέσεις. Γέλασε κάποια στιγμή και σκέφτηκε: << Θα τους γράψω πως τυφλώθηκα και δεν μπορώ να διαβάσω άλλο! >>  Δεν το βρήκε σοβαρό αλλά αστείο, τόσο όσο έπρεπε για να τον ρεζιλέψει στα μάτια των ανθρώπων του περιοδικού και να μην τον πιστέψουν αφού ήξεραν πως ήταν ακόμη νέος και δεν τον είχαν πάρει σβάρνα τα γηρατειά με τα μύρια κακά τους! << Τότε θα τους γράψω αυτό! >> μουρμούρισε και εξεδήλωσε τη σκέψη του: << Θα τους γράψω πως λόγω έλλειψης χρόνου δεν μπορώ να διαβάσω πλέον τίποτα!  Η αφοσίωσή μου στη συγγραφή μιας σειράς μυθιστορημάτων μου στερεί τον ελεύθερο χρόνο και με θέλει σκλάβο της. Λυπάμαι κι ευχαριστώ για τη συνεργασία! >>

   Έλαμπε από χαρά σαν ολοκλήρωσε τη σκέψη του και τη βρήκε αληθοφανή. Έτσι γρήγορα την έγραψε στο χαρτί. Άλλη μια επιστολή που ήταν προς ταχυδρόμηση την ταχτοποίησε κι αυτή στα << εξερχόμενα >> μένοντας σκεφτικός σαν κάτι κι άλλο να ετοίμαζε στο νου του. Και πράγματι έτσι ήταν. Την προετοιμασία την είχε κάνει από καιρό στο μυαλό του και τώρα το μόνο που απόμενε ήταν η εκτέλεση της απόφασης. Έπρεπε να κλείσει τους λογαριασμούς του και μ’ ένα άλλο λογοτεχνικό περιοδικό τη << Γραφή >> που παραδόξως ενώ ήταν καλό στο ξεκίνημά του εδώ και λίγο καιρό είχε αλλάξει πορεία προς τα χείριστα και είχε καταλήξει να γράφει σ’ αυτό μια κλειστή λογοτεχνική κλίκα, με σκουριασμένες ιδέες και αχαλίνωτο συντηρητισμό. Με λίγα λόγια μια άσημη οικογενειοκρατία έγραφε επί παντός επιστητού, αφήνοντας έξω από τις σελίδες του περιοδικού τρανταχτούς πεζογράφους, άριστους διηγηματογράφους και καταξιωμένους ποιητές.  Τα θέματα που πρόβαλε ήταν κυρίως βασισμένα σε δυο άξονες. Ο ένας έγραφε για τους ήρωες του 1821 και τις μάχες του κι ο άλλος αναφερόταν στο δημοτικό τραγούδι. Ακόμη τρεις φορές το χρόνο  από τις τέσσερις που έβγαινε το περιοδικό, είχε ειδικό αφιέρωμα στα γεφύρια της περιοχής και άλλες  δυο στα κάστρα του νομού. Θέματα πασίγνωστα και πολυδιαβασμένα που ελάχιστοι αναγνώστες τα διάβαζαν και συγκινιόταν. Γι’ αυτό οι επιστροφές του περιοδικού ήταν πολλές και τα παράπονά των αναγνωστών για την κακή του ύλη πλήθαιναν από μέρα σε μέρα.

   Όσο για τη συνεργασία του Σοφοκλή με το περιοδικό μόνο άθλια μπορεί να χαρακτηριστεί. Σπάνια έβαζαν τα διηγήματά του κι αν το έκαναν,  δημοσίευαν ένα μόνο το χρόνο. Το επαναστατικό και ρωμαλέο ύφος του μαζί με την προοδευτικότητα των ιδεών του τον καθιστούσαν << επικίνδυνο >> συγγραφέα και συνάμα << κομμένο>> από την ύλη του περιοδικού. Κι αυτό σύμφωνα με τη γνώμη της συντακτικής επιτροπής που ήταν συντηρητική στο έπακρον. Κάποτε  που είχε στείλει ένα ερωτικό διήγημα με τίτλο << Άρωμα γυναίκας >>  του το επέστρεψαν με την ένδειξη << απαράδεκτο >> ενώ στο σημείωμα της επιστολής τού έγραφαν με ελληνορθόδοξη νοοτροπία, << το διήγημά σας, δυστυχώς δεν πληροί τους χρηστούς όρους του περιοδικού μας που είναι ο σεβασμός των αναγνωστών και η προφύλαξή τους από ό,τι θεωρείται άσεμνο κείμενο και αμφιβόλου ηθικής >>.

    Για όλα αυτά αποφάσισε όπως αναφέραμε να διακόψει τη συνεργασία με το περιοδικό γιατί θεώρησε πως η προσφορά του ήταν ανώφελη κι άδικα έχανε το χρόνο του να γράφει γι’ αυτό αλλά και να το παίρνει διαβάζοντας τις σελίδες του.

   Έτσι άρχισε να γράφει: << Κύριοι, δε θέλω να μου ξαναστείλετε το περιοδικό γιατί είναι φτωχό σε περιεχόμενο κι αξιοθρήνητο σε ιδέες. Όσο το διαβάζω γίνομαι χειρότερος ενώ θέλω να γίνομαι καλύτερος. Αν βάζατε ελάχιστα ψήγματα πνευματικού χρυσού μέσα στις σελίδες του… Είναι όμως ακριβός το ξέρω και σας λείπει το αντίτιμο της αγοράς του! Με λύπη. Σοφοκλής Αλεξιάδης >>

    Το έβαλε στο φάκελο το σφράγισε, έγραψε τη διεύθυνσή του και πήρε κι αυτό τη θέση του. Το πρωί θα έφευγε με το πρώτο ταχυδρομείο.

    Τυχαία κοίταξε το ρολόι του. Έδειχνε εφτά το απόγευμα και είχε δουλέψει πολύ. Απόρησε ενώ αμέσως αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει ένα περίπατο έξω! Πού όμως; Κι εκεί που σκεπτόταν πιο δρόμο ν’ ακολουθήσει σκέφτηκε την Αντιγόνη και ο παράφορος πόθος του τον έκανε να θολώσει το μυαλό του. Αχ, εκείνη! Αχ, την Αντιγόνη, ναι! Η ψυχή και οι αισθήσεις του με μιας ενώθηκαν κι έγιναν μαγεμένες γι’ αυτή! << Να πάω να τη δω >> σκέφτηκε και η ίδια επωδός που έλεγε συνέχεια μέσα του, του ήρθε στα χείλη: << Άραγε μπορεί και να παντρευτούμε κάποτε! >>

    Δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του ούτε λεπτό. Σ’ εκείνη προσκολλήθηκαν οι επιθυμίες  και οι φιλοδοξίες του αυτή τη στιγμή κι ευχήθηκε να πάει αμέσως κοντά της και σαν φώλιαζε στην αγκαλιά της θα τις γιάτρευε. Κι αναλογιζόταν: τι όμορφες στιγμές περνούσε κοντά της από τότε που τη γνώρισε και τι ήχοι χαρμόσυνοι έφταναν ως τ’ αυτιά του σαν οι ψίθυροι από τα χείλη της του χάιδευαν το είναι του. Και τι έρωτας ήταν αυτός που ένιωθε σε τόσες και τόσες διάρκειες της νύχτας, όπου λουσμένη η κάθε νύχτα από λάμψεις αστρικές του φώτιζαν τη ζωή και του την έκαναν πιο φωτεινή κι από το φως του ήλιου.

   Κι άλλες φορές με την πρώτη αναλαμπή του ουρανού και το σιγανό και γλυκό κελάηδημα του πουλιού, τι αίσθημα αγαλλίασης και πόνο μαζί ένιωθε σαν τη βαστούσε από το χέρι κι έτρεχαν στο ανθισμένο λιβάδι, στην κοιλάδα με τα ρόδα ή στους λόφους με τα αγριολούλουδα.

   Και πώς να ξεχάσει την άνοιξη στον κήπο του που καθισμένος κάτω από τα ασάλευτα φύλλα μιας μηλιάς, όπου ανάμεσα στα κενά των κλαδιών ξεχώριζε το μπλε του ουρανού, εκείνη ακουμπισμένη πάνω στο στήθος του, του χάιδευε τις ρωμαλέες και καλοχτενισμένες γραμμές του, ενώ τα χείλη της ηδονικά κολλημένα στα δικά του, ρουφούσαν τη γλύκα του κορμιού του και άγγιζε την αγιοσύνη της ψυχής του.

   Κι ενώ ήταν και οι δυο παραδομένοι στη γοητεία και την κυριαρχία του άλλου, μεθυσμένοι θαρρείς σαν να είχαν πιει δυνατό κρασί, τριγύρω τους πετούσαν κοντά στις μουριές και στις κυδωνιές, πουλιά, έντομα και μκρούλες πράσινες ακριδούλες με ασυνήθιστη κομψότητα και χαριτωμένες απαλές κινήσεις.

   <<Αυτές οι σκέψεις μου φέρνουν στο μυαλό μου πιο κοντά την Αντιγόνη! >> είπε με πικρία και μελαγχόλησε. Ύστερα σαν ταχτοποίησε τα πράγματα πάνω στο γραφείο του, ψιθύρισε: << Η μορφή της φτάνει ως εδώ και τι ωραίο καθρέφτισμα που δημιουργεί το φως της! >> Μ’ ένα βλέμμα πάλι κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και σηκώθηκε.  << Δε με χωράει άλλο ο κλειστός χώρος του γραφείου >> μονολόγησε και βγήκε έξω. << Σε ορισμένες ψυχές σαν τη δική μου κάνει κακό!  Ο φόβος μιας πιθανής δυστυχίας που ίσως έρθει, μεγαλώνεις τη σκέψη εδώ μέσα και με κάνει να φοβάμαι.         Ας φύγω να ακουμπήσω κάπου το είναι μου και να στηριχθώ. Και το στήριγμά μου δεν είναι άλλο από την Αντιγόνη >>.

     Στο διάδρομο της αυλής σταμάτησε. Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και προσευχήθηκε να τη βρει στο σπίτι της.  Νιώθοντας αμέσως πως εισακούστηκε, πλησίασε στις φυλλωσιές μιας ανθισμένης τριανταφυλλιάς κι απλώνοντας τα χέρι του έκοψε τρία τριαντάφυλλα λαμπερά και φλογερά σαν το παρθένο χρυσάφι των πόθων του.  Κι αφού η επιθυμία του να φτάσει κοντά της μεγάλωσε κι έγινε αφόρητη με μια εκδηλωτική και τρυφερή διάθεση που εκφράστηκε με τους στίχους ενός ερωτικού τραγουδιού, ξεκίνησε να συναντήσει την Αντιγόνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                        ΚΕΦΑΛΑΙΟ   12   

 

 

 

 

 

    Η ώρα ήταν έξι το πρωί κι ένα μικρό φορτηγάκι σε σχήμα κλούβας στεκόταν μπροστά από ένα μαγαζί σιδερικών στην αρχή της δημοσιάς που οδηγούσε στην Τερψιθέα και με αναμμένη τη μηχανή περίμενε τους εργάτες. Το φορτηγό ήταν παλιό και είχε στα πλάγια μια επιγραφή με μαύρα γράμματα – ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ- και από κάτω μέσα στο φόντο μιας ανθηρής ντομάτας το επίγραμμα: ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ.

   Στο τιμόνι καθόταν ένας νέος άντρας με μάτια νυσταγμένα ενώ από το ραδιόφωνο το χορευτικό τραγούδι με τους κακόγουστους στίχους, σκόρπιζε μια ενοχλητική ακουστική νότα. Είχε είχε ανοίξει το τζάμι και ακουμπώντας τον αγκώνα του κοίταζε από τον καθρέφτη που είχε μπροστά του με έντονη αγωνία τα συμβαίνοντα πίσω από το φορτηγό. Στο αριστερό του χέρι είχε ένα λευκό πλαστικό ποτήρι με καφέ και στιγμές- στιγμές ρουφούσε κι από μια γουλιά.

    Σε λίγο ένας άλλος άντρας με αγροτική στολή, σαραντάρης και με μοχθηρό βλέμμα, περπάτησε στη δημοσιά και πλησίασε το φορτηγό. Έφτασε στο μπροστινό μέρος που ήταν ο οδηγός κι αφού ακούμπησε το χέρι του πάνω στην πόρτα, του έδωσε ένα χαρτί, λέγοντάς του λακωνικά:

    --- Θα φορτώσεις δεκατέσσερις εργάτες, δέκα άντρες και τέσσερις γυναίκες. Θα τους δώσεις εντολές για τη δουλειά που θα κάνουν και δε θα σχολάσουν αν δεν τελειώσουν. Σφίξε τους να μην τεμπελιάζουν και όσο για το μεροκάματο τα γνωστά. Είκοσι ευρώ στον καθένα και πολλά του πέφτουν!

    Ο οδηγός του έγνεψε << εν τάξει >> και έφερε το ποτήρι στα χείλη. Ο άντρας ξεκίνησε να φύγει αλλά ο οδηγός θυμήθηκε κάτι και του φώναξε:

    --- Αφεντικό! Δεν κανόνισες τίποτα για φαγητό! Τι θα φάνε;

    Εκείνος σταμάτησε, σήκωσε το γείσο του γκρίζου σκούφου του για να τον δει καλύτερα και του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο:

    --- Η συμφωνία που κάναμε δεν είχε φαγητό. Ας φάνε ότι βρούνε. Εγώ δεν πληρώνω για φαγητό!

    Έσκυψε χαλάρωσε τα κορδόνια των παπουτσιών του και μπαίνοντας στο πολυτελέστατο αυτοκίνητό του χάθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο βάθος της δημοσιάς.

    Ο οδηγός έριξε  μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη γιατί άκουσε φωνές στο πίσω μέρος του δρόμου. Οι εργάτες ένας- ένας διακρίνονταν να πλησιάζουν, βαστώντας στο χέρι τους το σάκο με τα πράγματά τους. Κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα του φορτηγού που την είχε στη δεξιά πλευρά και ήταν συρόμενη και με τα μάτια του καρφωμένα εξεταστικά πάνω στο τσούρμο των εργατών τους είπε με λόγια μασημένα:

   --- Τον ακούσατε οι περισσότεροι τι είπε. Πολλή δουλειά και φαγητό δεν έχει!

   --- Να πάει ο διάβολος! Έκανε ένας μελαψός με κατσαρό μαύρο μαλλί που πρέπει να ήταν από το Σουδάν. Πάντα νηστικούς μας αφήνει! Τόσα έχει τι θα τα κάνει; Ξεχνά πως δική του δουλειά κάνουμε! Και μπήκε στην κλούβα αφού έσκυψε κι έγινε σαν λάστιχο.

   Ο οδηγός τον παρακολούθησε λίγα λεπτά με το μάτι και δε μίλησε.  Έπειτα αφού μπήκαν όλοι μέσα και τους μέτρησε τους είπε σαν έκλεισε την πόρτα τραβώντας την με δύναμη για να σούρει και ν’ ασφαλιστεί καλά << καλή δύναμη >> και κάθισε στο τιμόνι. Έβαλε εμπρός τη μηχανή κι αφού αυτή μούγκρισε και ακούστηκαν τα γρανάζια της το λευκό φορτηγάκι κύλησε βαρύ πάνω στη δημοσιά, πηγαίνοντας για το χωράφι. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη όταν έφτασαν στο θερμοκήπιο. Κατέβηκαν και με το σάκο στα χέρια τους, στάθηκαν όρθιοι κάτω από ένα τσίγκινο υπόστεγο, γεμάτο με τα εργαλεία της καλλιέργειας και τα ράφια φορτωμένα από διάφορα είδη φυτοφαρμάκων, βαλμένα στη σειρά μέσα σε πλαστικά μπουκάλια ή σε χάρτινα κουτάκια.

   Μπροστά τους λίγα μέτρα ορθώνονταν το θερμοκήπιο που θα δούλευαν, ένας κατασκευαστικός άχαρος γίγαντας  σαν τεράστιο γκρι φέρετρο που στις ελάχιστες διάφανες πλευρές του διακρίνονταν οι βλαστοί της ντομάτας που έριχναν στο πλάι τους ίσκιους τους, ενώ η αψιά μυρωδιά του ζεστού και πνιγηρού αέρα  από τα δηλητήρια του εσωτερικού χώρου του θερμοκηπίου, πλανιόταν στον αέρα από την ανοιχτή είσοδο και τις παράπλευρες ανοιχτές διεξόδους αερισμού.

   --- Εμπρός μπείτε μέσα και ξεκινάμε! ακούστηκε προστακτική κι άγρια η φωνή του επιστάτη και τους άνοιξε την πόρτα.

   Εκείνοι δίστασαν λίγο πριν μπουν στον απαίσιο θάλαμο αερίων, δείχνοντας έτσι την απέχθειά τους για το σκληρό τόπο της δουλειάς τους και μετά ξεχύθηκαν σαν βουερό ποτάμι να τον εκπορθήσουν με μερικές γρήγορες και φοβισμένες δρασκελιές που τους έφερε μέσα στο στενόμακρο τούτο τούνελ.

   --- Οι γυναίκες θα τρυγάνε τις γινομένες  ντομάτες και θα τις αφήνουν κάτω στ’ αυλάκια, είπε ο αυστηρός επιστάτης και πατώντας ένα σβώλο χώμα το έκανε σκόνη. Τέσσερις άντρες ύστερα θα τις βάζουν στα τελάρα και θα τις μεταφέρουν στο συσκευαστήριο. Εκεί οι υπόλοιποι θα τις συσκευάζουν στα χαρτόκουτα. Η δουλειά πρέπει να γίνει ως τις πέντε το απόγευμα που θα έρθει το φορτηγό να τις πάρει. Το αφεντικό και ο έμπορας είναι αδίστακτοι στα χασομέρια. Λυσσάνε με το παραμικρό και ψάχνουν για καβγά. Ριχτείτε στη δουλειά με τα μούτρα για να μην έχετε φασαρίες.

    Κάποτε εδώ δεν υπήρχαν θερμοκήπια.  Η γη οργωνόταν με το άροτρο και μετά τη δεκαετία του εξήντα με τα τρακτέρ. Και ξαφνικά ύστερα από είκοσι χρόνια η περιοχή γέμισε με τα θερμοκήπια που χρησιμοποιούνταν για τις καλλιέργειες των κηπευτικών.  Λίγα χωράφια έμειναν  να συνεχίσουν την παραδοσιακή καλλιέργεια. Η φυσική ομορφιά και η ζεστασιά που είχε η υπαίθρια καλλιέργεια χάθηκε  όπως χάνεται από το νεκρό πτώμα η ζωή. Μέσα στα θερμοκήπια όταν κλείνουν οι πόρτες το θαύμα της δουλειάς και της χαράς της παραγωγής χάνεται στην κρύα, βουβή και δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα και το νόημα της ζωής γίνεται περιφρόνηση, αγανάκτηση, κούραση και εξευτελισμός. Οι εργάτες ασήμαντα εργαλεία, το γέλιο τους βουβό κλάμα και η προοπτική τους σιχαμερή αγωνία. Γιατί όποιος δουλεύει στο θερμοκήπιο αγκαλιάζει τον αργό θάνατο, γεννάει στο κορμί του τον καρκίνο και σαπίζει η ψυχή του με το μολυσμένο αέρα που αναπνέει και του στέλνουν τα ανάπηρα κι άρρωστα φυτά. Τα ασβετούχα λιπάσματα, τα φωσφορικά, τα νιτρικά άλατα, το μολυσμένο νερό, το ασβέστιο, τα φυτοφάρμακα, οι τοξίνες και τα ζιζανιοκτόνα ορμονικά κατασκευάσματα μπορεί να αυξάνουν την παραγωγή αλλά κουβαλάνε μαζί τους δια μέσου των κηπευτικών τις αρρώστιες του θανάτου.

    Ο άνθρωπος όμως είναι κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά. Είναι πάνω από τη χημεία και τα τοξικά της θανατηφόρα κατασκευάσματα. Όταν όργωνε τη γη με το άροτρο και  λοξοδρομούσε τη μύτη του αλετριού να ξεφύγει την πέτρα ή σεβόταν να παρασύρει με το υνί του ένα μικρό δεντράκι και που έκανε την προσευχή του πριν και στο τέλος της δουλειάς και που γονάτιζε με ευλάβεια να κολατσίσει δεν τα ήξερε τα νιτρούχα και τα φωσφορικά των εταιρειών. Μα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες, οι εταιρείες, οι έμποροι και τα σούπερ μάρκετ τα ανακάλυψαν γρήγορα για να αυξήσουν τα κέρδη τους.

    Οι γυναίκες έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Έχωναν τα χέρια ανάλαφρα μέσα στα θειαφισμένα φυλλώματα της ντομάτας κι έκοβαν όσο καρπό ήταν ώριμος και είχε χρωματιστεί κόκκινος. Ύστερα τον απίθωναν προσεκτικά στους στενούς διαδρόμους για να τον συλλέξουν οι τέσσερις άντρες όπου θα τον μετέφεραν στο εργαστήριο της συσκευασίας. Η δουλειά ήταν κοπιαστική. Στις ελαφρές παύσεις της αναπνοής ακουγόταν σε τόνο πονετικό ένα βογκητό δυναμικό με ψίθυρους από φωνές και κάποιοι ανεπαίσθητοι αναστεναγμοί από τα κουρασμένα σπλάχνα τους. Κι όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος διαπερνούσε με κυνικότητα τις καυτές αχτίνες του μέσα από το πλαστικό πάνω στα σώματά τους και η σκόνη με τα δηλητήρια έκαναν κόλαση την ατμόσφαιρα,  μια παρακινητική ψαλμωδία λες κι ακουγόταν, κάτι σαν καταχθόνιο ουρλιαχτό που ερχόταν κάτω από το υγρό και σαπισμένο χώμα. Οι γυναίκες συνέχιζαν κι έκοβαν ντομάτες. Οι γραμμές πίσω τους αυξάνονταν και οι συλλέκτες σκυφτοί τις συγκέντρωναν στα καφάσια. Και οι ανάσες τους για ώρες λαχανιασμένες εξακολουθούσαν να ακούγονται αδιάφορες για την αντοχή που είχαν τα πνευμόνια τους, που κρατούσαν το μηχανισμό τους του σώματος σε θέση άμυνας για να μην παραδοθεί και καταρρεύσει.

   Το ίδιο γινόταν και με τους εργάτες που μάζευαν τις ντομάτες που είχαν αφήσει κάτω οι εργάτριες. Σκυμμένοι πάνω από τον καρπό τον έβαζαν προσεκτικά στα καφάσια για να μην τον ζουπίσουν κι αφού τα φόρτωναν στους ώμους τα μετέφεραν στο συσκευαστήριο. Κάπου- κάπου γονατισμένοι ή σκυμμένοι όπως ήταν σήκωναν τα μάτια τους και κοιτάζονταν. Θαρρούσες πως μιλούσαν ο ένας στον άλλον. << Που ξέρεις >> ίσως έλεγαν << η επόμενη χρονιά μπορεί να είναι καλύτερη >> και συνέχιζαν με τα χοντρά και ροζιασμένα δάχτυλά τους να γεμίζουν τα τελάρα ή τα χαρτόκουτα ενώ η λιασμένη σκόνη στα στεγνά πρόσωπά τους, τους έκανε τα χαρακτηριστικά τους αποκρουστικά κι άγρια.

   Οι ανακαθισμένοι εργάτες στο συσκευαστήριο δούλευαν κι αυτοί σκυφτοί κι αμίλητοι. Σκυφτοί  έκαναν αυτό που έπρεπε με απίστευτη γρηγοράδα και καταπληκτική δεξιοτεχνία. Οι ντομάτες συσκευάζονταν με ξεχωριστό στυλ κι όφειλε το φορτίο τους να εντυπωσιάσει τον έμπορα και τον καταναλωτή. Γι’ αυτό η δουλειά έπρεπε να γίνει σωστά γιατί ο έμπορας και ο παραγωγός δεν χάριζαν κάστανα σε ατέλειες. Αν δεν τους άρεσε μπορούσαν να φύγουν και η απροσεξία τους να βάζουν στα κιβώτια ζουλιγμένες ντομάτες ή παραγινομένες ήταν μεγάλο λάθος. Τίποτα δεν έπρεπε να φύγει από το συσκευαστήριο  που χτυπούσε άσχημα στο μάτι.

     Ο ήλιος  μεσουρανούσε όταν ο επιστάτης τους είπε να σταματήσουν για φαγητό. Βγήκαν έξω κατασκόνιστοι και ιδρωμένοι και μ’ ένα παράπονο στα μάτια τράβηξαν για το μικρό τσαντίρι που το χρησιμοποιούσαν για κουζίνα και για προστασία από τις κακές καιρικές συνθήκες. Οι άντρες κάθισαν κάτω ενώ οι γυναίκες άρχιζαν να φτιάχνουν το φαγητό. Η μία απ’ αυτές πήρε μια χύτρα, της έβαλε νερό μέχρι τη μέση και την ακούμπησε στο αναμμένο μάτι του γκαζιού. Οι άλλες τρεις καθάρισαν  πατάτες και τις έριξαν μέσα στο νερό. Ύστερα η πιο μικρή, γύρω στα δεκατέσσερα βγήκε έξω κι έφερε στην ποδιά της δυο αγγούρια με τρεις ντομάτες, κόκκινες και ζουμερές. Ο ένας άντρας έβγαλε από το σάκο του ένα πλαστικό δοχείο και το άφησε κάτω. Το άνοιξε και είχε μέσα βραστό λευκό ρύζι. Όταν οι πατάτες έβρασαν και ετοιμάστηκαν και οι σαλάτες στρογγυλοκάθησαν γύρω από τα γεμάτα πλαστικά ΄πιάτα  κι άρχισαν να τρώνε με μεγάλη όρεξη και βουλιμία. Ο χρόνος του φαγητού και της ανάπαυσης ήταν μισή ώρα και πέρασε χωρίς να τον καταλάβουν. Σαν οι γυναίκες μάζεψαν τα πιάτα και τα αποφάγια, σηκώθηκαν και με νυσταγμένα μούτρα και πρησμένα μάτια από την έλλειψη του μεσημεριανού ύπνου και την κούραση, έπιασαν πάλι δουλειά.

   Το απόγευμα στις τρεις ο επιστάτης τους ανακοίνωσε την άφιξη του αφεντικού. Αυτός  έριξε  ένα εξεταστικό και καχύποπτο βλέμμα σε όλους και μετά είπε κάποια κρυφά πράγματα με τον επιστάτη έξω από το χώρο του συσκευαστηρίου. Έδειχνε βλοσυρός κι ανήσυχος σαν πολιτικός. Μετά από μια ζωηρή συζήτηση μεταξύ τους, μπήκε στο ακριβό αμάξι του κι έφυγε  με το ύφος του κατακτητή. 

    Οι εργάτες  συνέχιζαν να δουλεύουν. Λίγες ώρες ακόμη μέχρι στις επτά και τα βάσανά τους θα τελείωναν. Ως αύριο το πρωί που θα έρχονταν πάλι να ξεγοφιαστούν στη δουλειά, έχει ο Θεός!  << Δος ημίν σήμερον >> δε λέει και η προσευχή;  Αύριο δεν ξέρουμε τι μας περιμένει.

    Μια ξεβαμμένη και νωθρή κοκκινάδα του ήλιου απλωνόταν πάνω στον ορίζοντα της δύσης προς τη θάλασσα και όσο περνούσε η ώρα ο ουρανός γέμιζε μικρά κουρελιασμένα σύννεφα, που κρέμονταν σαν σταγόνες αίματος από το αχανές ύψος του. Από το μέρος της ανατολής που σκιαζόταν από τα βουνά οι πρώτες σκιές του σούρουπου έκαναν δειλά –δειλά την εμφάνισή τους, σαν τα απόσκια σ’ εκείνα τα βουνά με τις μεγάλες και βαθουλές χαράδρες σκοτείνιαζαν πολύ πιο πριν από τη δύση του ηλίου. Μέσα σ’ αυτή την απογευματινή εικόνα, ο αποσπερίτης ερχόταν σίγουρα από το μακρινό του δρόμο, ενώ οι φωνές των σπίνων, της κίσσας  και του κότσυφα, αραίωναν μέσα στα σύθαμνα του διπλανού ξεροπόταμου.

    Στις επτά ο επιστάτης  τους μάζεψε στο δικό του τσαντίρι. Εκείνοι όμοιοι κολασμένοι βρικόλακες, κάθισαν κάτω τριγύρω του και τον άκουσαν να τους λέει:

    --- Το αφεντικό έμεινε ευχαριστημένο από τη δουλειά σας, αλλά δε μου μίλησε ούτε για αύξηση του μεροκάματου ούτε και για τη χορήγηση φαγητού. Δεν είναι, λέει, υποχρεωμένος να σας ταίζει, γιατί αυτό έχει κόστος. Μεριμνήστε εσείς γι’ αυτό.

    Ο επικεφαλής των εργατών, στύλωσε τα μάτια πάνω του αγριεμένα ενώ έβραζε ολόκληρος.

   --- Πού στο διάβολο τα σκέφτεται, αυτά! του είπε με δυνατή φωνή κι έγινε κόκκινος σαν παντζάρι. Εδώ άλλοι παραγωγοί τους ταίζουν τους εργάτες και το  μεροκάματο…

   Δεν τον άφησε να συνεχίσει, αλλά άπλωσε το χέρι του και του έφραξε το στόμα. Λέγοντάς του επιτιμητικά και θυμωμένα:

   --- Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αλλά εδώ αυτό δεν ισχύει! Κι αν δεν σας αρέσει  μπορείτε να του δίνετε! Και έπαιξε τα μικρά του άγρια μάτια με φριχτή σατανικότητα.

   Ο επικεφαλής κοίταξε τους άλλους συναδέλφους του με βλέμμα ζωηρό από διέγερση. Αυτοί σιωπούσαν ενώ ο φόβος πλανιόταν στα μάτια τους. Δεν είχαν συνηθίσει να λένε τη γνώμη τους και ούτε να αντιστέκονται στην αδικία και την εκμετάλλευση. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τους τύχαινε κάτι ευχάριστο. Κι αυτό ήταν το μεροκάματο. Ποτέ δεν ρωτούσαν πόσο θα πληρώνονταν. Κι εκείνη τη στιγμή τους ένοιαζε περισσότερο από την αύξηση του μεροκάματου η χαρά του. Η χαρά του που θα το είχαν κι αύριο και μεθαύριο και στο μέλλον. Γιατί χάρη σ’ αυτό θα χόρταιναν την πείνα τους και θα γέμιζαν και τις κοιλιές των παιδιών τους. Έτσι προτίμησαν την ηρεμία παρά την αντιδικία.

    Ο επικεφαλής τους όμως δεν σκεφτόταν έτσι. Τον πονούσε το άδικο και τον ενοχλούσε η εκμετάλλευση των αφεντικών. Γι’ αυτό επαναστάτησε και με δαγκωμένο το χείλι του από την οργή του,  είπε πάλι στον επιστάτη αντιδρώντας:

    --- Μα δουλεύουμε σκληρά! Δεν αξίζουμε για κάτι καλύτερο!

    --- Αλήθεια; Το έχουμε ξεχάσει! του ψέλλισε αυτός και γέλασε με  ειρωνεία

    --- Πολλοί από εμάς,  έχουμε παιδιά! Θέλουν να φάνε, πως θα ζήσουν;

    --- Ναι, αλλά γι΄ αυτό φταίτε εσείς κι όχι εμείς!

    Μια θλιβερή σιωπή απλώθηκε στο τσαντίρι. Τα πρόσωπά τους σκυθρώπιασαν, οι καρδιές τους σφίχτηκαν και το μίσος τους έγινε χείμαρρος που ζητούσε να πνίξει  αυτούς τους ανθρώπους που τους αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδια.  Πάνω τους τα φιδίσια μάτια του επιστάτη έλαμπαν σαν κάλπικα νομίσματα. Το κούτελό του είχε πάρει μια λάμψη άγρια και τα άστατα μαλλιά του, που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του τον ασχήμιζαν ακόμη περισσότερο και τον έκαναν να μοιάζει σαν δράκουλας. Ο επικεφαλής σηκώθηκε από κάτω και τον πλησίασε.

   --- Τι σου είναι ο ΄άνθρωπος! του ψιθύρισε και γέλασε. Ένας σατανάς που του αρέσει να κάνει κακό στους άλλους!

   Ο άλλος εννόησε πως τα λόγια του απευθύνονταν στον ίδιο και τον κοίταξε οργισμένος.

   --- Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που λες; τον ρώτησε κι έκανε μεταβολή να φύγει.

   --- Ναι, του αποκρίθηκε ο επικεφαλής των εργατών και τον έσπρωξε απ’ το μπράτσο. Τι θα έβλαπτε το αφεντικό αν μας έδινε πέντε ευρώ παραπάνω και μια φέτα ψωμί; Τι; Μπορείς να μου πεις;

   --- Δεν ξέρω! Του απάντησε αυτός και βγήκε από την πόρτα.  Με δυνατή φωνή τους μετά τους διέταξε ν’ ανεβούν στο φορτηγό για την επιστροφή στα σπίτια τους.

   Σηκώθηκαν. Μια μεγάλη σταλαματιά ιδρώτα ανακατεμένη με σκόνη και πράσινη χλωροφύλλη κύλησε από το κούτελο του επικεφαλή που τον ακολούθησε ως το αυτοκίνητο.  Πίσω του οι άλλοι αφού πήραν τους σάκους τους, άρχισαν να πλησιάζουν το φορτηγάκι και να επιβιβάζονται, ένας- ένας με τα στόματα σφραγισμένα και την κούραση να στερνιάζει στο βάθος των ματιών τους.

    Το φορτηγάκι για να βγει στη δημοσιά πήρε το στενό ανηφορικό χωματόδρομο, το γεμάτο λακκούβες, αιχμηρές πέτρες και χαλίκια. Λίγη απόσταση από το μέρος που ξεκίνησε η μηχανή του άρχισε να ρετάρει ενώ το ψυγείο του έβραζε επικίνδυνα και η θερμοκρασία ανέβαινε στα ύψη. Ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και πήγαινε σιγά.  Έτσι κουτσά – στραβά το φορτηγάκι ανέβαινε την ανηφόρα, πάνω στην πλαγιά με τις πολλές κι επικίνδυνες στροφές, ανάμεσα σε μια άγονη έκταση από καχεκτικούς θάμνους, ξερά χόρτα και καφέ χρώμα, ξέθωρη, χωρίς το παραμικρό ίχνος  πράσινης βλάστησης.

     Κάτω από ένα δέντρο ο οδηγός σταμάτησε και άφησε για δέκα λεπτά σβησμένη τη μηχανή για να κρυώσει. Σαν πέρασε ο χρόνος έβαλε μπροστά και κίνησε να βγει τη δημοσιά. Με τα χίλια ζόρια βρέθηκε στην κορυφή του λόφου και σε λίγο θα κατρακυλούσε στην άλλη πλαγιά και θα ανακούφιζε το σαράβαλο. Από εκεί φαινόταν κάτω ο κάμπος σαν καταπράσινο χαλί ενώ ο κίτρινος ήλιος χωμένος στην υγρασία των διάφανων νεφών αντιφέγγιζε πάνω του λίγο πριν βασιλέψει, μια ελαφρά πορφυροκίτρινη χροιά. Τα μικρά χορταράκια και τα ατροφικά διψασμένα θαμνάκια από εδώ κι από εκεί στις όχθες του δρόμου έριχναν παράτολμους ίσκιους πάνω στις πέτρες και στα χαντάκια. Μόλις ετοιμάστηκε ο οδηγός να κατηφορίσει στην πλαγιά  βούλιαξε και ο δίσκος του ήλιου μέσα στη θάλασσα, αφήνοντας πάνω της μια πολύχρωμη χρυσή ανταύγεια.

    Όλα αυτά τα έβλεπε ο οδηγός μόνο γιατί οι άλλοι δεν είχαν επαφή με τον έξω κόσμο αφού η κλούβα ήταν χωρίς παράθυρα και μόνο από  το ανοικτό μέρος πίσω από την πλάτη του οδηγού είχε μια τρύπα που μόνο αυτός που βρισκόταν κοντά της μπορούσε να αρπάξει κάτι το μάτι του από τη φύση.

    Σαν πέρασαν την  κορυφή και κατηφόρισαν το φορτηγάκι συνήλθε λίγο κι έδειχνε να πατούσε γερά αφού κυλούσε χωρίς προβλήματα στη μηχανή και η θερμοκρασία του επανήλθε στα κανονικά επίπεδα. Σε λίγο θα έμπαιναν στη δημοσιά.

    --- Να, φτάνουμε επί τέλους στο φαρδύ δρόμο! είπε με ανακούφιση ο οδηγός και φρενάρισε να κόψει ταχύτητα για να μπει στον κεντρικό δρόμο. Τα φρένα του όμως δεν έπιασαν και το φορτηγάκι έκανε δυο τρία ζικ- ζακ και μετά σφηνώθηκε στη διερχόμενη με καρπούζια νταλίκα. Το φορτηγάκι κόπηκε στη μέση κι αναποδογυρίστηκε. Ο τόπος γέμισε συντρίμμια που μαζί με τα ουρλιαχτά και τις φωνές των εργατών, προοιώνιζαν τη φρίκη που θα ξεπηδούσε από το άγριο τούτο μακελειό της ασφάλτου. Οι πρώτοι περαστικοί έτρεξαν να βρουν νεκρούς και τραυματίες ζωντανούς. Κι αμέσως τα πρώτα νεκρά σώματα ανασύρθηκαν μέσα από τα συντρίμμια. Ξαπλώθηκαν μπροστά από την είσοδο μιας μάνδρας υλικών οικοδομών και ήταν τρία. Δύο αντρικά και το άλλο γυναίκας. Μετά τα φοβερά συντρίμμια ξέρασαν από τις κρύες και ματωμένες λαμαρίνες τους βαριά τραυματισμένους, στο κεφάλι και στο στήθος, έξι άντρες που αναίσθητοι αιμορραγούσαν με δυνατούς ρόγχους και καμιά γυναίκα. Οι υπόλοιποι μαζί με τον οδηγό βγήκαν από τα συντρίμμια με ελαφρές εκδορές. Από τις πρώτες φροντίδες των παρισταμένων που τους βοήθησαν ν’ απαλλαγούν από τα συντρίμμια διαπιστώθηκε πως δεν είχαν τραυματιστεί σοβαρά.

    Ώσπου να έρθουν τα ασθενοφόρα και να τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο το σούρουπο που έπεφτε έγινε σιγά- σιγά σκοτάδι και τα αστέρια ψηλά ξεπρόβαλαν μουντά και θλιμμένα πάνω στο χνουδάτο ουρανό κι έμοιαζαν σαν μπηχτά και σουβλερά μαχαίρια στο κορμί του κόσμου. Ήταν μια στιγμή που το σκοτάδι γινόταν πιο φοβερό απ’ ότι είναι. 

 

 

 

 

 

 

                                       = = =

 

 

 

 

 

 

     Ο Σοφοκλής  από νωρίς το απόγευμα ένιωθε χαρούμενος εξαιτίας του χθεσινού υπέροχου βραδιού που πέρασε με την Αντιγόνη στο σπίτι της και σκέφτηκε να κάνει μια περιπλάνηση στα πέριξ για να αναπολήσει για μια άλλη φορά τις τρυφερές στιγμές μαζί της. Έτσι άφησε το γραφείο του και πήρε τον παραθαλάσσιο δρόμο για να θαυμάσει τις ομορφιές της φύσης και να δει και τις συμπεριφορές των απλών ανθρώπων με τις όμορφες εικόνες που ζωγράφιζαν με την καθημερινότητά τους.

    Κάποια στιγμή κι ενώ ο ήλιος είχε δύσει ξέφυγε από το δρόμο και παίρνοντας το παράμερο δρομάκι έφτασε πάνω ψηλά κοντά στο μέρος της δημοσιάς. Σε μια διασταύρωση κοντά στην Τερψιθέα συνάντησε έναν εργάτη με το σάκο του να πηγαίνει προς το κατάλυμά του σε μια αποθήκη πίσω από ένα παλιό ελαιοτριβείο. Αν και είχε σκοτεινιάσει μπόρεσε και διέκρινε το λυπημένο του πρόσωπο και τα σφιγμένα χείλη του που έδειχναν απόγνωση και θλίψη. Τον ρώτησε γιατί ήταν έτσι κι αυτός με δάκρυα στα μάτια του είπε, ενώ αναλύθηκε σε λυγμούς:

   --- Έγινε εργατικό ατύχημα λίγο πιο πέρα και κοντά στην είσοδο της πόλης! Σκοτώθηκαν τρεις εργάτες, δυο άντρες και μια γυναίκα  ύστερα από σφοδρή σύγκρουση!

   Ο Σοφοκλής, ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν και την καρδιά του να χτυπά γρήγορα.  

   --- Τι είπες άνθρωπέ μου; του φώναξε. Σκοτώθηκαν εργάτες; Μα, πως είναι δυνατόν! Σε πιο σημείο;

    --- Εκεί που είναι η μάντρα των υλικών οικοδομών! Μια νταλίκα έκοψε στη μέση ένα φορτηγάκι με αλλοδαπούς εργάτες. Οι τρεις όπως σου είπα είναι νεκροί και κάποιοι σοβαρά τραυματίες. Υπάρχουν και λίγοι που δεν έπαθαν τίποτα!

    Οι ώμοι του και τα μπράτσα του σφίχτηκαν και φάνηκε  ένα ρίγος συγκίνησης στα μάτια του που διαπέρασε ολόκληρο το είναι του. Ύστερα συνέχισε το δρόμο του με γρήγορες και νευρικές δρασκελιές.

    Το ίδιο συνέβη και με το Σοφοκλή. Αναριγούσε σύγκορμος και κάθε διάθεση για περίπατο του κόπηκε. Έτσι σαν και το σκοτάδι έγινε πιο πυκνό, σκέφτηκε να γυρίσει πίσω και να βρει παρηγοριά στην Αντιγόνη.

    Σε λίγο ήταν έξω από την πόρτα της. Αυτή σαν του άνοιξε  τον έπιασε από το μπράτσο και του χτύπησε μ΄ ένα ελαφρύ χάδεμα το μάγουλο. Ύστερα τον φίλησε και του είπε να καθίσει στον  καναπέ. Κάθισε κι αυτός κι άρχισε να τον κοιτάζει με βλέμμα αχόρταγο.  

    Ο Σοφοκλής δε μιλούσε παρά προσπαθούσε να κρύψει τη συγκίνησή του. Αυτή ένιωσε την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση στην οποία βρισκόταν και τον ρώτησε:

   --- Τι σου συμβαίνει;

   --- Έμαθα κάτι πολύ κακό! της ψιθύρισε σαν χαμένος.

   --- Τι είναι;

   --- Έγινε τροχαίο χθες το σούρουπο έξω από την πόλη και σκοτώθηκαν τρεις εργάτες σε σύγκρουση του φορτηγού που τους μετέφερε και μιας νταλίκας. Μερικοί εργάτες ακόμη που τραυματίστηκαν σοβαρά θα μείνουν παράλυτοι αν ζήσουν σε όλη τους τη ζωή!

   Εκείνη έκραξε με κλαψιάρικο ύφος και είπε:

    --- Διάβολε! Σ’ αυτούς έτυχε! Σ΄ αυτούς τους φουκαράδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα!

   Ο Σοφοκλής αναστέναξε. Ύστερα είπε με έκφραση στενοχωρημένη:

    --- Το ψωμί τους πήγαν να βγάλουν και σκοτώθηκαν! Γιατί τόση κακοτυχία;

    --- Έλα, ντε!

     Φάνηκε να έχει γαληνέψει. Η συντροφιά της Αντιγόνης του έκανε καλό και του έδιωξε τη θλίψη και την κακοκεφιά που τον είχαν πλακώσει μετά το ατύχημα. Κοίταξε την Αντιγόνη με κάποια γλυκύτητα και είπε:

   --- Έρχονται γυμνοί και φεύγουν νεκροί!

   Αυτή έσκασε ένα σαρκαστικό γελάκι και είπε:

   --- Η φτώχεια και η λαθρεμπορία συνεργάζονται, υποκλίνονται μπροστά στο χρήμα και τους φέρνουν.

  Ο Σοφοκλής ρώτησε δειλά:

   --- Πού πάνε σαν φεύγουν από τις πατρίδες τους έχουνε σκεφτεί; Δε ρωτάνε  τους άλλους  εξαθλιωμένους να μάθουν πως ζούνε στις ξένες χώρες;

   --- Ξέρουν πως ζούνε! Η πείνα και η φτώχεια δεν τους αφήνουν να κάνουν πίσω, ούτε να παζαρεύουν τη ζωή. Αν μείνουν στην πατρίδα τους θα πεθάνουν κι αυτό δεν το θέλουν.

  --- Οι οργανισμοί, οι κυβερνήσεις, οι οργανώσεις και τα πλούσια κράτη γιατί δεν τους βοηθούν;

  --- Αυτοί είναι μόνο λόγια. Απλά υπάρχουν για το ελάχιστο. Η πραγματική βοήθεια έχει ξεφύγει από το σκοπό τους.

  --- Τους έσφιξε όμως η πείνα στην Ασία, στην Αφρική και στη νότια Αμερική και δεν ξέρω τι θα γίνει.

  --- Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου! Οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

  --- Θεέ μου! έκανε με έξαψη ο Σοφοκλής. Αν συνεχιστεί αυτό το τροπάρι της φτώχειας πάει χαθήκαμε. Κι όσο οι νεκροί από την πείνα θα μονοπωλούν τις ειδήσεις στα δελτία των ειδήσεων τόσο η αγανάκτηση των εξαθλιωμένων εναντίον των ισχυρών καλοφαγάδων θα παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις.

   Εκείνη τη στιγμή στο δρόμο πέρασε ένα σκουριασμένο και παλιό αυτοκίνητο με τα φώτα αναμμένα, ενώ μέσα στην καρότσα του, τέσσερις άντρες με σκληρά και μελαψά πρόσωπα, συζητούσαν ακατάσχετα. Το αυτοκίνητο προχώρησε λίγο ακόμη και στρίβοντας μπήκε σ’  ένα χωματόδρομο πηγαίνοντας για τη θάλασσα.

   Ο Σοφοκλής θυμήθηκε το ατύχημα. Ύστερα σαν πήρε τα μάτια του από το παράθυρο και κοίταξε την Αντιγόνη της είπε με κάποια επιφύλαξη:

   --- Λες οι απειλητικές επιστολές που λαμβάνουμε να σχετίζονται μ’ αυτά τα ατυχήματα; και μια κιτρινάδα φάνηκε να κάλυψε τα χείλη του.

   ---Τι θες να πεις; Δε σε καταλαβαίνω; του έκανε ξαφνιασμένη εκείνη κι έδειξε αμήχανη.

   --- Να, μήπως είναι δουλειές της ΠΟΛ. ΕΘΝ. για να τρομοκρατήσει όσους τους αντιστέκονται στα υποχθόνια οικονομικά σχέδιά τους και να τους κάνει να σιωπήσουν και να μην σηκώσουν κεφάλι στις ανίερες πράξεις τους.

  --- Και οι εργάτες τι φταίνε;

  --- Μην ξεχνάς πως αυτοί είναι η μεγάλη δύναμη της αντίδρασης στα σχέδιά τους.

  --- Παράξενο και περίεργο ακούγεται… Αλλά μπορεί…

  --- Περίεργο αλλά αδιαφορώντας για τους εξαθλιωμένους μετανάστες στην ουσία τους σκοτώνουν. Γιατί όσο αυτοί είναι χωρίς δουλειά και χωρίς δικαιώματα αυτοί πιο εύκολα προωθούν τα σχέδιά τους. Σκηνοθετώντας και ατυχήματα και σκοτώνοντας μερικούς τρομοκρατούν τους άλλους και τους αποδυναμώνουν.

  --- Αφού πεινάτε, είπε με έμφαση η Αντιγόνη, θέλεις να πεις, πως είναι σαν να λένε στους εργάτες των φτωχών κρατών: Πρέπει να αυξήσουμε την παραγωγή κι αυτό οφείλετε και σε σας. Να  προστατέψετε τους παραγωγούς και να δουλέψετε σκληρά με όποιες συνθήκες κι αν πρέπει να γίνει αυτό. Φροντίστε να είστε καλοί μαζί τους και να δεχόσαστε ό,τι σας προτείνουν οι ισχυροί και οι εταιρείες. Μη στρέφεστε εναντίον τους, χρησιμοποιείστε τα φάρμακα των εταιρειών μας, αδιαφορείτε για τις καταστροφές που βλέπετε πως προξενούν σε σας και στο περιβάλλον και

μην δημιουργείται συνδικάτα που απορυθμίζουν την ισχύ των δυνατών. Αν εφαρμόσετε αυτά θα ζήσετε !

  --- Είδες τι ωραία συμπληρώνεις τη σκέψη μου κι εσύ μ’ αυτά που λες! της είπε ο Σοφοκλής και πήρε σπουδαίο ύφος.

  Εκείνη τον πλησίασε με μια σβέλτα κίνηση του λυγερού κορμιού της και σαν του χάιδεψε τα μαλλιά του ψέλλισε:

   --- Τις καινούργιες αντιλήψεις για τη φτώχεια τις έμαθες; Αν δεν τις έμαθες, άκουσέ τις. Λένε οι ισχυροί ιθύνοντες ότι για την αύξηση των τιμών των τροφίμων βαριά ευθύνη φέρνει εν μέρει η αύξηση της ζήτησης στις αναπτυσσόμενες χώρες.

  --- Συμφωνώ κάπως, είπε εκείνος. Το επιχείρημα είναι αληθινό. Γιατί όσο η Κίνα και η Ινδία αναπτύσσονται η μεσαία τάξη ζητά να απολαμβάνει αυτά που απολαμβάνουν οι συνάνθρωποί τους στη Δύση. Καινούργια αυτοκίνητα, καλά σπίτια με σύγχρονους εξοπλισμούς, ταξίδια, κρέας και βιταμινούχες τροφές. Αντίθετα πρέπει να παρθούν μέτρα ώστε να αντιμετωπιστούν οι καταστροφικές συνέπειες της αύξησης των τιμών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όσο για τις υπανάπτυκτες αυτές είναι άλλη ιστορία.

  --- Συμφωνώ! Γιατί αν στη Δύση αναγκαστούμε να σφίξουμε το ζωνάρι δεν παθαίνουμε και τίποτα! Εμείς είμαστε χορτάτοι! Αυτούς που πεινάνε πρέπει να σκεφτούμε! Και είναι πολλοί! Νομίζω γύρω στις σαράντα χώρες απειλούνται με λιμό!

   --- Θα μπορούσαν όμως τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα να λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας σε πολλές υπανάπτυκτες χώρες.

   --- Όμως κρύβουν κινδύνους.

   --- Σαν τι κινδύνους;

   --- Ίσως οδηγούσε σε διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, θα καταδίκαζε τους φτωχούς αγρότες σε εξάρτηση από συγκεκριμένες εταιρείες και θα αύξαινε τους κινδύνους για το περιβάλλον.

   --- Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει η τεχνολογία αν θέλει να σώσει τους πεινασμένους του κόσμου. Η θάλασσα, αναφέρω ένα παράδειγμα είναι σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτη. Οι ιχθυοκαλλιέργειες μπορούν να πολλαπλασιάσουν χιλιάδες φορές την απόδοση συγκεκριμένων ειδών. Και το πλαγκτόν νομίζω θα μπορούσε να αξιοποιηθεί κατάλληλα για κατανάλωση.

  --- Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα δε νομίζω πως θα χαθεί ο δυτικός πολιτισμός!

  --- Όχι, αργά ή γρήγορα μια καινούργια πράσινη επανάσταση θα δώσει σίγουρα τις διεξόδους που απαιτούνται για να φύγουμε από την κρίση της φτώχειας.

  --- Αυτό που φαίνεται να τελειώνει, είπε η Αντιγόνη και γέλασε, είναι η εποχή του φτηνού φαγητού που κράτησε λίγο αλλά αποδείχτηκε καταστροφική για μας τους ανθρώπους της Δύσης, αφού τρώγοντας τον αγλέορα και καταναλώνοντας σπάταλα μας οδήγησε στην παχυσαρκία και μας έφερε και τόσες ανίατες και θανατηφόρες ασθένειες.

   Ακολούθησε μια στενόχωρη σιωπή στα λόγια της που κράτησε λίγο. Ύστερα εκείνος επιδοκιμάζοντας αυτά που έλεγε, πρόσθεσε:

   --- Αυτή η υπερκατανάλωση είναι και καταστρεπτική και για το περιβάλλον που το φορτώσαμε χημικά και διοξείδιο του άνθρακα και σκοτώσαμε τη βιοποικιλότητά του. Καταστρεπτική ακόμη αυτή η εποχή της υπερκατανάλωσης είναι και για τους αγρότες του αναπτυσσόμενου κόσμου οι οποίοι αναγκάστηκαν να παράγουν υπερπληθώρα φτηνών αγαθών και να εγκαταλείψουν τα ποιοτικά σπάνια προϊόντα που θα έδιναν καλή τιμή στην παγκόσμια και εγχώρια αγορά.

   Εκείνη έδειξε να συμφώνησε μαζί του και με μια έκρηξη μισή γέλιου και οργής, είπε με βεβαιότητα:

   --- Θα πληρώνουμε λοιπόν από εδώ και μπρος ακριβότερα το φαγητό μας. Ίσως έτσι να μάθουμε και να το εκτιμούμε περισσότερο!

 

 

 

 

                                               = = =  

 

 

 

    Η ώρα ήταν εννέα και μισή και ο Σοφοκλής φάνηκε ανήσυχος. Σκέφτηκε πως έπρεπε να περάσει από το σπίτι του καπεταν  Κωνσταντή. Η Αντιγόνη πολλές μέρες πριν του είχε ζητήσει δείγματα από τα ψόφια τρυγόνια στα Στροφάδια κι όφειλε να τα προμηθευτεί. Ήταν απαίτηση και εντολή του Κεντρικού Ινστιτούτου Βιολογίας  και Ιστολογίας και έπρεπε να εκπληρωθούν. Ο Σοφοκλής είχε αμελήσει να επισκεφτεί τον καπετάνιο και να του ζητήσει μια νέα εξόρμηση στα ερημικά Στροφάδια. Ίσως η δεύτερη αποστολή να είχε καλύτερα αποτελέσματα από την πρώτη.

   Η Αντιγόνη τον είδε ανήσυχο και τον ρώτησε:

   --- Σε βλέπω ανήσυχο! Τι  σου συμβαίνει;

   Εκείνος σαν να μπέρδεψε τα λόγια του από αγανάκτηση, της είπε με μια έμφαση:

   --- Ξέχασες πως θέλεις δείγμα από τα ψόφια τρυγόνια για τοξικολογική ανάλυση;

   --- Μα εγώ νόμιζα πως το είχες τακτοποιήσει το θέμα!

   --- Δυστυχώς, όχι!  Αμέλησα και δεν τον επισκέφτηκα τον Κωνσταντή γι’ αυτό πρέπει να το κάνω τώρα.

   --- Είναι βράδυ! του έκανε αυτή απαρηγόρητη. Πας αύριο το πρωί.

   --- Αύριο το πρωί πρέπει να ξεκινήσει για τα Στροφάδια. Οφείλω να του το πληροφορήσω απόψε.

   --- Όμως επιμένω να μην πας και να μείνεις!

   --- Κι εγώ επιμένω να φύγω!

   --- Μου ανήκεις και σε θέλω!  Το είπε με τέτοιο τρόπο που ο Σοφοκλής ξέσπασε στα γέλια.

    Ίσως ο λόγος της μοναξιάς της να μην ήταν ο μοναδικός που δεν ήθελε να φύγει. Έφταιγε και η ζήλια. Όμως δεν το έδειξε τώρα αλλά και ποτέ άλλοτε. Εξάλλου είχαν πάντοτε αντιμετωπίσει ο ένας τον άλλο με σεβασμό και ευγένειες και δεν είχαν δώσει νύξεις για κλονισμένη σχέση κι επιπολαιότητα. Η αγάπη τους και η ευχάριστη οικειότητα που είχαν καλλιεργήσει μεταξύ τους και είχαν καθιερωθεί σαν τρόπος ζωής με αξίες, τους έδινε εγγύηση για τη σοβαρότητα της σχέσης τους.

    Εκείνος παραξενεύτηκε λίγο σαν του μίλησε έτσι και την πλησίασε πιο πολύ. Την αγκάλιασε και την κράτησε σφιχτά. Κι αμέσως ξεχώρισε κάποιες ευαίσθητες χορδές του και γίνοντας πιο τρυφερός πήρε τις προφυλάξεις του να μην την πληγώσει. Όταν ψηλαφούσε τα ελαττώματά του και τα έβρισκε σκληρά, υποχωρούσε και της φερόταν πιο ανθρώπινα και με πλήρη υποταγή. Κι απόψε ένιωσε  πως ήταν πέραν του δέοντος απότομος κι απαιτητικός. Κι αυτό άθελά του βέβαια αλλά δεν του άρεσε. Έτσι αφού της χάρισε ένα υπέροχο και αισθησιακό φιλί της ψιθύρισε σαν το παιδί που νιώθει ένοχο και ντροπιασμένο:

   --- Μην ανησυχείς! Θα καθίσω! Θα καθίσω και θα μείνω όσο θέλεις!

   Καθισμένοι τώρα σ’ ένα σύμπλεγμα και οι δυο τους, διασταύρωσαν τα βλέμματά τους  ηδονικά και με ικανοποίηση προμάντευαν και χαίρονταν το τωρινό και το μελλοντικό μεγαλείο του έρωτά τους. Στις ψυχές τους σκόρπιζαν το σπόρο της καθημερινής και μελλοντικής ευτυχίας που ίσως να έφτανε και ως τα βαθιά τους γεράματα.  Μεθυσμένοι από ερωτική διάθεση, άνοιξαν σε λίγο τους εσωτερικούς κόσμους τους και περιπλεγμένοι με το πάθος των κορμιών τους να τους καίει, έλιωναν στην ασυγκράτητη θερμότητά τους. Ως εκεί όμως γιατί κάποια στιγμή τα φλογερά μάτια τους συναντήθηκαν και φάνηκε να φανέρωσαν το ίδιο μυστικό που εκφράστηκε με τα ίδια λόγια κι από τους δύο από μέσα τους: << Το φριχτό χθεσινό γεγονός δε μας επιτρέπει να ικανοποιήσουμε το σαρκικό  ασίγαστο πάθος. Ας σεβαστούμε τη μνήμη των νεκρών εργατών κι ας ευχηθούμε να έχουν καλή ανάρρωση οι τραυματίες >>.

   Αποτραβήχτηκαν και κάθισαν ο ένας ελάχιστα μακριά από τον άλλο. Ο Σοφοκλής έδειχνε αναμμένος και περνώντας διαδοχικά από το πρόσωπό του το χέρι του προσπαθούσε να σκουπίσει λίγες σταγόνες ιδρώτα. Η Αντιγόνη τον είδε και του είπε με χαδιάρικη φωνή:

   --- Αγαπημένο μου, παιδί, ζεστάθηκες!

   Εκείνος ένιωσε στο άκουσμα αυτής της τονισμένης φράσης από τη μουσικότητα της φωνής της, τέτοια χροιά που συλλογίστηκε πως καμία γυναίκα στον κόσμο δεν είχε τη δύναμη να του την ξαναδώσει. Σιώπησε κι έμεινε εκεί να χαίρεται την ανείπωτη ευτυχία του.

   --- Η  μοναξιά της ημέρας μου κάνει άνω κάτω τη ζωή, του είπε ύστερα από μια μικρή παύση. Ίσως να έχει αλλάξει και το χαρακτήρα μου. Δε με βρίσκεις λίγο εριστική;

   Εκείνος της αποκρίθηκε:

   --- Ίσως σου λείπει ο ρομαντισμός. Για να ανακαλύψεις το ατέρμονο βάθος των συναισθημάτων σου, πρέπει να βγεις έξω από το εργαστήριό σου, ν’ αφήσεις τους δοκιμαστικούς σωλήνες, τα νιτρικά οξέα, τις βιοψίες και τις ιστολογικές αναλύσεις και να ξεχυθείς ν’ ανακαλύψεις τη φύση. Να βυθίσεις ένα τρυπάνι στο έδαφος που έζησες και ζεις και να αντλήσεις το αρχέγονο πυρήνα του. Οι ψυχές που αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής πρέπει να πίνουν λαγαρό και χωνευτικό νερό. Έτσι μόνο τα πάθη από χείμαρροι με λάβα ηφαιστείου καταπραύνονται και ημερεύουν.

    Η Αντιγόνη τον κοίταξε με δέος. Της άρεσαν αυτά που της είπε και τα θεώρησε σωστά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να γεύεται η ψυχή της τη γλύκα τους και να ξεχνιέται. Όμως καταλάβαινε πως στο βάθος δεν πετύχαινε τίποτα κι έκανε μια ταραγμένη ζωή.

   --- Σήμερα ζωγράφισα το πορτρέτο της Ρόζας! του είπε με μια εγωιστική διάθεση και τα μάτια της άστραψαν από ικανοποίηση. Μίλησα μαζί της και ανταλλάξαμε σκέψεις λέγοντας πολλά για θύμησες από κάποιες χαμένες ευτυχίες! Τι άλλο να κάνω πια για να διώξω τη μονοτονία μου;

   --- Να διαβάσεις βιβλία. Αν δεν έχεις να σου φέρω εγώ μερικά μυθιστορήματα και να περνάς την ώρα σου. Θα δεις τι καλό που θα σου κάνει!

   --- Έχω δοκιμάσει αλλά με κουράζει το διάβασμα! Άφησε που βρίσκω και πολλές εξυπνάδες μέσα στις σελίδες τους και με βλάπτει.

   --- Να διαβάζεις τα καλά μυθιστορήματα. Τα γραμμένα από καλούς συγγραφείς κι όχι εκείνα που βγαίνουν χιλιάδες με σκοπό τις ανάγκες του εμπορίου και είναι από μέτρια έως κακά. Όπως κατάλαβες μιλώ για την καλή λογοτεχνία και τα βιβλία της που είναι σταθμοί και βέβαια είναι αρκετά και καθιερωμένα από χρόνια.

   --- Δυστυχώς! Η δουλειά μου είναι τέτοια που  απωθεί τη λογοτεχνία! Διαβάζω σχεδόν μόνο επιστημονικά βιβλία, έρευνες και άρθρα επιστημονικού χαρακτήρα σε περιοδικά.

  --- Τότε διάβασε ποίηση! Έχεις δοκιμάσει;

  Τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο σαν να πίστεψε πως την ειρωνευόταν. Ήξερε όμως πως δεν το έκανε, αλλά το είπε από καθαρά κίνητρα ενδιαφέροντος. Ταλαντεύτηκε λίγο και με ανάλαφρη μουσικότητα στη φωνή της του είπε:

   --- Δεν ξέρω πως αλλά εκεί στη βιβλιοθήκη μου, βρίσκεται ένα βιβλίο του Μιχάλη Κατσαρού το << Κατά Σαδδουκαίων >> και δεν έχω αξιωθεί να το διαβάσω όλο ακόμη! Είμαι αργή στο διάβασμα και στην ποίηση περισσότερο. Δεν μπορώ ευχάριστα να συγκεντρωθώ και να προσεγγίσω τη λογοτεχνία βλέπεις.

   --- Κι όμως είναι ένα σημαντικό βιβλίο! Κυρίως το ποίημα << Η διαθήκη μου >> είναι ανεπανάληπτο.

  --- Δεν έχω φτάσει ως εκεί!

  --- Σαν φτάσεις θα δεις τι ανατρεπτικό είναι. Αρχίζει με τη λέξη, << Αντισταθείτε >> και συνεχίζει με απαράμιλλο και παθιασμένο οίστρο γραφής.

  --- Για πες μου, μερικούς στίχους!

  --- << Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει καλά είμαι εδώ! >>

  --- Και παρακάτω!

  --- Δε θα στο απαγγείλω όλο το ποίημα! Δεν είμαι καλός σ’ αυτά. Καλύτερα να το διαβάσεις!

  Η επιθυμία της Αντιγόνης να βρει την ευτυχία της ζωής μέσα από κάποια έκφραση ήταν πέρα από τα βιβλία. Εκείνο που της έδινε πλήρη χαρά και ικανοποίηση και νόημα στη ζωής της ήταν τα ταξίδια σε μακρινές χώρες και περισσότερο της ανατολής. Είχε ταξιδέψει αρκετές φορές και είχε γνωρίσει πολλά από τα  αριστουργήματα της τέχνης τους. Όσο για τις περιπλανήσεις, το καλό φαγητό, τα ακριβά ρούχα και ξωτικά ψώνια ελάχιστα τη συγκινούσαν. Το ενδιαφέρον της ήταν περισσότερο στην τέχνη των λαών.

   Έτσι με φωνή σαν ζωηρό κρεσέντο του είπε χωρίς να τολμά να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του:

    --- Ένα ταξίδι μου λείπει αυτή τη στιγμή! Αυτό θα με έσωζε!

   Εκείνος την κοίταξε με ικανοποίηση. Την έβρισκε πολύ ελκυστική με ωραίο μεγάλο στόμα και με καλοφτιαγμένα ρουθούνια. Τόσο καιρό δεν τα είχε προσέξει. Η χάρη της ήταν ξεχωριστή κι όλο γλύκα. Οι μπούκλες στα μαλλιά της στο κάτω μέρος της έδιναν μια ζωηράδα και την έκαναν χαριτωμένη και μοναδική.

   Θυμήθηκε τα λόγια της και της είπε με σοβαρότητα:

   --- Σαν με το καλό τελειώσουμε τις αποστολές μας, κάνουμε ένα ταξίδι μαζί! Τι λες;

   Η γυναίκα γέλασε.

   --- Εγώ δεν τελειώνω ούτε σε τρία χρόνια!

   --- Κι εγώ το ίδιο! Τότε ελπίζω να τελειώσω το μυθιστόρημά μου!

   --- Σε τρία χρόνια; Τόσο ογκώδες θα το κάνεις;  

   --- Δε με αφορά το πλήθος των σελίδων αλλά η ποιότητά του!

   --- Ε, τότε έχεις δίκιο! Ραντεβού λοιπόν σε τρία χρόνια στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος!

   --- Προορισμός μας;

   --- Η Κίνα! Έχεις πάει στην Κίνα;

   --- Όχι!

   --- Ευκαιρία να τη γνωρίσεις!

   Πάνω σ’ ένα κομοδίνο στη νότια μεριά του σαλονιού ήταν ένα πράσινο βιβλίο. Το μάτι του Σοφοκλή το είδε κι αφού σηκώθηκε, πλησίασε και το πήρε στα χέρια του. Ύστερα αφού ξανακάθισε άρχισε να ψιθυρίζει τον τίτλο του, ενώ το ύφος του έδειχνε μελιστάλαχτο. << Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη >>.  Κι αμέσως πρόσθεσε δυνατά: << Του Όσκαρ Γουάιλντ >>. Γύρισε στη συνέχεια στο οπισθόφυλλο και με σιγανή φωνή. διάβασε: << Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι, όχι οι απρόσωπες αρχές. Και οι άνθρωποι, που δεν έχουν αρχές μ’ αρέσουν  πιο πολύ απ΄ το καθετί στον κόσμο >>.

   --- Εξαιρετικό βιβλίο μην πω αριστούργημα! ξεφώνισε μετά από το διάβασμα της λεζάντας και το έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του. Απ’ ότι θυμάμαι πρέπει να το έχω διαβάσει πάνω από πέντε φορές. Μου αρέσει αφάνταστα. Οι  χαρακτήρες των ηρώων του είναι γεμάτοι από πάθη κι αυτό  κάνει το βιβλίο άκρως ενδιαφέρον. Αλλά και το τέλος του είναι εντυπωσιακό. Σπάνιο έργο που ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό του.

   --- Η Αντιγόνη συμφώνησε μαζί του και του το έδειξε κοιτάζοντάς τον κατάματα.

   Ο Σοφοκλής τη ρώτησε:

   --- Το έχεις διαβάσεις:

   Εκείνη ακούμπησε στον ώμο του.

   --- Το έχω, ναι! Δεν τ’  αφήνω όλα στη μέση!

   --- Δικά μου πόσα έχεις διαβάσει;

   --- Όλα!

   --- Όλα! Δεν το πιστεύω! Πώς έγινε αυτό;

   --- Εσύ είσαι ειδική περίπτωση! Έπρεπε να γίνει!

   Είπε αυτά και σηκώθηκε. Πατώντας ύστερα στις μύτες των ποδιών πήγε κι έφερε από το μπαρ ένα μπουκάλι ουίσκι με δυο ποτήρια. Τα γέμισε και με μάτια που λαμποκοπούσαν, του είπε:

   --- Πολλές φορές ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα για τα βιβλία σου και την αγάπη σου στο γράψιμο αλλά πάντοτε κάτι συνέβαινε. Τώρα όμως δε μου τη γλιτώνεις! Και σε ρωτώ ευθέως, Από πού εμπνέεσαι όλα αυτά που γράφεις;

   --- Ε, λοιπόν! είπε εκείνος αυτό δεν το περίμενα. Δε νομίζω να θέλεις να σου δώσω καμιά συνέντευξη και να τη δω αύριο δημοσιευμένη σε κάποια τοπική εφημερίδα;

   Εκείνη γέλασε.

   --- Πες μου! τον παρακάλεσε.  

   --- Ένας συγγραφέας, άρχισε αυτός, πρέπει να έχει τις κεραίες του ανοιχτές σε όλα τα γεγονότα που βλέπει και συμβαίνουν γύρω του. Έτσι αφού τα καταγράψει στη μνήμη του φτιάχνει μετά το μύθο του.

   --- Μπορεί να γυρίσει και στο παρελθόν;

   --- Βεβαίως. Η ματιά που ρίχνει κανείς στο παρόν μπορεί άριστα με τη μνήμη να γυρίσει και στο παρελθόν. Κι ό,τι βαθύ δει να το κάνει μύθο.

   --- Τι είναι καλύτερο; Η επικαιρότητα ή το παρελθόν για μια καλή έμπνευση;

   --- Η αλήθεια είναι πως πρέπει να απομακρυνθεί ο συγγραφέας από την επικαιρότητα. Είναι δύσκολο να γράψεις για το έτος που ζεις.

   --- Πιστεύεις στο ταλέντο;

   --- Πιστεύω ναι, και είναι πάνω από την ύλη κι από όλα τα κακόγουστα πράγματα που φθείρουν τον άνθρωπο. Ένα ισχυρό ταλέντο αποτυπώνει καλύτερα ΄ό,τι συμβαίνει γύρω του, τα καταγράφει και πάει παραπέρα. Και πρέπει να υπάρχουν ταλέντα για να έχουν διαδοχή και οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Η λογοτεχνία είναι μια υπόθεση που κληρονομείται, που μεταλαμπαδεύεται.

   --- Πώς τους βλέπεις τους νεότερους;

   --- Καλοί είναι, αλλά στέκονται πολύ στην επικαιρότητα κι αυτό μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο. Με την πρώτη έκδοση πολλοί δυστυχώς πιστεύουν πως έγιναν Προυστ! Λάθος μεγάλο! Τους καταλαβαίνω γι’ αυτή τους τη συναισθηματική έξαρση αλλά οφείλουν να είναι εγκρατείς! Ο χρόνος θα αναδείξει το έργο. Ο Καβάφης αναγνωρίστηκε πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του!

   --- Γιατί προτιμάς να γράφεις μυθιστορήματα;

   --- Γιατί μου αρέσει να φτιάχνω δικούς μου κόσμους. Δικούς μου ήρωες με τους δικούς τους χαρακτήρες. Νιώθω πολύ άνετος γιατί πιστεύω ότι η συγγραφή διηγήματος δηλώνει αδυναμία σύλληψης μιας γενικότερης ενότητας. Ακόμη και για τον Παπαδιαμάντη, το Βιζυηνό, τον Ιωάννου τον Κουμανταρέα κι άλλους σπουδαίους διηγηματογράφους η κριτική λέει, πως τα διηγήματά τους αποτελούν μέρος μιας ολότητας κι ενός συνόλου που δεν γράφτηκε ποτέ. Αποσπάσματα ενός μη συγκροτημένου μυθιστορήματος που για διάφορους λόγους δεν ολοκληρώθηκε.

   --- Θέλεις να πεις πως το μυθιστόρημα είναι το ανώτερο από τα είδη του πεζού λόγου;

   --- Ναι, και είναι συνάμα το απώτερο, το συνθετότερο, το υψηλότερο και το απαιτητικότερο!

   --- Κι αυτό γιατί έχει δυσκολίες φαντάζομαι να γραφτεί;

   --- Οπωσδήποτε.  Γιατί το να συνθέσει κανείς ένα τεράστιο υλικό χρειάζεται ικανότητα και δουλειά. Όμως αυτό δεν τον πειράζει το μυθιστοριογράφο γιατί κατά βάθος τον τραβάει η μυθοπλασία σαν το μακρύ ποτάμι! Κι αυτό του αρέσει!

   Σταμάτης και πρόσθεσε:

   --- Όμως δε δέχομαι σε καμία περίπτωση πως ο διηγηματογράφος ή κάποιος που ασχολείται με τη νουβέλα ή άλλο είδος του πεζού λόγου είναι κατώτερος είδος πεζογράφου.

  --- Για να σε ρωτήσω κι αυτό. Όσοι δε γράφουν μυθιστόρημα μπορούμε να πούμε πως δεν είναι ικανοί να μπουν σε πλατιά φόρμα αφήγησης;

  --- Συμβαίνει κι αυτό. Σε άλλους όμως τους ταιριάζει το διήγημα ή η νουβέλα. Άλλοι δεν πιστεύουν στο μυθιστόρημα με την έννοια της κλασικής του μορφής, της κατάδειξης των χαρακτήρων, των σχέσεων, της πλοκής και του μύθου. Αυτοί πιστεύουν  ότι όλα είναι αποσπασματικά, ενώ το μυθιστόρημα έχει ολιστική και ενοποιητική σύλληψη του κόσμου η οποία δεν υπάρχει σαν μηχανισμός μέσα τους. Γι’ αυτούς είναι όλα στιγμιότυπα.

   --- Τα βιβλία σου, πώς πάνε;  Πουλάς, διαβάζονται ή μένουν στα ράφια;

   --- Κρίνονται από το χρόνο. Βλέπω πια κινούνται και πια μένουν στα ράφια. Όλα πάντως έχουν τη σχετική τους κίνηση. Κάποια όμως φαίνονται παραπονεμένα. Είναι δυο τρία από τα πρώτα μου. Ίσως δεν τα πρόσεξα όσο έπρεπε. Όμως το κοινό τα διαβάζει έστω και σε ελάχιστα αντίτυπα. Πολλές φορές είναι και οι προτιμήσεις. Θέλω αυτό λέει ο ένας, το άλλο λέει ο επόμενος. Το σημαντικό για μένα είναι πως γράφω ακόμη μυθιστορήματα και μου δίνει χαρά. Χαίρομαι σαν τα αρχίζω και τρελαίνομαι σαν τα τελειώνω!  Όσο για το χρόνο που τα γράφω αυτό που νιώθω δεν περιγράφεται. Είναι πάνω από τα συνηθισμένα συναισθήματα που αισθάνεται κανείς  όταν βιώνει μια ανάγκη.

   --- Θέλω να μου πεις και για τους τοπικούς συγγραφείς. Υπάρχουν δυνατά ονόματα;

   --- Μην περιμένεις να σου πω ονόματα. Πολλοί ακολουθούν καλό δρόμο και οι λιγότεροι έχουν μπει στο παιχνίδι δυναμικά. Δυο τρεις νεότεροι έχουν αναμφισβήτητο ταλέντο και τους βλέπω γρήγορα να ανεβαίνουν στα πρώτα σκαλιά  της ελληνική πεζογραφίας. Είναι έξυπνοι, πιο έξυπνοι από εμάς τους μεγαλύτερους αλλά πρέπει να προσέξουν, γιατί όπως ξέρεις η πολύ εξυπνάδα βλάπτει σοβαρά τη λογοτεχνία! Κάποιοι το έχουν ρίξει στη δημόσια προβολή, συμμετέχουν σε κλίκες, κολακεύουν και κολακεύονται περισσότερο απ’ ότι πρέπει και διακατέχονται από νοσηρή υστεροφημία. Οφείλουν να προσγειωθούν αν θέλουν να μην τους αποβάλλει η λογοτεχνία.

   ---Ποιες στιγμές θυμάσαι από την ενασχόλησή σου στη λογοτεχνία όλα αυτά τα χρόνια;

   --- Πολλές! Θα σου πω όμως δυο καλές και μια κακή!  Η καλή είναι αυτή: Όταν έβγαλα το πρώτο μυθιστόρημα και κυκλοφόρησε μετά από μια βδομάδα με πήρε στο τηλέφωνο μια δημοσιογράφος από την Καλαμάτα που εργαζόταν στην εφημερίδα << ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ >. Και μου ζήτησε να της δώσω συνέντευξη! Για μένα ήταν πρωτόγνωρο! Θα έμπαινα στην εφημερίδα με τίτλο, φωτογραφία και τα ρέστα! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Η συνέντευξη δόθηκε και την άλλη μέρα τη διάβασα. Πάει αυτό! Το πράγμα έχει και συνέχεια. Ύστερα από ένα μήνα με παίρνει τηλέφωνο ο υπεύθυνος της κινητής  βιβλιοθήκης του νομού που είχε έδρα την Καλαμάτα και μου ζήτησε να αγοράσει εκατό αντίτυπα! Δεύτερο πανηγύρι σ’ ένα μήνα! Πήρα τα λεφτά κι έκανα το σταυρό μου. << Πάντα τέτοια! >> ευχήθηκα κι έπιασα να γράφω το δεύτερο μυθιστόρημα.

   --- Η  κακή στιγμή πια είναι;

   --- Όταν ένας κακός κριτικός και χυδαίος έγραψε σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό πως δεν κάνω για συγγραφέας και είμαι απαράδεκτος!  Τα έβαλε με τη γλώσσα μου, τις κακόηχες λέξεις, την αφαιρετική γραφή μου, και το κακότεχνο ύφος μου. Θέλω πολλή δουλειά, ακόμη πρόσθετε για να αναδειχτώ. Θυμάμαι πως έκλαψα! Όχι για την κριτική που τη θεωρώ λειτούργημα αλλά για το χυδαίο τρόπο της γραφής του που διαπνεόταν από μίσος και ζήλια. Ήταν γραμμένη θαρρείς όχι με μελάνι αλλά με δηλητήριο.

  --- Τι άλλο γενικά σ’ έχει πληγώσει στη ζωή;

  --- Ο θάνατος του πατέρα και της μητέρας μου. Επίσης και μερικών φίλων και προσφιλών προσώπων. Μου φαίνεται πως η απουσία τους μου κάνει άχαρη τη ζωή και με απομακρύνει απ’ αυτή.

  --- Τώρα γράφεις;

     --- Αφού το ξέρεις! Γράφω το δέκατο μυθιστόρημα με τον τίτλο << Ο πόνος του χαμένου χρόνου >>. Όμως μη με ρωτάς τίποτα από το περιεχόμενό του. Θα το διαβάσεις όταν εκδοθεί.

    Ο Σοφοκλής  πήρε το ποτήρι στο χέρι και ήπιε μια γουλιά. Ύστερα σηκώθηκε και με μια ξαφνική περπατησιά σαν να ήθελε να δείξει μια επανάσταση εσωτερικής επιθυμίας, πήγε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω προς το μέρος της θάλασσας εκεί που η κίνηση στον παραλιακό δρόμο ήταν ακόμη ζωηρή.  Όλα εκεί δονούνταν από φωνές, γέλια, κρότους, ψιθύρους και χαχανητά. Κι αμέσως θυμήθηκε τον καπεταν Κωνσταντή. Έτσι άφησε το παράθυρο και κρατώντας το ποτήρι στο δεξί χέρι του πήγε και στάθηκε όρθιος πάνω από το σώμα της Αντιγόνης. Τότε εκείνη  όπως ήταν καθισμένη, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ζωηρά. Αυτός πρόσεξε το θάμπος των ματιών της και θαύμασε την ομορφιά της. Κι αμέσως με μια ηδυπάθεια σε όλο του το κορμί, έσκυψε και τη φίλησε στα χείλη. Μετά της είπε:

   --- Έχω ανάγκη να κουβεντιάσουμε λίγο για τις απειλητικές επιστολές που πήρα. Θέλω ν’ ακούσω τη γνώμη σου. Ύστερα θα φύγω. Ο καπεταν Κωνσταντής ελπίζω να έχει μαζευτεί σπίτι.

   Η Αντιγόνη έκανε ένα μικρό << Α! >> και τον ρώτησε:

   --- Έλαβες πρόσφατα απειλητική επιστολή;

   --- Έλαβα!

   --- Κι εγώ!

   --- Ποια οργάνωση την είχε υπογράψει;

   --- Μία με τη αρχικά ΠΟΛ. ΕΘΝ.

   --- Και τη δική μου η ίδια οργάνωση. Μας έβαλαν στο στόχαστρο γιατί πάμε αντίθετα με τα συμφέροντά τους και ίσως μας πλήξουν!

   --- Δεν μπορείς να την αποκωδικοποιήσεις;

   --- Όχι1 Πίσω της πρέπει να κρύβονται εταιρείες κι επενδυτές δισεκατομμυρίων. Με λίγα λόγια δολοφόνοι!

   --- Πρέπει να αμυνθούμε!

   --- Αμυνόμαστε με τα καλά που κάνουμε για την προστασία του πλανήτη και την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Τι άλλο να κάνουμε; Δε θα φορέσουμε κιόλας μάσκες να κρυφτούμε  και ούτε θα χωθούμε στα σπήλαια για να μην μας ανακαλύψουν. Εδώ θα μείνουμε στη θέση μας κι ας έρθουν να μας βλάψουν!

   Η σιωπή της για λίγα λεπτά πρόδιδε καθαρά πως φοβόταν για τη ζωή της. Ύστερα με το σαγόνι ψηλά και ρίχνοντας μια αόρατη ματιά ένα γύρο, ψιθύρισε:

   --- Ίσως  ο αργός θάνατος της γης αργήσει, αλλά ο δικός μας θα είναι πολύ σύντομος!

   Εκείνος έκανε μια προσπάθεια να της διαλύσει το φόβο. Την πλησίασε κι αφού την έφερε κοντά στο ανοιχτό παράθυρο, στάθηκαν όρθιοι κοντά του, πλάι - πλάι, ρουφώντας τον αέρα που ερχόταν απέξω και τον ένιωθαν να περνά στην ψυχή τους σαν κάτι που τους έδινε χαρά και περίσσεια δύναμη.

   Η Αντιγόνη έδειξε να συνέρχεται. Αυτός έκρινε σκόπιμο να καθίσει ακόμη δέκα λεπτά μέχρι να της φύγει εντελώς ο φόβος. Και σαν  το έπραξε τη φίλησε και ξέφυγε από κοντά της, πηγαίνοντας ως την πόρτα.

   --- Σ’ αγαπώ!  και μη φοβάσαι τίποτα! της ψιθύρισε. Και σαν άνοιξε την πόρτα χάθηκε πίσω της.

   Εκείνη πρόφτασε και του είπε, ενώ δεν ήταν και σίγουρη αν το άκουσε:

   --- Πόσο υποφέρουμε φτωχή μου αγάπη!  Και αποσύρθηκε στο εργαστήριό της να τελειώσει κάποιες εκκρεμότητες.

 

 

 

 

 

                                            = = =  

 

 

 

 

    Ο Σοφοκλής σαν μπήκε στο σπίτι του καπεταν Κωνσταντή τον βρήκε  όπως πάντα στη συνηθισμένη θέση να κάθεται χάμω στη μέση της κουζίνας και πάνω σε εφημερίδες για να προστατεύεται από την υγρασία και να μπαλώνει τα δίχτυα του.

    Χαιρετήθηκαν κι αφού κάθισε, κούνησε με σοβαρότητα το κεφάλι του και του είπε:

    --- Είμαι περίεργος να δω αύριο τι θα πιάσεις;

    Τα χείλια του καπετάνιου ανασηκώθηκαν, τα δόντια του γυάλισαν στο λιγοστό φως της λάμπας και με μια λοξή ματιά που έκρυβε απογοήτευση και πίκρα, του είπε:                                

    --- Δεν ξέρω τι  θα γίνει αύριο με τα δίχτυα αλλά σήμερα έγιναν πολλά πράγματα και είδα δυσάρεστα γεγονότα!

    Ο Σοφοκλής πήγε να τον ρωτήσει αλλά πήρε είδηση πως ήθελε να συνεχίσει και τον άφησε. Έτσι σιώπησε.

    --- Όλη μέρα σήμερα στο Σύλλογός μας συζητούσαμε για να βρούμε τις αιτίες που έχουν φέρει στα πρόθυρα της καταστροφής τον Κυπαρισσιακό κόλπο. Κι αυτό γιατί πριν λίγες μέρες βρέθηκαν νεκρά ψάρια ξεβρασμένα σε πολλές περιοχές του και δυο χελώνες καρέτα – καρέτα.  Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν σοβαρές πηγές ρύπανσης  πριν φθάσουν τα νερά που χύνονται στη θάλασσα. Δε συμφωνήσαμε όμως αν φταίνε οι υδατοκαλλιέργειες ή το νερό στο ποτάμι και τους τάφρους της περιοχής. Μήπως οι υδατοκαλλιέργειες είναι τα θύματα κι όχι θύτες;

    --- Ό,τι και να φταίει, τον διέκοψε ο Σοφοκλής πρέπει να ξέρεις πως στην περιοχή η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη από την παραγωγή των αστικών λυμάτων.

   --- Το ξέρω! Οι βιολογικοί καθαρισμοί απουσιάζουν, οι παράνομες χωματερές πολλαπλασιάζονται και λειτουργούν χωρίς άδειες, η χρήση φυτοφαρμάκων συνεχίζεται με μεγάλο ρυθμό και χωρίς την προστασία των Γεωργικών Υπηρεσιών. Βιοτεχνίες, νοσοκομεία, ελαιοτριβεία, μικρές οικοτεχνίες, εργαστήρια πάσης φύσης, μαντριά και βουστάσια, ρίχνουν τα λύματά τους στο ποτάμι, και στα ρέματα ή τα πετάνε στους χείμαρρους. 

   Από τη θάλασσα η βουή των κυμάτων που έσπαζαν πάνω στους βράχους ερχόταν σαν ήχος απόμακρου τραγουδιού. Η φουσκοθαλασσιά ολοένα ανέβαινε και η υγρασία  έφτανε ως το τζάμι. Το αεράκι πότε δυνατό και πότε σιγανό σφύριζε μελωδικά ενώ γύρω στο λιμενοβραχίονα κάποιοι ψαράδες συζητούσαν, αδιαφορώντας να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

   --- Οι νομάρχες και οι περιφερειάρχες, πρόσθεσε ο Σοφοκλής δίνουν άδειες σ’ όλη τη χώρα, μετεγκατάστασης ή επέκτασης σε πτηνοτροφικές ή χοιροτροφικές μονάδες, σε ελαιοτριβεία και σε τυροκομεία χωρίς να προηγούνται περιβαλλοντικές μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος από τη λειτουργία τους. Εν τω μεταξύ με την έναρξη των επιχειρήσεων αυτών κανένας έλεγχος δε γίνεται κι αν γίνει θα είναι πρόχειρος κι αναποτελεσματικός.

   --- Την περασμένη Κυριακή ν’ ακούσεις τι είδαν τα μάτια μου!  Με ειδοποίησε ο Σύλλογος Αλιείας να πάω στο Διβάρι κοντά στη Γιάλοβα. Να δω λένε, την καταστροφή! Και πήγα. Σου λέω λοιπόν πως βρέθηκα μπροστά σ  ένα φριχτό θέαμα που τόσα χρόνια που ασχολούμαι με τα ψάρια δεν το είχα δει! Χιλιάδες ψάρια σε όλες τις μονάδες της ιχθυοκαλλιέργειας ήταν νεκρά!

   --- Θυμάμαι μια ανάλογη περίπτωση μαζικού θανάτου ψαριών που είχε συμβεί στην ίδια περιοχή, είπε ο Σοφοκλής, πριν από χρόνια και είχαν εξολοθρευτεί περίπου δέκα τόνοι ψαριών.

   Ο καπετάνιος πήρε το μπουκάλι και ήπιε μια ρουφηξιά κρασί. Ύστερα βρήκε μια αρκετά μεγάλη  τρύπα στα δίχτυα  κι άρχισε με απίστευτη σβελτάδα να τη ράβει με τη χοντρή βελόνα που την είχε περάσει την πετονιά ραψίματος.

   --- Και ξέρεις από τι ψόφησαν τα ψάρια;

   --- Δεν ξέρω!

   --- Να σου πω εγώ, που θυμάμαι την περίπτωση. Πέθαναν από έλλειψη οξυγόνου που την προκάλεσε η άνοδος τοξικών στρωμάτων νερού από τον πυθμένα της λιμνοθάλασσας εξαιτίας της εισόδου πολύ  ψυχρών μαζών γλυκού νερού!

   --- Συμβαίνει κι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω!

   --- Δυστυχώς, ναι, σαν οι υπεύθυνοι θέλουν να ρίξουν στάχτη στην κοινή γνώμη και να τις κρύψουν τους αίτιους της καταστροφής. Σπάνια οι μετρήσεις που κάνουν σε θάλασσες και λίμνες δείχνουν έλλειψη οξυγόνου. Κάτι άλλο έφταιξε στο Διβάρι και ψόφησαν τα ψάρια αλλά οι φορείς μας το έκρυψαν για τους γνωστούς λόγους. Κάποιον φονιά προστάτεψαν εκείνη τη στιγμή που τον ήξεραν!

   Ο καπετάνιος πήρε βαθιά ανάσα και είπε με σκληρή έκφραση:

   --- Το απόβλητο που χύνεται εκεί είναι το κάτι άλλο! Όλα τα ελαιοτριβεία της περιοχής εκεί μέσα ρίχνουν τις βρωμιές τους. Ποιος ξέρει αν τα λύματά τους δεν ήταν υπεύθυνα για την καταστροφή τότε και τη μόλυνση σήμερα.

  --- Συμπέρασμα. Οφείλουν οι φορείς να πηγαίνουν στα ρυάκια και στα ποτάμια και να βλέπουν τι χύνεται εκεί μέσα και ποιος το ρίχνει. Επίσης να παρακολουθούν τις ποσότητες των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην περιοχή και να ενημερώνουν τους παραγωγούς και τους καταναλωτές για την επικινδυνότητα του κάθε φάρμακου. Όταν πια δουν πως υπάρχει αλόγιστη χρήση και ευθύνη ρύπανσης να επιβάλλουν το νόμο.

   --- Έχεις δίκιο! ψιθύρισε ο Κωνσταντής και τεζάρισε την πετονιά σαν τελείωσε με την τρύπα κι ετοιμαζόταν να την κόψει και να κάνει έναν κόμπο. Κι όμως κάνουν το αντίθετο. Για όλα πάντα φταίει κάτι εκτός από εκείνον που το κάνει. Κάποιες φορές όμως το βένθος, ο βυθός δηλαδή κάτω από την καλλιέργεια των ψαριών παθαίνει αλλαγές σαν τα κλουβιά από πάνω δε μετακινούνται λίγο πιο πέρα κάθε τρία χρόνια, αλλά αυτό είναι σπάνιο. Τα λύματα ψοφάνε τα ψάρια που πέφτουν στη θάλασσα, το ξέρουν και τα μικρά παιδιά αυτό!

   Η βουή από τη θάλασσα ερχόταν πιο δυνατή. Ο ψαράς τέντωσε το κεφάλι του κι αφού έβαλε το αριστερό του χέρι στ’ αυτί του ν’ ακούσει καλύτερα του είπε με μια συννεφιά στα μάτια:

   --- Θα χαλάσει ο καιρός μου φαίνεται. Μα, όχι απόψε αλλά από αύριο το βράδυ. Εγώ όμως θα πάω το πρωί να τα ρίξω τα ρημάδια. Θέλω να πιάσω μικρό ψάρι για να το πουλήσω. Ξέμεινα από  λεφτά.

   --- Μακάρι να είναι, έτσι. Οι πρώτες μέρες του Ιουλίου δεν έχουνε μελτέμια, ούτε δυνατούς πουνέντες, Αλλά ό,τι και να γίνει εσύ ξέρεις από τέτοια.

   Ήταν σκυμμένος πάνω από το δίχτυ κι όλο έραβε μια άλλη τρύπα που ανακάλυψε χωρίς ανάσα. Κάποια στιγμή θυμήθηκε κάτι και είπε:

   --- Ακόμη και με γυμνό μάτι φαίνεται η ρύπανση. Τα νερά στο Διβάρι που πήγα και είδα τα ψόφια ψάρια ήταν βρώμικα και γεμάτα λευκές φυσαλίδες. Τι ήταν αυτό; Δεν ήταν κάτι καλό. Ρύπος ήταν! Αν δεν ήταν ρύπος η θάλασσα θα ήταν πεντακάθαρη  όπως είναι η  δική μας, έξω από το σπίτι μου.

  --- Τι ψάρια βρήκες νεκρά;

  --- Και τι δεν βρήκα! Ροφούς, σφυρίδες, στείρες, μουγγριά, γαρίδες, λυθρίνια, σαρδέλες και κολιούς. Αυτά είναι μόνιμα, ζούνε εκεί δε φεύγουν. Ήταν ψόφια όμως και πολλά μεταναστευτικά, όπως μουρμούρες, συναγρίδες, κέφαλοι, μπαρμπούνια, κουτσομούρες, τσιπούρες και τόνοι. Μεγάλη καταστροφή! Πολύ μεγάλη! από τις μεγαλύτερες που έχω δει! 

     --- Ως και τα πουλιά κινδυνεύουν από τους ρύπους της θάλασσας, ε;

   --- Πως δεν κινδυνεύουν! Αλλά αυτά περισσότερο κινδυνεύουν από τα μολυσμένα ρέματα και τα φυτοφάρμακα. Πίνοντας νερό μολύνονται. Κι εκεί τη βρίσκουν! Τσιμπολογάνε και καρπούς και σαν είναι ραντισμένοι δηλητηριάζονται.    

   --- Για πες μου μερικά από τα πουλιά που ζούνε εκεί στη Γιάλοβα.

   --- Πολλά! Μικροτσικνιάδες, σταυραετοί, χρυσαετοί, ποταμογλάρονα, νεροχελίδονα, κουφαηδόνια, βαλτόπαπια, φιδαετοί. Είναι κι άλλα, που δε τα θυμάμαι. Έρχονται και φεύγουν. Έχουν στέκι εκεί. Άλλα ξεχειμωνιάζουν, άλλα ξεκαλοκαιριάζουν, γίνεται ένα κομφούζιο σαν το πετύχει το μέρος η μετανάστευση και του επαναπατρισμού.

   Ο καπετάνιος είπε αυτά και γέλασε. Ύστερα ψαχούλεψε την κοιλιά του σαν άφησε τη βελόνα και κοίταξε το παράθυρο. Το απλωμένο φως του φεγγαριού έμπαινε μέσα αφήνοντας πάνω στα λιτά έπιπλα ένα κοκκινωπό διάχυτο φως. Αυτά έπαιρναν βάθος, και βάφονταν με μια μαγική χροιά. Περισσότερο φωτιζόταν η νότια πρόσοψη του σπιτιού και το φως που εισχωρούσε εκεί έκανε πιο φωτεινή τη γκρίζα κι άβαφη πλευρά του.

    Ο Σοφοκλής τον ρώτησε:

    --- Δεν ήξερες πως θα ερχόμουν, καπετάνιε;

    --- Όχι. Και τέτοια ώρα μάλιστα αργά!

    --- Ήταν ανάγκη βλέπεις…

    --- Ακούω! του ψιθύρισε και τον κοίταξε παράξενα.

    --- Η Αντιγόνη θέλει δείγμα από τα ψόφια τρυγόνια στα Στροφάδια και πρέπει να τα έχει αύριο οπωσδήποτε. Είναι εντολή του Κεντρικού Ινστιτούτου Ιστολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων και πρέπει ν’ ανταποκριθεί.  Θέλουν την ιστολογική ανάλυση σύντομα κι απαραίτητα. Ο μόνος που μπορεί να έχει τα νεκρά πουλιά είσαι εσύ. Αύριο το πρωί σαν ρίξεις τα δίχτυα σου, πετάξου μέχρι τα νησάκια να φέρεις τουλάχιστον δυο νεκρά τρυγόνια.

  Εκείνος άφησε τη δουλειά του και τον κοίταξε όπως κοιτάζει ένα λυκόσκυλο τον εχθρό που έχει απέναντί του. Ύστερα με φωνή που έμοιαζε καταχωνιασμένη του αποκρίθηκε:

   --- Ξέχασες τι έπαθα την άλλη φορά; Πάλι στο στόμα του λύκου με στέλνετε; Είναι οπλισμένοι οι άνθρωποι εκεί πώς να τα βγάλω πέρα μαζί τους;

   --- Ναι, αλλά τώρα θα είναι διαφορετικά πιο εύκολα!

   Ο ψαράς παραξενεύτηκε για άλλη μια φορά.

   --- Και πώς έγινε αυτό; του έκανε με καχυποψία. Οι κακοί αφέντες γίνανε καλοί τώρα;

   --- Υπάρχουν δικοί μας άνθρωποι εκεί από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία που θα  έρθεις σ΄ επαφή μαζί τους και θα σε βοηθήσουν.

   --- Σύμφωνοι!  Όμως άλλα γίνονται στην πράξη! Οι μεν εγκαταλείπουν τους δε και ισχύει ο νόμος του ισχυρότερου. Το ξέρετε πως  στο μέρος με τα νεκρά  πουλιά δύσκολα πλησιάζει κανείς. Εξάλλου απαγορεύεται η είσοδος αυστηρώς και δια ροπάλου. Πώς να πάω;

   --- Μα σου είπα πως θα έχεις βοήθεια!

   --- Την ξέρω εγώ τη βοήθεια όπως και την άλλη φορά, ένα καλόγερο με φουστάνια που δεν ήξερε πώς να δέσει την πληγή μου! Άοπλο, νηστικό και με έλλειψη παιδείας. Γερό παλικάρι δε λέω αλλά άμαθο στις κακίες του κόσμου. Αυτή η δουλειά θέλει επιχείρηση αυτοκτονίας! Αλλιώς ψόφια πουλιά δεν παίρνουμε!

  Είχε κοκκινίσει και γρύλιζε σιγανά σαν γάτα.

  --- Τουλάχιστον να προσπαθήσεις!  Είναι άμεση ανάγκη η ιστολογική εξέταση να σταλεί στα κεντρικά για να πληροφορηθεί ο κόσμος από τι ψοφάνε τα τρυγόνια.   Φαντάζεσαι  να είναι  καμιά << νόσος των πτηνών; >>  Δεν έχουμε υποχρέωση να σώσουμε τον κόσμο;

  --- Κόντεψαν να με σκοτώσουν το ξέχασες;

  --- Ναι, αλλά τι πρέπει να κάνουμε; Να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια;

  --- Δεν είπα αυτό αλλά αυτοί βαράνε στο ψαχνό! Πού να πάω;

  Άφησε τα δίχτυα και σηκώθηκε.  Αφού τα έβαλε κοντά στην πόρτα, κοίταξε με συνοφρυωμένα φρύδια το Σοφοκλή και πλησίασε μια τενεκεδένια λεκάνη.  Έσκυψε ύστερα κι αφού έπλυνε τα χέρια του, πήρε τη λεκάνη και την έχυσε στο νεροχύτη. Μετά σαν την άφησε δίπλα στ’ άλλα κατσαρολικά κάθισε σ’  ένα μικρό ξύλινο σκαμνί. Από εκεί κοιτούσε το  Σοφοκλή με βλέμμα πλάνο και σώπαινε.

   --- Τι λες θα το κάνεις; επέμενε εκείνος. Η περίπτωση είναι ιδιάζουσα και πρέπει να σώσουμε τον κόσμο. Αν είναι << η νόσος των πτηνών >> η αιτία που ψοφάνε τα τρυγόνια αυτό σημαίνει πως κι άλλα πουλιά θα αρρωστήσουν και θα ψοφήσουν. Όμως κινδυνεύουν και οι άνθρωποι. Η αρρώστια είναι μεταδοτική κι όσοι φάνε τρυγόνια που έχουν την ασθένεια αυτή θα πεθάνουν! Αν ψοφάνε από κάποιο φυτοφάρμακο πρέπει να το διαγνώσουμε για να τα προστατέψουμε.

   Ο καπετάνιος άπλωσε το χέρι κι έκοψε μια μπουκιά ψωμί από το καρβέλι που ήταν πρόχειρα έξω από τη ψωμιέρα. Την έφερε στο στόμα κι  άρχισε να τη μασάει.

   --- Είχα ένα σωρό πράγματα να κάνω αύριο! διαμαρτυρήθηκε με φωνή γεμάτη παράπονο. Δεν μπορώ να πάω. Δε θέλω να φύγω από εδώ. Πρέπει να μείνω εδώ χάμω γιατί έχω δουλειές να κάνω. Αν ήταν για αργότερα μπορούσα να το κάνω αλλά αύριο; Δεν το καταλαβαίνω γιατί αύριο.

  --- Καλά τότε αν είναι έτσι μην πας! του είπε ο Σοφοκλής κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί για να φύγει. Και σαν σηκώθηκε και κοντοστάθηκε  απρόθυμος να κάνει το πρώτο βήμα για την αναχώρηση, πρόσθεσε:

  --- Ο καθένας έχει το δικαίωμα να λέει όχι σ’ αυτό που δεν του αρέσει! και σαν κουρασμένος ξεκίνησε για την πόρτα.

   Ο καπετάνιος πίσω του φώναξε:

   --- Λογαριάζω να μην πάω! και βγάζοντας από την τσέπη του πουκαμισού του ένα διπλωμένο χαρτί του το έδωσε, τείνοντας το χέρι του. Όμως τούτο το χαρτί με κάνει άνω κάτω!

  Ο Σοφοκλής πήρε το χαρτί το ξεδίπλωσε κι άρχισε να το διαβάζει: << Σύλλογος Αλιέων Ελλάδας. Προς το Σύλλογο Αλιέων Τριφυλίας. Παρακαλούμε να στείλετε ένα μέλος σας αύριο στα Στροφάδια για την αποκομιδή τουλάχιστον δυο νεκρών τρυγονιών με άμεση παράδοση στο βιολογικό εργαστήριο της Αντιγόνης Τριανταφύλλου. Ανάγκη άμεση. Μην αμελήσετε. Φιλικά ο πρόεδρος. Τα μέλη >>.

  Έμεινε άφωνος.

   --- Τι σημαίνει αυτό; τον ρώτησε.

   --- Πως οι ψαράδες φοβούνται μήπως τα ψόφια πουλιά που θα πέσουν στη θάλασσα κι έχουν κάποια θανατηφόρα αρρώστια φαγωθούνε από τα ψάρια και μολυνθούν! Έτσι θέλουν με το δείγμα που ζητάνε και γίνει η ανάλυση να βεβαιωθούν  περί τίνος ακριβώς πρόκειται.

   --- Ω! έκανε ο Σοφοκλής, ευχάριστο αυτό και δυσάρεστο!

   --- Ό,τι θέλει ας είναι! Ο Σύλλογος ο δικός μας όρισε εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα! Και μου είπε να πάω αύριο στα Στροφάδια για να φέρω τα πουλιά!

   --- Θα πας;

   --- Δεν έχω αποφασίσει ακόμη! Θα δω τι θα κάνω.

   Ο Σοφοκλής βγήκε από την πόρτα και στάθηκε για λίγο στην αυλή. Πίσω του τον ακολούθησε ο καπετάνιος. Έσμιξαν τα πρόσωπά τους και αλληλοκοιτάχτηκαν αμίλητοι. Τα μαλλιά τους και τα κούτελά τους γυαλίζανε στη λάμψη του φεγγαριού και τους έδινε εξωτική όψη. Το φως του γύρω τους θαμπόφεγγε και η ζέστη της μέρας είχε αποτραβηχτεί από την υγρασία που έστελνε η θάλασσα. Πέρα κατά τα σπίτια των άλλων ένα κουτάβι κλαψούριζε σιγανά. Και οι δυο γύρισαν τα κεφάλια τους προς τα εκεί.

   --- Καληνύχτα! του ψιθύρισε ο Σοφοκλής και ξεκίνησε.

   --- Καληνύχτα! του αποκρίθηκε και ο καπετάνιος κι έκανε το πρώτο βήμα να πλησιάσει την αποθήκη για να κάνει τις τελευταίες ετοιμασίες για το πρωινό του ψάρεμα.  

 

 

 

 

 

 

                                                                              

 

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  13

 

 

 

 

 

     Το πρωί στις έξι ο καπεταν  Κωνσταντής κουβάλησε τα πράγματα στο καίκι. Τα δίχτυα πρώτα, ύστερα ένα ξύλινο κιβώτιο με πετονιές και το καμάκι που συνήθιζε να το παίρνει κοντά, περισσότερο για άμυνα σαν τον πλησίαζαν τα σκυλόψαρα  και με τα παιχνίδια τους, κινδύνευε να του αναποδογυρίσουν το πλεούμενο. Τρόφιμα πήρε ελάχιστα, μπόλικο νερό  κι ένα μεγάλο πλαστικό δοχείο με καφέ για να πίνει και να του φεύγει η κούραση και η νύστα.  Σαν τα ταχτοποίησε κοντά  στο κατάρτι, στάθηκε στην πλώρη και κοιτούσε τη στεριά που βαφόταν ρόδινη και χρυσαφί στο πρώτο σκόρπισμα τους φωτός που ερχόταν από την ανατολή.

    Ο καπεταν Κωνσταντής ήταν λεπτός, ψηλός με γερές και φαρδιές πλάτες και όμορφο πρόσωπο με μάγουλα αρυτίδωτα και μάτια καστανά σπινθηροβόλα. Κοντά στα σαράντα, έδειχνε νεότερος παρά τις δυο χαρακιές που κατέβαιναν από ψηλά κι έφταναν ως το πηγούνι. Τα χέρια του ήταν χαρακωμένα από τη δουλειά της θάλασσας κι ανάμεσα στα δάχτυλά του είχε σημάδια από το τράβηγμα της πετονιάς που του έμειναν σαν ψάρευε μεγάλα ψάρια. Ήταν είδος γνήσιου θαλασσινού που έμοιαζε σαν ανεμοδαρμένος και σκληρός ερημόβραχος.

     Είχε χρόνο μπροστά του και πριν ξεκινήσει, σκέφτηκε να πεταχτεί ως το κρασοπουλειό του λιμανιού, εκεί που κάθονταν οι άλλοι ψαράδες κι έπιναν το πρωί τους καφέδες και τα βράδια το κρασί τους. Ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε πολλούς αν και ήταν πολύ πρωί και θα έπαινε την κουβέντα μαζί τους μέχρι να μπει μέσα. Ήθελε να μάθει και για τον καιρό που φαινόταν να χαλάει, για τα ρεύματα της θάλασσας, την κατεύθυνση των ψαριών και ν΄ ακούσει από τους γεροντότερους θαλασσινούς από εκείνες τις όμορφες ιστορίες που τόσο ωραία τις διηγούνταν. Έφτανε σαν οι πρώτοι νυχτερινοί ψαράδες επέστρεφαν και ξεφόρτωναν τα ψάρια για να τα πάρει το φορτηγό για τα ψαράδικα. Όσοι είχαν πιάσει μεγάλα ψάρια, τα φόρτωναν στο ειδικό ψυγείο για να τα μεταφέρει στο μέρος του τεμαχισμού τους και την επεξεργασία τους για πούλημα. Εκεί τα κρεμούσαν στα τσιγκέλια, τους έβγαζαν τα σπάργανα, τους αφαιρούσαν τα πτερύγια κι αφού τα ξελέπιαζαν και τα έπλεναν, τα έκοβαν σε φέτες και τις πουλούσαν για φαγητό ή για πάστωμα.

   Σ’ ένα σημείο του λιμανιού είδε το παιδί που τον βοηθούσε στη βάρκα και τον έπαιρνε πολλές φορές και για ψάρεμα μαζί του να φορτώνει σ΄ ένα φορτηγάκι γεμάτες ψαροκασέλες με σαρδέλες και τον πλησίασε. Του ζήτησε με το χαμόγελο στα χείλη να τον βοηθήσει σαν τελείωνε το φόρτωμα και σαν πήρε τη διαβεβαίωσή του πήγε και κάθισε στο κρασοπουλειό να πιει έναν καφέ. Σαν κάθισε κοιτούσε μία τη θάλασσα και μία τους ψαράδες με τους εργάτες που δούλευαν. Το παιδί δεν άργησε και σαν ήρθε κάθισε κοντά του, φορώντας ένα σκούφο στο κεφάλι που του έπεφτε ως τ’ αυτιά.

   --- Δυο καφέδες ελληνικούς, μέτριους! φώναξε ο καπετάνιος στον καφετζή κι έτριψε τα χέρια του.

   Ο μικρός τον διόρθωσε μ’ ένα συνεχόμενο σιγανό γέλιο, λέγοντας:

   --- Όχι εμένα καφέ, αλλά γάλα!  και δείχνοντας την υπερηφάνειά του για την προτίμησή του  όρθωσε το γεροδεμένο κορμί του.

   --- Ακόμη γάλα πίνεις;  τον ρώτησε για να τον θυμώσει αλλά ο μικρός δε φάνηκε να πειράχτηκε. Ίσα- ίσα που  του είπε πάντα χαμογελαστός:

   --- Αφού είμαι μικρός! Τι να πιω;

   --- Πόσο χρονών είσαι;

   --- Αφού ξέρεις;

   --- Δώδεκα;

   --- Τόσο.

   --- Κάποτε μου είχες πει δεκατέσσερα, θυμάσαι;

   --- Αστείο το είπα!

   --- Το ξέρω! Πάντα σου αρέσει να με πειράζεις!

   Ήρθαν τα ροφήματα και ήπιαν και οι δυο από μια ρουφηξιά.

   --- Μου αρέσει να κάνω πλάκες!

   Ο μικρός κοίταξε τη θάλασσα που άρχισε να ξεχωρίζει μέσα στην πρωινή ομίχλη που σιγά- σιγά αραίωνε. Ύστερα είπε:

   --- Θα πας να ρίξεις δίχτυα;

   --- Έτσι λέω! Και μετά θα πεταχτώ ως τα Στροφάδια.

   --- Τι πας να κάνεις εκεί;

   --- Έχω μια δουλειά.

   --- Σαν τι δουλειά;

   --- Δε σε αφορά. Άφησε μην την κουβεντιάζουμε καθόλου.

   --- Καλά. Τότε πες μου πού θα ρίξεις τα δίχτυα;

   --- Στου Ρούφουλα το μέρος. Το ξέρεις;

   --- Ναι, ίσα εκεί που χύνεται το ποτάμι.

   --- Εκεί.

   --- Πας  για κεφαλόπουλα και για σάλπες. Έχει πολλά τέτοια ψάρια εκεί. Μαζεύονται στα λασπόνερα του ποταμού και τρώνε. Κι εγώ αν είχα βάρκα εκεί θα πήγαινε να τα ρίξω.

   --- Βαρέθηκα πια το αγκίστρι με την πετονιά. Μου κόβει τα χέρια. Τα μεγάλα ψάρια δεν είναι εύκολη δουλειά. Παλεύεις ώρες για να τα φέρεις επάνω. Μπορεί καμιά φορά το πελώριο ψάρι να σε αναποδογυρίσει. Μια φορά  ένα μεγάλο ψάρι πήγε να μου κάνει κομμάτια τη βάρκα.

   Ο μικρός τον κοίταξε με θαυμασμό. Τον αγαπούσε τον καπετάνιο γιατί του φερνόταν καλά. Κι εκείνος αγαπούσε το μικρό. Αλληλοβοηθιόνταν και ήταν φίλοι. Πότε- πότε ο καπετάνιος τον έπαιρνε σαν είχε καλό καιρό μέσα και ψαρεύανε μαζί. Άλλοτε του έδινε ψάρια να φάει αυτός και ο μεγαλύτερος αδερφός του. Γονείς δεν είχε, είχαν πεθάνει και οι δυο. Ζούσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι, βόρεια της ακτής κοντά στο κάμπινγκ κι έκαναν χαμαλοδουλειές για να ζήσουν.

   --- Θα με πάρεις και μένα μαζί; Τον ρώτησε μια στιγμή το παιδί και τα μάτια του γυάλισαν ενώ κρεμάστηκε από τα χείλη του καπετάνιου ν’ ακούσει τι θα πει.

   --- Όχι, του έκανε ξερά αυτός. Σήμερα όχι. Μια άλλη φορά, ναι.

   Ο μικρός έδειξε να δυσφόρησε. Και με κάποια αυτοπεποίθηση για τον εαυτό του, του είπε για να του αλλάξει τη γνώμη:

   --- Είμαι καλός στη δουλειά, το ξέρεις. Γιατί δεν με παίρνεις. Θα σε βοηθήσω στο βίντζι να ξεδιπλώνεις τα δίχτυα. Και πάλι στο ανέβασμα θα κάνω ό,τι μπορώ. Αφού με ξέρεις, πάρε με!

  --- Δε μου αρέσει που επιμένεις του είπε ο ψαράς και τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα. Έχω σήμερα ειδική αποστολή, και, δεν πρέπει να έρθεις κοντά. Πρέπει να είμαι μόνος μου.

   --- Καλά δεν επιμένω. Εσύ ξέρεις.

   --- Για να στο λέω.

   --- Κατάλαβα! Φοβάσαι για τον καιρό!

   --- Τι έχει ο καιρός;

   --- Ο παππούλης μου που ξέρει από καιρό, είπε πως θα χαλάσει σε λίγο.

   --- Σε λίγο! έκανε απορημένος ο καπετάνιος και κοίταξε με κάποια ανησυχία βαθιά στον ορίζοντα προς το μέρος του Κατάκολου.

   --- Τον άκουσα χθες βράδυ που το έλεγε στο Σφυρή, τον ψαρά που μένει πιο κάτω από την αποβάθρα. Κουβέντιαζαν στο δρόμο και το άκουσα.

   --- Τι άκουσες;

   --- Πως του έλεγε να μην πάει σήμερα μέσα για ψάρεμα γιατί θα έρθει μπουρίνι δυνατό.

   --- Πού το κατάλαβε;

   --- Είδε, έλεγε ν’ αστράφτει βαθιά στο Κατάκολο κι αυτό σήμαινε πως θα χαλάσει ο καιρός.

   --- Μακριά όμως! Πολύ μακριά!

   --- Μπορεί κοντά στην Ιταλία. Που θες να ξέρω.

   --- Όσο να έρθει από τόσο μακριά η βροχή εγώ θα έχω ρίξει δέκα φορές τα δίχτυα και θα τα έχω μαζέψει.

   --- Μην το λες αυτό, γιατί αμέσως έρχεται ο χαλασμός. Έχεις ξεχάσει πόσες φορές κινδύνεψες από τον κακό καιρό;

   --- Δεν το έχω αλλά θα πέσει έξω ο παππούς σου! Κι επειδή άστραφτε βαθιά θα γίνει η συντέλεια του κόσμου; Ανοησίες!

  --- Καλά. Εσύ ξέρεις.

  --- Σαν να μου λες να μην πάω.

  --- Ναι, αλλά εγώ είμαι παράξενος.

  --- Είσαι!

  Εκείνη τη στιγμή η πόρτα του λιμεναρχείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο λιμενάρχης. Το παιδί τον είδε και του είπε:

  --- Να πας να ρωτήσεις το λιμενάρχη τι καιρό θα κάνει. Αυτός ξέρει. Είναι η δουλειά του.

  Ο καπετάνιος γέλασε.

   --- Θα πάω!  Σαν σηκωθώ από εδώ θα πάω.

   --- Καλό θα σου κάνει να πάρεις και τη γνώμη του.

   --- Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που με συμβουλεύεις.

   --- Έπρεπε να το κάνω. Αφού το άκουσα από τον παππού μου πως θα χαλάσει ο καιρός σε λίγο να μην στο πω;

   --- Καλά έκανες!

   --- Άμα βρεις σαρδελίτσα θέλω να μου φυλάξεις. Μου αρέσουν στο φούρνο ψητές. Τις φτιάχνω ο ίδιος, ξέρω. Κάνουν καλό στα μάτια λένε. Ακουστά το έχω αυτό.

   --- Άμα βρω θα σου δώσω.

   --- Τα μεγάλα ψάρια δεν είναι καλά λένε. Έχουν μόλυβδο κι αρσενικό. Και πολύ λίπος. Τ’ αποφεύγω.

   --- Όλα τα ξέρεις! του έκανε ο καπετάνιος και του χάιδεψε τα μαλλιά. Πού τα έμαθες αφού σχολείο δεν πας;

   --- Έβγαλα το δημοτικό πέρσι!

   --- Τότε δεν είσαι δώδεκα αλλά δεκατρία. Στα δώδεκα βγάζουν το δημοτικό.

   --- Έχασα μια τάξη.

   --- Ποια;

   --- Την Πέμπτη!

   --- Γιατί δεν τα έπαιρνες τα γράμματα;

   --- Πέθανε η μάνα μου τότε και δεν πήγα.

    Ο καπετάνιος τον ξαναχάιδεψε.

   --- Είσαι καλό παιδί αλλά άτυχο! του είπε. Εύχομαι σαν μεγαλώσεις να τα ξεχάσεις αυτά και να βρεις την ευτυχία σου.

   Ένα φορτηγάκι ήρθε και σταμάτησε έξω. Ο οδηγός μπήκε μέσα και ζήτησε από το παιδί να πάει και να φορτώσει μερικές ψαροκασέλες από το καίκι που ήρθε. Το παιδί  κοίταξε τον καπετάνιο και του είπε θλιμμένο:

   --- Πρέπει να φύγω!

   --- Και οι δύο θα φύγουμε.

   --- Εγώ θα πληρώσω! είπε το παιδί και βγάζοντας από την τσέπη του παντελονιού του τρία ευρώ τ’ άφησε στο τραπέζι.

   --- Παρ’ τα! Εγώ σε κάλεσα, εγώ θα πληρώσω.

   --- Ό,τι πεις. Τα παίρνω. Εγώ θα κεράσω την άλλη φορά!

   --- Έτσι. Ξέχασες πως την προηγούμενη φορά είχες πληρώσει; του είπε ο καπετάνιος και αφήνοντας τα λεφτά πάνω στο τραπέζι, σηκώθηκε.

   --- Τότε να σου ευχηθώ καλό ταξίδι και καλή ψαριά! του ευχήθηκε το παιδί και βγαίνοντας έξω από το καφενείο πήδησε πάνω στην καρότσα του φορτηγού. Τον χαιρέτησε και με το δεξί του χέρι ανέβασε το γείσο του καπέλου του πιο ψηλά για να τον δει καλύτερα.

   --- Στο επανιδείν! του αποκρίθηκε ο ψαράς και κίνησε για το λιμεναρχείο.

   Ο λιμενάρχης τον ήξερε. Είχαν φιλίες και πολλές φορές είχε αγοράσει ψάρια. Μικροπροβλήματα που ανέκυπταν με την υπηρεσία του τα έλυναν χωρίς κόντρες και πείσματα με την αντρική τους τιμή και το λόγο τους που ήταν πολλές φορές πάνω κι από το νόμο.

   --- Τι συμβαίνει και ήρθες πρωί- πρωί ; τον ρώτησε όταν ο ψαράς μπήκε στο γραφείο του.

   --- Ήρθα να πάρω πληροφορίες για τον καιρό. Ακούγεται πως θα χαλάσει κι εγώ είμαι έτοιμος να μπω μέσα. Ποια είναι η αλήθεια; Εσύ ξέρεις. Γι’ αυτό είσαι εδώ!

   Εκείνος του αποκρίθηκε διπλωματικά:

   --- Εσύ τον ξέρεις καλύτερα τον καιρό από εμένα.

   --- Έτσι νομίζεις. Εγώ δεν έχω μηχανήματα και δορυφόρους που έχει η υπηρεσία σου. Με το ένστιχτο τον προβλέπω αλλά πέφτω κι έξω.

   --- Με τα σημάδια λέγε, που βλέπεις στον ορίζοντα.

   --- Έστω μ’ αυτά. Αλλά με τα λίγα σημάδια που είδα και απ’ ότι  είπε ένας γέρος που είδε ν’  αστράφτει βαθιά στο Κατάκολο χθες βράδυ ο καιρός θα χαλάσει.

  --- Και τι σημαίνει αυτό;

  --- Πως σε λίγο  θα έχουμε καταιγίδες και μπουρίνια στο Ιόνιο κι εγώ είμαι έτοιμος να μπω μέσα. Τι να κάνω σε ρωτάω;

  --- Αν και είναι πολύ πρωί  και δεν έχω σημερινές πληροφορίες το βραδινό μετεωρολογικό δελτίο που πήρα αργά το βράδυ πριν φύγω ήταν καλό. Μιλάει για καλό καιρό, μέτριους δυτικούς άνεμους τέσσερα μποφόρ, ελαφρά συννεφιά και θερμοκρασία 29 βαθμούς. Καλοκαίρι είναι. Μια μικρή μεταβολή θα αρχίσει από το απόγευμα που θα ξεκινήσει από τα δυτικά με αραιές συννεφιές και μικρές καταιγίδες κατά τόπους, αλλά χωρίς έντονα καιρικά φαινόμενα. Αυτά, λέει το δελτίο καιρού. Αν τύχει και αλλάξουν τα δεδομένα όλα κι έχουμε απότομη επιδείνωση του καιρού, που θες να το ξέρω, εγώ; Σου λέω ό,τι παρέλαβα και διάβασα. Αν δε με πιστεύεις πάρε το χαρτί και διάβασέ το.

  --- Ο γέρος τα λέει, αλλιώς!

  --- Ε, τότε να πιστέψεις το γέρο και να καθίσεις στ’ αυγά σου!

  --- Παράξενο μου φαίνεται! Πάντα σαν αστράφτει στο Κατάκολο έχουμε κακοκαιρία. Ας είναι και καλοκαίρι.

  --- Τι να σου πω.

  --- Φοβάμαι μήπως μου την έχουν στημένη! ψιθύρισε ανήσυχος και κοίταξε το λιμενάρχη με τα σπινθηροβόλα μάτια του.  

  --- Κάτι ψιθύρισες, του είπε εκείνος.

  --- Λέω τα δικά μου.

  --- Δικαίωμά σου.

  --- Δηλαδή να μπω μέσα; Αυτή είναι η γνώμη σου;

  --- Σου λέω ό,τι αναφέρει το βραδινό μετεωρολογικό δελτίο. Σημερινό δεν έχω. Σε μια ώρα θα εκδοθεί κι άλλο. Περίμενε να το πάρεις κι αυτό.

  --- Όχι, δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Πρέπει να ρίξω τα δίχτυα. Σαν βγει ο ήλιος φεύγουν και πάνε στο βάθος να βρουν δροσιά.

  --- Λοιπόν, του είπε ο λιμενάρχης, μην έχεις αμφιβολία για τον καιρό, καλός είναι και καλό θα τον βρεις μπροστά σου. Πάει αυτό! Θέλω όμως σαν ψαρέψεις μεγάλο ψάρι να με προτιμήσεις. Δε με νοιάζει η τιμή, αλλά η μυρωδιά και η νοστιμιά του μεγάλου και φρέσκου ψαριού.

  Κι σαν μπήκε μέσα ο καφετζής και του έφερε καφέ, ρώτησε και τον καπετάνιο αν ήθελε κι αυτός.

  --- Όχι, ήπια με το μικρό στο λιμάνι, του είπε. Είναι ένα καλό παιδί που με βοηθάει και του δίνω ψάρια. Είναι φτωχό και ορφανό.

  --- Όπως θες. Δεν επιμένω.

  --- Ξέρεις το λυπάμαι το κακόμοιρο το παιδί. Φορτώνει γεμάτες ψαροκασέλες και ξεφορτώνει άδειες μέσα στη σκόνη και στη βρώμα. Όλο αφεντικά αλλάζει για να βρει το καλύτερο αλλά όλοι το βρίζουν και το χτυπάνε. Μου ζήτησε να το πάρω μαζί μου αλλά του είπα, όχι. Καλύτερα να το έπαιρνα να γλίτωνε από τις ψαροκασέλες.

   Ο λιμενάρχης τον άκουσε με ενδιαφέρον. Ωστόσο τι μπορούσε να κάνει για να του αλλάξει τη ζωή; Έτσι του είπε, προσπαθώντας να του διώξει τη συναισθηματική του φόρτιση:

   --- Μη στενοχωριέσαι τώρα για το παιδί. Σιγά- σιγά θα τον βρει το δρόμο του και θα ξεφύγει από τη φτώχεια. Εσύ κοίταξε να έχεις καλό ταξίδι και καλή τύχη κι άφησε τις έγνοιες για τους άλλους.

   --- Δίκιο έχεις αλλά το παιδί αυτό το αγαπάω και με αγαπάει. Με βλέπει σαν πατέρα του.

   --- Ναι, αλλά δεν είσαι ο πατέρας του! Βοήθησέ το αλλά δεν είσαι ο πατέρας του!

   Ο καπετάνιος σηκώθηκε.

   --- Φεύγω!  Έπρεπε να τα είχα ρίξει τα δίχτυα.

   Έξω από την πόρτα άκουσε τη φωνή του λιμενάρχη  να του λέει:

   --- Καλή τύχη!

 

 

 

 

                                            = = = 

 

 

 

   Μπήκε στο καίκι και βάζοντας μπροστά τη μηχανή ξεκίνησε πάνω σε μια ήρεμη θάλασσα που τον βοηθούσε να τη διασχίζει άνετα με σταθερή ταχύτητα, ενώ τα μικρά κύματα που σήκωναν καμιά φορά το πλεούμενο δεν τον ανησυχούσαν. Δεν άργησε να φτάσει στο μέρος που θα έριχνε τα δίχτυα γιατί η απόσταση ήταν κοντινή και τη διάνυσε σε είκοσι λεπτά. Έριξε τα δίχτυα και  ακούμπησε ικανοποιημένος στην κουπαστή κοιτάζοντας προς το μέρος που ήταν τα Στροφάδια. << Σε λιγότερη από μια ώρα θα είμαι εκεί >> σκέφτηκε και κοιτούσε τώρα τις  βάρκες που ήταν πιο πέρα σκορπισμένες και μάζευαν τα δίχτυα.  Ο ήλιος άρχισε να προβάλλει δειλά κι άλλοτε το φως του δυνάμωνε, άλλοτε γινόταν άρρωστο γιατί τα σύννεφα που ξεπρόβαλλαν από τη δύση κι απλώνονταν στην ανατολή όλο και πύκνωναν ενώ ένα αεράκι βορειοδυτικό άρχισε να φυσάει με άγριες διαθέσεις.

   Κάποια στιγμή το φως δυνάμωσε και η λάμψη του έπεσε πάνω στα νερά όσο χρειαζόταν για να έρθει στα μάτια του η ανταύγεια και να τον τυφλώσει. Τον ερέθισε αυτό κι έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Ωστόσο συνέχιζε να ρίχνει το βλέμμα του γύρω του και να παρακολουθεί τις  βάρκες και πρόσεχε τις κινήσεις τους ενώ χάζευε με τις απαλές φωνές των ψαράδων που συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους,  Που και που βύθιζε το βλέμμα τους στο βάθος του νερού που φαινόταν σκοτεινό ενώ κάποιες στιγμές ένιωθε τα ρεύματα να τραντάζουν και να παρασύρουν τη βάρκα.

   Έφερε το βλέμμα του τριγύρω. Οι βάρκες μια- μια έφευγαν κι όσο να σκεφτεί τι συνέβαινε απόμεινε μόνος του. Τραβούσαν όλες για την ακτή λες και κάποια αόρατη απειλή τις ανάγκασε να φύγουν.

   << Εγώ όμως θα μείνω και θα συνεχίσω το ταξίδι μου ως τα Στροφάδια να φέρω εις πέρας την αποστολή μου με τα πουλιά >> συλλογίστηκε κι έστριψε το καίκι δυτικά. Όπως όμως ήταν απορροφημένος να κοιτάζει τις βάρκες που απομακρύνονταν ούτε πήρε χαμπάρι τι γινόταν πάνω του και γύρω του με τα στοιχειά της φύσης. Γύρω του ο ουρανός είχε γίνει  κατασκότεινος, ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα μαύρα πυκνά σύννεφα που έμοιαζαν με λερωμένα καραβόπανα ενώ τα μεγάλα ψάρια έτρεχαν κοπαδιαστά σαν να τα κυνηγούσε κάποιο θαλασσινό τέρας. Οι γλάροι χαμοπετώντας έσκουζαν τσιριχτά κι έκοβαν φτερό για τη στεριά.

   Ο καπετάνιος βλαστήμησε και είπε: << Να τα μας!  Κατακλυσμός του κόσμου θα γίνει! Που να ξεσπάσει και ο γρεγολεβάντες σε λίγο! >> και ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω.

    Αμέσως η θάλασσα αγρίεψε και τον χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές αλύπητα σαν δαιμονισμένη. Ένα κύμα έσπαζε επάνω στη βάρκα άλλο ερχόταν πιο δυνατό κι έκανε την ίδια δουλειά με το πρώτο. Ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται και ο Κωνσταντής ήταν καλός καπετάνιος. Γύρισε την πλώρη κόντρα στο κύμα έτσι που αυτό έσκαζε και μετά αδύνατο έβρισκε το μπρίκι στα πλάγια. Αυτό τον έσωσε προς στιγμή αλλιώς θα είχε πάει στο φούντο νωρίς- νωρίς.  Όμως κάποια στιγμή για κακή του τύχη ένα δυνατό κύμα που ήρθε χτύπησε το σκαρί πίσω στην πρύμνη και μετά πλάγια από δεξιά και το έκανε να χορέψει σαν καρυδότσουφλο.

   Ο  Κωνσταντής  λύσσαξε από το θυμό του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πηδήσει στη θάλασσα  και να γλιτώσει κολυμπώντας ως τη στεριά, παλεύοντας με τα κύματα, αλλά η θεοσκότεινη θάλασσα  τον δείλιασε. Έτσι απελπισμένος άρχισε να μάχεται μαζί της. Ο ουρανός και η θάλασσα κάποια στιγμή έγιναν ένα και είχαν μια θολομάρα που έκανε την καρδιά του καπετάνιου να τη σφίγγει και να πονά. Το σκαρί άρχισε να γεμίζει νερά και πότε η πλώρη να σηκώνεται και πότε η πρύμνη. Σκέφτηκε να το αλαφρώσει  βγάζοντας τα νερά. Πήρε την τρόμπα κι άρχισε να τρομπάρει. Περισσότερο όμως έμπαινε και λιγότερο έβγαζε. Είδε πως ο κόπος ήταν χαμένος. Τότε πήρε τον κουβά κι άρχισε να τον γεμίζει και να το ρίχνει στη θάλασσα. Πάλι τα ίδια το νερό όλο και γινόταν περισσότερο. Και τότε ένα δαιμονισμένο κύμα που ήρθε σαν σίφουνας, ανακατεμένο με ορμή, βοή, αέρα και μεγάλες ποσότητες νερού σκέπασε το καίκι και σαν πούπουλο εκείνο χάθηκε κάτω από το ορμητικό του ρεύμα. Στο λεπτό το ρούφηξε στον πάτο, ενώ ο καπετάνιος γλίστρησε κι έμεινε στα κρύα νερά. Τα φτεροκοπήματα των κυμάτων ήταν άγρια, η αντοχή του μειωμένη και ο λεβάντες αγριοσφυρίζοντας τα ύψωνε σαν βουνά και τα έριχνε πάνω του. Δύο ώρες  βάσταξε το πάλεμά του με τα άγρια κύματα. Ύστερα παραδόθηκε και χέρια, πόδια, πνευμόνια, νους και καρδιά έπαψαν να δουλεύουν. Πνιγμένο πια τον περίλαβαν τα κύματα και τον πέταγαν με λύσσα το ένα στη δίνη του άλλου.

   Ένα φορτηγό αρμένιζε εκείνη τη στιγμή στο μέρος της θαλασσοταραχής. Μέσα στη σκοταδερή καταχνιά ο ναύκληρος είδε το πτώμα του και σήμανε συναγερμό. Τον ανέβασαν πάνω, τον ξάπλωσαν κάτω και του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες για να τον συνεφέρουν. Ο καπεταν Κωνσταντής, νεκρός από τη φυσική οργή, έδειχνε να στέλνει ένα πικρό γέλιο από την παγωμένη του καρδιά.

   --- Πάει πνίγηκε! είπε θλιμμένος ο καπετάνιος του καραβιού κι έδωσε εντολή να δώσουν την είδηση στο Λιμεναρχείο της ακτής.

 

 

 

 

 

                                             = = = 

                     

 

 

    Η κηδεία του καπεταν Κωνσταντή έγινε την άλλη μέρα στις έντεκα το πρωί. Σαν το νεκρό κορμί κατέβηκε στον τάφο η Ρόζα μαυροντυμένη και με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, πήρε με τη χούφτα της λίγο χώμα και το έριξε στο φέρετρο που χανόταν στα βάθη της μαύρης γης. Ύστερα άφησε και δυο τριαντάφυλλα να πέσουν στα πόδια του και μέσα σε κραυγές κι ολολυγμούς απομακρύνθηκε υποβασταζόμενη από το Σοφοκλή, ενώ ακολουθούσε περίλυπη και σιωπηλή και η Αντιγόνη.

   Για μια στιγμή η Ρόζα στάθηκε, γύρισε το κεφάλι της πίσω και μέσα σε μια έκφραση πόνου κι απόγνωσης κοίταξε το ανοιχτό ακόμη στόμα του τάφου κι έδειξε ν’ αναπολεί το κορμί που καταλύθηκε εκεί μέσα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό λύπης σαν θυμήθηκε πως σε λίγο το ωραίο ως πριν ζωντανό σώμα θα γινόταν με τον καιρό άσπρα κόκαλα. Τα κόκαλα του αγαπημένου της, αυτού του χαρωπού, του δυνατού και τρυφερού γίγαντα με το πανάγαθο βλέμμα και την επιβλητική μορφή, που αχτινοβολούσε καλοσύνη, ζωντάνια και αγάπη.

   Στο σπίτι της Ρόζας σαν πήγαν μετά την ταφή για τον καφέ της παρηγοριάς η ατμόσφαιρα ήταν στην αρχή βαριά αλλά σαν πέρασε η ώρα η κουβέντα άναψε γύρω από τον πνιγμό του Κωνσταντή.

   --- Δεν είχε προβλέψει την αλλαγή του καιρού η μετεωρολογική υπηρεσία; Ρώτησε  το λιμενάρχη ο Σοφοκλής.

   Εκείνος τον κοίταξε με κάποια εκνευριστική διάθεση.

   --- Πού θέλεις να ξέρω, του είπε βαριεστημένα. Εγώ του έδωσα το δελτίο που μου είχε στείλει η περιφερειακή ακτοπλοϊκή μετεωρολογική υπηρεσία που εδρεύει στην Πάτρα.

  --- Μα έλεγε πως ο καιρός θα είναι καλός!

  --- Ναι, αυτό έλεγε.

  --- Κι όμως πέσανε έξω.

  --- Και πάλι συμφωνώ μαζί  σου. Όμως το ανθρώπινο λάθος δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει.

  --- Τα πραγματικά γεγονότα όμως λένε για το αντίθετο, του είπε ο Σοφοκλής. Η αλλαγή του καιρού ήταν ορατή από το βράδυ.

  --- Πού το ξέρεις αυτό, εσύ;

  --- Από τα λόγια της κοινής γνώμης.

  --- Εγώ δεν το γνωρίζω, αυτό.

  Η Αντιγόνη γέλασε.

  --- Μήπως είχαν κάποιο λόγο να σας στείλουν ψευδές μετεωρολογικό δελτίο; τον ρώτησε και η φωνή της έδειξε σκληρότητα.

  Ο λιμενάρχης έδειξε να βγήκε από τα ρούχα του.

  --- Αυτό που λέτε είναι απαράδεκτο και προσβάλλει την υπηρεσία μου, της έκανε εκνευρισμένος. Μη τη ρίχνετε τόσο χαμηλά, σας παρακαλώ! Έλεος!

  --- Δεν είπε για την υπηρεσία σου, επενέβη ο Σοφοκλής. Για κάποια συμφέροντα υπονοεί που είχαν λόγο να πνίξουν τον καπετάνιο.

   Η Ρόζα τους άκουγε σιωπηλή και θλιμμένη. Που και που έβγαζε κάποιο σιγανό αναστεναγμό.

  --- Αυτό είναι πρωτάκουστο! διαμαρτυρήθηκε εκείνος. Τι σχέση μπορεί να έχει ένα μετεωρολογικό δελτίο με το θάνατο ενός ανθρώπου;

  Η Αντιγόνη του είπε:

  --- Η πραγματικότητα το λέει αυτό. Πήρε ψεύτικο μετεωρολογικό δελτίο, μπήκε στη θάλασσα νομίζοντας πως ο καιρός θα είναι ευνοϊκός και ξαφνικά όλα ανετράπησαν. Ο καιρός χάλασε και πνίγηκε. Αν το δελτίο που πήρε μιλούσε για επιδείνωση του καιρού, έστω και μικρή ίσως να μην έκανε το ταξίδι και θα γλίτωνε τον πνιγμό.

  Ο λιμενάρχης έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Ο Σοφοκλής συνέχισε το σκεπτικό της Αντιγόνης.

   --- Έτσι κάποιοι που είχαν λόγο τον σκότωσαν και το πέτυχαν ξεγελώντας τον με ψεύτικο δελτίο καιρού. Και δε χρειαζόταν πια τίποτα άλλο. Εύκολα τον έστειλαν στο θάνατο.

   Ο λιμενάρχης εξανέστη.

   --- Γιατί το λες αυτό; του έκανε θυμωμένος.

   --- Γιατί είχαν λόγο να τον σκοτώσουν επειδή ήταν φιλικός προς το περιβάλλον και ενδιαφερόταν γι’ αυτό.

   --- Δε σε καταλαβαίνω.

   --- Να σου εξηγήσω. Ξέρεις γιατί μπήκε στη θάλασσα χθες το πρωί ο καπετάνιος;

  --- Πέρασε από το γραφείο πολύ πρωί και μου ζήτησε το μετεωρολογικό δελτίο καιρού γιατί θα πήγαινε για ψάρεμα. Αυτό ξέρω.

  --- Οπωσδήποτε, του είπε ο Σοφοκλής, αλλά αν κατάλαβες καλά ήταν σε σύγχυση γιατί είχε κι άλλη αποστολή να εκπληρώσει.

   Εκείνος έδειξε να ξαφνιάστηκε. Ο Σοφοκλής συνέχισε:

   --- Έπρεπε να πάει στα Στροφάδια για να φέρει μερικά δείγματα από τα νεκρά τρυγόνια στη βιοχημικό από ‘δω, Αντιγόνη Τριανταφύλλου, για εργαστηριακή τοξικολογική ανάλυση για να διαγνωστεί αν ψόφησαν από τη νόσο των πτηνών ή από κάποια άλλη μόλυνση. Αυτό ίσως το γνώριζαν οι εχθροί του, οι εχθροί του περιβάλλοντος και τον έπνιξαν!

    --- Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω εγώ!

    --- Όχι, του είπε η Αντιγόνη αλλά προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα γεγονότα.

    --- Καλά κάνετε αλλά αν είναι έτσι εγώ δεν έχω καμία συμμετοχή στο έγκλημα. Ένας υπάλληλος είμαι και εκτελώ εντολές των ανωτέρων μου. Λυπάμαι αν είναι έτσι αλλά δεν είμαι εγώ εκείνος που θα κατασκευάσω ενόχους. 

   --- Προς Θεού! του έκανε αυτή και συνέχισε. Εσείς είστε αθώος! Μην πάει το μυαλό σας ό,τι μπορούν να σου αποδοθούν ευθύνες για τον πνιγμό του Κωνσταντή. Εμείς άλλο ψάχνουμε. Ψάχνουμε να βρούμε αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο δελτίο καιρού που δόθηκε και στον πνιγμένο. Αν υπάρχει ποιοι έκρυψαν το αληθινό δελτίο καιρού και τον έστειλαν στον τάφο.

   Η Ρόζα στο άκουσμα του ονόματος του Κωνσταντή, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία και είπε, κλαψουρίζοντας:

   --- Θάλασσα μπαμπέσα! Αυτή μου τον έφαγε! Ύστερα ξεσπώντας σε λυγμούς ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο της Αντιγόνης κι ανάσαινε βαριά.

   Ο λιμενάρχης  σεβάστηκε τον πόνο της και σιώπησε για λίγο. Ύστερα  είπε:

   --- Η αρμοδιότητά μου είναι να συνεργάζομαι με τα διαπλέοντα σκάφη, να ελέγχω τις παραβάσεις των ιδιόκτητων σκαφών και του εμπορικού ναυτικού και να παραδίδω το μετεωρολογικό δελτίο του καιρού για την ασφάλειά τους. Όλα τ’  άλλα που συμβαίνουν ή υπονοείτε δε με αφορούν.   

   --- Το ξέρω!  του αποκρίθηκε ο Σοφοκλής. Αλλά τώρα κουβεντιάζουμε πρώτα σαν άνθρωποι και μετά σαν κρατικοί λειτουργοί. Γνωρίζεις πως εγώ και η γιατρός από εδώ επειδή διοχετεύουμε το ενδιαφέρον μας για την προστασία του περιβάλλοντος δεχόμαστε απειλητικές απειλές; Φυσικά δε θα σου διαφεύγει πως και ο συχωρεμένος ήταν μέλος για την προστασία των ψαριών στο Σύλλογο Αλιέων.

   --- Αν συμβαίνει αυτό, μιλώ για κατάπτυστη πράξη!

   --- Κι  όμως έγινε.

   --- Δεν ξέρω τα ακούω παράξενα όλα αυτά και τα νιώθω κάπως σαν αποκυήματα φαντασίας.

   --- Θέλεις να σου φέρω στο γραφείο σου κάποια μέρα τις απειλητικές επιστολές να το βεβαιωθείς και με τα μάτια σου;

   --- Σε πιστεύω δε χρειάζεται.

   Κοίταξε την Αντιγόνη και με το ύφος του προβληματισμένου ανθρώπου, είπε:

   --- Καλά απειλούν εμένα που είμαι ένα απλό μέλος ενός συλλόγου για την προστασία των πτηνών, αλλά τη γιατρό από ‘δω, μια επιστήμονα, μάλιστα εντεταλμένη από την πολιτεία να ελέγχει τις νόσους των έμβιων οργανισμών, γιατί την απειλούν;

   Ο λιμενάρχης έδειξε μια έκφραση σκληρότητας γι’ αυτό που άκουσε και κούνησε με δυσφορία το κεφάλι του.

   --- Λυπάμαι, είπε για ό,τι σας συμβαίνει και των δυο, αλλά είμαι ακατάλληλος να σας βοηθήσω.

   --- Δε θέλουμε βοήθεια, του αποκρίθηκε η Αντιγόνη και κοίταξε με οίκτο τη Ρόζα που εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε λιποθυμιά. Μια κουβέντα κάνουμε για να βγει προς τα έξω και να μαθευτεί η αντίδραση που δεχόμαστε σε μια πράξη που αφορά όλους μας.

   --- Συμφωνώ, της απάντησε εκείνος. Αν είναι έτσι  κι εγώ από τη μεριά μου σαν άνθρωπος θα σας συμπαρασταθώ. Αλλά και σαν υπηρεσία είμαστε θετικοί για ό,τι γίνεται για την ποιότητα του περιβάλλοντος.

   Όλα αυτά που έλεγαν έφεραν στη μνήμη της Ρόζας ζωντανά, ενεργά όλα εκείνα που είχαν ειπωθεί μεταξύ τους πριν λίγες μέρες  στο σπίτι της με τον Κωνσταντή σαν της αποκάλυψε το ταξίδι του στα Στροφάδια. Μετά από έντονη κουβέντα κατάλαβε πως δεν ήθελε να κάνει το ταξίδι αυτό και πως κάποιο αόριστο προαίσθημα του έλεγε να το αναβάλει. Εκείνος όπως πάντα αψεγάδιαστος σε όλα του δεν της αποκάλυψε τους λόγους που τον έκαναν να φοβάται το ταξίδι. Και ύστερα από μια ελαφρά συγκίνηση που ένιωσε ο καπετάνιος σαν του ζήτησε να του εξομολογηθεί τι ακριβώς του συνέβαινε, της είπε δακρυσμένος: << Θα το πληρώσω κάποτε το τίμημα της καλοσύνης μου, Ρόζα! >>   Ύστερα έφυγε για το σπίτι του. Από εκεί και πέρα τι πάλη έγινε μέσα στην ψυχή του και έκανε το ταξίδι, δε γνώριζε.

   --- Ο σεβασμός μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο με κάνει να μιλήσω, είπε σιγανά και με τρεμουλιαστή φωνή η Ρόζα και όρθωσε το σώμα της.

   Όλοι ξαφνιάστηκαν.

   --- Κάνε το, την παρότρυνε ο Σοφοκλής.

   ---   Πριν μερικές μέρες, ένα μεσημέρι είχε έρθει εδώ στο σπίτι μου κι έδειχνε προβληματισμένος. Μιλήσαμε για την επικείμενη αποστολή στα Στροφάδια που του ζητούσε ο Σύλλογός του για να φέρει δείγματα από τα νεκρά τρυγόνια με σκοπό την ιστολογική τους ανάλυση από το Βιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Το πάθημά του στην πρώτη αποστολή τον είχε φοβίσει. Με λίγα λόγια μου είπε πως δεν ήθελε να πάει αλλά αν το έκανε θα πήγαινε γιατί η πρόταση ήταν από το Σύλλογο Αλιέων Ελλάδας  και  με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να αρνηθεί. Όμως έδειχνε πως το σκεφτόταν πολύ αυτό το ταξίδι. Έφυγε με την εντύπωση πως δε θα ταξίδευε χθες το πρωί για τα Στροφάδια.  Παραδόξως όμως μπήκε μέσα για να ρίξει τα δίχτυα και βρέθηκε έξω από τη ρότα του κοντά στα Στροφάδια. Φαίνεται πως πήγαινε εκεί. Τι συνέβη μέσα του κι άλλαξε γνώμη, δεν ξέρω.

   Ο Σοφοκλής μπήκε στη συζήτηση για να πει:

   ---Το βράδυ τον είχα επισκεφτεί κι εγώ και του ζήτησα να κάνει το ίδιο πράγμα αλλά από το μέρος του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων. Είχε ζητήσει από τη γιατρό μας να γίνει ιστολογικός έλεγχος στα νεκρά τρυγόνια. Μου αρνήθηκε να κάνει το ταξίδι ως τα Στροφάδια και μου είπε πως θα πάει μόνο για ψάρεμα. Κι εκεί μου αποκάλυψε πως του ζητούσε και ο Σύλλογος Αλιέων Ελλάδας να κάνει το ίδιο πράγμα και βρισκόταν σε απόγνωση. Δεν τον πίεσα αρκετά γιατί κατάλαβα το φόβο του και την έλλειψη ενδιαφέροντος.  Έτσι κάποια στιγμή της κουβέντας μας, τον άφησα στη δική του επιλογή. << Αν εσύ κρίνεις πως πρέπει να πας είτε γιατί το ζήτησε το Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων, είτε ο  Σύλλογος Αλιέων Ελλάδας, να το κάνεις για να βοηθήσεις να βγάλουμε άκρη. Αν δε θέλεις κάτσε στ’ αυγά σου >> του είπα και χωρίσαμε. Μετά έγινε ό,τι έγινε.

   Η Αντιγόνη ρώτησε τη Ρόζα;

   --- Σου είπε πως είχε δεχτεί απειλή;

   --- Όχι, ποτέ δε μου είχε αναφέρει κάτι τέτοιο.

   --- Ίσως να στο έκρυβε όπως και σε μας, συμπλήρωσε ο Σοφοκλής, υπογραμμίζοντας μία- μία τις λέξεις.

   --- Μπορεί! Αλλά δε μου είχε πει τίποτα.

   Ο λιμενάρχης τότε είπε:

   --- Εγώ πιστεύω πως η αφοσίωσή του στο καθήκον τον έφαγε  κι όχι η λανθασμένη ή η σωστή πρόγνωση του καιρού.

   Ο Σοφοκλής τον κοίταξε με βλέμμα λοξό. Δε συμφωνούσε μαζί του και του απάντησε:

   --- Αν το δελτίο καιρού που του ανέφερες, έλεγε πως θα έχει θαλασσοταραχή στο Ιόνιο θα έμπαινε μέσα;

   --- Πιθανόν όχι.

   --- Όχι, πιθανόν, δεν θα έμπαινε καθόλου. Ποιος θέλει να πνιγεί;

   --- Πάλι επιμένεις πως τον ξεγέλασε η υπηρεσία και του είπε ψέματα για να τον πνίξει.

   --- Δεν κατηγορώ την υπηρεσία. Κατηγορώ αυτούς που κρύβονται πίσω από το ψευδές δελτίο πρόγνωσης του καιρού. Ήξεραν τις κινήσεις του, το ταξίδι του και την πιθανή του πλεύση στα Στροφάδια. Και φυσικά το λόγο που είχε για να πάει εκεί. Έτσι έδρασαν για την εξόντωσή του  και το πέτυχαν.

   --- Ποιοι είναι αυτοί, μπορείς να μου τους ονομάσεις;

   Ο Σοφοκλής τον κοίταξε με σοβαρό ύφος. Ύστερα του είπε με ένταση στη φωνή του:

   --- Ξέρεις πως υπογράφουν οι εχθροί του περιβάλλοντος στις απειλητικές επιστολές που μας στέλνουν;

   --- Όχι, δεν ξέρω. Περιμένω να το ακούσω από σένα.

   --- ΠΟΛ. ΕΘΝ.  Έτσι υπογράφουν.

   --- Τι σημαίνει αυτό;

   --- Δεν ξέρω! Σκοπός τους είναι να καταστρέφουν το περιβάλλον και να κερδίζουν χρήματα.

   Ο λιμενάρχης για μια άλλη φορά φάνηκε έκπληκτος.

   --- Υπάρχει και τέτοια  οργάνωση; ψέλλισε.

   --- Υπάρχει, συμπλήρωσε η Αντιγόνη κι όποιος πάει κόντρα στα συμφέροντά της δέχεται τις απειλές της.

  --- Κι αποβλέπει με τις εταιρείες, είπε ο Σοφοκλής, που έχουν συμμαχήσει μαζί της, να καταστραφεί όλο και πιο πολύ το περιβάλλον, ενισχύοντας την οικονομική της θέση, ενώ αδιαφορεί για το βαλάντιο των φτωχών. Παρατηρούν με ψυχραιμία τις καταστροφές που κάνουν επενδύοντας τα κεφάλαιά τους και δεν δίνουν δεκάρα για τους φτωχούς που ψάχνουν στα δοχεία απορριμμάτων να βρουν κάτι να φάνε. Το χρήμα που βγάζουν το τσεπώνουν οι ίδιοι χωρίς να το επενδύουν για να δημιουργούν θέσεις εργασίας που θα δίνουν είσοδο εργασίας σε πολλούς φτωχούς.

   --- Και  σ’ αυτό το οικονομικό παιχνίδι, συνέχισε η Ρόζα, συμμετέχουν και οι Τράπεζες που ενισχύουν με δάνεια τις εταιρείες να λυμαίνονται τον κόσμο. Έτσι υποχρεώνουν διαρκώς τους λαούς να σφίγγουν ολοένα  και περισσότερο το ζωνάρι. Και δεν είναι σωστό στον αιώνα μας να ξαναγυρίζουμε τριάντα χρόνια πίσω  από πλευράς μείωσης της αγοραστικής δύναμης ή να βλέπουμε σε πολλά φτωχά κράτη ή και πλούσια, συσσίτια ή και φτωχοκομεία, εικόνες που δεν τιμούν καθόλου την κοινωνία.

   --- Και θα συνεχίζεται αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση, πρόσθεσε η Αντιγόνη όσο το εργαλείο που συγκρατεί την ασυδοσία των τραπεζών και των εταιρειών δεν έχει βρεθεί ακόμη. Ο Θωμάς Τζέφερσον θυμάμαι είχε πει: << πιστεύω πως τα νομισματικά ιδρύματα είναι πιο επικίνδυνα κι από ένα στρατό. Αν ο αμερικανικός λαός επιτρέψει κάποια μέρα στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν την έκδοση χρήματος, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις τους θα στερήσουν από το λαό την περιουσία του, έτσι που τα παιδιά του θα βρεθούν μια μέρα στο δρόμο, στη γη που κατέκτησαν οι πατέρες τους >>.

   --- Αλλά και ο Μέγας Ναπολέων, συνέχισε ο Σοφοκλής δεν είχε πει << πως όταν μια κυβέρνηση εξαρτάται από τους τραπεζίτες για να βρει χρήματα, τότε αυτοί και όχι οι κυβερνήτες θα ελέγχουν την κατάσταση, αφού το χέρι που δίνει είναι πάντα πάνω από το χέρι που παίρνει. Το χρήμα δεν έχει πατρίδα και οι τραπεζίτες δεν έχουν ούτε πατριωτισμό ούτε ευπρέπεια. Ο μοναδικός τους σκοπός είναι το κέρδος >>.

   Ο λιμενάρχης φάνηκε να τον κούρασε η οικονομική θεωρία τους. Έτσι σαν  είδε να σηκώνονται  και  κάποιοι άλλοι για να  φύγουν,  σηκώθηκε κι  αυτός και στάθηκε μπρος τους, λέγοντάς τους για να δικαιολογήσει την έξοδό του:

   --- Η υπηρεσία με καλεί κοντά της! Ο Θεός να τον συχωρέσει και ζωή σε λόγου σας!  Ύστερα πλησίασε τη Ρόζα κι αφού τη συλλυπήθηκε κατ’ ιδίαν με μια ελαφρά υπόκλιση, έφυγε με αργό και σταθερό βήμα για την πόρτα.

    Οι περισσότεροι σιγά- σιγά έφυγαν κι απόμειναν οι τρεις τους με μια ηλικιωμένοι παρέα στο βάθος της αίθουσας που επέμεναν να πίνουν αργά- αργά τον καφέ της παρηγοριάς.

    Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και δυο επισκέπτες μπήκαν, ένας άντρας και μια γυναίκα κοντά στα πενήντα και οι δυο με αρχοντική εμφάνιση και ντυμένοι πένθιμα αλλά κομψά. Πλησίασαν συνεσταλμένοι τη Ρόζα κι αφού την συλλυπήθηκαν, κάθισαν. Κάποια στιγμή ο άντρας της είπε:

    --- Δεν είμαστε στην κηδεία γιατί το μάθαμε πολύ αργά. Ήταν κάτι οδυνηρό. Ποιος το περίμενε.

    Εκείνη έβγαλε έναν αναστεναγμό.

    --- Νιώθω πολύ μόνη! Ψέλλισε. Μου λείπει! Δεν ξέρω τι θα κάνω από εδώ και πέρα χωρίς αυτόν.

    Η γυναίκα την καθησύχασε. Ύστερα πέρασε το χέρι της πάνω από τον ώμο της και την αγκάλιασε τρυφερά.

    Η Ρόζα κοίταξε το Σοφοκλή και την Αντιγόνη με μάτια πονεμένα αλλά ήρεμα. Κι αμέσως τους είπε:

    --- Είναι φίλοι μου! Ήρθαν να μου συμπαρασταθούν στον πόνο μου! Ας είναι καλά! και απλώνοντας τα δυο της χέρια τους άγγιξε τα πρόσωπα.

   Ο Σοφοκλής χαμογέλασε με πνεύμα συγκατάβασης κοιτάζοντας το ζευγάρι και μετά έριξε μια ματιά στο ρολόι του.

   --- Πέρασε η ώρα! ψιθύρισε και σηκώθηκε.

   Πλησίασε την Αντιγόνη και της είπε κάτι στο αυτί. Αυτή του αποκρίθηκε με φωνή που την έπνιξε η συγκίνηση:

   --- Εγώ θα μείνω λίγο!

   Εκείνος στάθηκε μπροστά στη Ρόζα και σκύβοντας το κεφάλι τη συλλυπήθηκε, λέγοντάς της με σβηστή φωνή:

   --- Ζωή σε λόγου σου! Ο Θεός ας τον αναπαύσει! Αιωνία του η μνήμη!

   Και με μια  υπόκλιση έφυγε, ενώ κοίταξε λίγο πίσω ν’ αφήσει κι ένα βλέμμα τρυφερότητας στην Αντιγόνη, στη γυναίκα που εκείνη τη στιγμή είχε κι αυτή στενοχωρηθεί από το θάνατο ενός φίλου και προσφιλούς προσώπου. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                ΚΕΦΑΛΑΙΟ    14

 

 

 

 

    Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί που ο Σοφοκλής μπήκε στο γραφείο του. Κάθισε κι αμέσως έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά γιατί λόγω των γεγονότων τα είχε αφήσει πίσω όλα κι αυτό του δημιουργούσε άγχος, χαλώντας του τη διάθεση. Αυτή δε η κακή του διάθεση τον επηρέαζε αρνητικά στο γράψιμο, αφού ούτε να σκεφτεί μπορούσε αλλά ούτε και μια αράδα της προκοπής να συντάξει.

   Για να συνεχίσει το μυθιστόρημα δε γινόταν λόγος ακόμη. Θα περνούσε πολύς καιρός για να το πιάσει στα χέρια του, κι αυτό μόνο σαν ηρεμούσε από το θάνατο του καπεταν Κωνσταντή, που συνέχεια τον έβλεπε μπροστά του και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Έτσι άρχισε και πάλι να απαντά στα γράμματα των αναγνωστών του και να ρίχνει μια ματιά στα λογοτεχνικά περιοδικά που συνεργαζόταν και είχαν μαζευτεί σωρός ολόκληρος πάνω στο γραφείο του. Ξεχώρισε ένα τη << Λογοτεχνική Γνώση >> που είχε στείλει δυο διηγήματά του και το τελευταίο του μυθιστόρημα και άρχισε να το ξεφυλλίζει, σίγουρος πως κάποια αναφορά θα είχε κάνει στις σελίδες του, για το βιβλίο του και πως ένα από τα διηγήματά του θα είχε δημοσιευτεί. Το βλέμμα του πριν ανοίξει τις σελίδες του, σταμάτησε στο φιλοτεχνημένο εξώφυλλο που έδειχνε έναν πίνακα της ζωγράφου Μαρίας Τσελεπάκη με τίτλο, <<το τέλος >>. Μια σουρεαλιστική απεικόνιση μ’  ένα γυμνό σώμα αγνώστου άντρα να γέρνει δεξιά με την πλάτη στο θεατή ενώ αριστερά διακρίνονταν ακαθόριστες προτομές ανθρώπων χαμένοι μέσα σε ένα πλήθος καμπύλων γραμμών που πλαισιώνονταν από έντονο μπλε σαν κυματιστή θάλασσα

   Δεν του  έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση και προσπέρασε το εξώφυλλο, πηγαίνοντας στο περιεχόμενο.  Εκεί διαβάζοντας τις συνεργασίες με τους συγγραφείς είδε με έκπληξη πως κανένα διήγημά του δεν είχε δημοσιευτεί και ούτε είχε γίνει αναφορά στο βιβλίο του. << Με λογόκριναν >> σκέφτηκε και διάβασε στην άλλη σελίδα σημείωμα του περιοδικού που έλεγε; << Οι συνεργασίες που στέλνονται στο περιοδικό πρέπει να είναι ηθικού και κοινωνικού περιεχομένου, εναρμονισμένες στο χρηστό πνεύμα του περιοδικού. Κείμενα, εργασίες, ποιήματα, κριτικές, γνώμες που μπορούν να διαταράξουν το πνεύμα αυτό δεν έχουν θέση στις στήλες του και δε θα δημοσιεύονται >>.

   << Να, λοιπόν γιατί τα διηγήματά μου, δε δημοσιεύτηκαν >> συλλογίστηκε και έριξε τώρα μια ματιά στην ομάδα της συντακτικής επιτροπής.

    Και οι πέντε  ήταν γνωστοί σ’ αυτόν σαν ασήμαντοι λογοτέχνες και άνθρωποι των εκδηλώσεων, της δουλικότητας, της προβολής και της στείρας συνδιαλλαγής. Άσχετοι με τη λογοτεχνία, στυγνοί υπάλληλοι σε κάποια θέση οι τρεις, ελεύθεροι επαγγελματίες οι δύο, αδιάφοροι για τα τεκταινόμενα γύρω τους, χρίστηκαν ελέω προέδρου συντακτική ομάδα του περιοδικού για το θεαθήναι. Μ’ αυτή τους την φτωχή παιδεία, έβαζαν στις σελίδες του περιοδικού, κείμενα πλαδαρά κι ανόητα,  που κοίμιζαν τον αναγνώστη και τον απειλούσαν με την πνευματική τους ένδεια.

   Οι στήλες του είχαν πολλά και διάφορα, αλλά για γούστα κάτω του μετρίου αναγνώστη που τα έγραφαν άνθρωποι άσχετοι με τη λογοτεχνία και βαπτίζονταν << συγγραφείς >> χωρίς να έχουν το τάλαντο της καλής γραφής και του διαχρονικού κειμένου. Γι’ αυτό σ’ αυτά τα κακόγουστα κείμενα τα γραμμένα στο γόνατο, διάβαζες σελίδες που έγραφαν για γιορτές του καρπουζιού, της μελιτζάνας, του ελαιόλαδου, των εθνικών επετείων και θρησκευτικών εορτών. Όσο για την ποίηση που δημοσιευόταν, άγγιζε με κυνικό τρόπο το συνεχή εξευτελισμό της. Και το  περιοδικό έκλεινε με αυτούς που έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο με τις νεκρολογίες να μην έχουν τελειωμό από τις ακατάσχετες φλυαρίες.

   Έτσι παρά την πνευματική του στέγνια το περιοδικό δεν το άφησε από τα χέρια του αλλά ξεφύλλισε τις σελίδες του να δει  το περιεχόμενό του αλλά και να διαβάσει έναν από τους λίγους λογοτέχνες που έγραφαν και ξεχώριζαν για την πρωτοτυπία στο λόγο του και τον άριστο χειρισμό της γλώσσας. Δυστυχώς κι αυτός έλειπε για να κάνει ανυπόφορη τη στενοχώρια του.

   Όμως κάποια στιγμή χαμογέλασε διαβάζοντας σε μια σελίδα  << περί του ετυμολογικού της λέξης Φιλίατρος >> και ξεφυλλίζοντας από περιέργεια να δει πόσες σελίδες ήταν αφιερωμένες σ’ αυτό το κείμενο με το μηδενικό ενδιαφέρον, μέτρησε είκοσι! << Δεν είναι καλοί άνθρωποι >> μονολόγησε κι έριξε μια ματιά στο υπόλοιπο κείμενο. Άκρη δεν έβγαζε. Ειδικοί, γλωσσολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίων, λόγιοι κι επιφανείς, έγραφαν ο καθένας το μακρύ και το κοντό του. Τόμοι γλωσσολογικοί αναφέρονταν, άλλος ως άλφα κι άλλος ως έκτος με τις χρονολογίες της έκδοσής τους, του 1934 και του 1942 και ούτω καθεξής, στήλες με κείμενα εφημερίδων, αποφάσεις συνεδρίων με σχέση τα τοπωνύμια, πρώτοι οικιστές και τοποθεσίες, όλα σε μια θορυβώδη, ανιαρή και περιπλεκτική αναφορά.

   Ο Σοφοκλής με δυσφορία έκλεισε το περιοδικό και το άφησε αριστερά του με το οπισθόφυλλο σε πλήρη έκθεση. Η διαφήμιση του κέντρισε το ενδιαφέρον όχι τόσο για την εικόνα της όσο για τη θέση που είχε πάρει σε λογοτεχνικό περιοδικό. Αυτό τον πείραξε πολύ. Μολοταύτα, την κοίταξε κι έδειξε να βεβαιώνεται για την υποκουλτούρα του περιοδικού και των ανθρώπων του. Έδειχνε ένα αεροπλάνο μιας εταιρείας κι από κάτω με μπλε γράμματα: << Όπου κι αν πας μην ξεχνάς να πετάς στον τόπο σου >>. << Πολύ σωστά! >> μονολόγησε και υπό την πίεση και την απειλή του χρόνου που έφευγε γρήγορα σκέφτηκε την επόμενη εργασία του.

    Και δυστυχώς το μάτι του έπεσε σε μια ποιητική συλλογή που έπρεπε να τη διαβάσει και την απόφευγε με κάθε τρόπο. Όφειλε όμως να τη διαβάσει και να εκφέρει τη γνώμη του στο βιβλιοπώλη που σκεφτόταν να εκδώσει την επόμενη συλλογή του ποιητή με δικά του έξοδα, κάνοντας το χρηματοδότη και εισπράττοντας ύστερα από τις πωλήσεις το κόστος και το κέρδος του. Ο ποιητής λεγόταν Δημήτριος Κουτάκης και είχε γίνει πολύ ντόρος γύρω από αυτή την έκδοση που ήταν η δεύτερή του. Πήρε τη συλλογή κι άρχισε να διαβάζει. Ένα, δυο, τρία ποιήματα και πουθενά δεν έβλεπε ποίηση παρά ένα υπερβολικό λυρισμό με άκρατο στόμφο και μεγαλοστομία που τον εκνεύριζαν.

    << Ας πάω  και παρακάτω >> συλλογίστηκε << που ξέρεις ίσως εκεί είναι κρυμμένα τα ψήγματα χρυσού >> κι άρχισε να διαβάζει μετά μανίας. Κι εκεί όμως τα ίδια και χειρότερα. Τίποτα ανώτερο δεν έβρισκε στους στίχους, παρά να αιωρείται ένα υπερβολικό χάος, ανάκατο με ανάλαφρο σκεπτικισμό, πεζολογία και διάχυτη συναισθηματική κυριαρχία. Ποίηση δεν υπήρχε πουθενά κι όσοι την έβλεπαν, ίσως είχαν τυφλωθεί ολοσχερώς.

    << Μα τέλος πάντων που την είδαν την ποίηση, όλοι αυτοί οι ειδικοί και οι κριτικοί και μίλησαν για ποιήματα αριστουργήματα >> ψιθύρισε και τραβώντας μπρος του ένα σημείωμα, άρχισε να γράφει τις παρατηρήσεις του και ό,τι αρνητικό ή και ελάχιστο θετικό εύρισκε. << Μόνο έτσι θα με πιστέψει ο βιβλιοπώλης >> είπε και συνέχισε την ανάγνωση και των υπόλοιπων ποιημάτων.  Διάβαζε  και σημείωνε. Υπογράμμιζε κι επαναλάμβανε σαν κάποιος στίχος ήταν δυσνόητος ή ενδιαφέρων. Που και που έκανε ένα <<αχ>> σαν να έλεγε << κάτι λέει τούτος ο στίχος >>. Όμως η σκουριά ήταν πιο πολύ από το χρυσάφι που έβρισκε  και κάποια στιγμή κλείνοντας  ικανοποιημένος το βιβλίο όχι για την καλή του ποίηση αλλά για την ελευθερία που ένιωσε από την απαλλαγή του, έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο και ύστερα στις σημειώσεις του.

   Θυμήθηκε κάποια λόγια που είχε πει ένας σημαντικός άνθρωπος για την ποίηση, αλλά δε τον θυμόταν και τα έγραψε στη σημείωση: << Ποίηση δεν είναι ο στόμφος και η μεγαλοστομία, δεν είναι η θεοληψία και ο χρησμός, ο κοινότοπος κατά βάθος και κούφιος. Ποίηση είναι η έξαρση η μόλις ακουστή κι αδιόρατα ανυψωμένη από την καθημερινή ομιλία, η οικειότητα, η ανθρώπινη γλώσσα, η μυστική επαφή, κάτι άλλο τέλος πάντων. Ιδέτε κιόλας με πόση ουσία, με πόση σκέψη είναι θρεμμένη αυτή η μετριόφρονη γλώσσα! >>

   Έβαλε το μπλοκ των σημειώσεων μέσα στο βιβλίο της ποίησης και είπε στον εαυτό του, σοβαρά:  << Στα υπόψη >> και άρχισε να κοιτάζει τώρα την αλληλογραφία των τριών τελευταίων ημερών που δυστυχώς την είχε παραμελήσει. Ευτυχώς ήταν ελάχιστη με πέντε γράμματα όλα κι όλα. Αυτό τον χαροποίησε. Έτσι γρήγορα ξεμπέρδεψε με μια ματιά για να φτάσει στο τελευταίο που αναφερόταν στην ταχτοποίηση της οικονομικής συνδρομής του προς το περιοδικό << Πνευματική Παλμοί >> που το λάβαινε τρεις φορές το χρόνο αλλά σπάνια δημοσίευε συνεργασίες του.

   Εκνευρίστηκε και πήρε χαρτί και μολύβι. << Σιγά το θριαμβευτικό κατόρθωμα που κάνετε να μου ζητάτε χρήματα τη στιγμή που περιφρονάτε τις συνεργασίες μου >> είπε κι άρχισε να γράφει: << Δεν μπορεί να εννοηθεί και να συνεχιστεί η συνεργασία μας όταν υπάρχει το παραλήρημα και το όνειρο μόνο από μένα. Πρέπει να το έχετε κι εσείς. Σας λέω τούτο το πραγματικό γεγονός το αδιάψευστό. Πως σπάνια βάζετε κείμενά μου, ενώ δημοσιεύονται άλλα αμφιβόλου ποιότητας. Αν εσείς νομίζετε πως είμαι κακός συγγραφέας και με τοποθετείται σε δευτερεύουσα μοίρα, το θέμα αφορά εσάς κι όχι μένα. Έτσι για την κακή σας αυτή μεταχείρισή μου, αποφάσισα να διακόψω τη συνεργασία με το περιοδικό σας και όσο για τη συνδρομή μου δε θα τη λάβετε ποτέ! Σας  ζητώ λοιπόν να μη μου στείλετε στο μέλλον το περιοδικό και να με διαγράψετε από συνδρομητή του >>.

    Το υπόγραψε, έβαλε το χαρτί στο φάκελο και γράφοντας τη διεύθυνση του περιοδικού το τοποθέτησε στο φάκελο με τα εξερχόμενα. Σαν έκανε κι αυτή τη δουλειά κι απόμεινε για λίγο άνευ αντικειμένου, ψιθύρισε: << Λεφτά θέλουν τα περιοδικά και ούτε νοιάζονται για την ύλη που βάζουν μέσα. Ως πότε όμως, θα  γίνεται αυτό; Και η κοροϊδία έχει κι αυτή κάποτε τα όριά της >>.

    Έδειχνε να είχε κουραστεί τόσο από το διάβασμα του βιβλίου της ποίησης όσο κι από τις σκέψεις που σημείωνε στο μπλοκάκι του.  << Ως εδώ >> σκέφτηκε << δεν κάνω τίποτα άλλο ως το απόγευμα παρά τη βόλτα μου στο << βιβλιοδρόμιο >> και την  κουβέντα μου με τον ευχάριστο και καλλιεργημένο βιβλιοπώλη >> και σηκώθηκε αφού πήρε την ποιητική συλλογή και το σημειωματάριο στα χέρια του.

    Βγήκε έξω από το σπίτι και ξεκίνησε για το βιβλιοπωλείο. Η ώρα ήταν δώδεκα και μισή και η κίνηση στους δρόμους της πόλης  ήταν αυξημένη. Περπατούσε στο δεξιό πεζοδρόμιο της Ελευθερίου Βενιζέλου με βήμα αργό και χάζευε με τις βιτρίνες των μαγαζιών. Δε βιαζόταν κι αυτό του έκανε καλό, ύστερα από ένα κουραστικό πρωινό. Πριν φτάσει  στην κεντρική πλατεία της Δημοκρατίας, ένιωσε την ανάγκη να ξεκουραστεί και να καθίσει σ’ ένα παγκάκι που βρισκόταν έξω από το παλιό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας κοντά στο πάρκο.  Έτσι σαν πήρε μια ανάσα σηκώθηκε και πήρε πάλι το δρόμο του.

   Στον περίπατό του, συναντούσε γνωστούς και φίλους, μιλούσε μαζί τους, μάθαινε διάφορα νέα της πόλης, άκουγε και καμιά φιλοσοφία για το έργο του, πληροφορούνταν για τη  μικρή πολιτιστική ζωή που φώλιαζε στη μίζερη  κοινωνία που ζούσε. Ύστερα έχοντας την εντύπωση πως τα είχε μάθει όλα και νιώθοντας ο ίδιος σαν το κέντρο του κόσμου, μπήκε στο βιβλιοπωλείο με καλή διάθεση κι αρκετά σοφός σε σύγκριση με τις άλλες μέρες. Καλημέρισε τον ιδιοκτήτη και μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη δέχτηκε και το δικό του χαιρετισμό. Κατόπιν κάθισε στην πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται και σιωπηλός κάρφωνε το βλέμμα του στα ράφια και τους πάγκους εξετάζοντας τα βιβλία που τόσο τον γοήτευαν να τους διαβάζει τη ράχη.

   --- Τι ψάχνεις με τόσο ενδιαφέρον; τον ρώτησε ο βιβλιοπώλης κι έδειξε περιέργως να του φάνηκε παράξενο αυτό που έκανε.

   --- Καμιά καινούρια έκδοση! του έκανε εκείνος και κόβοντας αμέσως την πρότασή του, έμεινε σιωπηλός.

   --- Αθηναϊκές εκδόσεις πολλές! του αποκρίθηκε αυτός και τον κοίταξε σιωπηλός.

   --- Τι να τις κάνω αυτές! Για καμιά δική μας, ντόπια ενδιαφέρομαι. Μην έβγαλε κανένας συγγραφέας της πόλης κάποιο καινούριο βιβλίο του;

   --- Όχι, κανένας.

   --- Πρέπει να έχεις και λεφτά να βγάλεις βιβλίο!

   --- Εκτός αν στο εκδώσει ο εκδότης σου.

   --- Σ’ εμάς τους άγνωστους της επαρχίας δε μας το εκδίδουν. Μόνο οι γνωστοί της Αθήνας έχουν αυτή την τύχη.

   --- Τα ξέρεις καλά εσύ αυτά τα τερτίπια των εκδοτών!

   --- Τους παρακαλώ χρόνια τώρα να μου εκδώσουν ένα, όχι πολλά και το αναβάλλουν συνεχώς.

  --- Δεν κερδίζουν από σας τους άγνωστους της επαρχίας. Εξάλλου αν είσαι κλασικός δεν έχεις ζήτηση. Πρέπει να γράφεις σύμφωνα με τα γούστα τους. Πορνογραφήματα και κείμενα εύπεπτα σαν τα σουβλάκια για να σε βάλουν στην εκδοτική παρέα τους.

   Ο Σοφοκλής γέλασε.

   --- Πολύ ωραία το είπες! Αυτό πρώτη μου φορά το άκουσα, βιβλία εύπεπτα σαν τα σουβλάκια!

   --- Έτσι δεν είναι;

   --- Ακριβώς. Μου άρεσε το χιούμορ σου και η καυστική ειρωνεία σου.

   Ύστερα ο Σοφοκλής, του είπε αφού  του έδειξε τη συλλογή που είχε διαβάσει σπίτι:

    --- Τα ποιήματα του φίλου σου, τα διάβασα. Διάβασέ τα μου έλεγες και δε θα χάσεις. Ε, λοιπόν έδωσε ο Θεός και τα τελείωσα πριν από λίγο. Κι αυτό το διάβασέ τα το άκουγα κι από διάφορους φίλους που λίγο πολύ έχουν σχέση με τα γράμματα και με τη λογοτεχνία. Κι επειδή  το θεώρησα έλλειψη να μην έχω διαβάσει τη συλλογή του υπέροχου αυτού ποιητή το έκανα για να είμαι ενήμερος για το ποιητικό του έργο αλλά και για να ξέρω τι μου γίνεται όταν χρειαστεί να μιλήσω γι’ αυτό. Μπορώ να σου πω πως όχι μόνο το διάβασα αλλά και το μελέτησα. Καλύτερα το έμαθα απέξω! Ιδού και οι σημειώσεις μου!

  Έτεινε το χέρι του και του έδειξε το σημειωματάριο με τις υποδείξεις.

   --- Το συμπέρασμά σου;

   --- Ο κύριος δεν είναι καν ποιητής! Διάλεξε έναν ψεύτικο δρόμο και προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των αναγνωστών που διαβάζουν ποίηση για να τους ξεγελάσει με τα παράξενα ποιητικά του μέτρα και την κοινότυπη πεζογραφική ποίησή του.

   --- Ούτε ένα καλό ποίημα δε βρήκες που να του δίνει τον τίτλο του ποιητή;

.  --- Δεν ξέρω τι βρήκα αλλά λέω τούτο: πως η ποίηση δεν είναι μια ψεύτικη ρητορεία κι αυτός, αυτό κάνει. Γράφει ρητορικά. Δεν επιζητεί κάτι το ψηλότερο και  τα ιδανικά που έχει η ποίηση.

   --- Κατάλαβα! Θέλεις να πεις πως η ποίηση πρέπει να εκφράζει τον εσωτερικό άνθρωπο!

   --- Ακριβώς! Όσο μπορεί στο μέτρο και το ρυθμό, πρέπει να έχει ελευθερία να μην κυνηγά τόσο πολύ την ομοιοκαταληξία ή κάποιο μέτρο, ώστε να χάνεται το νόημα των στίχων.

  --- Αυτός τι κάνει;

  --- Καταργεί την ποίηση! Έτσι που δεν με συγκίνησε και πιστεύω δε θα συγκινήσει κι άλλον. Γιατί σε κανένα από τα ποιήματά του δεν αισθάνθηκα αρμονία το κυριότερο χαρακτηριστικό της ποίησης.

   --- Δε σε συγκίνησε ούτε στο ελάχιστο;

   --- Τι να με συγκινήσει; Η γλώσσα του στρυφνή, χωρίς την ομορφιά της συγκίνησης, οι στίχοι με καμία εκστατική διάθεση, ούτε μια εικόνα ζωντανή. Η στροφή στο παρελθόν, στα περασμένα χρόνια  της ζωής, ελάχιστα γίνεται.

   Ο βιβλιοπώλης εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και πήγε κοντά σ΄ ένα πάγκο με γραφική ύλη για να εξυπηρετήσει έναν κύριο με μια κυρία. Ο κύριος σοβαρός, κοντά στα σαράντα με ελαφρά γκρίζα γενειάδα, αγόρασε ένα καλό   κι ακριβό στυλό. Η γυναίκα αρκετά νεότερή του κι όμορφη, του συνέστησε να τον προτιμήσει εξαιτίας της καλής του ποιότητας. Ύστερα πλήρωσαν κι έφυγαν. Ο βιβλιοπώλης αποδεσμεύτηκε και γύρισε ικανοποιημένος στο γραφείο του.

   --- Πού είχαμε μείνει; ρώτησε το Σοφοκλή και του χαμογέλασε με τη φρεσκάδα της νιότης.

  --- Κάπου εκεί στον τρόπο γραφής του ποιητή μας, του αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε: Έμαθα πως πολλοί από τους αναγνώστες και τους θαυμαστές του, τον θεωρούν εκτός από καλό ποιητή και μεγάλο φιλόσοφο! Το δεύτερο δε με νοιάζει. Αφού όμως αποπειράθηκε να ασχοληθεί με την ποίηση, έπρεπε να προσέξει να γίνει πρώτα καλός ποιητής και ύστερα ας έπεφτε με τα μούτρα και στη φιλοσοφία.

   --- Έχεις δίκιο. Άλλο ποιητής κι άλλο φιλόσοφος.

   --- Ο φιλόσοφος φτιάχνει μια σχολή και όσο ζει μάχεται για την ιδέα να πεθάνει μ’ αυτή. Ο ποιητής όμως είναι κάτι άλλο. Είναι άστατος, τη μια κλαίει για τις αθλιότητες που βλέπει και την άλλη γελά για τα παράξενα του κόσμου. Τη μια στιγμή τραγουδά τον έρωτα και την άλλη τον βρίζει με κρυμμένες λέξεις. Αυτή η άστατη συμπεριφορά του ποιητή όσο κι αν μας φαίνεται παράξενη, μας αρέσει και μας ευφραίνει γιατί μας κάνει να ξεχνάμε τη σκληρή πραγματικότητα και μας προσφέρει έστω και για μια στιγμή κάποια οντότητα με ιδανικά.

   --- Συμφωνώ μαζί σου αν και μένα μου άρεσε η ποίησή του. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δε λες ενδιαφέροντα και σωστά πράγματα.

   --- Ναι. Θέλω όμως να πω και τούτο. Πως δεν πιστεύω πως η ποίηση πρέπει να είναι σώνει και καλά αισθηματικά λόγια μα ούτε και να κατακλύζεται από φιλοσοφικά δόγματα από την αρχή ως το τέλος της.

   Και πάλι η συζήτηση διακόπηκε γιατί ένας πλανόδιος κιθαρωδός μπήκε μέσα και χωρίς να πάρει την άδεια τους, άρχισε να παίζει ένα τρυφερό ρομαντικό τραγούδι εποχής του εξήντα. Σαν τελείωσε άπλωσε το χέρι του κι αφού πήρε το νόμισμα που του έδωσε ο βιβλιοπώλης, έφυγε με μια χαρακτηριστική υπόκλιση που τους εντυπωσίασε και τους δυο.

   --- Μια ωραία  ανθρώπινη  φιγούρα με μια θαυμάσια ανθρώπινη στιγμή! Ψιθύρισε ο Σοφοκλής και συνέχισε να κοιτάζει τον κιθαρωδό ως τη γωνία του δρόμου που έστριψε.

   --- Τα έχει  το μαγαζί αυτά! πρόσθεσε ο βιβλιοπώλης και η φωνή του αντήχησε στον αέρα σαν ήχος από ελαφρό αεράκι.             

   --- Και πάλι στο θέμα μας, είπε ο Σοφοκλής. Διαβάζοντας την ποίησή του κατάλαβα δυο σημεία που μου  έκαναν εντύπωση και τα εκμεταλλεύεται για να διαφημιστεί ως ποιητής. Πρώτον ξέροντας πως τον διαβάζουν λίγοι θαυμαστές του, προσπαθεί χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο να γράφει όπως αρέσει σ΄ αυτή την κλίκα κι αυτό είναι υπέρ του. Μη ρωτάς γιατί το κάνει. Αυτή η συμπεριφορά ανήκει στη σφαίρα της ψυχολογίας. Δε με αφορά. Με αφορά η ποίησή του και μόνο. Φοβάται να γράψει σαν τους ποιητές επειδή δεν μπορεί είτε θεωρεί πολύ κοινότυπο να γράφει όπως αυτοί. Έτσι πιστεύοντας πως ξεχωρίζει μ’ αυτόν τον ακατάληπτο τρόπο γραφής συνεχίζει να γράφει.

   --- Κι όμως κάποιοι τον διαβάζουν.

   --- Δε σημαίνει τίποτα αυτό. Είναι λίγοι και μετρημένοι στα δάχτυλα. Κι αυτό του αρέσει. Τον ευχαριστεί. Δεν τον νοιάζει η καλή ποίηση αλλά η δολοφονία της ποίησης!

   --- Το δεύτερο στοιχείο ποιο είναι;

     --- Πως ο ποιητής αυτός της συλλογής δεν είναι ποιητής γιατί επηρεάζεται απ’ αυτούς του λίγους που τον διαβάζουν και γράφει αντιποιητικά χωρίς να τον ενδιαφέρει η καλή ποίηση. Αν τους αγνοούσε ίσως έγραφε καλύτερα.

    --- Οπότε φτάνουμε να πούμε πως είναι ένας κακός ποιητής.

    --- Κάπως έτσι. Όλο το έργο του, σ’ αυτή τουλάχιστον τη συλλογή που διάβασα, διακρίνεται για την κουραστική ξεραίλα και την φτώχεια της γλώσσας. Διαλέγει πεζές λέξεις για να εκφράσει αμφίβολες ιδέες και ασήμαντες ή θολές εικόνες. Γράφει για παράδειγμα, παίρνω στίχους του από τα ποιήματά του, <<δύσκολο να σε καταλάβουν >>, << πάντοτε το ψέμα λέγοντας >>, ο συκοφαντηθείς νιώθει αδικημένος >>, << τι κέρδισα σ’ όλη τη ζωή μου>>, << πολλά και διάφορα μπαστούνια >>.

    Και είναι γεμάτη η συλλογή από τέτοιες λέξεις, πεζές, απλές, καθημερινές, ξερές που γράφονται στις εφημερίδες, τα περιοδικά, σε επιστολές των κρατικών υπηρεσιών, λέξεις της καθημερινότητας που δεν κάνουν για την ποίηση όσο γνωστές, οικίες και φιλικές κι αν είναι αφού είναι αντιποιητικές.

   ---  Σαν να έχεις δίκιο. Αυτό το παρατήρησα κι εγώ.

   --- Έχω. Γιατί οι λέξεις του είναι λέξεις της ρουτίνας, καθιερωμένες στη μεταξύ μας ομιλία. Η καλή ποίηση αποφεύγει γραφές που μοιάζουν στην ομιλίες στην κουζίνα, στο σαλόνι, στο δρόμο και στο εργοστάσιο.

   --- Δηλαδή, τι κάνεις; είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και δια εσέ!

   --- Ακριβώς! Στην ποίηση όμως ο αναγνώστης έχει ανάγκη η λέξη να τον σηκώσει ψηλά, να καταλάβει την ομορφάδα της και να τον συγκινήσει. Αλλιώς μην τη βάζεις καθόλου στον στίχο αν δεν έχει αυτή την αναγεννητική δύναμη. Κράτησέ την μακριά από το σώμα της ποίησης. Είναι άχρηστη μην πω άρρωστη.

   --- Μπορεί να σε απομακρύνει κιόλας από την ποίηση η χρήση τέτοιων κοινότυπων λέξεων.

   --- Σίγουρα ναι. Γιατί περιμένεις να δεις πιο κάτω μια ποιητικότερη ανάλυση των νοημάτων που περιέχουν αυτές οι λέξεις, μα αντί να το βρεις αυτό, ο ποιητής με την ποιητική λιτότητα, τα κλειδώνει σε πέτρινο Μαυσωλείο! Έτσι το νόημα γίνεται απλά μια είδηση. Μια είδηση που τη διαβάζουμε στις εφημερίδες.

   --- Με λίγα λόγια, τι είναι η ποίησή του;

   --- Δεν ξέρω.  

   --- Μήπως έχει δική της σχολή;

   --- Αν δεν έχει, προσπαθεί φαίνεται να φτιάξει. Να ξέρεις όμως πως η σχολή δεν κάνει την ποίηση.

   --- Το ξέρω και το τελικό σου συμπέρασμα είναι πως η ποίησή του δε διαβάζεται;

   --- Δε θέλω να πω αυτό. Ένα άλλο κακό για την ποίηση, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι η κατάργηση της τελείας και των άλλων σημείων της στίξης. Όλοι οι στίχοι του σε κάθε ποίημα αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα! Τελεία βέβαια δεν υπάρχει ούτε στο τέλος του στίχου. Έτσι ο αναγνώστης δεν ξέρει που να σταματήσει και που ν’ αρχίσει, χάνοντας το ρυθμό και το νόημα του ποιήματος. Με λίγα λόγια δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ ότι διαβάζει.

   --- Κι αυτό πάλι; Συνηθίζεται από πολλούς ποιητές στην εποχή μας.

   --- Κακώς! Έτσι στην ποίησή του δεν χαλά την τέχνη η εμφανής πεζότητα που έχει μα και η καταφανής παραβίαση στοιχειώδους κώδικα γραφής.

   --- Τότε τι θαυμάζουν οι αναγνώστες του;

   --- Δεν ξέρω. Ίσως το παράξενο ύφος του και η πρωτοφανή πεζότητά του να τους ελκύουν! Τα βλέπουν φαίνεται για σημαντικά στοιχεία της ποίησής του.

   --- Αυτό πρέπει να είναι.

   --- Ύστερα αυτή η μανία του στην επιστροφή  των παιδικών του χρόνων, της δικής του φτώχειας και της στέρησης με τις συνεχείς αναφορές στα τρένα, στα παζάρια, στα σακούλια, στα ξεροκόμματα και στους δρόμους με τη σκόνη, τις λακκούβες και τις άθλιες εικόνες της γειτονιάς του, τι είναι;

   --- Τι άλλο από μια κούφια και μάταιη ανάδειξη της παρελθοντολογίας.

   --- Ποιο είναι τέλος πάντων θα με ρωτήσεις το καλό του ποίημα. Όχι της ποίησης αλλά κάποιου γούστου. Σου λέω λοιπόν πως ένα και μόνο το βρήκα με κάποια ομορφιά, αυτό με τον τίτλο << Μικροί τεχνίτες >> που τελειώνει έτσι: << Σε βρώμικη και σκοτεινή πόλη σμιλεύουμε το σκληρό μάρμαρο σήμερα, Παρακράτησε η ευτυχίας μας >>.

   Ο αναγνώστης σκέφτεται εδώ πως μετά τη νιότη, τις ανεμελιές, τις χαρές και τα ξεφαντώματα θα ‘ρθει και η στιγμή που όλα θα διαλυθούν κι ένα αόρατο χέρι θα μας διώξει από τον παράδεισο και θα μας πάει στην κόλαση!  Και τότε μπορείς να σκεφτείς: τι έκανες στη ζωή σου; Το χρόνο που τόσο πολύ τον έχεις περιφρονήσει τον βρίσκεις μπροστά σου αδίσταχτο εχθρό σου! Αυτός θα σου δώσει, αρρώστιες, γηρατειά και θάνατο! Άρα << ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης >> που λέει και η ρήση.

   --- Έχεις δίκιο, αυτό το ποίημα κι εμένα μου άρεσε.

   --- Τι τον εμπόδισε να γράψει στο ίδιο ύφος με το Μικροί τεχνίτες; Μάλλον η ξεροκεφαλιά του και η αποφυγή του επίμονου μόχθου. Πίστευε πως ανώδυνα χωρίς θυσίες θα έγραφε καλή ποίηση.

   --- Εγώ πιστεύω πως έφταιξε και ο αχαλίνωτος εγωισμός του με την ψευδαίσθηση πως είναι μεγάλος δημιουργός.

   --- Περισσότερο κακό του έκαναν οι αυλοκόλακες που τον περιτριγυρίζουν και τον θαυμάζουν μέχρι θανάτου. Αν ένας απ’  αυτούς δεν του παίνευε τα ποιήματά του ίσως να έγραφε καλύτερα. Όμως όλοι φώναζαν και διαλαλούσαν, με ασύστολη υποκρισία: Να, ποιητής σωστός, άριστος εκφραστής του στίχου, ας βροντοφωνάξουμε, ποπό, τι θεϊκή ποίηση, τι εξαίσια γραφή!

   --- Οι ανθρώπινες αδυναμίες βλέπεις εισχωρούν παντού.

   --- Κι εμείς μέσ’ από τις ανθρώπινες αδυναμίες όπως είναι ο εγωισμός δεν παραδεχόμαστε αυτόν που είναι καλός, αλλά θαυμάζουμε εκείνον που λανθασμένα επιλέγουν δυο τρεις άλλοι, που χρίζονται ειδικοί και του αποδίδουν λογοτεχνικά εύσημα άριστα!

  --- Και γινόμαστε έτσι θαυμαστές και της κακής ποίησης.

  --- Και δε βλέπουμε πως αυτός ο επιπόλαιος θαυμασμός μας βλάπτει τον ποιητή ή το συγγραφέα αφού είναι υποκριτικός και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της αξίας της γραφής του.

  --- Και τον καταστρέφουμε, θέλεις να πεις.

  --- Ένα κορίτσι γύρω στα δεκατέσσερα μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα, με ξανθά μαλλιά, σκουλαρίκια στ’ αυτιά και φουστάνι  που άφηνε γυμνούς τους ώμους του, τους χρυσωμένους από τον ήλιο του καλοκαιριού και στάθηκε κοντά στον πάγκο με τα βιβλία. Η παρουσία του, τους διέκοψε, ενώ ο θαυμασμός τους εκδηλώθηκε με μια συνεχή ματιά που του έριχναν  όσο εκείνο έψαχνε με απαλές κινήσεις των δαχτύλων του να βρει κάποιο μυθιστόρημα. Κάποια στιγμή βρήκε ένα και το έφερε στο βιβλιοπώλη. Εκείνος  το δίπλωσε κι αφού πληρώθηκε, το κορίτσι έφυγε γρήγορα με βήμα ατίθασου αγριμιού.

   --- Είδες τι κακό βιβλίο πήρε; του είπε με κάποια δόση ειρωνείας ο Σοφοκλής και συνέχισε: << Το όραμα της Άννας >> αν πρόσεξες ήταν ο τίτλος του. Κάκιστο μυθιστόρημα ως χυδαίο κι όμως σπάει ρεκόρ πωλήσεων και διαβάζεται πολύ. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες αντίτυπα έχει πουλήσει. Όπως συμβαίνει πάντα μ’ αυτά τα βιβλία που διακινούνται τόσο εύκολα και διαφημίζονται έντονα, κρύβουν πίσω τους μια μεγάλη οικονομική εκδοτική δύναμη. Αυτή η δύναμη καθορίζει και την ποιότητα των βιβλίων που θα διαβάσουμε.

   --- Τέτοια βιβλία πουλάω πολλά. Σπάνια που ζητάνε Καζαντζάκη, Καραγάτση, Θεοτόκη, Εφταλιώτη, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Προυστ, και

όλους τους αναγνωρισμένους. Από ποίηση τίποτα. Μόνο τα ψευτορομάντζα μυθιστορήματα της υποκουλτούρας έχουν πέραση.

   --- Και ξέρεις γιατί;

   --- Ναι, αλλά προτιμώ και τη γνώμη σου.

   --- Γιατί λείπει από τον αναγνώστη η σωστή φιλολογική εκπαίδευση και το φιλολογικό γούστο. Έχουμε φτάσει έτσι στο τραγικό σημείο να αγνοούμε εκείνους που αξίζουν και γράφουν καλά και θαυμάζουμε τους άτεχνους.

   --- Πολύ καλά το λες!  Περίπου κι εγώ αυτό είχα στο νου μου. Να που συμπίπτουν οι απόψεις μας.

  --- Νομίζω πως έτσι που πάμε θα καταστρέψουμε τη λογοτεχνία από την πολλή μανία κάποιων ανθρώπων να τιτλοφορηθούν συγγραφείς και να γράφουν.

    Σηκώθηκε και πήγε ως το πρώτο κοντινό ράφι. Ακούμπησε με την πλάτη του στη μιαν άκρη του και του είπε με θριαμβευτικό ύφος:

    --- Όσα είχα να πω για τον αγαπημένο σου ποιητή τα είπα. Δε μένει παρά σε σένα να εκτιμήσεις όλα τα δεδομένα που έχεις για την ποίησή του και να αποφασίσεις αν προχωρήσεις στη χρηματοδότηση της επόμενης έκδοσης της συλλογής του. Μπορεί και να πέφτω έξω. Μακάρι να με διαψεύσει το μέλλον.  

     Ύστερα στράφηκε προς το ράφι κι άρχισε να ψάχνει τα βιβλία του. Το χέρι του έσυρε ένα βιβλίο με χρώμα μπλε που έγραφε << Η Κυπαρισσία του σήμερα με τη νοσταλγία του χθες >> τόμος πρώτος και πάνω ψηλά τον τίτλο του συγγραφέα, Όθωνα Καγιάφα. Το εξώφυλλο το διακοσμούσε μια πολύ έγχρωμη φωτογραφία με την άποψη της πόλης τραβηγμένη το 1912 και κάτω η ένδειξη << Λαογραφία >>.

    Ο Σοφοκλής πήρε το βιβλίο και κάθισε πάλι στη θέση του. Ο βιβλιοπώλης είχε επιστρέψει κι αυτός σαν τελείωσε την εξυπηρέτηση ενός πελάτη κι άρχισαν πάλι την κουβέντα.

   --- Να ένα θαυμάσιο βιβλίο που καταγράφει τις μνήμες του παρελθόντος της πόλης με γλαφυρό τρόπο και θαυμάσιο ύφος, του είπε. Έχω στη βιβλιοθήκη μου και τους δυο τόμους κι απ’ ότι ξέρω ο συγγραφέας θα εκδώσει και τρίτο. Τον γράφει  τώρα κι ελπίζω σύντομα να τον κυκλοφορήσει. Τέτοια βιβλία όσο κι αν δεν είναι μυθιστορήματα ή αριστουργήματα, έχουν τη δική τους σφραγίδα και είναι ωφέλιμα. Γιατί όπως λέει και ο συγγραφέας << η ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και στις ελπίδες και η ελπίδα είναι το αντιφέγγισμα των αναμνήσεων>>.

   --- Το ξέρω, του είπε εκείνος με ένα στροχαστικό τρόπο. Η λαογραφία πάντα συγκινεί κι αρέσει στον κόσμο. Μιας κι έρχεται από τις ρίζες μας. Διατηρεί άσβεστα τα γεγονότα και πληροφορεί τους νεότερους για το παρελθόν των προγόνων τους. Άφησε που διδάσκει κιόλας. Είναι μια νοερή συντροφιά σε ώρες απομόνωσης και σου φέρνει μπροστά σου όλους τους παλιούς φίλους και πατριώτες της πόλης ή του χωριού σου.

   --- Όπως και να έχει, το σημαντικό είναι πως υπάρχει ένα βιβλίο που τιμά την πόλη κι ένας συγγραφέας που τιμάται απ’ αυτή για την πνευματική του επικαρπία που της χάρισε.

   --- Οφείλουμε να τα διαβάζουμε τέτοια βιβλία και να τιμούμε τους συγγραφείς τους.

   --- Σίγουρα ναι. Δυο πράγματα μου έκαναν εντύπωση σ΄ αυτούς τους δυο τόμους της λαογραφίας. Το πρώτο είναι  η παρουσία της φωτογραφίας στις σελίδες του που αποθανατίζει  παλιές στιγμές της ζωής και το δεύτερο  τα όμορφα και νεοκλασικά κτίρια που δίνονται τόσο θαυμάσια με το φακό και γίνονται η ιστορία εκείνης της φευγάτης εποχής.

   --- Συμφωνώ κι εγώ! αναφώνησε ο βιβλιοπώλης και έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ύστερα πρόσθεσε: Αυτό το βιβλίο ως τώρα έλειπε. Να που βρέθηκε κι ένας να το γράψει.

  --- Φαντάζεσαι να μη γραφόταν;

  --- Ναι. Κι αν σκεφτείς πως η εποχή μας είναι αξιοθρήνητη και δεν εκτιμά αυτά τα βιβλία, καταλαβαίνεις  τι θέληση χρειάζεται από ένα συγγραφέα να γράψει για ένα τέτοιο θέμα που εν ολίγοις θεωρείται αδιάφορο για πολλούς.

  --- Πώς πάνε οι πωλήσεις;

  --- Αρκετά καλά. Το παίρνει ο κόσμος.

  --- Δεν ξέρω όμως αν το διαβάζουν.

  --- Με πολλούς που το συζητάω μου λένε πως το διαβάζουν. Εκτός αν ψεύδονται.

  Ο βιβλιοπώλής ανασήκωσε με μεγαλοπρέπεια τα φρύδια του και κουνώντας χαμογελώντας το κεφάλι του λες κι έκρυβε κάποιο μυστήριο. Σηκώθηκε και πήγε στον πάγκο. Εκεί πήρε ένα μικρό γαλάζιο βιβλιαράκι και του το έφερε.

  --- Να κι άλλο ένα σχετικό με το προηγούμενο, του είπε και το έδωσε.

  Ο Σοφοκλής το πήρε στα χέρια του κι αφού το ψηλάφισε ελαφρά λες και το χάιδευε, ύστερα διάβασε τους τίτλους του που ήταν γραμμένοι με μαύρα, κίτρινα και κόκκινα γράμματα: << Πολιτιστικός Σύλλογος Κυπαρισσίας. Τοπωνύμια. Εκδόσεις Ουρανός >>. Το ξεφύλλισε αρκετή ώρα περνώντας μια ματιά όλες του τις σελίδες που ήταν ελάχιστες Με έμφαση στην προφορά του τόνιζε μία- μία τη λέξη που ψιθυριστά διάβαζε και τα μάτια του άστραφταν από συγκίνηση. Φόρος, Μούσγα, Αποβάθρα, Πισωρούγα, Πιλαλήστρα, Γελουδά. Παζαρόβρυση, Πρόκα, Πούρκος, Αμαθούντα, Γυφτόρουγα κι άλλες που σήμαιναν κι ένα τοπωνύμιο. Στο τέλος είπε:

   --- Κι αυτό είναι ένα καλό βιβλίο και χρήσιμο! Δεν το είχα υπόψη μου και σ’  ευχαριστώ που το γνώρισες.

   --- Έπρεπε να το κάνω! του αποκρίθηκε εκείνος και τον άφησε για να πάει να εξυπηρετήσει μια πελάτισσα.

   Ο Σοφοκλής σαν έμεινε μόνος και ξεφύλλισε κάποια βιβλία, ύστερα τα εγκατάλειψε, πηγαίνοντας στην πόρτα, κοιτάζοντας με ιδιαίτερη ευχαρίστηση έξω την κίνηση στο δρόμο με τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται με γεμάτα ή άδεια τα χέρια σαν μυρμήγκια  Και τότε θυμήθηκε πως τόσο καιρό κάτι του έλειψε. Του είχε λείψει ένα καλό γεύμα στο εστιατόριο του << Ζαχαριά >> που βρισκόταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και του άρεσε η γραφικότητά του και τα νόστιμα φαγητά του. Έτσι με την κρυφή ελπίδα να βρεθεί εκεί σε λίγο, είπε στον βιβλιοπώλή που ήδη είχε γυρίσει στη θέση του:

   --- Φεύγω! Με χάνεις! Θυμήθηκα πως πρέπει να τσιμπήσω κάτι για μεσημέρι και δε θα το αφήσω!

   Τον χαιρέτησε και βγήκε από την πόρτα.

    --- Εύχομαι να περάσεις καλά! του ευχήθηκε εκείνος και πέρασε τα χέρια του στα όμορφα μαύρα μαλλιά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ   15

 

 

 

 

 

     Ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη με αφορμή τη σύνοδο κορυφής που έγινε στη Ρώμη από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, γνωστός ως FAO με θέμα τη φτώχεια, μιλούσαν στο σπίτι του για τους αιχμαλώτους της φτώχειας.

    --- Εκατόν ογδόντα τρεις χώρες, πλούσιες και φτωχές, είπε αυτός εκπροσωπήθηκαν από αξιωματούχους, επιστήμονες και ακτιβιστές, όλοι τους υποτίθεται αποφασισμένοι να βάλουν στην άκρη τις διαφορές που τις χωρίζουν και να βρουν κοινές λύσεις στο μεγάλο πρόβλημα της ραγδαίας ανόδου των τιμών των βασικών ειδών διατροφής που έχουν πάρει ξέφρενο ρυθμό τον τελευταίο χρόνο. Για μια ακόμη φορά όμως αποδείχτηκε ότι τα ευχολόγια, οι αόριστες υποσχέσεις και οι δηλώσεις έτσι για το θεαθήναι, δεν αρκούν  για να γεμίσουν τα στομάχια δύο δισεκατομμυρίου πεινασμένων, κυρίως όταν τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών, κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και επενδυτών της γης, απέχουν πολύ από τα συμφέροντα των ανίσχυρων κι αδυνάτων.

   --- Αυτά έλεγε και το επιστημονικό περιοδικό που έλαβα και διάβασα, είπε η Αντιγόνη στο άρθρο του: << Τι θα φάω αύριο;>>  Στο ερώτημα αυτό που ακούγεται καθημερινά από το στόμα των πεινασμένων και των μη προνομιούχων ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ο FAO και οι υψηλοί  προσκεκλημένοι δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη πρόταση να πουν για το θέμα και το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να σερβίρουν στον κόσμο πολλή γαρνιτούρα και σχεδόν καθόλου ψαχνό.

   --- Ναι, ναι, Έτσι αντί να συμφωνήσουν σε μια νέα παγκόσμια στρατηγική για την αντιμετώπιση της πείνας, οι σύνεδροι με κομπορρημοσύνη επιδόθηκαν σε άγριες λεκτικές κόντρες και προσπάθησαν ο καθένας να επιβάλλει τη λύση που τον συνέφερε. Στο τελικό τους δε κείμενο που ανακοίνωσαν δεν τσιγκουνεύτηκαν καθόλου τα μεγάλα λόγια. Υποσχέθηκαν να βοηθήσουν με κάθε μέσο τα θύματα της κρίσης και να μειώσουν τον πεινασμένο της πληθυσμό  στο μισό ως το 2015.  << Δεσμευόμαστε να εξαλείψουμε την πείνα και να διασφαλίσουμε τροφή για όλους σήμερα κι αύριο >> αναφέρει το κείμενο μετά βέβαια από δυσκολίες και συγκρούσεις.

   Εκείνη γέλασε κι αφού σταμάτησε πήρε το λόγο χολωμένη για να πει:

  --- Όπως φάνηκε στη Ρώμη για τους περισσότερους εκπροσώπους των ανεπτυγμένων χωρών και διεθνών οργανισμών, υπεύθυνοι για την κρίση είναι ως συνήθως οι φτωχοί που κλείνουν προστατευτικά τις αγορές τους και δεν έχουν τις απαραίτητες υποδομές κι επενδύσεις για να αυξήσουν περισσότερο την παραγωγή. Τους κατηγορούν δηλαδή ότι αυτοί φταίνε που δεν έχουν τεχνολογία για να τη χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή γενετικών τροποποιημένων σπόρων και λιπασμάτων που δυστυχώς τα προμηθεύονται από τις αγροτοχημικές βιομηχανίες των ισχυρών. Με λίγα λόγια θέλουν να μας πούνε πως η επισιτιστική κρίση είναι κυρίως πρόβλημα αγορών και τεχνολογίας. Πρόβλημα προσφοράς και ζήτησης και όχι πρόβλημα κακής κερδοσκοπικής διαχείρισης από τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες και τις εταιρείες.

   --- Εγώ πιστεύω πως η μόνη λύση για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι η γεωργία. Αν γίνει κάτι και αναζωογονηθεί με ισχυρά κεφάλαια   ίσως θα αυξηθεί η παραγωγή τροφίμων.

   --- Αλλά τα χρήματα δεν τα δίνουν οι έχοντες. Οι  μη έχοντες ρίχνουν την ευθύνη της άδικης κατανομής των τροφίμων στα πλούσια κράτη, τα οποία ζητούν το άνοιγμα των άλλων αγορών, αλλά στην πραγματικότητα έχουν εντονότατο προστατευτισμό υπέρ των δικών τους αγροτών, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές των προϊόντων και βυθίζοντας στη φτώχεια και στην πείνα δύο και παραπάνω δισεκατομμύρια ανθρώπους. Παράλληλα όμως κλέβουν και τεράστιες ποσότητες τροφίμων για να ταίσουν και να παχύνουν τα ζώα τους, ενώ πολλές άλλες ποσότητες τις χρησιμοποιούν για να φτιάξουν βιοκαύσιμα για τις μηχανές τους και τα αυτοκίνητα.

   ---  Σκέφτηκα, συνέχισε εκείνος, πως στην άθλια πείνα των λαών παίζουν σημαντικό ρόλο και τα διάφορα εμπάργκο που εδώ και χρόνια εφαρμόζονται από τα πλούσια και ισχυρά κράτη στα φτωχά. Αυτά τα εμπάργκο έχουν ως αποτέλεσμα την έλλειψη τροφίμων στα κράτη που τα υφίστανται και πολλές φορές ακόμη και φαρμάκων.

   --- Όμως οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να πάρουν αυτές πια το παιχνίδι στα χέρια τους αν θέλουμε να μη χαθεί ο πλανήτης από τη φτώχεια, είπε η Αντιγόνη, γιατί αν περιμένουμε από τις πλούσιες χώρες, ζήτω που καήκαμε.

   --- Συμφωνώ! Τα πλούσια κράτη όμως δε θα τις αφήσουν. Δεν βλέπεις τι γίνεται με την τεχνητή αύξηση των τιμών των τροφίμων και με το ράλι της τιμής του πετρελαίου;

    Η Αντιγόνη βάζοντας μια γλυκύτητα στη φωνή της, είπε με μια απλούστευση στα λόγια της για να γίνει πιο κατανοητή:

   --- Δεν σου φαίνεται παράξενο πως ενώ η παγκόσμια αγορά είναι γεμάτη τρόφιμα και πετρέλαιο, το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού να πεινάει; Είναι φαεινότερο του ηλίου, πως κάποιο ορατό και αόρατο χέρι εργάζεται για να ελέγχει τις τιμές προκειμένου να επιτύχει τους πολιτικούς και οικονομικούς του σκοπούς.

   --- Κι εδώ τι κάνει ο ΟΗΕ; Χρησιμοποιείται από τις χώρες για να εφαρμόζουν τις άδικες αποφάσεις κάποιων λίγων μεν αλλά πλούσιων και ισχυρών!

  --- Έτσι καταλήγουμε να πιστεύουμε πως το πρόβλημα της φτώχειας είναι αμιγώς πολιτικό και μπορεί να λυθεί μόνο με ισχυρές ενέσεις κεφαλαίων. Έτσι αν σε πρώτη φάση η διεθνής κοινότητα δώσει τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια  κάθε χρόνο για την αύξηση της παραγωγής των τροφίμων και την καταπολέμηση της φτώχειας θα υπάρξει κάποια ανακούφιση. Ακόμη να μη μειωθούν οι δωρεές  αναπτυξιακής βοήθειας προς τα φτωχά κράτη. Γιατί μόνο η υπερβολική κατανάλωση τροφών από τους παχύσαρκους του κόσμου κοστίζει 25 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο!

   --- Μπορεί όμως να βρεθεί λύση αν οι τροφές που θα χρησιμοποιηθούν για βιοκαύσιμα χρησιμοποιηθούν για την πείνα κι όχι για καύσιμα αυτοκινήτων. Τότε μπορούν να γίνουν  ένα σημαντικό εργαλείο να βγουν από τη φτώχεια και τη διατροφική τους ανασφάλεια πολλές χώρες.

   --- Είναι απαραίτητο να γίνει αυτό.

   --- Ναι γιατί αν δεν γίνει είναι εμπαιγμός και προσβολή.

   --- Φαντάσου πόσα εκατομμύρια τόνοι καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμου χρειάζονται για να φτιαχτούν βιοκαύσιμα. Αν αυτές οι ποσότητες πήγαιναν στους πεινασμένους θα είχαμε λόγους να μιλάμε για σωστή κοινωνική πολιτική.

   --- Επομένως εύκολα μπορεί να ειπωθεί πως μ’ αυτό τον τρόπο παίρνουμε το φαγητό από το στομάχι των πεινασμένων για να γεμίσει το ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων!

   Έδειχνε φοβερά αναστατωμένος μετά από αυτό που άκουσε. Μια επώδυνη πάλη μέσα του απειλούσε να συγκρατήσει την ψυχραιμία του και του αναδείκνυε την ευαισθησία του.

    --- Μην οργίζεσαι τόσο! του είπε με τη χρυσαφένια της φωνή η Αντιγόνη και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Η ζωή είναι μπλεγμένη με αγωνίες και δυστυχίες. Χρειάζεται προσπάθεια να μην παρασυρθείς από την τρέλα της.

    Από το βορινό παράθυρο ακούστηκαν φωνές που έδειχναν πως στο διπλανό χτήμα είχαν έρθει εργάτες και ετοιμάζονταν για την καλλιέργειά του. Ήρθαν μέσα σ’  ένα κλειστό πράσινο αυτοκίνητο κι αφού τους ξεφόρτωσε στο οργωμένο χώμα πήραν θέσεις ανάμεσα στα φαρδιά αυλάκια κι άρχισαν να φυτεύουν κολοκυθιές.  Το λιοπύρι τους χτυπούσε κατακέφαλα κι εκείνοι σκυφτοί μ’  ένα αιχμηρό τρυπάνι άνοιγαν τρύπες στο χώμα και μετά φύτευαν τα μικρά φυτά. Οι γυναίκες που έρχονταν από πίσω τα φρόντιζαν καλύτερα βάζοντάς τους χώμα κοντά στις ρίζες για να στηριχθούν καλύτερα και να μην παρασυρθούν από τον αέρα. Δούλευαν κι αυτές σκληρά, χωρίς να παίρνουν ανάσα  και δεν έβγαζαν μιλιά παρά σαν ζητούσαν τη συμβουλή του αφεντικού.

    Και οι δυο τους έμειναν σιωπηλοί σαν είδαν όλο αυτό το μαύρο ασκέρι να ξεχύνεται στο χωράφι. Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε αλληλοκοιτάχτηκαν με βλέμμα που έμοιαζε σαν να έλεγε κάτι.

    --- Να η φτώχεια που λέγαμε! Πόσοι απ’  αυτούς προστατεύονται από το FAO, τον ΟΗΕ  και τις παγκόσμιες οργανώσεις;

    Είχε σκύψει  πολύ κοντά στ’  αυτί του για να του πει αυτά τα λόγια. Αυτό έδειχνε πόσο την απασχολούσε η παραδοχή τους από το Σοφοκλή. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι, δείχνοντας πως τα παραδεχόταν. Αυτό χαροποίησε την Αντιγόνη που την έκανε μ’ ένα ανάερο πήδημα να σηκωθεί και να πλησιάσει τη βιβλιοθήκη. Κι αφού έπεσε σε κάποια περισυλλογή  σαν κοιτούσε ένα- ένα τα βιβλία και διάβαζε τις ράχες τους, του είπε κοιτάζοντάς τον με την αγνή λάμψη των ματιών της:

   --- Όταν έρχομαι εδώ δε χορταίνω να την κοιτάζω. Τα βιβλία της είναι σχεδόν όλα κλασικά κι από τα καλύτερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Μπράβο σου!

    Αυτός της είπε για να δικαιολογήσει την επιλογή του:

   --- Το κλασικό δε χάνει ποτέ την αξία του! Γι’ αυτό κι εγώ το προτιμώ.

   Άπλωσε το χέρι της, πήρε ένα μυθιστόρημα στην τύχη και του είπε με λυρική χροιά στη φωνή της:

    --- Πολλά μυθιστορήματα!

    --- Ναι. Η προσέγγιση σ’  αυτά με βοηθά να γράφω καλύτερα τα δικά μου.

    --- Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;

    ---  Τα έχω. Πολλά και τρεις και περισσότερες φορές.

    --- Γιατί το κάνεις αυτό;

    --- Γιατί με την επανάληψη το καταλαβαίνεις καλύτερα το έργο. Στην πρώτη ανάγνωση σου ξεφεύγουν πολλές λεπτομέρειες οι οποίες είναι και η βάση όλου του μυθιστορήματος. οι συνεχείς αναγνώσεις σε βοηθούν να ανακαλύπτεις αυτές τις λεπτομέρειες αλλά και να ερμηνεύεις πιο σωστά το έργο, πράγμα που σου διαφεύγει με την πρώτη ανάγνωση η οποία είναι πιεστική κάτω από την αγωνία να φτάσεις στο τέλος της υπόθεσης.

   --- Η επιμονή σου στα κλασικά έργα τι σημαίνει;  

   --- Αυτά μου δείχνουν το δρόμο. Αν δεν  τα έχεις διαβάσει αυτά δεν μπορείς να γράψεις καλά. Οι κλασικοί συγγραφείς είναι δάσκαλοί σου. Βλέπεις το ύφος και την τεχνοτροπία της γραφής τους, όσο και τη σκέψη τους. Αυτά σε βοηθούν, ανοίγοντας τους δικούς σου ορίζοντες γραφής.

   --- Διαβάζεις πολύ;

   ---Πέντε βιβλία τη βδομάδα και βάλε. Ένα καλοκαίρι προετοιμαζόμενος για το πέμπτο μου μυθιστόρημα διάβασα σε τρεις μήνες εξήντα μυθιστορήματα! Μπορεί να φαίνεται ασυνήθιστο και τραβηγμένο αλλά το έκανα. Τα πιο πολλά ήταν ξένα και μάλιστα πολυσέλιδα. Ελάχιστα ελληνικά γιατί στο σύνολό τους τα καλά τα έχω διαβάσει.

   --- Και φυσικά όλα με ποιοτικό περιεχόμενο.

   --- Ασφαλώς. Απ’  αυτά κερδίζεις ενώ από τα ασήμαντα πάντα χάνεις. Χάνεις τζάμπα τον καιρό σου και στο τέλος το όφελος είναι ελάχιστο. Άφησε που πολλά είναι τόσο κακογραμμένα κι έχουν τόσο ανιαρές και χιλιοειπωμένες ιστορίες που σε πιάνει ανία από τις πρώτες σελίδες κιόλας. Ειδικά τα ρομάντζα είναι για γέλια ή για κλάματα!

   Κάποια στιγμή φάνηκε να έχει απομείνει σύξυλη με ένα βιβλίο που είδε στο ράφι. Κι αμέσως το ενδιαφέρον της έγινε αβάσταχτο να το πάρει και το έκανε απλώνοντας το χέρι. Γι’ αυτή το καλό βιβλίο ήταν θησαυρός κι εκείνη τη στιγμή είχε ανακαλύψει ένα. Έτσι αφού έμεινε σκυμμένη όσο χρειαζόταν να διαβάσει τον τίτλο του και το συγγραφέα, σήκωσε ύστερα το κεφάλι της και είπε υπαινισσόμενη πως ήταν ένας από τους αγαπημένους της συγγραφείς και πως το έργο του αυτό την είχε συγκινήσει πολύ:

   --- Το καταπληκτικό αυτό έργο, εδώ;  Ένας  Τόμας Μαν στη βιβλιοθήκη σου; Τι ευχάριστη έκπληξη!

   Εκείνος της έκανε ένα μορφασμό που έδειξε την επιβεβαίωση στα λόγια της. Και στη συνέχεια της είπε;

   --- Μου το συνέστησε ένας γιατρός. Έτσι το πήρα και το διάβασα. Είναι πρωτότυπο, εντυπωσιακό και με πανανθρώπινες ιδέες! Ήμουν όταν το πρωτοδιάβασα μόλις  είκοσι πέντε ετών!

   --- Εμένα μου άρεσε ο τίτλος του, << Το μαγικό βουνό >> έτσι όπως το διάβασα και το αγόρασα χωρίς να ξέρω το συγγραφέα. Φοιτήτρια ήμουν στο δεύτερο έτος της ιατρικής. Σαν το είπα σ’  έναν καλό χειρούργο,  πνευμονολόγο έκανε κι αυτός το ίδιο. Έμεινε κατάπληκτος τόσο που πάντα το είχε πάνω στο γραφείο του. Μπορώ να σου πω πως με εντυπωσίασε κι εμένα τόσο πολύ που το διάβασα και δεύτερη φορά. Και δεν προδόθηκα γιατί είδα καλύτερα το στόχο του που ήταν να σε προβληματίσει γύρω από τον ανθρώπινο πόνο. Πράγμα που δεν το ένιωσα με την πρώτη ανάγνωση. Ακόμη μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο έχει συντεθεί το βιβλίο. Δείχνει να έχει ακουμπήσει για να το γράψει ο συγγραφέας πάνω στη μουσική. Και τούτο φαίνεται σαν το διαβάζεις γιατί ανιχνεύεις μια ισχυρή πλαστική επίδραση στο συγγραφικό ύφος από τη μουσική. Εγώ προσωπικά πιστεύω, πως το μυθιστόρημα είναι σαν μια συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης, ένα θεματικό οικοδόμημα. Η ιδέα ενός μουσικού κομματιού παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτού του οικοδομήματος.

   Ο Σοφοκλής χαμογέλασε και είπε:

   --- Είναι από τους συγγραφείς,  που ενθουσιάζεται να δίνει στους άλλους εκείνο που χρειάζονται περισσότερο οι ίδιοι. Είναι αυτό που λέμε στη γλώσσα της λογοτεχνίας << γραφή της γενναιοδωρίας >>.

   Η Αντιγόνη άφησε τον τόμο στη θέση του και πήρε τώρα άλλον. Ήταν κι αυτός ογκώδης σαν τον προηγούμενο με πράσινο εξώφυλλο και μια μικρή φωτογραφία στη μέση που παρίστανε μια σειρά αλόγων να τρέχουν, χωρίς να διακρίνονται αναβάτες ή κάποιο άλλο σημάδι πως ήταν σε ιπποδρόμιο. Έβλεπες με καθαρή ευκρίνεια τα κεφάλια και τα τεντωμένα μπροστινά τους πόδια. Διάβασε μεγαλόφωνα τούτη τη φορά τους τίτλους: << ΜΑΡΣΕΛ  ΠΡΟΥΣΤ. Αναζητώντας το χαμένο χρόνο >>. Ύστερα τον υπότιτλο: << Από τη μεριά του Σουάν >>.

   --- Γνωστό μου είναι τ’ όνομά του συγγραφέα αλλά το έργο του άγνωστο. Είναι πολύ μεγάλος το ξέρω αλλά δυστυχώς δεν έτυχε να προσεγγίσω κανένα από τα βιβλία του.

   Στη συνέχεια κοίταξε παρακαλεστά το Σοφοκλή και του ζήτησε να τη; πει κάτι γι’  αυτόν.

   --- Είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του δέκατου όγδοου αιώνα της είπε αυτός με πανηγυρική και υψωμένη φωνή. Το μυθιστόρημα αυτό που κρατάς στα χέρια σου, χαρακτηρίστηκε ως το καλύτερο της εποχής εκείνης κι ο ίδιος μαιτρ του μυθιστορήματος. Πρωτότυπος, αρχιτέκτονας της γραφής, μάγος της λέξης, ασύγκριτος κι ανεπανάληπτος στη σκέψη. Ένας από τους πρώτους όχι μόνο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

   --- Σε τι αναφέρεται, αυτό το μυθιστόρημα;

   --- Στο παρελθόν μας! Είναι μας λέει χαμένος χρόνος να προσπαθούμε να τον ανακαλέσουμε και ότι και να κάνουμε όλες οι προσπάθειές μας είναι χωρίς νόημα. Είναι κρυμμένο έξω από τη νόηση σε μια περιοχή που δεν μπορεί να το αγγίξει και θα είμαστε τυχεροί αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε. Μπορεί όμως και να μη το συναντήσουμε.

   --- Έχει φιλοσοφία αρκετή αυτό που λες. Είναι και αρκετά δυσνόητο.

   --- Και η γραφή του είναι δυσνόητη. Εγώ το διάβασα τόσο αργά που απελπίστηκα. Πέντε ή έξι σελίδες την ημέρα  και μετά το άφηνα. Αργούσα να πιάσω τα νοήματα και η κάθε λέξη του ήθελε μεγάλη οπτική προσέγγιση και ύστερα επίμονη νοηματική ερμηνεία για να μπω στον ορμητικό χείμαρρο της σκέψης του, και να μην παρασυρθώ. Δεν είναι εύκολος συγγραφέας, θέλει ένα μέσο νου να τον καταλάβει. Ένας απλός αναγνώστης που δεν έχει εξοικειωθεί με το διάβασμα, ίσως τον προσπεράσει. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι δύσκολος. Η πνευματική ένδεια η δική μας τον κάνει δυσπρόσιτο κι όχι πολύ βατό.

   Εκείνη γέλασε κι άφησε το βιβλίο στη θέση του. Ύστερα έσκυψε και πήρε από κάτω ένα μικρό απόκομμα εφημερίδας και του το έδωσε. Προφανώς του είχε πέσει από κάποιον φάκελο του αρχείου του.

   Ο Σοφοκλής το πήρε και το ταχτοποίησε με μια ανάλαφρη κινητικότητα. Στη συνέχεια την άκουσε που έβγαλε ένα ελαφρό << α! >> ενώ βαστούσε στο χέρι της ένα λογοτεχνικό έντυπο που είχε το σχήμα του βιβλίου και ήταν έκδοση που παρουσίαζε τους συγγραφείς της περιοχής και το έργο τους. Αφού το ξεφύλλισε, σταμάτησε σε κάποια σελίδα και του είπε:

   --- Έχει και σένα μέσα με τη φωτογραφία σου και την αναφορά στο έργο σου. Ακόμη βλέπω και μερικά βιογραφικά και στοιχεία από τη ζωή σου! Με τη γρήγορη ματιά ΄που ρίχνω, βλέπω πως όλα είναι ενδιαφέροντα και γραμμένα με λυρισμό από το συγγραφέα του βιβλίου. Σε τιμά  ιδιαίτερα μ’  αυτά που γράφει αλλά και τους άλλους.

   --- Σε γοήτευσε; τη  ρώτησε.

   --- Αρκετά. Είναι μια προσφορά στους πνευματικούς ανθρώπους της περιοχής. Λίγο το έχεις;

   --- Κι εγώ το εκτίμησα αυτό που έκανε. Αναφέρεται στο χαμένο μας χρόνο σαν τον Προυστ!

   Εκείνη χαμογέλασε και αφήνοντας τη βιβλιοθήκη πέρασε σε μια εταζέρα όπου υπήρχαν πολλές φωτογραφίες του Σοφοκλή, μερικά αναμνηστικά μετάλλια και κάποια παλιά συλλεκτικά και σπάνια βιβλία. Δεξιά μια φωτογραφία ιδιαίτερα προσεγμένη, έδειχνε τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ανάμεσα σε δυο λευκούς κηροστάτες να κάθεται στην καρέκλα και να ατενίζει τον κόσμο. Παντού στους τοίχους καλαίσθητες λιθογραφίες, γκραβούρες και ορισμένοι πίνακες ζωγραφικής με προσωπογραφίες γυναικών και εικόνες από τη φύση, στόλιζαν με γούστο τις επιφάνειες, προσδίδοντας σε όλο το χώρο την αίσθηση μιας ανεπανάληπτης αισθητικής.   

   --- Πάντα μου αρέσει ο χώρος αυτός που γράφεις, του είπε κάποια στιγμή  και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο γραφείο του. Έχει καλή αίσθηση γούστου, ομορφιά και μια ερωτική χροιά. Φαίνεται για να τα έχεις τόσο όμορφα βαλμένα αυτά γύρω σου, συντηρούν την πνευματική σου έξαρση!

   --- Απλά μου αρέσει το ωραίο! της απάντησε αυτός με όση ειλικρίνεια μπορούσε. Όσο για την πνευματική έξαρση που ανάφερες, δεν μπορώ να σου πω τίποτα. Ίσως όμως ασυναίσθητα να την βοηθούν να έρχεται και να με συναντά.

   Η Αντιγόνη έκανε ένα όμορφο μορφασμό προτείνοντας τα σαρκώδη χείλη της που είχαν έντονα βαφτεί κόκκινα. Κι αμέσως μετά του είπε:

   --- Πολύ καλά! Ας  πούμε τώρα και για το μυθιστόρημα που γράφεις. Το γράφεις καιρό αλλά ελάχιστα έχουμε συζητήσει γι’  αυτό. Μήπως μπορούμε τώρα;

   --- Το έχω αρχίσει από το Γενάρη και σήμερα έχουμε δεκαπέντε Ιουλίου! Ακόμη γράφω!

   --- Σε βασανίζει ο χρόνος;

   --- Όσο να είναι.

   --- Και τι κάνεις για να τον νικήσεις;

   --- Γράφω περισσότερες ώρες την ημέρα. Αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί και να είναι σε βάρος της τέχνης. Οι πολλές ώρες γραφής σε κουράζουν, σου ατονούν το νου και σου ελαττώνουν τη φαντασία. Η ξεκούραση στα φρεσκάρει αυτά και αποδίδεις καλύτερα. Σημασία έχει να μην βιάζεσαι να τελειώσεις το έργο. Η βιασύνη σε οποιαδήποτε δουλειά αμείβεται με κακής ποιότητας αποτελέσματα.

   --- Είναι εύκολο να γράψεις ένα μυθιστόρημα;

   --- Καθόλου. Όπως και το κάθε βιβλίο, αλλά το μυθιστόρημα για να το γράψεις πρέπει να διαβάσεις πολλή παραφιλολογία και να του βάλεις μέσα και κάποια μεταφυσική. Μιλάω φυσικά για τα καλά βιβλία. Τ’ άλλα άφησέ τα.

   --- Θέλει και πολλή φαντασία;

   --- Καλά αυτή την έχει ο συγγραφέας ούτως ή άλλως. Αλλά μιλάμε κυρίως για τα άλλα στοιχεία που έχει το μυθιστόρημα και που είναι δύσκολα να ανιχνευτούν καλά και να τα προσεγγίσει με τελειότητα ο μυθιστοριογράφος. Και πρώτα-πρώτα είναι η γένεση του μυθιστορήματος. Η σύλληψη του όλου που λέμε. Δύσκολη πνευματική λειτουργία που θέλει εξειδικευμένο νου με αχαλίνωτη και παραγωγική φαντασία. Ύστερα  φτάνουμε στο δεύτερο στοιχείο που είναι η  αφήγηση των γεγονότων, πως θα τα πεις αυτά που συνέλαβε ο νους και στο τρίτο στοιχείο που είναι η γλώσσα, το εργαλείο δηλαδή που θα τα μεταφέρεις όλα αυτά που συνέλαβες. Αυτά και τα τρία  έχουν μεγάλη δυσκολία να προσεγγιστούν. Θέλουν γνώση, εμπειρία και αρχιτεκτονική ικανότητας.

   --- Αυτά εσύ τα παίζεις στα δάχτυλα.

   --- Στην αρχή θυμάμαι που έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα  τα είχα

βρει μπαστούνια κι ένιωθα να πνίγομαι στον ωκεανό.  Όσο προχωρούσα κι έγραφα οι δυσκολίες μεγάλωναν και η κούραση ήταν αναπόφευκτη   κι

έντονη. Είχα την εντύπωση πως μπροστά μου υψωνόταν ένα ψηλό βουνό κι έπρεπε να το ανεβώ και να φτάσω στην κορφή του. Η απειρία, η έλλειψη τεχνοτροπίας και ύφους και η περιορισμένη φαντασία μου, μου στερούσαν μια άνετη γραφή που μου περιόριζε τη χαρά της δημιουργίας.

   --- Με τον καιρό όμως…

   --- Τα ξεπέρασα όλα θέλεις να πεις όλα τα εμπόδια και τώρα γράφω άνετα. Γράφω πια άνετα, ναι, η γλώσσα μου είναι πιο οικεία, το ύφος γλαφυρό όσο πρέπει και η φαντασία μου αχαλίνωτη. Αυτό χρειάστηκε να γίνει από το τρίτο μυθιστόρημα και μετά. Με το συνεχή γράψιμο εξειδικεύεσαι και γίνεσαι καλύτερος.

   --- Βέβαια σε βοήθησαν και οι άλλοι συγγραφείς διαβάζοντας τα βιβλία τους. Και θα πήρες κι από αυτούς κάτι για να διαμορφώσεις το ύφος και τον τρόπο γραφής σου.

   --- Οπωσδήποτε έγινε αυτό. Θυμάμαι όταν διάβασα τον Προυστ, τον Βίκτωρα Ουγκώ ή το Φλωμπέρ, λύγιζαν τα γόνατά μου! Η αριστουργηματική γραφή τους με απογοήτευε αλλά και μου γινόταν ευγενής αγώνας άμιλλας για να γράψω καλά. Για να τους φτάσω ή να τους ξεπεράσω ούτε λόγος! Αυτοί είναι μοναδικοί κι αξεπέραστοι. Εμείς που ακολουθούμε τους έχουμε για δασκάλους και οδηγούς μας. Η εξίσωση μαζί τους είναι βλασφημία.

   --- Όμως παρά την απογοήτευσή σου, συνέχιζες να γράφεις.

   --- Κάποια στιγμή λύγισα και είπα να σταματήσω. Τα δικά μου κείμενα σκεφτόμουνα μπροστά στα δικά τους είναι ασήμαντα και χωρίς καμιά λογοτεχνική αξία. Δεν είμαι γεννημένος με το ταλέντο του καλλιτέχνη κι όσο κι αν προσπαθήσω να γράψω καλύτερα πάλι δε θα κατάφερνα και πολλά πράγματα. Έτσι έγραφα μεν αλλά μέσα μου μια πικρία μου άφηνε και μου αφήνει και τώρα ακόμη, μια κακή γεύση απογοήτευσης.

   --- Τα πάντα είναι θέληση.

   --- Ναι.

   --- Όμως έχεις πάρει την ανταμοιβή σου ως καλός συγγραφέας.

   --- Αυτό είναι το λιγότερο. Εκείνο όμως που με κάνει να νιώθω υπέροχα που γράφω είναι η συναρπαστικότητα που με κάνει να ζω με την τέχνη μου. Αν τη χάσω ίσως θα πάψω να ζω. Δε βλέπω νόημα στη ζωή μου χωρίς της τέχνη της  γραφής.

   --- Πολύ σημαντικό και φιλοσοφικό αυτό.

   --- Ίσως. Αλλά πάνω στη γη δεν ήρθαμε για να αποκτήσουμε πλούτη και εξουσία, αλλά να δημιουργήσουμε κάτι. Κι αυτό είναι και ο προορισμός του ανθρώπου και της ζωής. Να φτιάχνουμε συνεχώς, όχι μόνο γέφυρες, δρόμους, ουρανοξύστες και μηχανές αλλά και έργα τέχνης. Μικρά και μεγάλα. Σημαντικά και ασήμαντα. Αρκεί να έχουν μέσα τους ψήγματα τέχνης.

   --- Πόσοι το ξέρουν αυτό;

   --- Ελάχιστοι. Ο βιοπορισμός καταστρέφει την τέχνη. Για να κάνεις τέχνη πρέπει να είσαι και ελεύθερος και οικονομικά εύρωστος. Μιλάω για το λαό. Οι γεννημένοι καλλιτέχνες είναι έξω απ’ αυτά. Αυτοί θα προσεγγίσουν ούτως ή άλλως την τέχνη ανεμπόδιστα από δυσκολίες. Είναι τα αγαπημένα παιδιά της τέχνης και προστατεύονται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι ανάγκες της υλικής ευημερίας δεν τους σταματούν. Ο λαός όμως; Πώς θα δημιουργήσει και το ελάχιστο έργο τέχνης όταν πεινάει;

   --- Διαβάζεις τα βιβλία σου για να επιστρέψεις στο παρελθόν και να τα κρίνεις;

   --- Το κάνω αλλά χωρίς ευχαρίστηση.

   --- Γιατί;

   --- Γιατί τα βρίσκω ελλιπή. Πιστεύω πως δεν τα έχω γράψει καλά και πως αν τα έγραφα πάλι θα ήταν ολότελα διαφορετικά.

   --- Πώς αυτό;

   --- Γιατί είμαι αμφισβητίας. Αμφισβητώ αυτό που κάνω και το κρίνω αυστηρά. Αφού υπάρχει μια τελειότητα που υπάρχει για κάθε έργο γιατί να μην την ανακαλύψω; Αυτό με απογοητεύει και με πληγώνει.

  --- Αυτό το έχουν συνήθως όλοι οι δημιουργοί.

  --- Ναι, Τους βασανίζει αλλά τους βοηθά να γίνονται καλύτεροι στο επόμενο έργο τους.

  --- Ακόμη κι αν η κριτική για το έργο σου είναι καλή, συνεχίζεις να το απορρίπτεις;

  --- Και τότε ακόμη, ναι. Γιατί βλέπεις σ’ αυτή μια υποκειμενική κρίση που δεν αποφεύγει τα λάθη. Ο καλύτερος κριτικός  είναι ο αναγνώστης για το μυθιστόρημα κι όχι ο κριτικός.

  --- Ο ίδιος ο συγγραφέας;

  --- Αυτόν τον βαραίνει η δημιουργία και δεν μπορεί να κρίνει το έργο του. Άποψη μπορεί να έχει ή κάποια στοιχεία για να το υποστηρίξει αλλά σαν φύγει από τα χέρια του και δημοσιοποιηθεί είναι ανυπεράσπιστο απ’ αυτόν. Ύστερα όλα απομένουν στο χρόνο. Αν είναι καλό θα αντέξει, αν όχι θα καταρρεύσει όσες καλές κριτικές κι αν έχει πάρει.

   --- Συμφωνώ! του είπε αυτή κι έδειξε ενθουσιασμένη από τις ιδέες του.

   Εκείνος με μια υπερβολική φιλοφρόνηση της είπε:

   --- Καλά έκανες κι έπιασες κουβέντα για το έργο μου. Ήταν μια ευκαιρία να πω αυτά που πιστεύω. Ένιωσα σαν να εξομολογήθηκα! Σ’ ευχαριστώ γι’  αυτό που έκανες να με αναγκάσεις να βγάλω τον εσωτερικό μου κόσμο στο σφυρί!

   --- Αστεία μου λες! Δεν τα χάφτω εγώ όλα τούτα τα παραμυθάκια που μου αράδιασες όσο μαστορικά κι αν είναι!

   Ο Σοφοκλής κράτησε για λίγο καρφωμένα τα μάτια του πάνω της και της είπε:

   --- Αλήθεια σου λέω!  Δεν έχω πει σε άλλον αυτά τα πράγματα μόνο σε σένα. Αν θες το πιστεύεις. Η εξοχότητά σου με διέταξε να το κάνω!

   Τα μάτια της Αντιγόνης είχαν πάρει κιόλας μια αλλιώτικη έκφραση και μ’ ένα ύφος τρυφερής εκτίμησης, του αποκρίθηκε:

   --- Ξέρεις, θέλω να μου υποσχεθείς πως θα σου αποσπάσω κι άλλο μυστικό του εσωτερικού σου κόσμου.

   Εκείνος χαμογέλασε κι απλώνοντας το χέρι του, πήρε από ένα συρτάρι ένα κόκκινο ντοσιέ και τον έβαλε μπροστά της. Ύστερα της πρότεινε να τον ξεφυλλίσει και να δει το περιεχόμενό του.

   Αυτή αμέσως το έκανε, δείχνοντας έκπληξη και χαρούμενη. Αλλά πριν τον ανοίξει, διάβασε το ποίημα που ήταν στο εξώφυλλο σε φωτοτυπία του PABLO  NERUDA  με τίτλο << ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ >>. Σαν το τελείωσε μέσα σε πέλαγο ευτυχίας και συγκίνησης, ψέλλισε, επαναλαμβάνοντας τον τελευταίο στίχο: << Χρειάζεται προσπάθεια πολύ μεγάλη για να είσαι ζωντανός >>. Στη συνέχεια άρχισε να ξεφυλλίζει μία- μία τις σελίδες του και να απολαμβάνει το περιεχόμενό του. Οι μορφασμοί στα μάτια και στο πρόσωπό της έδειχναν την ικανοποίησή της απ’  αυτά που έβλεπε και διάβαζε.

   --- Είναι η αλληλογραφία μου με τους αναγνώστες αν κατάλαβες καλά, της διευκρίνισε. Όλοι αυτοί έχουν διαβάσει το έργο μου και μου απάντησαν ιδιόχειρα. Μου γράφουν για να μ’ ευχαριστήσουν.  Κάποιοι μου κάνουν και κριτική.

   Εκείνη συνέχιζε να ξεφυλλίζει κάνοντας που και που ένα << α! >> χαριτωμένο και μετά ένα μορφασμό. Σε μια στιγμή με μια υπέροχη φωτοπλημμύρα στα μάτια αναφώνησε ενθουσιασμένη:

   --- Και επιστολές από προσωπικότητες έχεις! Σε τιμά ιδιαίτερα αυτό!

   Ο Σοφοκλής βυθισμένος  λες στον κόσμο του, απόφυγε να της μιλήσει. Οι επιστολές που έπαιρνε από ανθρώπους που βαστούσαν καίριες θέσεις στην πολιτική και δημόσια ζωή της χώρας δεν τον συγκινούσαν κι ελάχιστα τις λάμβανε υπόψη του. Τις θεωρούσε απλές τυπικές διαδικασίες που σταθεροποιούσαν τις κοινωνικές τους επιρροές και τις χρησιμοποιούσαν κάποια στιγμή προς όφελος της καριέρας τους. Μόνο οι επιστολές από απλούς ανθρώπους είχαν γι’ αυτόν νόημα. Κι αυτές ήταν οι περισσότερες.

   Η Αντιγόνη συνέχιζε να ξεφυλλίζει και να διαβάζει πότε χαμηλόφωνα και πότε ψιθυριστά. Και κάτι σαν της άρεσε πολύ τον κοιτούσε μ’ ένα ζεστό βλέμμα που έβγαινε από μια μεγάλη καρδιά και τον αγκάλιαζε ολόκληρο. Κάποια στιγμή σταμάτησε έκπληκτη. Η φωνή της σπινθηροβόλα τον ρώτησε:

   --- Όλα αυτά τα γράμματα τα αξιοποιείς;

   --- Σαν κραυγή συμπαράστασης των αναγνωστών μου, ναι. Νομίζω πως αυτοί μου δείχνουν  το σωστό δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσω. Η γνώμη τους πάντα μετρά στη δημιουργία μου.

   --- Αυτοί είναι αναγνώστες μόνο ή και θαυμαστές σου;

   --- Το ίδιο κάνει ότι και να είναι. Σημασία έχει πως διάβασαν το έργο μου κι έγιναν κοινωνοί των ιδεών μου.

   --- Αυτό πώς λέγεται;

   --- Αμφίδρομη επικοινωνία, συγγραφέα κι αναγνώστη. Είναι σχέση αλληλοεκτίμησης και παραδοχής.

   --- Θα σ’ ευχαριστεί πολύ σαν παίρνεις γράμματά τους, ε;

   --- Εσύ τι λες; Είναι ό,τι καλύτερο για ένα συγγραφέα. Νιώθει πως δεν είναι μόνος του στον κόσμο και πως το έργο του πιάνει τόπο. Δε γράφει στο βρόντο αλλά φτάνει σε κάποιο αναγνωστικό κοινό. Η επιστολή τους σε βεβαιώνει πως η προσφορά σου είναι σημαντική.

  --- Αυτό φαίνεται κι από τις πωλήσεις!

  --- Ναι, αλλά τώρα δε μιλάμε για την οικονομική επιτυχία που μπορεί να έχει ένα έργο. Αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Μιλάμε για την πνευματική σχέση συγγραφέα κι αναγνώστη.

  --- Και τα λεφτά όμως δεν τα απορρίπτει ένας συγγραφέας! Τον βοηθούν να έχει καλύτερες ανέσεις σαν τα εξοικονομήσει. Δεν είναι κακό αυτό, ούτε θα κατηγορηθεί για φιλοχρηματία.

  --- Ελάχιστοι έχουν αυτή τη δύναμη του χρήματος εν ζωή. Είναι οι λεγόμενοι κρατικοί ή εκδοτικοί προστατευόμενοι. Αυτοί πουλάνε κατόπιν διαφήμισης των εκδοτών, βραβεύονται από ισχυρούς οικονομικούς κύκλους και επιχορηγούνται από το υπουργείο πολιτισμού. Οι άλλοι που είναι και περισσότεροι είναι αφανείς και ζούνε με στερήσεις και πάντα με συντροφιά τη λιτότητα.

  --- Και ίσως να μην αξίζουν και τα έργα τους, αυτών των προστατευομένων, όπως τους λες.

  --- Ναι. Σαν δεν έχει διαχρονικότητα το έργο θα χαθεί με το πέρασμα του χρόνου και θα ξεχαστεί, όσα χρήματα κι αν βγάλει ο συγγραφέας. Ξέρω πολλά μυθιστορήματα που έκαναν τον κύκλο τους για ελάχιστο καιρό και μετά έμενα στα ράφια και γέμισαν σκόνη από την σκληρότητα του χρόνου.

  Η Αντιγόνη έκλεισε το ντοσιέ και το άφησε δεξιά της στην άκρη του γραφείου. Τότε εκείνος δείχνοντας πιο φιλικός και σπλαχνικός μαζί της, έβγαλε άλλο πιο μικρό ντοσιέ σε χρώμα κίτρινο και της το έδωσε.

   --- Ρίξε και σ’ αυτό μια ματιά, την παρότρυνε. Είναι οι κριτικές που έχουν γράψει για το έργο μου και έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Στο τέλος είναι και μερικές από τις συνεντεύξεις μου που έχω δώσει.

  --- Εκείνη έκανε το ίδιο περίπου με το πρώτο ντοσιέ. Στάθηκε σε κάποιες κριτικές και τις διάβαζε ενώ συμπεριφερόταν σαν υπνωτισμένη από τα εγκωμιαστικά λόγια τους και τις καλογραμμένες φιλοφρονήσεις για τον αγαπημένο  της Σοφοκλή. Εκείνος απόμενε σιωπηλός και την παρακολουθούσε με μια απόλυτη ηρεμία.

  Η Αντιγόνη κάποια στιγμή του μίλησε με χαμηλή, ήρεμη και πρόσχαρη φωνή, ενώ τα μάτια της ήταν συνεχή κολλημένα μέσα στις σελίδες:

   ---Μιλούν με τα καλύτερα λόγια για το έργο σου. Αυτό είναι καλό. Όμως μήπως κάπου κρύβεται κι ένας διθυραμβικός πανηγυρισμός για λόγους ανεξήγητους;

   --- Μπορεί. Γι’ αυτό σου είπα πιο πάνω πως ο σωστός κριτικός είναι ο αναγνώστης και ο χρόνος.

   --- Τις λαμβάνεις υπόψη σου αυτές τις κριτικές;

   --- Εν μέρει ναι κι εν μέρει όχι. Όμως δεν παύουν να είναι οι κριτές  μου γι’ αυτό που κάνω. Τις θεωρώ καλές ή κακές κομμάτια του έργου μου.

   --- Εδώ βλέπω και μια αρνητική.

   --- Έτσι το είδε ο κριτικός. Σεβαστή η άποψή του όμως ίσως όχι αληθινή.

   --- Γιατί;

   --- Γιατί οι αναγνώστες έχουν άλλη γνώμη.  Βρίσκουν πως το έργο πληροί τους όρους της καλής γραφής. Η υποκειμενική άποψη πάντα είναι μακριά από την αλήθεια.

   Η Αντιγόνη σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Γαντζώθηκε πάνω του κι αφού τον έπιασε από το λαιμό τον φίλησε πολλές φορές. Ύστερα τον άφησε και πήγε στο πικάπ κι αφού έβαλε ένα δίσκο με κλασική μουσική μεγάλωσε την ένταση, Ο Σοφοκλής έδειξε να απολάμβανε τους εξαίσιους ήχους της μελωδίας. Εκείνη το ίδιο. Στη συνέχεια κάθισε τινάζοντας πίσω τα  όμορφα μαύρα μαλλιά της και βάλθηκε να τον κοιτάζει μ’ ένα λουλουδάτο χαμόγελο.

   Ο Σοφοκλής κοίταξε το ρολόι στον τοίχο που έδειχνε δώδεκα και μισή. Η κουβέντα σκέφτηκε πως έπρεπε να σταματήσει σαν είδε τους λεπτοδείχτες. Έπρεπε να εγκαταλείψει αμετάκλητα το γραφείο του και να ξεφύγει από το ασφυχτικό βάρος των φακέλων και των ντοσιέ. Έτσι με μια αστραπή ευχαρίστησης της πρότεινε να πάνε να γευματίσουν.

   --- Υπάρχει ένα όμορφο παραδοσιακό εστιατόριο στην πλατεία της πόλης, της είπε, θέλεις να πάμε να τσιμπήσουμε κάτι; Όλα αυτά τα συγγραφικά επιτεύγματα που αρέσει στους συγγραφείς να τα κουβεντιάζουν εμένα με κουράζουν. Λίγες στιγμές ανεμελιάς μου κάνουν καλό σαν με αποσπούν από τις δύσβατες περιοχές τους.

    Της  άρεσε η ιδέα του και χαμογέλασε. Έπιασε με το ένα χέρι της μια χρυσή αλυσιδίτσα που φορούσε στον καρπό του άλλου χεριού και του είπε με ειλικρίνεια:

   --- Πολύ καλά, πάμε! Να ξέρεις πως πεθαίνω της πείνας!

    Έξω που βγήκαν απόφυγαν να πάρουν το δρόμο που θα τους έβγαζε στον κεντρικό. Πέρασαν από το μικρό δάσος με την πεδιάδα που απλωνόταν δεξιά του. Αριστερά ήταν ένας περιποιημένος βοσκότοπος που έφτανε μέχρι το μικρό λόφο όπου έβλεπες από εκεί, όλα τα αμπέλια, τα οπωροφόρα δέντρα και τον παλιό και μισογκρεμισμένο μύλο που άλλοτε ήταν στις δόξες του. Ανάμεσα στην πεδιάδα πολλά δρομάκια έκαναν ζιγκ- ζαγκ κι έπαιρναν τα σχήματα φιδιών, ενώ ένας βράχος μαύρος από στουρνάρι στο νότιο μέρος άγγιζε με την κορυφή του τον ουρανό, σκεπασμένος στιγμές- στιγμές από σμήνη θεοπούλια που πετούσαν πάνω του με τις απλωμένες φτερούγες τους.

   Ο Σοφοκλής ένιωθε απέραντη ευτυχία να περπατάει μαζί της, να της κρατά το χέρι και να ακούνε  το θρόισμα που έκανε το φόρεμά της αγγίζοντας τα χόρτα και τους μικρούς θάμνους που βρίσκονταν στο πέρασμά τους, ενώ  ψιθύριζαν και οι δυο μαζί κι έλεγαν διάφορα που τους έφερναν μια αχτιδοβόλα λάμψη στα μάτια και στην ψυχή. Κι όσο πλησίαζαν προς το κεντρικό δρόμο τόσο αυτό το υπέροχο αίσθημα χαράς κι αγαλλίασης που ένιωθαν μεγάλωνε και γινόταν πιο έντονο. Σε λίγο έφταναν. Πριν όμως έπρεπε να περάσουν από ένα χωράφι με θημωνιές κοντά στον καλαμιώνα  που οι γιγάντιες σκιές τους, τους δρόσισαν για λίγο σαν βρέθηκαν από κάτω τους.  Πιο πέρα  ένας σκύλος σ’  ένα  αγροτόσπιτο άρχισε να γαβγίζει σαν τους είδε και μια γυναίκα με ένα καλάθι φρούτα στο διπλανό κτήμα τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα.

   Σιγά- σιγά άφησαν το βουκολικό κι αγροτικό τοπίο και μπήκαν στον κεντρικό δρόμο. Συνέχιζαν τον περίπατό τους κοιτάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά τις ομάδες των σπιτιών που  τους έκαναν εντύπωση για το παραδοσιακό τους στιλ ενώ κάποια ήταν τσιμεντένια κλουβιά της σύγχρονης και μοντέρνας αρχιτεκτονικής, χωρίς ίχνος αισθητικής καλαισθησίας κι ομορφιάς.

   Στο εστιατόριο << Ζαχαριάς >> κάθισαν γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι και περίμεναν το σερβιτόρο για να δώσουν την παραγγελία τους. Γύρω τους έτρωγαν κι άλλοι, ως επί το πλείστον άντρες εργένηδες και σε μερικά τραπέζια ήταν και ζευγαράκια. Το τραπέζι τους ήταν στο βάθος κοντά στην κουζίνα. Σε μια  γωνιά του εστιατορίου προς τη δύση που είχε και τζαμαρία, σ’ ένα βελούδινο καναπέ καθόταν ένας ηλικιωμένος προφανώς ο πατέρας του ιδιοκτήτη και διάβαζε την εφημερίδα του φορώντας μεγάλα γυαλιά με χοντρούς φακούς.

   Ο σερβιτόρος ένας νέος άνθρωπος τους πλησίασε ταπεινά και σαν τους χαιρέτησε τους πρόσφερε τον κατάλογο με τα φαγητά. Στάθηκε λίγο πάνω τους και σαν είδε πως ήταν αναποφάσιστοι, έφυγε με μια υπόκλιση υποσχόμενος πως θα επέστρεφε σε δέκα λεπτά.

   Ενώ ήταν σκυμμένοι πάνω στον κατάλογο και συζητούσαν τι θα πάρουν, τους πλησίασε ένας γυρολόγος μουσικάντης με μια κιθάρα στα χέρια και πριν τους ζητήσει την άδεια να παίξει οι ήχοι της κιθάρας ακούστηκαν απαλοί να σκορπίζουν τις νότες τους στ’  αυτιά τους. Ήταν ένα παλιό ερωτικό τραγούδι που μιλούσε για αιώνια αγάπη, λουλούδια και όρκους. Ο φτωχικά ντυμένος άντρας που έπαιζε την κιθάρα τραγουδούσε με μια διαπεραστική και μελωδική φωνή. Οι χορδές πάλλονταν και ο ήχος τους έμοιαζε σαν να έβγαινε με παράπονο από κάποιον παροδικό και χαμένο έρωτα. Όταν σταμάτησε να παίζει, άπλωσε το χέρι του. Ο Σοφοκλής έψαξε στην τσέπη του για ψιλά και σαν βρήκε, έβγαλε και του έδωσε δυο ευρώ. Εκείνος τα πήρε μ’ ένα χαμόγελο και μια ντροπαλοσύνη και πλησίασε ύστερα άλλο τραπέζι, κραδαίνοντας και πάλι τις χορδές της κιθάρας του.

   --- Για σένα το έκανε! ψέλλισε ο Σοφοκλής και συνέχιζε να κοιτάζει τον κατάλογο.

   --- Και για τους δυο μας! του αποκρίθηκε εκείνη και του έδειξε με το δείχτη της στον κατάλογο το φαγητό που προτιμούσε. Αυτός συμφώνησε και σε λίγο ο σερβιτόρος έπαιρνε την παραγγελία που ήταν: ξιφίας βραστός, σαλάτα ντομάτα, μελιτζάνες ραγού, κόκκινο κρασί και φρούτο καρπούζι.

   Έφαγαν με όρεξη κι έδειξαν να έμειναν ευχαριστημένοι από τη μαγειρική του σεφ. Κάποια στιγμή ο Σοφοκλής ύψωσε το ποτήρι του κι αφού της ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί, σίγουρα μια φιλοφρόνηση, το κατέβασε κάτω με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Εκείνη του χαμογέλασε και φέρνοντας και το δικό της ποτήρι στα χείλη της, ήπιε μια γουλιά και μετά το άφησε πάνω στο τραπέζι/

   --- Σ’ αυτό το εστιατόριο μ’  έφερνε ο πατέρας μου σαν πήγαινα στο γυμνάσιο και μου προσέφερε αρκετά γεύματα, της είπε και της άγγιξε το χέρι.

   --- Φαντάζομαι τη χαρά σου! του ψιθύρισε εκείνη με μια τρυφερή έκφραση.

   --- Οι γονείς μου έμεναν δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και ζούσαν στη μικρή τους φάρμα. Μια φορά το μήνα κατέβαιναν και οι δυο εδώ στην πόλη για να κάνουν τις προμήθειές τους. Εγώ έμενα σε νοικιασμένο δωμάτιο και σιτιζόμουν απλά και λιτά με τη δική μου φροντίδα αλλά με χρήματα που μου έδιναν αυτοί. Το κάλεσμα μου εδώ από τους γονείς μου το θεωρούσα ένα άνοιγμα στον κόσμο και μου άρεσε πολύ!

   --- Ζούσες μόνος σου σε τόση μικρή ηλικία; τον ρώτησε κι έδειξε την απορία της γι’ αυτό.

   --- Αναγκαστικά. Έτσι γινόταν τότε με τα παιδιά της επαρχίας. Το σχολείο ήταν εδώ κι έπρεπε να είμαστε κοντά του. Οι δρόμοι κακοί και η συγκοινωνία άθλια. Πώς να ταξιδέψεις κάθε μέρα και να είσαι στην ώρα σου στο μάθημα όταν χτυπούσε το κουδούνι;

   --- Αυτό σήμαινε πως και το φαγητό στο δωμάτιο θα ήταν κακό!

   --- Ναι. τίποτα το ιδιαίτερο και φτωχικό. Περισσότερο ξηρή τροφή  και πολύ λίγο φαγητό κουζίνας.

   --- Έτσι ο ερχομός σου εδώ στο εστιατόριο με τους γονείς σου, σου έδινε μια χορταστική στιγμή αλλά και μια ονειρική κι ατέρμονη χαρά.

   --- Έτσι ακριβώς. Ωραίο φαγητό, ευχάριστες στιγμές με τους γονείς μου και πολλά κι έντονα συναισθήματα από τους ανθρώπους που έτρωγαν γύρω μου.

   --- Ένιωθες σαν να  ήσουν σε κοσμική δεξίωση!

   --- Όχι μόνο αυτό αλλά έβλεπα πράγματα που  γινόταν γύρω μου τα οποία μου ήταν εντελώς άγνωστα. Πολλοί φίλοι του πατέρα μου είχαν να τον δουν πολύ καιρό και σαν τον συναντούσαν εδώ, άρχιζε μαζί τους μια ατέλειωτη πολυλογία σκέψης και φιλοσοφίας ασυγκράτητη που βαστούσε ώρες για ώρες. Αυτή η εικόνα και πολλές άλλες όμοιες με έκαναν από σκλάβο της μίζερης εφηβικής ζωής μου, ελεύθερο πουλί που πετούσα στα σύννεφα.

   --- Αυτό γινόταν αρκετές φορές, είπες;

   --- Ναι, σαν κατέβαινε ο πατέρας ή η μητέρα στην πόλη. Τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Κάποιες φορές και περισσότερες.

   --- Έτσι σας δινόταν η ευκαιρία να τα πείτε και μεταξύ σας!

   --- Οι γονείς μου πάντα ζητούσαν να μάθουν και περισσότερο ο πατέρας μου οτιδήποτε με απασχολούσε. Ενδιαφερόταν για τη ζωή μου, τις δυσκολίες μου, για τις προσωπικές μου σχέσεις και την πρόοδό μου στο σχολείο.

   --- Φαντάζομαι πως θα καμάρωναν σαν τους έδειχνες τον έλεγχο με τους καλούς βαθμούς σου!

   --- Ήταν καλοί άνθρωποι και ένας θησαυρός για μένα όπως κι εγώ γι’ αυτούς. Και το ελάχιστο ή το μεγάλο που τους έδινα τους έκανε ευτυχισμένους. Πόσο μάλλον η καλή μου βαθμολογία!

   Εκείνη δεν έκρυβε τη χαρά της που μιλούσε τόσο όμορφα και με σεβασμό για τους γονείς του. Ύστερα με μια γρήγορη ματιά, του είπε:

   --- Σ’ αυτούς τους χώρους πολλές φορές καθρεφτίζεται μια αθώα ενεργητικότητα των ανθρώπων.

   Εκείνος γέλασε κι αναζητώντας με την έκφραση των ματιών του, τους δικούς της αόριστους στροβίλους στα δικά της, της είπε με μια κομψή ταχύτητα στα λόγια του:

   --- Θυμάμαι ακόμη κάποια ενεργητικότητα όπως ορθά είπες, που βρήκε διέξοδο εδώ μέσα από μια ασυνήθιστη συμπεριφορά κάποιου ανθρώπου, που νιώθω απόλυτα ευτυχής που έγινα μύστης της! Αργότερα έμαθα πως ο άνθρωπος αυτός με την τόση ενεργητικότητα ήταν συγγραφέας! Ερχόταν για να φάει εδώ στο εστιατόριο, πάντα μόνος του  και καθόταν στην ίδια θέση. Σαν έτρωγε το λιτό φαγητό του, που περιείχε οπωσδήποτε χόρτα, άνοιγε ένα χοντρό βιβλίο και σαν κοιτούσε με περιφρόνηση τον κόσμο, άρχιζε και διάβαζε. Συνήθως το βιβλίο ήταν το << Πόλεμος και ειρήνη >> του Τολστόι. Γύρω του τα σχόλια και τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν για την πρόκλησή του αυτή να διαβάζει μέσα στη μυρωδιά της κουζίνας και τις φωνές των άλλων. Αλλά ο κύριος αυτός ούτε άκουγε ούτε αισθανόταν! Διάβαζε με διάχυτη στην έκφρασή του τη μέγιστη μισανθρωπία του!

   Η Αντιγόνη γέλασε και του είπε:

   --- Βλέποντας αυτά κυλούσαν όμορφα οι μέρες σου! 

   --- Κι όλα τα άλλα γύρω μου που έβλεπα σαν περπατούσα στους δρόμους και τα καλντερίμια της πόλης. Κάθε μέρα ήταν και μια νέα εμπειρία.

   --- Αλίμονο από την επανάληψη της ανίας!

   --- Και των ίδιων αποκτημένων συνηθειών!

   --- Σε σκοτώνουν!

   --- Γίνεσαι θύμα τους και χάνεσαι!

   --- Γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ αφήνουμε την καρδιά να κοιμάται!

   --- Ποτέ. Η απογοήτευση έρχεται και μας χτυπά την πόρτα τότε!

   Το ρόλοι του τοίχου χτύπησε δύο. Τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει τα ρολά, οι δρόμοι έμοιαζαν έρημοι, ενώ ελάχιστα καφενεία περίμεναν τους λιγοστούς θαμώνες να φύγουν και να κλείσουν κι αυτά. Στο βάθος της πλατείας που απλωνόταν μπροστά τους μια μικρή ομάδα από εφήβους συζητούσαν έντονα ενώ κατά μήκος του κεντρικού δρόμου ένας ζητιάνος με μυστηριώδη ύφος περπατούσε και χτυπούσε με δύναμη κάτω στις πλάκες τις παλιές και φθαρμένες μπότες του.

   Σηκώθηκαν. Η Αντιγόνη στηρίχτηκε στο μπράτσο του και βγήκαν έξω. Εκεί πήραν τον παράλληλο δρόμο της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου για να φτάσουν στην παραλία που ήταν τα σπίτια τους. Κάποια στιγμή κι ενώ είχαν προχωρήσει ως τη μέση του δρόμου η Αντιγόνη του είπε:

   --- Η γνώμη μου είναι τούτη! Να βγαίνουμε πιο συχνά έξω μαζί γιατί νιώθω ευχάριστα!

   --- Ένα δείπνο στην πόλη ή έναν περίπατο στους δρόμους της είναι από τα πιο εύκολα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε. Δεν το αρνούμαι.

  --- Η ενέργειά μας πολλές φορές χάνεται με την απραξία και τη μονοτονία, πρόσθεσε εκείνη και μοιάζει σαν ακατέργαστη πέτρα, νεκρή! Σαν όμως ζήσεις μια ευχάριστη στιγμή, όπως αυτή τώρα που ζούμε εμείς, η δύναμη της ενέργειας εκατονταπλασιάζεται!

   --- Έχουμε ανάγκη τις όμορφες στιγμές!

   --- Και περισσότερο εμείς!

   --- Που μας λείπει η  κοινωνικότητα θέλεις να πεις;

   --- Κι αυτό αλλά και το έργο μας είναι κουραστικό που θέλει να βρίσκουμε διεξόδους για να ξεδίνουμε.  Η ασφυχτική πίεσή του μας σπάει τα νεύρα. Θα καταντήσουμε νευρωτικοί.

   --- Έχεις δίκιο. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Θα  μπορούσε ίσως να γίνει καμιά φορά.

   --- Γι’ αυτό έξω καρδιά.

   --- Ναι και να είμαστε και λίγο ψυχροί. Το πολύ συναίσθημα βλάπτει. Σε κάνει  αδρανή, οπισθοδρομικό.

   --- Η ορμητικότητα και το πάθος πρέπει να έχουν όρια.

   --- Όμως είναι και η δόξα στη μέση. Μερικοί την προτιμούν κα τα δίνουν όλα γι’ αυτή. Κοίταξε τους συγγραφείς. Γι’ αυτή αναλίσκονται, την τόσο πλανεύτρα θεά.

   --- Τους συγκλονίζει η επιθυμία, το ξέρω. Οι αναγνώστες τους λατρεύουν, οι εφημερίδες τους κολακεύουν και η αθανασία τους περιμένει.

   --- Αν ρίχνεις άδεια για να πιάσεις γεμάτα, σου λέω πως με μένα δε συμβαίνει αυτό. Εγώ απλά δεν μπορώ να ζήσω δίχως την τέχνη μου. Τα βραβεία και η δόξα δε με συγκινούν. Με  αφήνουν αδιάφορο.

   --- Σημαντικό αυτό.

   --- Κάποιες μέρες όμως αγανακτώ με το γράψιμο και με τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τότε αφήνω το γραφείο μου και βγαίνω βόλτα. Πάω ως τα χωράφια που είναι νότια και βορινά της πόλης και θαυμάζω τη φύση με όλο της το μεγαλείο. Στέκομαι στα μικρά γεφυράκια που ορθώνονται στους δυο της χείμαρρους  που συναντώ και χαζεύω την αρχιτεκτονική τους. Βλέπω  κι άλλα ωραία πράγματα. Περιπλανιέμαι ως το βράδυ, παίζω με τα κίτρινα φύλλα που παρασύρονται στα πόδια μου, πηδώ πέτρες και χαντάκια, αναπνέω τη μυρωδιά των λουλουδιών, ακούω τα πουλάκια που κελαηδούν, μεγαλώνω τους πόθους μου για δράση  και γίνομαι κυνηγός της ευτυχίας και της ανέμελης ζωής. Δεν μπορώ όμως να το κάνω πάντοτε. Όταν  το κάνω νιώθω πως ξεθυμαίνω.

   Εκείνη τον άκουσε με μεγάλη προσοχή και φάνηκε να μη θέλει να μείνει φρόνιμη. Έτσι του ψιθύρισε φοβισμένα:

   --- Και μένα ώρες- ώρες με πιάνει μια άγρια λύσσα απ’ το θυμό. Θέλω να τα παρατήσω όλα και να βγω στους δρόμους. Όμως συγκρατιέμαι  και δεν το κάνω. Πιστεύω πως ο μοναχισμός μας, μας κάνει να χάνομαι τον έλεγχο του εαυτού μας και να ζητούμε να τον αλλάξουμε.

   --- Φαντάζομαι σαν γυναίκα που είσαι και  μένεις κλεισμένη μέσα να υποφέρεις περισσότερο.

   --- Το ρωτάς; Πού να πάω μια γυναίκα μόνη τη νύχτα μέσα στους αγρούς; Θα με βγάλουν τρελή!

   Εκείνος την κοίταξε με πάθος και της ψέλλισε:

   --- Κι όμως μολοταύτα χαίρομαι που σε βλέπω σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση!

   --- Ω! φτωχέ μου, Σοφοκλή! του έκανε παιχνιδιάρικα αυτή. Είναι αλήθεια αυτό που λες αλλά ο τρόπος που το εκφράζεις δείχνει σαν να σε παραξενεύει, γιατί;

   Γέλασε χωρίς να της αποκριθεί. Η Αντιγόνη συνέχισε:

   --- Είμαι ναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση πάντα σαν είμαι μαζί σου! Κι αυτό γιατί με αναζωογονείς!  Και γέρνοντας πάνω του τον φίλησε στο στόμα.

   --- Κι εγώ το ίδιο νιώθω μαζί σου, αναζωογονημένος! Κι αυτό γιατί μ’ εμπνέεις!

   Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του είπε:

   --- Φίλησέ με!

   Τη φίλησε με πάθος.  Διεγερμένη από την ηδονή τού ψιθύρισε ενώ ετοιμάστηκε να τον φιλήσει κι αυτή:

   --- Λοιπόν θα σου δώσω κι εγώ όχι ένα άλλα δέκα! και άρχισε να τον φιλά με ασυγκράτητη ορμή.

   --- Δεν ξέρω πια τι να κάνω κι εγώ! της είπε σαν τον άφησε.

   --- Τώρα αμέσως κάνε κι εσύ το ίδιο! Φίλησέ με πολλές φορές!

   --- Στη μέση του δρόμου;

   --- Ναι, χωρίς καθυστέρηση…

   --- Γιατί τόση επιθυμία;

   --- Κάνε το σου λέω! Τώρα! Τώρα!

       Την έσφιξε πάνω του και την έπνιξε στα φιλιά. Μόλις την άφησε η Αντιγόνη αναλύθηκε απροσδόκητα σε αναφιλητά. Την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του και την άφησε μόνο όταν σταμάτησε να κλαίει. Αυτή τότε τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση:

    --- Μ’ αγαπάς, Σοφοκλή;

    --- Ναι, σαν τρελός!  Και την  έσφιξε με παράφορο πάθος στην αγκαλιά του ακόμη για μια άλλη φορά. 

   Λίγο ήθελαν για να φτάσουν στα σπίτια τους. Σαν μπήκαν στον παραλιακό δρόμο και πλησίασαν στη μικρή προβλήτα του λιμανιού σταμάτησαν. Εκεί ο Σοφοκλής άρχισε να της λέει αργά- αργά και με βαρύτητα τις δουλειές που τον περίμεναν στο γραφείο του. Μιλούσε πότε στωικά και πότε κυνικά για τον εαυτό του και για τους άλλους που περίμεναν τις επιστολές και τις συνεργασίες του στα περιοδικά και τις εφημερίδες και ούτε νοιάζονταν για τον κόπο και για το χαμένο χρόνο του, που ξόδευε για χάρη τους. Γι’ αυτόν, της έλεγε, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος απ’ αυτούς που συνεργαζόταν που να μην ήταν κρετίνος ή κανάγιας.  Όλοι κοιτούσαν το συμφέρον τους και τον είχαν πληγώσει αφάνταστα. Σαν τελείωσε το στήθος του φάνηκε να φουσκώνει ενώ τα βλέφαρά του έμοιαζαν σαν μισόκλειστα. Κοιτούσε τη θάλασσα αλλά στην ουσία δεν έδειχνε να βλέπει τίποτα.

    Η Αντιγόνη το πρόσεξε ενώ κι εκείνη έδειχνε μισοζαλισμένη.

   --- Η ζέστη και το κρασί μας αφαίρεσαν την ευεξία, του είπε μ’ ένα παιδικό χαμόγελο και τον τράβηξε απ’ το χέρι. Πάμε σπίτια μας να ξαπλώσουμε. Δείχνουμε να νιώθουμε ζαβλακωμένοι. Κι αφού ξεκίνησαν και πάλι, πρόσθεσε με ένταση στη φωνή της:

   --- Περάσαμε ωραία! Σ’ ευχαριστώ, χρυσέ μου! Μου προσέφερες άλλη μια μέρα ευτυχισμένη! Δεν το ξεχνώ ποτέ!

   --- Κι εγώ ευχαριστώ, άγγελέ μου! Χωρίς τη συντροφιά σου όλα θα ήταν τόσο πεζά!

   Και σκύβοντας τη φίλησε στο στόμα.

   Η Αντιγόνη σήκωσε τους ώμους και γεμάτη λάμψη στα μάτια, έφυγε για το σπίτι της.

   Σε λίγο ο Σοφοκλής  έστριψε αριστερά και σε δυο λεπτά περνούσε την πόρτα της αυλής του.

 

 

 

 

           

 

 

 

 

 

                            

 

 

 

 

                                       

 

 

                                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ   16  

 

 

 

 

 

 

 

    Οι οικονομικοί μετανάστες παρά τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση εναντίον τους για να σταματήσουν την είσοδό τους στη χώρα και να την ανακουφίσει έτσι από τη βιαιότητα των εγκλημάτων τους, αυτοί όλο και πλήθαιναν στα αστικά κι αγροτικά κέντρα και είχαν γίνει η μάστιγα για τους κατοίκους των περιοχών που ζούσαν εκεί. Όσοι έμεναν έξω από την πόλη ζούσαν σε γκέτο μέσα σε άθλιες συνθήκες που δεν περιγράφονται. Οι πιο τυχεροί είχαν νοικιάσει στις υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης παλιόσπιτα με μικρά ενοίκια και στοιβάζονταν σε δωμάτια κουτιά σαν τις παστωμένες σαρδέλες δεκαπέντε και είκοσι μαζί. Η προστασία τους από λιμό, ασθένειες κι επιδημίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το δημόσιο νοσοκομείο δεν τους δεχόταν χωρίς  βιβλιάριο ασθενείας. Ή είσοδός τους για περίθαλψη οφειλόταν μόνο και μόνο στην ανθρωπιά των γιατρών.

   Οι δουλειές που έκαναν  ήταν οι πιο σκληρές. Οι γυναίκες φρόντιζαν κατά κύριο λόγο άρρωστους, ή ηλικιωμένους και καθάριζαν σπίτια. Οι νέες δούλευαν και στα θερμοκήπια. Οι άντρες έκαναν κι αυτοί πάσης φύσεως δουλειές και ελάχιστοι ειδικευμένοι εργάζονταν στις οικοδομές ή σε μικρές βιομηχανικές μονάδες. Έτσι μέσα στην πόλη, έξω απ’ αυτή, στους δρόμους, στα χωράφια, και στα οικόπεδα, στις μάντρες και στα ερειπωμένα σπίτια δεν έβλεπες τίποτα άλλο από τις χτυπητές και άθλιες σιλουέτες τους.

   Πολλές φορές σε μια ξύλινη παράγκα που μόλις και μετά βίας χωρούσε έναν άνθρωπο, ένα κρεβάτι και μια καρέκλα, στοιβάζονταν δέκα άνθρωποι και ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Όσοι δεν έβρισκαν μεροκάματο γυρνούσαν από εδώ και από εκεί ή κάθονταν στα παγκάκια κάτω από τα δέντρα του πάρκου και περνούσαν τη μέρα τους πίνοντας αλκοόλ και φλυαρώντας με τις ώρες. Οι καταστηματάρχες και οι περαστικοί τους κατσάδιαζαν όταν ξεπερνούσαν τα όρια της νομιμότητας και έκαναν φασαρίες και πολλές φορές καλούσαν την αστυνομία και της ζητούσαν να τους διώξει. Η εχθρική τους αυτή συμπεριφορά τους δυσαρεστούσε και διαμαρτύρονταν για απαράδεκτη ρατσιστική νοοτροπία.

   Οι κάτοικοι όμως δικαίως τους συμπεριφέρονταν εχθρικά γιατί δεινοπαθούσαν με τις κλεψιές που τους έκαναν τα βράδια, ρημάζοντας τα μαγαζιά και τις περιουσίες τους. Στα σπίτια έκλεβαν ότι έβρισκαν και δεν δίσταζαν να κάνουν και ληστείες μετά φόνου.  Η αστυνομία ελάχιστα πράγματα μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει τα εγκλήματά τους και να προφυλάξει τον κόσμο απ’ αυτά. Αρκετές φορές οι ξένοι αυτοί δρούσαν και σαν συμμορίες και τότε ολόκληρή η περιφέρεια πνιγόταν στο έγκλημα και τη βαρβαρότητά τους,  Όλη αυτή η εγκληματική τους ενέργεια είχε φοβίσει τους κατοίκους και τους ξεσήκωνε εναντίον τους όταν έκλεβαν ή εγκληματούσαν. Γι’ αυτό επισκέπτονταν το αστυνομικό τμήμα συχνά και έκαναν τις καταγγελίες τους στον διοικητή και τα όργανα της τάξης.  Μια τέτοια επίσκεψη έγινε  την τελευταία φορά και διημείφθη ο εξής διάλογος:

    Ο επικεφαλής των κατοίκων είπε στο διοικητή:

   --- Φοβόμαστε! Νιώθουμε έρημοι κι απροστάτευτοι μέσα στον τόπο μας! Πρέπει να μας προστατέψετε!

   Εκείνος δεν ήξερε με ποιους να πάει.

   --- Το ξέρω, του είπε αλλά είναι δύσκολη η επέμβασή μας γιατί θα μας κατηγορήσουν για ρατσιστές. Οι συνθήκες για τα δικαιώματα των ανθρώπων τους προστατεύουν. Μιλάνε όλες για σεβασμό των δικαιωμάτων τους και δεν μπορώ να στραφώ με το παραμικρό εναντίον τους.

   Ο επικεφαλής δυσαρεστήθηκε και αντέδρασε. Με ύφος έντονο του είπε:

   --- Ξεχνάτε τόσους φόνους και κλοπές που έχουν κάνει;  Δεν οφείλετε να μας προστατέψετε;

   --- Δεν το ξεχνάμε αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς τη βοήθεια και της δημοτικής αρχής. Αυτή είναι υπεύθυνη για τη φιλοξενία τους στον τόπο μας.

   --- Ναι, μα αυτή δε θέλει ν’  ακούσει τίποτα γι΄ αυτούς. Τους θεωρεί οικονομικούς μετανάστες και τους παραχωρεί προνόμια. Τίποτα δεν κάνει για να τους συνετίσει.

  --- Σας είπα πως μας έχει δεμένους όλους η διεθνής αμνηστία και ο χάρτης για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Οι οδηγίες που παίρνουμε κάθε τόσο μας τονίζουν πως οφείλουμε να είμαστε ανεχτικοί απέναντί τους.

  --- Μα, εμείς κινδυνεύουμε;

  --- Ναι, αλλά μην ξεχνάτε πως ακόμη και η εκκλησία τους στηρίζει. Μας φωνάζει όταν τους συλλαμβάνουμε για τις κλοπές τους και μας χαρακτηρίζουν ρατσιστές. Επικαλείται ακόμη τη δυστυχίας τους και μας εμποδίζει να εφαρμόσουμε το νόμο.

  --- Ναι, αλλά δεν είναι κατάσταση αυτή. Στέκονται όλη μέρα στην πλατεία και μας κοιτάζουν με τα άγρια μάτια τους. Διώξτε τους από εκεί.

 Στους δρόμους τα παιδιά μας φοβούνται να περπατήσουν και στις γειτονιές έπαψαν πια να ακούγονται οι φωνές τους. Κάθε γωνία και κάθε ανοιχτό χώρος είναι γεμάτος απ’ αυτούς. Όπου μαζεύονται η εικόνα είναι άθλια και μοιάζει με ανατολίτικο παζάρι. Χρειάζονται καλύτερη αστυνόμευση, δεν το βλέπετε;

   Εκείνος για να τους καλμάρει, του είπε:

   --- Θα κάνουμε κάτι…

   --- Ναι και μπορείτε και να τους απελάσετε…

   --- Η απέλαση είναι δύσκολη δουλειά,  και δε νομίζω πως πετυχαίνουμε τίποτα γιατί ξανάρχονται. Τζάμπα τρώμε το χρόνο μας.

   --- Δύσκολο το ένα, δύσκολο το άλλο μα εμείς κινδυνεύουμε!

   --- Το ξέρω, αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε.

   --- Ναι, όμως από τη μια πόρτα τους βάζετε μέσα κι από την άλλη τους βγάζετε!

   --- Τι να κάνουμε! Οι φυλακές είναι γεμάτες!

   --- Κι εμείς χάνομαι τον ύπνο μας! Άλλοι τη ζωή τους εξαιτίας τους!

   --- Εν πάση περιπτώσει μην κάνετε έτσι και όλα θα διορθωθούν! Πηγαίνετε τώρα!

   Και ο επικεφαλής με τους υπόλοιπους κατοίκους έφυγαν χωρίς η κουβέντα τους να οδηγήσει πουθενά. Τέτοιες επισκέψεις στο αστυνομικό τμήμα και στο δημαρχείο γίνονταν ταχτικά. Λύση όμως με τους αλλοδαπούς μετανάστες δε βρισκόταν.

   Στα αχούρια λοιπόν και στα υπόγεια της πόλης οι οικονομικοί μετανάστες καθισμένοι πάνω στα κουρέλια και τα υπάρχοντά τους βογκούσαν. Οι αρχές έμεναν ασυγκίνητες, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί ψήφιζαν τη μια οδηγία μετά την άλλη χωρίς όμως να λύνονται τα προβλήματά τους.

   Κάθε πρωί οι μετανάστες έβγαιναν στους δρόμους και την πλατεία της πόλης και ζητούσαν δουλειά. Οι ιδιοκτήτες τους συγκέντρωναν και τους έλεγαν τις τιμές. Είκοσι ευρώ για να μαζέψουν όλη μέρα φασόλια, δέκα για να κουβαλήσουν χαρτόκουτα, πέντε  για τέσσερις ώρες να φυτέψουν κολοκυθιές κι ένα σωρό τέτοιες προτάσεις δουλειάς με την τιμή του μεροκάματου. Όσοι δέχονταν πηδούσαν πάνω στην καρότσα του φορτηγού και πήγαιναν στα χωράφια, Εκεί σαν τους ξεφόρτωναν φόρτσαραν στη δουλειά γιατί τα αφεντικά δεν αστειεύονταν. Αν μυρίζονταν πως κάποιος ήταν φυγόπονος ή αδύναμος τον έδιωχναν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κι αυτοί τι να έκαναν; Αυτοί πεινούσαν, τα παιδιά τους το ίδιο και δεν είχαν όρεξη για παιχνίδια. Χωρίς ανάσα έπεφταν στη δουλειά και σταματούσαν το μεσημέρι για να πιούνε λίγο νερό από το πλαστικό μπουκάλι και να τσιμπήσουν ένα λίγη ντομάτα και μια φέτα ξερό ψωμί. Και ύστερα πάλι σκυφτοί γύρω από τις ντοματιές ή τις κολοκυθιές. Όταν τους έπνιγε η σκόνη σήκωναν δειλά τα κεφάλια τους και κοιτούσαν γύρω τους να αναπνεύσουν καλύτερα και να δουν και κάτι. Τα ζώα που έβοσκαν τριγύρω τους στα λιβάδια, τους έβλεπαν με παράξενο βλέμμα. Τους περνούσαν για άλλο είδος ζώων και έβγαζαν ένα συριστικό ήχο, που έμοιαζε σαν γλώσσα επικοινωνίας και προσπαθούσαν να εξηγήσουν το νέο ζώο που είχε βρεθεί εξελιγμένο μαζί τους.

   Το βράδυ που σχόλαγαν μαζί με τα δέκα ευρώ έπαιρναν και στα αχούρια τους κι ένα δεμάτι πίκρα. Το έβαζαν κάπου και περίμεναν. Πίστευαν πως μπορούσε μ’ ένα θαύμα να φυτρώσει και να ανθίσει και να τους δώσει καρπούς.

   Πριν μπούνε στα σπίτια τους στην επιστροφή, ξεχύνονταν στην πλατεία και αγόραζαν φτηνές μπύρες. Τις έπιναν βιαστικά, πετούσαν τα μπουκάλια κάτω και συζητούσαν για λίγο τις έγνοιες τους.  Κανένας δε γελούσε  και μερικοί έδειχναν αποβλακωμένοι. Οι γεροντότεροι κατέβαζαν το κεφάλι κάτω και ψηλάφιζαν με τα μάτια την κόκκινη σκόνη που σκέπαζε τα τριμμένα μπατζάκια τους και τα σχισμένα άρβυλά τους. Ο ήλιος χανόταν κι αυτοί δεν είχαν θέση στην πλατεία. Τραβιόνταν σιγά- σιγά στα σπίτια τους και ο τόπος άδειαζε. Εκεί μέσα στα παλιόσπιτα και στα τσαντίρια έβαζαν τις σφέρτσες από χοιρινό στην κατσαρόλα και μαγείρευαν. Ύστερα έτρωγαν, ξεκουράζονταν κι έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά.  Σε λίγο τα κορμιά τους παραδίνονταν στον ύπνο. Το πρωί τα φορτηγά στους δρόμους και την πλατεία τους περίμεναν. Έπρεπε να ήταν ξεκούραστοι για να σκαρφαλώσουν και πάλι στις καρότσες και να πιάσουν δουλειά.

   Οι άνθρωποι της πόλης και της περιοχής κάθε τόσο και λιγάκι επισκέπτονταν τον αστυνομικό διευθυντή και του έκαναν παράπονα για  κλοπές και εγκλήματα. Ο αστυνόμος τους κοίταξε με καχυποψία και άρχισε και πάλι τα παζάρια:

   --- Οι περισσότεροι είναι καλοί, τους έλεγε, δεν μπορούμε να τους βάλουμε μέσα. Λίγοι είναι οι κακοί. Κάνετε υπομονή και κάτι θα γίνει. Περιμένουμε ενίσχυση να τους μαζέψουμε.

   --- Εκείνοι διαμαρτυρόντουσαν, λέγοντάς του:

   --- Ως τότε θα έχουμε χάσει τα πάντα!

   --- Σιωπάτε! Ψίχουλα σας κλέβουν. Μην κάνετε έτσι.

   --- Αν δε μας προστατέψετε εσείς που είσαστε υποχρεωμένοι να το κάνετε τότε θα το κάνουμε εμείς σαν πάρουμε το νόμο στα χέρια μας! του αποκρίνονταν με έντονο ύφος και αλληλοκοιτάζονταν.

   Ο αστυνόμος άλλαζε ύφος, γινόταν πιο φιλικός και τους έλεγε:

   --- Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, δεν είναι σύμφωνα με το νόμο!

   --- Τότε να το κάνετε εσείς!

   --- Το κάνουμε!

   --- Πώς το κάνετε; Με μια περιπολία όλη την ημέρα και καμία το βράδυ;

   ---Τα περιπολικά είναι λίγα και οι άντρες μου μετρημένοι στα δάχτυλα. Τι να κάνω;

   --- Να προσλάβετε κι άλλους;

   Ο αστυνόμος εδώ αγρίευε και έλεγε:

   --- Δε θα μας πείτε εσείς τι θα κάνουμε! Το κράτος  ενδιαφέρεται γι’ αυτό.

   --- Πού είναι το κράτος; Μας έχει ξεχάσει και ούτε το βλέπουμε. Μόνο μια μόνιμη απειλή βλέπουμε που μας βάζει σε κίνδυνο τη ζωή.

   --- Παντού είναι το κράτος. Αν εσείς είσαστε τυφλοί δεν φταίω εγώ.

   --- Σε παρακαλούμε,,,

   --- Κι εγώ σας παρακαλώ…

   --- Ζητάμε την προστασία μας από τη συμμορία των ξένων το καταλάβατε;

   --- Σας είπα, σας προστατεύουμε γι’ αυτό.

   --- Όχι. Δεν  μας προστατεύετε όσο δεν κάνετε απελάσεις και δεν κλείνετε στη φυλακή τους κακούργους.

   --- Το κάνουμε κι αυτό!

   --- Τι να σας πούμε…

   Ο αστυνόμος έπαιρνε ύφος δικτάτορα και συμπλήρωνε:

   --- Πρέπει να ξέρετε πως οι χειρισμοί για τη στέρηση των δικαιωμάτων αυτών των ανθρώπων που τους χαρακτηρίζετε επικίνδυνους για την ασφάλειά σας, θέλει μεγάλη προσοχή. Κι αυτό γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε σαν χώρα να τιμωρηθούμε από την ευρωπαϊκή επιτροπή και την παγκόσμια διεθνή αμνηστία για παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οφείλουμε να κρατάμε τις ισορροπίες για να μην μπλέξουμε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

   --- Όμως εμείς κινδυνεύουμε.

   --- Σας είπα κάνουμε ό,τι μπορούμε στα πλαίσια των διεθνών κανονισμών.

   --- Εδώ απειλείται η ζωή μας και σεις μας μιλάτε για κανόνες;

   --- Η μετανάστευση όμως πρέπει να προστατευθεί.

   --- Πολύ καλά αλλά εμείς θα της κηρύξουμε τον πόλεμο!

   --- Όχι. Να μην το κάνετε αυτό γιατί θα βρείτε το κράτος απέναντί σας.

   --- Εντάξει. Αλλά τα προβλήματά μας θα τα λύσετε;

   --- Δείξετε λίγη κατανόηση…

   --- Ως πότε;

   --- Μέχρι που να βρεθεί λύση…

   Οι άνθρωποι καταλάβαιναν πως ο αστυνόμος τους κορόιδευε και του γύριζαν την πλάτη φεύγοντας. Έτσι η κουβέντα σταματούσε εδώ σαν δώρο άδωρο με τον εκπρόσωπο του κράτους. Το συμπέρασμα που απεκόμιζαν όσοι παρευρίσκονταν  στο διάλογο ήταν απλό και οδυνηρό. Όσο θα υπάρχει φτώχεια και εξαθλίωση οι άνθρωποι θα φεύγουν μακριά τους κι όσο αυτές θα τους κυνηγούν παράξενα πράγματα θα συμβαίνουν στον πλανήτη που τα πιο πολλά θα φαρμακώνουν με την απονιά τους την πίστη τους για μια καλύτερη ζωή.  

   Πόσοι ήταν οι αλλοδαποί μετανάστες στην πόλη; Κανείς δεν ήξερε. Χίλιοι, δυο χιλιάδες; πέντε; Την ημέρα ήταν σκορπισμένοι στα χωράφια, στα θερμοκήπια και τις οικοδομές και δεν φαίνονταν, Το βράδυ κλεισμένοι μέσα στα αχούρια. Ποιος να τους μετρήσει και ποιος να τους κάνει απογραφή.  Ποιος να νοιαστεί γι’ αυτούς;

   Είχαν και ιστορίες πολλοί απ’ αυτούς που σαν τις άκουγες ένιωθες ντροπή σαν άνθρωπος .  Όπως αυτή που ακουγόταν συνέχεια στην πόλη. Μια οικογένεια από έξι άτομα διώχτηκε από τον ιδιοκτήτη του θερμοκηπίου για λόγους ασυνέπειας και κακής διαχείρισης της δουλειάς που τους ανέθεσε. Τους είχε παραχωρήσει το μικρό σπιτάκι δίπλα στον ίδιο χώρο να μένουν και οι συνθήκες τους ήταν τουλάχιστον υποφερτές ζώντας εκεί μέσα. Με τα συντρίμμια της ψυχής τους και χωρίς ένα ρούχο, βγήκαν στο δρόμο προσμένοντας βοήθεια. Περίμεναν εκεί σχεδόν όλη μέρα. Το βράδυ φύγανε με τα πόδια και πήγαν νότια. Τι απόγιναν;  Βρήκαν κοντά στην παραλία του Αγρίλη μια ξεχασμένη βάρκα και σαν την γύρισαν ανάποδα και τη στήριξαν στην πλάτη μιας πέτρας την έκαναν σπίτι τους. Έμειναν εκεί μια βδομάδα με ελάχιστο φαγητό και νερό. Ό,τι έτρωγαν το προμηθεύονταν από τα γύρω χτήματα κι αυτό το έκλεβαν. Πότε χόρτα, πότε πιπεριές και πότε κολοκυθάκια αφημένα από τους παραγωγούς. Για καλή τους τύχη ο οδηγός ενός ιδιωτικού αυτοκινήτου τους είδε και σταμάτησε. Στο άψε σβήσε τους έδωσε δουλειά για ένα μήνα στο χτήμα του. Η ζωή τους άρχισε να παίρνει την πάνω βόλτα.  Η παμπάλαια όμως βάρκα με τον καιρό σάπισε και έτριζε. Και κάποιο βράδυ που είχε δυνατό αέρα την παρέσυρε και την έκανε κομμάτια. Από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας τα δυο αγόρια σκοτώθηκαν. Το άλλο αγόρι τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και θα έμενε κουτσό. Το  κορίτσι έχασε το δεξί του μάτι σαν του σφηνώθηκε μέσα ένα αιχμηρό κομμάτι ξύλου. Η δυστυχία τους δηλαδή σε όλο της το μεγαλείο. Και ήταν αλήθεια όλα αυτά. Μα αναρωτιέται κανείς. Πώς μπορεί να υπάρχει τόση χαρά, τόση πίστη στη ζωή γύρω σου όταν πολλοί άνθρωποι σαν αυτούς ζουν σαν πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων μέσα σε αχούρια ή σε σκουριασμένες καρότσες ξεχαρβαλωμένων οχημάτων;

   Κάποια μέρα οι σειρήνες των περιπολικών ούρλιαξαν σαν δαιμονισμένες. Συνέλαβαν μερικούς από τη συμμορία που την προηγούμενη νύχτα άδειασαν μερικά καταστήματα. Αυτή η ενέργεια έκανε τους κατοίκους της περιοχής να χαρούν.  Γιατί τουλάχιστον για ένα μήνα η περιοχή θα ανάσαινε. Όμως το κακό δε θα χτυπιόταν στη ρίζα του. Σε λίγο μια άλλη  συμμορία και πάλι θα χτυπούσε. Οι διαρρήξεις θα επαναλαμβάνονταν, οι κλοπές και οι φόνοι θα αυξάνονταν. Τι δέον γενέσθαι; Κανείς δεν ήξερε και όλοι ήταν σε απόγνωση.

 

 

 

  

                                                                                                    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                   

 

                                     

 

 

                                        ΚΕΦΑΛΑΙΟ    17

 

 

 

 

     Και να που η συμμορία αποφάσισε μια νύχτα να χτυπήσει. Δύο έφταναν για τα πρώτα σπίτια της παραλίας και σαν την έβγαζαν χωρίς απώλειες θα συνέχιζαν και για τα άλλα. Ο πρώτος ο επικεφαλής πήδησε έξω από το αχούρι κι ο άλλος τον ακολούθησε. Φορούσαν πάνινα παπούτσια, μαύρο παντελόνι και πουκάμισο και στα χέρια βαστούσαν από ένα φακό, ένα κατσαβίδι και το σπρέι που έριχναν στις κλειδαριές και τις άνοιγαν, σπάζοντάς τες. Στην πίσω τσέπη του παντελονιού είχαν κρύψει το μαχαίρι και στην  αριστερή ένα στρογγυλό βαρίδι.

   Στάθηκαν λίγο έξω από το συρματόπλεγμα κι αφού ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους, βούτηξαν μέσα στο σκοτάδι σαν κυνηγημένοι που βιάζονται να φτάσουν σε ασφαλές μέρος. Η ώρα ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ύστερα από τις γρήγορες δρασκελιές το βήμα τους έγινε σιγανό και σαν προσεγμένο. Τα ξερά χόρτα έριχναν γύρω τους, τους ίσκιους τους και η μυρωδιά από τα σάπια καρπούζια και τις παρατημένες ντομάτες, σκορπιζόταν στον αέρα της καλοκαιρινής νύχτας.

    Όταν πέρασαν το χωράφι με τα ψηλά χορτάρια  πήρε τη θέση του μια φυτεία από φασολιές που μέσα στο αδρό φως της νύχτας μπορούσαν να διακρίνουν τα  σκουροπράσινα φύλλα τους τα σκεπασμένα με σκόνη και τα φορτωμένα με καρπό βλαστάρια τους. Μακριά ο ορίζοντας φέγγιζε από το φως των άστρων και χανόταν μέσα σε μια μαυρογάλαζη αχλή. Σε λίγο πλησίαζαν το σπίτι που θα έκαναν τη διάρρηξη. Άρχισαν να περπατάνε στο σκονισμένο δρόμο που θα τους έβγαζε έξω απ’ αυτό. Τραβούσε ίσια μπροστά χωρίς ανηφοριές και κατηφοριές πράγμα που δεν τους δημιουργούσε δυσκολίες στο περπάτημά τους.  

   Προς το μέρος του νότου, κλαίουσες και ιτιές ήταν φυτρωμένες στην αράδα στις όχθες του χείμαρρου και στα δυτικά μια έκταση ακαλλιέργητη έδειχνε  να γεμίζει από θάμνους και ψηλά χόρτα και να γίνεται σε λίγο καιρό απροσπέλαστο ρουμάνι. Βρίσκονταν εκατό μέτρα περίπου από το σπίτι όταν μια παράξενη μυρωδιά από φάρμακο που είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα για ψεκασμό των φυτών του θερμοκηπίου που βρισκόταν αριστερά τους, τους έφερε δυσφορία και τάση για εμετό. Κι όσο προχωρούσαν η αναπνοή τους δυσκόλευε και μαζί με τη σκόνη του δρόμου που σήκωναν τα πόδια τους, ένιωθαν να πνίγονται. Σε λίγη απόσταση από το σπίτι τα μάτια τους δάκρυσαν και ένα πνιγηρό βηχάκι τους ταλαιπωρούσε αφάνταστα τον οισοφάγο.

   Έξω από την πόρτα ο αρχηγός είπε στο συνεργάτη του: << πρόσεξε σαν πηδήσουμε το φράχτη να αποφύγουμε κάθε θόρυβο που θα μας προδώσει. Σαν φτάσουμε στην είσοδο πρώτη μας δουλειά θα είναι να σπάσουμε την κλειδαριά. Αφού μπούμε μέσα οι χώροι θα μας βοηθήσουν να δράσουμε ανάλογα. Αν συναντήσουμε ανθρώπους να μη φοβηθείς και να τους χτυπήσεις με το βαρίδι. Ύστερα σουφρώνουμε ό,τι βρούμε και σαν δεις το σινιάλο μου με το χέρι, φεύγουμε σαν αστραπή >>. Είπε αυτά και πήδησαν σαν ουραγκοτάγκοι την περίφραξη για να βρεθούν στην αυλή. Από εκεί με κάθε προφύλαξη πλησίασαν την είσοδο. Ο αρχηγός έβγαλε αμέσως από την τσέπη του το σπρέι και ψέκασε στην τρύπα της κλειδαριά δυο φορές. Περίμεναν ελάχιστα κι αμέσως ακούστηκε ένα << τακ >>. Η κλειδαριά έσπασε και ο συνεργάτης μ’ ένα κατσαβίδι έσπρωξε τον σπασμένο σύρτη και η πόρτα άνοιξε ελαφρά. Στη συνέχεια με μια αεράτη κίνηση εισέβαλαν μέσα στο σπίτι.

   Οι ιδιοκτήτες έλειπαν και δεν είχαν επιστρέψει ακόμη. Το ρολόι της πόλης χτύπησε δύο και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Αυτοί σαν βρέθηκαν και οι δυο τους μέσα στο σαλόνι προχώρησαν αθόρυβα στο υπνοδωμάτιο. Το πρώτο πράγμα που είδαν μπροστά τους φωτισμένο από το φακό τους, ήταν ένα κομοδίνο στο κεφάλι που κοιμόταν η γυναίκα. Το άνοιξε ο αρχηγός και με το φακό του φώτισε το χώρο του. Ήταν γεμάτο χρυσαφικά. Και τι δεν είχε. Ένα ρολόι, δυο δαχτυλίδια, ένα χρυσό σταυρό, μια πανάκριβη καρφίτσα από σμάλτο και πολλές αλυσίδες. Άπλωσε το χέρι του και τα σούφρωσε μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Τα έχωσε στις τσέπες του και ξεκίνησαν για το σαλόνι. Εκεί μια ξύλινη και όμορφα σκαλισμένη εταζέρα τους τράβηξε την προσοχή. Άνοιξαν τα συρτάρια της και σούφρωσαν κι από εκεί κάτι. Ύστερα με μάτια που γυάλιζαν σαν χρυσωμένα όστρακα βγήκαν έξω και πλησίασαν την περίφραξη.

   Οι ιδιοκτήτες, ένα ζευγάρι μεσήλικων ανθρώπων εκείνη τη στιγμή επέστρεφαν και είχαν περάσει την εξώπορτα και περπατούσαν στο διάδρομο της εισόδου του σπιτιού. Οι ληστές λίγο και θα έπεφταν πάνω τους. Σαν τους είδαν έστριψαν δεξιά και τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα του κήπου, αναρριχήθηκαν στη στέγη της αποθήκης κι από εκεί  μ’ ένα σάλτο βρέθηκαν έξω από την περίφραξη στο διπλανό αγρόκτημα. Το χαλαρωμένο πρόσωπο τότε του ιδιοκτήτη σαν τους μυρίστηκε να φεύγουν, τεντώθηκε σιγά- σιγά, οι σφιχτοί μυώνες στα μπράτσα του κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις και με μια βρισιά που έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας, τους κυνήγησε απεγνωσμένα. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα του. Τα μάτια της ζωήρεψαν, οι ώμοι της ίσιωσαν και με δυνατή στριγκιά, έσκουξε << κλέφτες! κλέφτες! >> και έτρεξε κι αυτή προς τη στέγη της αποθήκης που τους είδε να σκαρφαλώνουν.

   Στη σκοτεινή αυλή πλέον είχαν απομείνει μόνοι. Μυρίστηκαν το κακό που τους βρήκε και μπήκαν μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Αμέσως εντόπισαν τα χαμένα κλοπιμαία και γύρισαν όλο το σπίτι να εντοπίσουν τις φθορές. Την τελευταία στιγμή της έρευνας η γυναίκα, σαν θυμήθηκε κάτι, έδειξε ανήσυχη κι αμέσως έτρεξε σε μια κασέλα που την είχε κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι στα πόδια του. Την είχε γεμίσει με διάφορα κοσμήματα και στον πάτο της μέσα σ’ ένα φάκελο είχε κρύψει αρκετά χρήματα. Όσο να την ανοίξει το πρόσωπό της είχε γίνει ωχρό και το βλέμμα της έμοιαζε να είναι χαμένο. Αμέσως όμως μόλις άνοιξε το καπάκι και είδε μέσα όλα τα τιμαλφή της, συνήλθε κι ένα γέλιο άνθισε στα μαραμένα ως πριν χείλη της. Έκλεισε την κασέλα και πήγε ως την πόρτα. Εκεί συναντήθηκε με τον άντρα της που επέστρεφε από τα άλλα δωμάτια και του ανακοίνωσε το ευχάριστο νέο. Ενώ έδειχνε να ανακουφίζεται για τη μικρότερη συμφορά που τους βρήκε, η γυναίκα του, του είπε με ύφος τραγικό: << Αν μας έβρισκαν μέσα ίσως και να μας

σκότωναν! Τυχεροί είμαστε που αργήσαμε! >> Ο άντρας της συμφώνησε μαζί της και με μια ζωηράδα στα μάτια της είπε κι αυτός: << Δίκιο έχεις! Φτηνά τη γλιτώσαμε! >>   Εκείνη σαν τον άκουσε έβγαλε το κεφάλι δειλά- δειλά έξω από την πόρτα κι έριξε μια γρήγορη φοβισμένη ματιά. Σαν δεν είδε τίποτα το ξανάβαλε μέσα και κάθισε αναστατωμένη σε μια καρέκλα που βρέθηκε κοντά της. Το ίδιο έκανε κι ο άντρας της που έδειχνε κι αυτός αρκετά αναστατωμένος και φοβισμένος.

   Οι δυο κλέφτες τρέχοντας έφτασαν στην κορυφή του λόφου. Κάθισαν κάτω από ένα πεύκο για να πάρουν μια ανάσα, να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να ξαναχτυπήσουν. Μπροστά τους ο δρόμος κατηφόριζε και στο βάθος διακρινόταν το αδρό φως της εισόδου κάποιου σπιτιού. Ο αρχηγός κάποια στιγμή σηκώθηκε. << Πάμε >> είπε στο σύντροφό του και πήραν τον κατήφορο με βήμα γοργό, σέρνοντας λίγο τα πόδια τους μέσα στην πυκνή σκόνη του δρόμου. Πέρα δεξιά τους, η δημοσιά ήταν έρημη. Τα περισσότερα σπίτια ήταν κλειστά και αμπαρωμένα. Σε μερικά τα γαβγίσματα των σκύλων έσπαζαν τη νυχτερινή σιωπή και διαλαλούσαν την παρουσία τους σε κάθε περαστικό. Οι δυο κλέφτες σε λίγο βρέθηκαν έξω από την περίφραξη του σπιτιού που είχαν επιλέξει να χτυπήσουν . Τα φώτα του ήταν λιγοστά στην αυλή και από το βορινό μέρος το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό. Κοντά στον φράχτη βρισκόταν μια καχεκτική αμυγδαλιά που τα κλαδιά της έγερναν πάνω από το σύρμα της περίφραξης και μερικά ακουμπούσαν ως κάτω στο χώμα της αυλής. Σ’ αυτή την αμυγδαλιά που έμοιαζε σαν μισομαδημένη κότα σκαρφάλωσαν και μ’ ένα σούρσιμο στα μπράτσα των κλαδιών της γλίστρησαν στην αυλή.

   Το σκοτάδι τους βοήθησε να φτάσουν ως την είσοδο. Εκεί πάλι τα ίδια. Ο ένας έριξε σπρέι στην κλειδαριά και την έσπασε κι ο άλλος με το κατσαβίδι ξεσφάλισε τον κομμένο σύρτη και άνοιξε την πόρτα. Ύστερα μπήκαν εύκολα μέσα. Βρέθηκαν στο χώρο του σαλονιού, έτοιμοι  για την εξόρμησή τους σ’ ένα δωμάτιο που θα το έκαναν άνω κάτω να βρουν τη λεία τους. Στο χολ που οδηγούσε ανατολικά που ήταν το υπνοδωμάτιο, φώτιζε ένα μπλε φωτάκι, ρίχνοντας το θαμπό φως του σαν μια φλογίτσα που ερχόταν από το βάθος κάποιου τούνελ. Δίπλα στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν το ζευγάρι, κοντά στα πενήντα και οι δυο τους, με τον άντρα κοντά στην πόρτα και τη γυναίκα προς το μέρος του τοίχου. Στο άλλο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν ο γιος τους, ένα παλικάρι είκοσι χρονών, ψηλό και γεροδεμένο.

   Οι διαρρήκτες είδαν το φως στο χολ που φώτιζε και το διάδρομο και θεώρησαν σωστό να απαλλαγούν απ’ αυτό. Έτσι ο αρχηγός πλησίασε αθόρυβα κι έκλεισε το διακόπτη. Η επόμενη σκέψη του ήταν να αρχίσουν την έρευνα  σε μια μικρή ξύλινη ντουλάπα που τη θεώρησαν ύποπτη για κρυμμένο θησαυρό και βρισκόταν στο διάδρομο.

   Η γυναίκα όμως από τη φύση της λαγοκοιμόταν και άκουσε το << τακ >> του διακόπτη  και αμέσως πετάχτηκε πάνω. Ανήσυχη και τρομαγμένη άναψε το φως κι έτρεξε στο διάδρομο. Τα μάτια της έπεσαν πάνω στους δυο κλέφτες που ξαφνιάστηκαν και με τα χέρια τους να βαστούν τους φακούς, το έβαλαν στα πόδια, ενώ η γυναίκα πίσω τους φώναξε φοβισμένη: << κλέφτες! κλέφτες! >> και βγήκε ως το κεφαλόσκαλο, τρέμοντας από το φόβο της. Ο άντρας της ακούγοντας τη φωνή της μέσα στον ύπνο του πετάχτηκε κι αυτός πάνω και βγάζοντας το κεφάλι του από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας κοίταξε στο διάδρομο. Δεν είδε τίποτα και βγήκε πηγαίνοντας στην είσοδο. Εκεί συνάντησε τη γυναίκα του που  εξακολουθούσε να βρίζει τους κλέφτες και να τους ξαποστέλνει με τις μούντζες της, μέσα σε ξέφρενη κατάσταση. Αυτός με κλεισμένα ακόμη τα μάτια του και με το αίμα να κυλάει στις φλέβες του κοιμισμένο, τη ρώτησε τι είχε συμβεί.

   --- Μπήκαν κλέφτες! του ψέλλισε αυτή φοβισμένη μαζί και οργισμένη και η φωνή της έσβησε.  Και απλώνοντας το χέρι της του έδειξε το μέρος του φράχτη που υπερπήδησαν και εξαφανίστηκαν στο διπλανό χωράφι.  

    Ο άντρας της πετάχτηκε φουριόζος έξω και ακολούθησε το δρόμο τους μέσα στον κήπο, με την ψευδαίσθηση μήπως και κάπου τους συναντήσει. Η γυναίκα του τον γύρισε πίσω με τις φωνές της, λέγοντάς του παρακαλεστικά:

   --- Μη, θα σε σκοτώσουν! Αν έχουν όπλο ή μαχαίρι θα σε σκοτώσουν! Έλα μπες μέσα κι άφησέ τους! Και σπρώχνοντάς τον, μπήκαν και οι δυο στο σπίτι.

   Εκείνος κάθισε στον καναπέ κι έκανε αρκετά λεπτά να συνέλθει. Όταν το κατόρθωσε είδε πως και η γυναίκα του είχε ξαπλώσει δίπλα του και φαινόταν σαν λιποθυμισμένη. Όταν συνήλθε κι αυτή, του είπε:

   --- Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τους κλέφτες! Πως δεν με σκότωσαν!

   Αυτός ταραγμένος και λυπημένος, της ψιθύρισε:

   --- Απορώ κι εγώ!

   --- Φοβήθηκαν φαίνεται και δε μου έκαναν κακό! Παιδιά θα ήταν!

   --- Παιδιά του διαβόλου!

   --- Εκεί στα δεκαοχτώ με είκοσι. Είχαν αθλητικό σώμα, καστανά μαλλιά και ρουφηγμένα μάγουλα.

   --- Κλέφτες, νέοι άνθρωποι! Είναι κακό αυτό που κάνουν να μπαίνουν στα σπίτια και να κλέβουν. Είναι έγκλημα.

   --- Είναι, ναι. Να μπαίνουν στο σπίτι σου χωρίς να σε ρωτάνε! Και σε κλέβουν και σε σκοτώνουν αν θέλουν!

   Θυμήθηκε το γιος της που κοιμόταν μέσα στο δωμάτιό του και φώναξε σε έξαλλη κατάσταση:

   --- Το παιδί! Το παιδί! είναι καλά; Δεν κοιτάξαμε!

   Ο άντρας της που είχε δει από την ανοιχτή πόρτα το γιο τους να έχει σηκωθεί και να έρχεται προς το μέρος τους, την αγκάλιασε και την καθησύχασε, λέγοντάς της:

   --- Ηρέμησε! Καλά είναι το παιδί, δεν το πειράξανε. Όλοι μας καλά είμαστε. Δόξα τω θεώ! Ας τα ξεχάσουμε όλα και το πρωί με το καλό σαν ξημερώσει η μέρα να ασφαλίσουμε τις πόρτες με τσιβιά. Οφείλουμε να νοιαστούμε για τη ζωή μας, ύστερα απ’ αυτό που πάθαμε.

   --- Μπορεί να κάνω και λάθος, είπε με σβηστή φωνή η γυναίκα του και γεμάτη οργή, αλλά τους μισώ! Δεν τους θέλω τέτοιους στην πατρίδα μου!

   --- Καλά! Καλά! της αποκρίθηκε αυτός, ελάτε πρώτα να ασφαλίσουμε την πόρτα για να είμαστε ήσυχοι ως το πρωί και ας αφήσουμε τα αναθέματα και τις κακίες. Και κάνοντας στο γιο του ένα νεύμα με τα μάτια του ζήτησε την αρωγή του.

   Οι κλέφτες αφού πήδησαν στο διπλανό χωράφι που ήταν χέρσο, έφτασαν στην άλλη άκρη του και μπήκαν στον παραλιακό δρόμο. Αριστερά του δρόμου κοντά στο  << εν πλω >> βρήκαν μια ανοιχτή πόρτα ενός περιφραγμένου οικοπέδου και γλίστρησαν μέσα. Στο βάθος ένα μικρό αγροτόσπιτο τούς χρειάστηκε για κατάλυμα και για κρυψώνα. Έμειναν εκεί λίγο κι αφού ξεκουράστηκαν βρήκαν πάλι έξω και μέσα στην ερημιά έφτασαν νότια  όπου συνάντησαν ένα ισόγειο παλιόσπιτο που απ’ το παράθυρό του διακρινόταν να φέγγει ένα αμυδρό φως. Πλησίασαν και χτύπησαν την πόρτα. Από το μισοσκότεινο σπιτάκι πρόβαλε ένα γεροντάκι, σωστό φάντασμα, με λινό σώμα, βρώμικο και γυμνό από τη μέση και πάνω και περπατούσε με δυσκολία. Η θέα του ήταν αποκρουστική και είχε ένα τρέμουλο στο κεφάλι του. Το παντελόνι του ήταν τριμμένο στα γόνατα και γεμάτο βρωμιές ενώ στο χέρι του βαστούσε ένα αναμμένο τσιγάρο που το έφερνε στα χείλη ρουφώντας απανωτές ρουφηξιές. Ο ένας κλέφτης τον ρώτησε:

   --- Είναι κανένα σπίτι εδώ κοντά;

   Ο γέρος τέντωσε το δεξί του χέρι και τους έδειξε ένα δυτικά προς τη θάλασσα. Αυτό το σπίτι που είχε στο νου του αλλά δε φαινόταν μέσα στη νύχτα και  ήταν της Ρόζας.

   Προχώρησαν προς τα εκεί που τους έδειξε ο γέρος μέσα από μια μεγάλη έκταση με σκληρό χώμα   και πυκνή αγκαθωτή βλάστηση. Το μόνο κτίριο που συνάντησαν ήταν μια ξύλινη παράγκα μ’ ένα ετοιμόρροπο χαγιάτι που φωτιζόταν από μια ηλεκτρική λάμπα και σκόρπιζε το λευκό της αδύναμο φως στα κοντινά σημεία και τα έκανε ορατά. Από ένα μικρό κουζινάκι έβγαινε μια παράξενη κι άσχημη μυρωδιά καμένου φαγητού, ενώ που και που μέσα από την πλαστική κουρτίνα μια σκιά γυναίκας κινιόταν πέρα δώθε. Ακόμη μέσα στο σπίτι βρισκόταν κι ένας άντρας. Καθόταν σε μια  καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και μαστόρευε ένα γκαζάκι.

   Οι δυο κλέφτες συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς καν να πλησιάσουν την παράγκα. Σε δέκα λεπτά έφτασαν στην ανατολική πλευρά που βρισκόταν το σπίτι της Ρόζας. Σταμάτησαν κι ακούμπησαν τις  πλάτες τους στο χαμηλό μαντρότοιχο. Κοίταξαν το σπίτι και σαν τους φάνηκε δυσκολοπρόσιτο, τα πρόσωπά τους σκλήρυναν κι απόμειναν για λίγο σκεπτικοί και αναποφάσιστοι. Μόνο τα μάτια τους πήγαιναν από τον έναν στον άλλον και η απόγνωση τους άφηνε δίχως έκφραση. Μακριά σ’ ένα θερμοκήπιο το γάβγισμα κάποιου σκύλου ακούστηκε και η απαλή φωνή μιας   κουκουβάγιας τάραξαν την ησυχία της νύχτας.

   Σε λίγο τα σκούρα μάτια τους, συνεννοήθηκαν με αποφασιστικότητα. Κι αμέσως αναρριχήθηκαν σαν αιλουροειδή ζώα στο μαντρότοιχο και βρέθηκαν μπροστά από την μπαλκονόπορτα.  Δυο μέτρα πιο πέρα ήταν η είσοδος του σπιτιού. Κατευθύνθηκαν προς τα εκεί και πλησίασαν την κλειδαριά. Ο κακός φωτισμός τους διευκόλυνε. Ο αρχηγός πολύ εύκολα έσπασε την κλειδαριά και ο άλλος την άνοιξε χρησιμοποιώντας το κατσαβίδι. Γλίστρησαν αθόρυβα μέσα και βρέθηκαν στο σαλόνι.

   Μπροστά από τη βιβλιοθήκη ήταν ένα τραπεζάκι με λίγα βιβλία. Δίπλα τους η Ρόζα είχε ξεχάσει δυο σκουλαρίκια κι ένα βραχιόλι. Οι κλέφτες τα ξάφρισαν  και ενθουσιασμένοι προχώρησαν στο διάδρομο πηγαίνοντας σε άλλο δωμάτιο.

   Η Ρόζα κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της με ανοιχτή την πόρτα. Ο συνεργός  την είδε και πιάνοντας απ’ το μπράτσο τον αρχηγό τον σταμάτησε έξω από την πόρτα, δείχνοντάς του μέσα  στο θαμπό φως που άφηνε η μικρή λάμπα στο πορτατίφ, το  ξαπλωμένο  όμορφο κορμί της πάνω στα χρωματιστά σεντόνια. Σαν τον άφησε προχώρησε στο πίσω δωμάτιο κι άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια μιας σιφινιέρας όπου έβαζε η Ρόζα τα προσωπικά της είδη. Σούφρωσα ένα ρολόι, μια καρφίτσα κι ένα βραχιόλι και σκυμμένος με το κεφάλι κρεμασμένο χαμηλά και τα χέρια στις τσέπες κρύβοντας τα κλοπιμαία, ξεκίνησε προς την έξοδο.

   Ο αρχηγός μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της Ρόζας και στάθηκε έκθαμπος πάνω από το κορμί της με τις εξαίσιες καμπύλες του. Οι ορμές του άρχισαν να ξυπνάνε και τα άγρια ένστιχτά του να κυριεύονται από τον πρωτογονισμό του χτήνους. Και πέφτοντας πάνω της  αγκάλιασε το κοιμισμένο σώμα της και ετοιμάστηκε να έρθει σε συνεύρεση μαζί του.  Η Ρόζα ξύπνησε τρομαγμένη. Είδε κι ένιωσε τον ξένο άντρα να την σφίγγει στην αγκαλιά του κι έβαλε τις φωνές: << Βιαστής! Βιαστής! >> και τον έσπρωξε με τόση βιαιότητα που ο απρόσκλητος επισκέπτης έπεσε κάτω από το κρεβάτι.  Η Ρόζα σηκώθηκε πάνω και του ρίχτηκε, χτυπώντας τον με λύσσα στη βουβωνική χώρα και στην κοιλιά.

   --- Ποιος είσαι και τι θέλεις τέτοια ώρα σπίτι μου; ξεφώνισε και συνέχισε να τον έχει κάτω και να τον δέρνει.

   Ο κλέφτης κατάλαβε πως τα είχε σκούρα και μάλιστα από μια γυναίκα. Αμέσως αν και ζαλισμένος σκέφτηκε  πως δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έβαλε το χέρι στην πίσω τσέπη κι έβγαλε το μαχαίρι. Το σήκωσε και της κατάφερε την πρώτη μαχαιριά κάτω από το δεξί αυτί. Εκείνη ένιωσε τον πόνο να της σφάζει το κορμί και τη δύναμή της να χάνεται. Αυτός της έδωσε και δεύτερη μαχαιριά στο μέρος της καρδιάς. Τότε η Ρόζα έβγαλε μια  σιγανή φωνή κι έπεσε στα γόνατα. Κουνούσε ξεψυχισμένη τα χέρια της ενώ το αίμα άρχισε να τρέχει από την πληγή  του παραδομένου πια κορμιού της. Τότε ο κακούργος την χτύπησε και τρίτη και τέταρτη φορά σ’ όλη του τη δύναμη στο μαχαίρι στην κοιλιά.  Το αίμα έτρεξε άφθονο τώρα και το κορμί της Ρόζας ξαπλώθηκε στο πάτωμα μπρούμυτα κι άψυχο.

   Ο ληστής σαν συνειδητοποίησε το έγκλημά του, έχωσε το μαχαίρι στην τσέπη του και προχώρησε ως την είσοδο. Εκεί συνάντησε και τον άλλον κι αφού σκούπισε τα ματωμένα χέρια του στο μαντήλι του, είπε στο σύντροφό του:

   --- Πάμε! Την σκότωσα την πουτάνα!

   Το έσκασαν από το δρόμο που είχαν έρθει. Στη σιωπή της νύχτας ακούγονταν μόνο τα βήματά τους πάνω στα ξερά χόρτα και ο θόρυβος που έκαναν στις τσέπες τους τα τιμαλφή που είχαν κλέψει. Στο βάθος η ανατολή είχε αρχίσει κι έδιωχνε τη χλομάδα της νύχτας ενώ τα πρώτα φώτα στα αγροτόσπιτα  της περιοχής άρχιζαν ν’ ανάβουν τα φώτα τους και να κάνουν τους ξυπνημένους ανθρώπους ορατούς μέσα από τις διάφανες κουρτίνες.

 

 

 

 

                                       

 

 

 

                                                   ------- 

 

 

 

 

 

 

    Η κηδεία της Ρόζας  έγινε στις τέσσερις το απόγευμα της άλλης μέρας. Σαν το νεκρό κορμί κατέβηκε στο τάφο ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη, πήραν μια χούφτα χώμα και το σκόρπισαν πάνω στο φέρετρο. Ύστερα έριξαν και λίγα τριαντάφυλλα και αγκαζέ έφυγαν από το νεκροταφείο για το μικρό καφενεδάκι όπου είχε ετοιμαστεί με τη φροντίδα τους το λιτό τραπέζι της παρηγοριάς στη μνήμη της καλής και της τόσο αγαπημένης φίλης.

   Κάθισαν μόνοι τους. Στην αρχή ήταν τόσο λυπημένοι που έδειχναν σαν χαμένοι. Μόνο αφού πέρασε αρκετή ώρα μπόρεσαν να συνέλθουν και θλιμμένοι ν’ ανοίξουν την κουβέντα και να πουν δυο λόγια.

   --- Χάσαμε έναν υπέροχο άνθρωπο και μια φίλη! ψέλλισε ο Σοφοκλής και τα μάτια του δάκρυσαν.

   --- Τέτοιος φριχτός θάνατος και τέτοια ταπείνωση να μην τύχει σε κανέναν! συμπλήρωσε η Αντιγόνη και η φωνή της έσβησε μέσα στα αναφιλητά.

   --- Πιστεύω ο τρόπος που έφυγε δεν της άξιζε!

   --- Ληστεία μετά φόνου σε μια γυναίκα που δεν έβλαψε κανέναν! Πού βρισκόμαστε στη ζούγκλα;

   Ο Σοφοκλής την παρατήρησε με ανησυχία. Τα σκοτεινά του μάτια τρεμόπαιξαν και μια παράξενη έκφραση σχηματίστηκε στο θλιμμένο πρόσωπό του, Ύστερα αργά και με βαριά φωνή της είπε:

   --- Αυτό το ειδεχθές έγκλημα είναι απόρροια της κακής διαχείρισης του πλανήτη μας.

   Αυτή συμφώνησε με μια χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού της και είπε:

   --- Φυσικά και τόσα άλλα!

   --- Ναι. Όταν οι υπεύθυνοι για την ασφάλειά μας κάθονται και παρακολουθούν τα γενόμενα με σταυρωμένα χέρια τι περιμένεις;

   --- Είμαστε απροστάτευτοι, θέλεις να πεις, το καταλαβαίνω.

   --- Ακριβώς!

   Παραμέρισε με το χέρι του ένα σκεπασμένο σερβίτσιο με χαρτοπετσέτες και ψιθύρισε οργισμένος:

   --- Κανάγιες!

   Η Αντιγόνη βουρκωμένη, ξέσπασε:

   --- Δεν μπορώ να την ξεχάσω! Τα πλούσια, σταχτόξανθα μαλλιά της, τα στολισμένα με τον τόσο ωραίο φιόγκο κι εκείνες οι μπούκλες τους που με τόση αρμονία της έπεφταν από το κεφάλι, ήταν τόσο εξαίσια και την έκαναν τόσο όμορφη, που δε θα την ξεχάσω ποτέ Θεέ μου! Κι εκείνη η παιδική αφέλεια και η γαλήνια ηρεμία στο πρόσωπό της, πώς να τη σβήσεις! Και η έκφραση στα χείλη της λες και ήθελε να πει το παράπονό της για τον τρόπο που έφυγε από κοντά μας; Πώς να τα ξεχάσεις όλα αυτά!

   --- Μανία κι αυτοί με το έγκλημα! αναφώνησε ο Σοφοκλής θέλοντας να

υποτάξει όλα τα κακά της στιγμής εκείνης στην κυριαρχία των άγριων ενστίχτων.

   --- Μα, πώς μπόρεσε και το έκανε το χτήνος δε μου λες;

   --- Μπόρεσε γιατί ήταν αδίσταχτος.

   --- Εκείνα τα ωραία μάτια της που έλαμπαν, το κόκκινο σαν το τριαντάφυλλο στόμα της, τα στρογγυλεμένα αφράτα μπράτσα της, που ξεπρόβαλαν στο φως κι έκαναν τους πάντες να τη θαυμάζουν, δεν τον συγκράτησαν; Τυφλός ήταν, Θεέ μου, σαν σκότωνε την ομορφιά!

   --- Αυτά τα κάλλη της, τον έκαναν χτήνος!

   --- Τόσο για να της μπήξει το μαχαίρι τέσσερις φορές;

   --- Την είδε γυμνή και δεν άντεξε τον πειρασμό. Το σώμα της τον έκαψε. Το μυαλό του υπάκουσε στα ένστιχτά του και της όρμησε. Εκείνη αντιστάθηκε κι αυτός μεθυσμένος από το πάθος του που δεν τον άφησε να το ικανοποιήσει, την έσφαξε. Μια  Φροϋδική θεωρία που βγήκε αληθινή. Τα αρχέγονα άγρια πάθη μας, μας κυβερνούν και καθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Στη δική μας δύναμη βρίσκεται η υποταγή τους, αλλά αυτό προϋποθέτει αυτάρκη κι ελεύθερο άτομο.

   --- Απροστάτευτη γυναίκα και να τη σφάξουν!

   --- Δυστυχώς! Κι εμείς απροστάτευτοι είμαστε!

   Τον κοίταξε κι έκανε ένα μορφασμό που έλεγε << λες; >> Και ύστερα επανέλαβε συγκρατώντας με το ζόρι τους λυγμούς της:

   --- Αθώα γυναίκα τι του έφταιξε; Ντροπή του και αίσχος σ’ αυτόν που το έκανε.

   --- Ήθελε να κρατήσει την αξιοπρέπειά της φαίνεται και τον έδιωξε. Αυτός τότε χωρίς κανένα ενδοιασμό τη χτύπησε με το μαχαίρι. Αψυχολόγητη και ειδεχθής πράξη. Μόνο  κατώτερα όντα με ελλιπή και νευρωτική πάθηση φτάνουν σε τέτοιες συμπεριφορές.

   Η Αντιγόνη έγνεψε << ναι >> με τα μάτια δείχνοντας πως συμφωνούσε μαζί του. Ύστερα είπε:

   --- Πολλές φορές με είχε εντυπωσιάσει η συμπεριφορά τής συγχωρεμένης, απέναντι στο ωραίο που με δίδασκε με το λεπτό της γούστο. Πάει καιρός που είχε έρθει στο σπίτι μου για να ποζάρει στη γνωστή θέση για να φιλοτεχνώ το πορτρέτο της. Είχε μαζί της ένα κιβώτιο ξύλινο, καλαίσθητο και γυαλισμένο και μου το άνοιξε. Μου έδειξε πολλούς μικρούς πίνακες ζωγραφικής που τους χάριζαν οι πελάτες της και τους χρησιμοποιούσε στη διακόσμηση του σπιτιού της. Τους έβγαλε όλους και τους ακούμπησε προσεχτικά σε μια μικρή ξύλινη εξέδρα που είχα στο εργαστήριό μου. Τους ταχτοποίησε με τέτοιο τρόπο

που έφτιαξε κάτι σαν σκαλοπάτι κι αφού τους στόλισε με φτερά, πινέλα, πανιά, κουτιά και διάφορα κέρματα και τα διακόσμησε περίφημα δημιούργησε μια πρωτότυπη μικρή γκαλερί που χαιρόσουν να την κοιτάζεις. Κι όταν τελείωσε και κάθισε να απολαύσει το αισθητικό τους αποτέλεσμα, μου είπε: << Φαντάσου πως οι πίνακες αυτοί είναι όλα τα πλούτη μου! Θέλω να μου τους φρεσκάρεις ώστε να συντηρηθούν και να μείνουν ανεξίτηλοι στο χρόνο!>>

   --- Τους φρόντισες;

   --- Και βέβαια! Οι πίνακες ήταν αυθεντικοί και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Έπρεπε να τους προσέξω!

   --- Αγαπούσε το ωραίο! Το είχα εξακριβώσει κι εγώ.

   --- Γνώριζε  πολλά κι ας μην το έδειχνε. Συζητούσαμε πολλές φορές για την τέχνη της ζωγραφικής και έβλεπα πως το μυαλό της πήγαινε στους μεγάλους καλλιτέχνες της Αναγέννησης και  μιλούσε γι΄ αυτούς με αρκετές καλές γνώσεις. Εγώ έμενα έκπληκτη και τη θαύμαζα. << Αυτή μπορεί και ξεφεύγει από τη σημερινή εποχή, της πεζότητας και της ανερμάτιστης μιζέριας με την προσήλωσή της σε κάτι σημαντικό >> συλλογιζόμουν και χαιρόμουν που τα μάτια της έδειχναν λαμπερά σε κάθε  μας συζήτηση.

   --- Αν υπάρχουν ευτυχισμένες γυναίκες αυτή πρέπει να ήταν μια απ’ αυτές.

   --- Και τι κρίμα! Χάθηκε από έναν βλάκα και κακό άνθρωπο!

   --- Από έναν άντρα της τάξης εκείνης με τα περισσότερα κοινωνικά προβλήματα.

  --- Της πιο πολυσυζητημένης τάξης!

  --- Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση των αγαθών και η πλήρη εγκατάλειψη των ανθρώπων της από το σύνολο των εύρωστων κοινωνικών ομάδων και κρατών, τους σπρώχνει στην αθλιότητα και στο έγκλημα!

   --- Άρα καταλήγουμε να πούμε πως τα εγκλήματα σαν το προχτεσινό, κύρια κίνητρά τους έχουν την βελτίωση της αθλιότητας των ανθρώπων που τα κάνουν. Με λίγα λόγια κλέβουν και σκοτώνουν γιατί δεν έχουν να φάνε.

   --- Έτσι. Ρίξε μια ματιά στον κόσμο και θα δεις:  Στρατόπεδα προσφύγων στη Ρουάνα, τενεκεδούπολη στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έλλειψη τροφίμων στη Μιανμάρ, εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς νερό στην Ινδία, θύματα λιμού από μολυσμένα τρόφιμα στη Νικαράγουα, κακή διατροφή για δύο δισεκατομμύρια ανθρώπους του πλανήτη. Δηλαδή ένας στους τρεις παγκοσμίως υποφέρει από κακή διατροφή.

   --- Κι έτσι κλέβουν για να τρώνε!

   --- Και σκοτώνουν για να έχουν!

   --- Ο υποσιτισμός, πρόσθεσε η Αντιγόνη κρύβει εκτός από  κοινωνικές αναταραχές και τον άμεσο κίνδυνο να πληγεί ο πληθυσμός από επιδημίες. Και περισσότερο πλήττει μαζί με τη φτώχεια, ιδιαίτερα ορισμένες << εθνικές >> μειονότητες και γενικότερα το φτωχό αγροτικό πληθυσμό.

   --- Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα του σημερινού κόσμου έγκειται στο γεγονός πως από το ένα δισεκατομμύριο των ανθρώπων που ζουν σε κατάσταση χρόνιου υποσιτισμού, τα τρία τέταρτα είναι αγρότες. Όσο για τους υπόλοιπους τους βρίσκουμε κατά μεγάλο ποσοστό στις τενεκεδούπολεις, στις άκρες ή στις παρυφές των πόλεων των φτωχών χωρών. Στην ουσία αυτοί είναι αγρότες κυνηγημένοι από άθλιες συνθήκες που επικρατούν στην ύπαιθρο.

   Στην απέναντι μεριά καθόταν ο λιμενάρχης με κάποιους εκπροσώπους των φορέων της πόλης. Ο Σοφοκλή τους κοίταξε με περιφρόνηση και με ειρωνική διάθεση για να προσθέσει:

   --- Ποιος μου λέει πως η εξουσία δε συνωμοτεί εναντίον μας; Εναντίον του λαού θέλω να πω. Ο καπεταν Κωνσταντής πνίγηκε γιατί κάποιοι είχαν συμφέρον να μη διαγνωστεί η ασθένεια των τρυγονιών που ψόφησαν. Του έδωσαν λάθος μετεωρολογικό δελτίο και τον έπνιξαν. Τη Ρόζα τη σκότωσε  η αδιαφορία των αρχών να μαζέψει τους επικίνδυνους κακοποιούς. Αύριο κάποιος άλλος θα έχει σειρά. Και τα θύματα δεν θα έχουν τέλος.

   --- Είναι δύσκολο να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια και να βρει η ανθρωπότητα το δρόμο της;

   --- Πολύ δύσκολο. Και όσο θα περνάνε τα χρόνια θα γίνεται πιο δυσκολότερο.

   --- Και η λύση;

   --- Θα συζητιέται αλλά κανένας ισχυρός δε θα βάζει το χέρι στην τρύπα να βγάλει το φίδι.

   --- Και οι διεθνείς οργανισμοί;

   --- Αυτοί τους τα λένε αλλά είναι ανίσχυροι. Για να υπάρξει αλλαγή στον πλανήτη τόσο κλιματική όσο και διατροφική πρέπει να βάλουν όλοι οι πλούσιοι το χέρι στο ταμείο τους και να δώσουν χρήματα στους φτωχούς και να λήξει το πράμα. Μόνο με τέτοιες γενναίες οικονομικές βοήθειες θα δουν οι φτωχές χώρες άσπρη μέρα και οι κάτοικοί τους μέρες ευημερίας.

   Οι πρώτοι συνδαιτυμόνες είχαν αρχίσει να φεύγουν. Συλλυπούνταν τους λιγοστούς συγγενείς της συγχωρεμένης που είχαν έρθει από μακριά και μερικοί υποκλίνονταν μπροστά τους, επισημαίνοντας πως ήταν φίλοι της, ενώ τους ψιθύριζαν κάτι στ’ αυτί που ακουγόταν σβησμένο από τη θλίψη τους.

   Όταν έμειναν μόνοι η Αντιγόνη και ο Σοφοκλής έπιασαν πάλι την κουβέντα για πολλά και διάφορα. Σε λίγο όμως νιώθοντας εξουθενωμένοι από την ταλαιπωρία της λύπης και της κούρασης, σηκώθηκαν να φύγουν. Όρθιοι  ακόμη έξω από την πόρτα η Αντιγόνη τον ρώτησε:

   --- Πότε θα σε ξαναδώ;

   --- Σε λίγες μέρες, της απάντησε τρυφερά εκείνος.

   --- Γιατί τόσο αργά;

   --- Έχω ένα διήγημα να γράψω για κάποιο περιοδικό και μια εργασία να ετοιμάσω για ένα αφιέρωμα ενός φίλου ποιητή σε άλλο. Σαν τα ξεφορτωθώ αυτά από πάνω μου, θα είμαι στη διάθεσή σου.

   Εκείνη γέλασε και παραμερίζοντας με το χέρι της τα κλαδιά μιας πικροδάφνης  στην είσοδο του κτιρίου που έπεφταν μπροστά της, βγήκαν στο δρόμο.  Εκεί πριν αποχωριστούν, έσκυψε και του είπε σιγανά στ’  αυτί:

   --- Γατάκι μου! Στο καλό! κι αφού αναστέναξε τον άφησε και βουβή έφυγε για το σπίτι της.

   Βουβός και ο Σοφοκλής  έκανε το ίδιο πηγαίνοντας για το δικό του σπίτι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  18 

 

 

 

 

 

 

 

      Ο Σοφοκλής  ένιωθε πανευτυχής γιατί το μεσημέρι περίμενε να έρθει η Αντιγόνη στο σπίτι του για να γευματίσουν μαζί. Της είχε τάξει  από καιρό να δοκιμάσουν χορτόπιτα και παγωτό που θα τα έφτιαχνε ο ίδιος ενώ δε θα παρέλειπαν νωρίτερα να γεύονταν κι ένα ποτήρι κρασί από το βαρέλι του.  Έτσι ρίχτηκε άφοβα στη δουλειά και με εύθυμη διάθεση η πίτα ετοιμάστηκε και ψηνόταν ενώ το παγωτό κρύωνε στο ψυγείο. Γέμισε ύστερα κι ένα μπουκάλι κρασί  από το μπότη και σαν το έβαλε πάνω στο τραπέζι, κάθισε σε μια καρέκλα ξεχειλισμένος από ευτυχία και άρχισε να σφυρίζει ένα αγαπημένο του τραγούδι.

     Δώδεκα και μισή η πόρτα χτύπησε. Πήγε και την άνοιξε. Η Αντιγόνη μπήκε μέσα κρατώντας στα χέρια της ένα βιβλίο κι ένα  κουτί γλυκά. Σαν τα άφησε στο τραπέζι τον αγκάλιασε και τον έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά της. Εκείνος έκανε το ίδιο και την κράτησε αρκετά με δυνατή θέρμη κοντά του. Σαν κάθισαν αυτή έγειρε πίσω ανασαίνοντας κι αφού φάνηκε πως βρήκε το οικείο συναίσθημά της, του είπε με μια αποφασιστική ματιά:

   --- Πιστεύω να μαγείρεψες!

   Αυτός βυθίστηκε στα μάτια της και απαλλαγμένος από κάθε υπερβολή της αποκρίθηκε:

   --- Απλά πράγματα! Χωρίς να έχω τις αξιώσεις του σεφ κάνω κάτι που μου αρέσει. Θα δοκιμάσεις και θα δεις!

   --- Πολύ καλό να ασχολείσαι με την κουζίνα! Εγώ δεν έχω και καλές σχέσεις μαζί της. Η επιστήμη βλέπεις με τράβηξε μακριά της.

   Εκείνος έγειρε λίγο μπροστά το σώμα του και της είπε:

   --- Ποτέ δεν είναι αργά! Κι εγώ μεγάλος έμαθα να μαγειρεύω!

   --- Σε ανάγκασε ίσως και η έλλειψη γυναίκας.

   --- Μπορεί! Το κάνω από χόμπι. Η μαγειρική έχει μέσα της τη δημιουργία και μ’ αρέσει αυτό.

   --- Αν όμως υπήρχε μια γυναίκα, αν είχες παντρευτεί, λέω. Δε θα της παραχωρούσες την κουζίνα στη χάρη της!

   Εκείνος όπως ήταν σκυφτός με τα έντονα χαρακτηριστικά μιας ανδροπρεπούς στάσης, σαν να μαζεύτηκε και την κοίταξε εξεταστικά. Ύστερα χαμογέλασε και με βαριά φωνή που έδειχνε να χάνει λίγο τον ειρμό της, της αποκρίθηκε:

   --- Είναι κάτι που με απασχολεί συνεχώς και το σκέπτομαι. Ωστόσο καμία ευκαιρία καλή δε μου παρουσιάστηκε.

   Η Αντιγόνη τον κοίταξε με βλέμμα δύσπιστο. Εκείνος σαν να θύμωσε λιγάκι.

   --- Θα ήμουν παλιάνθρωπος αν στο έκρυβα! της έκανε.

   --- Καλά! Καλά! του ψιθύρισε μ’ ένα μορφασμό συγκατάβασης αυτή και η φωνή της ήταν τόσο λεπτή που ο Σοφοκλής φάνηκε να τη δέχτηκε με αξιαγάπητο τρόπο.

   Τότε της είπε, θέλοντας να μπει για λίγο στα απύθμενα βάθη της ψυχής της:

   --- Και σένα σου λείπει ένας άντρας να σε αγαπήσει και να κάνεις οικογένεια! Γιατί αργεί τόσο;

   Αυτή ξεστόμισε απλά και καλοσυνάτα:

   --- Δεν έτυχε ακόμη!

   --- Ίσως στο μέλλον!

   --- Ναι. Αλλά προς το παρόν αρκούμαι σε εφήμερες γνωριμίες όπως η δική σου.

   Ο Σοφοκλής σηκώθηκε κι αφού έσκυψε πάνω της, τη φίλησε στα χείλη και στα μάγουλα.

   --- Είσαι ευτυχισμένη, μαζί μου; τη ρώτησε.

   --- Κι ευτυχισμένη και ευχαριστημένη! του ψιθύρισε  και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Κι αφού τον άφησε του έκανε αυθόρμητα:

   --- Και συ; Και συ;

   --- Κι εγώ! Κι εγώ! επανέλαβε εκείνος και συγκινημένος κάθισε στη θέση του.

   Η Αντιγόνη του έριξε μια φευγαλέα ματιά και μετά πήρε το βιβλίο από το τραπέζι. Του το έδωσε και του είπε:

   --- Στις σκοτεινές ώρες σου θα σε συντροφέψει! Δεν ξέρω αν το έχεις διαβάσει. Είναι όμως καλό. Μιλά για το φάντασμα ενός κόσμου που ρεύετε και ξερνά συνέχεια. Στις βέβηλες σελίδες του μέσα από δραματική γραφή ξεπηδά το τρεμάμενο ξεψύχισμα αυτού του κακού κόσμου που κάνει τα τελευταία βήματά του πριν καταρρεύσει. Είναι ένα αλλόκοτο γραπτό που ανατρέπει τα συμβατικά αγγίγματα της ζωής. Θα δεις πως η συγκινησιακή του ροή θα σου δώσει μια καινούρια εμβάπτιση στην όλη του φιλοσοφία.

     Εκείνος το πήρε στα χέρια του και με ιδιαίτερη περιέργεια και τρυφερότητα το κοίταξε διαβάζοντας τον τίτλο του και το συγγραφέα με απόλυτη καθαρή προφορά:  << Ο τροπικός του Καρκίνου>>. Χένρι  Μίλερ.

   --- Δυστυχώς δεν έχω αναμετρηθεί με τις σκληρές γραμμές του. Ξέρω όμως την προσωπικότητα του συγγραφέα και προμαντεύω πως δε θα συναντήσω φούμαρα γραφής αλλά ψήγματα χρυσού.

   --- Να το διαβάσεις όχι μόνο μία φορά αλλά ξανά και ξανά και να αφεθείς στη δίνη ενός έργου που επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία αλλά και την ίδια τη ζωή. Γιατί πιστεύω αν αξίζουν κάποια βιβλία είναι επειδή μας δείχνουν το δρόμο να σκεφτούμε και να δράσουμε, να αγαπήσουμε, να χαρούμε και να αγγίξουμε αλλιώτικα και πιο γόνιμα απ’ ότι πριν από την ανάγνωσή τους.

   ---Δε θα μου κοστίσει και τίποτα, θα το διαβάσω σύντομα, της αποκρίθηκε εκείνος κι ενθουσιασμένος σηκώθηκε και το έβαλε στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης του.

   Ύστερα με βήμα αργό πήγε στην κουζίνα. Έσκυψε και σαν είδε ψημένη την πίτα, φώναξε με αυτοπεποίθηση;

   --- Έτοιμη! Στρώνω το τραπέζι και σερβίρω.

   Έβγαλε την πίτα και  την άφησε πάνω  σ’ ένα μεταλλικό έλασμα. Μια απαλή μυρωδιά απλώθηκε σαν άρωμα και ερέθισε τη μύτη τους. Με ευγενικές κινήσεις ύστερα  έβαλε τα σερβίτσια στο τραπέζι και άνοιξε το βορινό  παράθυρο να μπει φως και αέρας. Στη συνέχεια έφερε το ταψί και το ακούμπησε στη μέση. Έκοψε από δυο κομμάτια στον καθένα κι αφού τα έβαλε στα πιάτα, ξαναπήγε στην κουζίνα. Επέστρεψε με δυο μερίδες λευκές μακαρονάδες και τις έβαλε κι αυτές μπροστά τους. << Δεν απομένει παρά το κρασί >> ψιθύρισε και το σερβίρισε κι αυτό στη γυάλινη κανάτα.

   Έφαγαν με βουλιμία και το ευχαριστήθηκαν. Ήπιαν και από δυο ποτήρια εύγευστο κρασί και  ακολούθησε κουβέντα κεφιού και χαράς.

   --- Την άλλη φορά που θα σου κάνω το τραπέζι θα σου σερβίρω μανιταρόσουπα και λαχανικά, της είπε  και την κοίταξε τρυφερά.

   --- Πάντως η πίτα σου ήταν απίθανη! του είπε και του  χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.

   --- Ευχαριστώ! Και μένα δε μου φάνηκε διόλου άσχημη!

   --- Κοροϊδεύεις! Ήταν εξαίσια!

   --- Ε, τότε να έρχεσαι να τρώμε μαζί.

   --- Θα έρχομαι!

   --- Τώρα θα έρθεις για τη μανιταρόσουπα!

   --- Πότε λες να τη φάμε;

   --- Σύντομα.

   --- Το σημειώνω.

   --- Σαν απαλλαγώ από την πνευματική κόπωση θα το κάνουμε το γεύμα. Μόνο μη με πιάσει καμιά τεμπελιά και αποδειχτώ ανήμπορος και ψεύτης.

   Είπε αυτά και σηκώθηκε να φέρει το παγωτό. Το είχε σερβίρει σε δυο μεγάλα και βαθιά κρυστάλλινα ποτήρια που εντυπωσίασαν την Αντιγόνη. Σαν το δοκίμασε και το  βρήκε κι αυτό πρωτότυπο στη γεύση, τον ρώτησε με μια διαπεραστική ματιά που τόνισε τη συγκλονιστική ομορφιά της:

   --- Πού  τα έμαθες όλα αυτά;

   --- Στα βιβλία μαγειρικής. Έχω αρκετά.

   --- Έχεις γίνει σεφ, βλέπω!

   --- Από ανάγκη. Έξω στα εστιατόρια δεν τρως καλά. Άφησε που είναι βρώμικα. Έτσι επέλεξα το σπιτίσιο φαγητό που είναι νόστιμο και υγιεινό. Πριν μερικά χρόνια έκανα γερά γεύματα έξω. Όμως κατάλαβα πως ξόδευα αρκετά χρήματα και δεν έτρωγα υγιεινά. Έπαιρνα όμως και πολύ βάρος και πάχυνα. Δε μου άρεσε να  είμαι υπέρβαρος και σταμάτησα τα πάρε δώθε με τα εστιατόρια. Στο δικό μου σπίτι ξέρω τι θα φάω.

   Η Αντιγόνη γέλασε.

   --- Τελικά είδες τι είναι η θέληση;

   --- Εμένα το λες;

   --- Μόνο ό,τι δε θέλει δεν κάνει ο άνθρωπος.

   --- Αυτό πιστεύω κι εγώ. Κάνουμε ελάχιστα απ΄ ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Μόνο το είκοσι τοις εκατό της ενέργειάς μας ξοδεύουμε σε παραγωγικότητα. Το υπόλοιπο το καταναλώνουμε σε απολαύσεις και σε χάσιμο χρόνου.   Στην περίοδο των σπουδών μου, θυμάμαι πόσος χρόνος πήγε χαμένος γιατί ήμουν τεμπέλης. Όλος ο χώρος  σχεδόν στο δωμάτιό μου ήταν γεμάτος με βιβλία και δεν τα πλησίαζα λες και ένας αλλόκοτος φόβος με είχε κυριεύσει που με απότρεπε να τα αγγίξω. Για πολλές ώρες την έβγαζα ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι να κοιτάζω με απάθεια αλλά και με βαρεμάρα το ταβάνι. Ύστερα που σηκωνόμουν πήγαινα στο γραφείο μου και νόμιζα πως βρισκόμουν σ’ ένα αχανές περιβάλλον που δε μου έκανε καρδιά να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου. Μου άρεσε πιο πολύ από το διάβασμα να σκύβω έξω από το  παράθυρο και να βλέπω τους ανθρώπους, τα κτίρια και τη λερή και μολυσμένη ατμόσφαιρα. Κι αυτό κράτησε και τα τέσσερα χρόνια των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο. Εκτός από τα πανεπιστημιακά βιβλία που μου χρειάζονταν να τα διαβάσω και να αφομοιώσω την ύλη τους για τις εξετάσεις των δυο εξαμήνων κανένα άλλο βιβλίο δεν άνοιγα. Νόμιζα πως το σύμπαν θα μίκραινε και θα έφθινα κι εγώ μαζί του.

   --- Α, εγώ έκανα το αντίθετο από σένα. Είχα την τύχη να κάνω τη διορθώτρια στον εκδοτικό οίκο του πατέρα μιας φίλης μου και επειδή ήμουν συνέχεια μέσα στα βιβλία πάσχιζα να δειχτώ πως ήμουν αξιόλογη όχι μόνο στις διορθώσεις αλλά και στο διάβασμα. Σαν δεν είχα δουλειά, διάβαζα κρυφά και κατάφερα να τελειώσω κάμποσα. Στο σπίτι δεν διάβαζα γιατί δεν προλάβαινα αφού ο χρόνος ήταν σχεδόν αφιερωμένος στην ύλη της ιατρικής.

   --- Το παράξενο είναι πως κακομαθαίνει κανείς στην απραξία κι αυτό έπαθα κι εγώ. Άργησα να διαβάσω λογοτεχνία και φυσικά και να γράψω. Στα τριάντα μου έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα ενώ άλλοι το κάνουν στα είκοσί τους. Δεκαπέντε χρόνια από τότε γράφω συνεχώς κι αδιάκοπα. Έχω χάσει πολύ χρόνο και θέλω να προφτάσω να ολοκληρώσω αυτό που έχω βάλει στο μυαλό μου.

   --- Και τώρα γράφεις δεν κάθεσαι;

   --- Συνεχώς και αδιαλείπτως.

   --- Δε έχεις στα σκαριά να εκδόσεις κάτι καινούριο;

   --- Πως, ναι.

   --- Πότε;

   --- Στο άμεσο μέλλον!

   ---- Να συμπεράνω μέσα στο χρόνο;

   --- Ίσως! Την πρώτη Αυγούστου θα έρθω αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Θα πάω στην Αθήνα να συζητήσω μια πρόταση που έχω από έναν εκδοτικό οίκο. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο >> Άρωμα γυναίκας >>. Θα αποτελείται από δεκατρία ερωτικά διηγήματα αφιερωμένα στον έρωτα και στη γυναίκα. Τα έγραψα επίτηδες για να τις κάνω να μη σιωπήσουν ποτέ τα σήμαντρα του πάθους τους. Έχουν μέσα τους κάτι το μεταλλικό και η αφήγησή τους έχει αρχιτεκτονικό αισθησιασμό. Μερικά δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Η κριτική είναι με το μέρος τους και επισημαίνει  πως ξεχωρίζουν γιατί στροβιλίζονται από το φούντωμα μιας έκφρασης ονειρικής.

   --- Πολύ ενδιαφέροντα αυτά που λες.

   --- Όμως οι εκδότες της Αθήνας είναι σκληροί και δύσκολα προτιμούν να εκδώσουν έργα άγνωστων συγγραφέων και μάλιστα επαρχιωτών. Ορισμένοι σε αναγκάζουν να πληρώνεις εσύ τα έξοδα της έκδοσης.

   --- Δυστυχώς, ναι, ε;

   --- Έτσι δεν μπορείς ν’ ανέβεις στην επιφάνεια και μένεις πάντα ένας άγνωστος, αδιάβαστος επαρχιώτης συγγραφέας. Για πολλούς από εμάς δεν υπάρχει μήτε αχτίνα φωτός μήτε ήχος ανθρώπινης φωνής, ούτε κάποιο άγγιγμα από χέρι ανθρώπου φιλικό που να σε βοηθήσει κι αν το αξίζεις να διακριθείς.

   --- Που ξέρεις! Κάποιος εκδότης μπορεί να φανεί γενναιόδωρος και να σε ανακαλύψει!

   --- Μπα, δεν τους ξέρεις καλά. Είναι αλλόκοτοι άνθρωποι. Αυτοί σαν τους στείλεις το χειρόγραφό σου βάζουν έναν ειδικό να το διαβάσει. Εκείνος προσπαθεί να πιάσει λαβράκι. Πράγμα πολύ δύσκολο κι έτσι μένεις στ’ αζήτητα. Το κείμενό σου μπορεί να αξίζει. Το κέρδος όμως που τους κάνει να ζητούν ένα βιβλίο της σειράς τους κάνει να μη στο εκδόσουν.

   --- Το ξέρω. Συνήθως εκδίδουν τα πιο εύκολα κι εύπεπτα κείμενα. που μοιάζουν σαν το σουβλάκι όταν το τρως. Αυτά που δεν κουράζουν τον αναγνώστη και τον κάνουν να διαβάζει τις σελίδες του χωρίς πνευματική κόπωση.

   --- Κι αυτά με τη νεκρή ύλη κάποιων ερωτικών ειδυλλίων. Χαριεντίζεται ο αναγνώστης με τις ανιαρές σκηνές τους και κλαίει από σπαραγμό για το άδοξο τέλος τους!

   --- Κι όμως πουλάνε αυτά τα βιβλία.

   --- Μην το βλέπεις έτσι. Σε λίγο  χρόνο όμως ξεχνιούνται. Τα τιμωρεί ο χρόνος. Αυτός κρίνει την αξία του έργου κι όχι οι πωλήσεις. Οι πωλήσεις είναι οικονομικές διαχειρίσεις που τις κάνουν οι άνθρωποι. Η καλή λογοτεχνία δεν έχει σχέση με τον τζίρο.  Και ο Όμηρος δεν πουλάει όσο το φτηνό βιβλίο κι όμως είναι ασύγκριτος. Ας πάνε να τον φτάσουν οι ξεφτισμένοι συγγραφείς και οι προστάτες τους οι εκδοτικοί οίκοι.

   --- Μιλάς για πλήρη πτώση!

   --- Ε, ναι. Ξεχνιούνται τα βιβλία τους, πως να το πω!

   --- Κάνουν μια μικρή φωτεινή διαδρομή και ύστερα μια μεγάλη πτώση.

   --- Ακριβώς. Και μετά κανένας αιματηρός Θεός της λογοτεχνίας δεν μπορεί να φέρει πίσω το ξεβρασμένο βιβλίο σε αλλότρια ακτή.

   Η Αντιγόνη γέλασε. Και ξαφνικά ήρθε στο μυαλό της μια σκέψη που ήθελε να την εκφράσει πάντοτε αλλά της διέφευγε. Τώρα όμως  δεν ήταν δυνατόν να συγχωρέσει στον εαυτό της μία τέτοια παράληψη και τον ρώτησε:

   --- Από πού παίρνει τις εικόνες του ένας συγγραφέας μυθιστορημάτων να γράψει το βιβλίο του;

   --- Από παντού. Η ζωή είναι γεμάτη εικόνες και μνήμες. Αν ρωτάς για μένα σου λέω πως τις ανιχνεύω από τους δρόμους μου. Οι δρόμοι μου είναι το καταφύγιό μου για να αντλώ τα ερεθίσματά μου και να φτιάχνω τους μύθους μου. Δυστυχώς οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να καταλάβουν  το μεγαλείο των δρόμων όπου ένα ασήμαντο  άχυρο που χτυπιέται και ρίχνεται από εδώ κι από εκεί από τον αέρα, μπορεί να γίνει μια όμορφη ιστορία.  Ακόμη ένα σκυλί που βαδίζει μια κρύα νύχτα του χειμώνα έρημο και πεινασμένο, μπορεί να δώσει στον ποιητή θαυμάσιους στίχους. Επίσης ένας τρισάθλιος βρώμικος ζητιάνος να εμπνεύσει έναν μυθιστοριογράφο να γράψει ένα αριστούργημα.

   --- Συμφωνώ! Μόνο που ο συγγραφέας σαν περπατήσει ανάμεσα στους ανθρώπους και ζήσει τη χαμοζωή τους μπορεί με αξιώσεις να γράψει με αποκαλυπτική και ζωντανή γλώσσα αυτά που είδε.

   --- Αν  δεν πείνασες στη ζωή σου, πώς μπορείς να γράψεις για την πείνα; Λέμε εύκολα σήμερα πως δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται και πεινάνε και κάνουμε ένα σωρό ευχολόγια να βρούμε τρόπους να τους χορτάσουμε. Αυτοί όμως εξακολουθούν να πεινάνε.  Εμείς δεν γευόμαστε  αυτό το αίσθημα της πείνας που το γεύονται αυτοί που υποφέρουν. Αν πεινούσαμε θα τους πλησιάζαμε περισσότερο. Ο καλός συγγραφέας λοιπόν πρέπει να πάει εκεί στις τενεκεδούπολεις ή στους προσφυγικούς καταυλισμούς, να ζήσει νηστικός και να  κοιμηθεί στο υγρό χώμα. Τότε θα γράψει καλά μ’ εκείνη τη θλιμμένη γλώσσα που συντίθεται  στην ανθρώπινη δυστυχία.

   --- Να γράψει την πραγματικότητα θέλεις να πεις;

   --- Ναι, χωρίς αρρωστημένη φαντασία και πανικό.

   --- Και να φανερώσει την πανούκλα που υπάρχει παντού χωρίς να προσπαθήσει να την κρύψει.

   --- Δε συμφωνείς;

   --- Συμφωνώ. Η πραγματικότητα όσο σκληρή κι αν είναι πρέπει να φανερώνεται από την τέχνη και τους δημιουργούς της. Αλλιώς σαν κρύβεται η παραφροσύνη, θριαμβεύει το μοχθηρό, το βίαιο, το μικρόψυχο, το κακόβουλο και το ασεβές.

   Είπε αυτά και για λίγο μια στιγμή έδειξε να είχε κυριευτεί από απόλυτη ανησυχία. Ο Σοφοκλής το πρόσεξε και τη ρώτησε:

   --- Σου συμβαίνει τίποτα;

   --- Συγχώρα με! του ψιθύρισε αυτή και του έριξε μια σύντομη ματιά.

   --- Δεν μπορεί, φαίνεσαι ανήσυχη. Ίσως κάτι σε απασχολεί ή κάτι θυμήθηκες.

   Εκείνη κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το κρύψει και πήρε την απόφαση να του το φανερώσει.

   --- Φεύγω την πρώτη Σεπτέμβρη για τη Μακεδονία. Με στέλνουν να κάνω τις μετρήσεις στη λίμνη Κορώνεια που βρέθηκαν τα νερά της μολυσμένα. Αιτία οι καλλιέργειες στη γύρω περιοχή που τα φάρμακά τους μολύνουν το υπέδαφος κι εκείνο με τη σειρά του τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.

   Ο Σοφοκλής έδειξε να στενοχωρήθηκε σαν το άκουσε. Μια ανησυχία και μια αναστάτωση τον κυρίευσαν που απλώθηκαν μ’ ένα ελαφρό κοκκίνισμα στο πρόσωπό του.

   --- Κι από εδώ τελείωσες; τη ρώτησε κι έδειχνε να κάνει αγώνα με τον εαυτό του να συγκρατήσει τη συγκίνηση και τη στενοχώρια του.

   --- Ναι, Έστειλα τα πορίσματα των αναλύσεών μου στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων και διεκπεραίωσα αισίως τον σκοπό της άφιξής μου εδώ. Τώρα δεν απομένει να τα αξιολογήσουν και να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα καταστολής κι απαγόρευσης για τον περιορισμό της μόλυνσης του περιβάλλοντος της περιοχής από τα φυτοφάρμακα. Ακόμη να λάβουν και τα μέτρα τους για τις ανεξέλεγκτες εκκενώσεις λυμάτων στα ρέματα, στα ποτάμια, στους χείμαρρους και στη θάλασσα από τις μικρές και τις μεγάλες βιομηχανίες. Να ξέρεις πως στην έκθεσή μου χαρακτηρίζω την περιοχή υψηλού κινδύνου και τη συνοδεύω με όλα τα περιστατικά θανάτου που συνέβησαν.

   --- Δηλαδή σε μεταθέτουν;

   --- Δεν είναι μετάθεση αλλά  απόφαση από την κεντρική διεύθυνση του Υπουργείου Τροφίμων κι από το Τμήμα Βιολογικού Ινστιτούτου, υπεύθυνου για τον έλεγχο των τοξινών και της μόλυνσης σε περιοχές κι ασθενείς οργανισμούς.

   --- Το ήξερες πολύ καιρό πως θα έφευγες;

   --- Όχι. Πριν δυο μέρες έλαβα τη διαταγή τους. Αναφέρει καθαρά πως στις αρχές Σεπτεμβρίου οφείλω να αναλάβω υπηρεσία στο βιολογικό εργαστήριο της λίμνης Κορώνειας που συστήθηκε ειδικά για την παρακολούθηση της ρυπαρογόνου έκτασης της περιοχής και των υδάτων της λίμνης.

   --- Θα τα καταφέρεις κι εκεί όπως κι εδώ. Έδωσες λαμπρά δείγματα εργατικότητας και αφοσίωσης στην έρευνά σου. Είμαι  σίγουρος πως την αλήθεια που υπηρέτησες στην περιοχή μας θα την προσέξουν και θα σε αφήσουν να την διερευνήσεις κι εκεί.

   --- Τους είπα την αλήθεια ωμή! Ο κόσμος πεθαίνει από καρκίνο εδώ, κάνετε κάτι να τον σώσετε! Το περιβάλλον έχει υποστεί μεταβολή και ο υδροφόρος ορίζοντας έχει μολυνθεί. Απλές κουβέντες!

   --- Κι όμως για όλα αυτά τα καλά που λες πως έκανες, δέχτηκες και την επιθετικότητα των αξιοσέβαστων εχθρών σου!

   --- Όπως κι εσύ! Και δεν θα τα έκανα αν δεν είχα τη δική σου συμπαράσταση και βοήθεια.

   --- Έκανα το ελάχιστο αλλά και το καθήκον μου.

   ---  Ελάχιστο το λες εσύ, τεράστιο το κρίνω εγώ. Να δω εκεί τι θα συναντήσω. Γιατί να ξέρεις κι εκεί θα τα βάλλω με τα συμφέροντα και θα με κυνηγήσουν πολλοί. Εκτός από τις βιομηχανίες και τους καλλιεργητές που σίγουρα θα με δουν σαν εχθρό τους το ίδιο θα κάνουν και όσοι αντλούν νερό και οι γύρω δήμοι που έχουν καταντήσει την περιοχή σκουπιδότοπο και ωφελούνται απ’ αυτόν. Όλους αυτούς πρέπει να τους πολεμήσω. Τι λες θα τα καταφέρω; Εδώ δεν είχα και πολλούς εχθρούς αλλά κάποια υπόκωφη αντίδραση υπήρχε. Μπορεί και το δικό σου κύρος να με έσωσε. Εκεί ποιος θα με σώσει;

   Ο Σοφοκλής πήγε κάτι να πει αλλά αντί να βγάλει την πρόταση που ήθελε, άρχισε να κομπιάζει, να ξεροβήχει και να μασάει τα λόγια του. Κάποια στιγμή όμως τα κατάφερε και της είπε με τρόπο εύθυμο για να σπάσει τον πάγο της καταθλιπτικής ατμόσφαιρας:

   --- Μου θυμίζεις πρωταγωνίστρια σε επικίνδυνες αποστολές!

   --- Μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα με τις περιπέτειές μου αλλά και όλων μας! Το έχεις σκεφτεί;

   --- Έχω κρατήσει μερικές σημειώσεις στο αρχείο μου. Ίσως κάποτε να τις αξιοποιήσω.

   --- Γιατί κάποτε κι όχι τώρα σύντομα;

   --- Γιατί τώρα ήδη γράφω ένα. Έχω και τα διηγήματα που πρέπει να τα ρετουσάρω λίγο συν τις άλλες υποχρεώσεις σε περιοδικά και εφημερίδες. Όλα αυτά με έχουν βάλει σε ατέλειωτες φασαρίες. Νομίζω καμιά φορά πως χασομερώ μαζί τους. Αυτή την εντύπωση έχω.

   --- Μην το λες αυτό. Αδικείς τον εαυτό σου.

   --- Το λέω γιατί κάποτε πρέπει να ξεκολλήσω από πάνω τους και να ελευθερωθώ.

   --- Να κάνεις κάτι άλλο;

   --- Ναι. μου έχει μπει στο νου εδώ και καιρό να ασχοληθώ με τη γραφή ενός βιβλίου που να έχει σαν θέμα τη γένεση του μυθιστορήματος, είδος που μου αρέσει και μου πάει κιόλας. Να ξεκινήσω από τότε που  ξεκίνησε η αφηγηματογραφία με τις φανταστικές  ιστορίες σε στίχους από τα βυζαντινά μυθιστορήματα ως τον Ερωτόκριτο. Ύστερα να φτάσω στην αξιοπρόσεκτη περίπτωση του Ν. Ροδινού. Κατόπιν στα ελευθεριάζοντα  μυθιστορήματα του Ρήγα Βελεστινλή που κυμαίνονται από την πιστή μετάφραση ως την εξυπηρετική, συγκεκριμένων στίχων, διασκευή γαλλικών προτύπων.  Να αναφερθώ στη συνέχεια στην ανεξαρτοποίηση του πεζού λόγου στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα με τη σκιαγράφηση του Παπατρέχα του Κοραή. Να φτάσω μετά και στο καινούριο ύφος του πεζού λόγου σε δημοτική γλώσσα του Διονυσίου Σολωμού με τη << Γυναίκα της Ζάκυνθος >>. Και στα πρώτα κείμενα με αξιώσεις μυθιστορήματος στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, όπως << Ο Αυθέντης του Μορέως >> του Α. Ραγκαβή, και  ο << Θάνος Βλέκας >> του Π. Καλλιγά.  Και σαν προσπεράσω όλα αυτά να φτάσω στους κοντινούς του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα.

   --- Έχεις πέσει με τα μούτρα στο μυθιστόρημα. Γιατί;

   --- Γιατί δεν μπορώ να μπω σε μικρή φόρμα αφήγησης όπως είναι η ποίηση, το διήγημα, η νουβέλα. Πιστεύω στο μυθιστόρημα με την έννοια της κλασικής μορφής του, της κατάδειξης των χαρακτήρων, των σχέσεων της αφήγησης, της περιγραφής και της γλώσσας. Το αποσπασματικό δεν το θέλω. Το μυθιστόρημα έχει ολιστική και ενοποιητική σύλληψη του κόσμου και η οποία υπάρχει ως μηχανισμός μέσα στο συγγραφέα του αλλά κατά τύχη και σε μένα. Έτσι για μένα όλα είναι ολικά κι όχι στιγμιότυπα ή στιγμές. Εφόσον λειτουργώ ολιστικά γράφω μυθιστόρημα που παρουσιάζει έναν πλήρη κι αυτάρκη κόσμο με όλα τα μπιχλιμπίδια που το στολίζω σαν συγγραφέας.

   --- Γράφεις όμως και διηγήματα. Θα εκδώσεις και μια συλλογή διηγημάτων μου δήλωσες νωρίτερα. Μήπως φάσκεις κι αντιφάσκεις;

    --- Όχι. Τα έγραψα για να βασανίσω περισσότερο τον εαυτό μου παρά για να νιώσω τη χαρά της δημιουργίας. Δεν θα το ξανατολμήσω. Πρώτη και τελευταία φορά που έγραψα διηγήματα.

   --- Αν όμως κρίνω από τα μυθιστορήματά σου και τα διηγήματά σου θα είναι εξαίρετα. Κι αυτά θα είναι γραμμένα στο γνωστό σου ύφος, το ρωμαλέο και  στη ζωντανή  γλώσσα όπως κι εκείνα.

  --- Είναι ερωτικά κι έχουν το δικό τους χρώμα.

  --- Κυριαρχία του έρωτα!

  --- Αλλά και της προδοσίας!

  --- Από το μέρος της γυναίκας, υποθέτω!

  --- Περισσότερο από το μέρος της, ναι.

  --- Γιατί έτσι;

   --- Γιατί αυτό διδάσκει η ζωή!

   --- Ενώ για σας τους άντρες τι διδάσκει;

   --- Ό,τι και να διδάσκει την άβυσσο της ψυχής της γυναίκας δεν την έχει ο άντρας.

   --- Καλά, δε θα τσακωθούμε κιόλας. Όμως κάτι θα λες και για την ομορφιά που δίνει και τον έρωτά της.

   --- Όσο γι’ αυτά δε σας αδίκησε η φύση σας τα χάρισε άφθονα στη ζωή. Έτσι λέω πολλά γι’ αυτά!

  --- Οι ηρωίδες από πια τάξη ανθρώπων είναι επιλεγμένες;

  --- Από την πιο ταπεινή μέχρι και την πιο υψηλή.

  --- Και οι άντρες;

  --- Το ίδιο.

  --- Θυμάσαι κάποιο;

  --- Απέξω; Δεν είναι ποίημα!

  --- Την περίληψη.

  Εκείνος ξέσπασε  μην μπορώντας να συγκρατηθεί:

  --- Θα σου διηγηθώ το τέλος από ένα, της είπε, που έχει τίτλο, << Ω, γύναι, γλυκύτατό μου κάλλος >> και με μια γαλήνια έκφραση άρχισε: << Η γυναίκα με το πρώτο κιόλας ποτήρι αισθάνθηκε σαν θάλασσα που φουσκώνει και υψώνει θεόρατα κύματα σκοτεινά. Κι αμέσως ένιωσε την ανάγκη και το πάθος να μεταφέρει την αναταραχή της αυτή και στον άντρα. Έτσι χωρίς σεμνότητα αλλά με αχαλίνωτη ορμητικότητα τον τράβηξε με δύναμη στο κρεβάτι.

    Κι εκείνος αφού το περίμενε την έσφιξε στην αγκαλιά του κι ετοιμάστηκε για την υπέρτατη ηδονή. Κι έτσι καθώς η γυναίκα έλιωνε κι ένιωθε την απαλότητα από το υπέροχο χάδι των χεριών του να της ξυπνάει το γλυκό πόθο, εκείνος ανάμεσα στους ζεστούς γλουτούς της, προσπαθούσε να της ζωηρέψει το πιο ζωντανό μέρος του κορμιού της. Κι όσο αυτή το ένιωθε, τόσο η φλόγα του πάθους της γινόταν πιο εύφλεκτη και συναρπαστική. Έτσι σε κάποια στιγμή του παραδόθηκε κι ανοίχτηκε ολόκληρη να τον δεχτεί μέσα της. Κι αφού έγινε αυτό αισθάνθηκαν και οι δυο το ρίγος της υπέρτατης ηδονής να διαπερνά τα σώματά τους και να τα ναρκώνει για πολλή ώρα μέσα στην απέραντη γλυκιά ευτυχία που ένιωθαν>>.

    Εδώ σταμάτησε την αφήγηση για να σχολιάσει στη συνέχεια:

     --- Να πρόσεξε τώρα κι  ένα απόσπασμα από άλλο διήγημα για να βεβαιωθείς γι’ αυτό  που σου έλεγα για την προδοσία της γυναίκας. Η κυρία αυτή ήταν πολυγαμική πράγμα που η ηθική το απαγορεύει στις γυναίκες όσο κι αν η φύσει το επιτρέπει. Είναι προνόμιο των αντρών η πολυγαμία και το ξέρεις. Ωστόσο αυτή το βιολί της

    Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε: << Το επόμενο βράδυ ο άντρας την αναζήτησε στη ρεσεψιόν, ανήσυχος για την ολοήμερη απουσία της. Η ρεσεψιονίστ διατυπώνοντας πολύ προσεκτικά τα λόγια της και μ’ ένα γλυκό γοητευτικό τρόπο του ομολόγησε ολόκληρη την αλήθεια. << Η κυρία Ιουλιέτα που ζητάτε είναι η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, χήρα και κυνηγός ωραίων αντρών! Πέταξε το μεσημέρι για τη Χονολουλού! Ένας Θεός ξέρει πότε θα επιστρέψει! >>  Ο άντρας με βήμα γοργό κίνησε προς την έξοδο. Εκεί αυθόρμητα αναφώνησε με μια ικετευτική τρυφερότητα ; << Αχ, γυναίκες! πόσο μοιάζετε με τους περιοδεύοντες θιάσους! >>

     Της Αντιγόνης της άρεσαν και οι δυο περίοδοι που η αγνότητά τους την έκαναν να δακρύσει και να λάμψουν τα μάτια της από μια γαλήνια ομορφιά που αναδυόταν από μέσα της και είχε επηρεαστεί από τις ερωτικές εικόνες των κειμένων. Έπεσε σε περισυλλογή και σκέφτηκε πως αγαπούσε σαν τρελή τον άντρα αυτό που είχε κοντά της ως τα μύχια της καρδιά της. << Ο έρωτας είναι κάτι το απέραντο >> συλλογίστηκε κι ένιωσε την επιθυμία να νιώσει ελεύθερη μαζί του. Και τότε σαν σηκώθηκε, έπιασε το Σοφοκλή από το μπράτσο και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά του.

   Τους ξύπνησαν τα τρακτέρ που σέρνονταν σαν ερπετά πάνω στην άσφαλτο και πήγαιναν στη διαδήλωση διαμαρτυρίας για τα ακριβά καύσιμα που πλήρωναν οι ιδιοκτήτες αγρότες τους και δυσκολεύονταν να κάνουν με φθηνό κόστος τις καλλιέργειες. Σαν τέρατα βούιζαν συνέχεια και διασχίζανε την άσφαλτο σε αργό ρυθμό με τις κόρνες τους σε ένταση κι όλο κυλούσαν προς τα βόρεια, αγνοώντας τις λακκούβες, τα φαγώματα του δρόμου και τις επικίνδυνες κακοτεχνίες του. Οι οδηγοί ήταν πάσης ηλικίας, εικοσάρηδες μέχρι και εξηντάρηδες με ξερακιανά πρόσωπα, με χοντρά ματογυάλια και με την αγωνία στα θολά μάτια τους που έμοιαζαν σαν ρομπότ σε μυστική αποστολή. Ο τόπος γύρω αντηχούσε από το θόρυβο των μηχανών, τις φωνές και τις επευφημίες των συγκεντρωμένων στην άκρη του δρόμου έτσι που ο αέρας και η γη δονούνταν ενωμένα μ’ ένα ίδιο παλμό.

   Κάποια στιγμή σταμάτησαν σ’ ένα μεγάλο κτήμα και οι οδηγοί ένας- ένας πήδησαν από τα τρακτέρ και κάθισαν κάτω στο χώμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έβγαλαν ύστερα από τα σακίδιά τους το φαί τους, ψωμί, ντομάτα και ελιές κι έτρωγαν. Οι περαστικοί τους κοιτούσαν και τους ενθάρρυναν με λόγια γενναία. Μετά από μισή ώρα οι οδηγοί έβαλαν μπροστά τα τρακτέρ κι άρχισαν πάλι την πορεία προς την πόλη. Σ’ ένα τέταρτο ο δρόμος άδειασε και η ησυχία απλώθηκε πάλι πάνω από την περιοχή. Απόμεινε μόνο η καπνός από τις εξατμίσεις να δηλητηριάζει τον αέρα και η μυρωδιά από τα καμένα λάστιχα που έκαψαν δυο παλικαράδες οδηγοί.

   --- Αυτά θα έχουμε από εδώ και πέρα με την αύξηση της τιμής των καυσίμων, είπε ο Σοφοκλής ενώ είχε ακόμη στραμμένα τα μάτια του έξω.

   --- Έχουν δίκιο οι άνθρωποι! είπε η Αντιγόνη με κάποιο οίκτο. Τα χωράφια θέλουν όργωμα κι αυτό γίνεται με τα τρακτέρ. Καίνε πετρέλαιο κι όχι νερό. Κι έστρεψε και πάλι τα μάτια της προς το μέρος που είχαν περάσει οι διαδηλωτές.

   --- Και τα χρέη τους μεγαλώνουν. Αγροτικά αυτοκίνητα, τρακτέρ, γεωργικά μηχανήματα, εργαλεία, φάρμακα όλα τα αγοράζουν με χρέωση. Οι τράπεζες τους έχουν υποθηκεύσει τις περιουσίες και σαν δεν αποπληρώνουν τα δάνεια τους τις παίρνουν στους πλειστηριασμούς. Κάθε τόσο και λιγάκι κάποιος αγρότης που έπεσε στη δυστυχία χάνει το σπίτι του ή κάποιο χωράφι.

   --- Για το Θεό! Κανένας δε νοιάζεται γι’ αυτούς!

   --- Μόνο οι μεγάλοι τσιφλικάδες αγροκτήμονες την έχουν καλά. Αυτοί δεν κινδυνεύουν από κατασχέσεις. Τους μικρούς έχει πάρει ο διάβολος. Αυτοί δε θα ξεχρεωθούν ποτέ. Και τα επιτόκια όσο πάνε και ανεβαίνουν.

   --- Και οι τιμές που πουλάνε τα προϊόντα τους  είναι μικρές. Πολλές φορές δεν έχουν κέρδος και μπαίνουν μέσα.

  --- Κι όμως στα σούπερ μάρκετ οι τιμές φτάνουν στα ύψη και τα προϊόντα τους πωλούνται ακριβά.   Ποιοι τα καρπώνονται τα κέρδη; Ποιοι άλλοι από τους εμπόρους και τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών.

  --- Και οι τράπεζες δεν τους περιμένουν να ξεχρεώσουν. Κατ’ ευθείαν στο ψητό. Τους παίρνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν.

  Μόλις είπε αυτά εκείνος πήρε το χέρι της και της το φίλησε. Ύστερα σαν στηρίχτηκε στην άκρη του κρεβατιού με τη ματιά του πάντα πάνω της, κατέβηκε και κάθισε σε μια πολυθρόνα.

   --- Πέρασαν σχεδόν πέντε ολόκληρες ώρες από τότε που ήρθα! έκανε  ξαφνικά η Αντιγόνη σαν είδε το ρολόι του τοίχου να δείχνει έξι. Είναι προχωρημένο απόγευμα. Πρέπει να φύγω. Έχω μια ανάλυση στο εργαστήριο και επείγει.

   Ο Σοφοκλής την κοίταξε παραδομένος σε μια μέθη. Προφανώς μεταδοτική γιατί κι εκείνη από τη μεριά της το ίδιο ένιωθε.

   --- Βγήκαμε ωφελημένοι και οι δυο απ’ αυτή μας την ανεπανάληπτη στιγμή, της είπε ενώ φάνηκε να τον βασάνιζαν κάποιες μαύρες σκέψεις σαν θυμήθηκε το χωρισμό τους μέσα στο Σεπτέμβριο.

   --- Πες μου ειλικρινά, τον ρώτησε αυτή, μ’ αγαπάς;

   --- Όχι, μόνο σ’ αγαπώ αλλά και η ζωή μου αν το θέλεις μπορεί να είναι ολοκληρωτικά δοσμένη κι αφιερωμένη από εδώ εμπρός σε σένα! της είπε μ’ ένα ελαφρό τρεμούλιασμα στα χείλη και την κοίταξε με αφοσίωση.

   Η Αντιγόνη πήδησε από το κρεβάτι και κάθισε δίπλα του. Έσκυψε πάνω του γεμάτη ευτυχία και με μια παιδιάστικη αθωότητα, του ψιθύρισε στ’ αυτί:

   --- Αυτή η ευτυχία που με συνεπαίρνει σαν είμαι μαζί σου είναι πρωτόγνωρη στη γκρίζα και συννεφιασμένη μου ζωή και δρα σαν βάλσαμο στην ψυχή μου. Δε θα ήθελα να την χάσω ποτέ!

   Εκείνος δε μίλησε αλλά άφησε να χαραχθεί ένα όμορφο και τρυφερό γέλιο στα χείλη του. Αυτή κόλλησε ακόμη πιο κοντά του και του είπε:

   --- Μα εσύ είσαι καταϊδρωμένος! Και άρχισε να ντύνεται με επιδέξιες κινήσεις.

   Ήταν μία από τις πολλές φορές που του μιλούσε έτσι τρυφερά. Αυτός έπιασε το χέρι της και κοίταξε από το παράθυρο τις όμορφες δεντροστοιχίες του δρόμου και τα φορτωμένα δέντρα του κήπου από γινομένα φρούτα. Άκουσε τις φωνές των τζιτζικιών, των πουλιών και των εργατών και είδε τους τελευταίους απ’ αυτούς να επιστρέφουν στα σπίτια τους ανεβασμένοι στις καρότσες των φορτηγών. Όλα όσα έβλεπε κι άκουγε τα έβαλε στη μνήμη του για να τα έχει ποιος ξέρει σαν μια πορεία ρυθμική σαν έφευγε από κοντά τους.

   --- Η ζωή μου έγινε ωραία μαζί σου! της είπε με μια αθώα έκφραση και την παρατήρησε προσεχτικά με βλέμμα που φανέρωνε το ατέρμονο βάθος των συναισθημάτων του.

   Αυτή γέλασε με ικανοποίηση και σηκώθηκε.

   --- Ω! Μη με εγκαταλείπεις! της ψέλλισε και φαινόταν να πίστευε πραγματικά πως ήταν άτυχος εκείνη τη στιγμή που αυτή έδειξε να κάνει το πρώτο βήμα για την πόρτα.

   --- Πρέπει να εργαστώ και δεν μπορώ να καθίσω άλλο! Η νίκη της λογικής θα βρεθεί και πάλι απέναντι στην ήττα της  τρέλας. Οι ιοί θα πρέπει να διερευνηθούν.

    Εκείνος καμώθηκε πως δεν άκουσε καλά και της είπε:

    --- Κάθισε λίγο ακόμη! Σε θέλω!

    --- Δεν μπορώ σου είπα. Οι ιοί με περιμένουν. Πρέπει να παραδώσω αύριο άλλη μία έκθεση με ιστολογική εξέταση.

    Πάλι με ύφος σοβαρό της ψιθύρισε:

    --- Όχι, φιλευσπλαχνίες μαζί τους! Χτύπα τους στο σταυρό!

    ---Έννοια σου κι όσο γι’ αυτό μη σε μέλει! του απάντησε κι έφτασε ως την πόρτα αφού προηγουμένως τον φίλησε τρυφερά στα χείλη. Και πιάνοντας τη χειρολαβή να την ανοίξει, πρόσθεσε:

    --- Έχω και λίγη ανάγκη για ξεκούραση. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.

    Ο Σοφοκλής γέλασε.

    --- Αυτό θα κάνω κι εγώ. Θα ξεκουραστώ γιατί έχω δουλέψει πολύ αυτές τις μέρες. Βαρέθηκα το γράψιμο συνέχεια. Δε θα πιάσω μολύβι στα χέρια μου μέχρι αύριο.

   --- Πρέπει επί τέλους να ζούμε κι ανέμελα! του φώναξε και κλείνοντας την πόρτα άρχισε να περπατάει στο διάδρομο της αυλής πηγαίνοντας για την εξώπορτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ  19

 

 

 

 

 

 

 

      Ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη διψάνε για ζωή. Και είναι τόση η επιθυμία και η λαχτάρα τους που προσπαθούν να τη δαγκώσουν με όλα τα δόντια τους, ώστε να την κρατήσουν κοντά τους αξιολογώντας ποιοτικά τα όσα τους προσφέρει. Πάνε παντού, τα βλέπουν όλα, γεύονται ό,τι καλό και ωφέλιμο μπορούν με τις αισθήσεις τους να συλλάβουν και ικανοποιούν άμεσα την απαιτητική τους βουλιμία.

     Έτσι και σήμερα το απόγευμα κατέβηκαν στην προκυμαία να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις που γίνονταν με αφορμή τη γιορτή της ναυτικής εβδομάδας που διοργάνωνε από κοινού με το Υπουργείο Εμπορικής  Ναυτιλίας  ο δήμος της πόλης. Η προκυμαία ήταν στολισμένη με γαλάζιες, κόκκινες και λευκές σημαίες και γεμάτη από κόσμο. Εκατοντάδες είχαν έρθει για να δουν τις εκδηλώσεις που περιελάμβαναν ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, καραγκιόζη, λαμπαδηδρομίες, και παντομίμα για τα παιδιά. Ακόμη ήρθαν για να δουν και να θαυμάσουν από κοντά το αντιτορπιλικό << ΑΣΠΙΣ >> που είχε αγκυροβολήσει στα βαθιά του κυπαρισσιακού κόλπου συμμετέχοντας κι αυτό με την παρουσία του και το συμβολισμό του στην επιτυχία της γιορτής. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στην προκυμαία, κοιτούσαν το πλοίο, σχολίαζαν τη θωράκισή του, και την κομψή γραμμή του και χαιρετούσαν τους ναύτες και τους αξιωματικούς που στέκονταν στη γέφυρα. Οι πιο ένθερμοι πατριώτες ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές υπέρ του έθνους και της εθνικής του κυριαρχίας και παίνευαν τους ηρωικούς αγώνες τόσο του πολεμικού ναυτικού όσο και την οικονομική δραστηριότητα του εμπορικού που είχε τη μερίδα του λέοντος στην οικονομία της χώρας.

    Ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη περπατούσαν κατά μήκος της προκυμαίας αγκαζέ, με όρθια τα κορμιά και λυγερά σαν δυο κυπαρίσσια, όλο ηρεμία, δύναμη και χαρά. Προχωρούσαν με βήματα αργά, χαμογελώντας και κοιτάζοντας ενθουσιασμένοι όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους. Σε λίγο στάθηκαν κοντά σε μια βενζινάκατο που πήγαινε κόσμο στο αντιτορπιλικό. Η Αντιγόνη εκφράζει την επιθυμία να επισκεφτεί το πλοίο.

    --- Δεν έχω μπει σε τέτοιο πλοίο του πολεμικού ναυτικού! του λέει λυπημένα. Πολύ θα ήθελα να το επισκεφτώ. Είναι ευκαιρία τώρα γιατί πότε άλλοτε δε θα μου παρουσιαστεί!

   Ο Σοφοκλής έδειξε να συμφωνεί μαζί της.

   --- Ναι, της αποκρίθηκε, πάμε! Δε θα χάσουμε τίποτα!  

   Μπήκαν στη βενζινάκατο και σε πέντε λεπτά περπατούσαν στο κατάστρωμα του πλοίου κουβεντιάζοντας με τους ναύτες και ακούγοντας διάφορα τεχνικά ή πολεμικά θέματα από τους ειδικούς του αντιτορπιλικού. Ύστερα ξεναγήθηκαν στις καμπίνες των αντρών, επισκέφτηκαν τα μαγειρεία, την τραπεζαρία φαγητού, το μηχανοστάσιο και τους χώρους που εκτοξεύονταν οι τορπίλες. Τους άρεσαν όλα και απόκτησαν καινούριές εμπειρίες γύρω από τη λειτουργία μια πολεμικής μηχανής. Σαν γύρισαν και περπατούσαν πάλι στην προκυμαία η Αντιγόνη του είπε με αντικρουόμενα συναισθήματα:

   --- Άλλο  να το βλέπεις κι άλλο να υπηρετείς και να είσαι κλεισμένος εκεί μέσα! Άλλο επισκέπτης κι άλλο να υπηρετείς τη θητεία σου κάτω από τις διαταγές των ανωτέρων σου!

   Ο Σοφοκλής κοίταξε το πλοίο και φάνηκε πως τα μούτρα του ξίνισαν.

  --- Η ζωή εκεί μέσα δεν είναι παίξε γέλασε, είπε. Έχει μονοτονία, πειθαρχία και είναι σκληρή. Με λίγα λόγια είσαι στρατιώτης κι όχι πολίτης. Και καλά να υπηρετείς τη θητεία σου εν ώρα ειρήνης. Αν έρθει ο πόλεμος τι γίνεται;

   --- Ποικιλία δεν έχει η ζωή τους εκεί μέσα.

   --- Στα μικρά πολεμικά είναι ελάχιστη. Στα μεγάλα θωρηκτά που αριθμούν εφτακόσιους άντρες οι σχέσεις είναι καλύτερες. Στα τορπιλικά, στις κανονιοφόρους και τα αντιτορπιλικά που το προσωπικό είναι μικρό η ποικιλία ζωής ελαττώνεται.

   --- Και την πλήξη που νιώθεις να κάνεις τα ίδια και τα ίδια τόσους μήνες που την βάζεις;

   --- Ναι, είναι κι αυτή μια ψυχοπλάκωση αλλά δε γίνεται αλλιώς. Στρατιώτης είσαι και πρέπει να την ανεχθείς.

   --- Στρατιώτης ναι, που μπορεί και να είσαι άτυχος και να φας και καμιά κανονιά! Και τότε τι γίνεται;

   --- Ό,τι χειρότερο!

   --- Ίσως κάποια στιγμή η ανθρωπότητα βρει τρόπο ν’ απαλλαγεί από όλα αυτά τα φονικά τέρατα που φέρνουν την καταστροφή και τίποτα άλλο! Πότε όμως;

   Βρίσκονταν τώρα στο ύψωμα του Μαρτσέλου. Κοιτούσαν και ρέμβαζαν το ηλιοβασίλεμα που έκανε τη δύση να πυρπολείται από τα χρώματα   του ήλιου ενώ τρομερά ρίγη συγκίνησης διαπερνούσαν τα σώματά τους σαν σκέφτονταν τις όμορφες στιγμές που περνούσαν μαζί από τότε που γνωρίστηκαν. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς που μπόρεσαν και μέσα από μια πρόωρη κι ανιαρή μελαγχολία να φτάσουν σ’ ένα είδος συναισθηματικής ευτυχίας ανεπανάληπτης. Ήταν και οι χαρακτήρες τους βλέπεις ευάλωτες στο φόβο και την ήθελαν πολύ τούτη την ψυχική και σωματική προσέγγιση.

   Η Αντιγόνη λούφαξε στην αγκαλιά του δείχνοντας να της άρεσε πολύ αυτή η ρομαντική εικόνα που απλωνόταν μπροστά τους αλλά και η τρυφερότητα που της έδειχνε ο άντρας. Διαισθανόταν κάτι το ασύλληπτο που είχε και την έκανε τόσο ευτυχισμένη ενώ δεν της έδιωχνε ούτε λεπτό την επιθυμία να υποτάσσεται σ’ αυτόν. Μα κάποια στιγμή την ξάφνιασε η συνέχεια και γαντζώθηκε πάνω του φοβισμένη.  Κάτι ένιωσε πως κάτι ξύπνησε μάσα της. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει αν ήταν κακό ή καλό. Και για μια στιγμή αισθάνθηκε όλο της το είναι να χάνεται.

   --- Θέλεις να περπατήσουμε πέρα ως τη Γιαννίτσαινα; τον ρώτησε μ’ ένα στοχασμό και μια θέληση ανάγκης και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

   --- Ναι, αγάπη μου! της ψιθύρισε αυτός και μ’ ένα χαμόγελο φίνο έκανε το πρώτο βήμα για να μπει στον παραλιακό δρόμο.

   --- Δεν θα πάμε όλο ίσια, του είπε η Αντιγόνη αλλά μετά το σπίτι μου θα στρίψουμε αριστερά. Έχει εκεί ένα μικρό και όμορφο δασύλλιο που είναι μαγευτικό το βράδυ. Εκεί θέλω να πάμε!

   --- Γιατί όχι, της αποκρίθηκε εκείνος και αγκαλιά τώρα διέσχιζαν με βήμα αργό και καμαρωτοί το δρόμο ρουφώντας αχόρταγα τις ομορφιές που ζωγράφιζε το δειλινό κι έδειχναν παραδεισένιες.

   Είχαν αφήσει τώρα πίσω τους το επίσημο πορνείο της Ρόζας και ετοιμάζονταν για να στρίψουν αριστερά με κατεύθυνση το δάσος. Σταμάτησαν και η Αντιγόνη ρίχνοντας μια ματιά ανατολικά, είπε με μια ποιητική διάθεση και σκέψη στοχαστική;

   --- Σε τι ωραία περιοχή ζούμε! Τυχεροί που είμαστε στη θερμή αγκαλιά της μαζί με μια τόσο όμορφη πόλη!

   --- Ναι, είναι αμφιθεατρική, χρωματίζεται από την γαλήνη του κάστρου της και ερωτοτροπεί με τη θάλασσα. Σπάνια περιοχή και πολιτεία έχουν τέτοιες φυσικές  δωρεές ομορφιάς.

   --- Κι ο κόσμος της!

   --- Υπέροχος! Έχουν πολλά προτερήματα αλλά ένα νομίζω πως τους ταιριάζει απόλυτα.

   --- Ποιο;

   --- Η αγάπη τους για την ελευθερία!

   Πήρε το χέρι του και το φίλησε. Αφέθηκε ύστερα να τον κοιτάζει με εκείνη την εμπιστοσύνη που κάνει την κάθε καθώς πρέπει γυναίκα να νιώθει ανώτερη αλλά και να της έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη. Ύστερα δυο χοντρά δάκρυα  κύλησαν από τα μάτια της και έτρεξαν στα λεία μάγουλά της. Με ήπια κι ευλαβική ματιά κι αναλωμένη σε πελάγη ευαισθησίας και μ’ ένα υψηλό ηρωισμό, τον έσφιξε τρυφερά πάνω της. Της φάνηκε πως ξαναγεννιόταν.

   --- Σε βλέπω λίγο φοβισμένη ή κάνω λάθος; τη ρώτησε ο Σοφοκλής σαν ένιωσε το κορμί της να τρέμει.

   --- Μπα! του ψιθύρισε αυτή. Απλά νιώθω λίγο άβολα επειδή ίσως μου φαίνονται τόσο παραμυθένια αυτά που ζω αυτή τη στιγμή. Ο έρωτας, εσύ, η φύση, το σούρουπο, το φεγγάρι που θα ανατείλει, η μοναξιά του τοπίου και η νύχτα που θα ‘ρθει μου θεριεύουν την ύπαρξή μου και το μέλλον μου. Αν μπορούσες να νιώσεις κι εσύ αυτά που νιώθω εγώ…

   --- Θέλεις να πεις πως είσαι ευτυχισμένη;

   --- Ναι και δε θα άντεχα στη σκέψη πως θα σε χάσω κάποτε.

   Εκείνος συνοφρυώθηκε.

   --- Πολλές φορές δεν αποφασίζουμε εμείς για το πεπρωμένο μας.

   --- Ώστε κάποια στιγμή ο ένας θα εγκαταλείψει τον άλλον;

   --- Αυτή είναι η μοίρα μας!

   --- Μα δεν μπορούμε να την αποφύγουμε;

   --- Πώς; Αφού εσύ η ίδια φεύγεις την άλλη βδομάδα!

   --- Αυτό δε σημαίνει πως δε θα σ’ αγαπώ!

   --- Ναι, αλλά θα βυθιστούμε στο σκοτάδι τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο! Και το σκοτάδι είναι θάνατος! Δεν έχει φως και φέρνει το τέλος!

   Λόγια βαθύτατα σωστά. Ωστόσο αυτή δεν ήθελε να τα πιστέψει. Της φαινόταν ανυπόφορα να σκεφτεί πως μπορούσαν να επαναληφθούν. Κι αυτό γιατί θα τα έχανε όλα. Αγάπη, περίπατους, επιδοκιμασίες, φωτεινά χαμόγελα, ύπαρξη με νόημα. Προτιμούσε αυτά που είχε και ήθελε να τα κρατήσει.

   Στα λόγια του έδειξε αναστατωμένη.

   --- Θα γίνω μια δυστυχισμένη γυναίκα, μακριά σου! του ψιθύρισε με φανερή ανησυχία.

   --- Μην ανησυχείς γι’ αυτό! Μπορεί και όχι!

   --- Μα αφού σ’ αγαπώ!

   --- Όμως ο χρόνος είναι γιατρός!

   --- Και στον έρωτα;

   --- Του διώχνει το δεσποτισμό και τον καθιστά αδρανή.

   --- Του αποδυναμώνει όμως την τυραννία;

   --- Με ρωτάς κάτι δύσκολο. Ξέρω πως η ευτυχία δεν είναι ακούραστη.

   Έστριψαν αριστερά και μπήκαν στο χωματόδρομο που θα τους έβγαζε στο δάσος. Τα πρώτα πεύκα και οι αιωνόβιες βελανιδιές με τα θαμνώδη φυτά, άρχισαν ήδη και διακρίνονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Στη ρίζα ενός τέτοιου πεύκου ο Σοφοκλής πρόσεξε μια μυρμηγκοφωλιά. Πλησίασαν και με εύθυμο τρόπο είπε στην Αντιγόνη:

   --- Να οι φίλοι μας! Όλο το χειμώνα χουζουρεύουν τρώγοντας ό,τι έχουν μαζέψει απ’ το καλοκαίρι και δεν το βάζουν κάτω με τίποτα. Μόλις ο καιρός αρχίσει να ζεσταίνει ξεπορτίζουν για να γεμίσουν τις άδειες αποθήκες τους. Ξέρουν πολύ καλά που θα βρουν σπόρους και μυρίζονται εύκολα τα μαγεριά, τις εστίες τροφίμων και τα μυρωδάτα και ώριμα φρούτα.

   Κι αφού έσκυψε να δει κάποια αργοπορημένα που έτρεχαν να κλειστούν μέσα στη φωλιά τους πριν τα πλακώσει το σκοτάδι, της είπε με ιδιαίτερο τρόπο:

   --- Δεν σου κάνει εντύπωση η εργατικότητά τους; Ξεκινάνε το ένα πίσω από το άλλο, παίρνουν αυτό που βρίσκουν και πάλι το ένα πίσω από το άλλο επιστρέφουν για να τα αποθηκεύσουν στη φωλιά τους. Κι αυτό το κάνουν απερίσπαστα λες και τα ευχαριστεί. Αντίθετα από τους ανθρώπους που ό,τι κάνουν το κάνουν χωρίς ίχνος ευχαρίστησης.

   --- Όμως ζουν τόσο μονότονα!  Τι ζηλεύεις απ’ τη ζωή τους;

   --- Τον τρόπο οργάνωσής τους, ζηλεύω κι όχι τη ζωή τους! Εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε τρόπο οργανωτικό. Όλα τ’ αφήνουμε στην ψυχοφθόρα τύχη.

   Η Αντιγόνη γέλασε. Ύστερα έκανε ένα << πουφ >> σαν ξεκίνησαν κι άφησαν πίσω τους τη μυρμηγκοφωλιά.  

   Προχώρησαν πενήντα μέτρα κι έφτασαν σ’ ένα καινούριο μικρό σπίτι με ξύλινα κουφώματα, ένα μακρύ χαγιάτι και κόκκινα κεραμίδια στη στέγη που ήταν χτισμένο στ’ αριστερά του δρόμου. Όμορφο σπίτι, καλοφτιαγμένο για εκείνη την ερημική περιοχή και με πολύ αρχιτεκτονικό γούστο.  Απ’ ότι έδειχνε το κάτω πάτωμα πρέπει να ήταν ατελιέ ζωγραφικής και αποθήκη ενώ το πάνω εξυπηρετούσε άλλες ανάγκες του ιδιοκτήτη γιατί ήταν ευρύχωρο. Ανέβαινες από μια εξωτερική μαρμάρινη  σκάλα που ξεκινούσε από τη δύση της αυλής. Η αυλή ήταν πλακόστρωτη και είχε παρτέρια και κήπο με λουλούδια. Ένα μεγάλο πεύκο στη μέση της αυλής ομόρφαινε το χώρο και του έδινε εντυπωσιακή όψη. Στη νότια άκρη της  ήταν χτισμένο ένα άλλο μικρό σπιτάκι, ξέχωρο, μια κάμαρα που πρέπει να ήταν το μαγειρειό, γιατί απέξω είχε μια μεγάλη τραπεζαρία κι από τα παράθυρα διακρίνονταν τα ντουλάπια και  μερικά ράφια με ποτήρια.

   --- Ποιος άραγε να μένει εδώ στην ερημιά; μονολόγησε η Αντιγόνη και κοίταξε επίμονα το σπίτι θαυμάζοντας το γούστο του.

   Ο Σοφοκλής σταμάτησε και πλησίασε την εξώπορτα. Ύστερα έσκυψε να διαβάσει το όνομα στο κουδούνι. Το φως του φεγγαριού που άρχισε να προβάλει πίσω από το βουνό δεν τον βοήθησε. Έτσι της αποκρίθηκε μ’ ένα παράπονο:

   --- Κάποιος φίνος ερημίτης που αποφεύγει την κακία του κόσμου! Θα είναι όμως ενδιαφέρων και θαρραλέος άνθρωπος για να τολμά να ζήσει εδώ σ’ αυτή την ερημιά.

   Ξεκίνησαν πάλι με βήμα αργό πιασμένοι πάντα αγκαζέ. Ο δρόμος ήταν βατός και γεμάτος χώμα που δεν τους κούραζε αλλά τους δημιουργούσε μια άφατη χαρά η επαφή των ποδιών τους με το άλλοτε σκληρό κι  άλλοτε μαλακό χώμα. Τώρα εκεί που έφτασαν το δάσος πύκνωνε και το σκοτάδι άρχιζε να γίνεται πιο πυκνό.

   --- Δεν μπορεί να έγινε μέσα σε λίγα χρόνια αυτό το υπέροχο δάσος! ψέλλισε η Αντιγόνη και δε χόρταινε να το κοιτάζει.

   --- Ε, όχι δα! Εγώ το θυμάμαι από τότε που ήμουν μαθητής ακόμη στο γυμνάσιο κι ερχόμαστε εδώ εκδρομές. Αυτά τα θεόρατα δέντρα πρέπει να χρειάστηκαν για να γίνουν έτσι πολλά χρόνια, κάποια δε και αιώνες. Δεν είναι χέρι ανθρώπου αυτό το δάσος αλλά της φύσης. Ο άνθρωπος το φροντίζει κι έφτιαξε κι αυτό το δρόμο που περπατάμε.

   --- Και τι δέντρα! Μεγάλα και φιλικά, έτοιμα να απλώσουν τα κλαδιά τους και να σε στεφανώσουν!

  --- Φιλικά αλλά κρύβουν το διάβολό τους μέσα!

  Η Αντιγόνη ξαφνιάστηκε.

  --- Τι είναι αυτό που λες; του έκανε και τα μάτια της τρεμόπαιξαν.

  --- Θα σου εξηγήσω τι θέλω να πω. Σε κάποια εκδρομή εδώ ένας φίλος μου έκανε τσακωτή μέσα στους θάμνους και πίσω από ένα χοντρό κορμό ενός πεύκου τη φίλη του με κάποιο συμμαθητή μας. Θυμάμαι απ’ αυτή την ιστορία το χλωμό πρόσωπο του προδομένου φίλου μου. Ύστερα από δυο μέρες έφυγε. Πήγε σ’ άλλο σχολείο να συνεχίσει τις σπουδές του.

   Αυτή κούνησε με λύπη το κεφάλι. Ύστερα ψιθύρισε;

   --- Το δέντρο που την έκρυψε, η απιστία της, η απόγνωση του παιδιού, όλα μια αλυσίδα στο πέρασμα της ζωής!

   Σε κάποιο σημείο το δάσος χάθηκε κι άρχιζε μια θαμνώδη έκταση. Ο δρόμος συνέχιζε ευθύγραμμα χωρίς στροφές και ο ορίζοντας με την εμφάνιση του φεγγαριού έγινε πιο ορατός αλλά πάντα άφηνε μια γκρίζα ζώνη. Άνθρωπος δεν υπήρχε πουθενά, ούτε ήχος ή ψίθυρος που να μαρτυρούσε πως υπήρχε ζωή. Στον ουρανό τα αστέρια άρχισαν να φαίνονται το ένα μετά το άλλο και να σκορπίζουν το αμυδρό τους φως που χανόταν σαν το φεγγάρι ανέβαινε στο στερέωμα. Ο δρόμος όμως εξακολουθούσε να είναι σκοτεινός γιατί τα κλαδιά εμπόδιζαν τις αχτίνες του φεγγαριού να τον φωτίσουν.

   --- Να σ’ εκείνη την αλάνα παίζαμε, της είπε ο Σοφοκλής κι απλώνοντας το χέρι του της έδειξε το μέρος που φωτιζόταν ελαφρά από το διάχυτο φως της νύχτας. Τότε ήταν καθαρό σαν γήπεδο. Σήμερα έγινε αγνώριστο με τους θάμνους και τα αγκάθια που φύτρωσαν.

   --- Και αφανίστηκε δε λες! Σαν δεν το επισκέπτονται παιδιά να ξανακερδίσει πάλι την αίγλη του, φθίνει και πεθαίνει!

   --- Καλύτερα έτσι! είπε ο Σοφοκλής παρά να το μυριστεί καμιά εταιρεία και να το μετατρέψει σε κόλαση. Κι όπως είναι άγονο και σκληρό το μέρος αξίζει.

   --- Δίκιο έχεις! Μακριά από τα αετίσια  μάτια τους και τα αδηφάγα στόματά τους!

   --- Ευτυχώς! Τη βλέπω παρθένα ακόμη την περιοχή!

   --- Ως πότε όμως; Θα το ανακαλύψουν καμιά φορά το μέρος και θα το επισκεφτούν. Δεν είναι και μακριά από την πόλη.

   --- Ναι, αρκεί να βρεθούν οι ενδιαφερόμενοι και να πληρώσουν και θα αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν.

   Δεξιά τους αρχινούσε ένας δρόμος στενός και κρυμμένος από ψηλά άγρια χόρτα. Ο Σοφοκλής της είπε:

   --- Ο δρόμος αυτός οδηγεί ως την ακροποταμιά. Δεν ξέρω αν έχεις πάει μέχρι εκεί αλλά είναι θαύμα. Μόνο που τη νύχτα είναι δύσκολο γιατί δε φωτίζεται καλά.  Την ημέρα με το φως του ήλιου το διασχίζεις πολύ εύκολα το μέρος.

   -- Ως εδώ έχω έρθει, του είπε η Αντιγόνη και κοίταξε το δρόμο δείχνοντας σαν να φοβήθηκε.

   --- Δε συναντάς παρά φίδια, χελώνες και άγρια σαρκοφάγα πουλιά. Ανθρώπους σπάνια. Ίσως κανέναν εργάτη, κυνηγό, αλλοδαπό ή κανέναν αφηρημένο που έχασε το δρόμο του και δεν ξέρει που βρίσκεται.

   --- Όχι, δεν έχω πάει, επανέλαβε η Αντιγόνη.

   --- Εδώ που είμαστε είναι ήμερος ο τόπος. Σαν φύγεις λίγο προς τα κάτω αγριεύει. Το μέρος εκεί είναι αφιλόξενο και σε τρομάζει.

   Απομακρύνθηκαν από το μέρος εκείνο το γυμνό από δέντρα και προχώρησαν. Δεν είχαν κουραστεί αλλά είχαν αγριέψει λίγο. Μα έπρεπε να πάνε λίγα μέτρα πιο πέρα γιατί άρχιζαν πάλι τα αιωνόβια δέντρα να φαίνονται και η διαδρομή να γίνεται πιο ευχάριστη. Δεν μιλούσαν για πολλή ώρα. Και οι δυο τους κοίταζαν αχόρταγα γύρω τη σύδενδρη έκταση που την τύλιγαν τα κίτρινα πέπλα της φεγγαρόφωτης νύχτας μαζί με τα γκριζόμαυρα του σούρουπου.  Ανατολικά διακρίνονταν τα σταχτοκίτρινα βουνά, τα στεφανωμένα με την αχλή του φεγγαριού. Πάνω τους ο ουράνιος θόλος άναβε που και που τα μαργαριταρένια φώτα του σαν κάποιο αστέρι ξεφύτρωνε. Οι αισθήσεις τους είχαν γεμίσει και η ψυχή τους είχε ευφρανθεί.

   Σε λίγο έφτασαν σ’ ένα τοπίο άγριο με παράξενα ισιώματα και εχθρικά. Η απότομη πλαγιά που απλωνόταν μπροστά τους ήταν τόσο επισφαλής που για μια στιγμή δίστασαν να την ανεβούν. Δεξιά τους ένας γκρεμός πνιγμένος στα δέντρα κι αριστερά τους θάμνοι ψηλοί φορτωμένοι αναρριχητικά. Μονοπάτι δεν υπήρχε πουθενά και ο μόνος δρόμος ήταν ο δικός τους που χανόταν πίσω από την πλαγιά. Κι όσο έφτανε το μάτι τους η βλάστηση ήταν οργιαστική που δύσκολα άνθρωπος θα την περπατούσε χωρίς να τσακιστεί στα γκρεμνά που έκρυβε.

    Στα κλαδιά των δέντρων είχαν λημεριάσει χιλιάδες πουλιά που έβγαζαν θλιβερούς κρωγμούς κι έκαναν ένα θορυβώδη βουητό από τα άτσαλα πετάγματά τους από κλαδί σε κλαδί που τους έφερναν τρεμούλα και ζαλάδα. Πίσω από τους κορμούς τα ζώα του δάσους, κουνάβια, νυφίτσες, ασβοί,  κι αλεπούδες έδειχνα τα δόντια τους τρέχοντας και άφηναν τις θλιβερές φωνές τους να σκορπίζονται στον αέρα.

    Ο Σοφοκλής και η Αντιγόνη σταμάτησαν. Ο φόβος του τοπίου τους φόβισε κι έμειναν σιωπηλοί κι αναποφάσιστοι για το επόμενο βήμα τους. Σε λίγο ο Σοφοκλής της είπε σηκώνοντας τους ώμους του:

    --- Καλά είμαστε ως εδώ! Δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε άλλο. Τα ενδιαφέροντα τα συναντήσαμε. Πέρα μπροστά μας, αριστερά και δεξιά όλα είναι συνηθισμένα. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν έχουν να μας δείξουν.

   Εκείνη  γέλασε με κάποια πίκρα που αυτός δεν κατάλαβε. Κι αμέσως του ψιθύρισε:

   --- Κουραστήκαμε, θέλεις να πεις!

   --- Δόξα τω Θεώ, όχι! Αν κουράστηκες εσύ που είσαι ασυνήθιστη σε ποδαρόδρομους εγώ δεν κουράστηκα καθόλου. Νιώθω ξεκούραστος και υπέροχα. Το ευχαριστήθηκα. Πιστεύω κι εσύ.

   Χαμόγελο απερίγραπτο τώρα φύτρωσε στα χείλη της.

   --- Πάμε να ακουμπήσουμε σ’ εκείνη την πλάτη του γκρεμισμένου μαντρότοιχου, του είπε και τον τράβηξε κοντά της. Μια ανάσα να πάρουμε και να αποφασίσουμε αν είναι ωφέλιμο να γυρίσουμε ή να προχωρήσουμε.

   --- Δεν υπάρχει λόγος να μην ξεκουραστούμε, της είπε με μουντή φωνή εκείνος και την ακολούθησε.

   Ακούμπησαν στον τοίχο αγκαλιασμένοι. Μέσα στο σκοτάδι που απλωνόταν και στη σιωπή που βασίλευε ακουγόταν ο ρυθμικός αχός των σπλάχνων τους. Για μια στιγμή έκλεισαν και οι δυο τα μάτια και ονειρεύτηκαν.  Όχι για πολύ όμως γιατί η Αντιγόνη του είπε ψιθυριστά:

   --- Πρέπει να κοιμηθώ πολύ απόψε!  Το έχω ανάγκη! Ανάσκελα, μπρούμυτα, ξαπλωμένη ανάποδα, όπως και να πέσω στο κρεβάτι θα κοιμηθώ ως το πρωί σαν πουλάκι. Αυτή τη βδομάδα πολύ κουράστηκα και μου έλειψε ο ύπνος. Απόψε δε θα μου ξεγλιστρήσει η ευκαιρία να με κρατήσει στην αγκαλιά του ο Ορφέας για πολλές ώρες.

   --- Μετά κιόλας από έναν τέτοιο περίπατο σου αξίζει ένας καλός ύπνος!

   --- Μας αξίζει θέλεις να πεις!

   --- Ναι, αλλά εσύ μίλησες για τον εαυτό σου. Εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω.

   --- Το ξέρεις! Εσύ θα γράψεις! Το είχες εξάλλου πει και πρόσφατα << πως δεν  μπορείς να  ζήσεις  χωρίς την τέχνη σου, που  είναι  η λογοτεχνία >>.

   --- Δεν υπάρχει λόγος να γράψω απόψε. Απόψε θα ονειροπολήσω!

   --- Κατάλαβα!

   --- Τι κατάλαβες;

   --- Πως θα μείνεις άγρυπνος!

   --- Το προτιμώ από το γράψιμο.

   --- Γιατί;

   --- Γιατί το γράψιμο με κουράζει. Είναι δύσκολη δουλειά και το κατάλαβα πολύ αργά.

   --- Σαν να λες πως θα σταματήσεις να γράφεις;

   --- Μπορεί!

   --- Και τη δημιουργικότητα που έχεις μέσα σου που θα την διοχετεύσεις;

   --- Δεν το έχω σκεφτεί. Ώρες- ώρες που γράφω νομίζω πως είμαι μπλεγμένος σ’ αγκάθια θανατερά. Πρέπει να σταματήσει αυτό κάποτε.

   --- Ποιο αυτό;

   --- Ο πόνος που νιώθω σαν γράφω. Πονάω σου λέω σαν γράφω, πονάω!

  --- Δεν το έχω ακούσει άλλη φορά.

  --- Ώρα να το ακούσεις!

     Η Αντιγόνη δεν αποκρίθηκε.  Επιδέξια πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό του και τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Ένας αναστεναγμός βγήκε ύστερα από τα σπλάχνα της σαν τον φίλησε με πάθος και σιωπηλά τον έσφιξε με δύναμη στην αγκαλιά της. Αυτός αναστατώνεται και κάνει το ίδιο. Τη φιλά πολλές φορές και το κορμί του σπαράζει από το ρίγος της επαφής με το δικό της. Ο ένας μαστός της γυναίκας έχει λίγο ξεφύγει και φαίνεται γυμνός, σαρκώδης, λαχταριστός. Ο Σοφοκλής τον βλέπει και με χυμένη στο πρόσωπο και στα μάτια του μια απόκοσμη έκφραση επιθυμίας, σκύβει και αγγίζει με τα χείλη του τη ρόγα του.

      Σηκώθηκε ένα αεράκι ζεστό και διαβολεμένο. Έχει γερό φύσημα που κάνει τα δέντρα να κουνάνε με θόρυβο τα κλαδιά τους. Μαζί με τη δύναμή του φέρνει και το θόρυβο των κυμάτων που έρχονται με απίστευτο γδούπο σαν χτυπούν με πάταγο στους βράχους. Το σκοτάδι άρχισε να πυκνώνει και να απλώνεται παντού σκορπίζοντας το γκρι και το μαύρο σε γη και ουρανό. Οι Θεοί του Ιονίου ξεχάστηκαν μέσα στη χαύνωση που άφηνε γύρω ο πηχτός ζεστός αέρας με τις πλαστικές φτερούγες του.

   Μέσα από την υγρή, πνιχτική και οργιαστική βλάστηση ένας άντρας πρόβαλε με λερωμένο παντελόνι, μαύρο πουκάμισο και μέτωπο που το μούσκευε η χειμαρρώδη ορμή του ιδρώτα. Σταματά για λίγο ανάμεσα  στα βλαστάρια μιας μακρόκλωνης φτελιάς και κοιτάζει γύρω του με μάτι κόκκινο σαν τη φωτιά. Ύστερα με βήμα αργό και με κίνηση που κατευθύνεται από δύναμη μαγική, φτάνει στην άκρη του δρόμου.

   Έχει νυχτώσει αρκετά. Το φεγγάρι στον ουρανό είναι χλωμό. Τα  λιγοστά αστέρια  δύσκολα λάμπουν στο σκοτάδι το πυκνό. Οι δυο τους είναι ακόμη εκεί ζευγαρωμένοι. Ασάλευτοι που και που, ανήμερα θηρία όταν χρειαστεί. Μια στιγμή ακόμη και τα πρόσωπά τους θα γίνουν βούλες φωτερές στο αδιάφορο και αχανές σύμπαν.

   Ο άντρας σημαδεύει ανάμεσα στα μάτια των δυο αγκαλιασμένων. Είναι τα μάτια που ατενίζουν με δέος την ιερή πομπή των γεγονότων. Το όπλο εκπυρσοκροτεί και πάλλεται σαν δαιμονισμένο στο χέρι του φονιά που τρέμει και περπατά στο ξέφωτο για να τα πλησιάσει από κοντά. Μαζί με το περπάτημα φεύγουν και οι έξι σφαίρες, τρεις για το κορμί του Σοφοκλή και τρεις για της Αντιγόνης. Τα δυο σώματα κυλίστηκαν μπρούμυτα στο χώμα κι αφού έβγαλαν αίμα και αφρούς από το στόμα έμειναν ασάλευτα.

       Ο άντρας έσκυψε, κοίταξε τα δυο άψυχα κορμιά και σαν τα είδε νεκρά, έκρυψε το όπλο βαθιά μέσα στο στήθος του και τρέχοντας σαν λαγός χάθηκε μέσα στην οργιαστική βλάστηση.

 

 

 

 

                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      ΤΕΛΟΣ

                               

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου