Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΧρονογράφημαΠολυτεχνείο 1980. Ανέκδοτες φωτογραφίες #2 | Κανάλι

 

 

 

 

                        Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό

 

 

 

                                                     Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

 

              Ημέρα καθισμένη σε αγκάθι σκληρό, ζωσμένη απ’ τους τριβόλους της χρεωκοπίας  κι εγώ ραγισμένο ανθρωπάκι, το σχήμα μου εναπόθεσα κάτω από της καφετέριας την τέντα, τον πικρό μου καφέ να πιω με τους πένητες και τους δυστυχείς. Τους μετράς και είναι πολλοί, μέσης και τρίτης ηλικίας, κάποιοι στο τέρμα της ζωής, λένε ιστορίες από τις μάχες τους κοντά σε κάποιον Αρταφέρνη, έρωτες ατελείς διηγούνται, θυμούνται μέρες που φτερούγιζαν σαν αετοί στη στράτα, ανήμποροι τώρα, ούτε το πινέλο με την μπογιά να γράψουν << ελευθερία >> δεν μπορούν να σηκώσουν.

             Προστρέχω στου αλκοόλ τη μέθη. Παραγγέλνω ούζο, το πίνω και αναπολώ περασμένων στιγμών την  απόλαυση, φουντώσεις από Φραγκοσυριανές καυτές,  σκέπτομαι το βάσανο να ζεις μέσα στην ανικανότητα των κυβερνώντων, το νεκρό μεροκάματο, κάθε σκυφτό ανθρωπάκο  που του λείπει το ψωμί, τον Έλληνα που ζει δύσκολα κι έχει στο μέλλον του σκοτάδι ατελείωτο. Από το μεγάφωνο ξεχύνεται μουσικός αλαλαγμός, όμοιος μ’ εκείνον που έβγαινε από τα στόματα των στρατιωτών του Αττίλα. Σε σφίγγει, σου τρυπά τ’  αυτιά, σε πιάνει ντελίριο, μαδιέσαι σαν όρνιθα στα δόντια της αλεπούς.  << Εγώ είμαι για σένα, εσύ είσαι για μένα, δεν ζω χωρίς εσένα, ούτε εσύ χωρίς εμένα, κόλαση η ζωή χωρίς εμένα, κόλαση η ζωή χωρίς εσένα! Κόλασηηη! >>

               << Κανάγιες! >> φωνάζω. << Το σκουπίδι μπόλικο το κυλάτε στην πατρίδα >> και ρίχνω γροθιά στο τραπέζι. Το ούζο χύθηκε, το ποτήρι έπεσε κάτω κι έγινε θρύψαλα. Ο αγρυπνισμένος καταστηματάρχης ήρθε ταχύπους, με ρώτησε τι μ’ έπιασε στα καλά καθούμενα και έσφιξε στο χέρι την καρέκλα. Του είπα να μ’ αφήσει ήσυχο και να ξεκουμπιστεί. Ύστερα στο μυαλό μου μια αρμονία γλυκολάλησε, οι στίχοι του Άκη Αλκαίου σε μουσική Νότη Μαυρουδή, έδιωξαν με το σκήπτρο τους, τους λύκους στίχους του αμανέ: << Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό, στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό >>. Ο σαματάς στο μεγάφωνο συνεχίζεται. Ψελλίζω τη δεύτερη στροφή του Αλκαίου: << Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση και ‘γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή >>.

           Στο τρίτο ούζο σηκώθηκα. Ένας φίλος με συνόδεψε ως τη θάλασσα, στην  παραλία   καθισμένοι σ’ ένα βράχο κοιτάζαμε στο βάθος της θάλασσας τις ράχες των δελφινιών και τα νούφαρα στα ήρεμα νερά, μακριά από την πλατεία με τους μουσικούς της αλαλαγμούς και το ρεπό της πλατείας με ανθρώπους χαρούμενους και γελαστούς.

                               ellinikoxronografima. blogspot.gr

 

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου