Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Μυθιστόρημα   Τα σπίτια ήταν χαμηλά                                           

                  

 

                 Σαγιάδα - Rosanna

 

 

                          ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ              ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

                                            Τα σπίτια ήταν χαμηλά

 

 

 

 

 

 

 

 

          

 

                                       

                                           ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                        

 

 

 

 

                        

 

         

 

                                        ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΠΡΩΤΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα όνειρο που είδε ο Μιχάλης Ζορμπαλάς, λίγες μέρες πριν από το τέλος του, βασικός ήρωας  αυτού  του   μυθιστορήματος, τον έκανε να πάψει να βλέπει το υπόλοιπο της ζωής του σαν μια ευχάριστη και διασκεδαστική περιπέτεια αλλά σαν μια οδυνηρή κι ανυπόφορη πορεία που θα τον οδηγούσε αναπόφευκτα και με κάθε αγριότητα κάτω από την ταφόπετρα με τη σκουριασμένη επιγραφή: << Ενθάδε κείται ένας πραγματικός άνθρωπος που του ανήκε ο θάνατος >>.

          Είδε λοιπόν πως σαν πέθανε, βρέθηκε σε μια τεράστια αίθουσα γλυπτικής. Εκεί παρουσιάστηκε γυμνός μπροστά στο γλύπτη, έναν υπερφυσικό άντρα μ’ ένα ολόλευκο χιτώνα  να του σκεπάζει το σώμα και μ’ ένα ολοφώτεινο φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του να δείχνει μια απροκάλυπτη ψυχρότητα που τη  συγκάλυπτε με μια ψεύτικη ευγένεια.

          Χωρίς καθυστέρηση τότε ο καλλιτέχνης τον ρώτησε με το ξύλινο ύφος του προσώπου του, πως θα ήθελε να του φιλοτεχνήσει την προτομή του, μαρμάρινη ή ορειχάλκινη.

          Ξαφνιάστηκε ο Ζορμπαλάς για την απροσδόκητη αυτή ερώτηση και πάγωσε.  << Γιατί ; >> ρώτησε, βουτηγμένος στον ιδρώτα, το γλύπτη, << πέθανα; >>  << Όπως βλέπεις, ναι >> του αποκρίθηκε εκείνος και του έδειξε τη χαραγμένη επιγραφή σε μια μαρμάρινη στήλη, που έγραφε: << Ενθάδε κείται, Μιχάλης Ζορμπαλάς, ετών 73, φιλόσοφος, διανοούμενος και συγγραφέας. Αιωνία του η μνήμη! >>

          Κι αφού ψηλάφισε με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού τη στήλη χαμηλά, διάβασε τη σκαλισμένη σειρά με τα μικρά γράμματα: << Τι έμεινε από το σώμα και το πνεύμα του; Τίποτα! >>

          Κάτωχρος ο Ζορμπαλάς κοίταξε την πόρτα. Αν μπορούσε να έφευγε θα το έκανε και θα γλίτωνε τη δοκιμασία της μετάλλαξης του σε άψυχο άγαλμα! Τον επανέφερε όμως στην πραγματικότητα η φωνή του γλύπτη που του είπε, με αυστηρό και επιτιμητικό ύφος: << Δεν έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς, νεκρέ, και πρέπει ν’ αποφασίσεις γρήγορα γιατί αν αργήσεις θα υποστείς τις σκληρές συνέπειες μιας  μακάβριας νομοθεσίας μας>>.

         Τα λόγια αυτά του γλύπτη, του έφεραν δάκρυα στα μάτια και τρέμοντας σύγκορμος ξανακοίταξε την πόρτα. << Τι έχουμε και συνέπειες; Δεν τελειώνουν όλα με το θάνατο; Τι καινούρια μεταφυσικά ρεύματα πας να μου σκαρώσεις ; >> ψιθύρισε ο Ζορμπαλάς και τείνοντας το χέρι του προσπάθησε να τον αγγίξει.

          Ο γλύπτης έδειξε μ’ ένα μορφασμό που έκανε να τον χλεύασε. Ύστερα του είπε με την τραχιά φωνή του: << Ο χρόνος περνάει. Αποφάσισε αμέσως πως θέλεις την προτομή σου! Η έλλειψη αποφασιστικότητας είναι σε βάρος σου >>.

          Η πνοή της ψυχής του Ζορμπαλά ξεδιπλωνόταν στις πτυχές των συλλαβών του, όπως ο ήχος κομματιάζεται κάτω από τα κλειδιά ενός φλάουτου. Τα λόγια του γλύπτη του φάνηκαν σαν κύματα που έσβηναν στ΄ αυτιά του και το αίμα του κύλησε πιο γρήγορα στις φλέβες του. Έτσι φοβισμένος έδωσε κάποιες εφιαλτικές προεκτάσεις στα λόγια του γλύπτη και πληγωμένος του είπε για να πικάρει τη δεσποτική καρδιά του: <<  Αυτή η εμμονή σου να γίνω άγαλμα μετά το θάνατό μου θα μου χαρίσει την ελπίδα της επιστροφής μου κάποτε στη ζωή; >>   << Όχι! Ποτέ! >> η φωνή του γλύπτη που ακούστηκε τον ταλάντευσε τόσο που λίγο έλειψε να πέσει κάτω. << Τότε δεν το συζητάμε >> του είπε με αναίδεια ο Ζορμπαλάς και πρόσθεσε με παράπονο: << Κάνε με κάτι που να μην έχει βάρος. Σκόνη ή θρύψαλα! Με τρομάζει να φέρνω τόσο βαρύ φορτίο μέσα στην αιωνιότητα! >>

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ

 

                                                

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Χαρούμενος και ικανοποιημένος ο Μιχάλης Ζορμπαλάς που επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε επειδή διέβλεπε ευνοϊκό το μέλλον του, καθόταν το φθινοπωρινό τούτο πρωινό στο μπαλκόνι του και φιλοσοφούσε κοιτάζοντας τις γενναιόδωρες χαρές που είχε απλόχερα σκορπίσει η φύση γύρω του.

            Παράξενο εργαλείο ο νους του ανθρώπου, στριφογυρίζει, μακραίνει, πλησιάζει το χρόνο που πέρασε για να φέρει  μπρος του τα περασμένα και να εικάσει τα μελλούμενα μέσα από μια συγκρατημένη γοητεία φόβου και αβεβαιότητας. Για να ξεφύγει από τις ζωηρές διαχύσεις πόνου που τον κυρίευαν, άνοιξε το βιβλίο του Νίτσε το  << Ζαρατούστρα >> και με μια τρομερή βουλιμία άρχισε να το διαβάζει και να φλογίζεται από τις αρετές του περιεχομένου του. Αυτό το βιβλίο τον είχε εντυπωσιάσει από τότε που ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κι ακόμη και σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια του προσέδιδε μια μυστηριακή κι ονειρική διάθεση.

             Αυτή η θέληση να θέλει να το διαβάζει ακόμη τον έβαζε σε πολλές σκέψεις κι ώρες – ώρες ένιωθε ένα εσωτερικό δάκρυ να στεγνώνει τη φωτιά των επιθυμιών του για το περιεχόμενο των απόψεων του μεγάλου φιλοσόφου και οραματιστή.  Όπως και τότε έτσι και τώρα κόπιαζε να τον καταλάβει το μεγάλο τούτο φιλόσοφο που τόσο σκληρά υβρίστηκε και αμφισβητήθηκε από το συντηρητικό λόμπι και ζητούσε να κάνει χτήμα του  τις γνώσεις του για να τον βοηθήσουν να γράψει τα απομνημονεύματά του.

             Έτσι αφού για αρκετή ώρα διάβαζε και φιλοσοφούσε, κάποια στιγμή κουράστηκε κι απόμεινε σκεπτικός να κοιτάζει το θαυμάσιο φιλοτεχνημένο εξώφυλλο του βιβλίου από τον πίνακα του Henri Rousseau  << οι πίθηκοι >>.   Ύστερα άπλωσε το χέρι του στο περβάζι κι αφού πήρε το ποτήρι με το νερό ήπιε δυο τρεις γουλιές κι ετοιμάστηκε να το ξαναβάλει στη θέση του. Τη στιγμή ακριβώς που το άφηνε το μάτι του πήρε μια σκια να τον πλησιάζει και να σταματά πίσω του. Κοίταξε με έκπληξη και σαν γνώρισε το στρατηγό που τον πλησίαζε αθόρυβα και με τελετουργικό τρόπο, του είπε  με ευχάριστη κι αστεία διάθεση:

               --- Επέστραψα στρατηγέ στα λημέρια μου!  Πρωί- πρωί σε βλέπω, για πού με το καλό;

               Ο στρατηγός κάθισε στην άδεια καρέκλα που ήταν δίπλα στο Ζορμπαλά  και με σβηστή κι άχρωμη φωνή του ψιθύρισε χωρίς να στα- ματά να τον κοιτάζει ούτε στιγμή:

               ---  Η ζωή μου πια δεν έχει νόημα και είναι δεμένη με τα  δεσμά της απόγνωσης! Έτσι πάω όπου τύχη χωρίς σκοπό και νόημα!

              Ο Ζορμπαλάς  αγγίζοντας με το αριστερό χέρι του το βιβλίο κάθισε πιο καλά στη  στητή καρέκλα του κι άρχισε να τον κοιτάζει με μια κίνηση του κεφαλιού του από πάνω ως κάτω και με μια ικετευτική έκφραση. Τον έβρισκε γερασμένο και με εκείνο το στρατιωτικό παντελόνι στο χρώμα του άγουρου μπιζελιού τον έκανε μίζερο κι αποκρουστικό. Όμως αυτός ο βασανισμένος και ισχνός γέρος με τη μεγάλη κρεατολιά στη μύτη είχε μεγάλη ιστορία και κλέη πολλά στη ζωή του. Έτσι με τον απόλυτο σεβασμό που άρμοζε σ’ έναν τέτοιο ένδοξο άντρα του είπε, με κάποια διστακτικότητα:

                --- Το λές συνέχεια αυτό, καλέ μου στρατηγέ και με εκνευρίζει! Νομίζω πως η πιο σταθερή ευτυχία είναι να είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας!

               Εκείνος  με το πιγούνι του κρυμμένο πίσω από τον ανασηκωμένο γιακά του γκρίζου πουκάμισου, του ψιθύρισε  με ήρεμο τόνο:

               --- Ο Θεός ξέρει πως θα ΄ρθουν τα πράγματα! Εμείς απλώς  τα ακολουθούμε. Είμαστε ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε να τα διορθώσουμε!

                 Και σε λίγο όσο πιο ήρεμα μπορούσε, τον ρώτησε:

                 --- Κι εσύ γιατί γύρισες; Για να πεθάνεις;

                  Η ερώτηση αυτή προκάλεσε φρίκη στο Ζορμπαλά αλλά έβαλε όλα τα δυνατά του για να φανεί ενθαρρυμένος. Ωστόσο θυμήθηκε πως τον τρόμαζε ο θάνατος και τον σκεπτόταν συνεχώς τουλάχιστον δέκα φορές τη μέρα. Έβλεπε το χειμώνα τη  νεκρή φύση και παραληρούσε από φόβο ενώ δεν μπορούσε να εξηγήσει την ανάστασή της την άνοιξη που του προκαλούσε μεταφυσικές αγωνίες. Σαν επέστεφε από τις κηδείες αγαπημένων του προσώπων τον κυρίευε θλίψη κι απογοήτευση που του αφαιρούσε κάθε χαρά για πολύ καιρό. Έτσι κλεισμένος στο δωμάτιό του, συλλογιζόταν αυτό που είχε διαβάσει στο μεγάλο του φιλόσοφο, Νίτσε: << Όλα  φεύγουν κι όλα ξανάρχονται. Αιώνια στριφογυρίζει η ρόδα της ζωής. Όλα πεθαίνουν κι όλα ξανανθίζουν. Αιώνια τρέχει της ζωής ο χρόνος >>.

                 --- Φάε τη γλώσσα σου, χριστιανέ μου, που ήρθα για να πεθάνω! του είπε λίγο φοβισμένος  για να συμπληρώσει με μια αντίδραση που έδειχνε πως η καρδιά του ήθελε να γελάσει: Για να γράψω ήρθα τα απομνημονεύματά μου, γι’ αυτό ήρθα!

                Το πρόσωπο του στρατηγού πήρε μια έκφραση ηρεμίας κι αφού γέλασε φιλικά τον ρώτησε με μια θέρμη στα λόγια του:

                 --- Και τι θα λες μέσα;

                 --- Πολλά και διάφορα!  Θα αναφέρω τις αγωνίες μου, τους ανθρώπους που αγάπησα και μίσησα, τις γυναίκες που κοιμήθηκα μαζί, τις μαχαιριές που δέχτηκα και γενικά ότι με συγκλόνισε στην πολυτάραχη ζωή μου.

                  Ο στρατηγός τώρα γέλασε με κατανόση  κι αφού κούνησε αργά το κεφάλι του, του είπε μ’ ένα ειλικρινή τρόπο που ήχησε θλιμμένος:

                   --- Και τα θυμάσαι, όλα αυτά;

                   --- Εσύ δεν τις θυμάσαι τις μάχες που έδωσες;  του έκανε ανέλπιστα ο Ζορμπαλάς κι ανασήκωσε τα όμορφα φρύδια του.

                   --- Τις θυμάμαι, λέει! του αποκρίθηκε αμέσως εκείνος με μια έμφαση σοβαρότητας  που ξάφνιασε το Ζορμπαλά.

                   Και χωρίς να περιμένει στη συνέχεια  τη σειρά του Ζορμπαλά να μιλήσει, συνέχισε να λέει με μαλακή φωνή και με μια συγκρατημένη λεπτότητα:

                    --- Στην τελευταία μάχη που δώσαμε στην Κύπρο με τους Τούρκους το 1974 γλίτωσα  από του χάρου τα δόντια.  Με κύκλωσαν οι τουρκαλάδες από παντού και μου ήταν δύσκολο να τους ξεφύγω. Τότε λέω στους δικούς μου << εμπρός πάνω τους >> και τους πήραμε στο κατόπι με τέτοιο πάθος που οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας πίσω τους τον περισσότερο οπλισμό τους κι αρκετούς νεκρούς κι αιχμαλώτους.  Εγώ έφαγα μια σφαίρα στο πόδι αλλά για καλή μου τύχη το τραύμα ήταν μικρό κι απόφυγα τα χειρότερα. Ήταν η τελευταία μου μάχη αυτή γιατί μετά από ένα χρόνο αποστρατεύτηκα. 

             Όλες αυτές οι εικόνες πέρασαν σαν φανάρι στον ορίζοντα της μνήμης του εκείνη τη στιγμή που τα διηγόταν.  Το πνεύμα του είχε διαγερθεί κι έγινε πιο εύστροφο και δυνατό. Ωστόσο μια θλίψη φάνηκε να πλημμύρισε τα μάτια του.

             Ο Μιχάλης το είδε αυτό και είπε ν’ αλλάξει κουβέντα για να  μην το πληγώσει ακόμη περισσότερο. Έτσι του είπε για το θεαθήναι:

             --- Ξέχασέ τα όλα στρατηγέ και μην παρασύρεσε από το δραματικό μιας περασμένης εποχής! Ζήσε την εποχή σου και προσπάθησε να βρεις την ευθυμία!

             --- Μπα! Αυτό φαίνεται πολύ δύσκολο!

             --- Όχι! Μην το λες αυτό! Τίποτα δεν είναι δύσκολο όταν ο άνθρωπος το θέλει.

             --- Θέλεις να μου πεις πως εσύ δεν έχεις μεταφυσκικές αγωνίες και πως οι μνήμες σου δεν σ ου περιορίζουν την ευτυχία σ’ αυτή την τρίτη ηλικία που διάγεις το βίο σου;

             --- Λέξη δεν μπορώ να σου πω! Δεν ξέρω τι συμβαίνει με μένα! Εξομολογούμαι μόνο στον ευατό μου!

            --- Άρα κι εσύ την πάτησες, Μιχάλη! Όσο και προετοιμασμένος να είναι κανένας για τα γηρατειά και τον επικείμενο θάνατο δεν μπορεί να  μην τρέμει μπροστά τους.

           --- Δεν λέω αυτό αλλά προσπαθώ να τα δω και τα δυο με ψυχραιμία και με  οικειότητα.

           --- Δηλαδή τ’ αφήνεις και τα δυο αξιοθρήνητα και εξουθενωμένα να τραβούν το δρόμο τους!

           --- Ακριβώς!

           --- Με πιο τρόπο;

           --- Να τα αγνοώ!

           --- Δηλαδή;

           --- Τα περιφρονώ και δείχνω ανυπακοή στα κελεύσματά τους. Έχω βρει αυτό που δεν μου φέρνει το οδυνηρό τους ούρλιασμα στ’ αυτιά μου σαν τα σκέφτομαι. Δίχως να κάνω τίποτα το εξαιρετικό νιώθω δίπλα τους αλλά δεν πανικονάλλομαι από τα φόβο τους. Αν κατάλαβες μαζεύω  αποκαίδια, θρύψαλα και σκόρπια ψίχουλα από τη ζωή και χτίζω ένα μικρό ναό του πνεύματος. Με λίγα λόγια χτυπώ το φόβο, την ανία και τη μοναξιά μου με το γράψιμο χωρίς να παύω και να ζωντανεύω και τη μνήμη μου με το διάβασμα.

            Ο στρατηγός θεώρησε πως αυτό που του είπε ήταν αστείο και του είπε με χιούμορ:

            --- Άφησέ με επιτέλους ήσυχο. Μιχάλη! Μπορώ να κάνω κι εγώ το ίδιο λες; Τρεις βδομάδες προσπαθώ να διαβάσω ελάχιστες σελίδες από τη <<στρατιωτική επιθεώρηση>> και δεν το έχω καταφέρει! Υπαινίσσεσαι πως μπορώ να γράψω κιόλας;

            --- Αν δεν μπορείς να κάνεις αυτό κάνε κάτι άλλο! Πήγαινε για κυνήγι για ψάρεμα, παίξε γκολφ, βρες μια δραστηριότητα να μην βουλιάξεις στη χαμένη κρυφή λαχτάρα της νιότης  που κάθε τόσο αδιάντροπα ξεπηδάει από τη μνήμη.

            --- Τώρα που μου το λες δεν έχεις κι άδικο. Πρέπει να φροντίσω το αρχείο μου. Είναι σημαντικό και θα βοηθήσει ερκετά τους ιστορικούς. Εγώ δεν γράφω για να πω πως μπορώ να το εκδόσω κάποτε. Εξάλλου με πήραν και τα  χρόνια οι αντοχές μου δεν μου επιτρέπουν πολυτέλειες κι έρωτες με την ιστορία. Εγώ δημιούργησα την ιστορία άλλοι θα την γράψουν! Αυτό γίνεται από τότε που έρχισαν οι πόλεμοι στην ανθρωπότητα. Οι στρατηγοί να τους εκτελούν και οι ιστορικοί να τους καταγράφουν. Αυτό δεν έκανε και ο Ξενοφώντας με την << Κύρου Ανάβαση>>  και ο Θουκυδίδης με τον<< Πελοποννησιακό Πόλεμο; >> 

             --- Βλέπεις που ήρθες στα λόγια μου; Άντε λοιπόν προχώρα τη φροντίδα του αρχείου σου, καλά που το σκέφτηκες. Αυτό είναι καλό και θα προσφέρεις και κάτι ουσιαστικό στις επερχόμενες γενεές. Θα πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την εθνική τραγωδία της Κύπρου και θα μάθουν ποιοι είναι οι προδότες και οι εθνικοί μειοδότες που χάρισαν το μισό νησί  τους Τούρκους. Εκτός αν αυτά τα υποκρίπτεις και δεν τ’ αναφέρεις στο ιστορικό σου αρχείο.

            --- Προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός και να υπηρετήσω την αλήθεια. Εξάλλου δεν είμαι ιστορικός να δω τα πράγματα από την πλευρά  της επιχειρησιακής δραστηριότητας και να εκτιμήσω αιτίες και αφορμές του πολέμου αλλά ένας  αυτόπτης μαχητής που έλαβε μέρος και κράτησε ένα ιδιωτικό αρχείο. Οι φιλοδοξίες μου βλέπεις είναι καθαρά προσωπικές και δεν έχουν να κάνουν με  τη στήριξη του γενικού αρχείου του κράτους.

           --- Θα κάνεις όμως σημαντική δουλειά σαν το αρχείο σου δημοσιοποιηθεί και ο καθένας  ιστορικός μπορεί να έχει πρόσβαση α’ αυτό.

           --- Το ξέρω! Όμως η έκδοση ή η αρχειοθέτηση του αρχείου μου λίγο μ’ ενδιαφέρει. Άλλο πράγμα με καίει μένα και ξέρεις πιο;

           --- Μπορώ ν’ ακούσω;

           --- Θεωρώ τον εαυτό μου ένα από τους εγκληματίες  πολέμου και περιμένω να δικαστώ από το διεθνές δικαστήριο για τα εγκλήματα αυτά. Όμως δεν έχω λάβει γνώση αν έχουν κινηθεί οι απαραίτητες ενέργειες εναντίον μου για την προσαγωγή μου σε δίκη.

           --- Αν εννοείς κάτι σχετικό που έγινε με το Μιλόσεβιτς σε πληροφορώ πως αυτςό διέπραξε εγκλήματα γενοκτονίας. Ξεκλήρισε ολόκληρα χωριά μουσουλμανικά   και δεν σεβάστηκε τους διεθνείς κανόνες του πολέμου που αφορούσαν τη μεταχείριση των αιχμαλώτων και το σεβασμό των δικαιωμάτων των αμάχων πληθυσμών. Εσύ για τέτοια εγκλήματα δεν πιστεύω να είσαι υπεύθυνος.

         --- Αν έγιναν ποιος τα κατέγραψε;

         --- Οι διεθνείς οργανισμοί, οι παρατηρητές, οι δημοσιογράφοι και οι ειρηνιστικές οργανώσεις.

          --- Κι αν απέκρυψαν μερικά εγκλήματα;

          --- Τότε δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη και οι ένοχοι θα γλιτώσουν την τιμωρία.

          --- Αυτό φοβάμαι κι εγώ μήπως αθωωθώ ενώ είμαι ένοχος!

          Ο Ζορμπαλάς απόρησε μ’ αυτή του την αδιαλαξία και του είπε με ένταση στη φωνή του:

          --- Πού το πας στρατηγέ μπορώ να μάθω;

          --- Ναι, θα μάθεις. Πρέπει να περνούν από δίκη όλοι εκείνοι που αποτελούν το επιτελείο του πολέμου. Δηλαδή οι στρατηγοί, όσοι  υπουργοί  τους αναλογεί  κάποιο μερίδιο ευθύνης, οι σύμβουλοι που γνωμοδοτούν για την έκβαση του πολέμου κι ακόμη και ο ανώτατος άρχοντας ως εκφραστής μια ολέθριας απόφασης. Έτσι ουδείς θα ξεφύγει από την τσιμπίδα της δικαιοσύνης που θα οριοθετήσει έτσι τι είναι πρέπον και τι όχι σ’ ένα πόλεμο.

           --- Εσύ εκτελούσες εντολές άνωθεν γιατί να δικαστείς; Σε επιχειρησιακές δραστηριότητες σκότωσες, αν σκότωσες και αυτό καθόλου δεν σε στιγματίζει εκληματία. Προς τι επαναλαμβάνω και πάλι αυτή η επιμονή σου να νιώθεις σαν εγκληματίας;

          --- Έχω συνεχώς τύψεις συνείδησης και με κατατρώγουν τις νύχτες οι ερινύες! Αν εσύ αυτό το θεωρείς λίγο εγώ το εκτιμώ σαν τερατώδες.

          --- Νομίζω πως δεν έχεις δίκιο! Άδικα διατηρείς αυτές τις έμμονες ιδέες περί ενοχής και ευθύνης σε εγκληματικές πράξεις πολέμου. Απόδειξη πως είσαι αθώος και δεν εκρεμεί εναντίον σου καμία κατηγορία ενοχής είναι η πλήρη ελευθερία που απολαμβάνεις. Χώνεψέ το αυτό και μην  υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτοβασανισμό.

            Ο στρατηγός είναι αλήθεια πως δεν είχε μέτρο στις ενοχές και τους φόβους του. Όσες φορές είχε προσπαθήσει να απαλλαγεί δεν κατάφερνε τίποτα και κυλούσε πάλι στην αβεβαιότητα και τη φτώχεια των συναισθημάτων του. Γι’ αυτό κινιόταν πια με άνεση στο χώρο της εύκολης υποταγής της ανθρώπινης μοίρας  στη δύναμη των εξωτερικών γεγονότων παρά στην κρίση του λογικού του. Έτσι μέρα με τη μέρα όλο και βυθιζόταν πιο βαθιά στο τέλμα της απελπισίας και της κατάθλιψης.

             Πράγματι δεν είχε μέτρο στις αντοχές του και στις κρίσεις του. Και τώρα μην μπορώτας να ακούει άλλο το Ζορμπαλά για να βγάλει την απαραίτητη κρίση αποφάσισε να φύγει. Έτσι αφού έμεινε για λίγο  σιωπηλός σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να τον αφήσει. Τότε του απάντησε με μια εμφανή περιφρόνηση σ’ αυτό που του είπε:

             --- Μπα, δεν είναι έτσι!  Εσύ λέγε ότι θέλεις!  και έκανε το πρώτο βήμα να ξεκολλήσει από τη θέση του.

             Έφτασε ως την πόρτα της αυλής κι ετοιμάστηκε να την περάσει όταν στράφηκε και είπε με πνιγμένη φωνή:

              --- Στην κυρά Χριστίνα πήγαινα και σαν πέρασα από εδώ  και σε είδα είπα να μπω μέσα και να σου πω  μια καλημέρα! Πάω να πάρω το γάλα μου. Οι κατσίκες της, δόξα τω Θεώ μου το προσφέρουν αφιλοκερδώς!  Και χάθηκε στο βάθος του μικρού δρόμου που θα τον έβγαζε στο σπίτι της κυρά Χριστίνας.

              Τότε ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του και αναλογίστηκε τα κλέη τούτου του άντρα που δεν είχαν τελειωμό σαν ήταν νέος και είχε ντυθεί τη στολή του στρατιωτικού. Από << Βρασίδας >> που ήταν και ήθελε να τον φωνάζουν σαν ανάμνηση του άλλου στρατηγού της αρχαίας Σπάρτης, ξέπεσε  σ’ ένα αδύναμο και χλωμό ανθρωπάκι που σαν δεν γυρνούσε τις γειτονιές να μπει τον πόνο του, βαστούσε στο χέρι του ένα σκουριασμένο ποτιστήρι και πότιζε τα δέντρα του κήπου του.

 

                                                                                                              

 

                                                                                                              

                                                                                                              

                                            = = =       

 

 

 

 

 

 

                                             

             Θα ήταν δέκα η ώρα όταν ο στρατηγός  πέρασε την ανοιχτή πόρτα της αυλής της κυρά Χριστίνας και κάθισε  στην καρέκλα  με μια ευτυχή βεβαιότητα πως θα ήταν κάπου εκεί κοντά και δεν θα περίμενε πολύ ώσπου να γυρίσει.    Ήταν η ώρα που φρόντιζε τα ζώα της και τα είχε επισκεφτεί. Είχε τελειώσει τη φροντίδα τους και καθόταν τώρα όρθια κοντά στο παράθυρο του στάβλου και  είχε πιάσει μια φλύαρη και συναισθηματική κουβέντα μαζί τους.  Πριν προλάβει όμως να την αποτελειώσει το μάτι της πήρε το στρατηγό που έμπαινε και με βήμα γοργό ξεκίνησε να πάει να τον συναντήσει, ελπίζοντας σε μια πρόσκαιρη συντροφιά μαζί του, πράγμα που την έκανε να χαρεί αφάνταστα.

            --- Στρατηγέ, Βρασίδα! του είπε πολύ σιγανά σαν τον πλησίασε και του έπιασε μαλακά το χέρι του.  Σ’ έχω έτοιμο και δείχνοντάς του το γυάλινο μπουκάλι με το γάλα, έσκυψε και το ακούμπησε στο τραπέζι. Ύστερα συγκινημένη έσκυψε και κάθισε κοντά του.

              Έμειναν για μια στιγμή ο ένας απέναντι στον άλλον σιωπηλοί κι επιφυλακτικοί. Τότε η  κυρα Χριστίνα βρήκε την ευκαιρία  να σηκωθεί και να κατευθυνθεί αργά – αργά μέσα στο σπίτι για να του προσφέρει κάτι. Έτσι  με μια επίσημη προφορά στα λόγια της του είπε, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά:

               --- Πάω να σου φέρω ένα γλυκό του κουταλιού!  Και καθησυχάζοντάς τον με το βλέμμα της πως δε θ’ αργήσει, έφυγε βιαστικά με τα λίγα χόρτα που βαστούσε στα κρεμάμενα χέρια της.

                Ο στρατηγός τράβηξε με μια κίνηση τρυφερότητας την καρέκλα του κι αφού σηκώθηκε λίγο και της υποκλίθηκε, της ψιθύρισε με μια ανείπωτη συγκίνηση:

                --- Είσαι τόσο καλή και δεν μπορώ να στο αρνηθώ! Αν και δεν έχω όρεξη τόσο νωρίς, θα το φάω μέσα στη σιωπή του όμορφου κήπου σου και στην  πρωινή δροσιά του!

                Η κυρά Χριστίνα ζούσε με τον άντρα της, έναν  Μικρασιάτη κουτσό από το δεξί του πόδι εξαιτίας ατυχήματος στην παιδική του ηλικία που περνούσε τη μέρα του να φροντίζει τον κήπο του και να σχεδιάζει με το ανοιχτό μυαλό του ξυλουργικές  κατασκευές  από εικόνες της φύσης και του ουρανού.  Όλη τη μέρα σχεδόν  καθόταν στο εργαστήριό του και με  το κεφάλι του γερμένο πάνω στα δημιουργήματά του τα καλλώπιζε  και τα δούλευε με  απαράμιλλη δεξιοτεχνία. Πάντα με το χαμογελαστό πρόσωπό του και τους ήρεμους συλλογισμούς του εκφραζόταν  μ’ ένα παιδιάστικο τρόπο και πείσμα.

               Οι καιροί όμως δεν ήταν  καλοί για τον άνθρωπο τούτο. Με λίγα λόγια έζησε στον πόνο και στη φτώχεια. Τα δυο του αγόρια ξενιτεύτηκαν και απόμεινε  με τη σύντροφό του την κυρά Χριστίνα να ταξιδεύουν μαζί στο όχι και τόσο ελκυστικό ταξίδι της ζωής τους χωρίς να έχουν κοντά τα παιδιά τους.

                Μέχρι που να έρθει η  οικοδέσποινα ο στρατηγός  βρήκε την ευκαιρία να θαυμάσει το όμορφο περιβάλλον που απλωνόταν γύρω του. Αριστερά  υψωνόταν μια κατάφυτη πράσινη δεντροστοιχία από πεύκα και πουρνάρια που έκανε  το άγριο κι ακατέργαστο χώμα το γεμάτο από κακόγουστες πέτρες και λασπωμένες κροκάλες ήμερο με τα ξεραμένα φύλλα που είχαν πέσει πάνω τους σαν μαλακό χαλί.  Μέσα από το ξέφωτο των πορτοκαλιών ξεχώριζε ένα κομμάτι της παραλίας που ήταν γεμάτο πέτρες και σειρές από ψηλά και πυκνά καλάμια που πάνω τους σκαρφάλωναν αγριόχορτα με μακριές κορφάδες. Ένα σπίτι όμοιο σαν ναός, ένα στρογγυλό περίπτερο ήταν φτιαγμένο εκεί κοντά από ακατέργαστους  κορμούς δέντρων  και πιο πέρα καταμεσής σε μια αλάνα μια πέτρινη κατοικία με στιλ και παραδοσιακό γούστο προκαλούσε το ενδιαφέρον.

           Ο στρατηγός ένιωσε  μια ψυχική ανάρρωση σαν τα είδε όλα αυτά κι εκείνη τη στιγμή τη θεώρησε μοναδική κι ευτυχισμένη. Η επιστροφή όμως της κυρά Χριστίνας τον έβγαλε από το παραλήρημα αυτό  της ανεμελιάς για να επιστρέψει και πάλι στην πραγματικότητα.

            Βαστούσε στα χέρια της ένα δίσκο φορτωμένο υπερβολικά και τον έφερνε με κάθε ιεροτελεστία προσέχοντας μην έχει κάποια απώλεια σε τυχόν απροσεξίας της.

             --- Σου φέρνω γλυκό του  κουταλιού σταφύλι και το γάλα σου! του είπε μ’ έναν απερίγραπτο ενθουσιασμό και τα άφησε πάνω στο τραπέζι με ιδιαίτερη αφοσίωση.  Έτσι και το βάλεις στο στόμα σου, συνέχισε σαν του πρόσφερε το πιατέλο θα νομίσεις πως τρως την αμβροσία των Θεών του Ολύμπου! Τόσο καλό και νόστιμο είναι! Εγώ το έφτιαξα με τα χεράκια μου  και μην θαρρείς πως είναι  του εμπορίου!

             --- Ωραία! έκανε ο στρατηγός, τότε θα το φάω! κι απλώνοντας το χέρι του το πήρε κι άρχισε σιωπηλά να γεύεται μία – μία τις τραγανές ρόγες του γλυκού.

             Η κυρά Χριστίνα όση ώρα ο στρατηγός έτρωγε κι απολάμβανε το γλυκό του, είχε σηκωθεί και είχε πάει λίγο πιο πέρα στο πλακόστρωτο της αυλής και συγύριζε μερικά πήλινα σταμνιά που τα είχε τοποθετήσει εκεί για να διακοσμήσει το χώρο. Έτσι σαν τελείωσε τον πλησίασε κι αφού κάθισε τον κοίταξε μ’ ένα θαυμαστό τρόπο στα μάτια και τον ρώτησε:

            --- Είχα δίκιο στρατηγέ; Για την κομπόστα, λέω, είχα δίκιο; Δεν ήταν  αριστούργημα;

            Την κοίταξε  ο στρατηγός αλλά δεν της απάντησε αμέσως γιατί ήταν αφοσιωμένος στην εμφάνισή της που του είχε προκαλέσει ιδιαίτερη όσο και θλιβερή εντύπωση. Πού είναι η εκπληκτική ομορφιά της σαν ήταν νέα, σκέφτηκε και συνέχιζε να την κοιτάζει. Αυτή που ήταν κάποτε τρυφερή σαν γαζέλα  και με πρόσωπο αρχαίας θεάς, με εκείνα τα προεξέχοντα μήλα του προσώπου που σε μεθούσαν σαν την κοίταζες, τα μαύρα ολοζώντανα μάτια με τις απαλές ανταύγειες γύρω τους και τη σπινθηροβόλα ματιά, πως έγινε έτσι;  Και σαν τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν λίγο από τη συγκίνηση και τα έκρυψε μέσα στις δυο τσέπες του παντελονιού του, της απάντησε με την απαιτούμενη ζεστασιά στα λόγια του:

            --- Είμαι γοητευμένος μαζί σου!  Και η κομπόστα σου καλή και εσύ η ίδια καλύτερη! Δεν βλέπω να σε σταματά τίποτα!

            --- Ο Θεός ξέρει μόνο πως στέκομαι! του είπε με παράπονο εκείνη και σήκωσε γεμάτη φόβο το κεφάλι της στον ουρανό. Αλλά τι να κάνω όμως δεν μου λες;

            --- Ό,τι προστάζει!

            --- Ναι, ό,τι προστάζει, αλλά σαν δεν μπορείς;

            --- Τότε αποσύρεσαι από τη ζωή και περιμένεις το θάνατο! Τι άλλο; 

           --- Σαν δεν θες όμως να πεθάνεις;

           --- Πάλι εκείνος ξέρει πως θα έρθουν τα πράγματα γι’ αυτό μη σκοτίζεσαι!

          Η κυρά Χριστίνα σταυροκοπήθηκε.

           --- Δε μένουμε πάντα νέοι! ψιθύρισε  και περιποιήθηκε ένα τριαντάφυλλο στο ανθοδοχείο.

           --- Θεέ μου, ναι! είπε και ο στρατηγός και παίρνοντας το μπουκάλι με το γάλα σηκώθηκε.

           Η ζέστη  είχε αυξηθεί αρκετά  αφού ο Μάης ήταν στα μέσα του. Μια υγρή μυρωδιά από το χώμα του κήπου και τα λουλούδια πλανιόταν τριγύρω τους που έκανε την ατμόσφαιρα αρκετά ευχάριστη.  Το έντονο και καθαρό χρώμα του ήλιου στόλιζε με γούστο τον ουρανό της ανατολής που έμοιαζε σαν ζωγραφισμένη πορσελάνη. Αργά -  αργά  ο στρατηγός κίνησε  να φύγει κι αποχαιρετώντας τη με τρυφερότητα κοντά στην εξωτερική πόρτα, της επανέλαβε με ανησυχία στα μάτια:

          --- Αχ, φοβάμαι, φοβάμαι! Κυρά Χριστίνα κι έφυγε ρίχνοντας λοξές ματιές εδώ κι εκεί. 

 

 

 

 

 

 

                                                     = = =

             

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          Όταν έμεινε μόνος του ο Ζορμπαλάς, αφού τακτοποίησε ένα  άθλιο ράντζο που το είχε βάλει πρόχειρα εκεί να ξαπλώνει τις ζεστές μέρες και να ξεκουράζεται σαν  η φροντίδα του κήπου και των ζώων του τον καταπονούσαν, μπήκε μέσα και προχώρησε στο γραφείο του. Δεν είχε και τόσα σπουδαία πράγματα να κάνει εκεί αλλά του άρεσε να κάθεται και να ξεφυλλίζει φακέλους με έγγραφα, αλληλογραφίας και φωτογραφίες του παρελθόντος με τη νεότητα σε πλήρη έξαρση και τις μεγάλες του εκπαιδευτικές στιγμές.

           Έτσι παίρνοντας στην τύχη ένα ντοσιέ άρχισε και το ξεφύλλιζε με κάποια αναστάτωση ενώ έδειχνε να ονειρευόταν σε κάθε σελίδα του που ατένιζε. Αφού τελείωσε  να φυλλομετρά όλες τις σελίδες του, τον άφησε στη θέση του και παίρνοντας μια στρατιωτική στάση πειθαρχίας έμεινε για λίγο ακίνητος να κοιτάζει τα αντικείμενα και τα μετάλλια που στόλιζαν το γραφείο του και τις επιφάνειες του τοίχου. Το μάτι του τότε σταμάτησε σ΄ ένα  μπρούτζινο άγαλμα που με τη μορφή της Νίκης, ανάμεσα σε δυο κηροστάτες με λευκά κεριά βαστούσε τον ώμο του ένα βιβλίο. Δεξιά κοντά σε μερικά άλλα χοντρά βιβλία ένας μαρμάρινος αθλητής φαινόταν να αθλείται στο στάδιο και πάνω ψηλά το πουλί της σοφίας να του κάνει συντροφιά.

            Το μάτι του συνέχιζε τώρα να μετακινείται και να βλέπει αργά- αργά τους τοίχους που ήταν φορτωμένοι με πίνακες από λιθογραφίες, σπάνιες γκραβούρες και σκίτσα σύγχρονων και παλιών ζωγράφων που του τα είχαν χαρίσει με αφιερώσεις που μαρτυρούσαν τα ευγενικά τους συναισθήματα και την απεριόριστη φιλία κι εκτίμησή τους στο πρόσωπό του.  Έπειτα έκανε διάφορα άλλα πράγματα του γραφείου που τον κούρασαν πνευματικά και σταμάτησε. Βγήκε έξω με τα βλέφαρά του βαριά και πεσμένα γιατί του έλειπε ύπνος αλλά προτιμούσε να είναι όρθιος και με μεγαλόπρεπο ύφος επηρεασμένος από τα κλέη του που αναθυμήθηκε σαν ξεφύλλιζε τους φακέλους, κάθισε στην καρέκλα κι ακούμπησε το χέρι του στο πρεβάζι του παραθυριού, ενώ το βλέμμα του διέσχιζε την απέναντι πλαγιά του χαμηλού βουνού με το κάτασπρο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία να φεγγοβολά από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν τόσο φωτεινές πάνω του. 

              << Να μια χαρά που θα προσφέρω στον εαυτό μου>> σκέφτηκε, σαν κάνω ένα περίπατο ως εκεί πάνω και το επισκεφτώ!  Θα βρω και τον καλόγερο εκεί και θα εξαντλήσουμε τη ρητορική μας δεινότητα στην κουβέντα!  Ας το αποτολμήσω! >> και σηκώθηκε   με μια παράφορη επιθυμία προχωρώντας ως την καγκελόπορτα. Εκεί αφού βγήκε έξω, άρχισε να περπατά χωρίς σταμάτημα για το ξωκλήσι.

                 Το φρόντιζε και το λειτουργούσε ο  καλόγερος  Δανιήλ, ένας  μελαψός και αδύνατος  σαραντάχρονος  άντρας που φορούσε σχεδόν το ίδιο ράσο,  ξεθωριασμένο και τριμμένο, μ’ ένα σκούφο στο κεφάλι από σίτινο ύφασμα που χρόνια τώρα επεδίωκε να διατηρήσει το μοναστήρι σε άριστη κατάσταση γιατί το θεωρούσε κομμάτι του ίδιου του εαυτού.

                 Το μοναστήρι δεν ήταν μεγαλοπρεπές αλλά μικρό και λιτό χωρίς να υψώνεται ιλιγγιωδώς προς τον ουρανό, πατούσε στέρεα στη γη με ταπεινότητα κι απλότητα. Στεφανωνόταν από μια μάντρα χτισμένη από πέτρες, που το προφύλασσε από τους εισβολείς, με τα παράθυρά αυστηρά και ένα μικρό κτίριο στην ανατολική πλευρά του που το χρησιμοποιούσε ο καλόγερος σαν κελί. Αυτός είχε φροντίσει να κρατηθεί σ΄ αυτή την απλότητα το μοναστήρι, δίχως τη θρασύτητα και την υπερβολή των στολιδιών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη τεχνοτροπία κι απλώνεται δυστυχώς και στα μοναστήρια.

               Το βάρος του ο καλόγερος  το έριξε στη συντήρηση  του θησαυρού του μοναστηριού, αξιοποιώντας τη μικρή αλλά σημαντική βιβλιοθήκη του και τις  σπάνιες και ανεκτίμητης αξίας εικόνες του. Όσο δε για τον εξωτερικό χώρο η προσοχή και το ενδιαφέρον του  επικεντρώθηκε στον εξωραϊσμό του ενώ αφοσιώθηκε επιμελώς στην καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων και λαχανικών για να καλύψει τις επιβεβλημένες ανάγκες του. Και συνεχώς αδιαμαρτύρητα  έβρισκε χρόνο για να διατηρεί έναν παραδεισένιο κήπο που δύσκολα έβρισκε κανείς αλλού.

              Γοητευμένος σε λίγο ο Ζορμπαλάς έβλεπε την είσοδο του μοναστηριού. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και τη διέσχισε τραβώντας για το κεντρικό κλίτος του μοναστηριού, ελπίζοντας πως εκεί θα συναντούσε τον καλόγερο.  Πράγματι δεν έπεσε έξω και  αμέσως έπεσε επάνω του. Εκείνος  τον χαιρέτησε ευγενικά, τον αγκάλιασε και γεμάτος χαρά τον έβαλε να καθίσει σε μια λιτή ξύλινη καρέκλα.  Ο Ζορμπαλάς τον ευχαρίστησε κι αυτός με τη σειρά του και του είπε με ενθουσιασμό:

            --- Δόξα σοι ο Θεός! πατέρα Δανιήλ σε βρίσκω μια χαρά! 

            --- Το ίδιο κι εγώ, εσένα! του αποκρίθηκε εκείνος  και άγγιξε μερικά βότανα που είχε μπρος του πάνω στο τραπέζι και τα καθάριζε.

             Ο Ζορμπαλάς  γέλασε και έστρεψε το βλέμμα του προς τα νότια εκεί που ήταν το ωραιότατο περιβόλι και το είχε προσέξει μόλις μπήκε στην αυλή του μοναστηριού. Κι εντυπωσιασμένος από την εμφάνισή του, του είπε με μια αγαθή διάθεση:

             --- Πιστεύω  αυτό το εξαίσιο περιβόλι θα ψέλνει καλύτερα τους ύμνους στο Θεό και στον προφήτη, από σένα, πατέρα Δανιήλ!

             Συγκατένευσε με μεγάλη θέρμη εκείνος και πρόσθεσε, χαριτολογώντας:

             --- Ελπίζω να το κάνει αυτό που λες, άξιε καθηγητή μου!

             Αμέσως ο καλόγερος σταύρωσε τα χέρια του και κοιτάζοντάς τον κατάματα, τον ρώτησε  με μια γλυκιά απόχρωση στη φωνή του:

             --- Επέστρεψες για να περάσεις το καλοκαίρι στο σπίτι σου, ή ήρθες για πάντα;

             Το Ζορμπαλά φάνηκε να τον κυρίεψε ένα ρίγος συγκίνησης κι απόγνωσης μαζί και άργησε να του απαντήσει. Σαν βρήκε όμως το κουράγιο, του αποκρίθηκε με τη σειρά του, γεμάτος τρυφερότητα:

              --- Για πάντα!  Έχω σκοπό να γράψω τα απομνημονεύματά μου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται! 

              --- Πολύ καλά θα κάνεις φιλαράκο! Καθηγητής ιστορίας είσαι και ξέρεις πολλά! Αν δεν γράψεις εσύ απομνημονεύματα, ποιος θα γράψει, εγώ που συνωθούμε συνέχεια κάτω από το εικονοστάσι του προφήτη και προσεύχομαι;

               Ο Ζορμπαλάς  εκείνη τη στιγμή έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισού του ένα σημειωματάριο από καφέ δέρμα και το άνοιξε.  Σε μία από τις πολλές σελίδες του με καλλιγραφική γραφή και κόκκινα σημάδια στην αρχή της, έγραφε με γράμματα σε σχήμα κεφαλαίο: << Τα απομνημονεύματά μου να γραφούν σύντομα πριν ο χρόνος  ο ρυθμιστής του τέλους με πλήξει βάναυσα >>. Κι αφού το διάβασε μεγαλόφωνα για να το ακούσει ο  καλόγερος, έφερε το χέρι του κάτω από το πηγούνι του και ψέλλισε, λέγοντας:

                --- Πάει κι αυτό! Πρέπει να γίνει!

                --- Επιτέλους! Επιτέλους ! Θα το κάνεις φώναξε τρελός από τη χαρά του σαν μικρό παιδί ο καλόγερος  και τον έπιασε από το μπράτσο για να του δείξει την αγάπη του. Θυμάμαι που  μου το έλεγες από παλιά και να τώρα που ήρθε η ώρα να  πραγματοποιηθεί!

                 Ο Ζορμπαλάς ανάσανε βαθιά. Ένιωθε να ανεβαίνει από τα μύχια της ψυχής του κάτι αστείρευτο, ένα κύμα τρυφερότητας  γι’ αυτό τον άνθρωπο που του μιλούσε τόσο όμορφα και του είπε με θρησκευτικό ύφος:

                --- Στην αξιοθρήνητη εποχή μας πρέπει να βρίσκουμε το κουράγιο και τη δύναμη  να κάνουμε κάτι το μεγαλειώδες!

                Ο καλόγερος σταύρωσε τα χέρια και τον κοίταξε με θαυμασμό κατάματα. Ύστερα σηκώθηκε και κίνησε προς το κελί του. λέγοντάς του:

                --- Να σε κεράσω, ένα διάφορο, Μιχάλη!  και τον άφησε, ενώ πίσω του ακουγόταν το φουρφούρισμα που άφηνε το ράσο του σαν άγγιξε τις καρέκλες και την πόρτα. 

                Για το Μιχάλη Ζορμπαλά ήταν καλό που έμεινε μόνος του, έστω και για λίγο γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να παραδοθεί στις σκέψεις του,  πράγμα που το συνήθιζε να το κάνει στα μοναστήρια και στα ησυχαστήρια. Έτσι ξάπλωσε καλύτερα στη θέση του κι άρχισε να σκέφτεται, σχέδια  έργων, σχέδια και τίτλους βιβλίων που θα έγραφε, ταξίδια που θα έκανε, άλματα στο κοντινό και μακρινό μέλλον του. Έτσι χίλιες καινούριες έγνοιες έρχονταν στο μυαλό του και παρέρχονταν ενώ άρχισε να φτιάχνει και την αρχή ενός μυθιστορήματός του που το προόριζε να το γράψει κάποτε, με τίτλο: <<Αντώνιος ο γιος του ψαρά>>.  

            Ο καλόγερος τον διέκοψε από τη σκέψη του τη στιγμή ακριβώς που έψαχνε να βρει τον τόπο που θα διαδραματιζόταν ο μύθος. Έτσι αφήνοντας το δίσκο πάνω στο ξύλινο τραπέζι, του είπε με διασκεδαστικό τρόπο:

        --- Ας το κυλίσεις κάτω όπως κυλάνε και οι μέρες μας, στρατηγέ! και του έδειξε το ποτήρι με το διάφορο.

        Εκείνος τον άκουσε και αφού πήρε το ποτήρι ήπιε μια γουλιά. Κι αμέσως ξαναμμένος από τη σπιρτάδα του, του είπε με το βλέμμα του να βυθίζεται στον ορίζοντα:

        --- Τίποτα δεν είναι πιο ωραίο, πάτερ μου, από την υγειά μας, την καλή κουβέντα κι ένα ποτηράκι ποτό!  Εγώ τον παράδεισο έτσι τον φαντάζομαι μ’ αυτά τα πράγματα μέσα!

        Ένα μαυροπούλι εκείνη τη στιγμή ήρθε και κάθισε στο κλαδί της αμυγδαλιάς κι αφού έκανε μια μικρή φασαρία και τους διέκοψε, φτερούγισε  ύστερα στον ορίζοντα με απίθανη ταχύτητα. Ο αέρας από το φτερούγισμά του τους δρόσισε τα πρόσωπα και τους άρεσε.

         Ο καλόγερος χαμήλωσε το κεφάλι και φάνηκε να βυθίστηκε σε κάποια ονειροπόληση. Όταν  ξανασήκωσε τα μάτια είδε πως ο Ζορμπαλάς είχε αδειάσει το ποτήρι και η έκφρασή του έδειχνε να ζητάει κι άλλο. Τότε με ευχαρίστηση ο καλόγερος του ξαναγέμισε το ποτήρι από το μπουκάλι και του το πρόσφερε, λέγοντάς του:

          --- Οι άλλοι τι κάνουν εκεί κάτω, στη μικρή σας γειτονιά; Έχω να τους δω από την περασμένη Κυριακή που είχαν έρθει εδώ και λειτούργησα το μοναστήρι. Ούτε ξέρω από τότε αν ζουν ή πέθαναν!

           Έσπρωξε με τη δύναμη του χεριού του ένα δέμα κεριά που ήταν κοντά του και συνέχισε με παραπονιάρικο ύφος:

            --- Μπας κι έχω χρόνο να κατέβω κάτω και να πάω να τους δω;  Οι δουλειές δε μ’ αφήνουν να κάνω ούτε ρούπι. Πού βρίσκονται τόσες δουλειές δε μου λες; Ώρες – Ώρες στην απελπισία μου πάνω, κολάζομαι που το λέω, θαρρώ πως μου τις στέλνει ο σατανάς για να με τυραννάει!

            Και τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο δείχνοντας μετανιωμένος γιατί δεν ήθελε να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα.

            Ο Ζορμπαλάς δεν κατάλαβε και πολύ το αστείο και μ’ ένα σφύριγμα που σκέπασε τη φωνή του, του αποκρίθηκε με κάποια απαισιοδοξία:

             --- Χθες ήρθα από την Αθήνα και δεν πρόλαβα να τους επισκεφτώ όλους. Είδα μόνο το στρατηγό σαν πέρασε σήμερα το πρωί από το σπίτι μου, πηγαίνοντας στην κυρά Χριστίνα για το γάλα του. Τα είπαμε ελάχιστα γιατί δεν είχε χρόνο. Γέρασε πολύ ο έρημος!  Δεν έχει σάρκα πάνω του κι ότι στέκεται. Τα σκουλήκια θα βρεθούν σε μεγάλη έκπληξη  συναντώντας μπροστά τους ένα τέτοιο φτωχό κουφάρι με ελάχιστες βιταμίνες!  Να σκεφτείς πως φοβήθηκα σαν τον είδα! Έτσι κι εμείς θα γίνουμε, τόσο σιχαμεροί όσο γερνάμε;

           --- Δεν το νομίζω!  Εμείς θα εξαιρεθούμε! 

           --- Εσύ που τα έχεις καλά με το Θεό, που ξέρεις  μπορεί να εξαιρεθείς, εμείς όμως οι άλλοι που τα έχουμε καλά με το διάβολο, μαύρο φίδι που μας έφαγε! 

         Γέλασαν ελαφρά και οι δυο αλλά αμέσως σταμάτησαν για να αναστενάξουν τώρα βαθιά. Σαν φάνηκε να πέρασε αυτή η στιγμιαία υπαρξιακή κρίση και αγωνία, πρώτος ο καλόγερος αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή κι αφού ταλαντεύτηκε λίγο, είπε  με φωνή που κλαψούριζε:

         --- Εκείνη την Κατερίνα, λυπάμαι! Την παιδεύει ακόμη εκείνο το φριχτό όνειρο και δεν κλείνει μάτι τις νύχτες. Μου είχε έρθει τα άγρια χαράματα πριν από καιρό για να ζητήσει την προστασία του προφήτη ν’ απαλλαγεί από την τυραννία του.  << Ο δαίμονας! Ο δαίμονας! ζητάει να μου πιει το αίμα, παππούλη μου! >> φώναζε σαν την έβαλα κάτω από την εικόνα του προφήτη να τις ξορκίσω το κακό με την προσευχή.

         Η θέση μου εκείνη τη στιγμή, Μιχάλη δεν ήταν καθόλου φωτεινή. Να πω πως φοβήθηκα δε θα είναι δειλία. Το πρόσωπό της είχε πάρει την έκφραση του παρανοϊκού, το σώμα της έτρεμε από το ρίγος , ενώ τα μέλη της, χέρια και πόδια είχαν γίνει σκληρά σαν ξύλα αλύγιστα.  << Είναι μια σκοτεινή ιστορία, αυτή τη γυναίκα και σχεδόν απίστευτη>> σκέφτηκα κι επέμεινα να προσεύχομαι για να καθησυχάσω τα δαιμόνια που την τυραννούσαν. Τελικά να μη στα πολυλογώ τα έδιωξα, η γυναίκα συνήλθε κι επέζησε. Όμως δεν ξέρεις πόσο με έχουν τραυματίσει τα μελανά χρώματα που είχε η  μορφή της.

          Ταραγμένος από την αφήγηση του περιστατικού ο Ζορμπαλάς του είπε με  χαρακτηριστική ένταση στη φωνή του:

           --- Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα πέρασμα σαν τον άνεμο, πάτερ μου και τίποτα παραπάνω! Να ευχόμαστε να μη συναντήσουμε στο διάβα μας τις δέκα πληγές του Φαραώ! Τι άλλο να πω!

           --- Κάτι πρέπει να την κατατρώγει, ψέλλισε όλο αγωνία ο καλόγερος. Κάτι σατανικό κι ένοχο που δεν την αφήνει να ησυχάσει.

           Και  με πιο άνεση τώρα στα λόγια του, πρόσθεσε με κάποια ειρωνεία:

           --- Είναι όμως και πόρνη! Την ταχτοποίησε τη ζωή της όπως έπρεπε απολαμβάνοντας την ηδονή. Τη γέμισε με χαρές και λαμπρότητα! Ε, μην τα θέλει κι όλα δικά της!

            Ο Ζορμπαλάς έκανε ένα μορφασμό με τα χείλη του δείχνοντας πως δε συμφωνούσε μαζί του και με μάτια που έλαμπαν σαν λάμπες, του είπε μαλώνοντάς τον:

            --- Μεγάλα λόγια λες, πάτερ μου κι ο Θεός θα σε κρίνει!  Δικά της είναι και το σώμα και η ψυχή και τα κάνει ότι θέλει! Εσένα τι σε πειράζει;

            --- Με πειράζει, γιατί η ζωή της αθλιότητας, της αδράνειας και της ψυχικής μοναξιάς που διάλεξε να κάνει, θα την αφανίσει!  Καιρός είναι να πάρει απολυτήριο από αυτό το σιχαμερό επάγγελμα και να γλιτώσει!

           Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Ζορμπαλά και του είπε με δυνατή φωνή:

         --- Παραφρόνησες, πάτερ μου και μιλάς έτσι; Μα το Θεό! Η γυναίκα επέλεξε αυτό το επάγγελμα να κάνει της σαρκικής επαφής επί πληρωμή και κανείς δεν μπορεί να την εμποδίσει να το ασκεί. Τουλάχιστον όσο σέβεται τα όρια της νομιμότητας.

          Σκέφτηκε λιγάκι ο καλόγερος και είπε:

           --- Κάνει ένα άσεμνο επάγγελμα, θέλω να πω και τίποτα παραπάνω!

           --- Άσεμνο αλλά γλιτώνει κόσμο από την τρέλα, πάτερ μου! Έχεις φανταστεί ποτέ τι θα γινόταν αυτός ο κόσμος που πάει μαζί της και βγάζει το πάθος του  σαν μπαίνει μέσα στο κορμί της ξαπλωμένος στο κρεβάτι της ;

           Ο καλόγερος γύρισε αλλού τα μούτρα του και διαμαρτυρήθηκε φανερά εκνευρισμένος:

            --- Μη με κολάζεις,  Μιχάλη, δεν κάνω ποτέ μου τέτοιες αντιχριστιανικές σκέψεις που μπορούν να βλάψουν τη σχέση μου με το Θεό και τον προφήτη. Μη σε παρακαλώ, μη συνεχίζουμε άλλο αυτή την κουβέντα με ενοχλεί. Ας πούμε κάτι άλλο πιο  σεμνό ή καλύτερα έλα να σου δείξω πως φτιάχνονται τα κεριά.

           Αφού είδε και ο  Ζορμπαλάς πως η κουβέντα μπήκε σε αδιέξοδο, σηκώθηκε κι ακολούθησε τον καλόγερο που ήδη είχε σταθεί πάνω από το καζάνι με το βραστό λάδι και το ανακάτωνε με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα, προσέχοντας μην πεταχτεί καμιά καυτή σταγόνα λαδιού και τον τσουρουφλίσει. Η φωτιά έκαιγε από νωρίς κι ο καλόγερος  τη φρόντιζε συνεχώς ρίχνοντας χοντρούς κορμούς δέντρων για να τη διατηρεί ζωντανή κι άσβεστη. Έτσι το λάδι έβραζε και τώρα σαν το είδε και το ανακάτωσε με την κουτάλα, έκρινε πως ήταν έτοιμο για χυθεί στα σχοινιά που κρέμονταν στον κηροστάτη και το περίμεναν. Πήρε κι ο καλόγερος ένα κατσαρόλι κι αφού το γέμιζε βουτώντας το μέσα στο καζάνι το έχυνε ύστερα σιγά –σιγά  στην επιφάνεια των σχοινιών ώσπου με την ψύξη  σχηματιζόταν αργά – αργά η φόρμα των κεριών. 

            Όταν ο καλόγερος έκρινε πως το πάχος των κεριών ήταν το επιθυμητό, τα κατέβαζε προσεχτικά από τους κρίκους και τα τοποθετούσε με τη σειρά πάνω σε ένα  φαρδύ ξύλινο πάγκο κι αμέσως συνέχιζε αδιάλειπτα να  φτιάχνει την άλλη παρτίδα. Έτσι πέρασε αρκετή ώρα με το Μιχάλη να κοιτάζει και το καλόγερο να δουλεύει. Ο Ζορμπαλάς κοίταζε- κοίταζε δίχως να μιλά. Συλλογιζόταν πως πάνω σε τούτη τη γη κάποιοι για να ζήσουν κάνουν ένα σωρό τρελά κι όμορφα πράγματα και κάποιοι άλλοι ανοησίες και βλακείες. Και πως τούτος ο καλόγερος  με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ήταν ένας από τους σκλαβωμένους υποταχτικούς της τρελής τέχνης. Έτσι τον θαύμασε για άλλη μια φορά και τον συμπάθησε ακόμη περισσότερο.

           Πήρε στο χέρι του ένα λευκό κερί  και του είπε, μ’ ένα μικρό γελάκι:

           --- Ας ανάψω ένα να νιώσω την απόλαυση της πράξης! Αυτή η πράξη  της ανάφλεξης, θα το έλεγα του κεριού, έχει μυστηριακό και ποιητικό χαρακτήρα! Άφησε που η  εικόνα και η ζεστασιά της φλόγας σε οπλίζει με δύναμη και γαλήνη!

            Κι απλώνοντας το χέρι του το έβαλε στο μανουάλι που βρισκόταν μόνιμα έξω από την είσοδο του μοναστηριού και το άναψε.

           

            --- Πολλοί λένε, είπε στη συνέχεια ο καλόγερος ενώ εξακολουθούσε να δουλεύει, πως χάνουμε το χρόνο μας άδικα φτιάχνοντας κεριά και πως το κάνουμε από κάποια δεισιδαιμονία που μας έχει κυριεύσει. Θα μπορούσαν λένε να τα προμηθευόμαστε από το εμπόριο όπου θα μας έρχονται και πιο φθηνά. Και πως το χρόνο που σπαταλάμε να τα φτιάχνουμε θα μπορούσαμε να τον αξιοποιήσουμε για κάτι πιο ωφέλιμο και ουσιώδες. Εγώ δεν τα πολυπιστεύω αυτά. Αυτό που κάνω τώρα αυτή τη στιγμή με μεθάει!  Αν είναι γραφτό μου να ζήσω ακόμη μερικά χρόνια θα το πετύχω μόνο σαν μείνω πιστός στην λαμπρότητα της κάθε μικρής αλλά σημαντικής δημιουργίας.

           Ο Ζορμπαλάς γέλασε και για να μην τον δει ο καλόγερος, έσκυψε το κεφάλι. Ύστερα του είπε με αποφασιστική φωνή:

           --- Μη βαρυγκωμάς, πάτερ μου και κάνε ότι θέλεις εσύ γιατί αυτό είναι θέλημα του Θεού και κανενός θνητού. Αφού είμαστε ευτυχισμένοι μ’ αυτό που κάνουμε, τι περισσότερο γυρεύουμε;

            Τίναξε πέρα με δύναμη το δεξί του χέρι ο καλόγερος να διώξει μια καυτή σταγόνα λαδιού που τον τσουρούφλισε και κοιτάζοντας το Ζορμπαλά με βλέμμα που έμοιαζε με κοφτερό λεπίδι, του αποκρίθηκε με φωνή που έβγαινε από το πλακωμένο στέρνο του;

            --- Δε βαρυγκωμώ, αδερφέ Μιχάλη, αλλά λέω κάτι που είναι χρόνια κρυμμένο μέσα στα σωθικά μου και με κατατρώγει. Το ξεστομίζω τώρα για να σου πω, πως είναι δύσκολη η καλογερική κι όποιος τη δοκίμασε έχει μετανιώσει! Ευτυχισμένοι δεν μπορούμε να είμαστε εδώ μέσα αλλά κατ’ ανάγκη βολεμένοι και υποταγμένοι! Γι’ αυτό σου είπα νωρίτερα πως μεθάμε με αυτό που κάνουμε. Αν δεν το κάναμε αυτό όλες οι συμφορές θα έπεφταν στο κεφάλι μας!

            Γίνεται σιωπή. Ο Μιχάλης παίρνει το ποτήρι του, το πλησιάζει στα μουντά χείλη του και πίνει μια γουλιά. Ύστερα κάνει νόημα και στον καλόγερο ν’ αφήσει τη δουλειά και να κάνει το ίδιο. Εκείνος τον αγνοεί και τον κοιτάζει με φωτεινά μάτια σαν του αγριμιού, ασάλευτος. Σε λίγο συνεχίζει: 

          --- Σήμερα φτιάχνω το κερί, αύριο θα ζωγραφίσω, μεθαύριο θα συντηρήσω τις παλιές εικόνες, ύστερα θα έρθει η  νηστεία, η προσευχή, η ανάγνωση βιβλίων, η φροντίδα του μοναστηριού! Όλα αυτά πρέπει να γίνουν και γίνονται χρόνια τώρα χωρίς διακοπή!

          Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του με λύπηση. Ο καλόγερος συνέχισε:

          --- Όλα αυτά που κάνω τα βρίσκω φυσικά. Ποτέ δε βαρυγκόμησα ούτε απελπίστηκα που κλείστηκα εδώ μέσα. Έχω μέσα μου απροσμέτρητη κι ακαταλόγιστη δύναμη και αντιστέκομαι. Αυτό ήταν το ριζικό μου βλέπεις. Δεν έκανα τίποτ’ άλλο στη ζωή μου να ξεφύγω από αυτή την μάταιη περιπέτεια. Το ριζικό μου με είχε πιάσει από το χέρι και με οδήγησε εδώ. Μπορώ να το αρνηθώ;

          --- Έχεις μετανιώσει, που κλείστηκες εδώ μέσα κι έχασες τη ζωή; τον ρώτησε ο Μιχάλης και περιεργάστηκε με ύφος ειρωνικό το ξεθωριασμένο ράσο του.

           Αυτή η ερώτηση φάνηκε να μην ενόχλησε τον καλόγερο. Δίστασε να μιλήσει αλλά για μια στιγμή φώναξε σαν να του ήρθε κάποια φαεινή ιδέα:

           --- Όχι, αλλά όπως κι εσύ είπες, έχασα τον κόσμο!  Εκεί έξω είναι αλλιώτικα! Εκεί είναι οι χαρές!

          --- Ορίστε! του έκανε ο Ζορμπαλάς και γέλασε.

          --- Τι;  Δεν είναι έτσι;  άνθρωπε των γραμμάτων; τον αντίκοψε εκείνος λύνοντας τα μπερδεμένα σχοινιά από ένα κερί.

          --- Δεν είναι, γιατί εκεί έξω σε γονατίζουν τα πάθη και χάνεις εκτός από το σώμα και το πνεύμα σου! Εδώ τουλάχιστον μακριά από τους πειρασμούς μπορείς να  σώσεις το πνεύμα σου!

          --- Δε συμφωνώ μαζί σου αλλά είμαι υποχρεωμένος να ακούσω την άποψή σου! Όλα χρειάζονται και πάθη και πνεύμα αλλά να συνεργάζονται και το ένα να βοηθά το άλλο. Πάθη, πνεύμα, και άνθρωπος πάνε μαζί! Έτσι τα έφτιαξε ο Θεός και η φύση. Αν στερήσεις το ένα από τον άνθρωπο πάει πέθανε!

          Ο Ζορμπαλάς φάνηκε να διασκέδαζε μ’ αυτή τη συζήτηση γι’ αυτό θέλησε να τη συνεχίσει.  Έτσι του φώναξε με κάποιο ενθουσιασμό:

           --- Εσύ πάτερ μου, ότι και να μου λες, ξέρω καλά πως κλεισμένος εδώ μέσα απαλλάχτηκες από τα πάθη σου! Εμάς όμως να ρωτήσεις που ζούμε απέξω να δεις τι τραβάμε μ’ αυτά τα πάθη μας!

          Ο καλόγερος δεν του απάντησε αλλά περπάτησε λίγα μέτρα κι αφού διέσχισε την αυλή, ανέβηκε σε μια εξωτερική σκάλα κι αφού πέρασε σ’ ένα προθάλαμο, μπήκε σ’ ένα μικρό κελί. Εκεί αφού ανέσυρε από το ράφι της βιβλιοθήκης του ένα φθαρμένο από το χρόνο βιβλίο, γύρισε μ’ αυτό στην αγκαλιά του. Εκεί του το έδωσε και του είπε με τα μάτια του να καθρεφτίζουν μια ανελέητη ενεργητικότητα και μυστικοπάθεια:

            --- Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασέ το! Ο τίτλος είναι << Πως ν’ αποφύγεις την καλογερική >> .  Μετά έλα να τα πούμε! 

             Και ενώ εκείνος παρατηρούσε με ενδιαφέρον το βιβλίο ο καλόγερος συνέχιζε να του λέει:

             --- Από τίποτα δεν απαλλάγηκα σαν κλείστηκα εδώ μέσα! Παντρεύτηκα την καλογερική βέβαια, αλλά τα πάθη μου τα έχω κι αυτό για μοναχό είναι πολύ κακό! Σου δίνω όμως δίκιο  για όσα λες, γιατί είσαι έξω από το χορό και ξέρεις πολλά τραγούδια!

             Ο Ζορμπαλάς δεν πρόλαβε να του απαντήσει γιατί ένας άντρας γύρω στα τριάντα φάνηκε στην εξώπορτα και ζητούσε τον καλόγερο. Εκείνος αφού τακτοποίησε γρήγορα μερικά σχοινιά και αφαίρεσε δυο σπασμένα κεριά ρίχνοντάς τα σ’ ένα ορθογώνιο δοχείο, κινήθηκε προς τα εκεί, λέγοντας στο Ζορμπαλά με γοργό ρυθμό, ενώ τα μάτια του πλανιόταν στον επισκέπτη:

            --- Ο φαρμακοποιός είναι και μου φέρνει τα φάρμακά μου!  Να οι χαρές που λέγαμε!

            Όσο πήγαινε ο Ζορμπαλάς τον κοιτούσε και τον εξέταζε  προσεχτικά. Φαινόταν αδύνατος, και γερασμένος. Τα αραιά, άσπρα μαλλιά του, τα αδύναμα μέλη του και το κατάχλομο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό του, μαρτυρούσαν πως η υγεία του δεν ήταν καλή αλλά βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Κι όσο τον είχε κοντά του και μιλούσαν είχε παρατηρήσει πως και τα μάτια του είχαν χάσει τη λαμπεράδα και την ενεργητικότητα που είχαν άλλοτε και καθρέφτιζαν μια ανελέητη ψυχρότητα κι απαισιοδοξία. Ως και οι αρθρώσεις των χεριών του είχαν παραμορφωθεί και είχαν γεμίσει κόμπους.

            Σηκώθηκε, έκανε μερικές βόλτες έξω από το μοναστήρι και κίνησε για την πόρτα. Εκεί συναντήθηκε με τον καλόγερο που επέστρεφε βαστώντας στο χέρι του την τσάντα με τα φάρμακα. Εκείνος τον κοίταξε λυπημένα και του είπε:

            --- Φεύγεις;

            --- Ναι! Γιατί σε λίγο πρέπει να πάω στην Κατερίνα! Με περιμένει βλέπεις!

            Ο καλόγερος τον περιέβαλλε με βλέμμα θαυμασμού και του είπε:

            --- Στο καλό και να της δώσεις τις ευλογίες μου!

            Τον άφησε κι ο Ζορμπαλάς κι αφού βγήκε από την πόρτα, κατηφόρισε για τη γειτονιά του και την Κατερίνα.

             Λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Αγρίλη σκέφτηκε να κάνει τη διαδρομή που ήταν σαν παράδεισος  δίπλα από το ποτάμι που συνήθιζε να την περπατά όταν είχε χρόνο κι απολάμβανε τις ομορφιές από το βασίλειο των δέντρων, και των λουλουδιών και άκουγε τον ψίθυρο των νερών που τραγουδούσαν ασταμάτητα με το κελάρυσμά τους.

              Έτσι άρχισε να περπατάει στο στενό φαράγγι μέχρι να βγει στο φαρδύ αγροτικό δρόμο μέσα σε ένα φαντασμαγορικό τοπίο πνιγμένο κυριολεκτικά στο άρωμα και τη φρεσκάδα της φύσης. Κάθε τόσο ανάμεσα από τη μεγάλη ποικιλία των λουλουδιών, τους θάμνους και τους ανυψωμένους καταπράσινους κισσούς με την ατάραχη μεγαλοπρέπειά τους, έβλεπε να ανοίγονται μπροστά του αμέτρητα δρομάκια στρωμένα με πράσινη χλόη και μικρά ολάνθιστα άνθη. Πλανιόταν μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο κι ένιωθε υπέροχα,  ένιωθε  ευτυχισμένος αφού η κάθε σπιθαμή του ήταν κι ένας πράσινος ή ολάνθιστος ανθόκηπος. Το φως περνούσε  μέσ’ από τα φυλλώματα και σχεδίαζε αραβουργήματα πάνω στα φύλλα ή τους χοντρούς κορμούς των δέντρων. Μεγάλα πορφυρά αγριοτριαντάφυλλα έγερναν από το βάρος τους και ακουμπούσαν πάνω στα μπράτσα ή αιωρούνταν στον αέρα με το ελαφρό φύσημα του ανέμου. Μακριές σειρές κυκλάμινα πλημμυρισμένα από τη δρόσο στραφτάλιζαν από όσες αχτίδες ξέφευγαν το πυκνό φύλλωμα και σχημάτιζαν κάτω στο χώμα μια εξαίσια γιορταστική ομορφιά κάλλους και χρωμάτων.

           Οι μόνες φωνές που υπήρχαν στο μαγεμένο αυτό κήπο ήταν τα κελαδήματα των πουλιών, οι βόμβοι των εντόμων και το θρόισμά του ανέμου που έμοιαζε σαν να έπαιζε φλογέρα με το άγγιγμά του πάνω στις επιφάνειες των φύλλων. Ανθρώπινη ψυχή δεν υπήρχε εκεί για τη στιγμή κι αυτό του έκανε τον περίπατο πιο συναρπαστικό.

           Τώρα περνούσε την άλλη άκρη του φαραγγιού εκεί που μαζεύονται τα μεγάλα πουλιά και οι κουρούνες με το άσπρο και λευκό φτέρωμα και το παράξενο ήχο του κρωξίματός τους. Ήταν σμάρι ολόκληρο πάνω στα ψηλά κυπαρίσσια και διασταυρώνονταν όσα δεν πετούσαν ανάμεσα στα δέντρα με μεγαλοπρέπεια κι έμοιαζαν σαν να τον χαιρετούσαν με τον τρόπο που σπάθιζαν δεξιά, αριστερά και πάνω του. Μερικά με κάποια κίνηση που έμοιαζε εθιμοτυπική κουνούσαν το κεφάλι τους και του έβγαζαν μια φωνή καλέσματος που την επαναλάμβαναν πολλές φορές.  Σταμάτησε ελάχιστα και τα πρόσεξε ενώ η μικρή στρογγυλή  λιμνούλα που φάνηκε δεξιά του με τη γαλανή στάθμη των νερών της ακίνητη του τράβηξε το ενδιαφέρον και την πλησίασε τάχιστα. Στο μέσο της υψωνόταν ένας μυτερός βράχος που ήταν κατάφυτος από υδροχαρή φυτά ενώ μέσα στις μικρές σπηλιές που είχαν  επιδέξια σφυρηλατήσει οι γλώσσες των νερών έπλεαν ποικίλοι μικροοργανισμοί. Εντύπωση του έκαναν από όλο τούτο το φυσικό κάλλος του βράχου και του νερού οι πολυπληθείς βάτραχοι με τους γυρίνους που αφοσιωμένοι εις το κυνήγι της τροφής ή της ρέμβης διέσχιζαν με απαράμιλλη δεξιοτεχνία της επιφάνεια του νερού ως άριστοι κολυμβητές.

          Πιο πέρα από τη μικρή λίμνη άσπριζε ένα ολόλευκο μικρό σπίτι που οι ανταύγειες του ήλιου το έκαναν αληθινό στολίδι και έτσι ασβετωμένο που έλαμπε δεν απείχε και πολύ να το παρομοιάσεις με κάποιο ξωκλήσι κάποιου αγίου. Προφανώς εκεί μέσα στην αίθουσά του κάτι σημαντικό έκρυβαν και φύλαγαν οι άνθρωποι φρόντιζαν και προστάτευαν το  μικρό τούτο δρυμό. Στο χώρο αυτό ο Μιχάλης ένιωσε μια υπέροχη δροσιά που του έφερε αλαφρά ρίγη αφού η ζέστη του καυτερού ήλιου λίγο πιο πριν μπει στο βασίλειο του δάσους τον είχε κυριολεκτικά κατακάψει. Φεύγοντας απ’ αυτό το εξαίσιο μέρος, έφτασε τώρα σ’ ένα άλλο τοπίο στα βόρεια του άλσους που απλωνόταν μέσα σε μαγεμένους κήπους από άγρια βλάστηση και ποώδη θάμνους. Εκεί είδε ένα μονοπάτι κατάφυτο από βιολέτες όλων των ειδών και ένιωσε την επιθυμία να το επισκεφτεί αμέσως. Σαν το έκανε η χαρά του ήταν απερίγραπτη σαν πνίγηκε πραγματικά ανάμεσα στα χρώματά τους  και το δροσιστικό άρωμά τους. Δεξιά του πολύχρωμες επιστρώσεις από λογής- λογής αγριολούλουδα του έδιναν την εντύπωση πως πατούσε πάνω σε πολύχρωμο χαλί.

             Όσο κι αν έψαξε δεν μπόρεσε να βρει μέσα σ’ αυτό τον παράδεισο καμιά  ασχήμια. Πλήρης από ευτυχία πέρασε τη μικρή γέφυρα και βρέθηκε στην απέναντι πλευρά όπου άρχιζε η πεδινή καταπράσινη έκταση με χιλιάδες ελαιόδεντρα  και τις εγκαταστάσεις των θερμοκηπίων που προξενούσαν ένα οδυνηρό κι άσχημο θέαμα με τον κακόγουστο και τεράστιο σε σχήμα ορθογωνίου όγκο τους. Ο Μιχάλης ελάχιστα τα πρόσεχε γιατί ήξερε καλά πως οι ασχήμιες, οι πεζότητες και οι καθημερινές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτα κομμάτια της ζωής που πρέπει να τα βλέπουμε με αυτοσυγκράτηση παρά τα ξεθωριασμένα χρώματά τους. Έτσι άφησε τον εαυτό του να νιώσει τη γλυκύτητα της ζωής κοιτάζοντας τα όμορφα περιβόλια, τους ανθισμένους κήπους στις αυλές και τα καταπράσινα παρτέρια που στόλιζαν δεξιά κι αριστερά όλο αυτό το δρομάκι που κατέληγε ως την μικρή πλατεία του Αγριλιού δίνοντας ένα αίσθημα ομορφιάς στους λιγοστούς κατοίκους του.

           Από εκεί πήρε το δρόμο με τις καλαμιές για να πάει στο σπίτι της Κατερίνας. Ήταν ένας δρόμος στενός που το καλοκαίρι τον έπνιγε η κίτρινη απεραντοσύνη της καλαμιάς που δε φαινόταν να τελείωνε πουθενά. Θάμνοι και κοτρόνια εμφανίζονταν που και που αλλά εξαφανίζονταν αμέσως. Στις θερισμένες λωρίδες  περπατούσαν σπουργίτια, κουρούνες, και γεράκια, κουνώντας μεγαλόπρεπα τις φτερούγες τους. Ο αέρας ήταν δροσερός  και η φύση ήταν υποταγμένη στη σιωπή. Σ’ αυτό το δρόμο ήταν και τα σπίτια όλων των ηρώων της ιστορίας μας.

          Έφτανε τώρα έξω από το σπίτι της Κατερίνας. Το φως, τα λουλούδια, ο μυρωδάτος αέρας, ο θαυμάσιος περίπατος, έδωσαν στην ψυχή του γιορταστική ατμόσφαιρα και ένιωθε πολύ ευτυχής. Έτσι με την αίσθηση πως και μέσα στο σπίτι της Κατερίνας η ψυχή του θ’ άνθιζε όπως κι έξω, χτύπησε την πόρτα και περίμενε να τη δει να του ανοίγει μ’ ένα τραγούδι στα γλυκά της χείλη.

           Έλαμπε χρυσοκόκκινος ο δίσκος του ήλιου στα νερά του Ιονίου, όταν ο Ζορμπαλάς πάτησε το πόδι του μέσα στο σπίτι της.  Αυτή όμορφη με το λυγερό κορμί της να το σκεπάζει μια κομψή και λουλουδιαστή ρόμπα  τον αγκάλιασε με τα αφράτα της μπράτσα, και, του είπε τρελή από χαρά, ανεμίζοντας πίσω τα κατάμαυρα λυμένα μαλλιά της:

             --- Το έλεγα γεροξεκούτη πως θα γυρνούσες μια μέρα των ημερών! Δεν κάνεις εσύ χωρίς τον Αγρίλη σου και μένα! Εδώ θα πεθάνεις ανάμεσα Κυπαρισσίας και Φιλιατρών!

              Ξεκόλλησε ύστερα από πάνω του κι αφού τον έβαλε να καθίσει στο καθιστικό, έπεσε κι αυτή σε μια πολυθρόνα και τον κοιτούσε σαν μεθυσμένη με μάτια φλογερά και πυρωμένα σαν σίδερο. Χαιρόταν που τον έβλεπε πάλι κοντά της, πετάριζε ολόκληρη και κολυμπούσε σε πελάγη ευτυχίας που ένας ωραίος άνθρωπος και φίλος της γύρισε να της κάνει παρέα και να της προσφέρει τη συντροφιά του.

                Τα ίδια ευχάριστα συναισθήματα ένιωθε κι ο Ζορμπαλάς γιατί από τη στιγμή που μπήκε μέσα δε σταμάτησε ούτε λεπτό να την κοιτάζει και να τη θαυμάζει. Και μόνο σαν εκείνη τυλιγμένη σφιχτά στη ρόμπα της του άνθισε ένα ακαθόριστο γέλιο στα σαρκώδη χείλη της και τον έκανε να ξυπνήσει από το λήθαργο που του είχε προξενήσει το υπέροχο κορμί της, τη ρώτησε μ’ ένα άρρυθμο τόνο στη φωνή του:

                --- Είσαι καλά, Κατερίνα; Πώς τα πας με τους πελάτες σου;

                Εκείνη γέλασε σαν να δέχτηκε την απειλή του αρσενικού και του απάντησε σηκώνοντας το κεφάλι:

               --- Σαν είμαι εγώ καλή μαζί τους είναι κι αυτοί καλοί! Σαν όμως αγριεύω κάνουν κι αυτοί το ίδιο!

               Κι έξαφνα σηκώθηκε και με ανασηκωμένη τη ρόμπα έτσι που να αφήνει γυμνά τα γόνατα και τις γάμπες, κίνησε για το μπαρ. Από εκεί το γυμνασμένο αυτί του Ζορμπαλά την άκουσε να του λέει:

              --- Θα φέρω κάτι να πιούμε και να το γλεντήσουμε! Καιρό είχαμε να σμίξουμε!  Δε θαρρείς πως πρέπει να του δώσουμε να καταλάβει λιγάκι;

            

 

 

 

     

 

                                                    = = = 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             Γνωρίστηκαν κι έγιναν φίλοι  από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στον Αγρίλη. Σαν την είδαν τότε να ξεμπαρκάρει από το καράβι στο λιμάνι όλοι οι σερνικοί ακαμάτηδες που κάθονταν στο καφενείο, έριξαν πάνω της τα δηλητηριασμένα βλέμματά τους και την υποδέχτηκαν με χειρονομίες που κάνουν οι μαϊμούδες, σκούζοντας εν χορώ:

            --- Η πόρνη! Η πόρνη!

            Ο Ζορμπαλάς πειράχτηκε πολύ. Στη μορφή του δεν υπήρχε έκφραση παρά μόνο χαραγμένη η περιφρόνηση κι ένα πονεμένο ειρωνικό χαμόγελο πάνω στα λευκά του δόντια. Τα μάτια του θόλωσαν και μια ακατανίκητη δύναμη ήρθε από μέσα του, που του μήνυσε πως είχε καθήκον να υπερασπιστεί τη γυναίκα. Κι αμέσως σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά τους.

           --- Πλάσμα του Θεού, είναι κι αυτή! τους φώναξε κι άπλωσε τα χέρια του να την προστατέψει. Ούτε σκοτώνει, ούτε δαγκώνει, αλλά αγκαλιάζει τους άντρες  και τους κάνει ευτυχισμένους μέσα στην κάψα του κορμιού της! Η ζωή δίχως την απολαβή της γυναίκας είναι αβάσταχτη δεν το ξέρετε;  Κι όταν λέω γυναίκα, εννοώ την κάθε γυναίκα της ράτσας της!

          Στη σιωπή που επικράτησε ο Ζορμπαλάς πλησίασε τη γυναίκα και της πρόσφερε το μπράτσο του. Εκείνη το έπιασε δειλά  φοβισμένη και σαν λευτερώθηκε από το φόβο της, του είπε με μια ασύλληπτη τρυφερότητα και σβελτάδα:

          --- Σ’ ευχαριστώ! Χωρίς εσένα θα με είχαν λυντσάρει!

          Τη συνόδεψε με ασφάλεια μέχρι το  επίσημο πορνείο της. Εκεί την άφησε, ψιθυρίζοντας με υπέρτατη θέληση << εις το επανιδείν >> και επέστρεψε πάλι στη θέση του.

           Από τότε τα έλεγαν συχνά κάθε καλοκαίρι σαν είχε διακοπές ο Ζορμπαλάς και κατέβαινε κάτω. Η Κατερίνα πάντα τον δεχόταν με ορθάνοιχτη την πόρτα της  και πάντα είχε να του πει τον καλύτερο λόγο. Κι ο Ζορμπαλάς το ίδιο. Την υπεραγαπούσε  κι έτρεχε κοντά της σαν τον τιμωρούσε σκληρά η μοναξιά και απολάμβανε εκ του πλησίον τα  πλούσια σωματικά της κάλλη!

            Ήρθε σε λίγο η Κατερίνα με το δίσκο στα χέρια  κι αφού τον ακούμπησε στο μικρό ολοστρόγγυλο τραπέζι που ήταν στρωμένο μ’ ένα όμορφο χειροποίητο τραπεζομάντιλο, πήρε ύστερα το μπουκάλι και γέμισε τα ποτήρια.

             Τα σήκωσαν κι ευχήθηκαν:

             --- Στην υγειά σου! είπε ο Ζορμπαλάς.

             ---Στην υγειά σου! επανέλαβε η Κατερίνα και τ’ άδειασαν μονομιάς.

               --- Θέλω, του είπε, αμέσως  να μου πεις γιατί γύρισες μόνιμα πίσω. Θα συνεχίσεις να παραδίνεις μαθήματα ή θα κάνεις κάτι άλλο;

              Σιωπή και μετά από λίγο:

              --- Μόνιμα; Ποιος το είπε αυτό;

              Η Κατερίνα γέλασε, γλυκά και τρυφερά.

              --- Όλοι το λένε! πρόσθεσε κι έχωσε προσεχτικά κάτω από ένα μαξιλάρι του καναπέ ένα αργυρό σκουλαρίκι.

             --- Δεν έχω ακόμη αποφασίσει! Θα με οδηγήσει η ηλικία μου και φυσικά και η υγεία μου! Μην ξεχνάς πως διάγω αισίως την έκτη δεκαετία!

             --- Το ξέρω δεν το ξέρω, λες! Αλλά η γοητεία των πραγμάτων νομίζω πως δε θα σε αφήσει αδρανή. Κάτι θα σκαρώσεις μπροστά στην επιμονή τους να σε προκαλούν!

              --- Μιλάς σαν καθηγήτρια! της έκανε και γέλασε.

              --- Ωραίος ο τίτλος που μου έδωσες! Η εικονική καθηγήτρια μιλάει στον αληθινό καθηγητή!

              --- Τι να σου πω, αφού μιλάς ωραία!

              --- Δε θα μου πεις;

              --- Τι να σου πω;

              --- Τι θα κάνεις  εδώ που γύρισες; Δε νομίζω πως επέστρεψες για να ταχτοποιήσεις τα καινούρια στρωσίδια του κρεβατιού σου ή  να συντροφέψεις την πολυθρόνα σου!

              --- Επιμένεις; ε;

              --- Επιμένω, ναι!

              --- Σκέφτομαι, πως αφού τελειώσω με κάτι μερεμέτια του μαντρότοιχου, να κάνω, <<  κατ’ οίκον >> μαθήματα  Ιστορίας και Αρχαίων Ελληνικών  σε υποψήφιους για το πανεπιστήμιο. Αργότερα με το καλό μπορεί να γράψω και κάποιο βιβλίο.

              Τον κοίταξε παράξενα εκείνη λες και δεν τον πίστεψε. Κι εντελώς αυθόρμητα τον ρώτησε:

               --- Και τι θα λέει το βιβλίο;

               --- Να, για το Νίτσε, ας πούμε. Θυμάμαι πως ήθελα να γράψω γι’ αυτό το φιλόσοφο από τότε ακόμη που ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Δεν το έχω ξεχάσει! Ενοχλούμαι που αργώ τόσο να αρχίσω μια πνευματική πάλη μαζί του!

               --- Θα γράφει και για εμάς τις πόρνες, ε; αφού είναι τόσο σπουδαίος!

               --- Τι να γράψει για σας;

               --- Πώς θα σωθούμε από τις αμαρτίες!

               --- Δε γράφει για σας αλλά για άλλα υπαρξιακά και φιλοσοφικά θέματα.

               --- Για πες μου κάτι που γράφει!

            --- Πως σε λίγο τίποτα δε θα είμαστε και πως οι ψυχές μας  που είναι θνητές ωσάν τα σώματά μας, θα χαθούνε!

            Τινάχτηκε στον αέρα λες και λευτερώθηκε απ’ τις αλυσίδες της και φώναξε χαρούμενη:

            --- Δηλαδή γλίτωσα! Αφού η ψυχή λέει πως πεθαίνει, αυτό σημαίνει πως δε θα βασανίζομαι πεθαμένη!

            Γέλασε ο Ζορμπαλάς και τη ρώτησε:

            --- Για ποιο λόγο φοβάσαι πως  θα βασανίζεσαι στην άλλη ζωή;

            --- Γι’ αυτό που κάνω!

            --- Αυτό που κάνεις για τους ανθρώπους είναι κακό για το Θεό δεν είναι!

            --- Τότε γιατί με τυραννάει  και στέλνει κάθε βράδυ εκείνο το νέο με το σπαθί και θέλει να με σκοτώσει;

            --- Δεν τον στέλνει ο Θεός,  αλλά εσύ υποβάλλεσαι στον έλεγχο της συνείδησής σου και τον βλέπεις σαν τιμωρό σου! Άμα λευτερωθείς από κάθε ενοχή τους παρελθόντος σου θα λυτρωθείς!

            --- Αυτό που κάνω δεν κρύβει ενοχή;

            --- Σου είπα, όχι!

            Για μια άλλη φορά αυτός ο φίλος, είχε  πάρει σημαντική θέση στη ζωή της. Ήθελε να του πληρώσει το λογαριασμό και το έκανε μ’ ένα  τρυφερό αγκάλιασμα  και με μια έκρηξη  ενθουσιασμού που του είπε:

            --- Να, γιατί σε θέλω εγώ! Ξέρεις και ημερεύεις και το πιο άγριο ζώο και το κάνεις αρνάκι! Έχεις το Θεό μέσα σου, ανάθεμά σε και μ’ αρέσεις!

            Ο Ζορμπαλάς την κοίταξε επίμονα κι αναστέναξε βαθιά. Εκείνη συνέχισε το τροπάρι της:

             --- Είσαι ένας εντυπωσιακός τύπος, θλιβερός όμως που ανάμεσα στους ανθρώπους σπέρνεις το χρυσάφι με τις χούφτες, αδιαφορώντας για την αξία του! Ω, σπέρνε, μεσσία μου, σπέρνε! Διάφθειρέ με, με τους θησαυρούς της ψυχής σου! Δε σε εμποδίζω να συνεχίζεις να μου φέρνεις τα δώρα σου!

            Εκείνος της έκανε νόημα με τα μάτια πως υπερέβαλλε κι αμέσως μετά της είπε:

             --- Όλα αυτά που λέμε, είναι σημαντικά για τη ζωή μας, Κατερίνα αλλά όσο κι αν τα συζητάμε δεν τελειώνουν γιατί μοιάζουν με το νερό της πηγής που είναι αστείρευτο. Αυτό σημαίνει πως θέλω χωρίς να σε απογοητεύσω, ν’ αλλάξουμε κουβέντα και να πούμε κάτι άλλο.

            --- Θέλεις να πούμε τι;

            Από το παράθυρο με βλέμμα απλανές όση ώρα μιλούσε έβλεπε το μικρό πέτρινο σπίτι του Ανάργυρου, του ψαρά, που του θύμιζε τα συντρίμμια της χαράς και την ανείπωτη θλίψη που παιζόταν εκεί μέσα. Έτσι σαν πήρε τα μάτια του από το σπίτι, τη ρώτησε με έντονο το ενδιαφέρον του:

          --- Τι κάνει ο Ανάργυρος; Ψαρεύει; Ψαρεύει;

          --- Ω! Ποιος νοιάζεται γι’ αυτόν! είπε ενοχλημένη εκείνη και περιεργάστηκε με σχολαστικότητα το ύφος του.

          --- Σε θέλει, ακόμα;

          --- Δυστυχώς! Αυτή είναι η σιχαμερή πραγματικότητα!

          --- Κι εσύ;

          --- Τι εγώ;

          --- Δεν τον θέλεις;

          --- Οι δρόμοι μας είναι έρημοι και των δυο! Αυτός ένας τύπος που ζει από τα ψάρια κι εγώ μια περίφημη πόρνη! Τα θεωρείς μεγαλειώδη προσόντα αυτά για να αγαπηθούμε;

          --- Σε ποθεί όμως σαν τρελός;

          --- Με αγαπάει, λέγε και δε μ’ αφήνει ήσυχη ούτε λεπτό. Σαν με σκέφτεται και του τι δίνει κατακέφαλα, πηγαίνει στο κρασοπουλειό του Μπαράκα, γίνεται τύφλα στο μεθύσι και μου έρχεται έξω από την πόρτα! << Άνοιξε, Κατερίνα! >> μου φωνάζει  << Σ’ αγαπώ! >> και στέκεται εκεί περιμένοντας να του ανοίξω. Κρύβομαι κι εγώ στο  κρεβάτι μου και δεν του ανοίγω,  ελπίζοντας πως θα φύγει. Εκείνος όμως επιμένει με περισσότερο πάθος τώρα και χαλάει τον κόσμο από τις φωνές.  << Κατερίνα ! Κατερίνα ! >> συνεχίζει να φωνάζει και χτυπά με δύναμη την πόρτα. Τι να κάνω κι εγώ τότε, τηλεφωνώ στην αστυνομία και σ’ ένα λεπτό τον βάζουν στο περιπολικό και τον διώχνουν!

           Κι  έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας προτείνοντας τα σαρκώδη χείλη της που ήταν κατακόκκινα από το κραγιόν που τους είχε βάλει.

           Ο Ζορμπαλάς της είπε βάζοντας στη χροιά των λέξεων μια συναισθηματική φόρτιση:

            --- Μα σε αγαπά ο άνθρωπος! Κι εσύ τον στέλνεις στο τμήμα;

            --- Το ξέρω πως δεν είναι σωστό αλλά αυτό σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή!

            --- Ναι, αλλά  τον τυραννάς!

            --- Σιγά! Μια γυναίκα χάνει κανείς, τέσσερις βρίσκει! Γιατί δεν ψάχνει για μια καμιά άλλη;

             --- Αιδώς! Κατερίνα! φώναξε  εκείνος και φάνηκε να έπεσε σε μια μελαγχολία.

             --- Δε θέλω μπλεξίματα μαζί του!  Να μ’ αφήσει ήσυχη, μπορεί;

             --- Τον λυπάμαι το φουκαρά!

             --- Το ίδιο κι εγώ! Τι μπορώ όμως να κάνω; Αν ο κάθε άντρας λέει πως μ’ αγαπάει και λιγουρεύεται το κορμί μου, πρέπει να τον αγαπάω κι εγώ;

             Ο Ζορμπαλάς σιώπησε και κοιτούσε έναν πίνακα με έντονο πορτοκαλί χρώμα στον τοίχο, απέναντί του, που απλωνόταν στον ουρανό, πορφυρό πάνω από τη θάλασσα θέλοντας να δείξει το ηλιοβασίλεμα, Γύρω του άλλοι πίνακες μικροί και μεγάλοι κάλυπταν θαυμάσια το χώρο με  ζωγραφισμένες γυναίκες, που είχαν σαν σημάδι κατατεθέν το γυμνό και το προκλητικό.

          Σαν τελείωσε το θαυμασμό τους,  έκανε ένα μικρό σχολιασμό που αφορούσε τον Ανάργυρο, λέγοντάς της με κάποια συγκίνηση:

          --- Μήπως ο αγιάτρευτος πόθος του για σένα και η μεγάλη ανάγκη της άμεσης αφοσίωσης που νιώθει να σε κατακτήσει, είναι απόρροια του κρασιού; Απ’ ότι ξέρω σ’ αυτό εναποθέτει τα όνειρά του!

          Πήρε ένα μαντήλι απ’ το  μπράτσο της πολυθρόνας και το έφερε στα χείλη της κι έμεινε ασάλευτη. Την αγαπούσε χωρίς υστεροβουλία ο Ανάργυρος αλλά χωρίς ελπίδα ανταπόκρισης από τη μεριά της. Αυτό το ήξερε καλά.  Όπως ήξερε καλά και τις εκρήξεις του πάθους του γι’ αυτή που τον κυρίευαν ξαφνικά και κινδύνευε η ζωή της. Αυτή  δεν μπορούσε τίποτα να του προσφέρει παρά εκρήξεις ευγνωμοσύνης για την προτίμησή του στο δικό της κορμί. Πόθο γι’ αυτόν  δεν ένιωθε ούτε κι έβλεπε κάποια μικρή σπίθα του να  φουντώνει.

          --- Αχ, το κακόμοιρο το παιδί! έκανε κουνώντας το κεφάλι της με τρόπο που έδειχνε πως ήταν δυνατόν να είναι κι έτσι αυτό που της έλεγε. Σ’ αυτό το κρασί υποχρεώνεται να ξεχνά και να θέλει όχι μόνο μένα αλλά και πολλά όνειρά του!

           Ο Ζορμπαλάς  δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν κατάλαβε τα λόγια του. Γι’ αυτό της είπε:

           --- Θέλω να πω, μήπως σε ποθεί σαν γυναίκα,  μόνο, όταν πίνει και είναι μεθυσμένος;     

           --- Όχι, καλέ, μ’ αγαπάει! Σαν πίνει με σκέφτεται και του τη δίνω περισσότερο, μέχρι τρέλας που λέμε!  Δε με θέλει επειδή πίνει! Με θέλει επειδή μ’ αγαπά και με γουστάρει!

          Εκείνος την άκουσε προσεχτικά. Και με κάποια διπλωματικότητα τη ρώτησε:

           --- Και πώς ξέρεις πως είναι τσιμπημένος μέχρι εσχάτων μαζί σου;

           Γέλασε και τα λευκά δόντια της κροτάλισαν ελαφρά. Και μετά του πέταξε αυτή την ρεαλιστική φράση:

           --- Ώρες- Ώρες τον πιάνει μια αληθινή λύσσα για μένα που τον εκφράζει με έναν άγριο θυμό. Ξαπλώνει έξω από την πόρτα μου και φωνάζει έξαλλος και δυνατά: << Το κορμί σου θέλω να μου δώσεις για να μου σβήσει τη φωτιά που με καίει, Κατερίνα! >>  Και ύστερα από λίγο: << Σ’ αγαπώ, Κατερίνα!  >> και κλαίει σαν μικρό παιδί! 

           --- Όταν είναι ξεμέθυστος πως σου συμπεριφέρεται;

           --- Με σεβασμό αλλά με πολιορκεί ασφυκτικά! Και τότε μου γίνεται κακό τσιμπούρι κι αφήνει την κηλίδα του, αλλά δε φτάνει στις ακρότητες. Το πρόβλημα είναι σαν μεθάει. Τότε δε διστάζει καθόλου να φτάσει ως τις χυδαιότητες.

           --- Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! ψιθύρισε ο Ζορμπαλάς και αρκέστηκε να της πιάσει τα χέρια αναστενάζοντας. 

           Εκείνη τη στιγμή η Κατερίνα ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει τη βοήθειά του. Και του είπε:

          --- Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ ότι κάνει! Τι διάολο αρρώστια τον βρήκε μαζί μου και με θέλει τόσο;  Όμως εγώ θέλω ν’ απαλλαγώ από  την παρουσία του. Τι με συμβουλεύεις να κάνω;

           --- Νομίζω πως υπερβάλλεις τα πράματα, της αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Μιχάλης και την λόξευσε με έπαρση. Τίποτα δε θα κάνεις!  Το ίδιο του το πάθος θα τον ρίξει κάτω σαν το δέντρο από τη δυνατή ριπή του ανέμου. Πόσο θα αντέξει να βρίσκει την πόρτα σου κλειστή; Θα καταλάβει κάποτε πως είναι μάταιος ο κόπος του αφού δεν τον θέλεις και θα φύγει!

            Εκείνη κατσούφιασε κι έδειξε να αμφέβαλλε γι’ αυτό που της έλεγε. Και του έκανε με έντονο αλλά φιλικό τόνο:

            --- Δηλαδή κατά τη γνώμη σου θα τον ανέχομαι για πολύ καιρό ακόμα! Κι αν μου κάνει κακό ή πέσει από κάνα βράχο που δεν τον θέλω;

            Η ματιά της μαρτυρούσε πως  πολύ τα φοβόταν αυτά.

            --- Α, μη σκοτίζεσαι γι’ αυτά, της  έκανε γελαστά αυτός και πρόσθεσε, με ταπεινότητα: Τον ξέρω από παιδάκι τον καημένο! Είναι μια θλιβερή ύπαρξη που κάνει τον σκληρό αλλά σαν τα βρει σκούρα τρέμει σαν το λαγό! Μην τον μετράς για νταή γιατί είναι φούσκα!

            Έδειξε να ηρέμησε. Και με μια κίνηση του κεφαλιού της φάνηκε να συμφωνούσε μαζί του. Ο Ζορμπαλάς συνέχισε:

            --- Σε φοβίζουν κάποια πράματα που κάνει αλλά δεν μπορείς να του τα κόψεις εύκολα. Κράτησε μια στάση προστασίας γιατί την έχει ανάγκη. Ζει με το ψάρεμα για να θρέψει τα οκτώ παιδιά του κι αυτό τον κουράζει αφάνταστα. Ας τον συμπονέσουμε όλοι μας να σταθεί στα πόδια του και να μην παραφρονήσει.

            Όσο αυτός μιλούσε η Κατερίνα τον άκουγε με βλέμμα ανήσυχο αλλά και μ’ ενδιαφέρον. Και με μια φυσιολογική αντίδραση του είπε, μ’ ένα μικρό κενό πίκρας:

            --- Ας τ’  αφήσουμε τώρα αυτά, Μιχάλη, δεν έχουν τελειωμό κι ας πούμε λίγα για τους φίλους μας. Τους είδες; Πες μου κάτι γι’ αυτούς γιατί έχω να τους δω από τότε που σμίξαμε στο μοναστήρι. Από  τότε δεν έχω νέα τους.

           --- Να σου πω. Την κυρά Χριστίνα δεν την έχω πλησιάσει από τότε που ήρθα γιατί την αποφεύγω μη μου δημιουργήσει ιστορίες και δεν τις θέλω. Έμαθα όμως από το στρατηγό πως τρώγεται  τόσο με τους ανθρώπους όσο και μες τις κατσίκες της! Με τον καλόγερο τα είπαμε ένα χεράκι το πρωί  και όσο για τον Ανάργυρο δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν ή καλύτερα ελάχιστα απ’ ότι με πληροφόρησε ο καλόγερος.

            --- Αυτούς που είδες στέκονται καλά;

          --- Λες και δεν τους ξέρεις!  Γερασμένα άλογα είμαστε όλοι μας που περιμένουμε το κάλεσμα του χάρου, Μόνο ο Ανάργυρος κι εσύ έχετε νιάτα, φρεσκάδα και τα πάτε καλά στο κρεβάτι ακόμη! Όσο για μας τους υπόλοιπους τρεις, βράζε όρυζα όπως καταντήσαμε!

         --- Κι ο στρατηγός γέρασε; Δεν το πιστεύω!

         --- Αυτός είναι που γέρασε πιο πολύ κι έγινε ραμολιμέντο!  Δεν τον γνώρισα, νόμιζα πως είχα απέναντί μου ένα σκιάχτρο!  Σαν με πλησίασε κι έγειρε το κεφάλι του να μου μιλήσει, και είδα από κοντά το απαίσιο κρανίο και τα σκοτεινά του μάτια  μ’ έπιασε ντελίριο. Πάνε εκείνα τα αντρίκεια χέρια, οι φαρδιοί  ώμοι του, και το δυνατό κορμί με το αγέρωχο περπάτημά του. Όλα τα μετάλλαξε ο χρόνος και τα έκανε  μια σιχασιά αποστεωμένης σάρκας.

           Η Κατερίνα άξαφνα θυμήθηκε και τότε του είπε:

           --- Καιρό έχω να τον δω, από τότε στο μοναστήρι. Τον βρήκα κι εγώ πολύ αλλαγμένο. Ο χρόνος όπως είπες, είχε μαυρίσει το πετσί του και το είχε ξεράνει, ενώ ήταν αδύνατος και κουρασμένος. Οι πελώριες πλάτες του έγερναν μπροστά και η περπατησιά του είχε χάσει εκείνη τη στρατιωτική λεβεντιά που κουβαλούσε πιο πριν μαζί του. Κάποια κρίση περνάει, σκέφτηκα και θα του περάσει. Αλλά φαίνεται πως διαψεύστηκα. Ο χρόνος όπως είπες  βγήκε  νικητής σαν τα έβαλε με το κορμί του και τον γέρεψε. Ό,τι χειρότερο για τον άνθρωπο.

          --- Ωστόσο τα έχει τετρακόσια! Θυμάται και  τη λεπτομέρεια από τις μάχες που έδωσε στην Κύπρο με τους τούρκους!

         --- Σωστά;

         --- Μου διηγήθηκε μία και τον θαύμασα! Τέτοια περιγραφή δεν την έκανε ούτε ένας τριαντάχρονος έφεδρος!

         --- Αν δε γελιέμαι, υπήρξε μεγάλο στέλεχος του στρατού. Η στρατιωτική σταδιοδρομία του δεν ήταν διόλου απογοητευτική. Τουναντίον ήταν πολύ ριψοκίνδυνος και τίμησε επαξίως τη στολή που του εμπιστεύτηκε η πατρίδα.

         --- Ναι, ήταν άφοβος και γενναίος. Σαν έβλεπε τον εχθρό, έμπαινε μπροστά,  ισάριζε τα πιστόλια στη μέση κι ορμούσε. Με τη γενναιότητά του και το θάρρος του ανέβαζε το ηθικό των στρατιωτών που τον ακολουθούσαν με απίστευτο ενθουσιασμό. Έτσι κέρδισε τις πιο πολλές μάχες στην Κύπρο.

          Γίνηκε σιωπή, κι η Κατερίνα τον ρώτησε:

          --- Ας αφήσουμε το στρατηγό και να δούμε τι θα γίνει με σένα! Αλήθεια μου λες, για να γράψεις το βιβλίο που ανέφερες ήρθες ή με κοροϊδεύεις!

           --- Θα τα ‘στελνα όλα στο διάβολο, αλλά πρέπει να ζήσω ! Και για να ζήσω σ’ αυτή την ηλικία που είμαι τώρα το μόνο που μπορώ να κάνω είναι η καταγραφή του παρελθόντος μέσα από τις αναμνήσεις. Εύκολο πράγμα για μένα αφού κι εμπειρίες έχω και την ικανότητα να γράφω αφού είμαι μέσα στα γράμματα. Απομένει το μεράκι! Αυτό. δόξα τω Θεώ, το έχω κι ελπίζω να τα καταφέρω.

        --- Ας υποθέσουμε πως θα τελειώσεις το ένα σου βιβλίο. Το   δεύτερο σε τι θα αναφέρεται; 

       --- Λοιπόν! της έκανε με το χρέος της φιλίας στα μάτια του ο Μιχάλης. Αφού τόσο σε ενδιαφέρει η συγγραφική μου δουλειά σου λέω τούτα:  Θα γράψω τα απομνημονεύματά μου σε πρώτη φάση, ύστερα ένα βιβλίο για το Νίτσε και το τρίτο θα αναφέρεται στις πόρνες  που τόσο καθοριστικό ρόλο παίζουν στη ζωή του άντρα!

       Μετά την αναφορά του αυτή  το ρεύμα συμπάθειας για το Ζορμπαλά μεγάλωσε από τη μεριά  της Κατερίνας  που το έδειξε με μια τρυφερή ματιά που του έδειξε. Και  αναστενάζοντας ξανά και ξανά τον ρώτησε  μ’ ένα φτερούγισμα στα λόγια της:

        --- Πώς μπόρεσες και σκέφτηκες ένα τέτοιο βιβλίο;

        --- Η ιδέα του είχε φωλιάσει στο μυαλό μου από τότε που ήμουνα ακόμη φοιτητής της φιλολογίας. Και η αιτία ήταν μια γυναίκα των ελευθέριων ηθών που την είδα να την κακοποιεί ένας ανάπηρος μέσα στο  μπορντέλο, μπροστά στα μάτια μου. Η σκηνή με σοκάρισε κι αν έχεις τη διάθεση μπορώ να σου τη διηγηθώ.

         Η Κατερίνα του έγνεψε ναι με τα μάτια κι εκείνος, συνέχισε:

         --- Δεν ξέρω για πιο λόγο ο άντρας παράτησε τη γυναίκα τη στιγμή που την είχε από κάτω  του στο κρεβάτι και ικανοποιούσε τα φιλήδονα και πρωτόγονα γενετήσια ένστιχτά του, και άρχισε να τη βρίζει χυδαία και να τη χτυπά με πρωτοφανή τρόπο βαναυσότητας και βαρβαρότητας. Κάποια στιγμή αφού την προπηλάκισε σκληρά, την έφτυσε και την κλώτσησε με μανία στο γενετικό της όργανο. Ύστερα άρπαξε τα εσώρουχά της και τα πέταξε με μίσος στα κεραμίδια του πλαϊνού σπιτιού. Στη συνέχεια άρπαξε το φουστάνι της από την κρεμάστρα  κι αφού το έκανε χίλια κομμάτια της τα έριχνε στο κεφάλι, με άκρατο σαδισμό σαν μικρά τρόπαια. Τελευταία της έβαλε τα χέρια πίσω κι αφού της τα έδεσε με μια δερμάτινη ζώνη, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και την κοιτούσε γελώντας.   Η γυναίκα ούρλιαζε ξέφρενα. Είχε σπασμούς κι έδειχνε να την είχε κυριεύσει υψηλή υστερία. Εκείνος αποκτηνωμένος  και με σάρκα ξαναμμένη συνέχιζε να την κοιτά, ενώ τα μάτια του έδειχναν μια  ανείπωτη κακία. Σε κάποια στιγμή η ολόγυμνη γυναίκα έμεινε ασάλευτη και λιποθύμησε ενώ αυτός συνέχιζα να μένει δίπλα της και να τη θωρά με υστερικό μίσος.

          Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά που τραβούσε η γυναίκα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Δεν μπήκα μέσα γιατί μυρίστηκα πως ο τιποτένιος αυτός άντρας βαστούσε μαχαίρι. Βγήκα όμως έξω γρήγορα και τηλεφώνησα στην αστυνομία. Τα παραπέρα δε σ’ ενδιαφέρουν όπως μάλιστα κι εμένα. Ε, λοιπόν αυτή η σκηνή της κακοποίησης της πόρνης μένει ανεξίτηλη στο μυαλό μου ως σήμερα και δε θα φύγει κι αν ακόμη γράψω το βιβλίο που σου είπα γι’ αυτή. 

           --- Πώς θα είναι ο τίτλος του;

           --- Η γυναίκα πόρνη στη  θεραπεία και ανάδειξη του ανδρός.

           Γέλασε. Το λεπτό της πρόσωπο πήρε μια απαλή κόκκινη χροιά. Και κάνοντας ένα μορφασμό προτείνοντας τα σαρκώδη της χείλη, του αποκρίθηκε με άκρατο ενθουσιασμό:

             --- Ε, φιλαράκο! Πολύ όμορφο τίτλο βρήκες και έντονα εντυπωσιακό. Κι αν η υπόθεση είναι καλή σίγουρα θα κερδίσεις την εκτίμηση και το θαυμασμό των γυναικών με το υποταγμένο σώμα στον άντρα!

             Ο Ζορμπαλάς ένιωσε έκπληξη γιατί δεν περίμενε τόση εκρηκτική αντίδραση από την πλευρά της και του φάνηκε πως τον κορόιδευε.  << Με κοροϊδεύει η αφιλότιμη >> σκέφτηκε  και δε δίστασε να της απαντήσει:

             --- Δεν ξέρω αν δείχνεις ικανοποιημένη ή με περιγελάς μ’ αυτά που άκουσες, αλλά να ξέρεις πως  πολλές γυναίκες ελευθερίων ηθών και στην αρχαιότητα αλλά και τώρα στάθηκαν άξιες δίπλα σε φωτισμένους ηγέτες ή καλλιτέχνες και τους συμπαραστάθηκαν ψυχή τε και σώματι, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην καταξίωσή τους. 

            Αυτή χαμογέλασε. Εκείνος συνέχισε:

             --- Θα έχεις ακούσει για τη γυναίκα του Περικλή την Ασπασία στην αρχαία Ελλάδα. Πριν τον παντρευτεί ήταν μυημένη στο μυστήριο του έρωτα και χάριζε την ηδονή του κορμιού της σε πολλούς άντρες.  Κι όμως αυτή η γυναίκα που αισθανόταν να την αγγίζουν φευγαλέα, ηδονικά, επίμονα κι απαλά τόσα χέρια αντρών και να ψαχουλεύουν αδιάκριτα τ’ απόκρυφα μέλη της δε δίστασε να σταθεί δίπλα στο μεγαλύτερο πολιτικό άντρα εκείνης της εποχής και να συνδέσει το όνομά της με τα πιο λαμπρά έργα της Αθήνας, όπως τον Παρθενώνα, το ναό της Αθηνάς, τα προπύλαια και τη διακόσμηση του ιερού χώρου της Ακρόπολης.

             --- Σπουδαία πράματα μου λες! του ψιθύρισε εκείνη και του έδειξε μια ειλικρινή ευσπλαχνία για όσα πρωτόγνωρα άκουγε.

             Αυτός συνέχισε:

             --- Μετά η Θεοδώρα η γυναίκα του Ιουστινιανού. Σε τσίρκο δούλευε και είχε γνωρίσει πολλούς άντρες πριν τον παντρευτεί. Κι όμως αυτή τον έσωσε στη δύσκολη στιγμή  που ο αυτοκράτορας  έπρεπε να επιλέξει αν θα πολεμούσε τους στασιαστές ή θα έφευγε από την Κωνσταντινούπολη. Η δική της τόλμη κι αποφασιστικότητα την έκανε να αναφωνήσει και να του  πει << καλόν εντάφιον η βασιλεία >> και να του αλλάξει τη γνώμη να μη φύγει αλλά να μείνει στην Πόλη και να την υπερασπιστεί, όπως και το έκανε. 

         Η Κατερίνα σκυμμένη τον άκουγε μ’ ευχαρίστηση. Τέτοιες όμορφες ιστορίες μόνο απ’ τα χείλη του Ζορμπαλά τις άκουγε. Και τότε όλες οι έγνοιες της έφευγαν  μαζί με εκείνη την ακαθόριστη θλίψη κι ένιωθε άλλος άνθρωπος, αναγεννημένος και διαφορετικός. Κάποιες φορές σαν ήταν στα κέφια της, έπαιρνε ένα τετράδιο σαν έφευγε εκείνος και σημείωνε τα πιο ενδιαφέροντα που της είχε πει για να τα κρατεί άσβεστα και να τους ρίχνει καμιά ματιά σαν  η μονότονη δουλειά του κρεβατιού την σκότωνε.

          --- Α! Είναι κι άλλα τέτοια διαλεχτά αντρόγυνα που έγραψαν άλλο καλή ιστορία! συμπλήρωσε Ζορμπαλάς και με κάποιο ανεξήγητο δισταγμό,  άργησε να προφέρει τ’ όνομα της Σαπφώς  που το επαναλάμβανε στα χείλη του αλλά δύσκολα το ξεστόμισε. Αυτή της είπε, διαφέρει από τις άλλες γυναίκες που σου ανέφερα αλλά είναι ξεχωριστή για το πάθος της στην ηδονή και στον έρωτα και που τα τραγούδησε στα περίφημα ποιήματά της που σώζονται και σήμερα και επαινούν όλα τα θέλγητρα του γυναικείου και του αντρικού κορμιού!

          Βυθίστηκε στο βάθος της σκέψης του για λίγο και συνέχισε:

          --- Πολλοί την έχουν για σιχαμένη γυναίκα, φιλήδονη, ηδυπαθή και κολασμένη που επιδινόταν στον έρωτα χωρίς ντροπή. Εγώ δε θα την κρίνω αυτή τη στιγμή. Αναφέρω απλά  τον οίστρο της στην ποιητική δημιουργία μιας και ήταν μια κοινή εταίρα.

           Απ’ το ανοιχτό παράθυρο που ήταν προς τη δύση φαινόταν το σκοτάδι που απλωνόταν σιγά –σιγά  και σκέπαζε τα πράγματα. Το θέαμα ήταν εξαίσιο και το έκανε ακόμη πιο όμορφο το ροζ χρώμα του ορίζοντα που έφευγε με μια αργή κίνηση λες και ήθελε ν’ αντισταθεί στη νομοτέλεια της φύσης. Η μοναδική αγροικία κοντά στη θάλασσα, έγινε σκουρόχρωμη, ενώ το μικρό της αέτωμα και μια ωραία καπνοδόχος υψώνονταν αγέρωχα πάνω από το σπίτι που έδειχνε ακατοίκητο αλλά διατηρημένο καλά.

          --- Θα πω και τούτο, της είπε ο Μιχάλης σαν είδε το σκοτάδι να πέφτει έξω και άρχισε:

           --- Πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε δυο πράματα. Άλλο η πορνεία που γίνεται άνευ όρων  στα μπαρ, σε παράνομους χώρους ξενοδοχείων και σε κακόφημα στέκια κι άλλο   αυτή που προσφέρεις εσύ μέσα σ΄ ένα επίσημο πορνείο ή νόμιμο οίκο ανοχής, όπως συνηθίζεται να λέγεται στη γλώσσα των διανοουμένων. Και για να καταλάβεις τι θέλω να πω, άκουσε με προσοχή αυτά που θα σου πω.

            Πορνεία κατακριτέα είναι αυτή που γίνεται στο Ντουμπάι. Είναι απαγορευμένη μόνο στα χαρτιά. Εδώ και πολλά χρόνια αυτή η πόλη είναι το κέντρο ενός από τα μεγαλύτερα εμπόρια γυναικών, κυρίως από τη Ρωσία και την Αφρική. Εκεί δρουν ανεξέλεγκτα κυκλώματα δουλεμπόρων, ενώ οι απάνθρωπες συνθήκες που βιώνουν οι γυναίκες που εκπορνεύονται είναι απερίγραπτες με την ανοχή και των νταβατζήδων που τις πωλούν  και τις μεταπωλούν σαν να πρόκειται για ανταλλακτικά φθηνών αυτοκινήτων. Το σεξ που προσφέρουν χωρίς προφυλακτικά γιατί τις πιέζουν να το κάνουν χωρίς αυτά  τις κάνει να κολλάνε έιτζ, να αποκτούν ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, να τις εγκαταλείπουν οι προστάτες τους και να επιστρέφουν στις πατρίδες τους σωστά ερείπια.   Εκεί στο Ντουμπάι κάθε ξενοδοχείο έχει και  νυχτερινό μπαρ και τα περισσότερα είναι γεμάτα από κορίτσια και μεγάλες γυναίκες   που προσφέρουν το κορμί τους για ένα πινάκιο φακή. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια της αστυνομίας που κάνει τα πάντα για να τ΄ αφήσει όλα να παίρνουν τον ήσυχο δρόμο τους και να καταλήγουν σε σαδιστικά όργια!  Εκεί φαίνεται ο Αλλάχ κοιμάται τη νύχτα και ξυπνά την επόμενη μέρα για να επιβάλλει στις γυναίκες να φορέσουν την μπούρκα και να τις μαστιγώσει ανελέητα μέχρι θανάτου!  

               H  Κατερίνα στεκόταν και τον κοίταζε με απέραντο θαυμασμό. Τέτοια λόγια σπάνια είχε ακούσει στη ζωή της για τη μεταχείριση της γυναίκας και ποτέ δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να κάνει ένα ταξίδι στο καθαρτήριό της. Εκστατική και με ανοιχτό σχεδόν το στόμα για ότι άκουσε του είπε με μια απέραντη θλίψη στα μάτια της:

                --- Με προδιαθέτεις ν’ ακούσω και κάτι άλλο σχετικό με τη γυναίκα, Μιχάλη και νομίζω δε θα μου το αρνηθείς! Αφενός τα λες με ένα χαρισματικό τρόπο κι αφετέρου είναι χρήσιμες πληροφορίες που πλουτίζουν τις γνώσεις μου. Επιμένω να πεις κάτι ακόμη.

                 Αυτός έδειξε ενθουσιασμένος. Η Κατερίνα ήταν καλή ακροάτρια κι αυτό τον ευχαριστούσε. Της το έδειξε μ’ ένα χαμόγελο που άνθισε στα χείλη του. Κι αμέσως άρχισε:

                  --- Θα σε πάω πολύ πίσω στη δεκαετία του 1950 και ξέρεις πού; Στην Κίνα! Τότε που οι ζωές χιλιάδων κοριτσιών ηλικίας 13 και 19 ετών  διαγράφονται με τα μελανότερα χρώματα εξαθλίωσης και ατίμωσης  που υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην επαρχία Ξινγιάνγκ. Σ’ αυτό το μέρος είχαν σταλεί χιλιάδες Κινέζοι στρατιώτες για

να εποικήσουν την περιοχή γιατί υπερτερούσαν οι μουσουλμάνοι. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η αποστολή ήταν ένα ταξίδι στο καθαρτήριο. Αν θέλεις διαφορετικά να το πω ήταν μια ιστορία μαζικής εξαπάτησης των κοριτσιών με γάμους που δεν ήθελαν και αυτοκτονίες που έγιναν. Οι γυναίκες που μπόρεσαν και γλίτωσαν διηγήθηκαν πως εξαπατήθηκαν από το κινέζικο καθεστώς με την ψεύτικη υπόσχεση πως ο σκοπός που θα τους πήγαινε εκεί  απέβλεπε στις σπουδές και την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Δυστυχώς βρέθηκαν κλειδωμένες σε άθλιους καταυλισμούς Ακόμη η ιστορία αναφέρει πως στάλθηκαν και 900 εκδιδόμενες γυναίκες πάσης ηλικίας από τους οίκους ανοχής μιας μεγάλης πόλης. Οι άνθρωποι που τις έστειλαν εκεί υποστήριζαν πως τις πήγαν για  να γίνει η << αναμόρφωσή >> τους.  Σ΄ αυτή την αποστολή στο κέντρο της κόλασης εστάλησαν και χήρες γυναίκες, μιλάμε για χιλιάδες, θυμάτων του πολέμου με τον σκοπό να παντρευτούν συζύγους που θα τους έβρισκαν ανάμεσα στους στρατιώτες κι αφού έκαναν παιδιά θα υπερίσχυε μ’ αυτό τον τρόπο της γέννησης παιδιών το κινέζικο στοιχείο έναντι του μουσουλμανικού στην αχανή κι αφιλόξενη αυτή έρημο.

             Απ’ ότι τους υποσχέθηκαν τίποτα δεν τους έκαναν.  Τους υποσχέθηκαν πως θα πάνε σε σχολεία, θα δουλέψουν σε καλά και φίνα εργοστάσια με καλό μεροκάματο και καλές συνθήκες εργασίας. Πως θα έχουν τρακτέρ κι αυτοκίνητα και πως θα τους στήσουν γερά και όμορφα σπίτια με όλες τις ανέσεις. Για τους επικείμενους γάμους δεν τους είχαν αναφέρει τίποτα. Τσιμουδιά!

                Η μεταφορά τους σ’ αυτή την έρημο περιοχή έγινε με τα κάρα. Σαν έφτασαν τις ενημέρωσαν με σχολαστικότητα για τη νέα τους ζωή τονίζοντας τα προνόμια που θα τους παραχωρήσουν! Έπειτα τις έβαλαν στους άθλιους καταυλισμούς που ανέφερα στην αρχή κι απλώνονταν σε διάφορα δυσπρόσιτα μέρη της περιοχής. Μια ομάδα κοριτσιών  που αποτελούνταν από σαράντα κορίτσια τα υποχρέωσαν να παντρευτούν  με άντρες που ούτε τους ήξεραν καν. Φυσικά ήταν όλοι τους στρατιώτες. Όμως μια γυναίκα αρνήθηκε να πάρει τον άντρα που της έδιναν με τη βία δηλώνοντας πως δεν τον γνωρίζει και δεν τον αγαπάει. Ο στρατιωτικός αυτός άντρας έβγαλε τότε το πιστόλι και τη σημάδεψε στο κεφάλι. Η γυναίκα δεν τόλμησε να του αντισταθεί μπροστά στον επικείμενο θάνατο και τον παντρεύτηκε.  Φυσικά ήταν γι’ αυτή ένας εφιάλτης κι όχι άντρας αφού ούτε τον γνώριζε και ούτε τον αγαπούσε. Μόνο υπακοή. 

            --- Θεός φυλάξοι, Μιχάλη! τι φοβερά πράγματα είναι αυτά που άκουσα! του είπε με ζωηρή ένταση στη φωνή της ενώ τον κοιτούσε μ’ ένα αινιγματικό τρόπο.

            --- Δεν πρόσθεσα ούτε αφαίρεσα τίποτα από όσα έγιναν και είναι καταγραμμένα, να ξέρεις. Η μοίρα σας όπως άκουσες είναι σκληρή κι ανελέητη. Μια σκληρή περιφρόνηση για το φύλο σας υπήρχε και θα υπάρχει. Όμως πόσοι  άνθρωποι γνωρίζουν έστω και λίγα απ’ αυτά που τραβάτε σαν γυναίκες; Ο αριθμός πρέπει να είναι ακαθόριστος και μικρός.

            Αυτή γέλασε και σαν να ντράπηκε για τη γύμνια των γυναικών αλλά και τη δική της  σήκωσε κάπως αδέξια τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι. Ήταν απόλυτη βέβαιη πως κάθε γυναίκα είχε ένα ιδανικό κι όμως ελάχιστες το πλησίαζαν. Κι όσες πάλι είχαν την επιμονή να το κυνηγήσουν κάποιο εμπόδιο τις έριχνε καταγής.

             Ακολούθησε σιωπή και κοιτάχτηκαν με μια άκρως συναισθηματική τρυφερότητα. Ύστερα ο Ζορμπαλάς στράφηκε προς τα έξω. Ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά κι αυτό τον στενοχώρησε 

            --- Τελείωσα της είπε και σηκώθηκε. Μπορεί οι γνώσεις μου μαζεμένες από ‘δώ κι από ‘κεί να σε έκαναν να διασκεδάσεις με τις παραδοξολογίες μου, αλλά δε με νοιάζει! Το ότι πέρασα ευχάριστα μου αρκεί! Γεια σου και στο επανιδειν!

                Τη χαιρέτησε με υπερβολική οικειότητα και σαν του άνοιξε την πόρτα τη δρασκέλισε με στέρεο βήμα ενώ τα βλέμματά τους πετούσαν ζωηρές φλογίτσες.

                 Έξω από το σπίτι της σκέφτηκε να μην ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι του αλλά να πάρει τον αγροτικό που ήταν κάθετος με τον εθνικό δρόμο και διατηρούσε αρκετές φυσικές ομορφιές περνώντας μέσα από διάφορους μικρούς συνοικισμούς που του προξενούσε εντύπωση η σκληρή αλλά παραδοσιακή και απλή ζωή τους. Τέλος Σεπτέμβρη και έβλεπε κιόλας  σ’ ένα μέρος τη έκτασης εργάτες που δούλευαν..  Οι περισσότεροι ήταν κρυμμένοι μέσα στα θερμοκήπια που τα καθάριζαν και τα φρόντιζαν για τις χειμερινές καλλιέργειες των κηπευτικών. Οι πληθυσμοί τους αύξαναν κάθε εποχή με τις προσθήκες νέων μεταναστών εξαιτίας της μεγάλης αύξησης της παραγωγής. Οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές και το μεροδούλι φτηνό. Οι κατέχοντες τα χτήματα τους έδιναν μικρές κατοικίες διαμονής για να μένουν και τους φρόντιζαν ελάχιστα δίνοντας τα απαραίτητα ενώ τους επόπτευαν αυστηρώς κατά τη διάρκεια της εργασίας. Συνήθως έτρωγαν άθλια τροφή  που τους προμήθευαν τ’ αφεντικά ή οι ίδιοι οσάκις πήγαινα στην πόλη για έκτακτες ανάγκες. Όσοι δεν ήταν τυχεροί κοιμούνταν σε αποθήκες ή τρώγλες ενώ υπήρχαν και χώροι με στοιχειώδη στέγαση από λαμαρίνες και μουσαμάδες που στεγάζονταν κοπαδιαστά σαν τα ζώα πολλοί μαζί και κοιμούνταν κάτω στο χώμα. Οι άνεργοι έμεναν σε άλλους άθλιους χώρους μέσα στις υποβαθμισμένες περιοχής της πόλης κάτω βέβαια από φριχτές συνθήκες ζωής, στερούμενοι και τα βασικά είδη διατροφής αφού η προμήθειά και η αγορά τους ήταν αδύνατη.

            Κάθε πρωί στην πλατεία της πόλης και του Αγριλιού, βλέπεις να μαζεύονται και να περιμένουν όρθιοι χειμώνα, καλοκαίρι, νηστικοί, σκυθρωποί και ντυμένοι με κουρέλια, με τα χέρια στις τσέπες και  τα μάτια νυσταγμένα και βαθουλωμένα από το αϋπνία και την ασιτία και να ζητούν δουλειά, ότι δουλειά που θα τους εξασφάλιζε το ψωμί της μέρας αδιάφορο αν χρειαζόταν να κάνουν το χαμάλη, τον υπηρέτη και το δούλο ακόμη.  Αυτή η εικόνα που  φαίνονται σαν ένα κοπάδι πρόβατα στοιβαγμένα το ένα κοντά στο άλλο σου θυμίζει σκλαβοπάζαρα της Ανατολής ή και σημερινές Ασιατικές φυτείες μαύρων δούλων που ξευτελίζονται για μια φέτα ψωμί κι ένα ποτήρι νερό. Κι όμως αυτή η εικόνα είναι εκεί ζωντανή τα πρωινά χρόνια τώρα και οι συνθέτες της περιμένουν με αγωνία να έρθει ένας πλούσιος χτηματίας και να τους καλέσει να του καθαρίσουν το χωράφι ή να του μαζέψουν τις πιπεριές από το θερμοκήπιό τους.

         Αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους έβλεπε τώρα να δουλεύουν μέσα στα χτήματα ο Ζορμπαλάς, μήνα Σεπτέμβρη και να προσπαθούν έστω και μέσα από την αθλιότητα να κρατήσουν όρθιους τους εαυτούς τους και  να διατηρήσουν ανέπαφα από την πτώση τα καλύβια τους.   Πολλές φορές τους έβλεπε ας πούμε την εποχή που φυτευόταν το καρπούζι το Φεβρουάριο και τον Ιούνιο όταν γινόταν η συγκομιδή του να δουλεύουν αδιάκοπά με ανυπόφορο κρύο το χειμώνα και με σαράντα βαθμούς το καλοκαίρι και τους λυπόταν η ψυχή του.  Και τα βράδια να πέφτουν ψόφιοι στην κούραση κι εξαντλημένοι, ακόμη και νηστικοί για έναν ύπνο που ο καθένας αμφέβαλε αν τον έκαναν κάτω από τέτοιες άθλιες συνθήκες που ήταν αναγκασμένοι να παραδοθούν στην αγκαλιά του.

         Μέσα από αυτούς τους συνοικισμούς της φτώχειας είχε επισημάνει ο Ζορμπαλάς πως ξεπηδούσε η ζητιανιά, και η κλεψιά. Η ανεργία κυρίως ήταν  η αιτία αυτών των δυο ανορθόδοξων αναγκών για να ζήσουν. Έτσι η μαύρη μοίρα τους σκληρή κι άραχλη αφού δεν μπορούσε να τους δώσει

ένα τίμιο τρόπο κι αξιοπρεπή να βγάλουν το ψωμί τους, αναγκάζονταν για να βγουν από τη μιζέρια και  να ταπεινώνονται. 

        Το κράτος είναι αδιάφορο γι’ αυτούς ενώ οι τοπικού φορείς το ακολουθούν κατά πόδας. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της καλλιέργειας της γης το κάνουν αυτοί θα έπρεπε να είχαν καλύτερη φροντίδα για να πάψουν να είναι θύματα της εκμετάλλευσης των οικονομικών ισχυρών. Όλες οι παραγωγές είναι στα χέρια τους σχεδόν. Ελαιώνες, χτήματα, κηπευτικά, θερμοκήπια, σταφίδες, αμπέλια, καρπερά δέντρα, δεν υπάρχει τίποτα που να μην το φροντίζουν και να μην του παίρνουν τον καρπό. Ωστόσο αυτοί είναι τρισάθλιοι! Η γη που τόσο την αγαπούν και τη φροντίζουν  γι’ αυτούς είναι γυμνή και καμένη!

         Περνούσε τώρα τα τελευταία καλύβια αυτής της  μεταναστευτικής ορδής ο Ζορμπαλάς όταν έφτασε στους πιο ξεπεσμένους της περιοχής που ζούσαν κλεισμένοι μέσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο θερμοκήπιο με τα καρφωμένα παράθυρα με τσίγκους για να προφυλάσσονται από τις σκνίπες και τα δηλητηριώδη κουνούπια και τη νέκρα των δρόμων από τη χημική ρύπανση των φυτοφαρμάκων. Οι νεκροί σ’ αυτές τις λιμνάζουσες από τη βρώμα συνοικίες είναι πολλοί και οι άρρωστοι καθημερινή και χρόνια πληγή. Όμως πίσω απ’ αυτό το δράμα τους οι έμποροι και οι εταιρείες φτιάχνουν βίλες κι έχουν ακριβά αμάξια. Μάταια οι οργανώσεις προσπαθούν να τους ανοίξουν τα μάτια και να τους διώξουν  από την εστία του θανάτου. Όμως και να φύγουν σε κάποια άλλη θα πέσουν. Περιτριγυρισμένοι παντού από  την απέραντη ερημιά κι εγκατάλειψη το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διασκεδάζουν με την ανία τους και να την οδηγούν σε διαστάσεις εφιαλτικές.

          Τα βράδια στο μικρό αυτό έρημο χώρο τους έχει δει πολλές φορές ο  Ζορμπαλάς πως τα φώτα είναι χλωμά και οι άνθρωποι λυπημένοι ενώ τα παιδιά τους κλαίνε συνεχώς βουτηγμένα μέσα στη λάσπη, τα λερωμένα χαντάκια και τα πνιγμένα από τις τοξικές ουσίες. Τα ελάχιστα σοκάκια τους είναι  γεμάτα παγίδες και η σιωπή με τον πολύ πόνο απλώνονται παντού. Πουθενά ένα τραγούδι, μια κιθάρα να παίζεί ένα τρυφερό μουσικό σκοπό, μια συζήτηση που να σου λέει πως εκεί ζούνε άνθρωποι. Μόνο ένας γυρίζει τις νύχτες στα δρομάκια αυτής της ανθρώπινης συμφοράς και είναι τυλιγμένος μ’  ένα ολόμαυρο μανδύα για να μην τον γνωρίζει κανείς. Κι αυτός είναι ο τρόμος!

          Είχε ξεφύγει τώρα από το  σκιερό και φτωχό αυτό μέρος και είχε μπει σ’ ένα άλλο που κολυμπούσε μέσα στο γλυκό πράσινο των σκιόφωτων χιλιάδων ελιών που γεμάτες πράσινο καρπό έβλεπαν με το μάτι τους τον ουρανό όπου ζητούσαν να στεφθούν από το δημιουργό τους κι εφέτος χρυσοφόρες πηγές του ευλογημένου λαδιού επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πως είναι το ευλογημένο δέντρο για χιλιάδες αγρότες.  Όπου κι αν έφτανε το μάτι του Ζορμπαλά δεν έβλεπε παρά ένα καταπράσινο χαλί που άλλαζε που και που την απόχρωσή του σε ανοικτό ή σταχτί πράσινο ανάλογα με τις αχτίνες του ήλιου.  Ήταν σαν ένας δάσος από δέντρα που το εκτυφλωτικό φως έκανε τον καθένα να δοκιμάζει μια μαγευτική ηδονική όαση που τον αγκάλιαζε με μια ανεξάντλητη αίσθηση μιας μυστηριώδης φαντασίας.

          Ο Ζορμπαλάς γνώριζε καλά αυτή τη διαδρομή κι όλα αυτά τα αναρίθμητα σπιτάκια που κρύβονταν μέσα  στις ελιές, τα δέντρα και τους φροντισμένους θάμνους  και όταν δε σταματούσε να τα θαυμάζει, άκουγε τα κελαδήματα από τα παραδεισένια πουλιά που λόγχιζαν με αστραπιαία ταχύτητα τον μυρωδάτο αέρα, που γέμιζε από χιλιάδες πολύχρωμα φτερά κι ανεξάντλητη μαγεία. 

           Εκεί που άλλοτε απλωνόταν σιτάρι και σίκαλη τώρα τη θέση τους είχαν πάρει οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές σχηματίζονταν μέσα σε απέραντες εκτάσεις ωραία περιβόλια που έμοιαζαν που αν ήσουν ποιητής και χρησιμοποιούσες τη μεταφορά θα τα νόμιζες παλάτια. Και μέσα  στα δέντρα που ήταν κατάφορτα καρπούς συνόρευαν οι κήποι των σπιτιών, παρτέρια ολάνθιστα, βρύσες του υδραγωγείου και μικρά καλαίσθητα αναβρυτήρια που πετούσαν φλύαρα το νερό τους και θορυβούσαν ρυθμικά και συλλαβίζοντας μεθυστικά. Και παντού μυρωδιές μεθυστικές από λουλούδια, χορτάρια πανέμορφα και μικρές φράχτες που μέσα στις ανθοφόρες σκιές τους κρύβονταν και κελαηδούσαν πουλιά, δεκάδες πουλιά.  Πάντα τέτοια εποχή του φθινοπώρου αυτό το μέρος είχε κάτι από τη νεότητα μιας όμορφης κόρης αλλά κι από τη θέρμη του εσωτερικού της κόσμου. Μέσα στην αποθέωση του δυνατού φωτός του πάντα ανοιχτόκαρδου ήλιου και την ιωνική απόχρωση της λεπτότητας των χρωμάτων ο κόσμος τούτος μαζί με τα σπίτια και τους ανθρώπους έδιναν την εντύπωση πως πάντα ζούσαν μέσα στη γιορτή και την ένταση της χαράς. Ο ίδιος ο Ζορμπαλάς  είχε ζήσει πολλές φορές αυτή τη μαγευτική πραγματικότητα που τόσο τον μάγευε.

             Σε λίγο έφτανε στο σπίτι του. Γεμάτος από χαρούμενα συναισθήματα μπήκε μέσα ενώ έξω οι άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν γελαστοί, ξέχωρα αν η καθημερινότητα ολοένα και περισσότερο τους μάραινε σαν τα λουλούδια που απλωνόταν παντού γύρω του με τα ωραία χρώματά τους. 

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                   

 

 

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ

 

 

 

 

              

         

 

       

           

             Όταν ξύπνησε το πρωί ο Ανάργυρος, ντύθηκε, πέρασε και στη μέση του το μαύρο ζωνάρι του κι αφού ετοίμασε το γάιδαρό του και τον φόρτωσε με τα ψάρια, βγήκε στο δρόμο τραγουδώντας.   Δόξα τω Θεώ, τον πήγε καλά η χτεσινή βραδιά γιατί γύρισε με τα δίχτυα του γεμάτα ψάρια  που ήταν όλα καλής ποιότητας και μεγάλα. Αφού κράτησε λίγα να φάνε τα παιδιά του, και μοίρασε μερικά μικρά και δεύτερης διαλογής σε δυο γεροντάκια που έμεναν μόνα τους πιο πέρα απ΄ αυτόν, τα υπόλοιπα τα  έβγαλε για πούλημα.

             Ζούσε απ’ τα χρήματα που έπιανε, γιατί άλλους πόρους δεν είχε εκτός από το μικρό σπιτάκι που ανήκε στη γυναίκα του. Ξόδευε κάποιο ποσό για τα προσωπικά του έξοδα, κρασί, τσιγάρα και τη συντήρηση της βάρκας του και τα υπόλοιπα τα παρέδιδε στη γυναίκα του για τη λάτρα του σπιτιού.    Το σπίτι, πιο σπίτι, καλύτερα με καλύβα έμοιαζε παρά με σπίτι, ήταν φτιαγμένο από τσιμεντόλιθους που τους έλειπαν οι σοφάδες, ενώ ήταν σκεπασμένο από σανίδες, που για να μην τις παρασύρει ο αέρας ήταν δεμένες με σύρματα χοντρά. Από τα τέσσερα παράθυρά του τα δύο είχαν παντζούρια, ενώ τ’ άλλα δυο προστατεύονταν από  τις κρεμασμένες κουρελούδες που ανέμιζαν σαν ξεχασμένα σκιάχτρα.

            Ο μικρός του κήπος που έφτανε ως τα χείλη της θάλασσας, ελάχιστα τους προσέφερε, αφού το χώμα του ήταν τόσο άγονο που δε φύτρωνε ούτε χορτάρι. Όση  προσπάθεια κι αν έκανε η καψερή γυναίκα του να τον βελτιώσει δεν τα κατέφερε, γιατί η τσάπα όσο δυνατά κι αν τη χτυπούσε, κλωτσούσε πάνω στις πέτρες που έβρισκε και της γλιστρούσε απ’ τα χέρια. Ωστόσο η γυναίκα μπόρεσε και βρήκε σε μιαν άκρη λίγο εύφορο χώμα όπου φύτευε κι έπαιρνε  λίγα κηπευτικά. Όλα όμως ελάχιστα που εξανεμίζονταν μέσα σε λίγες μέρες.

          Ο Ανάργυρος αφού βγήκε στο δρόμο τράβηξε κατ’ ευθείαν για το σπίτι της κυρά Χριστίνας. Εν τω μεταξύ όλος ο τόπος βοούσε από τη δυνατή φωνή του:

          --- Εδώ ο ψαράς! Ψάρια! Φρέσκα ψάρια!

          Η κυρά Χριστίνα εκείνη τη στιγμή ήταν στην αυλή της και καθόταν στο τραπέζι  ενώ είχε μπροστά της  σερβιρισμένο το πρωινό της, ένα ποτήρι γάλα και λίγα παξιμάδια και διατηρώντας την εθιμοτυπία το έπινε με τις προσωπικές της συνήθειες, κεντώντας κι ακούγοντας μια μελοδραματική εκπομπή από το μικρό της ραδιόφωνο. Έδινε δε και κάποια μεγαλοπρέπεια σ’ αυτό που άκουγε και όταν τη διέκοπταν  την ενοχλούσε αφάνταστα και δε δίσταζε να στείλει στο διάβολο τον ενοχλητικό κι απρόσκλητο επισκέπτη,  όποιος κι αν ήταν.

              Έτσι σαν είδε τον Ανάργυρο να στέκεται έξω από το φράχτη της αυλής της, του  φώναξε με κυνική βαρβαρότητα:

              --- Έξω από την πόρτα μου, λωποδύτη!

              Ο Ανάργυρος  ούτε που ταράχτηκε από το φέρσιμό της γιατί την ήξερε. Κι άλλες φορές τον είχε διώξει κακήν κακώς από την πόρτα της αλλά στο τέλος την κατάφερνε και της πουλούσε τα πιο ακριβά ψάρια. Έτσι και τώρα, δέχτηκε τη βρισιά της, γελαστός  και με κυνισμό. Κι αφού πλησίασε ακόμη πιο κοντά στην κλεισμένη εξώπορτα, της είπε, παγερά:

             --- Δε θα φύγω πριν κάνεις αυτό που πρέπει!

              Εκείνη επέμενε:

             --- Σου είπα να φύγεις! του είπε ψυχρά δείχνοντας περισσότερη αφοσίωση στο πρωινό της παρά στον ψαρά.

             Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της εκείνος της είπε πάλι με πρόσχημα πως βιάζεται αν δεν αποφασίσει γρήγορα να ψωνίσει:

              --- Με περιμένουν οι άλλοι! Μη θαρρείς πως θα καθίσω εδώ χάμω να με ψήσει ο ήλιος!  Αποφάσισε γιατί τα ψάρια είναι φρέσκα και δε θέλω μετά να με κατηγορείς πως  δε σε πρόσεξα!

             Η τρομερή γυναίκα, αυτός ο θηλυκός Βεζίρης έδειξε να άλλαξε διάθεση γιατί  φάνηκε πως τον λοξοκοίταξε με κάποια καλοσύνη, μετανιώνοντας για την απρέπειά της. Έτσι σηκώθηκε, πλησίασε την εξώπορτα και βγήκε έξω. Εκεί σαν έσκυψε μέσα στα καφάσια και είδε τα ψάρια, ψιθύρισε με ζωντάνια που φάνηκε στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της:

             --- Α, ώστε έτσι! Μ’ έχουν λοιπόν περικυκλώσει οι νόστιμοι κέφαλοι!  κι αφού άπλωσε το χέρι της έπιασε έναν από την ουρά και τον ψηλάφιζε ανάμεσα στα δάχτυλά της.

            --- Τι τον κοιτάς, είναι φρέσκος! της παρατήρησε εκείνος και πήρε στα χέρια του το χάρτινο χωνί για να τον βάλει μέσα.

            Μετά από μια μικρή παύση η κυρά Χριστίνα πήρε το χέρι της από το ψάρι και με βλέμμα πονηρό κι ανήσυχο, του έβαλε  πάλι τις φωνές για να του πει:

             --- Σ’ έχω άχτι από τα προχθές γιατί μου πούλησες σάπιες γόπες και τις πέταξα από το τηγάνι! Δεν πιστεύω να μου τη φέρεις και τώρα; Σε ξέρω τι κατεργάρης είσαι!

             Ο Ανάργυρος  γέλασε  για την  επιμονή της να του επιτίθεται και να τον στενοχωρεί. Ωστόσο και πάλι μπροστά στην ανάγκη του δε μίλησε γιατί θυμήθηκε τα ψίχουλα πάνω στο τραπέζι του. Αλλά δεν την άφησε κι έτσι και της είπε, χαριτολογώντας:

            --- Αν κι αυτό που θα πάρεις σήμερα δεν είναι φρέσκο, κυρά Χριστίνα μου, σε  παρακαλώ να το βαλσαμώσεις!  

             --- Ε, λοιπόν εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα! του φώναξε  αυτή κι έσκασε στα γέλια. Και με μια ανείπωτη ευλάβεια έπεσε πάλι πάνω στο τελάρο με τα ψάρια.

              Κι ενώ τα αναποδογύριζε με τα  χέρια της, επέμενε να του λέει:

              --- Τις έριξα τις γόπες στις γάτες και δεν τις έφαγαν αλλά το έβαλαν στα πόδια σκούζοντας σαν να προμάντευαν τι τις περίμενε αν τις κατέβαζαν κάτω!

             Ο Ανάργυρος στην επιμονή της να τον  δείχνει σαν ανάλγητο, προσπάθησε να δικαιολογηθεί και της είπε βάζοντας το χέρι του στον ώμο της:

            --- Τυχαίνει λίγες φορές εκεί στην κουπαστή που τα έχουμε να τα χτυπά ο ήλιος και να τ’ αλλοιώνει. Όμως αυτό γίνεται σπάνια! Μπορεί και οι γόπες να έπαθαν αυτό. Όμως εγώ δεν το ήξερα! Αλίμονό μου αν στις πούλησα σε γνώση μου!

             --- Φύγε! του φώναξε με μάτια ορθάνοιχτα και του σήκωσε το χέρι για να τον χτυπήσει. Έχεις παραγίνει στις μουρνταριές κι αυτό σου χαλά την καλή σου φήμη!

             Το χοντρό πρόσωπο του Ανάργυρου, το φώτισε μια ταπεινοσύνη και δεν της επιτέθηκε ούτε φραστικά, παρά την απώθησε με τρόπο ευγενικό και της είπε, με γλυκό χαμόγελο απωθώντας πέρα τον πειρασμό της αντεκδίκησης:

            ---  Το ψωμί μου βγάζω κυρά Χριστίνα  κάνοντας αυτή τη δουλειά του ψαρά για να ζήσω τη φαμελιά μου και να μην έχω ανάγκη τις ελεημοσύνες του κόσμου. Ξέχασες πως θρέφω οκτώ παιδιά; Και με τη γυναίκα μου και μένα γινόμαστε δέκα! Πάρε κανένα ψάρι και μη με σκοτίζεις πρωί - πρωί!

            Η γυναίκα έδειξε πως τον άκουσε ευνοϊκά. Και δείχνοντας άλλο εαυτό, έσκυψε πάλι πάνω από το τελάρο και πιάνοντας μερικές γόπες στα χέρια της, του είπε με μητρική στοργή:

            --- Άντε επί τέλους, αρκετά σε κούρασα! Βάλε μου λίγες απ’ αυτές να τελειώνουμε. Φαντάζομαι να είναι φρέσκες! 

            Αυτός πήρε το χάρτινο χωνί κι άρχιζε να το γεμίζει. Κάποια στιγμή η χούφτα του έπιασε και μερικές αδύνατες  και μικρές. Τις είδε  εκείνη κι έγινε έξω φρενών. Κι αμέσως του ‘βαλε τις φωνές και ρίχτηκε πάνω του να τον ξεσκίσει.

             Ο Ανάργυρος αιφνιδιάστηκε και τα έχασε. Και πετώντας κάτω τα ψάρια, άρπαξε το σχοινί και τραβώντας το γάιδαρο έκοψε δρόμο. Αυτή χτυπιόταν πίσω και ούρλιαζε. Σε λίγο άρχισε να τον καταριέται και να του λέει:

             --- Αφού το πήγες φιρί- φιρί κερατά ν’ ακούσεις τις κατάρες μου βάλε αυτί κι άκουσέ τες!  Κατάρα σε σένα, στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου και τίποτα να μη βλέπουν τα μάτια τους παρά σκουλήκια και φίδια! Σάπιο κρέας να γίνει η μήτρα των θηλυκών σου κι έμπυο σπόρο να χύνουν τ’ αρσενικά σου! Βρικόλακες να  γίνεται όλοι σας  αφού περάσετε μέσα από τις εφτά θάλασσες και τους εφτά  δαιμόνους. Όπου θα στέκεστε  να καιγόσαστε κι όχεντρες φαρμακερές να δαγκώνουν  τα κορμιά σας και να τα περιχύνουν με  καυτά δηλητήρια σαν ζεματιστά οξέα!  Οι μέρες σας να είναι λίγες και να  σας ψήνουν οι θέρμες τους που μαζί με τις φωτιές τους να τσουρουφλίζουν χωρίς έλεος τα του- μπανισμένα σας κορμιά!  Κατάρα στους πεθαμένους σας, πίσσα να γίνουν τα κόκαλά τους και μαύρα στοιχειά να γεμίσουν οι τάφοι σας! Κατάρα! Κατάρα! βαριά να σε ακολουθεί περισσότερο εσένα και το πετσί σου να γεμίσει σπυριά που να σε στείλουν στον τάφο!

           Όταν απομακρύνθηκαν ούτε το γαϊδουράκι δεν άντεξε τέτοια φριχτά λόγια και γκάριξε κάτω από τις  υστερικές κραυγές της. Όμως σε λίγο τα κατάφεραν και οι δυο τους να φτάσουν έξω από το σπίτι του στρατηγού σώοι κι αβλαβείς.

          Οι βρισιές της κυρά Χριστίνας ακούστηκαν μέχρι την αυλή του στρατηγού που εκείνη τη στιγμή φρόντιζε τις γάτες του και τις μάθαινε διάφορα παιχνίδια κι ασκήσεις άμυνας. Βγήκε στην εξώπορτα να δει τι συνέβαινε κι έπεσε πάνω στον Ανάργυρο. Εκείνος με χτυπητή ζωηράδα στα μάτια του, του είπε:

           --- Άκουσες τι μου έσουρε, στρατηγέ η τρελή; Πόση αγάπη της έχω δείξει κι αυτή με μισεί!  Δεν ξέρω αν δείχνω για επαρχιώτης αλλά θα μου ανάψουν καμιά μέρα τα λαμπάκια και τότε ποιος τη γλιτώνει.

            Ο στρατηγός διασκέδασε μαζί και γέλασε μ’ αυτά που άκουσε. Δε σχολίασε όμως τη συμπεριφορά της γειτόνισσάς του γιατί η ανορθόδοξη και παρανοϊκή συμπεριφορά της, του είχε γίνει πια ρουτίνα και δεν τον συγκινούσε καθόλου. Έτσι όρθιος και σκυμμένος πάνω από τα δυο καφάσια με τα ψάρια έδειχνε να βρίσκει ευχαρίστηση κοιτάζοντάς τα  κι αγγίζοντας τα με τα χέρια του, αγνοώντας παντελώς τα όσα ακούστηκαν από τα χείλη της. Έτσι κάποια στιγμή σαν είδε μια καλοφτιαγμένη συναγρίδα, τον ρώτησε να μάθει την τιμή της.

           --- Κοντά στο ενάμιση κιλό θα είναι, του είπε ο Ανάργυρος κι ετοίμασε τη ζυγαριά. Με δεκαπέντε ευρώ το κιλό θα σου έρθει εκεί στα είκοσι δύο περίπου. Να τη βάλω πάνω; Και με μια αστραπιαία κίνηση την πέταξε στη ζυγαριά.

           --- Τι να την κάνω τόση μεγάλη βρε παιδάκι μου! ψιθύρισε ο στρατηγός και φάνηκε να δίστασε. Μια ψυχή είμαι τι να την κάνω όλη; Ποιος θα την φάει;

           Και βάζοντας το χέρι του μέσα στο καφάσι έψαχνε να βρει κάτι πιο μικρό.

           --- Αυτή είναι για σένα, πάει και τελείωσε! του έκανε επιτακτικά ο Ανάργυρος και τη ζύγισε. Ύστερα σαν του είπε την τιμή, του την έβαλε στο χέρι και περίμενε να πληρωθεί. 

            --- Αφού επιμένεις, κάτι θα ξέρεις! του είπε εκείνος κι έβγαλε από την τσέπη του τα λεφτά.  Κι αφού του τα έδωσε του είπε μ’ ένα     φαρδύ χαμόγελο στα χείλη του:

           --- Δεν έρχεσαι μέσα να σε κεράσω έναν καφέ; Τι γείτονες είμαστε αφού δε σμίγουμε. Έλα να πούμε και καμιά κουβέντα. Στέγνωσε το στόμα μου να μένω συνέχεια στη σιωπή και να μη μιλάω με κανέναν. Ευκαιρία να τα πούμε και λίγο και να κουβεντιάσουμε  για τη βάρκα  που τη θέλεις τόσο πολύ κι επιθυμείς να την αγοράσεις. Να πάψεις έτσι να δανείζεσαι του καπετάν Νικολή και να είσαι εσύ το αφεντικό στο δικό σου σκαρί. Έλα μην το καθυστερείς, έλα! και τον τράβηξε ελαφρά από το χέρι.

           --- Θα χαλάσουν τα ψάρια με τόσο ζέστη! διαμαρτυρήθηκε εκείνος κι έπιασε το καπίστρι να ξεκινήσει.

           --- Δε θ’ αργήσεις! επέμενε ο στρατηγός και πέρασε την πόρτα. Έλα που σου λέω, του ξανάπε, γιατί εσύ θα χάσεις σαν μετανιώσω και τη δώσω σε άλλον τη βάρκα!

           Η κουβέντα αυτή έβαλε τον Ανάργυρο σε σκέψεις. Αν την πουλούσε σε άλλον ο στρατηγός αυτός θα έμενε ρέστος και με νοικιασμένη βάρκα. Αυτό πολύ τον στενοχωρούσε και του τρυπούσε τα σωθικά. Γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να τον ακολουθήσει κι ας θυσίαζε τα ψάρια. Ψάρια έβρισκε όσα ήθελε, αλλά βάρκα καμία! Έτσι αφού έδεσε το γάιδαρό του σ’ ένα κορμό μιας μουριάς  μπήκε μέσα στην αυλή.

          Ο στρατηγός ήταν σίγουρος πως θα τον ακολουθούσε ο Ανάργυρος και πήγε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα να ψήσει δυο καφέδες Έτσι  σαν γύριζε τον βρήκε να κάθεται στο τραπέζι. Εκείνος απόθεσε τα δυο φλιτζάνια με τα νερά μπρος τους και του είπε με το αυστηρό βλέμμα του στρατιωτικού:

          --- Να μην αμελείς όταν πρόκειται για κάτι καλό!  Μια άρνησή σου ακόμη και θα τον έχανες τον καφέ! Το θάρρος και η αποφασιστικότητα πρέπει να αμείβονται και να τιμωρείται η αδιαφορία και η αμέλεια!

          Ο ψαράς  έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε. Πήρε όμως το φλιτζάνι ρούφηξε μια γουλιά και με το ποτήρι μετά πριν το φέρει στα χείλη του ευχήθηκε << στην υγειά σου >>.       

           Ανταπέδωσε κι ο στρατηγός  και κοιτάζοντας τριγύρω του με κάποια ανησυχία κι έκπληξη, είπε  με κάποια επιφυλακτικότητα:

           --- Η ομίχλη που σερνόταν στην επιφάνεια με τα κύματα κι έφτανε ως πάνω στο λόφο δε μου καλάρεσε! Σεπτέμβρης μήνας και να έχουμε δροσιές σαν παράξενο μου φαίνεται! Από το Νοέμβρη και μετά αλλάζει το κλίμα στα μέρη μας και γίνεται υγρό και ψυχρό.

          --- Το πρωί ο ουρανός είχε σύννεφα, πρόσθεσε ο ψαράς που όμως σκορπίστηκαν με την ανατολή του ήλιου. Δεν είναι τίποτα, τα έχει αυτά πολλές φορές τώρα τελευταία ο Σεπτέμβρης. Μη σε ανησυχούν.

            Ο στρατηγός έφυγε απ΄ αυτό το θέμα και πήγε στο άλλο.

            --- Η κυρά Χριστίνα στις έριξε τις κανονιές, πρωί- πρωί! Τι ήθελε πάλι; Μέχρι εδώ ακούγονταν οι κατάρες της.  Θα έλεγε κανείς πως  κάποια  αρρώστια της ψυχής τη βασανίζει. Το ξέσπασμά της αυτό δεν ήταν φυσιολογικό αλλά είχε μέσα του κάτι το νοσηρό. Τι λες κι εσύ;

              --- Είναι γριά και κουρασμένη. Αυτή τώρα στην ηλικία που είναι θα έπρεπε να είχε παραδοθεί στη λησμοσύνη  και να περνά τις ώρες της γαλήνια. Όμως κάποιες καμπανούλες χαράς μέσα της δεν την αφήνουν να ησυχάσει και πάντα δουλεύει και είναι βυθισμένη στις σκέψεις της. Τι να σου κάνει και το μυαλό της, σάλεψε.

              --- Με σένα γιατί τα έβαλε; Τι της έκανες;

              Ο Ανάργυρος κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του σαν να έλεγε από μέσα του << Αυτή και με τον ίσκιο της τα βάζει >> και του είπε:

             --- Υποστηρίζει πως την προηγούμενη φορά της πούλησα σάπια ψάρια! Αν είναι δυνατόν να το κάνω εγώ αυτό! Ούτε που το διανοούμαι! Και τώρα που βρήκε μέσα στο χωνί δυο τρεις γόπες αδύνατες και μικρές, ξέσπασε.

              --- Η γυναίκα αυτή βρίσκεται σε σοβαρό ψυχολογικό κίνδυνο που θα την οδηγήσει στην άβυσσο. Πρέπει να τη βοηθήσουμε τώρα που είναι νωρίς και η ασθένειά της  είναι στην αρχή. Αν την αφήσουμε απροστάτευτη θα δεις πως θα διασκεδάσουμε όσο θα περνά ο καιρός  μα η συνείδησή μας θα είναι διογκωμένη από τις ενοχές.

             Το ηλιοκαμένο πρόσωπο του Ανάργυρου και τα ζωηρά μάτια του πήραν μια  αγαθή έκφραση. Σιώπησε και κοίταξε το στρατηγό κατάματα.

              Σε λίγο του είπε:

              --- Τι να της κάνεις κι εσύ τι να της κάνουμε κι εμείς οι άλλοι! Ό,τι είναι γραμμένο ας γίνει!

              Παρά τα λεγόμενα του ψαρά, φαινόταν πράος. Έτσι του είπ:

               --- Η βάρκα που σου έλεγα και είναι αραγμένη στην προβλήτα όπου να είναι αυτές τις μέρες θα βγει στον πλειστηριασμό. Θα την πάρει όποιος δώσει τα περισσότερα. Εσύ φυσικά χρήματα δεν έχεις, αλλά εγώ θα τα μιλήσω με το λιμενάρχη που είναι φίλος μου να στην κατακυρώσει σε σένα. Πως θα το κάνει μη σε νοιάζει. Αυτό είναι δική του δουλειά, της υπηρεσίας του. Εσύ μόνο να έχεις κάποια χρήματα για να μπεις στη λίστα των ενδιαφερομένων.

                 --- Θα το προσπαθήσω!

                 --- Όχι, θα το προσπαθήσεις, να τα έχεις. Περιόρισε τις καταχρήσεις, κάνε οικονομίες και θα τα έχεις. Δε θέλω να χάσεις τη βάρκα. Πριν από  τον ανεπρόκοφτο ανιψιό μου που την χάνει την είχα εγώ, πριν από μένα ο πατέρας μου και πιο πριν ο παππούς μου! Είναι κειμήλιο οικογενειακό και σαν δεν μπορώ να τη δουλέψω εγώ, ας την έχεις εσύ τουλάχιστον να τη βλέπω.

                 --- Μα στρατηγέ… διαμαρτυρήθηκε ο Ανάργυρος, δεν είναι έτσι. Ούτε καταχρήσεις κάνω ούτε οικονομίες μπορώ να κάνω για να μαζέψω χρήματα γιατί δεν έχω!  Τα ξύλα στο δάσος τελείωσαν και δεν κόβω πια για να τα πουλάω και μαζί τους μειώθηκε και το εισόδημά μου. Από πού να βρω χρήματα;

                 --- Να κόψεις το κεφάλι σου να βρεις! του έκανε τρομαγμένος εκείνος και τον  κοίταξε με αυστηρό βλέμμα. Η βάρκα δεν πρέπει να φύγει από τα χέρια σου και να πάει σε άλλα χέρια! Καταλαβαίνεις;

               --- Δε γίνεται να βρω χρήματα! ψέλλισε ο Ανάργυρος  και σταύρωσε τα χέρια. Δε γίνεται…

               --- Ε, τότε θα σε βοηθήσω εγώ! Αλλά δε θέλω σαν δε σου δανείζει τη βάρκα  εκείνος ο τσιφούτης ο καπετάν Σπύρος  να ψαρεύεις με δυναμίτη!  Έχουν μάτια όλοι και περισσότερο ο λιμενάρχης, αυτή η παμπόνηρη γάτα αγκύρας!  Αν σε δει ή το μάθει να ξέρεις πως θα βρεθείς στο φρέσκο!

              --- Το ξέρω! Έχει κιόλας μηνύσει μερικούς φουκαράδες που κάνουν αυτή τη δουλειά.

              Ο στρατηγός ξέροντας τι θανάσιμο σαράκι είναι αυτή η έξη του ψαρέματος με το δυναμίτη, και για να τον αποτρέψει για τα χειρότερα, του έδειξε τη φουσκωμένη τσέπη του παντελονιού του και του είπε σαν να ήταν παλιό αφεντικό του:

              --- Θα πληρωθείς καλά αν μ’ ακούσεις! Φύγε τώρα μη σου μυρίσουν τα ψάρια και με την πρώτη ευκαιρία πέρνα να τα πούμε!

             Βγήκε στο δρόμο ο Ανάργυρος, έλυσε το γάιδαρο και ξεκίνησε για την υπόλοιπη γειτονιά.

 

 

 

 

 

                                              

 

 

 

 

                                                     = = = 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              Σαν ξύπνησε πολύ πρωί ο καλόγερος Δανιήλ  κι έκανε τον όρθρο, κλείστηκε ύστερα στο ατελιέ του και άρχισε να ζωγραφίζει. Έφτιαχνε το Μυστικό Δείπνο με το Χριστό στη μέση, όπως το συνήθιζε η παράδοση με τους μαθητές του γύρω του να τρώνε και να  συζητούν για τελευταία φορά πριν ανεβεί στο σταυρό.

              Καθόταν τώρα ο καλόγερος και αναπηδούσε στη θέση του με  αγωνία γιατί δεν μπορούσε να δώσει στον Ιούδα τη μορφή που ήθελε κι αυτό τον εξαγρίωνε  και του κατέστρεφε τη διάθεση για τη συνέχεια.  Έτσι θέλοντας να εκμεταλλευτεί το ταλέντο του έκανε διάφορα πειράματα με τα χρώματα και το πινέλο αλλά πάντα αυτά τον πρόδιδαν και ο Ιούδας έβγαινε πότε πράος και γαλήνιος και πότε υπερβολικά πανούργος και δόλιος, πράγμα που δεν άρεσε στον καλλιτέχνη. Αυτή τη φορά πίστεψε πως  είχε πολλές πιθανότητες να τον πετύχει αλλά δυστυχώς με τις πρώτες πινελιές που έριξε πάνω στο μουσαμά αντιλήφθηκε πως αυτό που ζωγράφιζε δεν είχε καμία σχέση με τον προδότη αλλά ήταν  ίδιος ο Χριστός!

              --- Πίσω μου σ’ έχω Σατανά! ψέλλισε τρομοκρατημένος τότε ο καλόγερος  κι άφησε το πινέλο κάτω. Όσο για τη δουλειά θα τη συνέχιζε αφού  ηρεμούσε αργότερα. Έτσι έφυγε από το ατελιέ και κατευθύνθηκε έξω σ’ ένα έξοχο μνημείο που είχε χτιστεί εκεί από τον περασμένο αιώνα για έναν σημαίνοντα μοναχό και είχε ταφή εκεί μέσα. Υψωνόταν υπέροχο ανάμεσα στα ωραία του κιγκλιδώματα, με τους τοίχους του φτιαγμένους από τούβλα ενώ στις γωνίες του είχε πελεκητές πέτρες. Αυτό το υπέροχο μνημείο δυστυχώς ήταν σε άθλια κατάσταση, με τη στέγη του γεμάτη βρύα, τις πέτρες του λερωμένες και όσα μεταλλικά πλαίσια είχε να έχουν λασκάρει και να μαυρίζουν από τη σκουριά. Τα δε παράθυρά του έμοιαζαν σαν τυφλωμένα μάτια.

              Για όλη αυτή την κατάσταση δεν έφταιγε ο καλόγερος αλλά η ανάρμοστη συμπεριφορά του εργολάβου που είχε αναλάβει να το επιδιορθώσει και αργούσε εξοργιστικά.  Εκεί λοιπόν πήγαινε ο καλόγερος να του ρίξει μια ματιά και να στηρίξει τη σανιδένια του σκεπή για να την προλάβει από καμιά ξαφνική κατάρρευση.

               Ο Ανάργυρος εκείνη τη στιγμή περνούσε την εξώπορτα και έμπαινε στην αυλή. Το μάτι του καλόγερου τον πήρε είδηση και του φώναξε με πρόθυμη διάθεση:

              --- Δέσε το γάιδαρό σου, Ανάργυρε κι αφού προσκυνήσεις, έλα στην πηγή κάτω από τον πλάτανο να τα πούμε και να δούμε τι μας έφερες σήμερα!

              Εκείνος σαν τον άκουσε, έδεσε το καπίστρι σ’ ένα μπράτσο του πλάτανου και μπήκε στο μοναστήρι να προσκυνήσει. Σαν γύρισε συναντήθηκαν στην πηγή.

              Ο καλόγερος όσο έλειπε πήγε και κοίταξε τα καφάσια έτσι σαν επέστρεψε τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο λέγοντάς του σε τόνο αστείο:

              --- Σε θέλει κι ο Θεός και η θάλασσα, Ανάργυρε!  Βλέπω τα γέμισες τα καφάσια σου! Τι είναι τα πιο πολλά; Γόπες ή σαρδέλες; 

             --- Και σένα σε θέλουν, άγιε πατέρα μου! Σου έβγαλαν κάτι μπαρμπουνάκια φίνα!  Σαν σμαράγδια είναι! Όλο δροσιά, ιώδιο και υγεία!  Θέλεις να στα κατεβάσω;

            --- Και βέβαια θα μου τα κατεβάσεις!  Και τώρα γρήγορα να τα βάλω στο ψυγείο για να μη μου χαλάσουν!

            Του τα έφερε. Ο καλόγερος έφυγε γρήγορα για το κελί του, Σαν ήρθε τον ρώτησε με ενδιαφέρον λες και επρόκειτο για δικά του άτομα:

             --- Οι άλλοι τι κάνουν;  Το Ζορμπαλά τον είδα. Για τους άλλους θέλω να πω!

             --- Σε χαιρετούν!  Δόξα τω Θεώ για την ώρα είναι καλά!  Δεν ξέρω στο μέλλον τι θα γίνει.

             --- Ο στρατηγός πως τα πάει;  Γέρασε κι αυτός σαν και μένα και φαντάζομαι τι παραξενιές που θα έχει! Ο Θεός να βάλει το χέρι του στον άνθρωπο που του φεύγουν τα νιάτα και ο νους!

              --- Ω! αυτό δεν ισχύει για το στρατηγό, πάτερ μου! Το μυαλό του είναι ξυράφι, η σκέψη του υγιής  παρατηρεί και κρίνει τα πάντα με μια απρόσβλητη  προσέγγιση από το χρόνο. Τον βλέπει  έτσι αλύγιστο ο χάρος και τον αποφεύγει. Το σώμα του βέβαια έχει υποστεί κάποια φθορά. Αντιστέκεται αλλά ο νόμος της φθοράς μέρα με τη μέρα το λιώνει και το σαπίζει! Ενώ το πνεύμα του όμως…

                Έριξε με τις χούφτες του νερό στα ιδρωμένο πρόσωπό του και σαν δροσίστηκε και ένιωσε τη δροσερότητα και τη γλυκύτητα της αγαθοεργίας του, συμπλήρωσε με πίκρα και θλίψη:

                  --- Η κυρά Χριστίνα δεν είναι καλά!  Έχει χάσει τα λογικά της και οδηγείται στην τρέλα! Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάνει και τι λέει. Όλοι κάνουν τα στραβά μάτια, ακόμη και το λιμεναρχείο για να την προφυλάξουν από κάποια μήνυση ή αγωγή εναντίον της.

                 Κάποιες φωνές στο δάσος από διερχόμενους τσοπάνηδες τους έκοψε την κουβέντα. Η προσοχή τους αποσπάστηκε εκεί για λίγο όμως γιατί οι τσοπάνηδες γρήγορα απομακρύνθηκαν και η σιωπή πάλι βασίλεψε στο δάσος.

                 Ο καλόγερος ήξερε την κατάσταση της κυρά Χριστίνας. Δεν ήξερε όμως την επιδείνωσή της. Έτσι προσπάθησε να μάθει περισσότερα για την υγεία της.

                 --- Έδειξε σημάδια τρέλας, είπες;  Από πού το συμπεραίνεις αυτό;

                --- Σαν την καβαλάει ο δαίμονας δεν ξέρει τι κάνει και τι λέει! Όταν το πρωί πήγα έξω από το σπίτι της να της πουλήσω ψάρια, με στόλισε χωρίς λόγο με ασυνήθιστες και βαριές βρισιές. Ίσως την περίμενε αυτή την ευκαιρία ίσως το αποφάσισε εκείνη τη στιγμή. Κάποια στιγμή μου επιτέθηκε και πήγε να με αγγίξει με άγριες διαθέσεις. Εγώ δεν τόλμησα να της φερθώ ανάλογα. Πήρα το γάιδαρό μου κι έφυγα.

                 --- Ω! την άμοιρη! έκανε με πίκρα ο καλόγερος.

                 --- Αν ήθελα μπορούσα να τη βλάψω! Δεν το έκανα όμως, συγκρατήθηκα! Αν μου το κάνει κι άλλη φορά θα μπορέσω να συγκρατηθώ;

                 --- Πάντοτε η ελπίδα υπάρχει, να γίνει καλά! ψέλλισε ο καλόγερος και κοίταξε πέρα μακριά στο δάσος.

                --- Ως τότε όμως θα υποφέρει!

                --- Ναι, όλοι μας υποφέρουμε στη ζωή! Κι εσύ που μιλάς τώρα κι εγώ που σε ακούω και οι άλλοι στο συνοικισμό. Την Κατερίνα; Πού τη βάζεις την Κατερίνα; Ένα όνειρο την παιδεύει καιρό τώρα  και δε λέει να την αφήσει. Μήπως μπορώ να της κάνω και τίποτα; Δεν είμαι γιατρός! Ας πάει σε κανένα ψυχίατρο να κοιταχτεί. Με τις προσευχές δε γιατρεύονται οι αρρώστιες!

                 --- Αυτό πώς το έχεις πάλι; Αναρωτήθηκε  ο Ανάργυρος  και συνέχισε με διαπεραστική φωνή: Γιατί τη βασανίζει τόσο πολύ ο Θεός; Τι έκανε;

               --- Α! Όλα κι όλα! του έκανε διαμαρτυρόμενος εκείνος. Δε φταίει ο Θεός για τις αρρώστιες μας, αυτές είναι δημιουργήματα του Σατανά και ο Θεός μάχεται να τις γιατρέψει!

               --- Ναι, αλλά πολλοί άνθρωποι υποφέρουνε από τις  αρρώστιες !

               --- Το τι θα περάσει ο άνθρωπος στη ζωή του δεν το καθορίζει ο Θεός αλλά άλλες δυνάμεις, απόκρυφες και μυστικές, ψαρά μου. Εμείς μόνο ευχόμαστε να είμαστε τυχεροί στις επιλογές τους και να ξεφύγουμε από την οδυνηρή τους επιλογή.

                --- Καμιά φορά όμως φταίμε κι εμείς για μερικά πράγματα που κάνουμε στον εαυτό μας  και τον βλάπτουμε.

                --- Αν εννοείς τα πάθη μας και τις υπερβολικές επιθυμίας μας, ναι, έχεις δίκιο. Αυτά μας καταστρέφουν σαν είναι παράλογα κι αλόγιστα και δεν πληρούν το μέτρο.

                --- Η κυρά Χριστίνα όμως; Έχει τέτοια πάθη ανικανοποίητα; Γιατί τυραννιέται έτσι;

                --- Δε χαίρονται οι αισθήσεις της και δεν ευχαριστιέται με τίποτα! Αυτό ξέρεις πως το λένε οι ψυχολόγοι; Παράνοια!  Δείχνει πάντα απελπισμένη και ενοχλείται από τα γύρω της ερεθίσματα που τα θεωρεί εχθρικά. Και γι’ αυτό δείχνει άσβηστο μίσος σε ότι την προκαλεί γιατί το βλέπει σαν μείωση της κυριαρχίας της.

                Και δε θα γιατρευτεί ποτέ;

                --- Όχι! Αλλά μπορεί να καλυτερέψει και τότε θα μας αφήσει ήσυχους κι αυτή θα πάψει να βασανίζεται και να υποφέρει.

                Ο Ανάργυρος έκλεισε τα μάτια για λίγο πιστεύοντας πως έτσι θα ξέφευγε από τις κακές αναμνήσεις που έρχονταν στο νου του. Έγειρε πίσω το κουρασμένο κεφάλι του και σιγά – σιγά αφουγκραζόταν το δυνατό βουητό του ανέμου από την απέναντι πλαγιά του βουνού που κατέβαινε ορμητικός ως τα ριζά του. Όμως αυτή η ψευδαίσθηση έσβησε αμέσως γιατί η φωνή του καλόγερου, βραχνή αλλά με κάποια μυστηριακή μουσική ακούστηκε να του λέει:

               --- Ο άνθρωπός γεννήθηκε για να σταυρώνεται, Ανάργυρε!  Οι βουλές των ανθρώπων πιστεύουν άλλα γιατί η ελπίδα τους  μεγαλώνει τα φτερά αντί να τους τα ψαλλιδίσει και πιστεύει στο όνειρο. Στο όνειρο της λύτρωσης που δεν έρχεται ποτέ!

                 Ο άνεμος έφερε στ΄ αυτιά τους, τους χτύπους του ρολογιού της εκκλησίας της Παναγίας από το συνοικισμό του Αγριλιού. Αφουγκράστηκαν και οι δυο μαζί. Χτύπησε έντεκα φορές. Τότε ο καλόγερος σηκώθηκε κι αφού πλησίασε το μέρος που έφτιαχνε τα κεριά πήρε μια λεκάνη κι αφού τη στράγγιξε μέσα στις στάχτες της φωτιάς και τη σύμπησε, του είπε με αγγελική συμπεριφορά:

                --- Θα φτιάξω λίγα κεριά! Και με το χαμόγελο να σβήνει στην άκρη των χειλιών του, του ψέλλισε: Λυπάμαι που θα αποχωριστώ τη συντροφιά σου, Ανάργυρε αλλά αυτό πρέπει να γίνει!

                --- Ευχαριστώ για την καλοσύνη σου να με δεχτείς, πατέρα Δανιήλ! του είπε με καλό τρόπο ο ψαράς και λύνοντας το γάιδαρό του, τον πήρε και ετοιμάστηκε για την επιστροφή στο συνοικισμό. 

                

 

 

 

                                               = = =         

 

 

 

               

 

           Καθόταν στο γραφείο του ο λιμενάρχης και έκανε σαν τρελός. Έβριζε, φώναζε, βλαστημούσε  και ξεχείλιζε με εξαίσιους λυρισμούς ποιητικών στίχων και αρχαίων ρητών που όσοι τον άκουγαν μόνο θυμηδία τους προξενούσε. Και η αιτία ήταν αυτή:  Είχε αχνοφέξει η αυγή σαν το μικρό ψαροκάικο << Καπετάν Μιχάλης >> που έφυγε από την Αγία Κυριακή και πήγαινε στα Στροφάδια για να ψαρέψει έπεσε σ’ ένα  δυνατό μπουρίνι κι άρχισε ένας άνισος αγώνας με τα δαιμονισμένα κύματα που το ανεβοκατέβαζαν σαν καρυδότσουφλο. Οι πέντε ναύτες και ο καπετάνιος,  σαν είδαν πως δεν μπορούσαν άλλο να τα βάλλουν με τα στοιχειά της θάλασσας, εγκατέλειψαν το καράβι και βρέθηκαν στη θάλασσα, ανυπεράσπιστοι στη δίνη των κυμάτων. Εκείνο βυθίστηκε στο λεπτό και ο ασυρματιστής δεν πρόλαβε ούτε sos να στείλει. Για καλή τους όμως τύχη τους είδε από τη γέφυρα ενός φορτηγού ένας μούτσος και χωρίς καθυστέρηση ειδοποίησε το λιμεναρχείο, ενώ οι ναύτες του φορτηγού άρχισαν την διάσωση των έξι ναυαγών.

              Ο στρατηγός σαν μπήκε στο γραφείο του λιμενάρχη  τον βρήκε να κάθεται στην πολυθρόνα του και με τον ασύρματο κολλημένο στ΄ αυτί του να δίνει εντολές για την καλύτερη αποτελεσματικότητα της επιχείρησης διάσωσης των ναυαγών, αλλά και να δέχεται ειδήσεις σχετικά με την αιτία  του ναυαγίου και την επικρατούσα στο μέρος εκείνο σφοδρή θαλασσοταραχή.

                 Σαν τελείωσε  την  επικοινωνία του μέσω του ασυρμάτου, και είδε το στρατηγό τον παρακάλεσε να καθίσει όλο ευγένεια και του είπε, χαριτολογώντας όσο μπορούσε ένας άνθρωπος ντυμένος με στολή και  μαθημένος στη στρατιωτική πειθαρχία:

                 --- Εγώ με τις φουρτούνες στρατηγέ κι εσύ με τι μάχες, ωραία ζωή διαλέξαμε! Ήταν γραφτό της μοίρας μας φαίνεται να αγαπήσουμε επαγγέλματα αξιοθρήνητα και με την έλλειψη της χαράς!

                  Ο στρατηγός έδειξε να μην του άρεσαν και πολύ τα λόγια του. Γι’ αυτό για να στηρίξει το επάγγελμά του και να  αναγνωρίσει την αξία του και το σεβασμό του, του είπε κι εκείνος τώρα με το δικό του. αστείο τρόπο:

                  ---  Μόνο που εγώ τις μάχες τις έζησα από κοντά και μέσα στη φωτιά ενώ εσύ τις φουρτούνες τις ζεις εκ του ασφαλούς και μακριά!

                  Γέλασε ο λιμενάρχης ρίχνοντας ένα  πονηρό βλέμμα στο στρατηγό. Και ύστερα μ’ ένα τρόπο σαν να ήταν προστατευόμενός του, τον ρώτησε:

                   --- Ποιος καλός δρόμος σ’  έφερε εδώ, στρατηγέ; Τώρα τελευταία σπάνια σε βλέπουμε!

                   --- Α, να, του έκανε εκείνος, σαν πέρασα απέξω από το γραφείο σου θυμήθηκα το δύστυχο τον Ανάργυρο και είπα να μπω μέσα και να σε απασχολήσω για λίγο με το θέμα του, που τον καίει. Για εκείνη τη βάρκα, μιλάω που την έχει βγάλει η υπηρεσία σου στον πλειστηριασμό κι ενδιαφέρεται να την αγοράσει.  Ξέρεις καλά πως έχει  οκτώ παιδιά και τα μεγαλώνει με στερήσεις. Αν του τη δίναμε αφού έτσι κι αλλιώς έτσι σαπίζει πετάμενη στο γιαλό, θα κάναμε ψυχικό και θα τον σώζαμε από τη δυστυχία.  Τι λες; Θέλεις να το κουβεντιάσουμε;

               Έξω από το λιμεναρχείο υψώνονταν οι κορυφές από μερικές βερικοκιές, αμυγδαλιές και μηλιές. Πιο πέρα  τα λιγοστά κλήματα μαζί με τις ντοματιές και τις πιπεριές έφτιαχναν ένα ωραίο τοπίο. Ακόμα πιο μακριά σ’ ένα έφορο χωράφι μια ομάδα εργατών καλλιεργούσαν λαχανικά και τα φρόντιζαν με ιδιαίτερη φροντίδα. Και στο μικρό αλλά καθαρό σπιτάκι με δύο δωμάτια που είχε την πόρτα του ανοιχτή μια καλοδιατηρημένη αγρότισσα τους έδινε συμβουλές και τους μιλούσε για την ώρα του φαγητού που πλησίαζε.

             Αυτή η εικόνα άρεσε στο λιμενάρχη σαν είχε στρέψει τα μάτια του προς τα έξω, για να σκεφτεί τι θα απαντούσε στο στρατηγό και τώρα σαν την άφησε, φάνηκε να τον ενόχλησε. Η κουβέντα όμως έπρεπε να ξεκινήσει γιατί ήταν απαραίτητη. Έτσι του είπε με κάποια δόση επιφυλακτικότητας:

              --- Θα την είχε πάρει τη βάρκα ο τρισάθλιος, αλλά δεν τον άφησε ο ακαταλόγιστος χαρακτήρας του. Εσύ στρατηγέ μου, νομίζω δεν τον ξέρεις και τόσο καλά, τι πονηρός και πεισματάρης είναι! Και είναι ίσως ανάγκη να μάθεις πως με αυτά που κάνει έχει φέρει άνω κάτω την υπηρεσία! 

              Ο στρατηγός δυστρόπησε κι ετοιμάστηκε για μάχη.

               --- Άφησέ  τώρα τις κακίες λιμενάρχη μου και κοίταξε να τον βολέψουμε τον άνθρωπο γιατί είναι φτωχός και κακότυχος. Η γυναίκα του είναι ανήμπορη και όπου να είναι θα την χάσει ενώ έχουν οκτώ παιδιά ν’ αναστήσουν.  Δε βγαίνει τίποτα σαν τον βάλουμε μπροστά και τον πάρουμε με τις πέτρες.  Τότε είναι που θα γίνει περισσότερο ανυπάκουος στους νόμους της υπηρεσίας σου και θα αγνοεί όλες τις διαταγές της!

               Ο λιμενάρχης είχε άλλη γνώμη και του είπε με αυστηρό ύφος και φανερά εκνευρισμένος:

               --- Μας δημιουργεί μπελάδες στρατηγέ και στο λέω υπεύθυνα αυτό, αφού εγώ είμαι εκείνος που έρχομαι σε κόντρα με τους ανωτέρους μου για να τον γλιτώσω από τις παρανομίες που κάνει. Το ξέρει πως απαγορεύεται το ψάρεμα με δυναμίτες κι όμως επιμένει να ψαρεύει με αυτό τον τρόπο. Όσες φορές τον καλούμε να έρθει εδώ για τις απαραίτητες συστάσεις μας αγνοεί και συνεχίζει προκλητικά την υβριστική του συμπεριφορά. Έχει καταστρέψει σχεδόν όλο το γόνο των ψαριών  κι όμως δε λέει να συνετιστεί να σταματήσει τους δολοφονικούς του δυναμίτες για ν’ απαλλάξει τη θάλασσα από τις καταστροφικές τους συνέπειες.  Κι αυτό το κάνει τις νύχτες για να μας κρύβεται. Αρπάζει τους δυναμίτες, δανείζεται και τη βάρκα του ενός και του άλλου και μπαίνει μέσα. Εκεί αρχίζει και τα βάζει με τα σπλάχνα της θάλασσας κι αφού της τα πετάξει όλα έξω, επιστρέφει σαν ένδοξος κατακτητής φορτωμένος δώρα και λάφυρα! Εμείς βέβαια το αντιλαμβανόμαστε αυτό και πολλές φορές κάνουμε τα στραβά μάτια, ξέροντας πως με τα ψάρια αυτά θα θρέψει τα παιδιά του και θα πουλήσει μερικά. Κάποτε όμως πρέπει να σταματήσει αυτό το κακό, κι αυτός να ψαρεύει με το νόμιμο τρόπο.

           Στο στρατηγό άρεσαν η αθωότητα και η ειλικρίνεια που μίλησε ο λιμενάρχης και του είπε κι αυτός τώρα με το δικό του τρόπο:

            --- Ένας λόγος παραπάνω τότε να του δώσουμε τη βάρκα για να πάψει να κάνει παρανομίες! Το ξέρω πως κάνει κακό να ψαρεύει  με τους δυναμίτες και είναι μεγάλος καταστροφέας, αλλά έλα όμως που το κάνει από ανάγκη και μόνο!  Αυτό δε σου λέει, τίποτα;

            Ο λιμενάρχης έδειξε να απορεί για την τόσο μεγάλη επιμονή που έδειχνε ο στρατηγός  στον προστατευόμενό του και τον ρώτησε με κακία:

            --- Γιατί επιμένεις τόσο πολύ να πάρει τη βάρκα αυτός ο αχρείος;

            Εκείνος με πρωτοφανή ετοιμότητα του απάντησε:

            --- Γιατί θα βοηθήσουμε έναν φτωχό με πεινασμένα παιδιά και θα πάει έτσι το δίκιο στον τόπο του!

          --- Και πως είναι ταραξίας, ο Ανάργυρος, δε σ’ ενοχλεί, στρατηγέ;

          --- Όχι. Γιατί η φτώχεια και το άδικο τον κάνουν να συμπεριφέρεται άσχημα. Σαν του δώσεις όμως φαγητό να θρέψει τον ίδιο και τα παιδιά του θα δεις πως θα ημερέψει.

           --- Και το νόμο γιατί τον παραβιάζει;

           --- Γιατί πεινάει!

           --- Και ρίχνει δυναμίτες;

           --- Αφού ο νόμος του στερεί τη δυνατότητα να έχει καλά και μεγάλα ψάρια με αυτό τον σκληρό τρόπο, τον παραβιάζει!

           --- Και πώς έπρεπε να ήταν ο νόμος για να εξυπηρετεί τον Ανάργυρο;

           --- Να ήταν με το μέρος του και να τον προστάτευε από την πείνα, κι όχι να του λέει << φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο! >>

           --- Αγαπητέ μου, του έκανε με μια εγκαρδιότητα τώρα ο λιμενάρχης σαν ν’ άλλαξε από την αδιάλλακτη ως τώρα στάση του, τις λες να κάνουμε λοιπόν γι’ αυτόν;

           --- Να του δώσουμε τη βάρκα! Τίποτα άλλο δεν μπορούμε να του προσφέρουμε. Βγάλε τη βάρκα στον πλειστηριασμό. Έτσι για τα μάτια του κόσμου και βρες έναν τρόπο που σαν πληρώσει ένα μικρό ποσό να έρθει στα χέρια του! Ψυχικό θα κάνεις που σου εύχομαι να το  βρεις μπροστά σου.

           Ο λιμενάρχης έφερε μπρος του τη μορφή του δυστυχισμένου ψαρά. Είδε το στέρεο σκαρί του που άντεχε στην κάθε δυστυχία και το αθώο και πονεμένο πρόσωπό του, ανίκανο να κάνει κάτι πιο υψηλό για να υποτάξει την κακορίζικη μοίρα του. Κι αυτό τον συγκίνησε πολύ. Έτσι είπε στο στρατηγό αφού τον κοίταξε σαν μαγνητισμένος:

            --- Λοιπόν στρατηγέ, με κατάφερες! Θα του τη δώσω τη βάρκα! Αλλά να περιμένει δυο τρεις μέρες ώσπου να τακτοποιήσω τα χαρτιά. Σαν γίνει αυτό θα την αποκτήσει.

           Κι αφού σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε ως το παράθυρο και στάθηκε με την  πλάτη προς τα έξω, του είπε με τρόπο παρακαλεστικό:

           --- Εσύ θα τον δεις οπωσδήποτε. Πες του να περάσει από ΄δω για να του πω και δυο κουβέντες.

           Εκείνος του έγνεψε<< ναι>> και σηκώθηκε.

           Ο λιμενάρχης συμπλήρωσε:

            --- Θα χρειαστούν ελάχιστα χρήματα. Ελπίζω να βρεθούν.

            Ο στρατηγός τον καθησύχασε, λέγοντάς του με πειστικό τρόπο:

            --- Αυτό μη σε απασχολεί. Θα τον βοηθήσω με τον καλύτερο τρόπο. Και ο ίδιος θαρρώ θα έχει προνοήσει γι’ αυτό. Κάτι θα έχει βάλλει στην άκρη.

            --- Μακάρι να είναι έτσι!

            --- Αυτό πιστεύω κι εγώ, του είπε χαρούμενος εκείνος κι αφού τον χαιρέτησε, βγήκε από την πόρτα, πηγαίνοντας για το σπίτι του.

 

 

 

 

 

 

                                                    

 

 

 

                                          = = =

 

 

 

            

 

 

 

 

 

              Ο Ανάργυρος αφού γύρισε όλες τις γειτονιές  και πούλησε τα ψάρια του, περνούσε τώρα χαμογελώντας έξω από το σπίτι του στρατηγού πηγαίνοντας για το δικό του.  Τον πήρε το μάτι του στρατηγού που καθόταν εκείνη τη στιγμή στην αυλή και διάβαζε την εφημερίδα και του φώναξε με ενθουσιώδη τρόπο να περάσει μέσα, προδίδοντάς τον για τα καλά νέα που είχε να του πει.

              Εκείνος πέρασε και σαν κάθισαν ο στρατηγός άρχισε να του λέει με τη χαρακτηριστικά άνεση του λόγου του:

              --- Πήγα στο λιμενάρχη και τον κατάφερα. Θα την πάρεις τη βάρκα και σε περιμένει από εκεί για να συζητήσετε για τις λεπτομέρειες. Θέλει όμως να αλλάξεις και συμπεριφορά και να φέρνεσαι σαν άνθρωπος. Έχεις δίκιο παραδέχτηκε αλλά οι νόμοι δεν πρέπει να παραβιάζονται. Σε λίγες μέρες μου υποσχέθηκε πως θα ψαρεύεις με τη βάρκα κι όχι με τους δυναμίτες.

             Ο Ανάργυρος πέταξε από τη χαρά του και με μια σφοδρότητα στα λόγια του, του είπε σαν να βρισκόταν σε παραλογισμό:

             --- Τι θα γινόμουν χωρίς εσένα, στρατηγέ μου! και τον κοίταξε μ’ ένα έξυπνο βλέμμα.

            --- Είσαι τίμιος άνθρωπος, Ανάργυρε, είπε ο στρατηγός και τον άγγιξε με το χέρι. Αν μπορέσεις και τακτοποιήσεις τώρα με τη βάρκα το μέλλον σου θα είσαι ένα μαργαριτάρι! Θα χαρώ πολύ να το καταφέρεις!

            Εκείνος γέλασε και του είπε, ψιθυριστά:

            --- Θα βρω κι εγώ τώρα την ησυχία μου με τη βάρκα, στρατηγέ. Θα σταματήσω έτσι και το παράνομο ψάρεμα με τους δυναμίτες και θα κοιτάξω τα παιδιά μου. Η βάρκα θα μου δώσει μεγάλη αβάντα για να τα ζήσω καλύτερα. Κι αυτό βέβαια δεν το ξεχνώ, χάρη σε σένα!

           Του στρατηγού άρεσαν τα ωραία του λόγια που του αναγνώριζαν τη βοήθειά του. Καμώθηκε όμως από μετριοφροσύνη πως δεν του ήταν κι απαραίτητα και του είπε, με απλότητα:

       --- Για τ’ όνομα του Θεού! Ανάργυρε τι είναι αυτά που λες;  Εγώ το έκανα από ανθρωπιά κι όχι για να εισπράξω επαίνους!

       --- Το ξέρω! Αλλά εγώ έχω να το λέω αυτό!

       --- Να μη λες, τίποτα! 

       --- Να μη λέω, πως με βοήθησες;

       --- Όχι, δε χρειάζεται. Αρκεί που θα σταματήσουν να πεινάνε τα παιδιά σου!

       Εκείνος επέμενε και του είπε:

        --- Εγώ όμως θα το φωνάζω ως να πεθάνω!  Την ευεργεσία δεν την κρύβουν αλλά τη  διαλαλούνε!

        --- Λοιπόν του είπε γεμάτος τρυφερότητα ο στρατηγός. Άκουσε τι θα σου πω και βάλ’ τα καλά στο μυαλό σου. Να σταματήσεις τους δυναμίτες και να πάψεις από εδώ και μπρος να στεναχωρείς το λιμενάρχη που σου φέρθηκε καλύτερα κι από πατέρας σου. Εκείνος δήλωσε πως σε συγχωράει. Δεν απομένει σε σένα τώρα να σεβαστείς και το νόμο και να τα φτιάξετε.  

       Αυτά τα λόγια του στρατηγού έφεραν σε καλή διάθεση τον Ανάργυρο και με βλέμμα που έκρυβε μια διάχυτη αγάπη για το στρατηγό, του είπε με ψυχή μικρού παιδιού:

        --- Σαν να μου λες πως σε δυο τρεις μέρες θα την έχω τη βάρκα!

        --- Ίσως! Δεν ξέρω τι γίνεται με τα χαρτιά. Αν  αυτά ετοιμαστούν τότε δε θα έχουμε δυσκολίες.  Απλά χρειάζονται λίγα χρήματα. Όσες  οικονομίες έχεις να του τις δώσεις.

        --- Δε με πειράζει αυτό! ξεφώνισε αυτός και πρόσθεσε. Έχω βάλει στην άκρη λίγα χρήματα. Θα τα δώσω αφού είναι να πιάσουν τόπο!

        --- Και βέβαια θα πιάσουν τόπο! Αύριο να του τα πας πριν τα ξοδέψεις!

        --- Τι άλλο χρειάζεται;

        --- Τίποτα άλλο. Να πας μόνο από το γραφείο του το απόγευμα και να κουβεντιάσετε, αυτό που είπε. Και πρόσεξε να είσαι τζέντλεμαν. Ανώτερος υπάλληλος είναι κάνε του και καμιά φιλοφρόνηση. Πες του μια καλή κουβέντα θέλω να πω.

        Ο Ανάργυρος σηκώθηκε και περπατούσε από τη μια άκρη της αυλής ως την άλλη. Φαινόταν χαρούμενος και προβληματισμένος. Και ύστερα από λίγη σκέψη του είπε:

         --- Συμβαίνει να έχω δουλειά και πρέπει να φύγω. Κανόνισε να μην αργήσω πολύ να την πάρω. Τουλάχιστον σε τρεις μέρες να την έχω στα χέρια μου!

          --- Μείνε ήσυχος! του είπε εκείνος  και του έδειξε με το χέρι του να φύγει. Περπάτησε ως την αυλόπορτα  και σαν βγήκε έξω κι έλυσε το γάιδαρό του, κίνησε για το σπίτι του.

 

 

 

 

 

                                           

 

 

 

                                          = = =   

 

 

 

 

 

 

             Ούτε που κατάλαβε ο Ζορμπαλάς πως πέρασε τούτη η μέρα κι έφτασε στο τέλος της. Από το πρωί είχε πέσει  με τα μούτρα  στο Νίτσε και προσπαθούσε να τον χωνέψει ως τα μύχια της ψυχής του.

            Έβαζε  ο φιλόσοφος το Ζαρατούστρα από τη μια μεριά να σώσει τους ανθρώπους και τον βάπτιζε άθεο, κι από την άλλη  αυτός ο άθεος ευαγγελιζόταν τον Υπεράνθρωπο!  Μιλούσε για απελευθέρωση από το κάθε τιποτένιο, για μισάνθρωπους και πικρόχολους αφεντάδες, για υποκείμενα με αδύνατα και αρρωστιάρικα κεφάλια  και για πάσης φύσεως ένοχες ψυχές κι εννοούσε τους ανθρώπους! Φαινόταν δηλαδή πως τους υποτιμούσε και τους εξύβριζε! Κι όμως κατά βάθος του άρεσε έτσι που έγραφε του Ζορμπαλά γιατί η φιλοσοφία του είχε μέσα της αλήθεια και δεν απείχε από την πραγματικότητα.

            Κρατούσε σημειώσεις τώρα ο Ζορμπαλάς  από το κείμενο εκείνο που  αναφερόταν στην πόλη που της έκαιγαν το πνεύμα οι μιασμένοι, και δεν χόρταινε να γεμίζει τις λευκές σελίδες από τη σοφία  του φιλοσόφου. Έγραψε μέχρι που θεώρησε αρκετά κι αυτάρκη όσα εκμαίευσε η σκέψη του έτσι που έβαλε τα χειρόγραφα στο φάκελο με τον τίτλο << υπόψη>> και τον έκλεισε βάζοντάς τον στη θέση του. Η μαγεία όμως του συναρπαστικού και του γοητευτικού στοιχείου που ένιωθε σαν αποτύπωνε τις σκέψεις των μεγάλων διανοητών στο χαρτί τον έκαναν να μείνει ακόμη εκεί κολλημένος στα βιβλία τους και να μην τα εγκαταλείψει πριν καταπιαστεί με μια άλλη μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον τόσο αγαπητό του Ντοστογιέφσκι που με το έργο του έφτασε ο μυθιστορηματικός τρόπος σκέψης στα όρια της λογοτεχνίας κι έκτοτε δεν έχει πάει πουθενά αλλού. Κάτι που έγινε και με τον Πλάτωνα που οδήγησε στα άκρα τα όρια της φιλοσοφίας. Ο Ζορμπαλάς είχε τη γνώμη πως αυτή η σκέψη του μυθιστορήματος που γεννήθηκε από το μεγάλο τούτο Ρώσο και ήταν ότι σκόρπιο, αποκαίδι και θρύψαλα έχει η ζωή, ήταν και τα σκληρά δομικά υλικά να χτίσει τον υπέρτατο ναό της σοφίας της.

              Πήρε το βιβλίο του << Ο Ηλίθιος >> και το χάιδεψε πολλές φορές ενώ η μορφή του συγγραφέα και μερικοί από τους ήρωές του που στόλιζαν το εξώφυλλο του προξένησαν ιδιαίτερο συναίσθημα σαν το παρατήρησε με σχολαστικότητα και εξέφραζε με μόνο κιόλας την εικόνα πως μέσα του ήδη κρυβόταν μια διακήρυξη ωραίων αρχών.

              << Ο Ηλίθιος>> έλεγε συχνά στις διάφορες λογοτεχνικές του συζητήσεις πέρα απ΄ ότι είναι αριστούργημα γραφής και έκφρασης ενέχει συν τοις άλλοις και την τραγωδία της πλήρους ομορφιάς στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί και να ξορκίσει κανένας άντρας.  Είναι η τραγωδία μιας γυναίκας η οποία μετά από δύσκολους και δυσπρόσιτους αγώνες επιδιώκει να ταχτοποιηθεί κερδίζοντας μια θέση στον κόσμο, φθάνοντας σε παράλογες πράξεις. Αλλά και  << ο ηλίθιος>> ο ελαφρύς πρίγκιπας που κι αυτός ψάχνει να βρει τη δική του θέση στην κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο από την ενσάρκωση του αγαθού και από τις πιο εμβληματικές μορφές ηρώων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μετά έλεγε ο Ζορμπαλάς είναι και τα άλλα πολλά δευτερεύοντα πρόσωπα που συγκεντρώνουν μεγάλο υλικό ιδεών για τη διατήρησή τους στον κόσμο που σαν σύνολο φτιάχνουν ένα ωραίο θεσμό κάτι σαν διακήρυξη αρχών. Όσες φορές κι αν διαβάσω αυτό το έργο ποτέ δεν το χορταίνω και πάντα μαθαίνω καινούρια πράγματα που δεν τα είχα αντιληφθεί με τις πρώτες αναγνώσεις. Θυμάμαι όταν τον πρωτοδιάβασα στο πανεπιστήμιο χάρηκα ελάχιστα γιατί μου φάνηκε σκόρπιο ιδεών ενώ η ανάγνωσή του έρρε μεγαλοπρεπώς. Κάποιος μου είπε πως δεν πρόσεξα όπως έπρεπε τους δευτερεύοντες ήρωες. Τη δεύτερη φορά το επιχείρησα. Η συνταγή είχε επιτυχία. Βρήκα πολύ βαβούρα στις σελίδες του και το ένιωσα μέχρι μυελού οστών! Για να μάθεις να καταλαβαίνεις τα βιβλία πρέπει να τους βρεις το κουμπί. Και ο Ντοστογιέφσκι δυστυχώς δεν έχει ένα αλλά πολλά κουμπιά! Πρέπει όμως κάποιος που τον γνωρίζει να σου ανοίξει τα μάτια.

             Είχε πάρει τώρα χαρτί και μολύβι και σημείωνε εδώ κι εκεί φράσεις, λέξεις και σχεδιάσματα με πυκνότητα ενώ δεν ξεχνούσε να σημειώνει και κάποιους κωδικούς στα περιθώρια των σελίδων του βιβλίου. Τη σημαντική παρατήρηση την έκανε σ’ ένα κίτρινο χαρτί πολυτελείας γράφοντας κάτι για το μεταφραστικό κατόρθωμα που του άρεσε σ’ αυτή την έκδοση και τη θεώρησε αν όχι καλύτερη τουλάχιστον πιο σύγχρονη. Και η προηγούμενη θυμάται πως ήταν καταπληκτική αλλά είχε κάποιες λέξεις παρωχημένες που εξέλειπαν ή δεν μιλιόνταν σήμερα. Του άρεσε σ’ αυτή τη  νέα μετάφραση και το σημείωσε όπως αναφέραμε η προσεγμένη γλώσσα της μεταφράστριας που κατόρθωσε να αποδώσει πιστά και την πυκνότητα αλλά και τη χαλαρότητα της έκφρασής του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το κείμενο να γίνει οικείο και να δείχνει πως ανήκει στη δική μας γλώσσα, χωρίς κακοποίηση και περιττά στολίδια που συνήθως εφευρίσκουν κάποιοι μοντέρνοι μεταφραστές.

             Έκλεισε στο τέλος το φάκελο σαν τακτοποίησε κι αυτό το χειρόγραφο μέσα και έμεινε για ΄λίγο αναποφάσιστος να συνεχίσει με κάτι άλλο ή να μείνει πιστός εραστής για λίγα λεπτά της ραστώνης. Απ’ αυτή του όμως τη σκέψη τον έβγαλε  ο θόρυβος που ακούστηκε από το χτύπημα του ρόπτρου της πόρτας που του διαμήνυε πως κάποιος άνθρωπος τον ζητούσε.   

              Σηκώθηκε και κοίταξε με απορία. Μέσα στο σούρουπο μπόρεσε και ξεχώρισε τη σιλουέτα της κυρά Χριστίνας που χαρχάλευε με τα χέρια της, την εξώπορτα, προσπαθώντας να την ανοίξει.

            Σαν το είδε εκείνη να την πλησιάζει του φώναξε με τη γνώριμη και δυνατή φωνή της:

             --- Τι συμβαίνει και κλειδώνεις την πόρτα, άνθρωπε του πνεύματος! Τα θηρία φοβάσαι; Αυτά είναι στα βουνά δεν κατεβαίνουν κάτω, τι να κάνουν;  Εδώ είμαστε εμείς! Άλλα θηρία πιο άγρια και δυνατά!

            Την έμπασε μέσα ενώ εκείνη συνέχιζε να ψιθυρίζει:

            --- Γιατί ήρθες κι εσύ; Για να πεθάνεις; Άντε καλά γεράματα και με το καλό να έρθει η ώρα!

            Την έβαλε να καθίσει απέναντι από το γραφείο του. Ύστερα σαν να μην της έδωσε και πολύ σημασία, της είπε σε τόνο φιλικό:

            --- Ταχτοποιώ τα χαρτιά μου και σε ακούω! και απλώνοντας τα χέρια του άρχισε να βάζει τις σημειώσεις του στο φάκελο και να κλείνει προσεχτικά τα βιβλία που ήταν σκορπισμένα μπροστά του.

            Εκείνη δεν άντεξε και ξέσπασε, λέγοντάς του:

          --- Άφησε τα βιβλία, καλέ μου  άνθρωπε, δε θα σε βγάλουν σε καλό! Θα το δεις πως το πολύ πνεύμα τους θα σε φάει μια μέρα! Να μου το θυμηθείς!

          Εκείνος γέλασε  και συνέχιζε να μαζεύει τα χαρτιά του, αδιάφορος. Στο μεταξύ εκείνη είδε ένα πίνακα ψηλά στον τοίχο και άρχισε να τον κοιτάζει με μια εχθρική διάθεση. Και σε λίγο αφού γέλασε ενώ συνέχιζε να έχει τα μάτια της κολλημένα στον πίνακα, άρχισε πάλι τον εξάψαλμο, λέγοντάς του:

          --- Μπα σε καλό σου, χριστιανέ μου! Τίποτα άλλο δε σε συγκινεί στον κόσμο εκτός από τα βιβλία σου!  Εγώ ούτε που τα κοιτάζω  και σαν τα βρίσκω τα καίω! Ευχαριστιέμαι να τα καίω!  Νομίζω πως κάνω καλό στους ανθρώπους γιατί τους απαλλάσσω από τους χειρότερους εχθρούς τους.

         Ο Ζορμπαλάς εν τω μεταξύ είχε ταχτοποιήσει τα χαρτιά του κι ετοιμαζόταν να την ακούσει. Εκείνη τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και χωρίς να κρύψει τη χαρά της, του είπε:

         --- Γέρασες κι εσύ, τρομάρα σου!  Πετσί και κόκαλο έγινες σαν όλους μας! Να δω τι μας περιμένει από ‘δω και μπρος!

          --- Ό,τι έχει γράψει δεν ξεγράφει! της ψέλλισε αυτός και συνέχισε. Ο καθείς και η μοίρα του, λέει ο ποιητής, κυρά  Χριστίνα. Εσύ με το σπίτι σου κι εγώ με τα βιβλία μου!  Χαϊδεύουμε τις ώρες μας με αυτό που κάνουμε και τις ημερεύουμε για να μην αγριέψουν και μας φάνε!

          Αυτή τον κοιτούσε με  αμηχανία. Έδειχνε να σκεφτόταν αυτό που ήθελε να του απαντήσει. Ο Ζορμπαλάς όμως την πρόλαβε και της είπε:

           --- Θέλεις να σου διαβάσω κάτι απ’ αυτά που έχω γράψει; Κι απλώνοντας το χέρι του πήρε ένα χειρόγραφο από μπροστά του.

           --- Εμένα; ψέλλισε αυτή και κοκκίνισε ολόκληρο το ωχρό της πρόσωπο. Εμένα να μου διαβάσεις; Δε σου διαβάζει εσένα καλύτερα ο παπάς στ’ αυτί;  Και κάνοντας ένα μορφασμό περιφρόνησης, του πήρε το χαρτί από τα χέρια και το έβαλε στην άλλη άκρη του γραφείου.

           Ύστερα δείχνοντας τη σοβαρή και τη λυπημένη του είπε με ψαλιδισμένες τις λέξεις:

            --- Για άλλο πράμα ήρθα εδώ!

            --- Σε ακούω! της έκανε εκείνος και σήκωσε τους ώμους του.

            Έσφιξε τα χείλη της αυτή και του είπε με φωνή που συντάραζε τη βαθιά του γαλήνη:

             --- Για το νερό στο πηγάδι ήρθα να σου πω που το ξοδεύεις άσκοπα και μένα δε μου αφήνεις σταγόνα. Το έχουμε μισακό μην το ξεχνάς και μας ανήκει μισό - μισό.  Να ποτίζεις λιγότερο και ν’ αφήνεις και για μένα. Μη θαρρείς πως ο δικός μου κήπος δε διψάει!

             --- Κάνω ό,τι λέει το χαρτί, της είπε  εκείνος  και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Φίφτι - φίφτι το χαλάμε και μην πας για καβγά γυρεύοντας. 

             --- Τον καβγά εσύ τον ζητάς με τις αδικίες σου!

             --- Δε μου λες; της έκανε εκνευρισμένος ο Ζορμπαλάς, μήπως θέλεις να μου δώσεις κι ένα χεράκι ξύλο;  

             Εκείνη τότε του είπε με απόλυτη ειλικρίνεια:

             --- Αν μπορούσα θα στο έδινα!

             Και σηκώθηκε ταραγμένη για να φύγει. Σαν έφτασε στην πόρτα του είπε κοιτάζοντάς τον με κακία:

             --- Με καβάλησε πάλι ο διάβολος γι’ αυτό φυλαχτείτε! Τον νιώθω ζωντανό μέσα μου να μου ανακατεύει τα σπλάχνα. Όσο με ενοχλείτε δε θα με αφήνει να ησυχάσω  και θα αναμετριέται μαζί σας!

             Βγήκε στην αυλή κι αφού αμόλησε δυο τρεις  τριβόλους πέρασε φουριόζα την εξώπορτα και πήρε την κατεύθυνση για το σπίτι της

            Ο Ζορμπαλάς σαν ταχτοποίησε και τα υπόλοιπα χαρτιά, ψιθύρισε βαριεστημένα κι ενοχλημένος από την επίσκεψή της:

             --- Μπα σε καλό της! Σαν να αρχίζουν και της φεύγουν μου φαίνεται τα μυαλά της! Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

              Άνοιξε ύστερα ένα βιβλίο φιλοσοφίας κι αφού βρήκε το κεφάλαιο που είχε αφήσει στη μέση, άρχισε με ιδιαίτερη προσοχή και ενδιαφέρον να διαβάζει.

 

 

 

 

 

 

                                               = = =     

 

 

 

 

 

 

            Σαν ήρθε το πρωί ο Ανάργυρος σηκώθηκε με όρεξη  κι αφού ταχτοποίησε μερικές δουλειές του, ξεκίνησε να πάει να συναντήσει το λιμενάρχη.  Εκείνος καθόταν στο γραφείο του και έπινε τον καφέ του με το πάσο του, ρίχνοντας και καμιά ματιά από το παράθυρο στη θάλασσα  θαυμάζοντας  την ομορφιά και τη χάρη του γαλανού κι αθώου νερού της.

Ο Ανάργυρος μπήκε μέσα σαν φοβισμένος. Κάθισε στην καρέκλα και σαν βολεύτηκε στη θέση του, πήρε την έκφραση του κυνηγημένου και του μισοκακόμοιρου.

        --- Ήρθες; Καλά έκανες! Καιρό έχω να σε δω! Από το καλοκαίρι! του είπε αυτός   κι ετοιμάστηκε να του πει κάτι ακόμα.

        --- Δεν έχω χρόνο λιμενάρχη μου για επισκέψεις!  Όλη μέρα δουλεύω και μόνο σαν νυχτώσει πηγαίνω στο σπίτι  μου. Η ανέχεια βλέπεις με έχει διώξει από τον κόσμο.

        Εκείνος τον κοίταξε με συμπόνια βαθιά στα μάτια και ύστερα από λίγο του είπε μ’ ένα τρόπο θριάμβου:

         --- Θα τα έμαθες τα νέα;

         --- Πως, κάτι μου είπε ο στρατηγός.

         --- Σ’ έχω για καλό άνθρωπο, Ανάργυρε γι’ αυτό αποφάσισα να σε βοηθήσω! Ελπίζω κι εσύ να φανείς αντάξιος αυτού του ευεργετήματος που  σου προσφέρει η υπηρεσία.

        --- Ο Θεός να σ’ έχει καλά! του ψέλλισε εκείνος  και φάνηκε να ένιωσε χαρούμενος απ’ αυτό που άκουσε.

        --- Τώρα ελπίζω να είναι πιο εύκολη η ζωή για σένα!

        --- Αυτό πιστεύω κι εγώ! Θα μείνω  τουλάχιστον όρθιος και δε θα γονατίσω σαν το μεροκάματο θα το έχω κάθε μέρα ψαρεύοντας με τη βάρκα. Έτσι θα χορτάσουν φαϊ και τα οκτώ παιδιά μου.

        Ο λιμενάρχης γύρισε το κεφάλι του εκείνη τη στιγμή και κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο τη θάλασσα που στο πρωινό φως  του ήλιου άστραφτε μέσα στην ελάχιστη ομίχλη που διακρινόταν στο βάθος. Οι λίγες βάρκες ήταν δεμένες στην προβλήτα ενώ μέσα τους οι ψαράδες ετοίμαζαν τα δίχτυα τους για τη βραδινή τους έξοδο. << Αυτή τη θάλασσα με το θαυμάσιο χρώμα και τον  πλούσιο θησαυρό της, τραυματίζει θανάσιμα με τους δυναμίτες του ο Ανάργυρος >> σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή ο λιμενάρχης  και του έριξε μια ερευνητική ματιά. Κι αμέσως του είπε:

        --- Θα σεβαστείς τώρα και τη θάλασσα, Ανάργυρε και δε θα της πετάς τα σπλάχνα έξω με τους δυναμίτες σου! Η καταστροφή που της κάνεις είναι μεγάλη κι ανεπανόρθωτη γιατί μαζί με τα ψάρια καταστρέφεις και το γόνο κι αυτό είναι έγκλημα. Αν συνεχίσεις έτσι θα τα ξεκάνεις όλα όσα βαστάει στην αγκαλιά της! Τώρα με το βαρκάκι που θα αποκτήσεις θα ψαρεύεις ή θα αγκιστρώνεις τα ψάρια χωρίς να βλάπτεις τα μικρά.

        Γέλασε εκείνος και του είπε:

        --- Θα βγάζω τόνους τώρα πολλούς!

        --- Και ό,τι άλλο μεγάλο ψάρι σου αρέσει. Και ξιφία μπορείς να ψαρέψεις ακόμα!

        Χάρηκε εκείνος κι αφού συλλογίστηκε λίγο, ψιθύρισε:

        --- Ζητώ συγγνώμη για ότι έκανα! Αυτό δε σημαίνει πως έχω την παρανομία μέσα μου, αλλά η ανάγκη ήταν εκείνη που με έκανε να την επιλέξω σαν μπούσουλα και να τρέχω από πίσω της για να σωθώ. Όταν έμπαινα στη θάλασσα με δανεική βάρκα δεν ήξερα τι έκανα! Παρατηρούσα το κοπάδι με τα ψάρια καθώς άφριζε πάνω στο νερό και με έπιανε τρέλα! Έριχνα τότε όσους δυναμίτες είχα μπροστά μου χωρίς να νοιάζομαι για την καταστροφή που θα προξενούσα.

      Η στοργή του λιμενάρχη φάνηκε μέσα από τα λόγια του που τον ρώτησε:

      --- Δίνεις το λόγο σου πως θα τους σταματήσεις τους δυναμίτες από ‘δω και στο εξής;

     Εκείνος ήρεμα πια και χωρίς το φόβο της ανασφάλειας μέσα του, του ψιθύρισε μ΄ ένα πειστικό τρόπο:

      --- Τον δίνω, ναι!

      Ο λιμενάρχης ηρέμησε σαν τον άκουσε κι αφέθηκε στωικά  για λίγο σε ονειροπόληση. Ύστερα με γλυκιά ματιά του είπε:

        --- Ε, τότε δεν έχω λόγο να καθυστερήσω τα χαρτιά σου! Σε τρεις μέρες θα τα έχω ετοιμάσει και η βάρκα θα περάσει στα χέρια σου.

        --- Θαυμάσια! φώναξε εκείνος  και δεν έκρυβε τη χαρά του.

        Αμέσως ο λιμενάρχης τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο που ο Ανάργυρος τον είδε και φάνηκε να ταράχτηκε. Ωστόσο δεν επρόκειτο για κάτι κακό, αφού τον ρώτησε στη συνέχεια με εύθυμη διάθεση:
        --- Σε άκουσα να τσακώνεσαι χθες το πρωί με την κυρά Χριστίνα! Τι συνέβη; Οφείλεις να τη σέβεσαι γιατί είναι άρρωστη και με το παραμικρό βάζει τις φωνές. Το κάνει λες και θέλει να μας κάνει να την προσέξουμε. Όμως από σένα περίμενα πιο ψύχραιμη στάση. Μη δηλώνεις με αυτό τον ανήκεστο τρόπο συμπεριφοράς  την υπεροχή σου! Ούτε να δείχνεις έτσι πως είσαι τρομερό παλικάρι!

          Ο Ανάργυρος θαύμασε τα λόγια του λιμενάρχη αλλά και τον πείραξαν λίγο. Δεν ήταν αυτός η αιτία που ανάγκασε την κυρά Χριστίνα να του επιτεθεί με φωνές. Όλη αυτή η κακή στιγμή μεταξύ τους ξεκίνησε απ’ αυτή. Έτσι του είπε, ψύχραιμα:

           --- Δεν της είπα τίποτα! Με κατηγόρησε πως της πούλησα σάπια ψάρια! Άκουσα πολλά ψέματα από το στόμα της κι αυτό μ’ έβγαλε εκτός εαυτού αλλά έφυγα. Αυτή μ’ έβρισε! Κι αν είπα κάτι ήταν πάνω στο θυμό μου!

          Ο λιμενάρχης έδειξε να τον πίστεψε  και με ύφος μελιστάλαχτο του είπε ακουμπώντας τον αγκώνα του δεξιού του χεριού στο γραφείο και στηρίζοντας με την παλάμη του το κεφάλι του:

          --- Γέρασε και ταράζεται εύκολα! Αχ, αυτά τα γεράματα φταίνε για όλα!  Πρέπει να μάθει κανείς σαν τον πλησιάζουν να τα περνά ανώδυνα!  Αλλά δεν είναι εύκολο αυτό πάντοτε!       

          Τα λόγια του έκαναν τον Ανάργυρο  να κατεβάσει λίγο το κεφάλι του και να συλλογιστεί το μάταιο της ύπαρξης. Έτσι αφού μεσολάβησε μικρή σιωπή, ψέλλισε  με χαμηλό τόνο:

          --- Έχεις δίκιο αλλά κι εγώ της φέρθηκα καλά. Ήταν τη μέρα που δεν είχε τίποτα να φάει και με παρακαλούσε να της δώσω έστω κι ένα ψάρι να μαγειρέψει για να βάλει στο στόμα της. Της τα έδωσα και βρήκα το μπελά μου κι από πάνω! Γιατί;

          --- Σου είπα, γιατί! Είναι άρρωστη! Τα νεύρα  και το μυαλό της δεν στέκουν καλά και είναι ανόητο να πιστεύουμε πως μπορούμε να συνεννοηθούμε  μαζί της και να της επιβάλλουμε τη γνώμη μας με την απαίτηση να τη δεχτεί αδιαμαρτύρητα. Όλοι τη συμπαθούμε αλλά δεν μπορούμε να της προσφέρουμε μια υπέροχη ζωή.

          --- Το ξέρω και προσπαθώ να είμαι καλός μαζί της όταν η ανάγκη το κάνει να μιλήσουμε. Όμως όσο καλός κι αν είμαι μαζί της πάντα καταφέρνει να με κάνει να φεύγω από κοντά της με σκυθρωπό το κεφάλι.

          Ο λιμενάρχης γέλασε και του είπε:

          --- Είσαι γενναιόδωρος το ξέρω  και αποδίδεις στον πλησίον σου τις αρετές  εκείνες που πιστεύεις πως μπορεί να αποδειχτούν ευεργετικές στον εαυτό σου.  Όμως αυτό έχει βάση σαν ο πλησίον είναι υγιής σωματικά και ψυχικά. Στην περίπτωση όμως της κυρά  Χριστίνας αυτό δεν ισχύει γιατί είναι άρρωστη και η ζωή της είναι σχεδόν καταστρεμμένη έτσι που κάθε συνεργασία μαζί της πρέπει να διακόπτεται. Εκτός αν πιστεύεις πως μπορείς να της αλλάξεις το χαρακτήρα!

         --- Φυσικά και δεν μπορώ! αναφώνησε εκείνος και είπε με μεγαλύτερη τώρα σοβαρότητα:

         --- Θα σταματήσω τότε κι εγώ να έχω πάρε δώσε μαζί της για να μην πληρώνομαι με πόνο από τις τύψεις μου.

         Η πόρτα χτύπησε εκείνη τη στιγμή κι ένας λιμενεργάτης εμφανίστηκε ζητώντας το λιμενάρχη.  Ο Ανάργυρος σήκωσε τους ώμους και βρέθηκε όρθιος. Κοιτάζοντας ύστερα το λιμενάρχη που ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον επισκέπτη, του είπε με τρόπο ζωηρό κι αποφασιστικό:

         --- Φεύγω! Τίποτα απ’ ότι συμφωνήσαμε δε θα αθετήσω! Δεν αντέχω πια στην ιδέα να είμαι ο τελευταίος! 

         Ο λιμενάρχης του έκλεισε το μάτι με νόημα και τον χαιρέτησε με εγκάρδιο τρόπο. Τότε κι εκείνος δρασκέλισε την πόρτα και χάθηκε στο λιθόστρωτο δρομάκι πηγαίνοντας για το σπίτι του.

  

 

 

 

 

                                                      

 

                                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                            

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

 

 

                           

 

 

 

              Τέλος Νοεμβρίου και ο Ανάργυρος σκεφτόταν να επισκεφτεί την Κατερίνα κι όλο το ανέβαλε.  Τον είχαν βάλει στη μέση δυο αντίθετες δυνάμεις και τον τραβούσαν η μία προς το σπίτι της κι η άλλη προς τα πίσω ακινητοποιώντας τον στη θέση του, πράγμα που δεν του άρεσε και του έφερνε μια αναστάτωση στην προσωπική του ζωή. Σήμερα όμως το πρωί πήρε την οριστική απόφαση να την επισκεφτεί και γρήγορα το μεσημέρι της χτυπούσε την πόρτα.  Η Κατερίνα εκείνη τη στιγμή στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη και χτένιζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της ενώ από τα χείλη της ξέφευγε ένα μελωδικό χαμηλόφωνο τραγούδι. Όταν άκουσε το κουδούνι έτρεξε κι άνοιξε. Σαν είδε όμως μπροστά της τον Ανάργυρο, έφραξε την πόρτα με το λυγερό κορμί της και του είπε με φωνή που έδειχνε πως δεν δεχόταν την απρόοπτη επίσκεψή του:  

           --- Τι θέλεις μεσημεριάτικα  Ανάργυρε και μου χτυπάς την πόρτα;

           Εκείνος άργησε να της αποκριθεί γιατί δεν περίμενε την άσχημη συμπεριφορά της. Όμως έστω κι ενοχλημένος μπόρεσε να συγκρατήσει την ψυχραιμία του και να της πει:

            ---  Φοβάμαι πως αν θα στο πω, θα με παρεξηγήσεις! 

            --- Για πες μου; τον ρώτησε αυτή και η φωνή της ήχησε διαπεραστική στ’ αυτιά του.

            --- Να σου εξομολογηθώ τον έρωτά μου!

            Γέλασε με ειρωνεία εκείνη και γύρισε να μπει μέσα. Αυτός όμως τη συγκράτησε απ’ το μπράτσο και της ψέλλισε κλαψουρίζοντας:

            --- Μη φεύγεις Κατερίνα! Ξέρεις πόσο σε αγαπώ και σε λατρεύω! Κουράστηκα να στο φωνάζω συνεχώς κι εσύ να μένεις ασυγκίνητη. Μια παράξενη κρυμμένη χορδή μέσα μου κάθε μέρα μου ξυπνάει τον έρωτά μου για σένα!  Ο ήχος της ένας παράξενος παλμός με αναστατώνει και με γεμίζει πάθος και ονειροπολήσεις για σένα!

           --- Κουράστηκα πια με τα ίδια και τα ίδια! του είπε αυτή και το πρόσωπό της του φάνηκε πιο γοητευτικό από κάθε άλλη φορά. Και τινάζοντας με δύναμη το χέρι του από το μπράτσο της έκανε ένα βήμα να μπει μέσα.

         Αυτός την κοίταξε με λαμπερό βλέμμα στα μάτια και της είπε:

         --- Να έρθω κι εγώ μέσα και να σου εξομολογηθώ αυτό που με βασανίζει;  Να σου μιλήσω για τον παλμό της χαράς που με συνεπαίρνει σαν σε σκέφτομαι.

          Γέλασε η Κατερίνα γιατί τέτοια ποιητική ικανότητα δεν ήξερε πως διέθετε ο Ανάργυρος. Κι  αφού άπλωσε το χέρι της κι έκοψε ένα κλωνί βασιλικό και το χάιδεψε ανάμεσα στα μακριά και καλαίσθητα δάχτυλά της  του είπε με μια απελπισμένη επίκληση οίκτου:

          --- Σε παρακαλώ Ανάργυρε, φύγε!  Δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο ανάμεσά μας! Κι αν με αγαπάς εσύ δεν μπορώ να σε αγαπώ εγώ! Μη γίνεσαι γελοίος γιατί δεν το αξίζεις!

         Ταράχτηκε εκείνος και για να της δείξει πως σοβαρολογούσε της είπε αναστενάζοντας:

         --- Καρδιά δεν έχεις, Κατερίνα;

         --- Έχω! Και τι μ’ αυτό;

         --- Να την κάνεις να με αγαπήσει!

         --- Εύκολο το έχεις;

         --- Εύκολο! Γιατί;

         --- Γιατί η καρδιά είναι σαν τη θάλασσα που την πιάνει τρικυμία μόνο σαν τη δέρνει ο δυνατός άνεμος. Χωρίς αυτόν μένει ήσυχη και γαληνεύει.

          Εκείνος σήκωσε τους ώμους κι έδειξε σαν να μην κατάλαβε το νόημα που είχαν τα λόγια της.  Και κοιτάζοντας βαθιά τα όμορφα μάτια της, είπε δείχνοντας να είναι ενοχλημένος:

          --- Γιατί δε θέλεις Κατερίνα να στηριχτείς σ’ ένα άντρα και να μοιραστείς μαζί του τα όμορφα πράγματα της ζωής; Οι όμορφες στιγμές να ξέρεις πως είναι προνόμιο των ερωτευμένων  και η ζωή είναι πιο συναρπαστική με τους δυο μαζί παρά με τον έναν. Βγάλε από το μυαλό σου τη δειλία που σε τυραννά κι έλα να πέσεις στην αγκαλιά μου τη ζεστή και τη φτιαγμένη για το όμορφό σου το κορμί.

        --- Ανάργυρε! του έκανε αυτή, ο μόνος τρόπος να σε ξεφορτωθώ είναι να φωνάξω! Φύγε σε παρακαλώ για να μη με αναγκάσεις να το κάνω.

       Τότε ο Ανάργυρος σκέφτηκε να φύγει και να την αφήσει στις δικές της παρορμήσεις κι επιλογές.  << Οι φτωχοί, οι άσχημοι και οι ανόητοι δεν είναι οι τυχεροί αυτού του κόσμου >> σκέφτηκε και κοιτάζοντάς την με ένα παράξενο τρόπο, της είπε με τα μάτια του να παίζουν γρήγορα πέρα δώθε:

       --- Ξέρω θα με κοροϊδεύεις σαν φύγω, αλλά αυτό λίγο με νοιάζει! Όμως δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις για τα συναισθήματά μου που τρέφω για σένα.  

       --- Νομίζω πως δε στο έχω κάνει ποτέ, του αποκρίθηκε η Κατερίνα και δε θα σου το κάνω και τώρα. Όμως φύγε σε παρακαλώ γιατί δεν μπορώ να εκθέτομαι άλλο στον κόσμο. Τόσοι περαστικοί περνάνε από εδώ κι έχουν μάτια που μπορούνε να μας δούνε.

        Ο Ανάργυρος βλέποντας πως δεν μπορούσε να κάμψει την επιμονή της αποφάσισε να το ρισκάρει κι ότι έβγαζε η άκρη που λένε. Έτσι αποφάσισε να την πληγώσει συναισθηματικά και της είπε:

        --- Όλο με διώχνεις Κατερίνα και ποτέ δε μου λες να περάσω μέσα και να μου προσφέρεις έναν καφέ. Εγώ όμως πάντοτε σαν μου ζητήσεις να σου κάνω κάποια μικροδουλειά τρέχω και δεν υπολογίζω κόπο και χρόνο. Νιώθω υπέροχα δε λέω σαν έρχομαι και το ευχαριστιέμαι αλλά θα ήθελα να μη με καλούσες μόνο για τα ασήμαντα πράγματα.

       Η συνείδηση της Κατερίνας βρήκε πως είχε δίκιο. Γι’ αυτό ανεξάρτητα απ΄ αυτό που της συνέβαινε με την επίσκεψή του και τις ακαταλόγιστες ερωτικές επιθυμίες του, αποφάσισε να τον βάλει μέσα και να του προσφέρει έναν καφέ αφού τόσο πολύ το ζητούσε. Γι’ αυτό σαν τα μάτια τους συναντήθηκαν, του είπε με  μια τόλμη που φάνηκε στην ένταση της φωνής της:

        --- Έλα πάμε μέσα να σου προσφέρω τον καφέ!  Τι να κάνω! Με παρέσυρες σαν άνεμος δυνατός και δεν μπορώ ν΄ αντισταθώ!

         Τον έβαλε και κάθισε στο σαλόνι ενώ αυτή πήγε να του φέρει τον καφέ του. Όση ώρα έλειπε αυτός κοιτούσε το σπίτι που το έβρισκε υπέροχο  και δε χόρταινε να θαυμάζει τους πίνακες ζωγραφικής που κρέμονταν στους τοίχους.  Ένας όμως του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και του δημιούργησε μεγάλη αίσθηση που σηκώθηκε και τον κοίταξε για πολλή ώρα μένοντας ενθουσιασμένος αφάνταστα από την έμπνευση και το χρωστήρα του ζωγράφου.  Και σαν παράτολμος που ήταν αν και είχε μεσάνυχτα από τέχνες αποφάσισε να συνεχίσει την περιδιάβασή του και στους άλλους πίνακες ελπίζοντας να εντυπωσιάσει την Κατερίνα σαν θα τον έβλεπε, επιστρέφοντας με τον καφέ. 

           Αυτή δεν άργησε να έρθει με το δίσκο στα χέρια κι αφού τον ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι του φώναξε να καθίσει. Εκείνος κοιτούσε ακόμη τους πίνακες ενώ έδειχνε μια ανέκφραστη χαρά από όλο τους το μεγαλείο.  Ήρθε αμέσως και αφού κάθισε της είπε,  με μια έκφραση ευτυχισμένου ανθρώπου:

            --- Αφότου μπήκα στο σαλόνι εκείνο που με τράβηξε περισσότερο ύστερα από σένα, ήταν οι πίνακες! Εγώ δεν ξέρω από τέχνη αλλά εντυπωσιάστηκα. Μοιάζουν πως είναι αληθινοί κι αυτό που δείχνουν είναι απίστευτο όμορφο!

           Εκείνη γέλασε και του είπε:

          --- Έτσι είναι! Μη σου φαίνεται παράξενο! Δεν είσαι συνηθισμένος σε αυτά!  

          Κι αμέσως σηκώθηκε πηγαίνοντας με βήμα αργό προς τον καθρέφτη. Μέσα από το διάφανη ρόμπα της οι γλουτοί της ξεχώριζαν σαν δυο φλεγόμενοι πυρσοί ενώ τα μεγάλα και στητά στήθη της χοροπηδούσαν στον κάτασπρο κόρφο της. Μπροστά στον καθρέφτη στάθηκε και πήρε το κουτί με την πούδρα κι αφού το άνοιξε άρχισε να ρίχνει τη λευκή σκόνη του στο πρόσωπό της και να την απλώνει με ανάερη κίνηση του δεξιού πρώτα και ύστερα του αριστερού της χεριού. Πέρασε ύστερα τα χέρια της πάνω από τα όμορφα μαύρα μαλλιά της κι αφού τα ίσιωσε, τίναξε με ζωηράδα το κεφάλι της πίσω σαν αφηνιασμένη ελαφίνα κι επέστρεψε με το ίδιο κουνιστό βήμα στη θέση της.

         Αμέσως μόλις κάθισε, του είπε με μια απίστευτη γρηγοράδα:

         --- Είδες Ανάργυρε τι καλή που είμαι! Εύχομαι κι εσύ να είσαι καλός από ‘δω και μπρος και να μη μου δημιουργείς φασαρίες! 

       --- Ναι, είπε εκείνος κι έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του ρουφώντας μια γουλιά καφέ.

       Εκείνη σαν τον είδε να έχει ημερέψει αρκετά από  τη στιγμή που πάτησε το πόδι του έξω από την πόρτα σκέφτηκε να του πει καμιά καλή κουβέντα και να τον αποτρέψει από οποιαδήποτε  ανόητη σκέψη είχε στο μυαλό του που ίσως την έβλαπτε. Γι’ αυτό μ’ ένα χρυσαφένιο αυτή τη φορά χαμόγελο που έλαμψε στα δυο σαρκώδη χείλη της του είπε:

        --- To καλό που σου θέλω, Ανάργυρε, μη δίνουμε στόχο για να μας πιάνουν στο στόμα τους ο ένας κι ο άλλος και να μας σούρνουν τα εξ’ αμάξης. Μικρό είναι το μέρος εδώ που ζούμε και πρέπει να προσέχουμε.

        Εκείνος όμως δεν έδειχνε σημάδια κατανόησης. Έτσι ξέσπασε σε φωνές για να της πει:

         --- Στο έχω πει χιλιάδες φορές και το λέω και πάλι Κατερίνα, πως σε αγαπώ!  Καίγομαι και υποφέρω για το κορμί σου όσο και για την ψυχή σου! Μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω σαν κακόμοιρο ανθρωπάκι που το βάζει στα πόδια με την πρώτη απειλή ή δυσκολία. Εγώ θα παλέψω να σε κερδίσω και να γίνω αφέντης του εαυτού μου σαν σε αποκτήσω!

        --- Πάλι τα ίδια! έκανε εκείνη κι έδειξε μ’ ένα μορφασμό τη δυσαρέσκειά της. Δεν μπορώ να σε αγαπήσω εγώ, του έκανε με κάποια περιφρόνηση. Δεν καταλαβαίνεις πως θέλω να σε ξεφορτωθώ;

       --- Το βλέπω! της φώναξε εκείνος και δάγκωσε τα χείλη. Το βλέπω!

       --- Τότε γιατί επιμένεις;

       --- Το πάθος μου βλέπεις!

       --- Ωραία! Το πάθος σου, αλλά τι φταίω εγώ;

       --- Δε φταις αλλά έλεγα μήπως έκανες κάτι.

       --- Τι να κάνω; Δεν ξέρεις πως κοιμάμαι με τους άντρες για να βγάλω το ψωμί μου; Αυτό τουλάχιστον πρέπει να το σεβαστείς και να με αφήσεις ήσυχη.

        --- Ε, τότε να με αφήνεις να έρχομαι να σε βλέπω! Θα μου κάνει πολύ καλό!

        --- Καημένε μου!  Το έχεις εύκολο αυτό;

        --- Γιατί;

        --- Δεν το θέλω πως το λένε! Είμαι ανεξάρτητη και θέλω εγώ να κάνω τις επιλογές μου ποιον θα βάζω στο σπίτι μου. Δε θέλω να μου τις επιβάλει άλλος.

        --- Κι εγώ που νόμιζα πως σε αυτό δε θα μου έλεγες όχι.

        --- ‘Όχι, λοιπόν και σ’ αυτό και να με αφήσεις ήσυχη.

       Σηκώθηκε και πήγε μέχρι το δυτικό παράθυρο. Ο Ανάργυρος κοίταζε το λυγερό κορμί της και καιγόταν ολόκληρος. Οι λεπτές γραμμές που άφηνε να φαίνονται μέσα από το διάφανο ρούχο της το σώμα της του άναβε φωτιές σε όλο το είναι του. Αυτή η αίσθηση που άφηνε το θεσπέσιο κορμί της και το φιλήδονο βλέμμα της τον τρέλαινε. Έτσι μην μπορώντας άλλο να αντισταθεί στην έλξη του κορμιού της σηκώθηκε και την πλησίασε.  Εκείνη έστριψε βιαστικά προς την άλλη κατεύθυνση ρίχνοντάς του μια περιφρονητική ματιά. Αυτός έτρεξε και πάλι κοντά της απλώνοντας το χέρι του να την αγγίξει. Αυτή το απόφυγε ενώ συνέχιζε να κινείται.  Στο τέλος ο Ανάργυρος της έπιασε με δύναμη το μπράτσο που την έκανε να πονέσει και να βγάλει μια υστερική κραυγή. Φοβισμένος αυτός άφησε το μπράτσο της και τραβήχτηκε πίσω. Τότε αυτή τον πλησίασε και αφού έκανε μερικούς κύκλους γύρω του, του είπε εκνευρισμένη:

        --- Εγώ φταίω που σου άνοιξα! Αν σε είχα διώξει τώρα δε θα συνέβαιναν αυτά τα αίσχη! Φύγε!

        Στην έξαψή της αυτή τον κυρίεψε φόβος. Έκανε μια κίνηση ίσα να βρει την πόρτα κι αμέσως κατευθύνθηκε προς τα εκεί. σαν την άνοιξε στάθηκε και την κοίταξε. Όταν τα μάτια τους διασταυρώθηκαν βγήκε με αργές δρασκελιές   και χάθηκε πίσω από τα δέντρα του κήπου. Σε λίγο πέρασε την εξώπορτα και άρχισε να περπατάει στην άσφαλτο πηγαίνοντας για το σπίτι του.

        Η Κατερίνα ανακουφισμένη που απαλλάχτηκε από την ενοχλητική παρουσία του, και γοητευμένη από τη νίκη της κατευθύνθηκε στο λουτρό να πάρει ένα δροσερό μπάνιο.   

 

        

 

 

 

                                                      = = = 

       

                                  

 

 

 

 

 

 

          Σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του προσπαθούσε να τα ταχτοποιήσει ο  Ζορμπαλάς και να τα βάλει σε μια τάξη γιατί τα είχε παραμελήσει με αποτέλεσμα να του δημιουργούν προβλήματα στη δουλειά του και να του απορυθμίζουν τη ροή του προγράμματός του.  Τα δε βιβλία του στα ράφια δεν είχαν καμία σειρά και με την έλλειψη φροντίδας που είχαν εδώ κι αρκετό καιρό ήταν μέσα στη σκόνη και ανέδιδαν μια έντονη μυρωδιά από μούχλα. Έτσι αποφάσισε σήμερα ν’ ασχοληθεί λίγο με τη φροντίδα του χώρου του που τόσο πολύ του ήταν απαραίτητος ώστε να γράφει και να διαβάσει σ’ ένα ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον.

        Βρισκόταν τώρα στην τελευταία φάση της ταχτοποίησης των φακέλων όταν η πόρτα χτύπησε  και μια φωνή ακούστηκε να τον καλεί να του ανοίξει. Ήταν ο στρατηγός που στεκόταν στην εξώπορτα και περίμενε ενώ κοιτούσε τα αεικίνητα κλαδάκια των δέντρων που λικνίζονταν στο ελαφρό φύσημα του ανέμου.

         Μπαίνοντας εκείνος μέσα τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον βαθιά μέσα στα μάτια:

         --- Πώς είσαι σήμερα, Μιχάλη;

         Αυτός δεν του αποκρίθηκε και τον περίμενε. Ο στρατηγός περπατώντας δίπλα - δίπλα στο λιθόστρωτο τον πλησίασε και μαζί μπήκαν στο γραφείο του. Τότε σαν τον έβαλε να καθίσει του είπε:

           --- Κάνω γενική καθαριότητα! Μύριζαν άσχημα τα βιβλία και σκέφτηκα να τα φρεσκάρω. Τα καθάρισα μ’ ένα βρεγμένο πανί και τα έκανα ν’ αστράφτουν.

           Τα κοίταξε με ύφος ευτυχισμένου ο στρατηγός και τον ρώτησε μ’ ένα αδρό χαμόγελο στα χείλη του:

           --- Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία, Μιχάλη;

           --- Και βέβαια!

           --- Βρήκες καμιά αλήθεια στις σελίδες τους ή άδικα έχασες το χρόνο σου μαζί τους;

           --- Πολλές! Αλλά εκείνο που με άγγιξε περισσότερο σαν τα διάβασα ήταν η λύτρωση που βρήκα διαβάζοντάς τα.

          --- Τη λύτρωση! αναφώνησε εκείνος σαν να του φάνηκε παράξενο και πρόσθεσε. Εγώ τίποτα δε βρήκα στις σελίδες στα λιγοστά βιβλία που έχω διαβάσει. Άδικα έχασα το χρόνο μαζί τους και διόλου δε με βοήθησαν. Ανόητα πράγματα γράφουν για να μην πω ψέματα!

          --- Μέσα στα βιβλία του πολέμου και των επιχειρησιακών μοντέλων που διάβασες δεν μπορείς να βρεις κάτι σχετικό με το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου, στρατηγέ! Αυτά σε κάνουν πιο σκληρό απ’ ότι είσαι και σου εντείνουν το μίσος για τον άνθρωπο και τη ζωή. Η προσπάθεια να φύγουμε από τους πόνους μας γίνεται μόνο από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και τα διάφορα καλά φιλοσοφικά.

          Οι αδιάσειστες πεποιθήσεις του Ζορμπαλά για τα βιβλία και οι αλήθειες που του έλεγε, έκαναν το στρατηγό να σιωπήσει. Δεν είχε πλέον το κουράγιο να κάνει κάποιο χλευασμό για την αξία των βιβλίων.

          --- Λέω, του επανέλαβε ο Ζορμπαλάς, πως με τα πολεμικά βιβλία που έμπλεξες και διάβασες δεν μπορείς να κρίνεις τον κόσμο και τη ζωή και να σταθείς με γενναιότητα στις σκληρές τους απαιτήσεις.  Σ΄ αυτά δε βλέπεις παρά μάχες, νεκρούς και αίμα! Λείπει από μέσα τους το όραμα που έχει ο άνθρωπος να ξεφύγει  από τις καθημερινές του αγωνίες και να φτάσει τα αιώνια και τ’ αθάνατα!

          Τον κοίταξε με σφιγμένα χείλη ο στρατηγός και του είπε με την έκταση του πόνου που έκρυβε μέσα του :

          --- Έχεις δίκιο! Μου άλλαξαν τη σκέψη και το πιστεύω μου που είχα απέναντι στη ζωή, στον άνθρωπό και στο Θεό. Μ’ έκαναν κυνικό, αδίσταχτο και αδιάφορο μπροστά στον πόνο! Ακόμη μου ενέτειναν την ψευδαίσθηση για φιλαυτία, δόξα και θησαυρισμό.

          --- Όλος ο κόσμος μπορεί να ζήσει καλύτερα σαν διαβάζει τα καλά βιβλία, πρόσθεσε ο Ζορμπαλάς  και φάνηκε τρυφερός όσο ποτέ άλλη φορά στα μάτια του.

          --- Ναι, του έκανε αυτός ενώ συνέχιζε να ρίχνει εξεταστικές ματιές στα ράφια κοιτάζοντας προσεχτικά το κάθε τι που υπήρχε.

           --- Γιατί εκτός που το βιβλίο είναι το ιερότερο δημιούργημα της ανθρώπινης προσπάθειας περιέχει και γνώση που δεν την παίρνει από αλλού ο άνθρωπος!

           --- Συμφωνώ! του είπε  κουνώντας δυο φορές το κεφάλι του προς τα κάτω και μετά με ευχάριστο τρόπο, τον ρώτησε:  Ξέρω πως κάτι γραφείς αυτό τον καιρό μήπως μπορείς να μου διαβάσεις ένα απόσπασμα;

          --- Δύσκολο να το κάνω αυτό!  γιατί τα χειρόγραφά μου μοιάζουν με ορνιθοσκαλίσματα και δυσκολεύομαι ακόμη και εγώ ο ίδιος να τα διαβάσω!

           --- Δεν  το πιστεύω! διαμαρτυρήθηκε αυτός. Το λες για να με αποφύγεις!

           Ο Ζορμπαλάς έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά του είπε:

           --- Συνήθως διαβάζω χειρόγραφά μου σε άλλους για να δω την αντίδρασή τους σ’ αυτά που γράφω! Αυτή τη στιγμή όσο κι αν το θέλουμε και οι δυο δεν μπορώ γιατί σου είπα λόγοι δυσκολίας με αποτρέπουν να το κάνω. Κάποια άλλη φορά που τα χειρόγραφά μου θα διαβάζονται θα το προσπαθήσω!

            Τελείως απροσδόκητα τότε ο στρατηγός τον ρώτησε:

            --- Τι μαθαίνω θα τα βγάλεις βιβλίο αυτά που γράφεις;

          --- Αν θέλεις τη δική μου άποψη, του είπε, ναι, θα τα βγάλω βιβλίο!  Κι αυτό ελπίζω να γίνει σύντομα πριν τα γηρατειά μου αποδυναμώσουν κάθε δραστηριότητα. 

           Μπροστά στο στρατηγό βρισκόταν ένα χοντρό βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο που το πήρε στα χέρια του με μια αρχοντική κίνηση κι αφού το ξεφύλλισε, στάθηκε στον τίτλο του και τον διάβασε  με προσεκτική έκφραση της γλώσσας του:  << Το κεφάλαιο. Κάρολος  Μαρξ >>.  Έπειτα σιωπηλά το άνοιξε στην πρώτη σελίδα και τη διάβασε ολόκληρη. Σαν σταμάτησε τον κοίταξε και με όλο το σεβασμό στο στοχαστή του βιβλίου, του είπε με θρησκευτική έκφραση:

          --- Αυτή την ευλαβική και κοινωνική κοσμοθεωρία  του μεγάλου τούτου διανοούμενου ποτέ δεν τη διδάχτηκα. Στη σχολή μας δίδασκαν μόνο αποσπάσματα ακίνδυνα και περικοπές του έργου του που δεν είχαν καμιά άμεση και ουσιαστική επιβολή πάνω μας, αλλά μάλλον το έκαναν για να τον δυσφημήσουν. Τώρα όμως που μπορώ να έρθω σε επαφή με το έργο του είναι αργά! Γέρασα και το πουλάκι πέταξε! Τι θα μου χρησιμεύσουν σ’ αυτή την ηλικία  το κέρδος, το υπερκέρδος και η εκμετάλλευση που γράφει; Τίποτα!

         Ο Ζορμπαλάς γέλασε και του είπε:

          --- Α, στρατηγέ δεν είχες την τύχη να το διδαχτείς το βιβλίο αυτό τότε που έπρεπε και νομίζω πως μιλάς σωστά τώρα. Φυσικά  και σου είναι ένα τίποτα σ’ αυτή την ηλικία ενώ σαν το διάβαζες στη νεότητά σου σίγουρα θα σ’ έκανε να είχες γυρίσει πίσω μερικές από τις οβίδες που έριχνες στα πεδία των μαχών!

         --- Ίσως θέλεις να πεις πως θα μπορούσε να με αποτρέψει ακόμα να ακολουθήσω το στρατιωτικό επάγγελμα;

         --- Αν, όχι αυτό τουλάχιστον θα σε μάθαινε πως οι πόλεμοι δε γίνονται πάντα για την απόκτηση της ελευθερίας των λαών αλλά και για την οικονομική  υποδούλωσή τους.

         --- Κι έτσι μπορείς να μου καταλογίσεις κι εμένα κάποια ευθύνη γι’ αυτή την υποδούλωσή τους!

         --- Δεν το κάνω όμως αλλά θέλω να σου πω πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν στη ζωή μας τα καλά βιβλία για τη διαμόρφωση ενός υγιούς πιστεύω και μιας σωστής ιδεολογίας.  

         Η διάθεση του στρατηγού ύστερα απ’ αυτή τη συζήτηση παραδόξως έγινε πιο καλή. Πράγμα σπάνιο γιατί πάντα σαν μιλούσαν με το Ζορμπαλά για θέματα κοινωνικά, οικονομικά ή ηθικά πάντα εξέφραζε τις συντηρητικές κι αυταρχικές του απόψεις. Ενώ σήμερα ένας άλλος εαυτός, καινούριος, ήρθε να διώξει τον παλιό. Αυτό φάνηκε και με το ενδιαφέρον του να ρωτήσει το Ζορμπαλά τι περιεχόμενο θα είχε το βιβλίο του.

        --- Τι θα γράφεις μέσα; του ψιθύρισε κι έδειξε μεγάλη προσοχή στυλώνοντας τα μάτια του στα χείλη του να τον ακούσει.

        Εκείνος ένιωσε χαρούμενος που το ενδιαφέρον του στράφηκε στο βιβλίο του. Κι αφού χαμογέλασε ικανοποιημένος του είπε:

        ---Θα γράψω για την ανθρώπινη ύπαρξη που ενώ είναι προορισμένη από το Θεό να έχει νόημα, δυστυχώς βλέπουμε το αντίθετο! Και σ΄ αυτό φταίνε οι άνθρωποι που δε δίνουν νόημα στη ζωή τους. Θα προσπαθήσω λοιπόν μέσα από το λόγο μου να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό.

         --- Μα, αυτό είναι αξιοθαύμαστο!  Θα ωφεληθούν πολλοί σαν διαβάσουν τις σκέψεις σου.

          --- Όμως δεν ξέρω αν ενοχληθούν!

          --- Οι άνθρωποι με  τέλεια αγωγή δύσκολα θα το κάνουν αυτό. Οι άλλοι όμως οι απαίδευτοι ίσως. Αλλά στο κάτω -κάτω της γραφής λογαριασμό θα τους δώσεις τι θα γράψεις;

          --- Έλα ντε!

          Ο στρατηγός έγειρε το κεφάλι κάτω ενώ το δεξί του χέρι ακουμπούσε πάνω στο χοντρό βιβλίο του Μαρξ. Έμεινε εκεί για λίγο σαν να σκεφτόταν κάτι και ξάφνου σήκωσε το κεφάλι του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και με βεβιασμένη φωνή του είπε:

          --- Κι εγώ σαν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο έγραφα ότι μου ερχόταν στο νου, αλλά τα έχασα όλα στις μάχες και στις πορείες. Όχι φυσικά τίποτα με λογοτεχνικές αξιώσεις αλλά με αρκετό ενδιαφέρον από τη ζωή. Όταν όμως μπήκα στο στρατό ο λογοτεχνικός αυτός οίστρος  πήγε περίπατο και τη θέση του πήρε ο στυγνός κι επιτιθέμενος άνθρωπος. Έτσι σταμάτησα να γράφω εκτός από τις ημερήσιες αναφορές και τις επιχειρησιακές δραστηριότητες  του Συντάγματος.

           Ο Ζορμπαλάς τράβηξε με μια κίνηση τρυφερότητας μια κόλλα χειρογράφου κοντά του κι αφού σχεδόν τη χάιδεψε με τα δάχτυλά του, τον κοίταξε κάπως αμήχανα, ενώ  με χαμηλή φωνή του αποκρίθηκε:
           --- Έπρεπε να συνεχίσεις!

           --- Έπρεπε! ψέλλισε εκείνος  δείχνοντας με τον τρόπο που το είπε τη σπουδαιότητα της επισήμανσης του Μιχάλη.

           --- Βέβαια για να γράψεις πρέπει να το έχεις και μέσα σου! Μόνο με τη θέληση δε γίνεται τίποτα!

            Ο στρατηγός κάρφωσε το βλέμμα του  στο  σκαμμένο πρόσωπο από το χρόνο του Ζορμπαλά και τον ρώτησε με χαμηλή και βραχνή φωνή:

           --- Εσύ  έγραφες από νεαρή ηλικία. Μιχάλη;

           Αυτός ελευθέρωσε το χέρι του από το χειρόγραφο και με μια ειλικρινή διάθεση του είπε:

           --- Α, μπα! που να βρεθούν τέτοιες ανησυχίες τότε! Δε μας άφηνε βλέπεις η ορμή  να σκεφτούμε κάτι τέτοιο. Άλλα πράγματα είχαν προτεραιότητα σ’ εκείνη την ανέμελη ζωή!

           Ανακάθισε καλύτερα στη θέση του  κι αφού έβγαλε κάποιους λυπημένους αναστεναγμούς του είπε με χαμηλή φωνή:

            --- Και τόσο καιρό δεν σου είχε έρθει η όρεξη να γράψεις και σου ήρθε τώρα στα γεράματα, ε! Καλό κι αυτό! Κάλλιο αργά παρά ποτέ που λένε!

           Εκείνος άκουσε τα λόγια του ήσυχα. Ανασηκώθηκε λίγο κι αφού στήριξε το κεφάλι του στο χέρι,  αποκρίθηκε:

           --- Φαίνεται πως ωρίμασα κι αποφάσισα να δώσω κάτι από την πείρα κι  από το πνευματικό μου οπλοστάσιο!

          Πέρασε τα χέρια του πάνω από τα  άσπρα του μαλλιά ο στρατηγός, ανασηκώθηκε λιγάκι και κοίταξε ψηλά στο ταβάνι. Ύστερα κατέβασε το κεφάλι κι αφού σταύρωσε τα χέρια, του είπε με ειλικρίνεια:  

          --- Χαρά στο κουράγιο σου! Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Βλέποντας και μόνο όλα αυτά τα βιβλία στα ράφια,  γονατίζουν τα πόδια μου όχι και να γράψω κιόλας! Αυτό είναι για τους θεόπνευστους και τους εκλεκτούς της ζωής πιστεύω!

          Γέλασε ο Ζορμπαλάς  και του είπε θαρραλέα και με ενθουσιασμό:

          --- Ο καθένας κάνει αυτό που είναι ταγμένος να υπηρετεί, στρατηγέ μου! Εσύ ήσουν στις μάχες. Εγώ στα χαρτιά μου, ο ναυτικός στη θάλασσα να παλεύει με τα κύματα κι ο εργάτης στο εργοστάσιο να χειρίζεται την αναλγησία των μηχανών. Όμως ότι κι αν κάνουμε τίποτα δε θα μείνει αφού ο δυνατός άνεμος που θα φυσήξει κάποια στιγμή θα ρίξει κάτω και θα τα κάνει συντρίμμια. Ματαιότητα τα πάντα ματαιότητα που λέμε.

           Ο στρατηγός είχε σηκωθεί και είχε πλησιάσει το παράθυρο κοιτάζοντας τη θάλασσα που φλοίσβιζε ήρεμη και ράθυμη στέλνοντας άτονα τα λευκά κυματάκια της να συναντήσουν τους βράχους και να γεμίσουν την ακρογιαλιά με το σιγανό και μελωδικό  τραγούδι  τους. Κοίταξε ύστερα τα δέντρα του κήπου, θαύμασε την πράσινη φυλλωσιά τους και άκουσε το τραγούδι των πουλιών.  Ύστερα σαν έμεινε για λίγο σιωπηλός κι αφού το δροσερό αεράκι του Νοέμβρη που ερχόταν από τη θάλασσα κι έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του δρόσισε το πρόσωπο, είπε στο Ζορμπαλά:

           --- Στη θάλασσα είχα ξεκινήσει να πάω Μιχάλη και ξάφνου σαν πέρασα έξω από το σπίτι σου, άλλαξα γνώμη και ήρθα να σε δω. Δεν κάθομαι άλλο, γιατί σαν κάνω τον περίπατό μου πρέπει να επιστρέψω σπίτι και να ποτίσω τον κήπο μου. Αυτές οι μεγάλες και συνεχείς ζέστες του Νοεμβρίου έχουν κάνει τα δέντρα του να υποφέρουν από την ξηρασία.

            Έφτασε μέχρι την πόρτα κι εκεί αφού τον κοίταξε και διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, την  άνοιξε και βγήκε έξω. Πίσω του εκείνος πρόλαβε και του είπε την τελευταία στιγμή πριν τον χάσει από τα μάτια του:

             --- Αν πέρασες καλά στρατηγέ, έλα πάλι κάποια μέρα να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Θα κάνω παραχωρήσεις από το χρόνο μου για να μπω έστω και λίγο στην κοσμοθεωρία σου.

             Δεν ήταν σίγουρος αν άκουσε τα λόγια του αφού  με βήμα αργό τώρα περπατούσε στο λιθόστρωτο του κήπου και πήγαινε για την ξύλινη εξώπορτα.    

 

 

 

 

 

                                                      

 

 

 

 

                                               = = =  

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             Το απόγευμα ο στρατηγός έβαλε μπροστά το μοτέρ του πηγαδιού κι αντλώντας νερό, πότιζε με το μεγάλο και χοντρό λάστιχο τα δέντρα και τα κηπευτικά του κήπου του.  Αγαπούσε πολύ τον κήπο  και του άρεσε να τον φροντίζει συνεχώς από τότε που βγήκε στη σύνταξη και να συγκεντρώνει σ’ αυτόν το ενδιαφέρον του, βρίσκοντας θα έλεγε κανείς και μια θεραπευτική μέθοδο της ανίας και της μοναξιάς του στο όμορφο μεγαλείο του. Σαν τον άφηνε το αλόγιστο πάθος του να τον φροντίζει, στρεφόταν ύστερα με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγάπη στη μέριμνα των ζώων του, αρκετές γάτες και τρία σκυλιά ράτσας που τα κρατούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο πίσω μέρος του κήπου και είχε φροντίσει να μην τους λείπει τίποτα.   Τα ελευθέρωνε πολλές φορές  και χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό μαζί τους, έπαιζε ανάμεσά τους σαν μικρό παιδί και το θεωρούσε κεκτημένο δικαίωμα του να τον θεωρούν φίλο τους και προστάτη τους.    Έτσι αφού πότισε τον κήπο με τα δέντρα και το λαχανόκηπο, κι έπλυνε την αυλή, επισκέφτηκε τα ζώα κι αφού άνοιξε τη μικρή πόρτα και τους έβαλε την τροφή τους και δροσερό νερό, κάθισε χαρούμενος κοντά τους κι άρχισε μαζί τους μερικά από τα γνωστά τους παιχνίδια.

             Δε θα έφευγε από εκεί αν δεν έπεφτε το σούρουπο που το είχε συνηθίσει να το περνά έξω από το σπίτι, κάνοντας κάποιο περίπατο ή πηγαίνοντας στο διπλανό ταβερνάκι να βρει τους φίλους του και να πιει μαζί τους ένα ποτήρι κρασί, αναζητώντας εκείνες τις ξαφνικές  διεγέρσεις της ψυχής που αφήνει μια καλή κουβέντα.

             Αυτή η ταβέρνα του << Μπαράκα >> εκτός από τα νόστιμα φαγητά και τα εκλεκτά κρασιά διατηρούσε μια ιδιάζουσα και τρυφερή σχέση με το πνεύμα. Όλοι οι απόμαχοι της ζωής μαζεύονταν εδώ και μέσα σε μια φιλόδοξη επιθυμία προσπαθούσαν να δώσουν ένα γερό χαστούκι στην άθλια καθημερινότητα με το λόγο τους και να προσδώσουν ένα σοβαρό νόημα στην ύπαρξή τους. Έτσι η συζήτηση σαν άναβε παθιασμένη,  δύσκολα σταματούσε, ενώ οι αντεγκλήσεις άλλοτε μέσα από σκυθρωπά χείλη κι άλλοτε μέσα από χλεύες και φιλοφρονήσεις προξενούσαν μεγάλο ενδιαφέρον και προσήλκυαν πολλούς ακροατές.

            Ο στρατηγός ήρθε ακριβώς την ώρα που το ρολόι στον τοίχο της ταβέρνας έδειχνε εννέα. Βρήκε άδειο τραπέζι και κάθισε με ύφος ευτυχισμένου ανθρώπου. Ύστερα άρχισε να κοιτάζει γύρω του τους ανθρώπους που κάθονταν, ενώ στο μυαλό του γεννιόταν οι πιο σκληροί διαλογισμοί. 

            Στο διπλανό τραπέζι είδε τον Ανάργυρο και μια ανείπωτη ευχαρίστηση τον κυρίευσε γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει μαζί του και να μάθει πολλά από τον πονεμένο βίο του. Κι αμέσως κοιτάζοντάς τον, του είπε, μ’ ένα βλέμμα γρήγορο σαν αστραπή:

            --- Ανάργυρε εδώ κι εσύ; Έλα στο τραπέζι μου να σου προσφέρω ένα ποτήρι κρασί και να πούμε κάτι χρήσιμο και ξεχωριστό!

            --- Μπα! ο στρατηγός; ψέλλισε με έκπληξη εκείνος και σηκώθηκε.  Πλησίασε το τραπέζι κι αφού στάθηκε πάνω σχεδόν από το κεφάλι του στρατηγού, τον ρώτησε με ένα μικρό γελάκι στα χείλη του:

            --- Είσαι μόνος  ή περιμένεις παρέα;

            --- Μόνος! του  ψιθύρισε εκείνος όσο χρειαζόταν για να ακούσει. 

            --- Τότε η τιμή μου είναι απερίγραπτη που θα καθίσω μ’ έναν θαρραλέο άνθρωπο και θα μου διηγηθεί ιστορίες πολέμου και κατορθώματα ανδρείας και δόξας! του είπε και κάθισε.

            Τότε ο στρατηγός συνέχισε:

             --- Ξέρω γιατί έρχεσαι εδώ! Κοντά στη θάλασσα δεν μπορεί να πλήττει κανείς. Κι εσύ έρχεσαι εδώ για να μην πλήττεις! Όπως κι εγώ!

            --- Εγώ έρχομαι και για κάτι άλλο που ίσως για σένα φαίνεται παράλογο.

            --- Να το ακούσω!

            --- Έρχομαι να πνίξω τον πόνο μου μέσα στο κρασί για μια χαμένη αγάπη!

            Ο  στρατηγός ξέσπασε σε νευρικό γέλιο. Έπειτα σαν τον κοίταξε αδέξια του είπε παρατηρώντας του τα μάτια:

             --- Δεν ακούγεται και τόσο χαρμόσυνα αλλά και δεν είναι δύσκολο να σου συμβαίνει. Αν όμως σου συμβαίνει από την έκφραση  του προσώπου σου και μόνο καταλαβαίνω πως καταβάλλεις υπεράνθρωπες προσπάθειες να βρεις τις ισορροπίες.

              Εκείνος έσφιξε τα χείλη. Η ψυχή  και οι αισθήσεις του ήταν δομένες  απεριόριστα στην Κατερίνα. Αν κατά τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας ζητούσε να σκεφτεί κάποιον ή μιλήσει ή να πει τον πόνο του, αυτός ο κάποιος ήταν η Κατερίνα. Με την πρώτη αναλαμπή της μέρας την ήθελε και με το άναμμα του πρώτου αστεριού της νύχτας την επιθυμούσε παράφορα. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια να υποσχεθεί στον εαυτό του να την ξεχάσει και οσάκις το τολμούσε να το κάνει ένιωθε βαριά θλίψη και συνέχιζε να την αγαπάει πιο πολύ, με μια αγάπη αβάσταχτου πόνου. 

             Ο στρατηγός φώναξε το σερβιτόρο και παράγγειλε κρασί, μια φέτα τυρί, σαλάτα και μια μερίδα ψητές σουπιές. Ύστερα  σαν χρειάστηκαν λίγα λεπτά να καταλαγιάσει κάπως η αναστάτωση που έδειχνε ο Ανάργυρος τον ρώτησε με τη χαρακτηριστική πειθαρχημένη φωνή του:

             --- Έχεις την καλοσύνη να μου πεις για τα μπερδεμένα μεν αλλά απέραντα συναισθήματά σου γι’ αυτή τη γυναίκα που υπονοείς απ΄ όσα είπες, πως αγαπάς, Ανάργυρε;

             Ο Ανάργυρος κατέβασε το κεφάλι και ο στρατηγός δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Σε λίγο όμως το σήκωσε και τον κοίταξε. Μια απέραντη θλίψη το σκέπαζε ενώ μια αποφασιστικότητα έδειχνε να πλημμυρίζει στα μάτια του.

             --- Σκοντάφτω πάνω σε βράχους, στρατηγέ μου και σπάω τα μούτρα μου στις αιχμηρές τους πέτρες, του είπε, ενώ δεν έπαυε να τον κοιτάζει με αγωνία. Πάει καιρός τώρα που μια πληγή στην καρδιά μου τη ματώνει ανελέητα και μου στερεί τη χαρά και την απόλαυση της ζωής. Αισθάνομαι μιαρός και ασήμαντος και κανένα ενδιαφέρον δεν κυριαρχεί στη μίζερη ζωή μου. Μου φαίνεται πως όλο πέφτω και παρά την προσπάθεια που κάνω για να ορθωθώ δεν το καταφέρνω.

             Ο στρατηγός τον άκουσε μέσα σε απόλυτη σιωπή και προσήλωση. Σχημάτισε την εικόνα πως είχε απέναντί του έναν δυστυχισμένο άνθρωπο κι έπρεπε να τον βοηθήσει. Έτσι θωρώντας τον κατά πρόσωπο του είπε με συγκατάβαση στα λόγια του:

              --- Όλοι μας έχουμε καταστάσεις δυστυχίας, Ανάργυρε και δεν είσαι μόνος. Στόχος μας είναι να τις διώξουμε από την ψυχή μας και ν’ απαλλαγούμε από τις δυσάρεστες συνέπειές τους. Αυτό να κάνεις κι εσύ. Κάνε τη σωστή κίνηση και πάρε την απαραίτητη απόφαση για να αλαφρώσεις από το βάρος τους. Αν με ρωτούσες εμένα θα σου έλεγα πως μπορεί και να υποφέρεις αναίτια απ’ αυτή τη γυναίκα.

             Εκείνος έδειχνε να νιώθει οδύνη και φώναξε ξεσπώντας:

             --- Την αγαπώ! στρατηγέ και με λίγα λόγια τα πράγματα για μένα έχουν φτάσει σε άσχημο σημείο.

             Η όψη του έδειχνε αρρωστιάρικη και ο στρατηγός φοβήθηκε. Προσπάθησε με την εξειδικευμένη ερώτηση να τον συνεφέρει κάπως.

             --- Ποια είναι η γυναίκα που αγαπάς;

             --- Η Κατερίνα! ψιθύρισε και τα μάτια του κινήθηκαν ζωηρά μέσα στις κόγχες τους. 

             Εκείνος έδειξε να εξεπλάγη και σιώπησε για λίγο. Ύστερα χωρίς να κρύψει την αποστροφή του είπε την παρατήρησή του με κάποια σοβαρότητα:

              --- Μα μου φαίνεται γελοίο! Αυτή είναι γυναίκα των κοινών ηθών και δεν εμπνέει σεβασμό στους  άντρες! Εσύ πώς κατόρθωσες να ξεφύγεις απ’ αυτό τον κανόνα;

             Εκείνος έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας σαν να του έλεγε πως δε συμφωνούσε μαζί του. Ύστερα ζαρώνοντας τη μύτη  και υψώνοντας το δεξί του χέρι και στη συνέχεια κτυπώντας το με δύναμη πάνω στο τραπέζι του είπε με ένταση στη φωνή του:

             --- Δε συμφωνώ! Εγώ την αγαπώ και δε μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λες!

             Φαινόταν να υποφέρει κι έδειχνε πως δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να συγκρατηθεί. Έδινε την εντύπωση του ανθρώπου που είχε χάσει τη λογική και τον κυριαρχούσαν τα ένστιχτα. Κι αυτό το πρόδιδε ο φόβος που κρυβόταν στα μάτια του που έμοιαζαν να ρωτούν: << Κι αν τη χάσω τι θα συμβεί; >>

             Ο στρατηγός για να τον συνετίσει του είπε:

             --- Οι γυναίκες,  Ανάργυρε είναι σαν τη θάλασσα που πότε αγριεύει και πότε ησυχάζει. Αύριο που το ξέρεις μπορεί να ησυχάσει η καρδιά της και να σου πει πως σ’ αγαπά κι εκείνη!

             Φάνηκε πως τα λόγια τούτα του στρατηγού του έκαναν καλό. Έτσι αν και βαρύθυμος ακόμη έδειχνε διάθεση να εκφράσει με ηχηρότερα συναισθήματα το πρόβλημά του. Έτσι με ανέκφραστα μάτια από τη στενοχώρια του είπε:

               --- Ο έρωτας είναι μαχαίρι που σε σφάζει στρατηγέ!  Ο πόνος του είναι αβάσταχτος και σε τυραννά σαν αποδειχτεί προδομένος. Κάποιοι τον λένε φωτιά αλλά εγώ τον λέω καταστροφή.

              Ο στρατηγός τόση ώρα έδειχνε κατανόηση αλλά σαν άκουσε τούτα λόγια του έδειξε μια εκρηκτική διάθεση γιατί του φάνηκαν παράλογα. Όμως δεν το έδειξε αλλά του είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα:

               --- Ναι, αλλά πρέπει να συμβαίνει κι στους δυο ο έρωτας για να είναι αληθινός ! Όταν συμβαίνει στον ένα εκ των δυο που απαρτίζουν την ομάδα τότε πρόκειται για μονομερή συναισθηματική παρεκτροπή που μπορεί να χαρακτηριστεί ανώμαλο πάθος! Με απλά λόγια. Αφού αυτή δεν είναι ερωτευμένη μαζί σου, μήπως το  κεφάλαιο έρωτας δεν πρέπει να σε απασχολεί;

               Εκείνος  τον άκουσε αλλά δεν αντέδρασε στα λόγια του αμέσως  δείχνοντας μια απροσδόκητη περισυλλογή.  << Ο στρατηγός έχει φτάσει σε βαθιά γεράματα και δεν με καταλαβαίνει, ίσως να μην είχε ερωτευθεί ποτέ στη ζωή του κι αυτό τον κάνει κυνικό κι αδιάφορο στα συναισθήματα του άλλου για τον έρωτα. Αφήνει και τον κόσμο σε λίγο και δεν μπορεί να βλέπει τα πράγματα όπως εγώ >> σκέφτηκε  και σαν διασταύρωσε το βλέμμα του με του στρατηγού του είπε:

          --- Εντάξει δε με αγαπάει, αλλά γιατί με διώχνει από το σπίτι της;   

          --- Αυτό είναι δική της επιλογή!

          --- Σήμερα το πρωί την επισκέφτηκα στο σπίτι της με την πρόθεση να της εξομολογηθώ για άλλη μια φορά τον αξιοθρήνητο ερωτά μου! Σαν άρχισα να της λέω με τον καλύτερο τρόπο πως την αγαπάω και η κατάστασή μου είναι θλιβερή μακριά της, αυτή με μια απρέπεια μου έδωσε να καταλάβω πως μ’ έβλεπε σαν ένα γελοίο που από οίκτο και λύπη δε με πετούσε με τις κλωτσιές έξω. << Ξέρω πως μου ζητάς  επιπόλαια πράγματα >>, μου είπε με μια  αναίδεια  κι αποτραβήχτηκε από κάθε συζήτηση. Εγώ έμεινα για λίγο βυθισμένος στις σκέψεις μου κι έφυγα φορτωμένος τη δυστυχία.

          Μετά απ΄ αυτό ο στρατηγός πήρε το ποτήρι του κι αφού το ύψωσε του ευχήθηκε στην υγειά του. Το ίδιο έκανε και ο Ανάργυρος με τη διαφορά πως ύστερα σαν το έφερε στα χείλή το άδειασε μονορούφι.  Εκείνος το είδε και του παρατήρησε αποτρεπτικά:

          --- Μην πίνεις πολύ, Ανάργυρε! Το αλκοόλ βλάπτει!

          --- Το ξέρω! Αλλά πίνω για να την ξεχάσω!

          --- Είναι λυπηρό! Προσπάθησε σαν δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματά σου να την εγκαταλείψεις! Αυτό της αξίζει κι όχι να γυρνάς και να την παρακαλάς πέφτοντας στα γόνατά της.

          --- Δεν μπορώ να το κάνω! Την αγαπώ! Σκότωσέ με ας θες αλλά μη μου λες να την ξεχάσω!

           Τον κοίταξε με οίκτο.

           --- Εσύ έχεις τον νταλκά  κι αυτή σε διώχνει! Αυτό κατάλαβα! Ε, τότε δεν κάνετε χωριό έτσι! Για να σμίξετε πρέπει και τα δυο κορμιά να καίγονται από το πάθος της ένωσης!

           Σήκωσε τους ώμους του ο Ανάργυρος και τον ρώτησε:

           --- Θέλεις να πεις πως δε με θέλει κι άδικα προσπαθώ να κερδίσω το δικό της έρωτα που φαίνεται χαμένος;

           --- Αυτό ναι, αλλά το δείχνει και η ίδια πως δε σε αγαπά.

           --- Κι αν κάνει τίποτα τερτίπια για να με δοκιμάσει;

           --- Α, πάει πολύ αυτό! Η γυναίκα που θέλει τον άντρα φαίνεται από μακριά! Κόβει την αλυσίδα που λέμε και πάει και τον βρίσκει. Αν δεν το κάνει, τότε αμφιβάλλω αν τον αγαπάει!

           --- Αυτή δεν το κάνει, όμως!

           --- Δεν το κάνει! Άρα αξιαγάπητέ μου, φίλε, τι σου απομένει; Να την ξεχάσεις!

           Τελείως απροσδόκητα το πρόσωπο του Ανάργυρου πήρε άγρια όψη, τα μάτια του σκοτείνιασαν και μια αλλόκοτη ταραχή τον κυρίεψε τόσο που αναφώνησε απελπισμένος:

           --- Δεν είναι δυνατόν! Αυτό δε θα γίνει ποτέ!

           --- Δεν μπορείς, ε;

           --- Μόνο όταν πεθάνω!

           Κουνούσε το κεφάλι του πολλή ώρα απελπισμένος ενώ η καρδιά του χτυπούσε ζωηρά μέσα στα σπλάχνα του.

           --- Θα σου πω τι μου συνέβη και μένα με μια γυναίκα, Ανάργυρε για να δεις  πως δεν είσαι ο μοναδικός  που έχεις πέσει στα δίχτυα αυτού του παράξενου θηλυκού.  

          Εκείνος τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και παρά που τη σκέψη του τη βασάνιζε η κυνικότητα της Κατερίνας έστησε αυτί για να τον ακούσει.

           --- Τότε στην Κύπρο το εβδομήντα τέσσερα, πήρα εντολή να πάω να προστατέψω  ένα χωριό από την επέλαση των Τούρκων, έξω από τη Λευκωσία. Ένα μικρό χωριό που μου διαφεύγει τ’ όνομά του με λίγους κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τους πενήντα. Αφού ταχτοποιήσαμε καλά τους Τούρκους και τους διώξαμε έπρεπε σύμφωνα με τη διαταγή να επιθεωρήσουμε ένα- ένα τα σπίτια για τυχόν τραυματίες κι επιζώντες. Δεν είχαμε καλά- καλά πατήσει το πόδι μας στο κατώφλι ενός σπιτιού όταν ακούστηκαν από το βάθος βόγκοι και φωνές μέσα σε κλάματα κι αναφιλητά. Μπαίνω πρώτος εγώ μέσα στο σπίτι κι άρχισα να ψάχνω παντού, Και τότε είδα πάνω σ’ ένα κρεβάτι μια όμορφη γυναίκα, γύρω στα είκοσι να είναι ολόγυμνη και να με καλεί κοντά της για να την προστατέψω. Το έκανα αμέσως κι αφού την αγκάλιασα τη ρώτησα έκπληκτος για την εμφάνισή της: << Τι σου έκαναν, καλή μου οι βάρβαροι; >> << Με βίασαν! >> ψέλλισε αδύναμα  και ξέσπασε σε λυγμούς. Την πήρα τότε στα χέρια μου και την μετέφερα έξω στους άντρες μου. Ακολούθησε την πορεία μας με τη δική της θέληση και μου αφοσιώθηκε μέχρι εσχάτων σε ότι της ζήτησα. Σαν πέρασε ο καιρός κι έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα, τη ρώτησα αν ήθελε να με ακολουθήσει.  << Όχι >> μου λέει, << θα μείνω στο νησί! >> << Κι εγώ που σε αγάπησα! Τι θα κάνω ; >> << Θα βρεις κάποια άλλη εκεί που θα πας να αγαπήσεις! Εγώ να ξέρεις δε σε αγαπώ! >> Έφυγα με πόνο. Όμως σε λίγο καιρό την ξέχασα. Ούτε γάτα ούτε ζημιά! Αυτό θα γίνει και με σένα! Θα  την ξεχάσεις με τον καιρό και θα είσαι οπλισμένος πια με τις χαρές της ελευθερίας.

             Ο Ανάργυρος τον κοίταξε με δυσπιστία. Η αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του έδειξε πως αυτά που του είπε ο στρατηγός ήταν καπνός και τίποτα άλλο. Γι’ αυτό του είπε με αποφασιστικότητα:

            --- Παραμύθι η ιστορία σου, στρατηγέ μου, που με άφησε ασυγκίνητο! Εγώ όμως να ξέρεις δεν την ξεχνώ την Κατερίνα, όπως ξέχασες εσύ τη δική σου! Εσύ μπόρεσες γιατί δεν την αγαπούσες, ενώ εγώ που την αγαπώ, δεν μπορώ να την ξεχάσω! 

           Μερικοί από τους παριστάμενους που ήξεραν καλά τον Ανάργυρο και τη φλόγα του για την Κατερίνα, γελούσαν με την καρδιά τους γι΄ αυτά που ενδεχομένως άκουγαν που και που κι αυτό τον εκνεύρισε τόσο που σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει.

          --- Το παράκαναν αυτοί! είπε στο στρατηγό, να γελούν σε βάρος μου και θα φύγω!

         --- Νομίζω το καλύτερο που έχεις να κάνεις, Ανάργυρε, είναι να πας στο σπίτι σου! του είπε αυτός για να τον διαφυλάξει από κάποια απρόοπτη περιπέτεια στης στιγμής.

         --- Τι ανοησίες είναι κι αυτές που κάνω να κάθομαι εδώ χάμω μέσα στη νύχτα και να μιλάω για πράγματα που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, ψέλλισε κι έφυγε.

          Έξω από το σπίτι του σταμάτησε. Θυμήθηκε την Κατερίνα και το άγριο πάθος του τον  έσπρωχνε να την επισκεφτεί. Κι αμέσως  με περιφρονητικό τρόπο ξέσπασε ενώ κινούσε για το σπίτι της: << Έχω βαρεθεί να μένω στο σπίτι μου μέσα στους τέσσερις βρώμικους τοίχους του με μια βαρετή γυναίκα κι οκτώ παιδιά! Ας πάω κοντά της εκεί που η ατμόσφαιρα είναι εύθυμη κι ευχάριστη >>.

          Η Κατερίνα όταν άκουσε να χτυπά η πόρτα της σηκώθηκε πάνω φοβισμένη και πήγε να ανοίξει. Εκεί μετάνιωσε και στάθηκε πίσω της, ενώ με τη φωνή της που έτρεμε ρώτησε ποιος ήταν τέτοια ώρα και την ενοχλούσε. Η φωνή τότε του Ανάργυρου που ακούστηκε να της λέει << άνοιξε την καταραμένη πόρτα σου, να μπω! >> την αποτελείωσε μια κι έξω και νόμισε πως θα λιποθυμούσε από το φόβο της. Παρά ταύτα μπόρεσε κα του είπε:

           --- Τι θες Ανάργυρε τέτοια ώρα και μου χτυπάς την πόρτα;  

           Εκείνος συνέχιζε να την χτυπά ενώ εκείνη ηχούσε αδιάκοπα μ΄ ένα τραγουδιστό κι εύθυμο τρόπο που έφτανε στ’ αυτιά της σαν  παρακαλεστικό βουητό.

           --- Ρωτάς, γιατί; της αποκρίθηκε  και σταμάτησε να χτυπά. Με ρωτάς αν μπορώ να κοιμηθώ σπίτι μου χωρίς εσένα;

          --- Μα τέτοια ώρα πώς να σε βάλω μέσα! Δεν το καταλαβαίνεις πως μου είναι δύσκολο;

          --- Όχι!

          --- Μπα, δεν είναι δυνατόν! Δε σου ανοίγω!            

          --- Θεέ μου! αναφώνησε αυτός. Γιατί μου το κάνεις;

          --- Δε γίνεται να σου ανοίξω! Φύγε!

          --- Θα περάσουμε ωραία! Άνοιξε δε θα σε πειράξω! Ξέρεις πόσο η ζωή μου είναι δεμένη με τη δική σου!

          --- Μου φαίνεται τόσο τρομερό να το κάνω!

          --- Άνοιξε σου λέω!

          --- Με βάζεις σε μπελάδες, Ανάργυρε! Το καλό που σου θέλω άφησέ με ήσυχη!

          Η πόρτα τώρα βρόντηξε με μια γερή γροθιά που της έδωσε. Τραντάχτηκε ολόκληρη και η Κατερίνα φοβήθηκε ακόμη περισσότερο.

          --- Γύρισε σπίτι σου! του φώναξε.

          --- Δε φεύγω αν δε μου ανοίξεις! της αποκρίθηκε με δυνατή φωνή εκείνος κι έπεσε δυνατά πάνω στην πόρτα.

          Η Κατερίνα σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε απ΄ το παράθυρο το γυαλιστερό λιθόστρωτο της αυλής  από το φως των άστρων και τον μουσκεμένο από την αρμύρα της θάλασσας κήπο. Ένα παράξενο συναίσθημα την κυρίευσε κι αφού πήρε τα μάτια της από τον κήπο, κοίταξε με διακριτικό βλέμμα το χώρο του σπιτιού της που της φάνηκε άδειος από την παρουσία του άντρα. Και τότε μια ακατανίκητη επιθυμία την κυρίευσε να τον φέρει μέσα. Έτσι χωρίς αντίσταση ξεκλείδωσε και του άνοιξε.

           Εκείνος γλίστρησε μέσα και βυθίστηκε στον καναπέ. Απαλλαγμένος από την αβεβαιότητα που είχε πριν, την κοίταξε με μια θλίψη  αλλά με ζωντάνια στο βλέμμα του και της είπε με σηκωμένο το ένα του φρύδι και γέρνοντας το κεφάλι προς τ’ αριστερά:          

          --- Το ήξερα πως θα μου άνοιγες, Κατερίνα! Είχα μια προαίσθηση, πως θα το έκανες,  γι’ αυτό και το αποφάσισα να έρθω. Ξέρω πως την πόρτα σου την κλείνεις σε όσους δε θέλεις αλλά όχι σε μένα!

         Αυτή σιώπησε και έκρυψε με τα χέρια της τη γύμνια του κορμιού της μπροστά στο στήθος της. Ύστερα σαν κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ και τον κοίταξε κάπως αμήχανα του είπε ενώ ήταν έτοιμη ν’ αφήσει τα δάκρυά της να τρέξουν στα μάτια της:

         --- Ω. μην το λες αυτό! του έκανε φανερά εκνευρισμένη. Και σαν πήρε μια βαθιά ανάσα πρόσθεσε: Σου άνοιξα από οίκτο και μόνο! Σε λίγο σε παρακαλώ να φύγεις!

        --- Εγώ δε θέλω! της αποκρίθηκε αυτός κι έσφιξε τα ηλιοκαμένα χέρια του ενώ σήκωσε ψηλά το μέτωπό του.

       Αυτή αποφάσισε τότε να συγκρουστεί μαζί του.

        --- Τέλος πάντων δε μου λες, τι θέλεις τέτοια ώρα από μένα; τον ρώτησε και τον κοίταξε ζωηρά και με απέχθεια.

        --- Να κοιμηθώ μαζί σου! Αυτό θέλω!

        --- Θα είσαι μεθυσμένος, δεν μπορεί! του είπε  και σηκώθηκε, φεύγοντας από κοντά του.

        Εκείνος σηκώθηκε και την κυνήγησε και χωρίς να της δείξει όσο χρειαζόταν σεβασμό πήγε να την αγκαλιάσει. Τότε αυτή αντιστάθηκε και υπερασπίζοντας τα δικαιώματά της τον έσπρωξε για να έρθει έτσι σε σύγκρουση μαζί του. Ο ανδρισμός του Ανάργυρου υποτιμήθηκε και παρασυρμένος από το πάθος του αποφάσισε να την κάνει δική του με τη βία και να χαρεί το όμορφο και γεμάτο χυμούς κορμί της. Έτσι την έπιασε από τη μέση και με την τρέλα της αιώνιας σαρκικής επιθυμίας του αρσενικού, προσπάθησε να τη ρίξει στον καναπέ και να την καταχτήσει. Εκείνη όμως αντιστάθηκε με λύσσα και του έχωσε τα νύχια της βαθιά μέσα στο πρόσωπό του. Σαν αφηνιασμένος ταύρος  την άφησε μέσα σ’ ένα ξέσπασμα από φωνές και βρισιές και με το φόβο του αρπακτικού πουλιού που τραυματίστηκε από το όπλο του κυνηγού, κάθισε στη θέση του ενώ την κοίταζε με πόθο μεγάλο μένοντας σιωπηλός στη στενόχωρη σιωπή του.

      Η Κατερίνα αφού άφησε και πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ξανασάνει  και έπαιξε με την άκρη της ζώνης του νυχτικού της τη στολισμένη με πολύχρωμες κόκκινε ρίγες και τον κοίταξε με μάτια που έδειχναν απόγνωση αλλά και αποφασιστικότητα, του είπε χωρίς ίχνος ανθρωπιάς!

         --- Φύγε! Γιατί θα φωνάξω!

         Εκείνος σηκώθηκε πάλι  και αλλόκοτα ταραγμένος προσπάθησε και πάλι να την αγκαλιάσει. Αυτή τότε δεν του τη χάρισε και φώναξε δυνατά μέσα στη νύχτα:

         --- Βοήθεια! Το χτήνος με βιάζει!

         Ο Ανάργυρος την άφησε μέσα από τα χέρια του και γλίστρησε χωρίς αντίσταση. Ύστερα προχώρησε μέχρι την πόρτα κι αφού την άνοιξε βγήκε έξω. Σιγά - σιγά και νωχελικά πέρασε την εξώπορτα και πήρε το κεντρικό δρόμο. Λίγα μέτρα πιο πέρα έστριψε αριστερά κι αντί να πάει στο σπίτι του, κατευθύνθηκε  προς τη θάλασσα. Εκεί δίπλα στο φρέσκο κι αλμυρό της αέρα περπατούσε και τη συλλογιζόταν  με μια ελαφριά ζάλη που του προκαλούσε νάρκωση. Περπατούσε μέσα σ’ αυτή την απέραντη νυχτερινή ησυχία ενώ η ψυχή του χόχλαζε ακατάπαυστα. Δίπλα του η θάλασσα βούιζε σιωπηλά και με το μικρό της ήχο έμοιαζε να του μιλούσε για να του απαλύνει τον πόνο και να του ξεδιαλύνει το μεγάλο μυστήριο που είναι ο έρωτας και το πάθος του σαν θρονιαστούν στην καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου.

         

 

 

 

 

 

                                                   = = =     

 

 

 

 

 

           Από νωρίς το απόγευμα η κυρά  Χριστίνα είχε χάσει το σκύλο της κι έψαχνε παντού να τον βρει. Έφτασαν τα μαύρα μεσάνυχτα κι αυτή ακόμη έψαχνε. Γύριζε από χωράφι σε χωράφι κι από αυλή σε αυλή και ρωτούσε  όποιον συναντούσε για να μάθει για την τύχη του αγαπημένου της ζώου. Έτσι ο δρόμος την έφερε έξω από το σπίτι της Κατερίνας τη στιγμή ακριβώς που αυτή φώναξε << βοήθεια το χτήνος με     βιάζει! >> και η πόρτα άνοιξε, βγαίνοντας ο Ανάργυρος κατακόκκινος με τον ιδρώτα να στάζει το οργισμένο πρόσωπό του. Κρύφτηκε πέφτοντας καταγής μπροστά από κάποιος θάμνους ενώ αυτός πέρασε δίπλα της χωρίς να τη δει, συνεχίζοντας  το δρόμο του, βλσαστημώντας για τη θάλασσα.

        << Ωχ! ωχ! το γουρούνι πήγε να τη βιάσει!>>  ψέλλισε σαν απομακρύνθηκε κι έτρεξε γρήγορα και με κάθε προφύλαξη για το σπίτι του Ζορμπαλά. Φτάνοντας απέξω άρπαξε ένα χοντρό σανίδι που βρήκε πάνω σ’ ένα πεζούλι κι άρχισε να του χτυπά την πόρτα, ενώ φώναζε συγχυσμένη κι εξαντλημένη από την κούραση κι από τα όσα ανήθικα και  τερατώδη έφτιαχνε η φαντασία της που συνέβησαν στο σπίτι της Κατερίνας με τον Ανάργυρο.

          --- Πήγαινε Μιχάλη να την σώσεις την έρημη την Κατερίνα! Ο ανάπηρος ο ψαράς δεν μπόρεσε να ελέγξει τα ένστιχτά  του και ανέβηκε στο κρεβάτι της Κατερίνας με το έτσι θέλω! Τον είδα να φεύγει κρυφά μέσα στη νύχτα από το σπίτι της κι άκουσα εκείνη πίσω του να τον φωνάζει <<χτήνος με βίασες! >>

          Η φωνή της Κατερίνας έτσι κι αλλιώς ακούστηκε μέσα στην ησυχία της νύχτας  με όλη της την αγωνία σε πολλά αυτιά έτσι που οι άνθρωποι ανησύχησαν και έτρεξαν στο σπίτι της Κατερίνας αποφασισμένοι να τη σώσουν από το ακαταλόγιστο ερωτικό πάθος του μανιακού.

           Ο Ζορμπαλάς καθόταν στο γραφείο του εκείνη τη στιγμή και κρατούσε κάποιες σημειώσεις στο χαρτί από ένα φιλοσοφικό βιβλίου του Καντ, όταν η φωνή της ήχησε άκομψα στ΄ αυτιά του και τον έκανε να δείξει αρκετή ψυχραιμία για να μην παρασυρθεί εύκολα από τον πανικό που περίτεχνα κι επίτηδες είχε βάλει μέσα στις φωνές της η καλή του γειτόνισσα.

           --- Αχ κι εσύ μέσα στη νύχτα δε μας αφήνεις ήσυχους ούτε λεπτό! της φώναξε και πήγε  προς το παράθυρο να κοιτάξει έξω. Εκεί σαν έφτασε   σταμάτησε και αφού κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι έψαχνε με τα μάτια του να τη δει κάτω από το φως  του δημοτικού φωτισμού. Όμως δε διέκρινε τίποτα γιατί η γειτόνισσα σαν έβαλε τη φωτιά με τη φωνή της και τους αναστάτωσε κρύφτηκε στο σπίτι της.

            Σε  λίγο όλος ο Αγρίλης ήταν στο πόδι και με φροντισμένη σπουδή άλλοι έβγαιναν στα παράθυρα κι άλλοι μαζεύονταν στο σπίτι της Κατερίνας να πληροφορηθούν από κοντά τη βαρβαρότητα του χτήνους που με την αναλγησία του πρόσβαλε την τιμή της αλλά και τα ήθη της συνοικίας και της γκρέμιζε το φωτεινό άστρο της ηθικής που μέχρι τότε με άπειρες θυσίες  το βαστούσε να μη σβήσει!

           Σε λίγο ο Ζορμπαλάς βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί έξω από το σπίτι της Κατερίνας. Αυτό που έβλεπε ήταν κάτι το ασυνήθιστο και τον ενόχλησε. Τι ήθελε όλος αυτός ο κόσμος κάτω από το παράθυρο της γυναίκας που σαν έβγαινε έξω φορώντας το σκούρο καφέ φόρεμά της με τον άσπρο γιακά και έκρυβε τα ωραία της μάτια μέσα στα μαύρα γυαλιά, σκορπούσε το χαμόγελο σε όποιον συναντούσε και  του μιλούσε με μια χάρη κι αβροφροσύνη που άλλη γυναίκα σε όλο τον Αγρίλη δεν είχε το προικισμένο γούστο να το κάνει; Στο σπίτι της κι εκεί κυρία, κανένας δεν στερούταν τα θέλγητρά της και η συνεύρεση μαζί της είχε την απόλυτη μεθυστική ομορφιά! Γιατί λοιπόν δεν την άφηναν ήσυχη;

           Μέσα στον κόσμο το μάτι του είδε το στρατηγό και τον πλησίασε με μια εξεταστική καλοσύνη και μια ζωηράδα στο βλέμμα του. Εκείνος έσκυψε στ΄ αυτί του και του ψέλλισε χαμηλόφωνα:

            --- Στο μέλι της κηρύθρας δεν μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη, Μιχάλη μου!

            Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του και του είπε:

            --- Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τον σώσουμε!

            --- Σαν τι;

            --- Δεν ξέρω αλλά δεν πρέπει να  μείνουμε με σταυρωμένε χέρια!                                       

            --- Ποιος ξέρει που να είναι τώρα;

            --- Κάπου έξω θα τριγυρνάει.

            --- Θα κρύβεται;        

            --- Κι αυτό μπορεί να συμβαίνει!

            --- Γιατί το έκανε αυτό;

            --- Το πάθος του για την Κατερίνα είναι παράφορο και τον τυφλώνει. Προσπαθεί να την καταχτήσει κι αυτή αρνείται. Έτσι έφτασε να τη ρίξει στην αγκαλιά του με τη βία. Πράγμα ανήθικο  στην κοινωνία των ανθρώπων.

            Ο στρατηγός γέλασε και κούνησε κοροϊδευτικά το κεφάλι του. Ύστερα του είπε:

             --- Η Κατερίνα θα αισθάνεται άσχημα μέσα μόνη της και ύστερα απ΄ αυτό που της συνέβη. Δεν πας να την παρηγορήσεις λίγο και να της μεταβιβάσεις και τη δική μου συμπαράσταση στο δράμα της;

             Εκείνος σαν να ξαφνιάστηκε και του είπε:

             --- Θα νιώθω αμήχανα μπροστά της, τι να της πω; Δεν είναι εύκολη μια τέτοια προσέγγιση και μάλιστα μέσα στη νύχτα, Πώς θα δεχτεί τη μεσολάβησή μου;

            --- Είσαι ο μόνος κατάλληλος να την επισκεφτείς και να της πεις δυο λόγια παρηγοριάς. Αν περιμένεις από τον όχλο που μαζεύτηκε εδώ για να διασκεδάσει είσαι βαθιά νυχτωμένος. Πήγαινε θέλει βοήθεια!

           --- Ξέρεις… πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Ζορμπαλάς.

           --- Δεν ξέρω τίποτα! του είπε χωρίς άλλη κουβέντα εκείνος και άνοιξε δρόμο μέσα στο πλήθος να φύγει.

           --- Καλά! Καλά! του απάντησε ο Ζορμπαλάς και βαδίζοντας προσεκτικά ανάμεσα στο πλήθος πήγε και χτύπησε την πόρτα της Κατερίνας.

           Εκείνη του άνοιξε με ράθυμο τρόπο αλλά τον δέχτηκε με ηχηρό τρόπο στη συμπεριφορά της και τον έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Ύστερα παρά την κατάστασή της προσφέρθηκε να τον κεράσει ένα ποτό και να αξιοποιήσει τη συντροφιά του με τον καλύτερο κι ωφέλιμο  τρόπο.

 Όλα αυτά έγιναν δεκτά από το Ζορμπαλά που έδειχνε χαρούμενος σαν την έβλεπε φρέσκια και δροσερή ύστερα από την φριχτή  της  περιπέτεια.

Σαν επέστρεψε και του σερβίρισε το ποτό κάθισε κι αυτή δίπλα του και με μεγάλη εγκαρδιότητα άρχισε με την τρυφερή και μελωδική φωνή της να του εξιστορεί το συμβάν με τον ψαρά. Ο Ζορμπαλάς την άκουσε ως το τέλος γοητευμένος περισσότερο από τη φωνή της παρά από το περιεχόμενό τους.  Όταν τελείωσε της είπε με κομψό τρόπο και διαπερνώντας με το βλέμμα του το λαμπερό μαύρο των ματιών της:

           --- Τέλος καλό, όλα καλά, Κατερίνα!   

           Εκείνη σαν να συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή το κακό που πήγε να τη βρει, και του είπε αναστατωμένη:

           --- Το βρίσκω φοβερό αυτό που πήγε να μου κάνει! Ανήθικο και πολύ αρπακτικό.

           --- Μα γιατί το έκανε; ψέλλισε ο Ζορμπαλάς  δείχνοντας ν’ απορεί για την φοβερή αυτή πράξη του.

           --- Γιατί είναι τρελός! ξέσπασε με νευρικό χαχανητό αυτή και λίγο έλειψε να βάλει τα κλάματα.

           --- Μα δεν το πιστεύω!

           --- Κι  εγώ!

           --- Ωστόσο πρέπει να προσέχεις πιο πολύ από εδώ και μπρος.

           --- Πρέπει! Αλλά το καλύτερο θα είναι να με αφήσει ήσυχη!

           --- Κι αυτό βεβαίως.

            Ανακάθισε καλύτερα στη θέση της κι έδειχνε κάποια νευρικότητα. Ύστερα από λίγο φάνηκε να της ήρθε ευθυμία και του είπε καρφώνοντάς τον με τη ματιά του:

           --- Θα πρέπει να με αγαπάτε πολύ εσύ κι ο στρατηγός για να έρθετε να με συμπαρασταθείτε!

          --- Ο στρατηγός…

          --- Ναι, τον είδα από το παράθυρο! Δεν μπήκε μέσα βέβαια αλλά το ίδιο κάνει!

         --- Έχεις δίκιο, Κατερίνα! Αυτοχαρακτηριζόμαστε όλοι όσοι ζούμε σ’ αυτή τη γειτονιά φίλοι και στενοί συνεργάτες στη ζωή! Κι αυτό μας γεννάει υποχρεώσεις και δικαιώματα!

         Εκείνη γέλασε. Και μετά από λίγο σηκώθηκε και σαν πήγε στο παράθυρο έριξε μια ματιά έξω να δει αν άδειασε ο τόπος. Επέστρεψε με κέφι ενώ δεν έκρυβε πως μέσα της αναδευόταν και την έσφιγγε ένα πιεστικό αίσθημα πόνου. Ωστόσο κάθισε και πάλι και του είπε με κάποια ανακούφιση:

          --- Έφυγαν! Δόξα σοι ο Θεός!

          Εκείνος τότε της είπε με χαμηλή φωνή:

          --- Όλοι αυτοί ήρθαν όχι γιατί σε αγαπάνε Κατερίνα, αλλά για να σκάσουν πλάκα μαζί σου!

          --- Το ξέρω! Δε λες  καλύτερα για να με φτύσουν!   

          Κι αμέσως έγειρε αναστενάζοντας με ανακούφιση στο μπράτσο του καναπέ ενώ η καρδιά της χτυπούσε άρρυθμα.

          --- Όμως εμείς Κατερίνα σε αγαπάμε ειλικρινά και το δείχνουμε! Κι αυτό γιατί έχουν δει πολλά τα μάτια μας και η αξιοπρέπειά μας για τον άνθρωπο δε μας επιτρέπει μικρότητες κι αστεϊσμούς. Κρίμα σ’ αυτούς που βλέπουν τα δρώμενα κοντόφθαλμα και  μωραίνονται από την κακία τους.

          Αυτή  τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και του είπε:

          --- Καρδούλα μου! Τι ωραία που τα λες!

          --- Ναι, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς πως θα φυλάγεσαι!

          Αυτή τον κοίταξε γλυκά και του είπε:

          --- Θα προσπαθήσω! Μετά από αυτό που πέρασα δε θ’ ανοίγω την πόρτα μου σε κανέναν το βράδυ όσο φίλος και γνωστός κι αν είναι!

          --- Έτσι μπράβο! της είπε  και ένα μικρό γέλιο φύτρωσε στα χείλη του. Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχος! Και σαν σηκώθηκε  συμπλήρωσε με ειλικρίνεια:

           --- Ο Ανάργυρος δεν παίρνει από λόγια, είναι ένας αθώος χωριάτης. Εσύ κοίταξε ν’  αμυνθείς και να προστατέψεις τον εαυτό σου.

           Ύστερα τη χαιρέτησε, βγήκε έξω  και τράβηξε πίσω του την πόρτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                             

 

 

                                          ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 

 

   

 

 

 

 

           Μετά το συμβάν με την Κατερίνα η γειτονιά έπεσε σε νάρκη. Μαζεύτηκαν όλοι στο καβούκι τους και δεν είχαν όρεξη για πολλά μεταξύ τους. Ήρθε και ο χειμώνας και τους έχωσε για τα καλά στα σπίτια τους. Την  άνοιξη όμως ξέχασαν το γεγονός και σκάρισαν πάλι σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή στον ήλιο. Έτσι ένα πρωί ο Ανάργυρος θυμήθηκε τη βάρκα και θέλησε να πάει στο λιμενάρχη. Έλα όμως που εκείνος τον είχε πολλές φορές ειδοποιήσει να τον επισκεφτεί για το επεισόδιο με την Κατερίνα κι όλο τον απόφευγε. Τελικά πήρε την απόφαση και πήγε.

        --- Μπα! Καλώς τον! του είπε  ο λιμενάρχης σαν μπήκε κατηφής και σιωπηλός στο γραφείο του.

         Εκείνος κάθισε κι έδειχνε ανήσυχος ενώ περίμενε με ανυπομονησία τη συνέχεια.

         --- Αυτό που έκανες το βράδυ στην Κατερίνα είναι ανήκουστο! Του είπε και του έδειξε με τον τόνο της φωνής του πως θα του ήταν δύσκολο να του δώσει συγχωροχάρτι. Προσέβαλες τόσο την ίδια αλλά και τα χρηστά ήθη της συνοικίας μας, πώς να φανώ επιεικής; Αχ, και να μπορούσες εκείνη τη στιγμή να έλεγχες τα άγρια ένστιχτά σου τι καλά που θα ήσουν σήμερα! 

         Εκείνος έδωσε μια μικρή ώθηση στον εαυτό του και του είπε κοιτάζοντάς τον με φοβισμένο λοξό βλέμμα:

         --- Το πάθος μου γι’ αυτή μ’ έκανε να ενεργήσω έτσι, λιμενάρχη μου! Όταν μου αρνήθηκε να το ικανοποιήσω προσφέροντάς μου το γεμάτο χυμούς κορμί της, τυφλώθηκα από το σκοτάδι της στέρησής του και ένιωσα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Τότε η ζωή μου, μου φάνηκε άδεια και χωρίς νόημα και είπα ας τη δηλητηριάσω με μια πράξη αισχρή. Της επιτέθηκα τότε για να την κάνω δική μου με τη βία! Όμως δεν ήξερα τι έκανα κι ας φαίνεται πως το αποτόλμησα ύστερα από σκέψη.

          --- Ήσουν όμως μεθυσμένος; Δεν ήσουν;

          --- Πριν την επισκεφτώ, ναι, είχα πιει δυο ποτηράκια κρασί στην ταβέρνα με το στρατηγό. Όμως αυτό ήταν πολύ λίγο να με μεθύσει αν σκεφτείς πως άλλες φορές πίνω τρία λίτρα χωρίς να νιώθω μεθυσμένος! Απλά ήταν η κακή στιγμή που μ’ έσπρωξε να της επιτεθώ κι όχι το κρασί. Δεν ήμουν προετοιμασμένος να το κάνω γιατί θέλω την ησυχία μου, αλλά έτυχε.

         Ο λιμενάρχης τον άκουσε αλλά δεν τον πίστεψε και θεώρησε όλα αυτά που του έλεγε πως ήταν πονηρά κατασκευάσματα για να δικαιολογηθεί.  Έτσι του είπε με μεγάλη ζωντάνια:

        --- Όμως το αδίκημα δεν παραγράφεται όσο κι αν προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Και σου μιλάω έξω από τα δόντια, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε απαλλάξω. Η αστυνομία της Κυπαρισσίας  μου ζήτησε να σε ανακρίνω και σαν φτιάξω το φάκελό σου να τον στείλω στον εισαγγελέα για να σου ασκήσει δίωξη για επίθεση βιασμού. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να σε περάσουν από δίκη. Όμως δεν το έκανα ακόμη και το τρέναρα! Όλο το χειμώνα το καθυστέρησα ενώ θα μπορούσα να σε πάω αυτόφωρο το ίδιο βράδυ. Το έμαθα αλλά έκανα τα στραβά μάτια. << Φτωχός άνθρωπος >> είπα << να μη σε μπλέξω>>. Όμως η ανωτέρα αρχή με πιέζει κάθε μέρα να σου φτιάξω κατηγορία για βιασμό. Τι να κάνω; Εντολές εκτελώ.

          Εκείνος γέλασε και του είπε με μια διάθεση αστεία:

          --- Πιστεύω πως  παίρνετε την υπόθεση πολύ σοβαρά ενώ εγώ δεν της έκανα τίποτα! Ένα φιλί πήγα να της δώσω και να φύγω! Εσείς βλέπετε τραγικά πράγματα σε όλη αυτή την ανθρώπινη ιστορία. Με γοήτευσε σαν την είδα μπροστά μου και ένιωσα την επιθυμία να τη φιλήσω! Ζητώ συγγνώμη!

           --- Έτσι απλά, ε;

           --- Σαν η καρδιά αγαπάει, λιμενάρχη μου τι τα θέλεις! Όσους φακέλους κι αν μου φτιάξετε πάλι θα επιστρέφει έστω  και νοερά στη γυναίκα που της έχω παραδώσει το πάθος μου.

           --- Ναι, αλλά μην απορρίπτεις την ενοχή σου!

           --- Δεν είχα ανάγκη να της επιτεθώ, αλλά…

           --- Αλλά τι;

           --- Τα πλούσια μαύρα και καλοχτενισμένα μαλλιά της, η όμορφη ρόμπα που φορούσε και φαινόταν το γεμάτο καμπύλες κορμί της, η λάμψη των ματιών της, τα καλοσχηματισμένα χέρια της και η αφράτη και λευκή επιδερμίδα της με έριξαν πάνω της! Δεν μπορούσα να αντισταθώ με τίποτα στην άγρια θηλυκότητα που ακτινοβολούσε.             

          Ο λιμενάρχης αν και φαινόταν σκεπτικός κι έδειχνε να είναι ανήσυχος, χαμογέλασε, μελαγχολικά και σιωπηλά. Ύστερα ήρεμα του είπε:

          --- Ωραία όλα αυτά, αλλά πες μου σε παρακαλώ από την αρχή πως έγιναν όλα εκείνο το βράδυ. Πρέπει να ετοιμάσω την απολογία σου και θέλω να μου πεις όλη την αλήθεια με λεπτομέρειες! Ελπίζω να το καταφέρεις!

         Εκείνος έδειξε να συμφώνησε με μια κίνηση των ματιών του αλλά δεν έδειχνε πρόθυμος ν’ αρχίσει.

         --- Έλα, του έκανε αυτός.  Είμαι της γνώμης, αξιότιμε φίλε μου,  πως το θέμα είναι σημαντικό και πρέπει να τακτοποιηθεί τώρα αμέσως πριν σε καλέσουν στο αστυνομικό τμήμα της Κυπαρισσίας ή των Φιλιατρών για την ανάκριση. Με λίγα λόγια θα μπορέσουμε και οι δυο να απαλλαγούμε από το μαρτύριο της κατά πρόσωπο ακρόασης και ανάκρισης. Δηλαδή αφού σου κάνω εγώ την ανάκριση και μου τα πεις θα γλιτώσουμε τα σούρτα φέρτα  στα αστυνομικά τμήματα και στην εισαγγελία. Να σε βοηθήσω πάω.

          --- Ωραία! Αφού είναι έτσι, ας αρχίσω, είπε εκείνος και ξεκίνησε. Όλα άρχισαν όταν είχα πάει στο σπίτι της και μου είπε απροκάλυπτα πως δε με θέλει. Συννεφιασμένος τότε και μέσα σε απόγνωση έφυγα τυφλωμένος από το πάθος και πληγωμένος για την προσβολή που δέχτηκα. Πέρασα τη μέρα μου με τη σκέψη μου κοντά της κι όλα τη μορφή της να με πλησιάζει και να μου κάνει ερωτικά παιχνίδια που με ξετρέλαιναν. Όταν σουρούπωσε και κλείστηκα στο σπίτι μου αισθανόμουν μακριά της σαν θηρίο σε κλουβί. Τη σκεφτόμουν στο κρεβάτι της να πλαγιάζει με τους άντρες και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.  Έφυγα από το σπίτι τότε και πήγα στην ταβέρνα να πιω και να την ξεχάσω.  Εκεί βρήκα και το στρατηγό και του άνοιξα την καρδιά μου. Αυτός μ’ ένα σχεδόν θρησκευτικό σεβασμό απέναντι στο πρόβλημά μου με συμβούλεψε να σκεφτώ λογικά για να αποφύγω τα χειρότερα. Δεν τον άκουσα όμως και ενώ  επέστρεφα σπίτι μου, άλλαξα γνώμη και πήγα νύχτα στο δικό της.

        Εκεί με δυσκολία μ’ έβαλε μέσα ενώ εγώ βρήκα την ευκαιρία να καταχτήσω το χυμώδες κορμί της. Πάνω στη συζήτηση της ζήτησα να ξαπλώσουμε μαζί στο κρεβάτι αλλά δεν το δέχτηκε. Τότε ο πειρασμός με έσπρωξε να την κάνω δική μου με τη βία πράγμα που μου άρεσε. Έτσι την έπιασα για να την ρίξω στο κρεβάτι. Αυτή αντιστάθηκε βάζοντας τις φωνές. Το μόνο που κατάφερα εκείνη τη στιγμή ήταν να τη φιλήσω! Ύστερα βρέθηκα στο δρόμο και μετά να περπατάω κοντά στη θάλασσα για να ξεχάσω!            

        Κοίταξε το  λιμενάρχη με μάτια δακρυσμένα και πρόσθεσε:

        --- Αλλά εγώ δε θέλω να την ξεχάσω!

        --- Πολύ καλά! Πες μου όμως πότε γνώρισες την Κατερίνα;

        --- Από τότε που πάτησε το πόδι της στα χώματά μας!

        Έσπρωξε απότομα ένα μολύβι που βρέθηκε μπροστά του και του έκανε:

        ---- Φίλοι πώς γίνατε;

        Ο Ανάργυρος τον κοίταξε κατάματα και του είπε:

        --- Μπήκα αθώα στο σπίτι της γιατί ήξερα πως αυτή πάει με καθώς πρέπει άντρες κι όχι από το σινάφι μου. Είναι καλή και κουβεντιάσαμε πάνω από μια ώρα για διάφορα θέματα. Σ’ αυτή φαίνεται τη λιτή και φωτισμένη κάμαρα ένα δράμα γεννιόταν μέσα στην καρδιά μου για κείνη. Εγώ όση ώρα μιλούσαμε έκανα νευρικές και περιττές κινήσεις που οφειλόταν στην μέχρι τρέλας γοητεία του κορμιού της. Σαν έφυγα ήμουν ερωτευμένος μαζί της και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην κάνω πίσω ούτε ένα βήμα απ’ αυτή την επιλογή μου.

          Ο λιμενάρχης βρόντηξε ελαφρά το χέρι του στο τραπέζι και του είπε με καθαρή κι απονήρευτη διάθεση:

          --- Ε, τότε εσύ θα ξέρεις και πως έγινε πόρνη! Ετοιμάσου να μου τα διηγηθείς όλα όσα ξέρεις γι’ αυτή!

          Αυτό έκανε τον Ανάργυρο να θεωρήσει πως η σχέση του μαζί του έγινε με μιας πολύ εγκάρδια απ΄ ότι παλιότερα κι άρχισε:

          --- Ήταν κορίτσι, γύρω στα δεκατέσσερα που τα έμπλεξε  μ’ έναν τυχοδιώκτη σαν ξεμπάρκαρε από ένα φορτηγό καράβι στον Πειραιά. Τον αγάπησε τρελά και οι μέρες της έγιναν ευτυχισμένες κοντά του και απόκτησαν το σωστό τους νόημα.  Ώσπου ένα πρωί στα καλά καθούμενα της είπε << φεύγω! >> κι έκλεισε την πόρτα με δύναμη πίσω του, πληρώνοντάς την έτσι με τρόπο φριχτό την αγάπη και την αφοσίωσή της σ’ αυτόν.  Από τότε δεν το είδε άλλη φορά ενώ ο δρόμος της ατιμίας και του εύκολου κέρδους την οδήγησε μετά απ’ αυτή την εγκατάλειψή της να παραδοθεί στην ακόρεστη επιθυμία των αντρών. Έτσι κάποια στιγμή πήρε τη δύσκολη απόφαση ν’  ανοίξει οίκο ανοχής σ’ ένα δρόμο κοντά στο λιμάνι και να ζήσει. Όλες οι πρόστυχες ψυχές και τα ακόρεστα αντρικά σώματα πέρασαν από πάνω της. Κάποιος απ’ αυτούς την πίεσε να δοκιμάσει άσπρη σκόνη ενώ αυτή το αρνήθηκε με πείσμα. Κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ΄ αυτόν και κάτω από την πίεση να ζήσει μια καλύτερη ζωή, μετανάστευσε στην περιοχή μας. Ως τώρα δείχνει να έχει περάσει καλά εδώ!

          Ο λιμενάρχης έμεινε για λίγο σκεφτικός και τον ρώτησε:

           --- Είναι όμορφη;

           Εκείνος γέλασε και του αποκρίθηκε:

           --- Απορώ με σένα! Δεν την επισκέφτηκες ποτέ;

           --- Είμαι παντρεμένος και η γυναίκα μου έχει αρκετά σωματικά χαρίσματα! Αυτό με ικανοποιεί και δεν λοξοκοιτάζω!

           --- Πολύ καλά! Η Κατερίνα όμως είναι γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξης! Όλοι οι άντρες ρίχνουν το βλέμμα τους πάνω της κι επιθυμούν να την κάνουν δική τους. Ελάχιστοι αποφεύγουν το ενδιαφέρον τους για τα θέλγητρα και τη θέρμη του κορμιού της.

           --- Εσύ όμως, Ανάργυρε το τραβάς πολύ μαζί της!  Κι απ’ ότι έχω καταλάβει πέρα από το ζωηρό ενδιαφέρον που δείχνεις σαν άντρας και είναι φυσιολογικό, συμπεριφέρεσαι παθολογικά μαζί της. Αυτή σου η επιλογή νομίζω θα σε οδηγήσει στην καταστροφή. Ήδη τώρα βρίσκεσαι στην αρχή της.

           Αυτός σιώπησε και κατέβασε το κεφάλι. Τα λόγια του λιμενάρχη του φάνηκαν πολύ σκληρά.

           Εκείνος συνέχισε:

           --- Ω, μα δεν κρατιέσαι! του έκανε και φάνηκε να τον ικανοποίησε η σιωπηλή στάση του.

           Όση ώρα όμως αυτός σιωπούσε μέσα του σκεφτόταν << δεν ξέρει αυτός τι σημαίνει ν’ αγαπάς γι’ αυτόν τον δικαιολογώ και τον συγχωρώ για όσα σκληρά κι επιπόλαια μου λέει. Όμως αν ήξερε τι ωραίο πράγμα είναι ο έρωτας θα έπαυε με μιας να με ειρωνεύεται και να μου μιλάει σκληρά. Ωστόσο πρέπει να τον ανεχτώ γιατί τον έχω ανάγκη>>.

           --- Αγαπάς! Το ξέρω! του είπε με δυνατή φωνή ο λιμενάρχης έτσι που έκανε τον Ανάργυρο να σηκώσει το κεφάλι και να ξεσπάσει σ’ ένα ορμητικό γέλιο. Δε μου είπες όμως πως έφτασες ως εκεί!

          --- Πάλι τα ίδια! Σου είπα σαν την είδα την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα στο σπίτι της έγιναν όλα! Τι θέλεις τώρα λεπτομέρειες;

          --- Αυτό θέλω! Ναι, λεπτομέρειες! Του είπε εκείνος και σήκωσε το ένα του φρύδι.

          --- Σου είπα λοιπόν, μόλις την είδα ένα σκουλήκι γεννήθηκε μέσα μου και μ’ έτρωγε. Ούτε κι εγώ κατάλαβα τι ήταν στην αρχή. Σαν πέρασε όμως ο καιρός όλο και περισσότερο με αναστάτωνε εντός μου και μ’ έσπρωχνε να παίρνω το δρόμο για το σπίτι της και να ζητώ τη συντροφιά της. Όταν πια το αντιλήφθηκα ήταν αργά. Την είχα ερωτευθεί χωρίς αμφιβολία κι αυτό μπορεί να μου άρεσε αλλά έβλεπα και τις συνέπειες που έρχονταν από το  μέλλον.

          --- Εκείνη όμως σ’ έχει ερωτευτεί;

          --- ‘Όχι!

          --- Τότε μονομερώς έρωτας δεν υπάρχει!

          --- Το ξέρω!

          --- Κι όμως επιμένεις να την αγαπάς!

          --- Σου φαίνεται παράξενο αλλά έτσι είναι! Ο έρωτας να ξέρεις, φοβίζει το μυαλό, κάνει την καρδιά να πλαντάζει και σου κόβει την ανάσα σαν αγγίζεις την αγαπημένη σου! Μη γελάς! Αυτή η αγωνία του οργανισμού να ξεπεράσει αυτό το αξεδιάλυτο πλέγμα πίεσης που νιώθει μέρα με τη μέρα μεγαλώνει κάνοντας τη ζωή σου αφόρητη!

          Τα ανέκφραστα μάτια του έδειχναν  την κρίση που περνούσε. Έτσι σταύρωσε τα χέρια σαν τελείωσε και κοίταξε για άλλη μια φορά αμήχανα το ταβάνι ενώ σαν κατέβασε το κεφάλι του, είδε το λιμενάρχη να χτενίζει με την κτένα του προσεκτικά μερικές αραιές τούφες από τα μαλλιά του.

          --- Κοντολογίς είσαι ένα θύμα! του ξεφούρνισε μ’ ένα σκαστό γελάκι ειρωνείας ο λιμενάρχης κι έβαλε με αρκετή δόση ιεροτελεστίας την κτένα στην τσέπη του λευκού του πουκάμισου.

         --- Ανήκουστο, ε;

         --- Ε, όχι και τόσο αλλά όσο να το κάνουμε είναι βαρύ!

         --- Είναι! Αλλά είναι και ανθρώπινο!

         ---Ειλικρινά θα μ’ ευχαριστούσε να ξέμπλεκες γρήγορα κι ανώδυνα αυτή την ιστορία, Ανάργυρε! Επειδή σε συμπαθώ γιατί είσαι άνθρωπος της βιοπάλης θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να σε βοηθήσω. Όμως έπρεπε να προσέξεις εκείνο το βράδυ και να μην αφήσεις το πάθος και το μεθύσι να σε παρασύρουν σε πράξη κολάσιμη από το νόμο. Ο Θεός να βάλει το χέρι του τώρα  να μη δεις τα χειρότερα.

         Ο Ανάργυρος τον κοίταξε παραξενεμένος. Μέχρι τώρα είχε ακούσει από το στόμα του παράξενα πράγματα κι εκφράσεις ανάρμοστες για άνθρωπο και κρατικό λειτουργό. Αν μπορούσε ευχαρίστως θα του έδινε ένα χαστούκι να του σταματήσει την εγωιστική υπεροψία του. Αλλά η τιμωρία του νόμου που έπεφτε σκληρή πάνω του τον συγκράτησε.

       --- Αρκετά! του ξεφώνισε  εκνευρισμένος και το πρόσωπό του χλόμιασε ενώ με τα χέρια του έκανε απελπισμένες κινήσεις. 

       --- Το ξέρω σε πείραξαν τα λόγια μου, του είπε με χαμηλή φωνή ο λιμενάρχης για να προσθέσει με βεβαιότητα: Πρέπει να το παραδεχτείς πως έκανες κάτι το ανήθικο σε μια γυναίκα! Είσαι έξυπνος άνθρωπος για να μην το παραδεχτείς κι εγώ θα είμαι ανόητος να πιστέψω πως απλά έσκυψες για ένα χειροφίλημα! 

       Έδειχνε αμηχανία, ανησυχία και η έκφραση του προσώπου του θύμιζε άνθρωπο που είχε χάσει τα αισθήματά του. Ο λιμενάρχης σαν ταχτοποίησε τις σημειώσεις του στο μπλε φάκελο που είχε μπροστά του και τον έβαλε ύστερα στο συρτάρι του είπε με μια ανήσυχη σοβαρότητα:

        --- Είσαι ελεύθερος, Ανάργυρε, αλλά πρόσεξε να μην απομακρυνθείς! Αν σε χρειαστώ θα σε ξανακαλέσω!

         Σιωπηλός, κακόκεφος και με ανήσυχα μάτια εκείνος σηκώθηκε και με μια έκφραση στο πρόσωπό του σαν να αφουγκραζόταν κάποιο παράξενο και φοβερό θόρυβο, βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στο βάθος του λιθόστρωτου διαδρόμου.   Όμως σε λίγο ξαναγύρισε σαν θυμήθηκε τη βάρκα και μπήκε πάλι μέσα.

        --- Πάλι εδώ; Τον ρώτησε ο λιμενάρχης. Τι συμβαίνει;

        --- Να, δεν είπαμε τίποτα για τη βάρκα! Τη θέλω!

        --- Το ξέρω! Άλλη φορά να ξεμπερδέψουμε πρώτα με την κατηγορία σου και βλέπουμε.

       Κάτι πήγε να πει ο Ανάργυρος.

       --- Φύγε τώρα και θα σε ειδοποιήσω! Φύγε!

       Έφυγε. Προτεραιότητα είχε η κατηγορία του! Καλά του είπε ο λιμενάρχης.

 

 

 

 

 

 

 

                                         = = = 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           Το Ζορμπαλά το επεισόδιο του Ανάργυρου και της Κατερίνας τον είχε στενοχωρήσει τόσο που μετά ακόμα από τρεις μήνες τον βασάνιζε. Έτσι και σήμερα αρχές του Μάρτη  που ξύπνησε και πήγε να γράψει το χέρι του έτρεμε και το μολύβι δύσκολα το συγκρατούσαν τα δάχτυλά του.  Προσπάθησε να γράψει καμιά αράδα αλλά έβλεπε πως το έκανε με δυσκολία κι αυτό τον στενοχωρούσε αφάνταστα. Έτσι εγκατέλειψε το γράψιμο κι έριξε το ενδιαφέρον του στη διόρθωση των χειρογράφων του που τα είχε συγκεντρώσει σ’ ένα κίτρινο φάκελο. Δε θα είχε διορθώσει δυο σελίδες, όταν η πόρτα χτύπησε και τον έκανε να σηκωθεί και να πάει να την ανοίξει. Σαν την άνοιξε πρόβαλε ο στρατηγός που μ’ ένα φευγαλέο βλέμμα του είπε, χαριτολογώντας:

          --- Σ’ ενοχλώ, ε, Μιχάλη; και πέρασε μέσα ενώ με αργό και προσεκτικό βήμα πήγε και κάθισε στη γνωστή του θέση, απέναντι από το γραφείο του.

          --- Μπα!  του ψέλλισε αυτός και κάθισε. Έχω να διορθώσω ένα σωρό χαρτιά και σκέφτηκα να ξεκινήσω από το πρωί πριν με βρει το μεσημέρι και με λιώσει η απότομη ζέστη.

         Εκείνος τον κοιτούσε παράξενα ενώ χάίδευε με τα χέρια του τα λιγοστά λευκά μαλλιά του. Πριν απ’ όλα έπρεπε να διερευνήσει αν ο Ζορμπαλάς είχε διάθεση και χρόνο να τον ακούσει να μιλάει για τον Ανάργυρο. Έτσι όταν είδε το Ζορμπαλά να κάθεται  στην καρέκλα με διάθεση παιδιού του ψιθύρισε ξαφνικά:

         --- Ναι, δεν το φανταζόμουν πως η φετινή άνοιξη θα είναι τόσο θερμή ακόμη με το έμπα της, όπως και δε φανταζόμουν πως ο Ανάργυρος θα έκανε αυτή τη βδελυρή πράξη στο παρελθόν!

        Ο Ζορμπαλάς πήρε μια έκφραση του ανθρώπου που περιμένει ν’ ακούσει κάτι το ενδιαφέρον από το συνομιλητή του. Το ένα του χέρι το είχε απλώσει πάνω στο γραφείο και με το άλλο στήριζε το πρόσωπό του ενώ τα μάτια του κοίταζαν  με μια γλυκιά αφοσίωση το στρατηγό. Στο βάθος της σκέψης του κάποια νοσταλγία γεμάτη αναμνήσεις πλανιόταν που ερχόταν από μακριά.

         --- Σε ακούω με όλη μου την καρδιά! του είπε και βγάζοντας έναν αναστεναγμό, πρόσθεσε. Αχ, ο Ανάργυρος! Δε φανταζόσουν είπες πως θα το έκανε αυτό;

        --- Ναι, γιατί τώρα πληγώνεται πολύ! Ο λιμενάρχης τον ξαναθυμήθηκε και χθες του έκανε ανάκριση. Θα προωθήσει το φάκελο του στην αστυνομία Κυπαρισσίας έμαθα!  Ακούστηκε πως θα τον περάσουν από δίκη γιατί βρήκε την πράξη του άκρως ειδεχθή!

       --- Ομολόγησε την πράξη του;

       --- Δεν πιστεύω αλλά  η κραυγή της Κατερίνας που την άκουσαν κάποιοι << βοήθεια με βιάζει >> πιστεύω πως τα λέει όλα. Τι χρεία αποδείξεως υπάρχει απ’ αυτή την αλήθεια. Εξάλλου πιστεύω θα κληθεί και η Κατερίνα να καταθέσει κι αν πει την αλήθεια βλέπω να την έχει άσχημα ο επίδοξος βιαστής!

        --- Θα ήταν καλύτερα να μην το είχε κάνει!

        --- Αλλά το έκανε!

        Φαινόταν ότι οι σκέψεις του τον βασάνιζαν αφάνταστα και ταξίδευαν κάπου πέρα μακριά. Ίσως μάντευε το κακό τέλος που θα τον έβρισκε και υπόφερε. Έτσι ξάφνου, του είπε:

        --- Τον λυπάμαι το φουκαρά! Έχει οκτώ παιδιά! Το φαντάζεσαι να τον κλείσουν φυλακή τι δράμα έχει να παιχτεί πίσω του;

        Ο Ζορμπαλάς του έριξε ένα αλαφιασμένο βλέμμα και όρθωσε τους ώμους του. Ύστερα παίρνοντας μια ζωηρή στάση του είπε:

        --- Με συγχωρείς, αλλά δεν έπρεπε να το σκεφτεί πρώτα αυτό πριν πράξει ό,τι έπραξε;  Βιάστηκε νομίζω πολύ να πέσει στη λάσπη! Αν υπήρχε έστω και υποτυπώδη συγκράτηση του πάθους του ίσως να μην βρισκόταν σήμερα σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση.

        Ο στρατηγός έσκυψε, κρέμασε το κάτω χείλος του και ζάρωσε τη μύτη του. Ύστερα σηκώνοντας αργά- αργά το κεφάλι του κι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του, ψιθύρισε άτονα:

        --- Πρέπει όμως να κάνουμε κάτι για να τον σώσουμε! Η δυστυχία του θα βρει και τα παιδιά του. Τουλάχιστον να τη μετριάζαμε!

        --- Θα περνάει ατέλειωτες σκληρές στιγμές! Η αλήθεια είναι πως χρειάζεται κάποιον να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες ώρες που περνάει. Τι λες να κάνουμε;

         --- Αν πήγαινα στο λιμενάρχη…

         --- Τι να κάνει; Να τον αθωώσει;

         --- Όχι, αλλά να του φερθεί με κατανόηση.

         --- Ναι, αλλά τον ουσιαστικό λόγο για την προσαγωγή του σε δίκη ή για την απαλλαγή του θα την παίξει ο εισαγγελέας ή ο δεύτερος ανακριτής αν χρειαστεί κι όχι ο λιμενάρχης. Τότε προς τι το πρώιμο ενδιαφέρον μας; 

         Ο στρατηγός έσφιξε για λίγο τα χείλη του κι έπαιξε με αμηχανία τα δάχτυλα και των δυο χεριών του. Με μάτια ύστερα ανήσυχα, είπε:

         --- Όπως και να έχει εγώ θα τον επισκεφτώ! Φοβάμαι μήπως  εκμεταλλευτεί την απουσία μας και τον στριμώξει άσχημα.

         Ο Ζορμπαλάς έδειξε να τον αγνόησε κι έσκυψε πάνω στα χειρόγραφά του. Ύστερα παίρνοντας το στυλό  άρχισε να διορθώνει ένα ενώ δεν ξέχασε να πει στο στρατηγό:

         --- Είπα να τα διορθώσω να τελειώνω και μ’ αυτά γιατί οι θύελλες που βλέπω να έρχονται δύσκολα θα μου επιτρέψουν να το κάνω.

         Έσκυψε ο στρατηγός πάνω από τα χειρόγραφα και τα παρατηρούσε με ιδιαίτερη προσοχή ενώ που και που ακουγόταν να ψιθυρίζει και κάποιες λέξεις που του έκαναν εντύπωση. Η υψηλή και εξέχουσα γραφή του Ζορμπαλά τον εξέπληξε που του είπε με ασυγκράτητη θέρμη, εκτιμώντας σημαντικά την προσπάθειά του:

           --- Είσαι σπουδαίος, Μιχάλη! Γράφεις καλά και με εντυπωσιάζεις. Κι αυτό το κρίνω από τις ελάχιστες σειρές που διάβασα. Όμως θα έχεις την καλοσύνη να μου πεις για ποιο θέμα, γράφεις;

           --- Για τον πρώτο μου δάσκαλο!

           --- Τον θυμάσαι ακόμη;

           --- Πως! Ξεχνιέται ποτέ ένας πνευματικός άνθρωπος;

           --- Ήταν καλός;

           --- Με είχε απογοητεύσει στο έπακρο!

           --- Πολύ ενδιαφέρον αυτό! Για εξήγησέ μου τι το περίεργο σ’ έκανε να σε απογοητεύσει;

           Ο Ζορμπαλάς χαμογέλασε κι έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ύστερα μελαγχόλησε  και του είπε σιωπηλά:

           --- Και το λιμενάρχη που είπες ότι θα πας θα τον ξεχάσεις; Τον κακόμοιρο τον Ανάργυρο τι θα τον κάνουμε αν πιάσουμε την κουβέντα για τα παλιά και τον ξεχάσουμε;  

           Ο στρατηγός χαϊδεύοντας με το χέρι του την αριστερή του φαβορίτα, έσκυψε λίγο και σιώπησε. Όμως ένα χαριτωμένο γέλιο φύτρωσε στα χείλη του και σαν σήκωσε το κεφάλι του, του είπε:

           --- Τουλάχιστον διάβασέ μου ένα απόσπασμα για προκαταβολή! Το υπόλοιπο άλλη μέρα! Έτσι ώστε να προφτάσω να πεταχτώ κι ως τον καλό μας αξιωματούχο! Πάντως να ξέρεις πως δεν επιθυμώ και πολύ την επίσκεψή μου σ’ αυτόν το γλυκανάλατο υπαλληλάκο. Μου κάνει τον σκληρό και τον κάποιο κι αυτό μ’ εκνευρίζει. Αυτή η ασπρουλιάρα η στολή του πολύ μου τη δίνει! ΄Που η δική μας  με το αθάνατο χακί! Σε  γεμίζει ανδρεία και σε κάνει πρόθυμο να πέφτεις στης μάχης τη φωτιά!

            --- Να στο διηγηθώ καλύτερα γιατί το χειρόγραφο δε διαβάζεται! του είπε εκείνος και πρόσθεσε: Ελπίζω να τα καταφέρω στη διήγηση. Εξάλλου διήγημα είναι κι αυτό που γράφω και θα με βοηθήσει αρκετά αφού κάποιες ενότητες υπάρχουν και στο χειρόγραφο.

          Εκείνος είχε ετοιμαστεί, είχε σταθμίσει τα πάντα και είχε καθησυχάσει. Έτσι τον κοιτούσε με ανοιχτό στόμα όταν ο Ζορμπαλάς άρχισε:

           --- Τον θυμάμαι τον πρώτο μου δάσκαλο και τρέμω ολόκληρος! Καραφλός, κατσούφης, με μάτια χρωματιστά σαν γαλαζόπετρα κι ένα άσχημο κεφάλι που στηριζόταν πάνω σ’ ένα κορμί ανθελληνικό και γεμάτο ατέλειες. Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε οι ματιές μας διασταυρώθηκαν με οξύτητα ενώ μου έλεγε: << Να το βγάλεις από πάνω σου το κόκκινο κασκόλ και να ντυθείς με το μπλε που είναι και το χρώμα της πατρίδας μας!>>

           Πήγε στον πίνακα και σαν πήρε μια κιμωλία έγραψε με μεγάλα και κεφαλαία γράμματα: << Είσαστε ελληνόπουλα και σας συμβουλεύω ν’ αγαπάτε το γαλάζιο χρώμα της σημαίας μας, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσάς  μας και  να έχετε τη συνείδησή σας γαλάζια για πάντα! >>

            Εμένα δε μου άρεσαν αυτά και το βράδυ στο σπίτι έδειχνα απογοητευμένος από το πατριωτικό του κήρυγμα. Ο πατέρας μου σαν αντιλήφθηκε πως κάτι με είχε τραυματίσει με πλησίασε και με ρώτησε   μ’ ένα απέραντο χαμόγελο: << Τι σου συμβαίνει, αγόρι μου; Μήπως οι φιλικές σου συναναστροφές σε πίκραναν; Εξήγησέ μου τι σε ψύχρανε και είσαι μαραμένος; >>

            << Ο δάσκαλος, του είπα δε μου αρέσει, Είναι παράξενος, σκληρός κι άκομψος. Μια απέραντη ψυχρότητα σκεπάζει το πρόσωπό του και το βλέμμα του πέφτει πάνω σου αιχμηρό που σου προκαλεί φόβο! Δε θέλω να πάω σχολείο κι αισθάνομαι θλίψη που ένας τέτοιος άνθρωπος προορίζεται να με μορφώσει>>.

        Εκείνος με κοίταξε με αλαφιασμένο βλέμμα και με ρώτησε: << Τα μαθήματα σας τα διδάσκει σωστά; Μαθαίνετε ή αδιαφορεί για να σας μεταδώσει τη γνώση;>>

        << Ελάχιστα πράγματα μας λέει. Κρύβει την αλήθεια  και συνεχώς μας τονίζει τις άσχημες στιγμές μας, και την απαίσια και βρομερή εποχή, όπως λέει που ζούμε! Ακόμη καθώς μας γράφει τους αριθμούς στον πίνακα τους φτιάχνει δυσανάγνωστους για να μας εξαντλεί, λέει κάθε ικμάδα φιλοκαλίας >> 

          Ο πατέρας μου έσκασε στα γέλια. << Σε καμία περίπτωση δεν είσαι υποχρεωμένος να εφαρμόζεις αυτά που σας λέει>>,  μου  αποκρίθηκε.  << Ναι, του λέω, αλλά  έχει και παράλογες απαιτήσεις και θέλει αποστήθιση της ύλης στα μαθήματα της ιστορίας και των θρησκευτικών. Μας κάνει με έπαρση και με ειρωνεία: Έτσι τα θέλω τα άμφια του επισκόπου κι αρχίζει την απαγγελία: σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα, εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος, σταυρός και επιρριπτάριο,  στιχάριο,  επιμανίκια, η ζώνη και το επιγονάτιο! >>

          << Ας είναι… >> είπε ο πατέρας μου, << μπορεί και να σας κάνει καλό αυτό γιατί εξασκείται η μνήμη σας. Κάτι άλλο που έχει σχέση με την ιστορία και τον πολιτισμό μας μήπως το αγνοεί και δεν έχει την ικανότητα να σας το διδάξει σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύγχρονης παιδαγωγικής; >>

          << Την ιστορία, δε μας τη διδάσκει σωστά. Μας δημιουργεί μια λανθασμένη αντίληψη για τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε και σαν αναφέρετε στα αριστουργήματα της Αρχαίας Ελλάδας προσπαθεί να μειώσει την πολιτισμική αξία τους >>

          << Τι σας λέει, δηλαδή; >>

         << Να για τον Παρθενώνα, πως είναι ένα πραγματάκι και μοιάζει σαν μικρό ορθογώνιο κουτί, φτιαγμένο από τους προγόνους μας. Βρίσκεται στην Αθήνα πάνω σ’ ένα λόφο και σήμερα έχουν απομείνει απ’ όλο αυτό το οικοδόμημα, ελάχιστες πέτρες. Ήταν εκκλησία αφιερωμένη στην θεά Αθηνά ενώ σήμερα δεν κάνει και τόση εντύπωση  στους επισκέπτες και τους  ανθρώπους γιατί η χλομή και καταστραμμένη όψη του δεν τους ελκύει>>.

          Εδώ γέλασε ο στρατηγός  και το πρόσωπό του έγινε κόκκινο και ταραγμένο.  Σαν έκανε κάποιες περιττές και νευρικέ κινήσεις βάζοντας τα χέρια του πότε στη μέση και πότε στα μάγουλά του, του είπε με σιγανή και φωνή:

          --- Αν σου έλεγα πως ο δάσκαλος αυτός χρειαζόταν κρέμασμα θα ήμουν υπερβολικός!

          --- Όχι! του είπε ο Ζορμπαλάς με εντυπωσιακό τρόπο και μετακίνησε ένα ογκώδες βιβλίο στην αριστερή θέση του γραφείου.

          --- Όμως είναι ήρωας του διηγήματός σου και δεν μπορούμε να του κάνουμε τίποτα! Ωστόσο υπάρχουν και τέτοιοι ανεπιθύμητοι δάσκαλοι που χρειάζονται να συνετιστούν και να πράττουν κατά τα καθιερωμένα!

           --- Οπωσδήποτε! Και το διήγημα σ’ αυτούς αναφέρεται.

           Έξω στα χωράφια οι φωνές των εργατών χαλούσαν τον κόσμο με την έντασή τους. Ήταν η πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου και η εποχή που οι παραγωγοί ξεκινούσαν το φύτεμα της μελιτζάνας και της πιπεριάς.  Η μέρα ήταν ζεστή αλλά δροσερή μ’ έναν ουρανό γαλάζιο και μερικά λευκά σύννεφα καθισμένα στις κορυφές των βορινών βουνών. Στον ανατολικό ορίζοντα το φως του ήλιου έφεγγε ασημί πάνω από τις κορυφογραμμές  ενώ από τη θάλασσα μια  μεθυστική αύρα εξασφάλιζε σε όσους ήταν εκτεθειμένοι στις καυτές αχτίνες του ήλιου την πολυπόθητη δροσιά.

          Οι φωνές αυτές των εργατών έκαναν το στρατηγό να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Και ύστερα από λίγο να ψιθυρίσει:

          --- Ο λαός κάνει την επανάστασή του έξω! Ας πάω κι εγώ να κάνω τη δική μου!

           Και σηκώθηκε διασχίζοντας βιαστικά το δάπεδο πηγαίνοντας ως την πόρτα.

          --- Πηγαίνεις στο λιμενάρχη; τον ρώτησε ο Ζορμπαλάς ενώ στοίχιζε μερικούς φακέλους γεμάτους από χαρτιά.

         --- Ναι! Αλλά φοβάμαι, φοβάμαι, πολύ για τον καημένο τον Ανάργυρο! ψέλλισε και βγήκε από την πόρτα ρίχνοντάς του φοβισμένες ματιές.

                                                 

 

 

 

 

 

 

                                                  = = =            

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Ο Ανάργυρος σαν έφυγε από το γραφείο του λιμενάρχη  ήταν ένα ράκος ανθρώπου. Πήρε το στενό ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στη πιο ψηλή κορυφή του βουνού ενώ  κάθε τόσο και λιγάκι επαναλάμβανε με τρεμάμενη φωνή << κανάγιες! >> και προχωρούσε ασυγκράτητος  μέσα στη βαθιά ησυχία σε άγνωστη κατεύθυνση.

            Σ’ ένα ξέφωτο σταμάτησε και γεμάτος σεβασμό για την ομορφιά και τη φύση, άρχισε να κοιτάζει κάτω τον κάμπο με τον ελαιώνα και τα κηπευτικά και να συνεπαίρνεται από τη μαγευτική του εικόνα που του προσέφεραν.  Αυτός ο κάμπος με τα λιόδεντρα που απλωνόταν σαν πράσινο χαλί μπροστά σχεδόν στα πόδια του, χρόνια τώρα χόρταινε με το λάδι του τους φτωχούς αγρότες και τους ξελάσπωνε από τα χρέη της Τράπεζας που τους έπνιγαν σαν βρόχος το λαιμό. Τον είχαν οι παππούδες τους κι αυτοί με τη σειρά τους τον παρέδωσαν  στα παιδιά τους που πάλι αυτοί με τη σειρά τους στους σημερινούς κληρονόμους τους που τον δούλευαν με αγάπη αν και ένιωθαν μέσα τους να τους κατασπαράζει η σκληρή δουλειά που απαιτούσε για να τον καλλιεργήσουν και να πιστεύουν πως τα δεσμά τους μαζί του δε θα τα λύσουν ποτέ κι αν ακόμα χρησιμοποιούσαν τη δύναμη των σκλάβων.

            Κοίταζε τον κάμπο ο Ανάργυρος και δεν το χόρταινε ενώ στιγμές- στιγμές έχοντάς τα τελείως χαμένα από το παραδεισένιο τοπίο, έβλεπε ένα Θεό να μοιράζει ανοιχτόκαρδα όλα του τα αγαθά στους ανθρώπους που πιστά τον λάτρευαν.  Κι αφού δέχτηκε αρκετές επισκέψεις πουλιών πάνω από το κεφάλι του κι άκουσε το τραγούδι χιλιάδων τζιτζικιών, ενώ πολλά μικρά όμορφα ζώα του δάσους  τον κοιτούσαν παράξενα με τα ζωηρά τους μάτια, είδε μέσα σε όλη αυτή την ομορφιά μ’ ένα σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του προς την απέναντι πλαγιά του βουνού το λευκό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.    

        Αναστέναξε χαρούμενος. << Νομίζω πως εκεί μέσα η ψυχή μου θα βρει την ηρεμία της >> συλλογίστηκε και πήρε το δρομάκι για το μοναστήρι.

 

 

 

 

 

                                                  = = =  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Ο καλόγερος Δανιήλ αυτό το πρωινό ένιωθε υπερβολικά άρρωστος.  Εκείνες οι συνηθισμένες του ζαλάδες τον επισκέφτηκαν πάλι και του έκαναν το βίο αβίωτο. Ο γιατρός της πόλης που τον επισκεπτόταν τακτικά τις θεωρούσε απόρροια των γηρατειών και του συνέστησε ξεκούραση  κι ανάπαυση. Εκείνος τον άκουσε και πρόσεχε πολύ την υγεία του αλλά βελτίωση δεν έβλεπε.  Όμως τώρα κι ένα χρόνο κάποια ανεξιχνίαστη αρρώστια πρέπει να τον είχε προσβάλει γιατί όπως ο ίδιος μολογούσε στους στενούς του φίλους, αισθανόταν ατονία κι έχανε βάρος ενώ το σώμα του αιφνίδια γέμισε ρυτίδες και διάφορες επιφάνειες του δέρματος προσβλήθηκαν από μια ουσία που έμοιαζε με ψωρίαση. 

         Σήμερα όταν ξύπνησε κι ένιωσε πως δεν ήταν καλά, κάθισε λίγο έξω στο μπαλκόνι να συνέλθει κι αφού αισθάνθηκε καλύτερα, πήγε στο εργαστήριό του να ζωγραφίσει το Μυστικό Δείπνο που με τόση φροντίδα φιλοτεχνούσε  εδώ και καιρό. Αλλά κι εδώ μετά από ελάχιστες πινελιές δεν ένιωσε καλά κι εγκαταλείποντας το εργαστήριο επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη, ελπίζοντας πως μέσα από τις σελίδες κάποιου θρησκευτικού βιβλίου θα συνερχόταν. Πήρε στα χέρια του σαν έφτασε ένα βιβλίο με τους ψαλμούς του Δαβίδ από το ράφι και κάθισε στην πολυθρόνα του σιωπηλός και με ανήσυχα μάτια να το διαβάσει.

         Ο Ανάργυρος σαν έφτασε έξω από την πόρτα του μοναστηριού στάθηκε και μια αλλόκοτη ευχαρίστηση τον κυρίευσε. Κι αυτό γιατί σκέφτηκε πως πάντα υπάρχουν άνθρωποι να βοηθήσουν τους δυστυχισμένους. Κι αμέσως η σκέψη του πήγε στη μορφή του πατέρα Δανιήλ  που τόσο στοργικά τον δεχόταν στο μοναστήρι όχι μόνο σαν ψαρά αλλά και σαν προσκυνητή. Και χωρίς να σκεφτεί και πολύ, έσπρωξε την πόρτα και πέρασε μέσα. 

         Η ησυχία του μοναστηριού τον ξάφνιασε έτσι που κάποια στιγμή σταμάτησε κι έριξε ένα παρατεταμένο κι εξεταστικό βλέμμα γύρω του για να δει τον καλόγερο. Κι αφού δεν τον είδε, ξεκίνησε για τη βιβλιοθήκη ξέροντας πως εκεί εύρισκε ο πατέρας Δανιήλ  την υπέρτατη χαρά κι απόλαυση να διαβάζει τα βιβλία. Χτύπησε την πόρτα  κι αμέσως η σιωπηλή παρουσία του καλόγερου τον έβγαλε από την αμφιβολία της συνάντησής του και του δημιούργησε ένα  υπέροχο συναίσθημα προστασίας κι ασφάλειας.

            --- Ανάργυρε, εσύ; Η φωνή του καλόγερου αντήχησε σαν καμπανάκι και πιάνοντάς τον από το χέρι τον έσυρε ως το τραπέζι της βιβλιοθήκης. Εκεί με γλυκιά και χριστιανική σοβαρότητα που έβγαινε μέσα από μια ευγενική καρδιά του πρόσφερε κάθισμα, ενώ σαν κάθισε κι αυτός, έκλεισε το βιβλίο με τους στίχους και τον κοίταξε με απέραντη τρυφερότητα βαθιά μέσα στα μάτια του.

          Κι εκείνος έκανε το ίδιο και του έριξε ένα βλέμμα  γλυκύτητας και αξιοπρέπειας. Και με ευλάβεια διατύπωσε πολύ προσεκτικά την πρότασή του, που τον ρώτησε:

          --- Με χωράει κι εμένα τον αμαρτωλό το σπίτι του Θεού, πατέρα Δανιήλ;

          Αυτός ξαφνιάστηκε και τον κοίταξε απορημένος. Έτσι με έμφαση στα λόγια του, του είπε:

          --- Όποιος ζητάει την προστασία του Θεού, γιε μου, είναι κιόλας κάτω από τις φτερούγες του! Κι εσύ απ΄ ό,τι μου λέει η πείρα μου ζητάς κάτι για να έρχεσαι  να τον βρεις, ενώ μέσα σου, κράζεις: << Κύριε! Κύριε! σώσε με! >>  Άρχισε λοιπόν και λέγε μου τι σε βασανίζει;

          Ο Ανάργυρος ικανοποιημένος από τη στάση του καλόγερου, ξεθάρρεψε και χάρηκε που το περιβάλλον που βρισκόταν δεν ήταν καθόλου εχθρικό να τον δεχτεί αλλά και να τον ακούσει. Και μ’ ένα αχνόφεγγο χαμόγελο του είπε:

           --- Η αδιαμφισβήτητη χαρισματική και καλλιτεχνική σου φύση είμαι σίγουρος πως θα ακούσει και θα νιώσει έναν αμαρτωλό ιδιόρρυθμο μετανιωμένο σαν εμένα!

           Εκείνος γέλασε για την εξαιρετική του ευρηματική πρόταση και του αποκρίθηκε  με μια έκφραση απαλότητας:

           --- Τέλος πάντων θα μου πεις τι συμβαίνει;

           Ο Ανάργυρος κούνησε πολύ σοβαρά το κεφάλι του και σήκωσε κάπως αδέξια τα του δυο χέρια και τα πέρασε από τα πυκνά μαύρα μαλλιά του.  Ύστερα πριν μιλήσει στον καλόγερο σκέφτηκε << πως το θέμα του ήταν τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσε να τον καταλάβει ένας ιερωμένος άσχετος με τον έξω κόσμο και τις ηδονές και πως μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να το ξεπεράσει κρίνοντας πως αρκεί να είχε τη συνείδησή του εντάξει πως δεν της έκανε κακό όσο κι αν οι ψυχροί εκτελεστές του νόμου είχαν αποφασίσει να του βάλουν το μαχαίρι στο λαιμό>>. Έπρεπε όμως να προχωρήσει στην κατάθεση της πράξης του στον καλόγερο για να δει και τη δική του κρίση πάνω στο άρρωστο σημείο της που οι άλλοι εύρισκαν πως είχε. Έτσι με δυσκολία ξεστόμισε την περασμένη βραδινή τρέλα του, λέγοντάς του και κάνοντας με το χέρι του μια βίαιη οριζόντια κίνηση:

            --- Θα σου πω! Ντρέπομαι για εκείνη την αισχρή πράξη μου  που με παρέσυρε ο σατανάς κι έκανα στην Κατερίνα! Έτσι ήρθα αφού με ακούσεις να με συγχωρέσεις!  

           Ο καλόγερος είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο δεξί του χέρι και μισοσηκωμένος στηριζόταν στο μαξιλάρι που είχε βάλει στο πίσω μέρος της πολυθρόνας για να του ανακουφίζει τη μέση. Και με το βλέμμα του συνεχώς επάνω του, του είπε με καθησυχαστικό τρόπο:

           --- Πώς είπες;

           --- Ντρέπομαι λέω γι’ αυτό που έκανα!

           --- Ήταν τόσο ειδεχθές;

           --- Για μένα, όχι! Για τους άλλους όμως και το λιμενάρχη που με ανέκρινε άκρως αξιόποινο! Μπορεί και να με στείλει σε δίκη!

           Ο καλόγερος ανησύχησε γιατί μεταφράζοντας τα λόγια του έκρινε πως πράγματι είχε διαπράξει κάτι αμαρτωλό. Έτσι με ένταση στη φωνή του και την αγωνία τού ευαίσθητου ανθρώπου του είπε:

           --- Σε κάλεσε μετά από τρεις μήνες για ανάκριση;

           --- Από το γραφείο του έρχομαι!

           --- Τι ακούω!

           --- Θα το έχεις ακούσει, αλλά άκουσέ το και από μένα τι έγινε. Εκείνο το βράδυ μέθυσα και κυριευμένος από τον έρωτά μου για την Κατερίνα την επισκέφτηκα τα μεσάνυχτα στο σπίτι της. Της ζήτησα να ξαπλώσουμε κι εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Τότε μπροστά στο μισόγυμνο κορμί της λαμπάδιασα και της ρίχτηκα με απίστευτο πάθος χωρίς να ξέρω τι κάνω. Την έσυρα με τη βία ως την άκρη του κρεβατιού και προσπάθησα να τη ρίξω πάνω και να τη χορτάσω ύστερα μέσα στη φωτιά των κορμιών μας. Αυτή δυστυχώς αντιστάθηκε με λύσσα και μ’ έδιωξε ενώ φώναξε με δυνατή φωνή << βοήθεια με βιάζουνε! >>  Τότε εγώ το έβαλα στα πόδια για να γλιτώσω το λιντσάρισμα του κόσμου και τη σύλληψη από την αστυνομία και κρύφτηκα στο σπίτι μου. Το πρωί ο λιμενάρχης με έψαχνε για να με ανακρίνει και να μου απαγγείλει την κατηγορία μου. Πρόθεση βιασμού και χειροδικία! Για να αποφύγω στη συνέχεια την  προσαγωγή μου στο αστυνομικό τμήμα της Κυπαρισσίας δεν παρουσιάστηκα και κρυβόμουν για μέρες. Η ιστορία φάνηκε πως ξεχάστηκε αλλά σήμερα το πρωί που πήγα από το λιμενάρχη για κάποια δουλειά έβαλε πάλι μπροστά την υπόθεση. Εντολή μου είπε της αστυνομίας της Κυπαρισσίας.

            Ο καλόγερος έμεινε έκπληκτός. Έπαιξε τα μικρά του μάτια αόριστα  και πέρασε τα λεπτά και κοκαλιάρικα χέρια του απ’ τα γένια του, χαϊδεύοντάς τα με απλές και ρυθμικές κινήσεις. Ύστερα απόμεινε συλλογισμένος δείχνοντας πως δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Που και που του έριχνε  κάποιες σύντομες ματιές  και κουνούσε το κεφάλι με απαρηγόρητο τρόπο  που έκανε τον Ανάργυρο να νιώθει άβολα και φόβο. Ξαφνικά όμως  του έριξε μια παράξενη και κλεφτή ματιά και του είπε με περιφρονητικό τρόπο:

           --- Τα πάθη μας! Αχ, αυτά τα πάθη μας! Αν μπορούσαμε να τα τιθασεύσουμε δε θα τυραννούσαμε το σώμα και την ψυχή μας!

           --- Μετά απ’ αυτό, αποφάσισα να….   Η φωνή του έσβησε μέσα σ’ ένα ισχυρό αναφιλητό και δεν αποτελείωσε τη  φράση.

           --- Αποφάσισες τι; Τον ρώτησε ο καλόγερος και η αγωνία κορυφώθηκε στα μάτια του.

           --- Να ντυθώ το ράσο και να κρυφτώ εδώ στο μοναστήρι! Κι αυτό γιατί όπως πάνε τα πράγματα μου φαίνεται σαν περάσω από δίκη θα καταλήξω στη φυλακή. Κι αυτό δε μου αρέσει  να γεράσω μέσα σ’ ένα χώρο που ξεφτιλίζεται η ζωή  και καμιά ανθρώπινη παρουσία δε συγκινείται για το δράμα που θα περνάς.

           Με τα λόγια του αυτά ο καλόγερος  έδειξε σαν να τον έπιασαν λυγμοί και με δυσκολία συγκράτησε ένα δάκρυ που κύλησε αργά στο μάγουλό του. Κοίταξε με υγρά μάτια τον Ανάργυρο και του μουρμούρισε με ήρεμη φωνή αλλά συγκινημένη:

           --- Αν είναι να σωθείς να το κάνεις! Το ράσο να ξέρεις κρύβει πολύ καλά και το σατανά και τον άγγελο! Εγώ δε θα σε προδώσω και την κρίση σου την αφήνω στο Θεό! Αυτός θα κρίνει αν πρέπει να τιμωρηθείς ή όχι.

          Ο Ανάργυρος γέλασε συγκινημένος. Και μετά με πρόσωπο που σοβάρεψε του είπε:

           --- Σ’ ευχαριστώ για τη μεγάλη σου καρδιά, άγιε πατέρα ! Ο Θεός να στο ξεπληρώσει αυτό το καλό που μου κάνεις και ο πόνος με τη θλίψη ποτέ να μη σε επισκεφτούν. Να ήξερες τι καλό μου κάνεις! Με σώζεις και μου δίνεις ελπίδα να ξεχάσω την Κατερίνα και τα δαιμόνια της.

           Ο καλόγερος τον ευλόγησε ενώ ψιθύρισε μέσα από τα χείλη του μια σύντομη ευχή.  Ύστερα χαμηλόφωνα του είπε:

            --- Ο Θεός είναι μεγάλος Ανάργυρε και κρίνει καλύτερα από τους ανθρώπους! Μ’  αυτούς που είναι λύκοι τι θα κάνεις;

            Ω, ναι, αυτό ήταν το πρόβλημα με τον Ανάργυρο, οι άνθρωποι!  Ανέκαθεν από τότε που μπορούσε να θυμηθεί, αυτό ήταν το πρόβλημά του. Η ζωή ήταν σκληρή κοντά σ’ αυτούς  και όσο κι αν ακολουθούσε συναισθηματική πορεία μαζί τους πάντα στο τέλος πληγωνόταν κι έβγαινε ζημιωμένος ακόμα κι από τις οικονομικές δραστηριότητες μαζί τους.  Όμως στεκόταν γερά στα πόδια του μέσα σε τούτη τη σκληρή πραγματικότητα και προσπαθούσε στη βία  των άλλων να αντιδρά με τη σύνεση και την καλοσύνη.

             --- Τους σιχαίνομαι τους ανθρώπους πάτερ μου, όσο κι αν αυτό που λέω ξέρω πως είναι αμαρτία! Τίποτα καλό δεν είδα απ’ αυτούς κι όσες φορές με πλησίασαν το έκαναν για να μου δείξουν οίκτο και να ικανοποιήσουν έτσι τα δικά τους εγωιστικά συναισθήματα. Έχουν άδειες ψυχές  και οι περισσότεροι είναι ρέμπελοι, ηλίθιοι κι έχουν  τελματώσει σε μια άνυδρη περιπλάνηση που τι λένε ζωή.

              Ξερόβηξε σαν τελείωσε για να απαλλαγεί από το δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωσε σαν είπε αυτά τα σκληρά λόγια και με σκυμμένο ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ενωμένα και μια υπόκωφη ανάσα, σιώπησε ενώ ένιωθε το αίμα του ν’ ανεβαίνει καυτό στο πρόσωπό του.

              --- Να ‘χεις ειρήνη, τέκνο μου! του ψιθύρισε  εκείνος και σαν να του φάνηκαν βαριά τα λόγια που ξεστόμισε πριν από λίγο, πρόσθεσε με εξαιρετική διάθεση για να τον καλοπιάσει:  Μη μιλάς άσχημα για τους  ανθρώπους, γιατί δεν μπορείς να αποκρύψεις το γεγονός πως όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου πατέρα και δημιουργού και κάθε βλασφημία εναντίον οποιουδήποτε είναι βλασφημία εναντίον του εαυτού  μας.

              Ο Ανάργυρος είχε διαφορετική άποψη και την εξέφρασε απερίσπαστα, λέγοντάς του:

               --- Οι άνθρωποι τα ξεφτίζουν όλα, πάτερ μου! Πώς να τα έχω καλά μαζί τους όταν την αγάπη μου για την Κατερίνα τη βαπτίζουν βιασμό και τη γενναιότητά μου να την επισκεφτώ στο σπίτι της, προστυχιά και παραβίαση του οικογενειακού της ασύλου;

               --- Το ξέρω, Ανάργυρε, πως οι άνθρωποι δεν αξίζουν πολλές φορές ούτε να τους ρίξεις ένα βλέμμα, αλλά τι να κάνουμε! Δεν πρέπει όμως να μιλάς έτσι γι’ αυτούς γιατί σου εξήγησα τους λόγους.

              --- Δεν πρέπει αλλά τις συμφορές μας τις έχουν για γιορτές και πανηγύρια! Πώς θέλεις ύστερα απ΄ όλα αυτά να τους εκτιμώ και να νιώθω χαρούμενος;

              --- Εντάξει! Αλλά ας τα αγνοήσουμε όλα αυτά κι ας έρθουμε στο προκείμενο. Μίλησες με τον αστυνόμο;

          Τον κοίταξε με τα θλιμμένα μάτια του αυτός και του είπε:

           --- Όχι! Αυτόν δεν τον είδα!   Με το        λιμενάρχη    τα      είπαμε

και δυστυχώς θα με παραπέμψει στην αστυνομία. Μετά από εκεί με περιμένει ο ανακριτής και ο εισαγγελέας. Το ενδιαφέρον θα είναι πολύ μεγάλο ώσπου να φτάσω στη δίκη!

           Ο καλόγερος μετακίνησε μια σκαλιστή, καρυδένια κορνίζα που πλαισίωνε μια εικόνα του Προφήτη Ηλία και με τον τρόπο του αγανακτισμένου ανθρώπου μπροστά στην αδικία, ξεφώνισε:

           --- Ε, όχι και σε δίκη, αφού ένα φιλί πήγες να της δώσεις! Τι είδος δικαιοσύνης είναι αυτή πάλι;

           Εκείνος σήκωσε τους ώμους του. Χάιδεψε με το χέρι του ένα μικρό ξύλινο σταυρό που ήταν μπροστά του κι έριξε ένα συνεσταλμένο βλέμμα στον καλόγερο. Ύστερα  παίρνοντας θάρρος του είπε με σιγανή αλλά και σκληρή φωνή:

           --- Να ήταν μόνο, αυτό;  Αν θα γίνει δίκη σίγουρα θα με κλείσουν μέσα για απόπειρα βιασμού! Για να την αποφύγω πρέπει να μη μου απαγγελθεί κατηγορία κολάσιμη!

           Χάιδεψε τώρα με τη σειρά του ο καλόγερος το σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του  και ψάχνοντας για τη δύναμη που χρειαζόταν ν’ αντισταθούν  στην ανθρώπινη ασυδοσία, του είπε με γλυκύτητα στα λόγια του:

            ---  Θα τα ήθελε και η Κατερίνα για να φθάσουνε τα πράγματα εκεί που έφτασαν! Δεν μπορεί;     

           Εκείνος αντέδρασε με δυνατό ξέσπασμα:

           --- Αυτή είναι αθώα! φώναξε. Εγώ της ρίχτηκα κι αυτή αρνήθηκε!

           --- Σου άνοιξε όμως την  πόρτα, μέσα στη νύχτα! Έπρεπε να προφυλαχτεί από μια τέτοια νυχτερινή επίσκεψη και να την χαρακτηρίσει ύποπτη!

           --- Δεν μπορούσε να σκεφτεί έτσι γιατί ήμουν φίλος της! Εγώ μέσα στο μεθύσι μου ψυχρά και περιφρονητικά της επιτέθηκα. Δεν μπορούσα να αντισταθώ βλέπεις στη ομορφιά του λάγνου κορμιού της.

           --- Ωραία σε πιστεύω! Αλλά να ξέρεις όπως και να έχουν τα πράγματα οι άνθρωποι δύσκολα θα σε συγχωρέσουν γι’ αυτό που έκανες σε αντίθεση με το Θεό που συγχωράει.

          --- Το είπαμε αυτό! Είναι θηρία οι άνθρωποι!

          --- Κι εμένα μου έχουν φερθεί άσχημα.

          --- Το ξέρω, ναι,  σου έκαναν κι εσένα πολλά.

          --- Δε με άφηναν να καλλιεργήσω τον κήπο του μοναστηριού και ζητούσαν αυτοί να αναλάβουν τη διαχείριση των προϊόντων του. Εγώ όμως τους αγνόησα και με τη φροντίδα μου έκανα το οικονομικό θαύμα που βοήθησε το μοναστήρι να απαλλαγεί από τα χρέη του. Γέμισα όλο το χώρο που απλώνεται μπροστά και πίσω του με οπωροφόρα δέντρα κι αμπέλια και παίρνω ένα μεγάλο εισόδημα που σαν το πουλάω κερδίζει αρκετά το μοναστήρι. Αυτό δεν τους άρεσε και προσπάθησαν κάποιοι φιλοχρήματοι να μου στερήσουν αυτή την πλούσια πρόσοδο. Με έσυραν στα δικαστήρια και με συκοφάντησαν με τον χειρότερο τρόπο. Το δικαστήριο όμως με δικαίωσε και τώρα είμαι ο αφέντης αυτού του οικονομικού παράδεισου που απλώνεται γύρω σου.  

           Ο Ανάργυρος  άφησε να περάσει λίγος χρόνος και ύστερα με μια άγρια έκφραση, ενώ έδειχνε να κρατά με δυσκολία το κεφάλι του μέσα στους ώμους του, του είπε μ’ ένα τρόπο που έδειχνε αηδία:

            --- Αχ, να τους έβλεπες πως με κοίταζαν εκείνο το βράδυ σαν έφευγα από το σπίτι της Κατερίνας όσοι πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους όταν άκουσαν τη φωνή της!  Τέτοια ευτυχισμένα πρόσωπα δε νομίζω πως θα δω άλλη φορά! Η ένοχη φυγή μου τους έδινε μια υπεροχή και μια ευτυχία που φαίνονταν στα περίεργα και γεμάτα μίσος και βλακεία μάτια τους!

            Εκείνη  τη στιγμή ο καλόγερος σηκώθηκε και με μια χαριτωμένη  και μεγαλύτερη ζωντάνια στο πρόσωπο απ’ ότι πριν και με μια γιορτινή διάθεση που εξέπεμπε γοητεία τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε κεφάτος πίσω του. Σε λίγο περνώντας και οι δυο την πόρτα του εργαστηρίου, και καθώς τον σταμάτησε μπροστά από τον πίνακα του Ιωάννη του Πρόδρομου, του είπε ενώ είχε περάσει το χέρι του πάνω από τον ώμο του:

           --- Παίρνω την υπόθεση της ζωγραφικής στα σοβαρά και δυστυχώς με κουράζει! Αυτός ο πίνακας κοντεύει να μου φάει τη ζωή. Εκεί που λέω <<ζήτω! τελείωσα! >>  αρχίζω και τον δουλεύω πάλι. Οι ατέλειες είναι ορατές κι εγώ δεν τον παραδίνω αν δεν σιγήσουν όλοι οι αρνητικοί ψίθυροι της προσωπικής μου κριτικής!

            Το φωτεινό φως που έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα έκαναν τον πίνακα να δείχνει μεγαλοπρεπής ενώ ο δροσερός καλοκαιριάτικος αέρας που φυσούσε έξω κι έφτανε ως μέσα φέρνοντας το βαρύ άρωμά του έντυνε με ευεξία όλα τα καλλιτεχνικά πράγματα που κοσμούσαν την αίθουσα. Ο καλόγερος κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και συνέστησε και στον Ανάργυρο να κάνει το ίδιο σε μια άλλη που βρισκόταν απέναντί του.

            Καθώς ο καλόγερος κοίταζε την αυστηρή και σοβαρή μορφή που τόσο περίτεχνα η  τέχνη του είχε αποτυπώσει στον πίνακα μια έκφραση ικανοποίησης  έλαμψε στο πρόσωπό του και με κάποια υπερηφάνεια έριξε ένα κλεφτό βλέμμα και στον Ανάργυρο που κι αυτός κοιτούσε τον πίνακα με το ίδιο ενδιαφέρον. Ξαφνικά κλείνοντας τα μάτια κι αφού αφέθηκε ελάχιστα να σκέφτεται κάτι μέσα στο μυαλό του, του είπε με μια αγωνία που φάνηκε πως έβγαινε από ένα λήθαργο που ξυπνούσε:

           --- Αυτό το έργο είναι το καλύτερό μου, Ανάργυρε!  Πρέπει πριν το βάλω στον τοίχο του μοναστηριού να το στείλω σε κάποια γκαλερί κάτω στην πόλη για να το εκθέσω και να το δει ο κόσμος! Το είχα κάνει αυτό σ’ ένα άλλο έργο μου και η προσέλευση του κόσμου ήταν απίστευτη. Νομίζω κι αυτό θα έχει την ίδια τύχη.

               Ο Ανάργυρος τον κοίταξε με φρύδια σηκωμένα και με μια κατάπληξη. Ξανακοίταξε τον πίνακα και φάνηκε να ζήλεψε την τύχη του καλόγερου που ασχολιόταν με κάτι σημαντικό. Έτσι τεντώνοντας πίσω το κεφάλι του, του είπε μ’ ένα ευχάριστο συναίσθημα:

              --- Μπορεί να με κοροϊδέψεις γι’ αυτό που θα σου πω, γιατί δεν ξέρω από τέχνη, αλλά σου βεβαιώνω πως μου αρέσει γιατί διατηρεί μια υπέροχη αυστηρή όψη που εκπέμπει μια μυστηριώδη αγωνία και προβληματισμό. Ξέρω πως θα με κοροϊδέψεις…

              Εκείνος  τον κοίταξε με τόση ένταση τώρα σαν του μίλησε με τόσο κολακευτικά λόγια ο ψαράς που φάνηκε ν΄ αναποδογύρισαν τα μάτια του. Ενθουσιασμένος συνέχισε να λέει:

              --- Θα το στείλω! Θα το στείλω, στη γκαλερί! Ένας Θεός ξέρει τι εντύπωση θα κάνει!

              --- Έχεις συγκεκριμένο λόγο; Η φωνή του Ανάργυρου τον έκανε να πάψει του πανηγυρισμούς.

              --- Έχω!

              --- Τι περίεργοι που είσαστε εσείς οι ζωγράφοι! Να τον ακούσω!

              --- Θέλω να αποκτήσω φήμη! Μπορεί να ακούγεται παράξενα αλλά έτσι είναι!

             --- Ίσως και λεφτά!

              Ο καλόγερος τεντώθηκε στην πολυθρόνα και γέλασε δυνατά.

             --- Εδώ έπεσες έξω, του αποκρίθηκε. Υλιστής δεν είμαι και ούτε επιζητώ πλούτη. Τη φήμη όμως δεν την αποστρέφομαι. Μου αρέσει να μείνει το όνομά μου σαν φύγω απ’ αυτό το μάταιο κόσμο! Είναι η μόνη παρηγοριά μου να νικήσω το θάνατο!

             --- Έχεις βάλει πολλά από τον εαυτό σου σ’ αυτόν τον πίνακα, και προβλέπω να την κατακτήσεις τη φήμη, πατέρα Δανιήλ.

             --- Η υστεροφημία δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός στον καλλιτέχνη, καλέ μου ψαρά, αλλά πρέπει να την κρύβει βαθιά σε μια άκρη του υποσυνείδητου για να υπάρχει. Η κρίση από το χρόνο θα της δώσει όταν χρειαστεί τη θέση που της αρμόζει στην αιωνιότητα. Έτσι δε θα πάει χαμένη.

             --- Θέλεις να γίνεις διάσημος;

             --- Λιγάκι! Και ποιος δεν το θέλει!

             Ο Ανάργυρος έδειξε πως κάτι δεν του πήγαινε καλά. Και τον ρώτησε:

             --- Πώς συμβιβάζεται η ταπεινότητα που διδάσκει ο Χριστιανισμός που πιστεύεις με την εγωιστική διάθεση της προβολής; Σαν χριστιανός δεν έπρεπε να είχες τάσεις έντονης κοινωνικής προβολής!

             --- Ναι, αλλά άλλο στη ζωή κι άλλο στην τέχνη! Στην τέχνη ο δημιουργός πρέπει ν’ αναγνωρίζεται και γιατί όχι, αν  μπορεί να βγάλει μερικά χρήματα  απ’  το έργο του γιατί να μην το κάνει! Δεν κλέβει, ούτε παίρνει από κανένα ταμείο, μαύρο χρήμα. Αμαρτία είναι σύμφωνα με το Χριστιανισμό ο πλούτος όταν είναι παράνομος και ανήθικος. Αυτά εγώ δεν τα επιζητώ και ούτε τα ασπάζομαι. Έτσι ποτέ δεν λιβάνισα και ούτε θα λιβανίσω κανένα να μου παραχωρήσει θέση ή χρήματα παράνομα.

              --- Πού έμαθες να ζωγραφίζεις;

              --- Πριν φορέσω το ράσο φοίτησα στο Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Η ιδέα της τέχνης ήταν μέσα μου αλλά σιγά - σιγά σαν μεγάλωνα γινόταν τρόπο ζωής. Έτσι στα δεκαοχτώ μου έγινα φοιτητής της Σχολής κι αυτό χάρη σ’ έναν καλό δάσκαλο στο Ορφανοτροφείο που ζούσα ο οποίος σαν είδε την καλλιτεχνική μου ικανότητα με συμβούλεψε να πάω να σπουδάσω ζωγράφος.. Από εκεί βέβαια βγήκα κλασικός ζωγράφος  φτιάχνοντας πορτρέτα, πίνακες και προσωπογραφίες. Εδώ όμως στο μοναστήρι επιδόθηκα στην αγιογραφία. Επηρεάστηκα βλέπεις από το μοναστικό περιβάλλον κι από έναν συχωρεμένο μοναχό, άριστο στο πινέλο και τα χρώματα που μ’ έμαθε πολλά πράγματα και μου έδειξε το δρόμο της αγιογραφίας.

              --- Κι όλα αυτά τα έργα που φτιάχνεις τα αφήνεις εδώ στο μοναστήρι;

              --- Μερικά., ναι. Τα πιο πολλά όμως είναι παραγγελίες από άλλα μοναστήρια ή εκκλησίες που θέλουν να διακοσμήσουν το χώρο. Η ζήτηση είναι μεγάλη που σκέφτομαι να αποκτήσω κι έναν βοηθό να με ξεκουράζει.

              --- Βοηθό είπες;

              --- Ναι, γιατί έχεις κανέναν;

              --- Όσο καιρό θα κρύβομαι στο μοναστήρι μπορώ να σε βοηθάω αν θέλεις!  

              --- Ναι, αλλά τι ξέρεις να κάνεις;

              --- Να σου φτιάχνω το μουσαμά πάνω στο σανίδι, να σου φροντίζω τα χρώματα και να σου συντηρώ τα έργα. Αυτά νομίζω δε θέλουν να είναι ειδικός κανείς για να τα κάνει.

              Ο καλόγερος έδειξε ικανοποιημένος από τη διάθεσή του να τον βοηθήσει και μάλιστα φάνηκε να το δέχεται αφού σιώπησε για λίγο ενώ κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του, χωρίς να παύει ούτε στιγμή να λέει << καλά! καλά! πολύ ωραία! πολύ ωραία! >>

               Έτσι κάποια στιγμή του είπε: 

               --- Κι εσύ πρέπει να ξέρεις, Ανάργυρε έχεις σχέση με την τέχνη. Γιατί και το ψάρεμα τέχνη είναι για μένα. Πρέπει να κάνεις ένα σωρό πράματα πριν ρίξεις τ’ αγκίστρια ή τα δίχτυα στη θάλασσα και να πιάσεις τα ψάρια. Άφησε που πρέπει να γνωρίζεις τον καιρό, τις ιδιοτροπίες της θάλασσας και να χειρίζεσαι με δεξιοτεχνία το κουπί όταν χρειασθεί για να αποφύγεις τα άγρια κύματα και να γλιτώσεις από την θανατερή ορμή τους. Αλλά και το γλωσσολογικό πλούτο που μεταχειρίζονται οι ψαράδες θαρρώ πως τον ξέρεις πολύ καλά! Είσαι λοιπόν οπλισμένος αρκετά για να μη σε πάρω στα σοβαρά!

          Εκείνος έδειχνε μια ακαθόριστη χαρά για όλα αυτά που άκουσε και του αποκρίθηκε με μάτια έκπληκτα:

          --- Ναι, ναι κάτι ξέρω! Όμως δεν αγαπώ τη θάλασσα τυχαία, πατέρα Δανιήλ, πρέπει να ξέρεις. Πριν καταλήξω εδώ που κατάληξα ήμουν στον Πειραιά για πέντε χρόνια από τα οποία τα δύο τα σπατάλησα σε μια ιδιωτική σχολή που έβγαζε μηχανικούς για το εμπορικό ναυτικό. Την τελείωσα επάξια αλλά δυστυχώς αντίξοες συνθήκες με καθήλωσαν σ΄ αυτό εδώ το ξένο για μένα μέρος με όλες τις δυστυχίες να με σφίγγουν χρόνια τώρα από το πρωί ως το βράδυ. Ξέπεσα που λένε από δήμαρχος, κλητήρας!

          Ο καλόγερος τον άγγιξε και κούνησε με νόημα το κεφάλι του πολλές φορές πάνω κάτω. Ύστερα του είπε:

          --- Βγαίνει το μεροκάματο, πουλώντας τα ψάρια;

          --- Το βγάζω, ναι! Αλλά και όταν το κάνω για αναψυχή πάλι μου αρέσει!

          --- Μου έχεις πει, ότι διαβάζεις κιόλας;

          --- Ναι, πολύ! Μου αρέσει το διάβασμα και τα βιβλία τα παίρνω από το βιβλιοπωλείο της πόλης πέντε- πέντε! Είναι μια καλή βιβλιοπώλισσα που το έχει και μου τα δίνει με πίστωση. Εγώ σαν πουλάω τα ψάρια της δίνω έναντι από το χρέος και πάντα προσέχω να μην ανεβαίνει πολύ. Αυτή είναι φίνα γυναίκα και μου παραγγέλνει όποιο βιβλίο της ζητάω.

         --- Λογοτεχνία διαβάζεις;

         --- Στην αρχή διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου! Μετά με είχε πιάσει λόξα με τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Τελευταία τη βρίσκω πολύ με τα μυθιστορήματα και μάλιστα μ’ εκείνα που αναφέρονται στη θάλασσα.

         --- Θαλασσινά μυθιστορήματα; Έκανε με αξιαγάπητο τρόπο ο καλόγερος και άγγιξε με τα χέρια του μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι.

         --- Οι ιστορίες τους με συναρπάζουν και ταυτίζομαι με τους ήρωές τους! Διδάσκομαι πολλά απ’ αυτούς και ύστερα προσπαθώ να τους μοιάσω! Έχω κάνει πολλές από τις ανδραγαθίες τους!

        --- Μπράβο!

        --- Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει << O γέρος και η  θάλασσα >> του Χεμινγουαίη να δεις  τι καταπληκτικά πράγματα λέει για τη θάλασσα και θα εκπλαγείς τόσο που θα θέλεις να το διαβάσεις όχι μία αλλά άλλες πέντε φορές ακόμη. Εγώ το έχω κάτω από το μαξιλάρι μου και σαν στενοχωριέμαι το ανοίγω και διαβάζω μερικές σελίδες του. Με ξεκουράζει και με κάνει να ξεχνώ τη σκληρή καθημερινότητα.

        --- Δεν το έχω ακουστά το βιβλίο όπως κι άλλα του είδους του γιατί η αυστηρή βλέπεις  θέληση του μοναχισμού να μη διαβάζουμε τίποτα πέρα από τα εκκλησιαστικά μου έχουν στερήσει αυτή τη χαρά να νιώσω πως είναι και τα λογοτεχνικά βιβλία. Δεν πειράζει όμως, αυτό είναι ένα άλλο θέμα, τώρα πες μου τι περιγράφει αυτό το βιβλίο που τόσο το αγαπάς, όπως είπες;

            --- Η ιστορία του είναι απλή όμως η γραφή του είναι αξιοθαύμαστη. Ένας γέρος ψαρεύει μόνος του στη θάλασσα και κάποια στιγμή πιάνει στο αγκίστρι του ένα μεγάλο ψάρι. Ε, από ‘κει και ύστερα αρχίζει η μαεστρία του λογοτέχνη που σαν διαβάζεις το μύθο του με τη μεγαλοφυή απλότητά του σε συναρπάζει. Η ατμόσφαιρα είναι ψαράδικη, ο γέρος μιλάει με τα πουλιά και τα ψάρια και δεν παύει ούτε λεπτό να δείχνει μια απλή συγκινητική αγάπη για τον κόσμο. Αυτή η κουβέντα του με το ψάρι, αυτή η εμψυχωτική, ανθρωπομορφική προβολή του εγώ του στο ψάρι, που είναι αξεπέραστη και λιτή κάνει τα βιβλίο ποιητικό. Με λίγα λόγια είναι ένα άρτιο έργο.

           --- Βλέπω μιλάς λες και είσαι κριτικός βιβλίου!  

           --- Αφού σου είπα τα παίζω στα δάχτυλα τα βιβλία! Μπορεί να μη μου φαίνεται αλλά τα έχω φάει με το εξώφυλλο που λένε!

          --- Και πως πληροφορείσαι ποιο βιβλίο είναι καλό;

          --- Παρακολουθώ τις εκδόσεις αλλά και ρωτάω μερικούς γνωστούς μου που έχουν καλές σχέσεις μ’ αυτό και μου λένε. Μόνο κλασικά διαβάζω, Αυτά που τώρα τελευταία κυκλοφορούν πολυσέλιδα και διαφημίζονται από τις εφημερίδες δεν τα πλησιάζω. Είναι ρηχά και γραμμένα στα γόνατα. Αυτά δεν τα διαβάζω κι αν ακόμη μου τα δώσουν τζάμπα!

         --- Ωραία! Πολύ ωραία!

         --- Έμαθα κι ένα σωρό ναυτικές λέξεις που πολλές δεν τις ήξερα και τις άκουγα για πρώτη φορά. Έμαθα τι πάει να πει, << σκότα>>, << σιάρω >>, << χάραυλα >> κι άλλες τέτοιες πολλές. Αυτές είναι δύσκολες λέξεις και μόνο οι ναυτικοί τις ξέρουν.  

           --- Α! να τώρα θυμήθηκα κι εγώ τον Καρκαβίτσα με τα θαλασσινά του διηγήματα που μαθαίναμε στο γυμνάσιο. Τι υπέροχα που ήταν!  Πως το έλεγαν να δεις, το βιβλίο από όπου έπαιρναν τα διηγήματα, α, << Τα λόγια της πλώρης >>. Ένα απ’ αυτά που έλεγε: <<Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε, δεν είχε σκοπό να με κάνει ναυτικό. Μακριά έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη δεν έχει έλεος… >> μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που το θυμάμαι και σήμερα μετά από τόσα χρόνια απέξω!

        --- Ο τίτλος του είναι << Θάλασσα >> και το έχω ξεσκονίσει πολλές φορές, του είπε ο Ανάργυρος και πρόσθεσε με καμάρι ξέροντας πως οι γνώσεις του αυτές θα άφηναν καλή εικόνα για το πρόσωπό του στον καλόγερο.

        --- Μπορεί η ζωή των ναυτικών να είναι σκληρή, αλλά η θάλασσα είναι γεμάτη γοητεία. Στα διηγήματά του είναι σαν ν’ ακούει κανείς το βουητό της θάλασσας και το ρόχθο των κυμάτων που χτυπάνε στους βράχους ή στις καρίνες των πλοίων. Το ίδιο ζωντανές είναι και οι ιστορίες που διηγούνται οι ναυτικοί και είναι αναγκασμένοι να παλεύουν πολλές φορές, μέρα και νύχτα με τα άγρια στοιχεία της φύσης.

             --- Ενώ εμείς εδώ στη στεριά την περνάμε κοτσάνι!

             --- Όχι και τόσο κοτσάνι γιατί και η στεριά έχει τις καταστροφές της, αλλά η θάλασσα πώς να το κάνουμε είναι θάλασσα! Εκεί παίζεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα αν σου τύχει το κακό για να γλιτώσεις. Πόσα καράβια έχουν φάει φούντο και πόσα ακόμη θα φάνε; Πόσοι ναυτικοί πήγαν μαζί τους στον πάτο; Χιλιάδες! Πόσοι θα πάνε ακόμη; Πάλι χιλιάδες! Δεν έχει έλεος και είναι μπαμπέσα.

           --- Ναι, έτσι είναι!

           --- Εσύ έχεις κινδυνέψει, Ανάργυρε;

           --- Μία και δύο φορές! Την έχω γλιτώσει όμως! Να δούμε όμως το μέλλον μου τι μου επιφυλάσσει!

           --- Το μέλλον είναι αόρατο γι’ αυτό εσύ πρόσεχε!

           --- Προσέχω! Αλλά η θάλασσα όπως λέει και ο λαός είναι σαν τη γυναίκα! Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει!

           --- Κακιά και σκληρή, ε;

           --- Κι έχει την προδοσία μέσα της σαν τη γυναίκα!

           Ο καλόγερος έδειχνε πολύ χαρούμενος που είχε μαζί του έναν απλό άνθρωπο αλλά με τόση γνώση και σοφία και που δεν του ήταν δυνατόν να μαντέψει μέχρι που έφτανε αυτή του η αυτοδίδακτη παιδεία. Έτσι συνεχίζοντας την κουβέντα μαζί του, του είπε με μια θέρμη στα λόγια του:

            --- Από τότε που ήμουν λαϊκός ακόμη, θυμάμαι πως και οι ποιητές είχαν γράψει στίχους για τη θάλασσα. Συνεχίζουν και σήμερα;

            --- Και βέβαια! Όσο θα υπάρχει θάλασσα θα υπάρχει και ποίηση.

            Ο καλόγερος σιώπησε και μένοντας με μάτια ανοιχτά να κοιτάζει στο αχανές, έκανε προσπάθεια να θυμηθεί κάτι. Σαν δεν το θυμήθηκε, του είπε με μια ενοχή που εκφραζόταν στο βλέμμα του:

            --- Προσπαθώ να θυμηθώ έναν ποιητή που έχει γράψει ποιήματα για τη θάλασσα και τους ναυτικούς, αλλά δε μου έρχεται στο μυαλό! Δεν μπορώ να τον θυμηθώ, αυτή της στιγμή, μόνο το πρώτο γράμμα θυμάμαι από το όνομά του που αρχίζει από <<κ>>,  Καβ… κάπως έτσι…  

            --- Α, τον Καββαδία θέλεις να πεις!       

            ---Ναι, αυτόν! Τι υπέροχα ποιήματα έχει γράψει για τους ναυτικούς μας! Τον διάβαζα τότε που ήμουν λαϊκός όπως σου είπα και μου άρεσαν.

            Ο Ανάργυρος με στόμφο απάγγειλε:

             --- << Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί, πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο… >>

             --- Α, μπράβο, αυτό, ναι! Δικό του είναι! Πού τα θυμάσαι απέξω;

             --- Για τους ναυτικούς δεν έγραφε; Κι εγώ ναυτικός ήμουν πριν γίνω ψαράς και ναυτικός τώρα που είμαι ψαράς! Είναι δυνατόν να μην τον διαβάζω;  

           Ο καλόγερος χαμογέλασε. Ύστερα έδειξε σκεπτικός και σιωπηλά τον ρώτησε:

           --- Δεν πιστεύω να γράφεις κιόλας;

          --- Χαμογελάς, ε; του έκανε ο Ανάργυρος και συμπλήρωσε: Το δοκίμασα κι αυτό αλλά χωρίς επιτυχία και συνέχεια. Πάνε χρόνια αλλά θα σου διηγηθώ πως έγινε. Περνούσα έξω από το εκκλησάκι της Παναγίας και πήγαινα να πάρω το δρομάκι που κατηφόριζε για το λιμάνι όπου με περίμενε η βάρκα  για να πάω για ψάρεμα. Πριν στρίψω από το κεντρικό δρόμο, άκουσα ένα σκύλο να ουρλιάζει ανατολικά του δρόμου και πλησίασα από περιέργεια να δω τι συνέβαινε. Και τότε με έκπληξη είδα σαν έφτασα πάνω από το ετοιμοθάνατο ζώο πως ήταν ασβεστωμένο κι από τα μάτια του έτρεχαν αίματα, ενώ κουνούσε απεγνωσμένα τα πόδια του. Τι να έκανα; Δεν μπορείς να τα βάλεις με την κακία του κόσμου! Κάποιος ασυνείδητος φαίνεται ενοχλημένος από το ζώο σκέφτηκε να το τιμωρήσει μ’ αυτό τον ειδεχθή τρόπο και το πέτυχε. Τηλεφώνησα στην κτηνιατρική υπηρεσία και του είπα το και το. Αυτοί ήρθαν, μάζεψαν το ζώο και το πήραν. Εγώ πίσω τους έκλαιγα και οδυρόμουν γι’ αυτό το άκακο πλάσμα που γνωριζόμαστε χρόνια και πάντα μου κουνούσε την ουρά του σαν μ’ έβλεπε και περνούσα από ‘κει. Ε, λοιπόν αυτό το συνταρακτικό γεγονός μου έδωσε το ερέθισμα να γράψω κάτι σαν διήγημα με τίτλο << Η ψυχή του σκύλου >> που δημοσιεύτηκε σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό! Ήταν η πρώτη μου φορά που έγραψα και η τελευταία! 

             --- Τότε κάνε υπομονή να σου δοθεί και κάποια άλλη ευκαιρία να γράψεις! Ίσως να είναι και η αρχή για μια λογοτεχνική σταδιοδρομία!

              --- Ναι, ναι… του έκανε εκείνος και ταρακούνησε τα μικρά και γεροδεμένα χέρια του στον αέρα σαν να του έλεγε πως θα κάνει υπομονή.             

              Ο καλόγερος εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε κι αφού έμεινε για λίγο όρθιος κι αναποφάσιστος του είπε:

              --- Κοντεύει μεσημέρι, Ανάργυρε και πρέπει να ετοιμάσω το γεύμα. Αποφάσισε, αν θα μείνεις να μαγειρέψω για δυο ή θα φύγεις να φροντίσω μόνο την αφεντιά μου;

             --- Δεν έχω είπα και ξείπα, άγιέ μου! Είπα θα μείνω και θα μείνω! Πού θες να πάω έξω μαζί με τα θηρία; 

             --- Ε, τότε έλα μαζί μου να φροντίσουμε από κοινού το φαγητό. Το μοναστήρι υπόκειται σε κοινοβιακούς κανονισμούς. Όλοι μαζί και κανένας χωριστά!

            Κι αφού του έδειξε την πόρτα βγήκαν και οι δύο πηγαίνοντας για την αίθουσα του εστιατορίου.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                               

 

 

                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΚΤΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             Είχε κλείσει τρεις μέρες αγνοούμενος ο Ανάργυρος και ξημέρωνε η τέταρτη βρίσκοντας τον Αγρίλη στο πόδι να τον ψάχνει και να τον αναζητεί παντού. Πολλοί εθελοντές Αγριλιώτες με το λιμενάρχη επικεφαλής να τους δίνει εντολές και με δυο χωροφύλακες που ήρθαν από την Κυπαρισσία για ενίσχυση, χτένιζαν τη γύρω περιοχή για να τον εντοπίσουν κάπου. Το απόγευμα ο λιμενάρχης απελπισμένος για την αποτυχία της επιχείρησης, είπε στους χωροφύλακες και στους εθελοντές της επιχείρησης που μαζεμένοι στη μικρή πλατεία συζητούσαν το γογονός.

          --- Φεύγω με το στρατηγό και πάω στο γραφείο να δώσω αναφορά στους ανωτέρους μου για την έκβαση της επιχείρησης. Εσείς συνεχίστε με τον ίδιο ζήλο και να μου αναφέρετε οτιδήποτε ύποπτο πέσει στην αντίληψή σας.

           Στο γραφείο σαν έφτασαν κάθισαν και για όση ώρα ο λιμενάρχης τηλεφωνούσε στις Αρχές  και τους έδινε αναφορά με την τροπή της όλης εξέλιξης της επιχείρησης ανεύρεσης του εξαφανισμένου  ο στρατηγός τον άκουγε ενώ διαρκώς έκανε διάφορους μορφασμούς με το στεγνό του πρόσωπο. Όταν τελείωσε  και έσπρωξε από μπροστά του ένα σωρό χαρτιά του είπε κοιτάζοντάς τον μ’ ένα διερευνητικό βλέμμα:

           --- Βλέπω καλό μου, παιδί πως διαπνέεσαι από αγαθές και αξιέπαινες αρχές κι αυτό το δείχνεις με την επιμονή σου να βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή αυτής της επιχείρησης που αποβλέπει την εντόπιση του πατριώτη και συντοπίτη μας, Ανάργυρου. Κι επειδή ξέρω πόσο έξυπνος είσαι και πόσο οι ανδραγαθίες σου μέτρησαν σαν υπηρέτησες την πατρίδα, έρχομαι να σε ρωτήσω με πάσα ευθύτητα:

        --- Πού λες να κρύβεται ο Ανάργυρος; Γιατί κάτι μου λέει πως δεν έχει πάθει κάτι σοβαρό, αλλά κρύβεται για να αποφύγει τον ανακριτή ύστερα από τη βδελυρή πράξη του!

        --- Κι από την κακία των ανθρώπων και την τιμωρία των αρχών! Συμπλήρωσε ο στρατηγός και γέλασε ειρωνικά.  

       --- Έστω! του ψέλλισε εκείνος και σιώπησε.

       --- Τι να σου πω, λιμενάρχη μου! Δεν πάει το μυαλό μου πουθενά γιατί τα έχω χαμένα!

        --- Τότε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε;

        --- Ξέρω κι εγώ!  Τι να πω… μουρμούρισε ο στρατηγός και ταλαντεύτηκε στη θέση του.

       --- Πρέπει να κρύβεται εδώ κοντά, συνέχισε ο λιμενάρχης και κίνησε σιγανά τα χείλη. Δεν μπορεί να έφυγε μακριά, πού να πήγε; Ο δρόμος του ήταν χρόνια τώρα, σπίτι λιμάνι, λιμάνι σπίτι και στις γειτονιές να πουλήσει τα ψάρια του. Στη χάση και στη φέξη ανηφόριζε και στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία να δώσει κανένα ψάρι στον ηγούμενό του. Πουθενά αλλού δεν πήγαινε και ποτέ δεν έλειπε πάνω από μία μέρα ενώ όταν έφευγε το έλεγε πάντα στην οικογένειά του ή γνωστό του.

        Κούνησε το κεφάλι του εκείνος κι εξέφρασε τη γνώμη του με απλότητα και με λόγια αργά αλλά που έκρυβαν το μέγεθος της αλήθειας:

        --- Ο σατανάς σου βάζει φτερά στα πόδια σαν θέλει να σε καταστρέψει, λιμενάρχη μου! Δεν πιστεύω πως κρύβεται κοντά αλλά ούτε και μακριά! Θα βρίσκεται κάπου που του το υπέδειξε αυτός ο καταστροφέας της ψυχής μας! 

         Με όλη του την καρδιά ο λιμενάρχης δέχτηκε τα λόγια του. Οι σκέψεις οι δικές του ταυτίζονταν κάπως με αυτές του στρατηγού. Μακριά δεν μπορούσε να είχε πάει ο ψαράς αλλά ούτε και δίπλα τους. Μια λογική απόσταση ίσως να ήταν και η πιο πιθανή.

         --- Θέλεις να πεις, πως θα κρύβεται κάπου που δεν πάει το μυαλό μας! συμπλήρωσε και μια γλυκιά απαλότητα πέρασε το πρόσωπό του. Αλλά πού όμως; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάπου!

          Αμέσως όμως χαμογέλασε σκεπτικός και φάνηκε μελαγχολικός. Κοίταξε στη συνέχεια το στρατηγό και με ματιά που έδειχνε πως κάτι σίγουρο είχε ανακαλύψει, του είπε με τα χέρια του να φτερουγίζουν σαν τα κουνούσε και μ’ ένα σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του:
           --- Στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία δεν στείλαμε κανέναν να κοιτάξει! Δεν είναι απίθανο να κρύβεται εκεί!

           Εκεί πάνω που έλεγε αυτά στο στρατηγό μια φωνή ενός αχθοφόρου που ακούστηκε κι έλεγε πως πνίγηκε μέσα στο πηγάδι η κυρα Χριστίνα, έκανε και τους δυο ν’ αφήσουν τη συζήτηση που αφορούσε την εξαφάνιση του ψαρά και να βάλουν αυτί να καταλάβουν τι ακριβώς έλεγε η φωνή του, σαν επαναλάμβανε αυτό που ήθελε να κοινοποιήσει. Έτσι η δυνατή φωνή του. έλεγε:

           --- Πνίγηκε η κυρά  Χριστίνα! Είναι πεσμένη μέσα στο πηγάδι με το κεφάλι στο νερό και τα πόδια ψηλά! Τρέξτε να τη βγάλουμε!

           Άφησαν την κουβέντα και πετάχτηκαν έξω άρον- άρον να μάθουν πιο πολλά αλλά και να τρέξουν αν χρειαζόταν να την βοηθήσουν.  Έξω όταν βγήκαν στο δρόμο, ο λιμενάρχης σταμάτησε τον αχθοφόρο και τον ρώτησε να του πει τι ακριβώς συμβαίνει.

          --- Είδα τη γυναίκα μέσα στο πηγάδι! του είπε εκείνος ενώ δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του. Πρέπει να πνίγηκε! Δε ζητά βοήθεια και δείχνει ακίνητη!

           --- Ποιος άλλος είναι κοντά στο πηγάδι; Τον ρώτησε ο στρατηγός και τον περιεργάστηκε μ’ έναν μορφασμό δυσαρέσκειας.

           --- Κανένας! του ψέλλισε αυτός κι ετοιμάστηκε να κόψει δρόμο.

           --- Κι εσύ πώς την είδες; τον ρώτησε ο λιμενάρχης και τον έπιασε απ΄ το μπράτσο.

           --- Περπατούσα έξω από το χτήμα της κι άκουσα φωνές. Πλησίασα την πόρτα αλλά τη βρήκα κλειστή. Έτσι αναγκάστηκα να πηδήσω το φράχτη και να βρεθώ στην αυλή. Κοντά στο πηγάδι σταμάτησα και κοίταξα μέσα. Τότε την είδα να βρίσκεται με το κεφάλι μέσα στο νερό ενώ τα πόδια της βρίσκονταν έξω. Δεν τα κουνούσε κι από αυτό κατάλαβα πως είναι νεκρή. Έφυγα και ήρθα να το αναγγείλω! Είσαστε οι πρώτοι που το μαθαίνετε!

          Έφυγαν κατευθείαν και οι δυο τους για το σπίτι της. Όταν έφτασαν έβγαλαν δυο πασσάλους από την περίφραξη και σαν άνοιξαν δρόμο μπήκαν μέσα. Στάθηκαν πάνω στο πηγάδι με την αγωνία στα μάτια και με το βλέμμα τους έψαχναν στο βάθος τις σκοτεινές του γωνιές να διακρίνουν το σώμα της. Και πράγματι σε λίγο το ξεχώρισαν να πλέει μέσα στο νερό και πάγωσαν.

           Η στενοχώρια ήταν διάχυτη και σε όσους είχαν τρέξει να βοηθήσουν. Το αναπάντεχο αυτό γεγονός  τους  ταρακούνησε πολύ.

           --- Να δέσουμε έναν άντρα με σχοινί και να τον κατεβάσουμε στο πηγάδι! είπε μ’ ένα γνέψιμο του κεφαλιού του ο στρατηγός και έδωσε εντολή σ’ έναν καλογυμνασμένο άντρα να κατέβει και να ανασύρει το σώμα.  Ο καλογυμνασμένος άντρας αμέσως βρέθηκε κοντά στο νεκρό σώμα. Με την καλή εκτίμησή του ήξερε τι έπρεπε να κάνει και με τη βοήθεια που του προσέφεραν οι απέξω, ανέσυρε το σώμα και σαν το απώθησε κάτω τους είπε με σφιγμένη καρδιά, δίνοντας έτσι και τη χαριστική βολή σε κάθε ελπίδα που ήθελε την κυρά  Χριστίνα να είναι ζωντανή:

         --- Είναι νεκρή! Τραγικό, αλλά αυτή είναι η αλήθεια!

         Εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο άντρας της και στάθηκε πάνω από το νεκρό της σώμα, σιωπηλός και χλομός, ενώ από τα μάτια του κυλούσαν  μεγάλες σταγόνες από δάκρυα. Κι αφού έσκυψε και της ασπάστηκε το πρόσωπό, ψέλλισε με έκφραση σκοτεινή και αμήχανη:

         --- Ας την πάμε μέσα στο σπίτι να την ετοιμάσουμε για την ταφή! Η αγαπητή μου γυναίκα απαλλάχτηκε μια και καλά από τα βάσανα της ζωής! Έχω μια μικρή υπόνοια πως το ζητούσε γιατί δεν ένιωθε καλά τελευταία!

         Ο Ζορμπαλάς τον πλησίασε κι αφού τον αγκάλιασε και τον συλλυπήθηκε του είπε χαμηλόφωνα στ’ αυτί:

         --- Η γοητεία της ήταν στην καλοσύνη και την απλοχεριά της  που φαίνεται πως εξαιτίας τους πλήρωσε το θάνατό της! Ο Θεός να τη συχωρέσει!

         --- Ναι, του είπε με θλιμμένη φωνή εκείνος. Σαν χριστιανοί πρέπει να είμαστε σπλαχνικοί μαζί της και να της συγχωρήσουμε κάθε κρίμα της.  Ήταν μια γραφική νότα στη συντροφιά μας.

          Σε λίγο η μακαρίτισσα βρισκόταν στο σπίτι της με τις γυναίκες δίπλα της να δείχνουν τη ευαισθησία και τον πόνο τους φροντίζοντάς την να πάρει τη θέση της στο φέρετρο που με μια έκρηξη συναισθηματικής φόρτισης ανέλαβε  την παραγγελία του από το φερετροποιό ο ίδιος ο στρατηγός. Οι εναπομείναντες συγγενείς, φίλοι και απλοί κάτοικοι του συνοικισμού, κάθε στιγμή όσο περίμεναν το φέρετρο, έδειχναν ανησυχία. λύπη και πόνο για τη μακαρίτισσα που  βρήκε ένα τόσο βάρβαρο τρόπο να πεθάνει ενώ όλοι συμφωνούσαν πως της άξιζε ένας καλύτερος.

         Το πρωί βρήκε τους περισσότερους  ανθρώπους της παρηγοριάς νυσταγμένους και με μάτια κόκκινα από την αϋπνία. Όλη νύχτα εγκωμίαζαν τη ζωή και τα έργα της  και πολλοί έσκυβαν κάθε τόσο πάνω από το φέρετρο και την ασπάζονταν. Ο άντρας της συνεχώς έκλαιγε ενώ οι αναστεναγμοί του δεν είχαν τέλος. Πιο πέρα οι άλλοι δυο ο στρατηγός και ο Ζορμπαλάς στιγμή δεν έπαψαν να μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτή την άτυχη αλλά τόσο ηθική και δίκαιη θνητή που τους ομόρφυνε τη γειτονιά με την αξιοθαύμαστη θυμοσοφία της. Η Κατερίνα απαρηγόρητη έστεκε κι αυτή με μια περίλυπη έκφραση ενώ ο λιμενάρχης με αυστηρό ύφος και στρατιωτική πειθαρχία έκανε ό,τι μπορούσε για να τονίσει τη δήθεν υπερβολική του θλίψη για το χαμό της καλής του γειτόνισσας με τη χρηστή ψυχή της.

           Ο στρατηγός που ήταν στα μέσα και στα έξω ενδιαφέρθηκε και για τον ιερωμένο που θα έκανε την ταφή και θα έψελνε στην νεκρώσιμη ακολουθία. Αφού ο διορισμένος ιερέας πατέρας Διονύσιος ασθενούσε και ήταν απαλλαγμένος των  καθηκόντων του λόγω αδείας, έπρεπε κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει και να τελέσει την ταφή. Γι’  αυτό η γνώμη του στρατηγού να καλέσουν τον καλόγερο Δανιήλ βρήκε ανταπόκριση και σε λίγο έφευγε για το βουνό ένας βοσκός με την εντολή να του ανακοινώσει την πρόσκληση των θνητών της ενορίας.  Ο βοσκός υπακούοντας στη θέλησή τους έφτασε γρήγορα στον προορισμό του και με ανήσυχη έκφραση σαν μπήκε στην αυλή του μοναστηριού, άρχισε να αναζητεί τον καλόγερο.

           Εκείνη τη στιγμή  ο καλόγερος μαζί με τον Ανάργυρο έσκαβαν με τα τσαπιά ένα κομμάτι γης για να το φυτέψουν κηπευτικά και χωρίς να ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο είχαν πέσει με πάθος στη δουλειά και δεν ακουγόταν παρά οι ρυθμικές αναπνοές τους κα ο ήχος που άφηναν στο μαλακό χώμα οι αξίνες.  Ο βοσκός τους πλησίασε κι αφού στάθηκε πιο πέρα τους ζύγιασε μ’ ένα παρατεταμένο εξεταστικό βλέμμα όταν είδε τον Ανάργυρο που τον θεωρούσαν κάτω στο συνοικισμό απολωλότα και απόρησε που αντί να κρύβεται, καλλιεργούσε τη γη με τόσο αμέριστη φροντίδα. Έτσι διστακτικά έβγαλε τα λόγια από μέσα του για να τους πει:

            --- Πέθανε η κυρά  Χριστίνα! Έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε χθες! Πως έγινε κανένας δεν ξέρει. Εμένα μ’ έστειλαν οι πατριώτες μας να το πω σε σένα πατέρα Δανιήλ και να επιληφθείς τη νεκρώσιμη ακολουθία γιατί ο πατέρας Διονύσιος βρίσκεται σε άδεια.

             Οι δυο τους σαν το άκουσαν έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα. Και υποτάχτηκαν στην άνευ όρων υποταγή της αναγκαιότητας της στιγμής ρίχνοντας κάτω τις αξίνες, ενώ πλησίασαν τον άνθρωπο για να μάθουν περισσότερα πράγματα από το τραγικό γεγονός.

             --- Ω, Θεέ μου! Γιατί μας φέρνεις μια τέτοια κακή είδηση! ψέλλισε ο καλόγερος και τον ρώτησε με αγωνία:

             --- Πνίγηκε στο πηγάδι, είπες; Την ανασύρατε και τη βρήκατε νεκρή;

             --- Ακριβώς!

             --- Πώς έπεσε στο πηγάδι; Κάποιος θα την έσπρωξε, δεν μπορεί να έπεσε μόνη της;

             --- Αυτό θα το βρει η ανάκριση. Εγώ ήρθα για να σου πω πως πρέπει να κατεβείς κάτω γιατί   το  απόγευμα θα γίνει η κηδεία της και χωρίς παπά είναι αδύνατο να τη θάψουμε.

             --- Στο πηγάδι! Ακούς εκεί να πέσει στο πηγάδι! ξεφώνισε κι ο Ανάργυρος ενώ ο θάνατός της φάνηκε να του έκανε στροφή στη διάθεση γιατί σήκωσε το κεφάλι του στα ουράνια και σήκωσε τα χέρια του με θρησκευτική έκφραση ενώ ψιθύρισε: γλυκιά και καλή Χριστίνα γιατί σιγοντάρησες το θάνατο αφήνοντας την καλή σου θέση εδώ στη γη για μια άλλη που όλοι αμφιβάλλουν αν θα είναι υπαρκτή;

               --- Φαντάζομαι τον άντρα της τι πόνο θα περνά; Τον ρώτησε ο καλόγερος και σταύρωσε τα χέρια του.

               --- Τον τύλιξε αναπάντεχα ο θάνατος της γυναίκας του  και είναι  πολύ σκληρό αυτό! είπε ο άνθρωπος ενώ δεν μπορούσε να κρύψει τη θλίψη του.

               --- Είναι δυστυχής αλλά επειδή τον ξέρω είμαι βέβαιος πως θα το αντιμετωπίσει με ηρεμία και ψυχραιμία χωρίς να μεταχειριστεί συμπεριφορές  ακρότητας  σαν την πενθήσει που ίσως προσβάλουν τη μακαρίτισσα και τη μνήμη της ως νεκρής, συμπλήρωσε ο καλόγερος και έκανε το σταυρό του.

               Στον καλόγερο έμεινε αδιευκρίνιστο αν είχαν εξασφαλίσει  άδεια από το δεσπότη της μητρόπολης για να κάνει αυτός την ταφή  ή και από τον ίδιο τον πατέρα Διονύσιο. Και με την ευθύτητα που πρέπει να έχει κάθε ιερωμένος όταν διαχειρίζεται θέματα της εκκλησίας τον ρώτησε με φωνή που ηχούσε στον αέρα σαν να έβγαινε  από εκκλησιαστικό όργανο:  

              --- Για να συμμετέχω στη νεκρώσιμη ακολουθία χρειάζεται άδεια από το μητροπολίτη! Το ξέρουν αυτό;

              --- Ο στρατηγός και ο λιμενάρχης είναι μανούλα σ’ αυτά! Θα σε αφήσουν χωρίς άδεια! Αν είναι δυνατόν!

             --- Κι εγώ αυτό λέω. Αν δε θέλεις τότε τίποτα άλλο μπορείς να πηγαίνεις. Εγώ θα ετοιμαστώ πρώτα και σε λίγο κατεβαίνω κάτω. Μην ανησυχούν να τους πεις,  τα προβλήματα θα ξεπεραστούν και η κηδεία θα γίνει.

             Υποκλίθηκε με σεβασμό ο βοσκός  κι αφού έσφιξε απαλά το χέρι του καλόγερου ξεκίνησε για το συνοικισμό.

              Πλησίασε σαν έμειναν οι δυο τους ο καλόγερος τον Ανάργυρο και του είπε κουνώντας τα χέρια και κοιτάζοντας χαμηλά προς τον Αγρίλη:

              --- Πριν φύγω, καλέ μου ψαρά, θέλω να σου αναθέσω κάποιες επείγουσες δουλειές που πρέπει να γίνουν για να προστατευθεί το μοναστήρι και να είμαι κι εγώ ήσυχος. Λοιπόν άκουσέ με προσοχή.  Θ’ ασφαλίσεις την εξώπορτα ώστε να μην μπει κανένας μέσα και κινδυνέψει το μοναστήρι. Όποιος κι αν με ζητήσει θα του πεις πως λείπω και ν’ αναβάλει την  επίσκεψή του για αύριο. Να ποτίσεις τον κήπο και το απόγευμα να φυτέψεις τις ντοματιές στο μέρος αυτό που σκάβουμε τώρα. Ευχαρίστως θα δεχόμουν να μαγειρέψεις και μια κοτόσουπα για να την βρω έτοιμη το βράδυ που θα γυρίσω.

             --- Καλά, θα τα κάνω όλα αυτά, του είπε με βεβαιότητα ο Ανάργυρος ενώ μια σύγχυση και μια αφηρημάδα φαινόταν να τον διακατέχουν, πράγμα που κατάλαβε ο καλόγερος.

             --- Δε βλέπω να το λες με όρεξη αυτό, του ψέλλισε και έμεινε για λίγο απορημένος με ανασηκωμένα τα φρύδια. Κι αμέσως του είπε:

            --- Αν σου συμβαίνει κάτι θέλω να μου το πεις.

            --- Σκέφτηκα μήπως πρέπει να έρθω κι εγώ μαζί σου ν’ αποχαιρετήσω την κυρά  Χριστίνα! Ήταν καλή και με είχε βοηθήσει όταν ορμητικά έπεφταν πάνω μου οι συμφορές.

            --- Ανάργυρε, είμαι έξυπνος άνθρωπος και το κατάλαβα ! Ωστόσο πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου. Σαν έρθεις στην κηδεία κινδυνεύεις να πέσεις στα χέρια τους. Ξεχνάς πως είσαι εδώ και κρύβεσαι για κάποια παρανομία σου;

            --- Ναι, είπε αυτός και σκυθρώπιασε.

          --- Σε περίπτωση που θα σε δουν αμέσως θα σε συλλάβουν. Αν θέλεις να υποστείς τις συνέπειες της πράξης σου δεν έχω λόγο να κατεβούμε μαζί κάτω. Αλλά συγκράτησε τα συναισθήματά σου πριν πάρεις οποιαδήποτε απόφαση.

          --- Μου λες να μην πάω;

          --- Σχεδόν καλά κατάλαβες! Η απόφαση όμως να πας ή να μην πας είναι δική σου!

          --- Κι αν κρυφτώ στο πλήθος;

          --- Ίσως κάποιο μάτι σε πάρει είδηση. Τότε τι θα κάνες;

          --- Έλα, ντε!

          Ο καλόγερος ξεκίνησε για το κελί του με βήμα αργό. Ο Ανάργυρος πίσω του  σαν έμεινε έδειχνε ανήσυχος και σου έδινε την εντύπωση πως κάτι φοβερό  τον βασάνιζε. Κάποια στιγμή αναστέναξε και με ανήσυχη σοβαρότητα κινήθηκε κι αυτός προς το δικό του κελί.

         

 

 

 

 

 

                                            = = =  

 

 

 

 

 

 

               Σαν πλησίαζε το απόγευμα στο σπίτι της συγχωρεμένης ήταν όλα έτοιμα για την κηδεία. Περίλυπος ο άντρας της ο κυρ Ανέστης είχε σκύψει πάνω από το φέρετρο και κοίταζε το άχαρο πρόσωπο της γυναίκας του, σιωπηλός και δακρυσμένος. Οι πιο πολλοί ήταν έξω από το σπίτι και περίμεναν τον καλόγερο, ενώ η αγωνία τους κορυφωνόταν όσο περνούσε η ώρα και δεν τον έβλεπαν να φαίνεται.  Όμως η ξινισμένη τους έκφραση έφτιαξε σαν τον είδαν σε λίγο να μπαίνει στην αυλή και να τους ευλογεί ενώ από τα χείλη του μια ευχή τους μιλούσε για τα εγκόσμια και το μάταιο τούτης της πρόσκαιρης ζωής.

               Όταν μπήκε μέσα. ζήτησε ένα μέρος ν’ αλλάξει και μετά με πλήρη χριστιανική ταπεινότητα πήρε θέση μπροστά στη νεκρή ψέλνοντας ένα ολιγόλεπτο ύμνους με ιδιαίτερη κατάνυξη και θρησκευτική σοβαρότητα. Σε λίγο έφτασε και η ώρα  της κηδείας. Οι τέσσερις που έσκυψαν για να μεταφέρουν το φέρετρο στο εκκλησάκι της Παναγίας εμφορούνταν από θλίψη και άκρατο πόνο. Και με σφιγμένα χείλη σήκωσαν το φέρετρο στα χέρια τους και ενώ δίπλα τους διαδραματιζόταν μια σκηνή πένθους και θλίψης, αυτοί σιωπηλοί κι ανέκφραστοι πήραν το δρόμο για την εκκλησία.

            Σαν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία όλοι πια βρέθηκαν πάνω στο στόμα του τάφου, που ανελέητος ζητούσε το σώμα της νεκρής γυναίκας να το δώσει τροφή στους σκώληκες! Έτσι οι τέσσερις νεκροθάφτες άφησαν να γλιστρήσει το φέρετρο από τα χέρια τους μέσα στον υγρό τάφο κι ενώ αυτός το ρούφηξε πολλά χέρια σκόρπισαν πάνω του χώμα με τις χούφτες τους αφήνοντας ταυτόχρονα κι ένα << αχ >> για το τελευταίο κι αγύριστο ταξίδι της θανούσης. Κι αμέσως τα φτυάρια έκαναν την υπόλοιπη δουλειά ρίχνοντας όσο χώμα χρειαζόταν για να σκεπαστεί το νεκρό σώμα.

            --- Ο Θεός να την αναπαύσει, Χριστιανοί! ψέλλισε με λύπη ο καλόγερος και κάνοντας το σταυρό του απομακρύνθηκε από τον τάφο ενώ έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του, κλείνοντας έτσι την αυλαία αυτής της ανθρώπινης ιστορίας.

          Ύστερα άρχισε να φεύγει κι ο κόσμος ενώ πάνω από τον τάφο και μέχρι που έφτανε το μάτι σου η ατμόσφαιρα γινόταν ακαταμάχητα τραγική με τόσους νεκρούς κάτω από το χώμα.

 

 

 

 

 

 

                                          

                                                      = = =  

 

 

 

 

 

 

 

              Μόλις έφυγε ο καλόγερος απ’ το μοναστήρι ο Ανάργυρος δεν μπορούσε να ησυχάσει. Όσο σκεφτόταν πως θα έλειπε από την κηδεία της κυρά Χριστίνας του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι  ένα βάρος σαν πόνος του έσφιγγε την καρδιά και του προκαλούσε αβάσταχτη θλίψη και στενοχώρια. Πάλεψε λίγο με τον εαυτό του μήπως και το ξεπεράσει αλλά δεν πέτυχε τίποτα γιατί όσο περνούσε η ώρα κι αυτός έμενε μακριά από την κηδεία η ενοχή του μεγάλωνε και γινόταν ανυπόφορη.

           Έτσι πήρε την απόφαση να πάει στην κηδεία με όσο κόστος κι αν είχε αυτή του η αποκοτιά για τη ζωή του. Και τελείως απροσδόκητα θα έλεγε κανείς βρέθηκε σε λίγο να κρύβεται πίσω από το βορινό μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι και σαν είδε πως είχαν φύγει και οι τελευταίοι πήδησε μέσα και πλησίασε στο σκεπασμένο τάφο. Αφού άφησε πάνω του λίγα αγριολούλουδα που είχε φέρει από το μοναστήρι, γονάτισε και φιλώντας το νωπό ακόμα χώμα, ψέλλισε με δάκρυα στα μάτια:

            --- Συγχωρεμένη να είσαι κυρά Χριστίνα κι ο Θεός να σου δώσει ανάπαυση στον Παράδεισο που θα σε κατατάξει. Αιωνία σου η μνήμη!

            Έκανε το σταυρό του κι αφού ξόδεψε λίγο χρόνο να κοιτάξει τα πλησιέστερα μνήματα άφησε το νεκροταφείο με μια ιδιαίτερη ικανοποίηση που είχε κάνει το χρέος του απέναντι στην ταπεινή θνητή που η μορφή της δεν έλεγε να  εγκαταλείψει την παρουσία της στο μυαλό του. 

            Στο μοναστήρι ο καλόγερος τον αναζήτησε, αλλά δεν ανησύχησε γιατί ήταν σίγουρος πως η ευγενική του καρδιά είχε λυγίσει κάτω από το χρέος του να τιμήσει τη νεκρή και είχε επισκεφτεί τον τάφο της.  Έτσι σαν ταχτοποίησε το εργαστήριο της ζωγραφικής, πήγε στη βιβλιοθήκη όπως συνήθισε τώρα στα τελευταία χρόνια της ζωής του και συγκεκριμένα από τότε που είχε αρχίσει να γερνάει και έβρισκε καταφύγιο στις πνευματικές του αναζητήσεις αλλά και στο εναγώνιο πρόβλημα του θανάτου που το έβλεπε να πλησιάζει. Εκεί τώρα παίρνοντας ένα βιβλίο στα χέρια του προσπαθούσε μέσα από τη γλυκιά μέθη των σελίδων του να κάνει την καρδιά του να ευθυμήσει ύστερα κιόλας από το βίωμα που ένιωσε μπροστά στο τραγικό γεγονός του θανάτου.  Εκεί μέσα τον βρήκε ο Ανάργυρος και σαν κάθισε και τον κοίταξε προσεκτικά και με κάποια απογοήτευση του είπε με γλυκύτητα και αξιοπρέπεια:

            --- Η ηρεμία σου δείχνει, πατέρα Δανιήλ, πόσο άξιος ιερωμένος και ηθικός άνθρωπος είσαι! Άλλος στη θέση σου θα μου έψελνε τον εξάψαλμο! Εσύ όμως αν και μάντεψες που ήμουν με δέχεσαι με ταπεινότητα! Σ’ ευχαριστώ!

            Εκείνος γέλασε κι άφησε το βιβλίο από τα χέρια του ενώ μια λάμψη φωτός περίχυσε το ήρεμο και γλυκό πρόσωπό του. Ύστερα με μια έκρηξη οργής του είπε:

            --- Και ποιος σατανάς θα μπορούσε γιε μου, να αντισταθεί στην ευγενική  επιθυμία της ψυχής σου να αποδώσεις φόρο τιμής σε μια νεκρή; Κανένας!  Ο Θεός να ξέρεις το ζήτησε αυτό και εσύ υπάκουσες στην εντολή του! Μην έχεις τύψεις κι ενοχές γι’ αυτό που έκανες!

            --- Έτσι είναι! αναφώνησε αυτός κι έδειξε χαρούμενος. Για να το λες εσύ, έτσι είναι!

           --- Να σου πω και τη μαύρη αλήθεια σαν έφυγα από’ δω, είπα μέσα μου << αυτός ο τρισκατάρατος  δεν μπορεί θα μου την κάνει τη λαδιά και θα με ακολουθήσει>> και να που έγινε.

           --- Δεν το άντεχε η ψυχή μου να μείνω εδώ και να μην πάω στην κηδεία της, πάτερ μου! Γειτόνισσά μου ήταν, φίλη μου, φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί τόσα χρόνια δε μου πήγαινε να μην πάω. Λέγαμε πολλές φορές τα βάσανά μας, φέρναμε τον κόσμο  ανάποδα με τις συζητήσεις μας και εν ολίγοις με πήγαινε και την πήγαινα. Έτσι σαν έφυγες πήρα το μονοπάτι και κατέβηκα κάτω. Κρύφτηκα πίσω από το μαντρότοιχο του νεκροταφείου και παρακολούθησα όλη την ταφή χωρίς να με δει μάτι. Σαν άδειασε ο τόπος πήδησα μέσα και την τίμησα! Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Τώρα η ψυχή μου είναι πλήρης και νιώθει ικανοποιημένη. Αν δεν το έκανα ίσως το βάρος που θα την είχε πλακώσει θα με αρρώσταινε.

          --- Καλά έκανες και πήγες, σου είπα!  Ο άνθρωπος είναι ένα πέρασμα, ένα ηλιοβασίλεμα δεν πρέπει να έχει έχθρες και μίση! Καλά έκανες!

          Θα κόντευε οκτώ και η δύση φαινόταν να έρχεται ντυμένη στα ροζ και στα κόκκινα και να χρωματίζει ένα ηλιοβασίλεμα ανεπανάληπτο. Τα λιγοστά σύννεφα στα νότια που άρχιζαν να πλησιάζουν σαν δρομείς που προπονούνταν όσο κι αν πλησίαζαν δεν μπορούσαν να το κρύψουν γιατί ήταν μικρά και ανάερα που ίσα- ίσα  θα το στόλιζαν με πλουσιότερη ζωγραφική ομορφιά. Ήταν η ώρα που ο καλόγερος έτρωγε και ένιωθε υπερβολικά ευτυχής όταν απολάμβανε από εκείνο το παραδεισένιο μέρος τη γεύση του δείπνου κάτω από το θρόισμα των φύλλων, τον κόκκινο δίσκο του ήλιου και το δροσερό αεράκι που ερχόταν σαν βάλσαμο από το βουνό.

           Έτσι με την αίσθηση της πείνας στο στόμα του, του είπε με παρακαλεστική διάθεση:

           --- Ο καιρός είναι θαυμάσιος, Ανάργυρε και λέω να πάρουμε μια μπουκιά στρώνοντας το τραπέζι έξω στο μπαλκόνι, βλέποντας και το ηλιοβασίλεμα. Δε σου κρύβω πως πεινάω σαν λύκος και η σκέψη μου είναι συνέχεια στο φαγητό.

          Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε με το δίσκο γεμάτο πιατικά, κουτάλια, ζυμωτό ψωμί, κοτόσουπα και ελιές. Έβαλε κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και αφού τα ευλόγησε του είπε με εύθυμο τρόπο:

         --- Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς φαγητό, κι άφησε να λένε ότι θέλουν αυτοί  που υποστηρίζουν να αποφεύγουμε την ύλη και να υποταχτούμε στο πνεύμα. Εγώ είμαι της γνώμης πως και τα δυο είναι ωφέλιμα εξίσου στον άνθρωπο αρκεί να γίνεται έλλογη χρήση τους.

        --- Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε εκείνος και έπεσε με βουλιμία στο φαγητό.

        Το ίδιο έκανε κι ο καλόγερος και με μια μικρή διακοπή του είπε, με μια σκαστή ελαφριά ματιά:

         --- Σαν το κάθε τραπέζι είναι γεμάτο το μόνο που πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι πριν βάλουν μπουκιά στο στόμα τους είναι να ευχαριστήσουν το Θεό που φρόντισε να τους το έχει γεμάτο!

         Ο Ανάργυρος γέλασε δείχνοντας τα λευκά του δόντια. Η  μεγαλειώδη αυτή κουβέντα του καλόγερου του φάνηκε μάλλον δυσνόητη και ουτοπική. Όταν έφαγαν το φαγητό τους ο καλόγερος κράτησε τις βασικές τους ηθικές αρχές που τις εφάρμοζε σε κάθε προσκεκλημένο του μοναστηριού και που τον έκαναν κοινωνό μια συζήτησης υπερκόσμιας, κάνοντάς τον έτσι να αποκομίζει κι ένα μάθημα σωφροσύνης από την επίσκεψή του στο μοναστήρι. Έτσι για να ανοίξει με κύρος τη μετά φαγητού συζήτηση, είπε στον Ανάργυρο:         

            --- Πάει και η κυρά Χριστίνα, Ανάργυρε! Έβαλε ο Θεός το χέρι του πάνω της και την πήρε! Τι σου είναι η ζωή!

            Εκείνος φάνηκε να θλίβεται και βγάζοντας ένα αναστεναγμό, ψιθύρισε υποτονικά:

            --- Ένα λουλούδι είναι η ζωή που κάποια στιγμή μαραίνεται και χάνεται!

            --- Ναι! Για μένα το τρομερό δεν είναι ο θάνατος αλλά τούτο: Κάποτε να είσαι μέσα στη ζωή και σαν γίνεις εβδομήντα και ογδόντα χρονών να είσαι στο ράφι της! Αυτό με σκοτώνει με κάνει να αμφισβητώ τις καλές  διαθέσεις του Ύψιστου για την αγάπη του που δήθεν έχει για μας και βρίσκω πολύ παιδαριώδη την άποψη πως είμαστε απ’ όλα τα όντα που δημιούργησε το πιο υπερούσιο!

         --- Σωστά! Αλλά και τούτο πως το έχεις πάλι, ενώ είσαι όλο χόχλο και δύναμη με όνειρα, σκέψη και οράματα κι ένα πρωί να τ’ αφήνεις στη μέση και να μπαίνεις μέσα στον τάφο γενόμενος τροφή στα σκουλήκια! Είναι δίκαιο αυτό και συμβαδίζει με την ευσπλαχνία του Θεού;

         --- Πολύ ωραία τα λες, Ανάργυρε! Αλλά χρέος μας είναι να δεχόμαστε ότι έφτιαξε ο Θεός χωρίς κριτική. Θα έχεις ακούσει θαρρώ << το πίστευε και μη ερεύνα>>. Αν κρίνουμε χωρίς μέτρο αυτά που εμείς θεωρούμε ασύμφορα θα φτάσουμε σε φαύλο κύκλο.

        --- Ναι, αλλά δε μας κακοφαίνεται, άγιε πατέρα, που σαν εμείς δε θα υπάρχουμε κάποιοι άλλοι θα ζουν και θα χαίρονται τις χαρές της ζωής; Δε μας τρελαίνει αυτό σαν το σκεφτόμαστε;

        Σιώπησε ο καλόγερος ενώ έκανε πως δεν άκουσε, κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα που έκανε το Ιόνιο να πυρπολείται και κολυμπάει μέσα στα πορφυρά χρώματά του. Η εικόνα ήταν μαγευτική που θεώρησε για λίγο τη συζήτηση λήξασα εμπιστευόμενος περισσότερο την αθώα φύση παρά τη διαλεκτική αμφισβήτηση του Ανάργυρου. Η θερμή όμως ιδιοσυγκρασία του Ανάργυρου που τον προκαλούσε δεν τον άφησε σε χλωρό κλαρί,  και του είπε:

           --- Απαλλάξου από τέτοιες έγνοιες, Ανάργυρε, δε σε ωφελούν! Φάε, πιες, δούλευε, γλέντα, αγάπα και μη σε νοιάζει τι  θ’ απογίνεις σαν πεθάνεις και που θα πας! Για όλα έχει τη λύση του ο Θεός!
           --- Το ξέρω! του αποκρίθηκε αυτός  ενώ ήταν έτοιμος να του πει κάτι, ομολογώντας τη διαφωνία του.

           Ο καλόγερος τον κοίταξε χαλαρά και του έκοψε τη φόρα. Είχε καταλάβει πως ο άνθρωπος που ήταν απέναντί του δεν ήταν ονειροπόλος αλλά ένας σκεπτόμενος που έμπαινε βαθιά στην ουσία του κάθε υπαρξιακού προβλήματος που βασάνιζες τον άνθρωπο. Έτσι για να τον σταματήσει λίγο και να του βάλει φρένο στις αμφισβητήσεις του, του είπε χαμηλόφωνα!

             --- Δε σου αρέσει τούτο, δε σου αρέσει το άλλο, αλλά δε μας λες όμως Ανάργυρε πως εσύ θα ήθελες να έχουν τα πράγματα!

             Το πρόσωπο του Ανάργυρου έμεινε ακίνητο. Έσκυψε λίγο και σαν κρέμασε και τα δυο του χέρια και δάγκωσε το πάνω χείλος, έμεινε για λίγο αναποφάσιστος. Έπειτα σήκωσε απαλά το κεφάλι και με βλέμμα που έδειχνε ικανοποίηση, είπε:

             --- Πολλά δε μου αρέσουν όπως κι εσένα, πάτερ μου! Αλλά πιο πολύ δε μου αρέσουν, τα γηρατειά, οι αρρώστιες και ο θάνατος! Δεν μπορούσαν να είχαν ρυθμιστεί έτσι που να μην υπήρχαν;

             --- Έχεις δίκιο, αλλά αν ήταν δυνατόν να μην υπήρχαν, νομίζεις πως ο Θεός δε θα συνηγορούσε;  Να ξέρεις όμως πως όποιος έχει βρει τη λύτρωση δεν τα φοβάται!

            --- Μα τις λες, πάτερ μου; Υπάρχει άνθρωπος που να μη τα φοβάται;

            --- Ναι, υπάρχει, εκείνος που έχει απαλλαγεί από τα γήινα και τα εφήμερα κι έχει υψωθεί στα υπερβατά και αιώνια!

            --- Και ποιος είναι αυτός, πάτερ μου;

            --- Ποιος είναι; Ποιος άλλος από το σοφό άνθρωπο!

            Ο Ανάργυρος έσκυψε κάτω από το βάρος των λόγων του και σιώπησε για λίγο χαμογελαστά ενώ σαν σήκωσε το κεφάλι του με κάπως υπερβολικό κέφι τον ρώτησε:

            --- Και πώς γίνεται κανείς σοφός;

            ---Σαν αγαπήσει το Θεό!

            Ο Ανάργυρος τον κοίταξε με λοξό βλέμμα γιατί του φάνηκε πως τον δούλευε. Είχε ταραχθεί κάπως και για να κρύψει την ταραχή του, έστρεψε το πρόσωπό του προς τη θάλασσα. Δεν ανεχόταν πλέον την κατάσταση αυτή του καλόγερου και αναγκάστηκε να μη μιλήσει προς το παρόν για να μην τον προκαλέσει με καμιά αταίριαστη φράση. Γι’ αυτό προτίμησε τη σιωπή από την κουβέντα. Ωστόσο ο καλόγερος, αμετανόητα ζητούσε να συνεχιστεί η συζήτηση, αδιαφορώντας για τις τυχόν  επικίνδυνες προεκτάσεις της. Κι επειδή δε γινόταν να σιωπήσει, τον ρώτησε με ζαρωμένα φρύδια:

          --- Δε συμφωνείς, ε;

          Ο Ανάργυρος άφησε να πέσει βαρύ το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας και του είπε με υψωμένη φωνή, αλλά χωρίς καμιά επίδειξη των φορτισμένων συναισθημάτων του:

           --- Όλα στο Θεό τα ρίχνεις, άγιε πατέρα ενώ ξεχνάς πως αυτό είναι απόκρυψη της αλήθειας.

          Εκείνος άπλωσε το χέρι του για να τον σταματήσει και είπε;
          --- Ξέρω τι θέλεις να πεις Ανάργυρε, αλλά σου λέω τούτο: πως δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τον άνθρωπο εκτός απ’ αυτή του Θεού! Μόνο σαν είναι ο άνθρωπος κοντά στο Θεό υπάρχει ελπίδα να σωθεί!

         Εκείνος γέλασε. Έπιασε ύστερα το πιγούνι του και σαν τον κοίταξε,
κατάματα του ψιθύρισε:

          --- Αφού το λες εσύ, ένας σημαντικό μέλος της πίστης, έτσι θα είναι!

         Είπε αυτά τα λόγια και βυθίστηκε βαθιά στην πολυθρόνα ενώ κοίταζε αχόρταγα τον ορίζοντα που ήταν βαμμένος στα χρώματα της δύσης. Σχεδόν συγκλονισμένος από την ομορφιά που έβλεπε μπροστά του, αδιαφόρησε για τον καλόγερο και την κουβέντα του και συνέχιζε για πολλή ώρα να έχει καρφώσει τα μάτια του στον ορίζοντα. Μόνο σαν άρχιζε να έρχεται το σούρουπο, κοίταξε τον καλόγερο που κι αυτός ήταν γοητευμένος μ’ αυτό που έβλεπε, και του είπε με γλυκιά έκφραση ενώ άπλωσε το χέρι και του έδειξε όλο τον θαυμάσιο πίνακα που άρχισε να ξεδιπλώνεται με τον ερχομό της νύχτας μπροστά τους:

        --- Σε παρακαλώ να ζωγραφίσεις ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα σαν αυτό που είδαμε πριν από λίγο! Δεν είναι πλάνη να φύγεις από τις αγιογραφίες ούτε και αμαρτία!

        Εκείνος χαμογέλασε και σηκώθηκε. Ήταν σχεδόν πεπεισμένος για την   ορθότητα των λόγων του. Το άφηνε όμως στο μέλλον γιατί προς το παρόν είχε να ετοιμάσει αρκετές αγιογραφίες. Έτσι απλά συμμερίστηκε τη γνώμη του και τη σωστή του παρατήρηση, αφήνοντας για το μέλλον τη σημαντική επικαρπία των λόγων του. Έτσι με γερμένο το κεφάλι του
προς την πόρτα του εργαστηρίου, είπε στον Ανάργυρο:

        --- Θα πάω να βάλω μερικές πινελιές ακόμη και θα επιστρέψω μετά για ύπνο. Εσύ μάζεψε το τραπέζι και φρόντισε να περάσεις το χρόνο σου μέχρι την ώρα του ύπνου με κάτι ευχάριστο και σημαντικό. Το μοναστήρι έχει πολλούς θησαυρούς που μπορείς σαν τους ανακαλύψεις να νιώσεις υπέροχα μαζί του. Μάζεψε το αντερί του και προχώρησε με αρκετή ζωηρότητα προς την πόρτα του εργαστηρίου του.

         Υπάκουσε κι ο Ανάργυρος στην εντολή του να μαζέψει το τραπέζι και  με μια επιβλητική άνεση μετέφερε όλα τα πιατικά στην κουζίνα ενώ κάθισε για λίγο στο μικρό καθιστικό για να αποφασίσει το είδος της δραστηριότητας που θα επέλεγε μέχρι την ώρα που θα ξάπλωνε στο κρεβάτι.

 

 

 

 

 

 

 

                                                   = = =          

 

 

 

 

 

 

 

            Ο Ζορμπαλάς χάζευε κι αυτός το ηλιοβασίλεμα σαν επέστρεψε από την κηδεία κι ένιωθε μια ήρεμη στιγμή ξενοιασιάς ατενίζοντας τα πορφυρά του χρώματα.  Είχε λίγη ζέστη αλλά και ησυχία. Η μοσχοβολιά από τα άνθη του κήπου τον μεθούσαν κι απέναντί του μια χαμηλή κατεβασμένη μαρκίζα που προστάτευε μερικά ξύλινα καλά έπιπλα, στολισμένη με ολόλευκους οβελίσκους έδινε μια θαυμάσια εικόνα στο ήδη ωραίο περιβάλλον της αυλής. Στο λιθόστρωτο άκουσε βήματα και κοίταξε. Το μάτι του πήρε πίσω από τη ροζιασμένη καρυδιά τη σιλουέτα του στρατηγού να περπατά σκυφτή και να τον πλησιάζει. Σηκώθηκε και με αμηχανία κίνησε να τον προϋπαντήσει. Κάτω από τη κατάφορτη κληματαριά συναντήθηκαν και με μια υποτυπώδη χειραψία επιστέγασαν τη συνάντησή τους που θα έπαιρνε μέρος στο δυτικό μπαλκόνι του σπιτιού με θέα το Ιόνιο, που άρχιζε να φωσφορίζει από τις πρώτες αχτίδες των άστρων.

            --- Δεν ένιωθα καλά, μετά την κηδεία, του είπε ο στρατηγός σαν κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και είπα να έρθω προς τα εδώ και να ερεθίσουμε τη σκέψη μας με κάτι καλύτερο από το θάνατο και το χαμό της καλής φίλης και πατριώτισσας Χριστίνας. Πριν πάρω την απόφαση να σε επισκεφτώ ασχολήθηκα με τον κήπο, κλαδεύοντας τα λιγούστρα του φράχτη που είχαν φτάσει στα ύψη και ποτίζοντας τα άνθη που δεν αναπτύσσονται και τόσο καλά μ’ αυτή τη ζέστη του Μαρτίου. Είχα την αίσθηση πως κάτι μου έλειπε και δεν αισθανόμουν καλά όση ώρα έκανα αυτές τις δουλειές. Έτσι ξεγλίστρησα και ήρθα ως εδώ. Που ξέρεις, μπορεί κοντά σου να βρω εκείνο που θέλω!

            Ο Ζορμπαλάς τον κοίταξε με συμπάθια και του είπε, σκάζοντας ένα γελάκι :

            --- Έπραξες πολύ καλά και λογικά, στρατηγέ! Διαχειρίζεσαι τον ελεύθερο χρόνο σου όπως θέλεις κι αυτό σε κάνει ευτυχή άνθρωπο, πράγμα που δεν μπορώ να το κάνω εγώ!

            --- Γιατί δεν μπορείς, εσύ;

            --- Γράφω συνεχώς κι αυτό μου στερεί την ελευθερία μου να χρησιμοποιήσω το χρόνο μου για ξεκούραση.

            --- Η λογική είναι, όπως κι εσύ παραδέχτηκες το υψηλότερο πάνω στη γη. Γιατί δεν την επικαλείσαι και να αφήσεις για λίγο το γράψιμο, φροντίζοντας τον εαυτό σου;

             --- Δεν μπορώ!

             --- Ωραία δεν μπορείς! Το είδες τουλάχιστον το ηλιοβασίλεμα;

              Ο Ζορμπαλάς τον κοίταξε κι αναζήτησε κάτι, δεξιά κι αριστερά. Ύστερα βιάστηκε να του πει:

             --- Όλα τα βλέπω, στρατηγέ! Δεν ξέρω αν σου έχω δώσει την εντύπωση πως αδιαφορώ για ό,τι συμβαίνει γύρω μου, αλλά σε πληροφορώ πως βλέπω ακόμη και με τα μάτια της ψυχής μου αν μ’ ενδιαφέρει και με συγκινεί κάτι.

            Πέρασαν κάποια λεπτά ατέλειωτα  σιγής. Κανείς δε μιλούσε λες και μια φοβερή καταιγίδα είχε πλακώσει μέσα στο χώρο που κάθονταν.. Δεν ακουγόταν καμιά άλλη κίνηση εκτός από το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων που τα χάιδευε ο αέρας σαν ερχόταν από τη μεριά της θάλασσας. Ο στρατηγός σε λίγο σαν απίθωσε το δεξί του χέρι στο μπράτσο της πολυθρόνας του είπε, με μια διαμαρτυρόμενη ένταση:

           --- Να, λοιπόν που κάποιοι έχετε και μάτια στην ψυχή, ενώ εμείς οι παρίες δε βλέπουμε καλά- καλά με αυτά του προσώπου! Αυτό θέλεις να πεις, όψιμε συγγραφέα;  Αν το πιστεύεις αυτό που λες, σου υπενθυμίζω πως είσαι βαθιά νυχτωμένος! Και τούτο γιατί και τα μάτια της ψυχής δεν είναι πάντοτε αθώα!

           Εκείνος γέλασε και του είπε:

           --- Πολύ καλά, δεν είμαι όμως διατεθειμένος να το πιστέψω!

           --- Κι όμως! Να ξέρεις πως και τα μάτια της ψυχής διαπράττουν αμαρτήματα και δεν στερούνται ασελγών πράξεων και νοημάτων! Και για να το πω πιο ποιητικά όπως το θέλετε εσείς οι άνθρωποι της πένας, δεν αντιγράφουν πάντα εκείνα που τα θεωρούν ερεθίσματα για έμπνευση και δημιουργία αθάνατων έργων!

           --- Όμως αυτή την ικανότητα να βλέπουν και με τα μάτια της ψυχής δεν την έχουν πολλοί άνθρωποι. Μπορώ να σου πω ελάχιστοι οι εκλεκτοί.

           Εδώ ο στρατηγός φάνηκε να συμφωνούσε μαζί του. Και το έδειξε με μια χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού του προς τα κάτω ενώ του είπε με φωνή που ηχούσε ωραία στ’ αυτιά του Ζορμπαλά:

           --- Θέλεις να σου πω μια μικρή ιστορία για να επιβεβαιώσουμε του λόγου το αληθές σ’ αυτό που είπες;

        --- Πως δε θέλω!

        ---Το 1974 λοιπόν, με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, ένιωσα τέτοιο πόνο που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλη φορά στη ζωή μου αν και είχα έρθει αντιμέτωπος πολλές φορές με τα θανατηφόρα πλοκάμια του.   Κρατούσαμε άμυνα εγώ με τους άντρες μου σ΄ ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία, όταν έκαναν γιουρούσι οι Τούρκοι με οβίδες και οπλοπολυβόλα και μας πήραν φαλάγγι, τόσο το στρατό όσο και τον άμαχο πληθυσμό.  Όσο κι αν αντισταθήκαμε δεν μπορέσαμε να τους συγκρατήσουμε και οι λυσσασμένες ορδές του Αττίλα, μας ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουμε άρον- άρον για γλιτώσουμε, τι άλλο, εαυτούς και μόνο. Περνώντας από ένα μικρό ισόγειο σπίτι, φραγμένο από σύρμα και φτιαγμένο από φύλλα τσίγκου, πνιγμένα στη σκουριά και στη σαπίλα, μια φωνή που έβγαινε από μέσα και ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, μ΄ έκανε να σταματήσω και να βάλω το πρόσωπό μου στο παράθυρο για να εξιχνιάσω τα συμβαίνοντα εκεί μέσα.  Καλύτερα να μην το έκανα! Τι να δω!

         Μια ολόκληρη οικογένεια ελληνοκυπρίων σφαγμένη εκτός από την τρίχρονη κόρη, με τα σώματά τους σκορπισμένα εδώ κι εκεί! Το αντρόγυνο, και δυο αγόρια, νεκροί όλοι και πνιγμένοι στο αίμα, εκτός όπως σου είπα από το τρίχρονο κορίτσι. Και το πιο φριχτό που αντίκρισα ήταν  η εικόνα του μικρού κοριτσιού  να κάθεται πάνω στα αίματα και να κλαίει με μάτια που έστελναν φόβο και τρόμο. Πήδησα μέσα σαν αφηνιασμένος ταύρος και το πήρα στην αγκαλιά μου. Τα χωμένα μικρά του μάτια που με κοιτούσαν με τέτοιο θάμπωμα σαν να με ρωτούσαν γιατί αυτή η σφαγή με κατέστησαν ένα άβουλο και ένοχο ανθρωπάκι. Απλά σε μια απεγνωσμένη μου προσπάθεια να  ξεφύγω από την ντροπή του ανθρώπου, έκλεισα τα μάτια για να μην το βλέπω! Ωστόσο δεν μπορούσα να μη βλέπω το παιδί, αλλά και τις εικόνες φρίκης που δευτερόλεπτα πριν είχα δει όταν μπήκα μέσα στο σπίτι! Τα μάτια της ψυχής, όπως είπες, συνέχιζαν να βλέπουν και δυστυχώς και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια δε λένε να ξεχάσουν!

           Φαινόταν συγκινημένος, ενώ τα μάτια του ήταν υγρά. Κοιτούσε αμήχανα γύρω του και σου έδινε την εντύπωση πως υπόφερε πολύ μετά από τη φρικιαστική αυτή εξομολόγησή του. Τον είδε ο Ζορμπαλάς  και του είπε με λόγια που έβαλε και κάποια έμφαση για να τον κάνει να δει τα πράγματα ρεαλιστικά και ν’ αποφύγει κάθε συναισθηματική φόρτιση:

           --- Μην τα σκέφτεσαι αυτά στρατηγέ μου, ξέχασέ τα, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να ξεσκαλίζουν το παρελθόν και να σου δείχνουν τις αγιάτρευτες πληγές του. Ρίξε τους πάνω μια ταφόπετρα κι άφησέ τα να μένουν εκεί θαμμένα όπως ταιριάζει σε γεγονότα που οι μνήμες τους προκαλούν δυστυχία και μόνο.

           Ο στρατηγός  άρχισε να γελάει. Γελούσε με το στόμα ανοιχτό και τρανταχτά χωρίς να ντρέπεται  και μάλιστα δείχνοντας πως το ευχαριστιότανε. Μάλιστα  κοιτούσε καλόκαρδα και το Ζορμπαλά σαν να του  έλεγε να κάνει κι αυτός το ίδιο. Κι αφού κατακλύστηκε από ποικίλα συναισθήματα κι άλλαξε η έκφραση του προσώπου του γινόμενη άγρια κι επιθετική, του είπε με έμφαση στα λόγια του;

           --- Δεν μπορώ, Μιχάλη να τους βάλω ταφόπετρα όπως λες και να μη τα σκέφτομαι! Όλες αυτές οι φριχτές αναμνήσεις του παρελθόντος μεταμορφώνονται σε φίδια κι έρχονται σε ώρες κρίσης και περισυλλογής να ζητούν να με σκοτώσουν!  Και τότε γίνομαι χλομός από το φόβο μου και ζητώ πραγματικά το θάνατό μου ν’ απαλλαγώ από το φοβερό μαρτύριο της τύψης και της ενοχής.

          Ο Ζορμπαλάς τον κοιτούσε και τον λυπόταν. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα άλλο από το στόμα του και θερμοπαρακαλούσε να σιωπήσει. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο ταραγμένο που η χλομή του όψη του προκαλούσε αηδία και φρίκη.  Βρισκόταν λοιπόν ο στρατηγός σε κρίσιμη θέση με τη δυστυχία να τον σπρώχνει στη σκληρή πραγματικότητα που τον ήθελε στα πρόθυρα της εγκατάλειψης και της πλήρους εκμηδένισης της προσωπικότητάς του;

           Με ψυχραιμία τότε του είπε:

           --- Και γιατί να έχεις τύψεις στρατηγέ για κάτι που άλλοι ευθύνονται; Εσύ εκτελούσες εντολές πιστεύοντας πως σκοτώνοντας θα έσωζες την κληρονομιά της πατρίδας μας. Η ενεργητικότητά σου αυτή δεν συμπίπτει με την κακή επινοητικότητα των κυβερνήσεων. Ο πόλεμος είναι κάτι που δεν εξαντλείται όσο κι αν τα πρόσωπα δεν τον θέλουν. Αν αυτό που έκανες το έκανες με αγάπη και πίστη για την πατρίδα και τον άνθρωπο είσαι δικαιωμένος. Προσωπικά δεν προχώρησες σε σφαγές και λεηλασίες αλλά έπραξες αγαπώντας την ιδέα της δικαιοσύνης.

        Εκείνος τον κοίταξε με βλέμμα χαριτωμένο και σοβαρό. Στο πρόσωπό του για λίγο έλαμψε όλος ο πόνος που είχε στην καρδιά και με ύφος που το τόνισε για να φανεί σπουδαίος του είπε με ένα απερίγραπτο αίσθημα κύρους:

         --- Θέλεις να πεις πως σκότωσα εχθρούς της πατρίδας;

         --- Αυτό ναι!

         --- Δεν ήταν όμως άνθρωποι;

         --- Ήταν!

         Μ’ ένα ξέσπασμα ο στρατηγός αντέδρασε με πρωτοφανή ένταση για να πει;

        --- Ω! Θεέ μου! Δεν αρμόζει καθόλου να μιλάμε με περιφρόνηση για τους νεκρούς κι αν ακόμη είναι εχθροί! Άνθρωποι είναι κι αυτοί που όποιος τους σκοτώνει είναι φονιάς! Φονιάς είμαι κι εγώ! 

        Τα ξέθωρα μάτια του θάμπωσαν και τα έζωσαν κόκκινοι κύκλοι που έφτασαν μέχρι τα μήλα του προσώπου του. Ήταν φως φανάρι πως υπόφερε πολύ και ένιωθε σε μεγάλο βαθμό δυστυχισμένος. Σε καμιά περίπτωση δεν έδειχνε διατεθειμένος να ακούσει μια άλλη άποψη που θα τον έβγαζε δικαιωμένο.

          Ο Ζορμπαλάς ένιωθε οδύνη για τη θέση που βρισκόταν ο στρατηγός και για να τον απαλλάξει από το βαρύ φορτίο της στενοχώριας και της δυσθυμίας έκρινε πως έπρεπε να του πει κάτι πνευματώδες που να του διεγείρει φιλοτιμία καλής θελήσεως να τον ακούσει για να αποκτήσει την αυτοκυριαρχία του. Γι’ αυτό δεν παρέλειψε να του πει:
           --- Ναι, αλλά η πατρίς υπέρμαχος των ελευθεριών των πολιτών της, κατέστησε εσένα εντολοδόχο να υπερασπιστείς αυτή την ευθύνη της.

Έπραξες το καθήκον σου υπακούοντας στις εντολές της. Προς τι ο ψόγος και η  αμφιβολία της ανεκτίμητης προσφοράς σου;

          --- Σκότωσα όμως!

          --- Με τα ίδια σου τα χέρια;

          --- Ω. Θεέ μου, ναι!

          --- Ο καθένας στρατιωτικός σε διατεταγμένη επιχείρηση κατά του εχθρού θα το έκανε! Αλίμονο αν τους χάιδευε!

          --- Μα η ιστορία που θα σου διηγηθώ δεν άπτεται σχεδίου εξόντωσης αντιπάλου, αλλά ήταν μια λύση ανάγκης και αυτοάμυνας. Πρόκειται για στυγνή δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου!

           --- Δε γινόταν να αποφύγεις μια τέτοια ειδεχθή πράξη;

           --- Όχι. Σαν σου πω την ιστορία θα δεις πως ήμουν αναγκασμένος να την κάνω!

           Και ξαφνικά στη μικρή σιωπή που ακολούθησε, άρχισε με φωνή που πότε ανέβαινε την έντασή της και πότε τη χαμήλωνε ενώ η ανάσα του γινόταν άλλοτε γρήγορη κι άλλοτε αργή.

           --- Ήταν τη στιγμή που οπισθοχωρούσαμε έξω από την Κερύνεια, αφού  η αεροπορία και το πυροβολικό των Τούρκων μας είχαν πάρει φαλάγγι   και δεν υπήρχε καμία ελπίδα αναδίπλωσης και επίθεσης από τις δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις. Κακήν κακώς με αποδεκατισμένη τη μισή μεραρχία μας τρέχαμε να κρυφτούμε και να φτάσουμε πίσω στη μονάδα όπου θα μας προστάτευε το πυροβολικό. Σε κάποια στιγμή ενώ οι βόμβες έσκαζαν γύρω μας και γινόταν σφαγή σ’ ένα τούρκικο φυλάκιο εγκλωβίστηκαν από ένα λόχο μας γύρω στους είκοσι τούρκους στρατιώτες και με σκληρή επίθεση τους πιάσαμε αιχμαλώτους. Με την εντολή του επικεφαλής λοχαγού ακολουθούσαν τους δικούς μας στρατιώτες ενώ αυτό απ’ ότι φαινόταν δυσχέραινε την οπισθοχώρησή μας  και μας έκανε πιο τρωτούς στην εχθρική επέλαση. Εγώ ασυνείδητα τους προσέγγισα με το αίσθημα της προστασίας και τους έδινα  εντολές να μας ακολουθούν και να μην κωλυσιεργούν τη φυγή των Ελλήνων στρατιωτών. Δυστυχώς όλη αυτή η σκηνή έπεσε στην αντίληψη του διοικητή μας που έχοντας διαφορετική φιλοσοφία, με πλησίασε και μου είπε σε αυστηρό τόνο: << Σκοτώστε τους! Τι τους κουβαλάτε μαζί σας για να σας στείλουν μια ώρα νωρίτερα στο στόμα του λύκου! Τώρα αμέσως, σε διατάζω να τους πυροβολήσετε εν ριπή οφθαλμού! Κανένας οίκτος δεν πρέπει να σε αποτρέψει να το κάνεις! >> Με άφησε. Εγώ έπρεπε όμως να εφαρμόσω τη διαταγή κατά γράμμα. Δεν το έκανα όμως και καθυστερούσα την εντολή για να δω τι θα έκανα. Ο διοικητής το αντιλήφθηκε και μου αφαίρεσε τη δικαιοδοσία μου πάνω στους αιχμαλώτους, αναθέτοντας την τύχη τους στον υποδιοικητή μου. Έκτοτε δεν έμαθα ποτέ τι απέγιναν αυτοί οι αιχμάλωτοι. Από τις εφημερίδες μόνο έμαθα πως αγνοούνταν η τύχη τους και τους αναζητούσαν οι τούρκοι. Πάντως δεν πιστεύω να τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ! Ω! Θεέ μου! Ναι εν ψυχρώ! Μπορεί και να έγινε κι αυτό! Δεν το πιστεύω και δε θέλω να έγινε! Γιατί αν έγινε φταίω κι εγώ! Έπρεπε να κάνω τα πάντα να φτάσουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Σαν φτάσαμε στη βάση της μονάδας το αξεδιάλυτο πλέγμα της πίεσης που ένιωθα μέσα μου μετατόπισε το είναι μου και συμπεριφερόμουν σαν τρελός! Είχαν αρρωστήσει τα νεύρα μου και η αλλόκοτη εκείνη στιγμή είχε γίνει ένας αφρισμένος ποταμός που μου έπνιγε ότι ηθικό είχα ως εκείνη τη στιγμή.

          Τα ανέκφραστα μάτια του σαν τελείωσε και κοίταξε το Ζορμπαλά δάκρυσαν. Κοίταξε γύρω του φοβισμένα και ψέλλισε:

          --- Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην ξεσπάσει η οργή των νεκρών πάνω μου! Ποιος ξέρει τι συμφορές θα με βρουν!

          Ο Ζορμπαλάς φάνηκε κι αυτός λυπημένος και χωρίς να θέλει να προδώσει τα συναισθήματά του για την πράξη του, ψιθύρισε με μια αόριστη και ουδέτερη έκφραση:

          --- Χωρίς νόημα τα πιο πολλά που κάνει ο άνθρωπος! Εν τούτοις όμως πρέπει να είμαστε σπλαχνικοί σε ό,τι πράττει!  Κι αυτό γιατί εξ ανάγκης ποιεί για να συντηρήσει το αίσθημα της επιβίωσής του.

          Εκείνος γέλασε. Ύστερα είπε βιαστικά:

          --- Καλά! Καλά! Εσύ τα λες έτσι, άλλοι αλλιώς! Πρέπει να παραδεχτείς όμως πως εγώ ύστερα απ’ αυτή την εμπειρία δεν είμαι σωστός άνθρωπος. Δηλαδή θα είμαι ανόητος να πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή της ζωής μου έδρασα τίμια και δίκαια!

         --- Πάλι τα ίδια! Έπραξες τον καθήκον σου! Κινδύνευε η πατρίδα και την υπερασπίστηκες, αυτό έκανες! Ξέχασε τους νεκρούς και στάσου από εδώ και μπρος στα δικά σου υπαρξιακά προβλήματα. Αν ο θίασος εκείνος ήταν καλός ή κακός ανήκει πια στο παρελθόν. Το μέλλον σου ανήκει τώρα κι αυτό να κοιτάξεις.

          --- Χαίρομαι που μιλάς, έτσι, του είπε με ειλικρίνεια αλλά δε σε καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Μπορείς να μου περιγράψεις το νόημα των λόγων σου;

           --- Να, αρχίζουμε και λιγοστεύουμε! Σήμερα έφυγε η κυρά Χριστίνα, αύριο ίσως εγώ, μεθαύριο εσύ και πιο πέρα ποιος ξέρει, τίνος θα είναι η σειρά ν’ αποδημήσει εις Κύριον! Δεν μπορείς να καταλάβεις με πόση αγωνία αναμένω αυτή την αναχώρησή μας!

           --- Πικρό αυτό που λες, αλλά και πόσο αληθινό! Υπάρχει δυστυχώς ένα πρόβλημα ανοιχτό για όλους μας ο θάνατος!  Αν και δε μ’ ενδιαφέρει προς το παρόν όμως το θεωρώ υπερβολικά κακό να μην τον σκεφτόμαστε!

         --- Πώς δε σ΄  ενδιαφέρει; Είσαι σχεδόν υπερήλικας;

         --- Όπως και η χάρη σου;

         --- Ακριβώς!

        --- Αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει μόνο η αποκατάσταση της συνείδησής μου. Θέλω σαν με βρει ο θάνατος να την έχω απαλλαγμένη από τι τύψεις και τις ενοχές!

        --- Πάντα είσαι υπερβολικός και πρωτότυπος! Μου αρέσουν οι ιδέες σου και τις δέχομαι. Όμως δε σου προξενεί φόβο το απροσδόκητο;

        Εκείνος γέλασε.

        --- Όχι! του έκανε με μια ακαταμάχητη γοητεία.

        --- Ούτε ένας κακός θάνατος;

        --- Αυτό δεν το έχω σκεφτεί ακόμα! Όμως να σου πω και την καθαρή μου αλήθεια ο θάνατος της κυρά Χριστίνας με τρόμαξε. Δε θα ήθελα να πεθάνω τόσο οδυνηρά.

        --- Ναι, ποιος θα το φανταζόταν πως θα είχε ένα τέτοιο φριχτό θάνατο! Μερικές φορές είναι αδιανόητος ο τρόπος που πεθαίνουμε. Κι εγώ αμφισβητώ τις άλογες προθέσεις του χάρου σαν επιλέγει τον τρόπο που θα φύγουμε. Δρα κυνικά κι αυτό είναι αδιανόητο στη σοφία της φύσης. Της καταρρίπτει την τελολογική της θεωρία.

         Ο στρατηγός κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας πως συμφωνούσε μαζί του.  Και ύστερα διστακτικά με τα μάτια του κόκκινα κοίταξε τα χειρόγραφα που ήταν στοιβαγμένα μπροστά στο Ζορμπαλά. Γέλασε κρυφά κι ανασηκώνοντας το ένα φρύδι του είπε δειλά:

         --- Την προηγούμενη φορά που σε είχα επισκεφτεί μου είπες ένα απόσπασμα από το κείμενο που έγραφες για τον πρώτο δάσκαλο και μου άρεσε πολύ. Μήπως έχεις και τώρα κάτι καλό να μου πεις για να ξεφύγουμε  έτσι από τα φριχτά υπαρξιακά μας προβλήματα; Θα χαρώ πολύ αν είσαι διατεθειμένος να το κάνεις αυτό!

          Εκείνος  έτεινε το χέρι του κι έπιασε τα χειρόγραφα ενώ έκανε ένα αφηρημένο χαμόγελο. Ενώ τα κοιτούσε ένα χελιδόνι πετάρισε τόσο κοντά στο παράθυρο που τα φτερά του χτύπησαν στο τζάμι αφήνοντας πίσω του ένα ελαφρό θόρυβο. Και τότε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο λες κι αυτή η επίθεση του πουλιού ξύπνησε το Ζορμπαλά, είπε στο στρατηγό μ΄ ένα  ξέσπασμα ενθουσιασμού:

           --- Γράφω για την πρώτη μου αγάπη!

           --- Θεέ μου! Θεέ μου! Αναφώνησε εκείνος κάνοντας τα χέρια του να πάρουν τη θέση της προσευχής. Καταπιάνεσαι με ωραία πράγματα, Μιχάλη κι αυτό είναι καταπληκτικό. Μπράβο σου που έχεις μια τέτοια ιδιαίτερη ζωή με ουσιαστικό περιεχόμενο.

          --- Αν θέλεις κι έχεις χρόνο μπορώ να σου αφηγηθώ ένα απόσπασμα απ’ αυτή την ιστορία, του είπε εκείνος και τον κοίταξε παραξενεμένος να ακούσει τι θα του απαντήσει.

          Αυτός χαμογέλασε και είπε:

          --- Αυτό έχω στο κεφάλι μου και μόνο αυτή τη στιγμή την αφήγησή σου!  κι ακουμπώντας στη ράχη της καρέκλας πιο αναπαυτικά την πλάτη του ετοιμάστηκε να τον ακούσει. Ύστερα απλώνοντας το χέρι του πήρε ένα μολύβι από το τραπέζι  κι αφού το έπαιξε για λίγο μέσα στα δάχτυλά του και τον κοίταξε με βλέμμα υπέρτατης καλοσύνης του έδειξε με μια ορμητική περηφάνια πως τον περίμενε να ξεκινήσει.

          Με φυσική και ήρεμη φωνή ο Μιχάλης σαν να επρόκειτο για απλή κουβέντα, άρχισε:

           --- Θα ήμουνα περίπου κοντά στα δεκαοχτώ, όταν νοίκιασα δωμάτιο στην πάνω πόλη σε μια όμορφη τοποθεσία κάτω από το κάστρο για να τελειώσω την τελευταία τάξη του Λυκείου. Απέναντι από το δικό μου δωμάτιο ήταν ένα λιθόχτιστο ψηλό σπίτι με κεραμίδια και ξύλινα παράθυρα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και μην μπορώντας να αντισταθώ στην πρόκλησή του, άρχισα να το ζωγραφίζω. Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε που έβαλα την πρώτη πινελιά για να με περιμένει μια έκπληξη που χωρίς αμφιβολία οφειλόταν σε ανθρώπινο παράγοντα!

          Έβλεπα για πολλές μέρες να περπατάει πέρα δώθε στον τοίχο μου ένα μικρό φως που ερχόταν από το απέναντι όμορφο σπίτι! Αμέσως η αμφιβολία άρχισε να με τρώει. Ποιος το κινούσε αυτό το μικρό φως και τι σήμαινε; Ότι προερχόταν από κάποιο καθρεφτάκι ούτε λόγος. Αλλά ποιος το έκανε; Αγόρι ή κορίτσι;  Ώσπου μια Κυριακή πρωί η αποκάλυψη έγινε και μάλιστα πλήρης. Μια μελαχρινή κοπέλα στην ηλικία μου φάνηκε να περπατά στο μπαλκόνι και να ρίχνει κρυφές κι επίμονες ματιές στο παράθυρό μου. Αυτό μ’ έκανε να υποθέσω πως αυτή ήταν η πέτρα του σκανδάλου με την ωραία της επινόηση. Έτσι τη Δευτέρα με μεγάλη μου έκπληξη την είδα στην τάξη μου. Να την πλησιάσω ούτε λόγος γιατί τα αυστηρά ήθη του σχολείου και της εποχής δε μας επέτρεπαν διαχύσεις και τρυφερότητες με το αντίθετο φύλλο. Ωστόσο εγώ προσπαθούσα να βρω ευκαιρία να τη συναντήσω και να της εξομολογηθώ σε πρώτη φάση τα συναισθήματά μου που πίστευα ακράδαντα πως κι αυτή θα είχε εξίσου 

τα ανάλογα και για μένα. Και η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει.

         Μια μέρα όπως είχαμε μαζευτεί πολλοί μαθητές και μαθήτριες γύρω από τον πάγκο του λιανοπωλητή για να αγοράσουμε στραγάλια, στριμωχθήκαμε αγόρια και κορίτσια και στο σπρώξιμο ένα καθρεφτάκι έπεσε κάτω. Έσκυψε και το πήρε η κοπέλα του απέναντι όμορφου σπιτιού. Αυτής που μου έκανε το σινιάλο! 

         Τότε τα μάτια της κοπέλας  με κοίταξαν πυρακτωμένα ενώ τα χείλη της έτρεμαν ελαφρώς. Είχε προδοθεί για την κρυφή της πράξη κι αυτό την έκανε να νιώθει ενοχές απέναντί μου. Τότε εγώ χωρίς να χάσω το θάρρος μου την πλησίασα και τη ρώτησα με μια ανακούφιση ενώ η καρδιά μου χτυπούσε γιορτινά:

           --- Εσύ είσαι το κορίτσι με το φως και το καθρεφτάκι από το απέναντι σπίτι που μένω;

           --- Ναι! μου έκανε ντροπαλά και κοκκίνισε το όμορφο και συνεσταλμένο πρόσωπό της.

          --- Και τι σινιάλο είναι αυτό που στέλνεις; Μπορείς να μου το αποκωδικοποιήσεις;

          --- Λέει, πως σ’ αγαπώ! μου είπε με πάθος κι έκανε ένα μορφασμό με το στόμα σαν να ήθελε να μου πει << τίποτα δεν ξέρεις εσύ τι συμβαίνει μέσα μου για χάρη σου>> και στερέωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια της όλο θαυμασμό πάνω μου.

           Εμένα εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως ανέβηκα στα ύψη μέσα σε μια πολυτελέστατη άμαξα και φτερούγιζα στα σύννεφα. Η μεγάλη αυτή έκπληξη που μου χάρισε το κορίτσι αυτό μ’  έκανε απερίγραπτα ευτυχισμένο που μου ήρθε να την αγκαλιάσω μπροστά στο μαθητόκοσμο και να την ευχαριστήσω για τη χαρά που μου έδωσε. Δεν το έκανα γιατί ντράπηκα αλλά κυριεύτηκα από μια παράφορη ευφορία που για μια στιγμή ένιωσα τα γόνατά μου να λυγάνε ενώ μια έντονη συγκίνηση με είχε κατακλείσει. Έτσι μέσα στη σύγχυσή μου μπόρεσα και της έπιασα το χέρι για να τη ψιθυρίσω στ’ αυτί: << Κι εγώ αισθάνομαι εκπληκτικά όμορφα μαζί σου! Ελπίζω να είναι αυτό αγάπη! >> και έκανα να τη φιλήσω στα μάτια και στα χείλη. << Όχι! >> ψιθύρισε  και τραβήχτηκε. Σε λίγο έφευγε από κοντά μου ενώ εγώ την κοιτούσα και την καμάρωνα να περπατάει κυματιστά μέσα στο λευκό όμορφο φουστάνι της.

       Αυτό ήταν! Από εκείνη τη στιγμή αγαπηθήκαμε και περάσαμε όμορφες στιγμές μαζί. Και τώρα που σου μιλάω γι’ αυτή φέρνω στο μυαλό τις ευτυχισμένες στιγμές που περάσαμε μαζί και νιώθω τα  αστραφτερά τους ανεξίτηλα σημάδια να με αγγίζουν και πάλι σαν τότε. Ο χρόνος βλέπεις εχθρός μας οδυνηρός μας τα φέρνει στο νου με το ανελέητο φύσημά του! Κι εμείς  τα θυμόμαστε ρίχνοντας φοβισμένες ματιές προς τα πίσω! Δυστυχώς δεν εξαρτάται από εμάς να τα ξεχάσουμε, δεν είναι στο χέρι μας!

        Ο στρατηγός  τον κοίταξε με αίσθημα κατανόησης και στη συγκίνησή του πρόσθεσε και τη δική του. Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μικρό γέλιο όταν του είπε:

         --- Οι καιροί είτε στην παιδική ηλικία είτε στη δική μας είναι ανάστατοι! Πάντοτε έχουν τις εκπλήξεις και τις αγωνίες τους. Το σημαντικό είναι να τις εκμεταλλευόμαστε σωστά για να κερδίσουμε και λίγο σαματά!

         --- Το ξέρω αυτό!  γι’ αυτό καταστρέφω την οκνηρία μου και επιδίδομαι στην τέχνη της γραφής! Στην αρχή νομίζεις πως θα σε τυραννούν οι αναμνήσεις σου αλλά σαν μπαίνουν στο χαρτί αισθάνεσαι πλούσιος από επιθυμίες σαν να συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή που τις γράφεις. Αυτό είναι καλό γιατί νιώθεις πως ξαναζείς!

        --- Ναι, ναι…. απάντησε ο στρατηγός με τις λέξεις πρώτα βουβά και ύστερα καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να τις προφέρει καλά με το ξεδοντιασμένο μικρό στόμα του. Η ματιά του ωστόσο έπεφτε πάνω στο Ζορμπαλά με κάποιο αινιγματικό τρόπο και με κάποια καχυποψία.

           --- Συμφωνείς; Τον ρώτησε αυτός και κούνησε τα χέρια του στον αέρα σαν φτερά που σπάθιζαν.

           --- Εν μέρει, ναι. Όταν όμως πρόκειται να υποφέρεις από τις αναμνήσεις σου καλό είναι να τις κρύβεις και να μην τις φανερώνεις. Δεν έχουν πάντα οι άνθρωποι καλές αναμνήσεις!

           --- Το ξέρω κι αυτό! Αλλά τίποτα δεν πρέπει να μένει στο σκοτάδι όσο κι αν πονάει. Όλα πρέπει να τα βλέπει το φως! Τώρα με το κεφάλι σκυφτό είναι εύκολο να κάνεις την αυτοκριτική σου και να δεις τα λάθη σου!

          Ο στρατηγός γέλασε και του είπε:

          --- Το ξέρω μ’ αυτά που λες πως μου δίνεις μια  ενθαρρυντική κλοτσιά! Η κατάστασή μου είναι σοβαρή για να γράψω σε χαρτί αυτά που έχω κάνει! Εσύ μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό!

          --- Το κάνω ήδη!

          --- Αλήθεια τι γράφεις τώρα;

          --- Συνεχίζω τ΄ απομνημονεύματά μου, αργά και σταθερά.

          --- Μόνο αυτά; Το βρίσκω υπερβολικό αστείο να ασχολείσαι μόνο μ’ αυτά!

          Ο Ζορμπαλάς είχε χώσει τους αντίχειρές του στις μασχάλες του πουκάμισού του κι έπαιζε με τα υπόλοιπα δάχτυλα κουνώντας τα ρυθμικά ενώ τον κοιτούσε με ανείπωτη ευθυμία. Το εξαντλητικό πρόσωπό του δεν έδειχνε διάθεση ν’ απαντήσει σ’ αυτή την πρόκληση του στρατηγού και προς στιγμή φάνηκε πως θ’ απόφευγε να του απαντήσει. Κι ενώ ο άλλος περίμενε με έκδηλη ανυπομονησία η φωνή του Ζορμπαλά που έβγαινε σβηστή του είπε;

           --- Γράφω και κάτι άλλο που δε θέλω να το φανερώσω!

           Ο στρατηγός δεν άφησε την ευκαιρία να του ξεφύγει και τον ερέθισε λέγοντάς του με ένα σφύριγμα της φωνής του που σε εκνεύριζε:

           --- Γιατί είναι άσεμνα;

           --- Όχι, αλλά δεν μπορώ ακόμη για λόγους προσωπικούς και δεοντολογικούς να τα δημοσιοποιήσω.

           --- Κρύβουν κάτι;

           --- Όχι…

           --- Αλλά;

           --- Να, είναι ιστορίες μυστηρίου και τρόμου και δεν ξέρω τι εντύπωση θα έχει στον κόσμο και στην κριτική. Αυτό με κάνει να διστάζω να τα εκδώσω.

           --- Τι ακριβώς είναι;

           --- Διηγήματα.

           --- Ωραία! Και πού είναι το ακραίο και φοβερό;

           --- Είναι ιστορίες τρόμου κι επιστημονικής φαντασίας αλλά και σατιρικά δρώμενα . Απίθανοι και παράλογοι μύθοι με υπέροχες ιστορίες, σύντομες που σου κόβουν την ανάσα σαν τις διαβάζεις. Ακραίοι και περιθωριακοί τύποι που ζουν στο σκοτάδι και την αμαρτία παραληρούν πίσω από σφραγισμένε πόρτες και σιδερένια κάγκελα. Αρχέτυπα ψυχολογικά πορτραίτα κι αφηγητές ήρωες με διαταραγμένη ψυχική υγεία πρωταγωνιστούν στις γραμμές που έγραψα.  Κείμενα με έντονη τη διανοητική διαύγειά μου που κυριαρχεί στο έργο, σου δίνουν τη διαίσθηση πως η φαντασία είναι πρωτοποριακή και η λογοτεχνική της χροιά αξεπέραστη. Κι αυτά δεν τα λέω εγώ αλλά η κριτική σ΄ ένα και μόνο διήγημά μου που δημοσίευσα στο περιοδικό  << Τριφυλιακά Γράμματα>>.

           --- Σε τι αναφερόταν το διήγημα;

           --- Σε θησαυρό των ναζί στα υπόγεια ενός κάστρου.

           --- Πολύ ενδιαφέρον!

           --- Ναι. Κάθε εβδομάδα λέω, μια ομάδα Τσέχων προσπερνά τα δύο λιοντάρια που φυλάνε την είσοδο του κάστρου Μπίροχ, παρακάμπτει τους τουρίστες που θαυμάζουν στο μεγαλοπρεπές σαλόνι τις δημιουργίες των καλλιτεχνών, κατεβαίνει στα υπόγεια και ρίχνεται στο κυνήγι του θησαυρού, που τον θέλει να τον άφησαν πίσω τους οι ναζί φεύγοντας πριν από εξήντα χρόνια.

            --- Και βάζοντας τα ανάλογα σασπένς φτιάχνεις ένα αριστουργηματικό κείμενο!

            --- Ακριβώς!

            --- Όταν γράφεις αυτές τις ιστορίες τρόμου δε νιώθεις μοναξιά κι εγκατάλειψη;

             --- Όχι! Το αντίθετο ενισχύονται οι υπαρξιακές μου πεποιθήσεις και βλέπω τα πράγματα με τη σωστή τους διάσταση. Κοντολογίς πιστεύω πως υπάρχει μόνο το χάος και η ζωή είναι μια στιγμιαία ένταση πόνου! Η χαρά είναι μάλλον εφεύρεση παρά κατάσταση αληθινής διάρκειας.

              --- Μπράβο! Κάνεις ένα πράγμα πολύ ωραίο από τη μεριά σου! Αυτό σε κάνει να σκέφτεσαι συνέχεια και να δίνεις νόημα στη ζωή σου. Έτσι πολλά πράγματα τα βλέπεις αφ’ υψηλού και με οίκτο, πράγμα που σε κάνει ρεαλιστή και γενναίο.

              --- Σωστά! Αλλά το κάνω κιόλας γιατί θέλω και είναι ανάγκη ν’ αλλάξω τις συνθήκες της ζωής μου. Δεν μπορώ να ζω με τα απλά και τα καθημερινά. Μου προκαλούν πλήξη, μονοτονία και απαισιοδοξία. Με τη δημιουργία  περνώ από το ελάχιστο στο μείζον.

          Ο στρατηγός τον κοίταξε με θέρμη κι έδειξε να μην έχει αντίρρηση σ’ αυτά που είπε. Και με ζωηρότητα του αποκρίθηκε κοιτάζοντας γύρω του με ανήσυχα στοχαστικά μάτια:

          --- Ναι, αυτό είναι!  Ω, Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένος πρέπει να είσαι!
          Γέλασαν και οι δυο με την καρδιά τους. Κι αμέσως  ο Ζορμπαλάς του είπε:

          --- Μόνο που το ανακάλυψα αργά το γράψιμο!

          --- Κάλιο αργά παρά πότε! Εσύ εφαρμόζεις κατά γράμμα το αρχαίο ρητό, << διδάσκω αεί διδασκόμενος>>. Δίνεις έτσι κάποιο νόημα στη ζωή σου  και δεν την περνάς αλαζονικά και με ασήμαντη υπεροψία.

          --- Κάπως έτσι. Αποφάσισα να μη γίνω σκλάβος της συνήθειας και να επαναλαμβάνω κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Είπα ν’ αλλάξω περπατησιά μήπως και νιώσω καλύτερα. Γιατί μου φαίνεται πως θα αργοπέθαινα  αν έμενε άπρακτος, χωρίς να διαβάσω ένα βιβλίο, να ταξιδέψω, ν’ ακούσω μουσική και να βρω έστω και κάποια σαγήνη στον εαυτό μου. Νομίζω πως κάνοντας κάτι σημαντικό αποφεύγω το θάνατο ή τον σκέφτομαι λιγότερο.

            --- Και θ’ αφήσεις κι ένα έργο; Αυτό είναι το πιο ουσιαστικό!

            --- Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό έργο τ’ απομνημονεύματά μου, γιατί εγώ είμαι άσημος, αλλά έχει μέσα του τα στοιχεία της δημιουργίας κι αυτό με κάνει σημαντικό! Μια ιδέα που τη βάζεις μέσα στο μυαλό σου δεν πρέπει να την εγκαταλείπεις ποτέ.

            --- Γράφεις ένα βιβλίο, αδερφέ! Λίγο το έχεις αυτό; Απ΄ ότι ξέρω το βιβλίο είναι το ιερότερο δημιούργημα της ανθρώπινης  προσπάθειας.

             Το γεγονός πως θα έγραφε τα απομνημονεύματά του ο Ζορμπαλάς δεν τον ευχαριστούσε και πολύ. Στα γράμματα είχε καλή θητεία και θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάποιο άλλος είδος της πεζογραφίας πιο σημαντικό, ας πούμε με το μυθιστόρημα που τόσο πολύ το ήθελε. Δυστυχώς όμως το θεωρούσε δύσκολο είδος  κι επέμενε να το αποφεύγει ενώ στο αρχείο του υπήρχαν αρκετές υπό έκδοση ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα και μια σειρά από διηγήματα ενώ συνέχιζε να γράφει στις εφημερίδες άρθρα κι επιφυλλίδες με θαυμαστή λογοτεχνική ικανότητα που προκαλούσε αίσθηση στους αναγνώστες. Δεν εξέδωσε βιβλίο στη νεαρή του ηλικία και μια πιθανή έκδοσή του τώρα στα γεράματα του προξενούσε φόβο και ατολμία. Έτσι η  επιμονή του να γράψει για το παρελθόν του αλλά μέσα από μια φιλοσοφική θεώρηση των ανθρωπίνων προβλημάτων τον ικανοποιούσε ως ένα βαθμό αλλά δεν εξαντλούσε πλήρως τη λογοτεχνική του δίψα.

        --- Άλλο ήθελα να γράψω εγώ άλλο γράφω! του ψέλλισε με μια διάθεση που περιείχε χιούμορ κι έδειξε ευτυχής που αποκάλυψε σ’ έναν δικό του άνθρωπο το μύχιο πόθο του.

        ---Σαν τι; Τον ρώτησε ο στρατηγός και τα λόγια του φάνηκαν να εκφράζουν τη λύπη του.

         --- Να, να γράψω μυθιστόρημα που τόσο μου αρέσει! Αλλά θέλει κότσια και πολλή παραφιλολογία που δεν τα έχω! 

          --- Να τ’ αποκτήσεις!                                                                   

          --- Είναι δύσκολο!

          --- Γιατί;

          ---Γιατί το μυθιστόρημα είναι συνθετότερο, υψηλότερο κι απαιτητικότερο λογοτεχνικό είδος και θέλει ταλέντο και δουλειά! Αυτά φαίνεται πως λείπουν από εμένα!

         --- Γιατί δε δοκιμάζεις; Που ξέρεις μπορεί να τα καταφέρεις;

         --- Και να γράψω όπως ένας Τόμας Μαν  ή Ονόρε Μπαλζάκ; Δεν το πιστεύω!

         Είπε αυτά και βρόντηξε το χέρι του με δύναμη πάνω στο τραπέζι. Το πρόσωπό του έγινε κόκκινο και ο ίδιος φαινόταν ταραγμένος και αμήχανος. Κι αφού έκανε μια νευρική κίνηση με τα χέρια του χωρίς να ξέρει που να τα βάλει και πότε να τα σταματήσει του είπε, με μια αποστροφή για τη λογοτεχνία:

          --- Χιλιάδες είναι τα βιβλία που βγαίνουν κάθε μέρα για να ικανοποιήσουν όχι τη λογοτεχνία αλλά το γούστο και τη ματαιοδοξία του κάθε συγγραφέα που νομίζει πως είναι Νομπελίστας με την πρώτη του κιόλας έκδοση. Δε θέλω να καταντήσω σαν κι αυτούς! Προσεύχομαι να μην πέσω στο λάθος να γράψω και να εκδώσω κάτι που δε θα είναι σκουριά αλλά χρυσός!

           --- Θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω! του ψιθύρισε ο στρατηγός και άγγιξε απαλά τον ώμο του.  Η προσπάθεια νομίζω θα φέρει το καλό αποτέλεσμα ενώ η αδράνεια τίποτα. Ξεχνάς πόσα βιβλία διάσημων συγγραφέων απορρίφτηκαν από το αναγνωστικό κοινό ενώ αυτοί συνέχιζαν να γράφουν; Η επιμονή τους οδήγησε στην επιτυχία. Αρκεί να μην προσάψεις στον εαυτό σου αδυναμία. Αν νιώθεις ικανός για μια τέτοια πνευματική αποστολή αποφάσισέ το!

           --- Και πόσοι απ’ αυτούς που έγραψαν τόμους πολυσέλιδους δεν έμειναν άγνωστοι!

           --- Ναι. αλλά δεν είναι αυτός ο κανόνας στη λογοτεχνία. Το καλό έργο εξαρτάται από την πρόοδο του καλλιτέχνη. Εάν η προσπάθειά του είναι μια διαρκής αυτοθυσία, μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητάς του, τότε έχει πιθανότητες να διακριθεί.

          --- Συμφωνώ εν μέρει και προσθέτω. Το έργο τέχνης γεννιέται μέσα απ’ αυτά που λες αλλά συν τη φαντασία, τη σκέψη και το μόχθο του δημιουργού! Πρέπει να τα έχεις όλα αυτά για να γράψεις καλά! Να είσαι εννοώ λογοτέχνης κι όχι << λογγοτέχνης! >>

           Ο στρατηγός έβαλε τα γέλια και τον κοίταξε με βλέμμα χαριτωμένο και σοβαρό. Ύστερα του είπε:

           --- Ο αναγνώστης θα κρίνει αν το έργο είναι καλό ή όχι. Όμως δεν αρμόζει καθόλου να μιλάμε για ένα έργο πριν ακόμη γραφτεί. Κι εσύ δεν έχεις γράψει κάποιο έργο που να έχει κριθεί.

          --- Ναι, αλλά καμιά φορά ο συγγραφέας γίνεται και μάντης κακών!

          --- Κι έτσι δε γράφει για να προλάβει το διασυρμό!

          --- Πες το κι έτσι!

           Ο Ζορμπαλάς είπε αυτό και τον κοίταξε με πλήρη αφοσίωση. Και του είπε με τις λέξεις του βεβιασμένες:

           --- Ε, λοιπόν, ναι! Θα το έκανα αυτό που λες μα το Θεό, αν ήμουν σίγουρος πως γράφοντας ένα μυθιστόρημα θα είχε αξιοπρόσεκτη υποδοχή! Μήπως δεν το θέλω κι εγώ! Μου το έχουν ζητήσει κι άλλοι που έχουν κριτική ικανότητα και γνώση γύρω από τη λογοτεχνία. Εγώ όμως διστάζω παρά το μεγάλο μου έρωτα για τη λογοτεχνία που μου κινεί τις υποψίες για μια άξια υπηρεσία μου. Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα το ξέρω αλλά η σκέψη ν’ αναλωθώ στη βραδυφλεγή φλόγα της με κάνει να φύγω από τα πράγματα που αγαπώ κι αυτό με τρελαίνει!

        --- Λίγος ιδεαλισμός δε βλάπτει!

        --- Ναι, αλλά να αποδειχτεί καρποφόρος. Από χρόνια είχα αυτή την επιθυμία να γράψω κάτι κι όλο έλεγα, σύντομα και σύντομα θα το κάνω! Όμως μόνο τώρα στα τελευταία χρόνια της ζωής μου πήρε το έντονο χρώμα μιας μεγάλης συμπάθειας για πνευματικές αναζητήσεις μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και  η  προσέγγιση της λογοτεχνίας με οποιαδήποτε μορφή της. Με λίγα λόγια θέλω να τραγουδήσω κάτι αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό!

          Από τον κήπο ακούστηκε ένα θρόισμα ανέμου και η φωνή του γκιώνη στην κορυφή του πεύκου που στεκόταν αγέρωχο στη δεξιά πλευρά της εισόδου. Η νύχτα που ερχόταν φαινόταν όμορφη και ο Απρίλης που άρχιζε έδειχνε τις καλές του προθέσεις με μια ξέχειλη ζωντάνια και δροσιά στις μέρες και τις νύχτες του που έκανε τις καρδιές των ανθρώπων να αναβρύζουν από κέφι και συσσωρευμένες λυτρωτικές σκέψεις. Μία ώρα μετά από μια συνεχή ακόμη συζήτηση επί παντός επιστητού ο στρατηγός σηκώθηκε για να φύγει αφού προηγουμένως του είπε σφίγγοντάς του το χέρι:

          --- Μη με κρίνεις με δυσμένεια για όσα είπα, Μιχάλη. Όλα ήταν  επακόλουθα μιας ώριμης σκέψης, αλλά και κάποιων βασάνων  που πέρασα στη διάρκεια της ζωής μου. Αύριο θα έχεις ξεχάσει εντελώς τα όσα είπα και ίσως θα βρεις και πάλι την εξαίρετη στοργή σου για μένα!

          Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό για να  ζητήσει θαρρείς κάποια μαρτυρία από τον Ύψιστο και με μια κομψή λεπτότητα πήρε το δρόμο για την έξοδο.

 

 

 

 

 

 

 

                                              

 

 

 

                                               

 

 

 

 

                                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

 

 

 

                                      

 

 

 

 

              Πέρασαν ήδη δέκα μέρες από την ημέρα που ο Ανάργυρος κρύφτηκε στο μοναστήρι ενώ άπλωνε το θησαυρό των λαμπερών ευχών του να ικανοποιηθεί η επιθυμία του για μια  ασφαλή ακόμη διαμονή του στον παράδεισό του ξεχνώντας κάθε επίγειο και υλικό αγαθό. Έτσι  Νιώθοντας σήμερα όπως και κάθε μέρα πως οι στιγμές που περνούσε ήταν οι μοναδικές στη ζωή του, έπεσε με ζήλο στη φροντίδα της συντήρησης των εικόνων στο εργαστήριο που του επέδειξε ο καλόγερος και καταπιάστηκε με ένα πλήθος λεπτομερειών που έπρεπε να διορθώσει.

            Ο καλόγερος πάλι κλείστηκε στο ατελιέ του για να συνεχίσει να επιβάλλει με το πινέλο του την αισθητική που αυτός ήθελε στο πρόσωπο του Ιούδα. Σαν δούλευε εδώ αρκετή ώρα θα πήγαινε μετά στις αγιογραφίες που ήταν τοποθετημένες στο μέρος που ονομαζόταν << Κρανίου τόπος >>    και ήταν διάσπαρτος από εικόνες με τα πάθη του Χριστού, θα τις φρόντιζε, μια συνήθεια που γινόταν τακτικά, και θα τις ζωήρευε προσπαθώντας να τις επαναφέρει στο φυσικό τους χρώμα ύστερα από τα δυνατά ραπίσματα που είχαν δεχτεί από τα στοιχεία της φύσης.  Αυτές τις αγιογραφίες  έξω στην ύπαιθρο τις είχε βάλει ο δεσπότης Δαμασκηνός που ξεχώριζε για την αγάπη του στο ποίμνιό του και τη μεγάλη του αγαθοεργία. Μια από τις επισκέψεις του στο μοναστήρι που κράτησε μια εβδομάδα έκαναν τον τότε ηγούμενο να απορήσει γιατί η ταπεινότητά του άφησε την πόλη και ήρθε στην ερημιά και να τον  ρωτήσει για το γεγονός αυτό που του προξένησε εντύπωση:

       --- Πως εσείς ένας δεσπότης με θέση λαμπερή μέσα στα εγκόσμια και στα θεϊκά αποφασίσατε να έρθετε εδώ στην  ερημιά; Θα έπρεπε να νιώθατε πολύ ανιαρά εκεί με την  πολύπαθη καθημερινότητα!

       Εκείνος γέλασε και του είπε θαρραλέα:

        --- Η ζωή εδώ είναι πιο ενθουσιώδης απ’ ότι εκεί στην πόλη! Αν δεν ανήκεις στον κύκλο των ηδονιστών σαν ζεις εδώ είσαι πιο προνομιούχος. Βέβαια αρκεί να ξέρεις καλά πως η αναψυχή σε απομακρύνει από την αλλόκοτη και ταραγμένη ζωή.

         --- Κι όμως πλήττει κανείς εδώ! Δε σας φαίνεται αυτό περίεργο;

         --- Ναι, ναι… Αλλά πάντως πρέπει να ομολογήσω ότι κι εγώ πλήττω σαν έρχομαι εδώ! Όμως συναντώ το Θεό εδώ κι αυτό με κάνει ευτυχή! Τα σύννεφα που σκιάζουν την ψυχή μου σκορπίζονται με μιας και εγώ νομίζω πως φτερουγίζω στον ουρανό!  Η θολή και ταραγμένη πραγματικότητα με την αδυσώπητη πίεσή της διαλύεται. Έτσι σκύβω με μεγαλοπρέπεια στην ηρεμία που απλώνεται γύρω μου και βρίσκω τον εαυτό μου. Έτσι νιώθω σαν να πήρα ένα μετάλλιο μετά από σκληρό αγώνα! Κι αυτό μου δίνει δύναμη για να αρχίσω και πάλι τον άνισο αγώνα με τη σκληρή και άνυδρη πραγματικότητα.

          Ο ηγούμενος έφερε το χέρι του κοντά στο στήθος του και τον ρώτησε χαμηλόφωνα, παρατηρώντας τον ερευνητικά στα μάτια:

          --- Με όλα αυτά θέλετε να πείτε πως εδώ είναι ο Παράδεισος;

          --- Ακριβώς! Άλλος πνευματικός Παράδεισος που δήθεν πιστεύουμε εμείς οι παπάδες δεν υπάρχει. Είναι εφευρέσεις κάποιων για να κρατούνε τον κόσμο σε θέση άμυνας. Κάτι που βολεύει κράτος και εκκλησία.

         Ύστερα χωρίς να περιμένει να του απαντήσει ο ηγούμενος διέσχισε το διάδρομο και μπήκε στο μοναστήρι. Προσκύνησε και σαν βγήκε έξω έκανε ένα περίπατο στο λόφο ανάμεσα στις καστανιές και τα ανθισμένα ρείκια. Καταγοητευμένος από το πανέμορφο τοπίο και μεθυσμένος από το δροσερό βουνίσιο αεράκι, είπε με αποφασιστικότητα στον ηγούμενο που τον ακολουθούσε με απίστευτη σοβαρότητα και ιδιαίτερη καλοσύνη:

           --- Το μέρος αυτό είναι θαυμάσιο έτσι που είναι πλαισιωμένο από καστανιές, θυμάρια και ρείκια που αφήνουν το άρωμά τους και το καταπράσινο φύλλωμά τους ν’ αγκαλιάζει το χώρο και να τον κάνει εξωτικό και παραδεισένιο. Αλλά νομίζω πως του λείπει κάτι που εύκολα μπορώ να στο αποκαλύψω μιας και το συνέλαβε το μυαλό μου όση ώρα είμαι λουσμένος μέσα στις τόσες ομορφιές. Χρειάζεται να στολισθεί όλος αυτός ο χώρος από τα Πάθη του Χριστού για να γίνει τόπος ιερός και τόπος λατρείας της Ορθοδοξίας. Να γεμίσει δηλαδή ο τόπος αυτός από έναν καλλιτεχνικό θρησκευτικό θησαυρό που όμοιός του να μην υπάρχει πουθενά αλλού. Ελπίζω να το φροντίσω να γίνει αυτό και με την πρώτη μου επαφή με τους συμβούλους  μου να το συζητήσω.

         Ο ηγούμενος έδειξε να χάρηκε και τον κοίταξε σχολαστικά και με βλέμμα συμπάσχον για την  πρωτότυπη αυτή σκέψη του δεσπότη. Κι αφού σιώπησε για πολλή ώρα θέλοντας να δείξει έτσι την αγωνία του για τα μέλλοντα να συμβούν στο μοναστήρι, πήρε μια βαθιά ανάσα βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης ενώ δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να απομακρύνει τα μάτια του από τον ευγενικό και καλόκαρδο αντιπρόσωπο του Υψίστου. Εκείνος σε λίγο βιάστηκε να προσθέσει:

         --- Να κατέβεις αύριο στην πόλη και να βρεις τον αγιογράφο της. Μ΄ αυτόν να συζητήσεις κάθε λεπτομέρεια της εικονογραφίας και να μου αναφέρεις τα σχετικά. Για πλήρη και σωστή ενημέρωσή του να τον φέρεις κι εδώ να εκτιμήσει όπως αυτός θέλει τα πράγματα. Εγώ θα είμαι αρωγός στην προσπάθειά σας, να του πεις.

           Ο ηγούμενος έκανε κατά γράμμα αυτό που του είπε ο δεσπότης και σε λίγους μήνες ο λόφος γέμισε με εικόνες από τα πάθη του χριστού ζωγραφισμένες πάνω σε τσίγκους.  Ήταν μια καταπληκτική δουλειά που έδινε διέξοδο στις θρησκευτικές αναζητήσεις των επισκεπτών που δρώντας από κοινού με την καθοδήγηση του ηγούμενου ένιωθαν τη μεγαλοπρέπεια και το δράμα του ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας. Μια σπάνια εύθυμη όψη τους κυρίευε σαν περιφέρονταν στο χώρο του μαρτυρίου ενώ μια ασυγκράτητη εγκράτεια τους έκανε να επιθυμούν να γίνουν αρνητές της αμαρτίας. << Ας ελπίσουμε αυτό να κρατήσει για πολύ καιρό >> ψιθύρισε στ’ αυτί του ηγούμενου ο δεσπότης στα εγκαίνια και δεν έκρυψε τη συγκίνησή του.

          Ο Ανάργυρος ντυμένος με μια μπλε φόρμα εργασίας και με τα σύνεργα της συντήρησης στα χέρια του επισκέφτηκε << Το λόφο των Παθών >> και με ιδιαίτερη συγκίνηση έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Αν και άπειρος πρόσεχε να καθαρίσει και το πιο λεπτό σημείο ενώ δεν ξεχνούσε να βάζει λάδι στις φθαρμένες επιφάνειες για να τους δώσει στιλπνότητα και λάμψη. Πολλές εικόνες ήταν σκεπασμένες με χώμα που δύσκολα ξεχώριζαν κι αυτό ήθελε κάμποση δύναμη και τέχνη για να τις επαναφέρεις στην πρώτη τους όψη και μεγαλοπρέπεια. Εντούτοις όμως ο Ανάργυρος με την εξαιρετική φιλοπονία του τις αποκαθιστούσε γρήγορα και σε ελάχιστο χρόνο η φροντίδα του είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα που έσβησαν κάθε ασχήμια κι εξαφάνισαν κάθε μελανό σημάδι που θύμιζε την επιρροή του χρόνου. Έτσι χωρίς καμία πλέον διακοπή συνέχιζε να εργάζεται ενώ δεν έκρυβε τη φιλοδοξία του να δείξει με την εργασία του, συμβολικά τη σημασία της ανθρώπινης υπεύθυνης πράξης.   

        Την ώρα που ο Ανάργυρος φρόντιζε τις αγιογραφίες ο καλόγερος ήταν κλεισμένος στο ατελιέ του και επιχειρούσε να δώσει στον Ιούδα της σωστή μορφή του προσώπου του. Δυστυχώς όμως αυτό του ήταν δύσκολο και ο προδότης μαθητής ξεπεταγόταν μέσα από το πινέλο του πάντα, ήρεμος, νηφάλιος και γλυκύτατος, πράγμα που εκνεύριζε τον πατέρα Δανιήλ και τον έκανε να ξεσπά, τρόπος του λέγειν σε ύβρεις ενώ για ώρες παρέλυε και το θάρρος του μειωνόταν με αποτέλεσμα να μειώνεται η ευλυγισία τους πνεύματός του και να χαλά η διάθεσή του.

         Η έγνοιά του αυτή τον ανάγκασε κάποια μέρα να κατεβεί στην πολιτεία και να ζητήσει την αρωγή του δεσπότη. Εκείνος σαν να επρόκειτο να επιδράσει αποτελεσματικά πάνω στη δουλειά του, τον άκουσε με μεγάλη προσοχή.

         --- Δέσποτα ! του είπε με ένταση κι αγωνία ο ηγούμενος δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει και τα αποτελέσματα της τέχνης μου δεν είναι ικανοποιητικά. Άλλα ζωγραφίζω κι άλλα φανερώνονται στον πίνακα! Τι είναι και τούτο πάλι!

         Ο δεσπότης ένιωσε τον καημό του και τον ρώτησε:

          --- Ακριβώς πες μου τι σου συμβαίνει τέκνο μου!

          --- Μήνες τώρα ζωγραφίζω το Μυστικό Δείπνο, του είπε με φωνή που έτρεμε ο ηγούμενος και με παιδεύει το πρόσωπο του Ιούδα!  Αρνείται να πάρει τη μορφή που του δίνω και συνεχώς μεταμορφώνεται σύμφωνα με τα γούστα του. Δεν ξέρω να βρω τη λύση που χρειάζεται για να τον απεικονίσω σύμφωνα με τα ιερά βιβλία. Ίσως εσύ να με βοηθήσεις για να πάψει επί τέλους να με βασανίζει και να επιδρά πάνω μου δυσάρεστα  λες και μου οφείλει εκδίκηση.

         Ο δεσπότης έδειξε να τον κυρίεψε κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα κι ανήσυχος τον ρώτησε:

          --- Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;

          --- Είμαι! Αφού το πρόσωπό του δείχνει πάντα μετά την επέμβασή μου με το πινέλο, πράο και γλυκό σαν του Χριστού! Πώς είναι δυνατόν;

          Ο δεσπότης δέχτηκε τώρα τα λόγια του με εγκαρδιότητα και αμφισβητώντας τις καλλιτεχνικές ικανότητές του, του είπε γελώντας:

           --- Μήπως φταις εσύ για όλα αυτά;

           Εκείνος λυπημένος εξέφρασε την άποψή του, λέγοντάς του;

           --- Δεν το νομίζω! Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό!

           --- Και τι ψάχνεις τώρα;

           --- Να του δώσω τη μορφή που του αξίζει.

           --- Αυτή την άγρια που τον θέλουν οι ιερές γραφές, ε;

           ---  Ναι, αυτή!

           --- Κι αφού δεν το πετυχαίνεις, γιατί σκας για ένα ασήμαντο καπρίτσιο της τέχνης! Επέλεξε τη μορφή που βγαίνει από το χέρι σου. Γιατί σώνει και καλά θέλεις να νιώθεις δυσάρεστα με το έργο σου;

          Ο ηγούμενος τον κοίταξε παράξενα και για μια στιγμή οι μύες στα μηνίγγια του πρόβαλαν με εξαιρετική ένταση. Δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που έκανε το δεσπότη να αντιδράσει έτσι σαν να επρόκειτο για ένα ασήμαντο θέμα. Κι αφού έσκυψε το κεφάλι φανερά εκνευρισμένος σιώπησε ενώ συνέχιζε να σφίγγει τα δόντια.   Ο δεσπότης έγειρε πίσω και με τα σπινθηροβόλα μάτια του κοίταξε έξω από το παράθυρο. Στη μικρή παύση που έγινε ο ηγούμενος είχε την εντύπωση πως γρήγορα κάτι θα του έλεγε. Κι αμέσως στρέφοντας το κεφάλι του και κοιτάζοντας κατάματα το ωχρό πρόσωπό του, που με νωθρότητα είχε ανυψώσει, του είπε με κατανόηση και περίσκεψη:

         --- Τον Ιούδα, καλόγερε, όπως και να τον φτιάξεις, Ιούδας θα είναι! Κακός, προδότης, άσχημος και φιλάργυρος! Μη σκας λοιπόν και μην τρως το χρόνο σου να τονίσεις τα ανομήματά του. Ζωγράφισέ τον με τη συνηθισμένη σου προοπτική και μη βιάζεσαι να χειριστείς την υπόθεσή του με σοβαρότητα αλλά με χιούμορ και ειρωνεία.

         Τα λόγια αυτά άρεσαν στον καλόγερο αν και τα θεώρησε σαν μια μικρή άπρεπη απιστία απέναντι στη ζωή του Χριστού. Ωστόσο ένοιωσε μια κατάσταση ευθυμίας και με κάπως υπερβολικό κέφι, του είπε σκύβοντας και πάλι κάτω σαν να ντράπηκε από το βάρος των λόγων του:

          --- Θα κάνω αυτό που μου λες αν και το θεωρώ σκάνδαλο!

          Ο δεσπότης έπιασε με το δεξί του χέρι το πηγούνι του και γέλασε. Δεν του αποκρίθηκε παρά τον άφησε κι έφυγε. Από εκείνη τη στιγμή ο καλόγερος έβαλε σκοπό να καταπίνει τις ταπεινώσεις που του προξενούσε ο προδότης μαθητής και να τον αποδώσει όπως του σύστησε ο δεσπότης. Δυστυχώς όμως κι εδώ συναντούσε πολλές δυσκολίες! Έτσι κάθε μέρα που περνούσε του έδειχνε όλο και περισσότερο το μίσος του!

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                   = = =  

 

 

 

 

 

 

 

 

            Έτσι και σήμερα ο καλόγερος πήρε τη θέση του απέναντι στον  Ιούδα και με τη συνηθισμένη του καχυποψία τον κοίταξε με βλέμμα απλανές και ταραγμένο πριν πιάσει στα χέρια του το πινέλο.  Σαν έβαλε όμως την πρώτη του πινελιά θυμήθηκε τα λόγια του δεσπότη  και σταμάτησε γατί ένιωσε μια λυπηρή διάθεση να ακολουθήσει την επώδυνη συμβουλή του. Όχι, ποτέ δεν ήθελε να βγει πράος ή ότι άλλο ο προδότης του Χριστού γιατί αυτό θα ήταν και ασυνήθιστο αλλά και ύβρη. Συνέχισε έτσι με διστακτικότητα να ζωγραφίζει ανάλαφρα ενώ σταματούσε συνεχώς να κοιτάζει το έργο με ιδιαίτερη προσοχή και δεν έπαυε να χαϊδεύει τα σγουρά του γένια και τις πλούσιες φαβορίτες του.

        Κάποια στιγμή όμως άκουσε φωνές έξω και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική και να ι ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες βουβός και φοβισμένος. Ο ένας απ’ αυτούς χαμογελούσε ικανοποιημένος που τον είχαν συλλάβει και εκμεταλλευόμενος την ασθενή αντίσταση του ψαρά του έδειχνε το περιπολικό με το οποίο θα γινόταν η μεταφορά του.

         Στενοχωρήθηκε τόσο που βγήκε έξαλλος από το  ατελιέ κατευθυνόμενος με οργή στο μέρος της σύλληψης, ξεχνώντας αβρότητες και ευγένειες που συνηθίζονταν για τους επισκέπτες. Έτσι αφού πλησίασε τους δυο αστυνομικούς κι ακούμπησε το χέρι του στο σκυμμένο κεφάλι του Ανάργυρου, τους είπε με μια σκληρή γλώσσα:

         --- Μα τι ζητάτε απ’ αυτόν τον άνθρωπο; Τι σας έκανε; Αυτός ο άνθρωπος είναι  υπό την προστασία μου!  Κι αφού έσκυψε πάνω από τον Ανάργυρο με μια κίνηση ξαφνικής τρυφερότητας του χάιδεψε τα μαλλιά.

         --- Έχουμε απόλυτη συνείδηση των καθηκόντων μας γι’ αυτό που κάνουμε! του είπε ο ένας εκ των χωροφυλάκων και υποκλινόμενος βαθιά έσυρε τον Ανάργυρο ως το αυτοκίνητο. Εκεί και με τη βοήθεια του άλλου συναδέλφου του τον έβαλαν μέσα. Αμέσως η μηχανή του αυτοκινήτου πήρε μπροστά και με μια ξέφρενη κίνηση που έκανε εκείνο λες και ήθελε να κάνει τα λάστιχα να σκάσουν, κύλησε στο δρόμο με κατεύθυνση το γραφείο του  λιμενάρχη.

         Εκεί σαν έφτασαν ο λιμενάρχης αφού έσκυψε και του έδειξε μια καρέκλα να καθίσει κάνοντας ύστερα με το χέρι κύκλους στον αέρα και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να ηρεμήσει, του είπε με εύθυμο τρόπο, αφήνοντας την σπινθηροβόλα ματιά του να γλιστρήσει πάνω του:

         --- Χαριτωμένο να κρύβεσαι αλλά επικίνδυνο! Τώρα ο νόμος θα είναι πιο αυστηρός και ούτε λόγος για επιεική συμπεριφορά του.
Όπως έσπειρες έτσι και θα θερίσεις, Ανάργυρε!

          --- Είναι βαρύς ο σταυρός του μαρτυρίου που με περιμένει το ξέρω! Αλλά θα τον υπομείνω!

         --- Ω, σωστά! Του ψιθύρισε εκείνος και με ειρωνική διάθεση, πρόσθεσε: Το θεωρείς μικροδουλίτσα να μας έχει τόσες μέρες στην τσίτα; Να δω πως θα ξεμπλέξεις.

          Τον κοίταξε αφηρημένος ο Ανάργυρος και έριξε το σώμα του πίσω στην καρέκλα. Αυτό δημιούργησε την εντύπωση στο λιμενάρχη πως τον κορόιδευε  κι αυτό τον εκνεύρισε αφάνταστα που τον ανάγκασε να του πει με μια παράξενη κλεφτή ματιά:

       --- Σε βλέπω να παριστάνεις τον τρελό, αλλά αυτό δε θα σου βγει σε καλό! Απάντησέ μου αμέσως γιατί κρύφτηκες; 

        Ξαφνικά εκείνος στράφηκε προς το μέρος του με αδεξιότητα σηκώνοντας με μεγάλη προσπάθεια τον πολύ χοντρό λαιμό του και του αποκρίθηκε, αφήνοντας να κρέμεται απ΄ τη ράχη της καρέκλας το δεξί του χέρι:

        --- Κρύφτηκα γιατί φοβήθηκα!

        Ο λιμενάρχης έδειξε να μην τον πίστεψε.

        --- Τα καταφέρνεις πολύ καλά στην κοροϊδία, βλέπω. Δυο μέτρα άντρας και φοβήθηκες! Πόσο λυπηρό ακούγεται αυτό!
        --- Νομίζεις! Τη φυλακή που μου είχες υποσχεθεί την ξέχασες; Τι ήθελες να κάνω μετά την απειλή σου, να χαρώ;

        --- Το είπες κι εσύ πως είναι βαρύς ο σταυρός του μαρτυρίου! Αφού αμάρτησες πρέπει να πληρώσεις! Τι να σου κάνω;

        Ο Ανάργυρος πειράχτηκε απ΄ τα λόγια του κι αφού πήρε μια παράξενη έκφραση το πρόσωπό του, ξέσπασε  και κοιτάζοντας με περιφρόνηση το λιμενάρχη του είπε με μια λάμψη ευχαρίστησης στις σχισμές των ματιών του:

         --- Δεν έκανα τίποτα ανήθικο της Κατερίνας κι όμως δεν ξέρω γιατί, αφήνεται να πλανάται η κατηγορία της επίθεσης του βιασμού. Κατηγορία ψεύτικη κατασκευασμένη από σένα και την αδεξιότητα της δικαιοσύνης. Αν ξέρατε τι ήταν εκείνο που με έσπρωξε να την ρίξω στην αγκαλιά μου κι όχι να τη βιάσω ίσως να αποσύρατε κάθε κατηγορία εναντίον μου. Όμως δεν το ξέρετε κι αυτό σας κάνει σκληρούς κι ανίκανους να ερευνήσετε την ψυχή μου. Κι επειδή όσο κι αν προσπαθήσετε να το ανακαλύψετε δε θα το κατορθώσετε σας το λέω, εγώ. Η αγάπη μου γι’ αυτή με οδήγησε στην αδιανόητη για σας πράξη μου να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Ένιωθα επείγουσα την ανάγκη εκείνη τη στιγμή να χαρώ τη σιωπηλή κι ενθουσιώδη αγάπη μου με το δικό μου τρόπο! Δυστυχώς αυτή αντέδρασε και ο χώρος του σπιτιού της έγινε ξαφνικά η φυλακή μου. Ένας ωραίος χώρος για μένα που δυστυχώς έγινε πιο μισερός εχθρός μου. Δε θέλω να πατήσω άλλη φορά την πόρτα του.

     Ο λιμενάρχης σιώπησε για λίγο και μετά θέλοντας να τον ειρωνευτεί του είπε με ζωηρή έκφραση:

      --- Κι όμως πατώντας την πόρτα του θα βρεις μέσα έναν ευχάριστο άνθρωπο!

      Ο Ανάργυρος τον κοίταξε με καρφωμένο βλέμμα. Ύστερα σαν σταύρωσε τα χέρια του ενώ συνέχιζε να τον κοιτάζει με αυστηρή έκφραση του είπε:

       --- Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου αλλά αυτός ο ευχάριστος άνθρωπος με πλήγωσε μ’ ένα αγκάθι στην καρδιά! Πώς να τον ξαναπλησιάσω!

       --- Ε, μην κακιώνεις! Του είπε εκείνος και γέλασε τρανταχτά. Δεν ήθελα να σε θυμώσω.

      --- Δεν ήθελες αλλά…

      --- Καλά! Καλά! Μη διαμαρτύρεσαι! Ως εδώ! Σ’ αφήνω ελεύθερο με την εντολή να πας σπίτι σου και να ξανάρθεις με την πρώτη ευκαιρία που θα σε χρειαστώ. Κάθε άρνηση να έρθεις θα είναι σε βάρος σου. Μέχρι να ολοκληρωθεί η δικογραφία σου θα παρενοχλείσαι τακτικά.

           Ο Ανάργυρος σηκώθηκε μ’ έναν αναστεναγμό. Έπιασε ύστερα το κεφάλι του με τα δυο χέρια και βγήκε αμίλητος και βλοσυρός από την πόρτα. Έδειχνε να είναι φορτωμένος από πολλές σκέψεις.

 

 

 

 

 

 

 

                                               = = =    

 

 

 

 

 

 

      

        Πλησίαζε μεσημέρι όταν αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι η Κατερίνα  κι αφού ανασηκώθηκε λιγάκι ανέμελα στήριξε την πλάτη της στον τοίχο κι έμεινε ακίνητη να κοιτάζει έξω από την μπαλκονόπορτα το φως του ήλιου που τόσο της άρεσε. Στην ησυχία που απλωνόταν μόνο η  βαθιά και ειρηνική της ανάσα ακουγόταν πράγμα που την έκανε να θέλει περισσότερο να μένει βυθισμένη στο μαλακό στρώμα αδιαφορώντας για τις πολλές φροντίδες του σπιτιού που την περίμεναν. Έτσι έμεινε εκεί πολλή ώρα ακόμη και μόνο αφού το ρολόι του τοίχου χτύπησε δώδεκα σηκώθηκε και στηρίζοντας το κεφάλι της με τα χέρια της πήγε στην τουαλέτα της να φροντίσει τον εαυτό της, δείχνοντας για κάμποσα λεπτά απρόθυμη να προσαρμοστεί στο ρυθμό του ενεργού ανθρώπου

        Ο ύπνος της το βράδυ ήταν λιγοστός γιατί υποχρεωμένη να ικανοποιήσει τις ερωτικές απαιτήσεις της όχι κι ευκαταφρόνητης πελατείας ενός καραβιού, αναγκάστηκε να δουλέψει πολύ και να πάει στο κρεβάτι της τα ξημερώματα. Έτσι αφήνοντας το φορτίο τόσων ανδρών από πάνω της κοιμήθηκε γλυκά όμως ο ελάχιστος χρόνος που είχε στη διάθεσή της ως το πρωί να χορτάσει ύπνο, την ανάγκασε να το τραβήξει και να εγκαταλείψει το κρεβάτι ακριβώς το μεσημέρι. Έτσι τώρα με χλιαρή ακόμη την ανάσα της άφησε την τουαλέτα της και προχώρησε προς την κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό της και να το απολαύσει στη δυτική βεράντα του σπιτιού της, αγναντεύοντας τη θάλασσα του Ιονίου και  κοιτάζοντας τον ορίζοντα να ανιχνεύει τις φοβερές εμπειρίες της ζωής της.

          Εκείνη τη στιγμή ο καλόγερος που είχε ξεκινήσει για το σπίτι της σαν έφυγαν οι χωροφύλακες με τον Ανάργυρο, στεκόταν στην εξώπορτα ενώ η χαρακτηριστική βραχνή και ηχηρή φωνή του που της ζητούσε να του ανοίξει και να μπει μέσα, την έκανε να αισθανθεί τη σπουδαιότητα της επίσκεψής του και να πάει να τον συναντήσει.

          Η όψη του καλόγερου όταν κάθισε φαινόταν ωχρή κι αυτό έκανε την Κατερίνα ν’ ανησυχήσει και να τον ρωτήσει:

          --- Γιατί ήρθες πάτερ μου; Να αμαρτήσεις μαζί μου ή να μου κάνεις μια φιλική επίσκεψη;

          --- Μα τις λες; της έκανε εκείνος και φάνηκε σκεφτικός. Παρότι είναι σκληρό αυτό για το οποίο ήρθα θα σου το πω. Ελπίζω να βρω κάποια κατανόηση.

          Έβγαλε το σκούφο του και τον ακούμπησε στο τραπέζι. Κοίταξε ύστερα έξω από το παράθυρο τα χωράφια με τα δέντρα και τις αγροικίες  και φάνηκε να ηρέμησε. Κι αμέσως με χαμηλόφωνη και τρεμάμενη φωνή της είπε:

          --- Ήρθα να κουβεντιάσουμε Κατερίνα σαν δυο καλοί φίλοι για τον Ανάργυρο. Περνάει δύσκολες ώρες από τότε που συνέβη η αδιανόητη πράξη του μαζί σου και βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Στενοχωριέται και φοβάμαι μήπως η ταπεινότητά του τον οδηγήσει σε κάτι το δυσάρεστο για τον εαυτό του.

          Εκείνη έμεινε άφωνη. Ύστερα σαν συνήλθε σιγά - σιγά και σαν πέρασε η πρώτη στιγμή του ξαφνιάσματος έδειξε κάποια μικρή κατανόηση στα λόγια του και τον κοίταξε με αγωνία. Είχε βγάλει το συμπέρασμα πως ο Ανάργυρος κρυβόταν στο μοναστήρι κι αυτό της έδωσε χαρά αλλά και της αύξησε και το φόβο της για τη ζωή του. Με διαφορετικά τώρα συναισθήματα τον ρώτησε:

         --- Κρύβεται στο μοναστήρι ο Ανάργυρος;

         --- Κρυβόταν ως σήμερα το πρωί που τον πήραν οι χωροφύλακες και τον κατέβασαν κάτω για να τον οδηγήσουν στην αστυνομία και στον ανακριτή.  Αυτή την ώρα πρέπει να είναι στα χέρια του λιμενάρχη. Στη συνέχεια θα μάθουμε για τις εξελίξεις που θα πάρει η υπόθεσή του.

          --- Ο χαζός! Ο απαίσιος! Αν τον είχα εδώ θα τον πλάκωνα στις σφαλιάρες και θα τον έκανα αγνώριστο! του είπε η Κατερίνα δείχνοντας εκνευρισμένη.

          --- Ντροπή! να μιλάς έτσι, της αποκρίθηκε και φάνηκε να βρίσκεται σε αμηχανία.

         Αυτή θέλησε να του κάνει μια κωμική στάση  με τη συμπεριφορά της  και του είπε με σαρκασμό:

          --- Κι εγώ τι μπορώ να κάνω, πάτερ μου;

          --- Να πεις σαν σε καλέσουν για μάρτυρα πως δεν είχε σκοπό να σε βιάσει αλλά να σε φιλήσει από μια ανόητη έκρηξη πάθους που ένιωσε. Πως καθόλου δε σ’ έβλαψε αυτό και δε θίχτηκε η τιμή και η υπόληψή σου. Θα τους βεβαιώσεις πως ήταν μια παιδαριώδη συμπεριφορά του και θα τον αθωώσουν. Αυτό νομίζω θέλουμε όλοι μας!

          Της Κατερίνας αυτό της φάνηκε πολύ ευχάριστο και σοβαρεύτηκε. Δεν της άρεσαν τα ψέματα και θα ένιωθε πολύ ευτυχισμένη αν τα αρνιόταν. Εδώ όμως είχε να κάνει με έναν γραφικό και φτωχό άνθρωπο που για να γλιτώσει την τιμωρία έπρεπε να καταφύγει στο ψέμα και να δεχτεί την πρόταση του καλόγερου. Θα μπορούσε με κομψό κι εύθυμο τρόπο να αρνηθεί τη βιαιότητά του κι αυτό ήταν όλο. Της άρεσε να αντιμετωπίζει τα πράγματα με κατά μέτωπο επίθεση κι αυτό αποφάσισε να κάνει και τώρα. Και με μια διπλωματική απάντηση του είπε σιγανά:

          --- Ο καθείς και η μοίρα του, πάτερ μου! Αυτό το λεπτό σημείο που λες πως πρέπει να συμπεριφερθώ πρέπει να το προσέξω!

          Εκείνος είχε πάρει τη γαλήνια όψη και το μόνο που έδειχνε ανήσυχο πάνω του ήταν το ζωηρό βλέμμα του. Και στη συνέχεια με μια κατευθείαν ερώτηση που έδειχνε να μη του κόστιζε τίποτα  τη ρώτησε:

          --- Φοβάσαι να πεις ψέματα, Κατερίνα;

          --- Όσο να είναι!

          --- Γιατί;

          --- Για να μην πάω στην Κόλαση!

          --- Ναι, αλλά θα πάει αυτός αν δεν τον βοηθήσεις! Και η φυλακή δεν είναι παίξε - γέλασε!

          --- Ναι, είναι ανήκουστο αυτό αλλά δεν φταίω εγώ! Ας πρόσεχε!

          ---Μια κουβέντα είναι αυτό αλλά ο άνθρωπος θα μπλέξει. Οφείλεις να τον βοηθήσεις. Δε θα καταργήσουμε και την αλληλεγγύη μεταξύ μας.

          --- Ναι, να τον βοηθήσω αλλά πως; Λέγοντας ψέματα;

          --- Αυτό έκανα κι εγώ κάποτε!

          --- Βοήθησες κάποιον λέγοντας ψέματα;

          --- Ναι.

          --- Πώς έγινε;

          --- Ήμουν μ’ ένα φίλο σ΄ ένα μπαρ, φυσικά πριν ενδυθώ το ράσο, στον Πειραιά και διασκεδάζαμε πίνοντας ποτό κι ακούγοντας μουσική. Με είχε κουράσει με την πολυλογία του και κάποια στιγμή βούλωσα τ΄ αυτιά μου και δεν άκουγα λέξη απ΄ ότι μου έλεγε. Την πλήξη μου αυτή ήρθε να διακόψει ένα ζευγάρι που μπήκε εκείνη την ώρα μέσα κι έδειχνε αρκετά χαρούμενο κι εύθυμο. Κάθισαν απέναντί μας και σαν ήρθαν τα ποτά τους άρχισαν να τα πίνουν με μια ενεργητική ορμή  που γινόταν πιο έντονη με μια  ζωηρή αίσθηση μεγάλου ενθουσιασμού. Τότε η γυναίκα που δε φαινόταν και πολύ σόι, έριξε μια λάγνα ματιά στο φίλο μου που φάνηκε να τον ερέθισε αφάνταστα. Έτσι της την ανταπόδωσε με ένα ελαφρό μορφασμό και μια χαριτωμένη ερωτική γκριμάτσα. Για κακή του όμως τύχη ο φίλος της τον είδε και σηκώθηκε εκνευρισμένος να του ζητήσει τα ρέστα. Τότε μπήκα εγώ στη μέση κα του είπα με σοβαρότητα και υποστηρικτική διάθεση: << Ήταν μια αντίδραση ενστικτώδης που την έκανε άθελά του. Σου ζητάμε συγγνώμη και οι δυο και σε παρακαλούμε να μη συνεχίσεις την καταδίωξή του >>. Αυτό ήταν. Σαν να ένιωσε μια δύναμη από το υπερπέραν που του έλεγε να σταματήσει ως εκεί, έφυγε, αφού μια παράξενη γαλήνη απλώθηκε στο πρόσωπό του. Είχα γλιτώσει το φίλο μου από τα χειρότερα! Είχα πει ψέματα πως ενήργησε από ένστικτο και τον έσωσα!

            Εκείνη τον κοίταξε με χαμηλωμένο βλέμμα και του είπε:

            --- Ναι, αλλά εγώ από συνήθεια δε λέω ψέματα! Μόνο την αλήθεια θα  πω κι ακριβώς όπως έγιναν τα πράγματα!

            Αυτός έδειχνε να επιμένει και της είπε:

            --- Σου μιλάω σαν φίλος! Μπορείς να την αλλάξεις την αλήθεια.  Αυτό είναι το συμφέρον σου!

            Η Κατερίνα κάθισε πιο άνετα στη θέση της και τον κοίταξε με γαλήνιο βλέμμα.

            --- Η αλήθεια είναι μία! Πήγε να με φιλήσει και δεν το δέχτηκα! Δεν υπάρχει απόπειρα βιασμού που εύκολα αποφάνθηκε να βγάλει το πόρισμα των Φαρισαίων της κοινωνίας σας, του ψέλλισε και τίναξε με δύναμη το κεφάλι της ενώ τον κοιτούσε κατά πρόσωπο.

            --- Ώστε έτσι, έ;

            --- Μήπως κρύβεις την αλήθεια;

            --- Μη μου κάνεις αυτή την ερώτηση, δε μου αρέσει;

            --- Μήπως η σκέψη σου να κρύψεις την αλήθεια εκπορεύεται από τη μεγάλη σου απελπισία;

           --- Δεν είμαι απελπισμένη αλλά αγανακτισμένη!

           --- Αγανακτισμένη;

           --- Ναι, αλλά και φοβισμένη!

           Εκείνος γέλασε και της είπε:

           --- Εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει να αποβάλλεις το φόβο σου.

           --- Αλλά πως σαν δέχομαι τη βία σας να ομολογήσω κάτι που δεν έγινε;

          --- Δικαίωμά σου να αρνηθείς να πεις αυτό που ζητάμε! Αλλά και δικαίωμά μας να βρούμε την αλήθεια!

         Έμεινε για λίγο σιωπηλή  και μετά από σκέψη του αποκρίθηκε:

        --- Εγώ δεν έχω κέρδος να κρύψω τίποτα. Ούτε κι ο άνθρωπος αυτός μ’ ενδιαφέρει να τον σώσω. Δεν έχει νομίζω κανένα νόημα να με βασανίζεται έτσι. Και πιστεύω ούτε και ο ίδιος θα θέλει να τον υποστηρίξω κι όπως εγώ δε θέλω κανενός τη βοήθεια έτσι κι αυτός δε θα θέλει τη δική μου.

         --- Σωστά, αλλά εδώ πρόκειται για έγκλημα, σύμφωνα με τη δικογραφία. Αλίμονο αν αφήναμε τους παραβάτες του νόμου ατιμώρητους, τότε η κοινωνία θα είχε καταντήσει ζούγκλα!

         --- Γελιέσαι να νομίζεις πως ο Ανάργυρος έπραξε εναντίον μου κάποιο έγκλημα!

         Ο καλόγερος φάνηκε να τα έχει χαμένα. Έδειχνε στενοχωρημένος και η αβρότητα εκείνη που χαρακτήριζε το πρόσωπό του και τον εσωτερικό του κόσμο είχαν χαθεί. Σιώπησε για λίγο κι αφού  έμεινε με  μισόκλειστα μάτια  να σκέφτεται κάτι της είπε ύστερα από δυσκολία:

         --- Σαν να μου λες πως άδικα τον κατηγορούνε!

         --- Δεν ξέρω αν τον κατηγορούνε αλλά σ’ εμένα φέρθηκε άψογα! Κύριος με τα όλα του!

         Εκείνος γέλασε σιγανά και για να γίνει πιο αρεστός της ψέλλισε:

         --- Κατάλαβα! Ούτε γάτα ούτε ζημιά!

         --- Αυτό!

         --- Μα, πως γίνεται όμως  να ομολογεί σε μένα ο Ανάργυρος πως σου ρίχτηκε! της είπε αυστηρά και προσπάθησε να την πείσει κουνώντας τα χέρια του.

         --- Θα έχει το  λόγο του! Που να ξέρω εγώ.

         Εκείνος κούνησε ελαφρά το κεφάλι και ψιθύρισε:

         --- Ίσως να γελιέται κι ο ίδιος!

         --- Μπορεί!

         ---Μα το λένε όλοι πως επιχείρησε να σε βιάσει! Υπάρχουν και μάρτυρες που άκουσαν τις φωνές σου και είδαν κάποια πράγματα από το παράθυρο. Τ’ αμφισβητείς αυτά;

         --- Τίποτα δεν έγινε! Δεν είναι ένοχος κι αυτό είναι η απλή πραγματικότητα!

        --- Κι εγώ που έλεγα πως…

        --- Να μη λες τίποτα, πάτερ μου κι εσύ και οι άλλοι!

         Η φωνή της έβγαινε κουρασμένη κι αυτό έκανε τον καλόγερο να συγκινηθεί αλλά και να αναγκαστεί να φύγει. Δεν ήταν και τόσο απαραίτητο να μείνει κι άλλο μαζί της και να βλέπει  την ανεπιθύμητη ύπαρξή του μπροστά της. Έτσι σαν έφερε τα μάτια του γύρω και κοίταξε τους τοίχους με τους πίνακες ζωγραφικής της είπε με μια διάθεση να εκτονώσει την κατάσταση:
         --- Φεύγω και συγγνώμη για την ενόχληση! Εύχομαι αυτά που είπες σε μένα να τα πεις και στην ανάκριση. Ο λιμενάρχης είναι διάβολος να προσέξεις να μη σε καταφέρει και γυρίσεις την απολογία σου.

         Σηκώθηκε και βγήκε αργά- αργά από την πόρτα. Πίσω του η Κατερίνα ένιωσε ανάλαφρη σαν απαλλάγηκε από την πνιγηρή παρουσία του και το έδειξε μ’ ένα ξέσπασμα τρανταχτού γέλιου που έβγαλε από τα χείλη της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                    = = =  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          Όλη τη νύχτα η Κατερίνα ζήτημα είναι αν κοιμήθηκε μια ώρα. Η επίσκεψη του καλόγερου την έβαλε σε σκέψεις και της έφερνε ένα άκριτο μίσος για τους ανθρώπους που γίνονται θηρία όταν ξυπνάει μέσα τους η εκδίκηση και το σκοτεινό βλέμμα τους κοιτάζει πως και πως να καταστρέψει οτιδήποτε καλό και ιερό βρει μπροστά του. Έτσι στριμωγμένη στην άκρη του κρεβατιού έκλαιγε ενώ η ψυχή της συνταραζόταν συθέμελα από τον πόνο και την απελπισία. Δεν ήταν μόνο η επίθεση που της έκαναν να ομολογήσει για κάτι προσωπικό της αλλά και η δική της η επιφυλακτικότητα που την έκανε να αισθάνεται ένοχη απέναντι στον Ανάργυρο και τον εαυτό της. Το δίλημμα που της έμπαινε ήταν τούτο: Είχε σκοπό να τη βιάσει ο Ανάργυρος ή της ρίχτηκε πιστεύοντας πως θα ενέδιδε στην επιθυμία του;

          Κάθισε στη βεράντα, αγέλαστη, τυραννισμένη κι αναστατωμένη από δυσάρεστες σκέψεις. Προσπάθησε να μείνει απερίσπαστη από τα ερεθίσματα που της έρχονταν στη μνήμη αλλά δυστυχώς ένας αδυσώπητος  ψυχολογικός φαύλος κύκλος την καθιστούσε ανήμπορη να τα τιθασεύσει. Κατόπιν τούτου αποφάσισε να σηκωθεί και να επισκεφτεί το λιμενάρχη, ελπίζοντας σε μια ανακούφιση σαν του έλεγε τα συμβάντα. Εξάλλου αν δεν το έκανε αυτή σίγουρα θα την καλούσε εκείνος να καταθέσει.

         Στο γραφείο του ο λιμενάρχης φάνηκε να είναι συνεπαρμένος από την επίσκεψη και την παρουσία της. Την κοίταξε με θαυμασμό και της ψιθύρισε τρώγοντάς την με το αχόρταγο βλέμμα του:

         --- Σε θαυμάζω! Είσαι υπέροχη!

          Εκείνη λες και είχε βαρεθεί αυτές τις θεατρικές φιλοφρονήσεις που κάνουν συνήθως οι άντρες που θέλουν να κερδίσουν κάτι από τα θύματά τους, του είπε με τρόπο διασκεδαστικό:

         --- Δεν πρόκειται για μένα, αλλά πρέπει να υποψιαστείς πως ήρθα για άλλον εδώ!

         Αυτός κρέμασε τα μάτια του κάτω και καμώθηκε πως δεν άκουσε. Αμέσως όμως ήρθε στα κέφια του και της είπε:

         --- Ναι, για τον Ανάργυρο και το επεισόδιο μαζί σου.  Σ’ ακούω! Τι έχεις να πεις;

         --- Πως κάποιος άτιμος έχει βάλει το δάχτυλό του σ’ αυτή την υπόθεση και θέλει να κάνει πλάκα! Ο Ανάργυρος δεν επιχείρησε να με βιάσει και ποτέ δε μου συμπεριφέρθηκε άσχημα εκείνο το βράδυ σαν ήρθε στο σπίτι μου. Σε κάποια στιγμή παραληρήματος βρέθηκε σε έξαρση ενθουσιασμού και προσπάθησε να με φιλήσει. Αυτό δεν το δέχτηκα εγώ και αντιστάθηκα ξεφωνίζοντας δυνατά << πως με βιάζει>>. Έφυγε χωρίς να κάνει τίποτα το αμαρτωλό στη σάρκα μου όσο κι αν το πάθος να με κατακτήσει ερωτικά τον είχε φέρει σε κατάσταση τρέλας. Με σεβάστηκε και ουδέν ανήθικο μου έκανε.

        Ο λιμενάρχης σιώπησε κι έδειξε μελαγχολικός. << Κάποιο λάκκο έχει η φάβα >> σκέφτηκε << για να τα λέει αλλιώτικα απ’ ότι η φήμη θέλει. Ας δείξω συνεργατικό πνεύμα και βλέπουμε >>.

        --- Ε, λοιπόν, αυτό δεν το περίμενα ποτέ, πως θα συμβεί από μέρος σου. Να θέλεις να καταθέσεις ψέματα για να τον αθωώσεις! της είπε με επίπληξη. Γιατί το κάνεις αυτό; Τι λόγος υπάρχει;

        Αυτή αντέδρασε έντονα και του είπε:

         --- Τι θες να πεις, δε σε καταλαβαίνω.

         --- Αφού σου ρίχτηκε! Τι σ’ έκανε σ’ αυτό το διάστημα που μεσολάβησε να το ρίξεις στο φιλανθρωπικό και να θέλεις να τον συγχωρήσεις; Τι;

         --- Δε μου ρίχτηκε. Έκανε κάτι άκρως διασκεδαστικό όλο κι όλο και τίποτα περισσότερο. Τον συγχώρεσα!

        --- Και το ρεζιλίκι που σου έκανε; Το ξέχασες;

        Η Κατερίνα ξέροντας τι παμπόνηρος ήταν και γνωρίζοντας το αλλοπρόσαλλό του χαρακτήρα, κούνησε το κεφάλι της κατά τρόπο περιπαιχτικό. Όσο για το λιμενάρχη προσπαθούσε να μαντέψει όλο και περισσότερο τι γινόταν μέσα της. Όμως έπρεπε να του απαντήσει και με φωνή οργισμένη του ξεστόμισε ηχηρά:

        --- Λάθος συμπεράσματα βγάλατε όλοι σας!

        Εκείνος γέλασε.

        --- Προσποιείσαι την αμέριμνη, Κατερίνα, αλλά δεν είσαι! Θέλεις να τον δικαιολογήσεις και ξεχνάς την προσβολή που σου έκανε. Αν συνεχίσεις να λες ψέματα θα σου απαγγείλω κατηγορία για ψευδή κατάθεση!

        --- Να μ’ αφήσεις ήσυχη! Ήταν η απάντησή της και η κίνηση του δεξιού χεριού της έδειχνε την ταραχή της.

        --- Η δικαιοσύνη, συνέχισε, εκείνος, αδημονεί να μάθει όλη την αλήθεια κι εσύ μιλάς έτσι;

        --- Σέβομαι τη δικαιοσύνη γι’ αυτό μιλάω έτσι!

        --- Ναι, αλλά δε γίνεσαι αρωγός της.

        Αυτή τότε προσπάθησε να κρύψει την ταραχή της. Το πέτυχε ελάχιστα και του είπε:

        --- Πρέπει να τελειώνει αυτή η τραγική κωμωδία με τον Ανάργυρο.

        --- Μα πώς;

        ---Με την αθώωσή του! Καμία κατηγορία δεν το βαραίνει από μέρος του. Είναι φίλος μου και δεν μου έκανε τίποτα. Ούτε για αστείο δεν πρέπει να λέγονται αυτά που ακούγονται πως μου έκανε.

        Νεκρική σιωπή βασίλεψε έξαφνα. Σε λίγο όμως ο λιμενάρχης θυμωμένος της είπε:

        --- Δεν πιστεύω να δέχτηκες πίεση από κάπου για να τον υπερασπιστείς;

       Αυτή βρήκε πολύ νόστιμο το αστείο του και του αποκρίθηκε με χιούμορ:

       --- Θαρρώ πως είμαι πιο ελεύθερη από σένα και αποφασίζω μόνη μου!

       --- Χα, χα, χα! έκανε αυτός. Σε καλό σου!

       --- Έχεις δίκιο να γελάς! Όμως αναρωτήθηκες ποτέ γιατί η ζωή είναι πιο ενδιαφέρουσα και γλυκιά με ανθρώπους σαν τον Ανάργυρο;

       --- Και συνεχίζει την ατέρμονη πορεία της… πρόσθεσε με ειρωνεία εκείνος.

       --- Ακριβώς!

       --- Δεν ξέρω! περιμένω να το ακούσω από σένα!

       --- Γιατί είναι άκακος!

       --- Πιθανό. Μα στην περίπτωσή μας έχουμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο κακό κι επικίνδυνο!

       --- Το λες αυτό γιατί σε βολεύει!

       --- Με βολεύει;

       --- Ναι. Ο ρόλος σου έτσι είναι πιο εύκολος ανάμεσα στην αντιμαχόμενη ηθική και τις δυνάμεις εξουσίας. Έτσι το δίκαιο φαίνεται να είναι με το μέρος σου και βγαίνεις νικητής. Ο Ανάργυρος χωρίς δύναμη θα βγει ηττημένος.

       --- Θαυμάζω τη σκέψη σου!

       --- Σ’ ενδιαφέρει η καριέρα σου νομίζω περισσότερο από τον άνθρωπο τον Ανάργυρο. Αν τον βάλλεις μέσα στα σίδερα αναδεικνύεσαι!

      --- Μα… 

      --- Δεν έχει μα και ξεμά. Σου λέω πως ο Ανάργυρος είναι αθώος! Γιατί συνεχίζεις να τον κυνηγάς;

      --- Πώς να το κάνω αφού υπάρχουν μάρτυρες που λένε το αντίθετο. Και τη φωνή σου που έβγαλες απελπισμένη εκείνο το βράδυ την ξέχασες;

      --- Ποια φωνή μου;

      --- Βοήθεια με βιάζει! Έτσι δε φώναξες μέσα στη νύχτα σαν σου ρίχτηκε; Το αρνείσαι κι αυτό;

      --- Εικάζοντας τι θα γίνει, αυτό έκανα, φώναξα. Αλλά όμως έπεσα έξω και δεν έγινε τίποτα.

      --- Τώρα το λες αυτό. Τότε έλεγες άλλα.

      --- Τίποτα δεν έλεγα. Απλά με τη φωνή μου ομολόγησα κάποιο συμβάν που φοβήθηκα πως θα γίνει αλλά δεν έγινε.

      --- Έτσι τώρα ψευδόμενη θα βασιλέψει η δυναστεία του ψεύδους σου!

     --- Η αλήθεια είναι πως δε συνέβη τίποτα φοβερό τη νύχτα εκείνη που μ’ επισκέφτηκε ο άνθρωπος. Είναι καλός, πολύ καλός για τέτοια.

     --- Η κοινή γνώμη όμως λέει άλλα!

     --- Την ξέρω την κοινή γνώμη. Θέλουν να με αποσπάσουν από το δικό μου κόσμο και να με βάλουν στο δικό τους. Κάνουν περίτεχνους ελιγμούς και προσπαθούν να με κάνουν ν’ ακολουθήσω το δρόμο της φυγής και να θριαμβολογήσουν για την καταστροφή μου. Αυτό τους ευχαριστεί και τους δίνει τροφή για να συνεχίσουν την αλόγιστη κι άχαρη ζωή τους. Όντας ανθρωπάκια, νομίζουν πως θα γίνουν παντοδύναμοι με τη δυστυχία του άλλου.

        Εκείνος γέλασε ελαφρά και της είπε:

        --- Αυτές οι νοσηρές ιδέες θα σκάψουν το λάκκο σου. Η σωφροσύνη σου ζητά να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων και να πεις την αλήθεια. Κάθε συνωμοσία με το κακό θα είναι σε βάρος σου.

       --- Δυστυχώς δεν μπορώ ν΄ αντιστρατευτώ το πιστεύω μου που είναι υποστηρικτής της αλήθειας. Αν το παραβίαζα θα ήταν σαν να παραβίαζα το   θέλημα του Θεού που μας θέλει υπηρέτες της αλήθειας. Εσύ μπορεί να προσβάλεις αυτή τη θεϊκή επιταγή και να γίνεις βλάστημος αλλά εγώ δεν μπορώ.

       ---Ε, τότε θα πας μέσα για επιορκία!

       --- Ούτε που με νοιάζει!

       Ένα ειρωνικό χαμόγελο φύτρωσε στα χείλη του και μετά της είπε;
       --- Ο έρωτας είναι επίμονη αρρώστια κι άκρως εκδηλωτική!

       --- Θέλεις να πεις πως είμαι ερωτευμένη μαζί του;

       --- Χμ. Εσύ τι λες;

       --- Λάθος πληροφορίες έχεις! Αυτός με ορέγεται και τρώει τα λυσσακά του να με ρίξει στο κρεβάτι. Έχω αρκετό πνεύμα που μου δίνει την ικανότητα να ξεχωρίζω τον ενθουσιασμό από το πάθος.

       --- Δηλαδή οι μέρες σας περνούν φιλικές όταν συναντιόσαστε στο σπίτι σου;

       --- Ναι. Αυτός μ’ επισκέπτεται για να μου υπενθυμίσει τον έρωτά του! Εγώ εισπνέω το χιούμορ του κι αυτός τη θηλυπρέπειά μου! Ύστερα χωρίζουμε σαν δυο κατάλευκα περιστεράκια!

        Ο λιμενάρχης κατάλαβε πως δε θα τα έβγαζε εύκολα πέρα μαζί της κι αποφάσισε να λύσει τη συνεδρίαση. Σηκώθηκε όρθιος κι εκνευρισμένος κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο το λιμανάκι του Αγρίλη.  Κούνησε ύστερα νευρικά το κεφάλι του και της είπε ψιθυριστά:

        --- Όλα τελείωσαν για σήμερα! Μπορείς να πηγαίνεις! Αν σε χρειαστώ θα σε ξαναφωνάξω!

       Κούνησε ελαφρά τους ώμους του και χωρίς να την κοιτάξει κατάματα με το βλέμμα του προσποιήθηκε τον αδιάφορο.

       Εκείνη σηκώθηκε και φτάνοντας  ως την πόρτα έπιασε με το χέρι της το πόμολο και πριν το ανοίξει του ψέλλισε:

       --- Όπως επιθυμείτε!

       Ύστερα πέρασε την πόρτα δείχνοντας έναν  ασυνήθιστο εκνευρισμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                  = = =  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Λάλος και φωνασκός έφτασε πρωί- πρωί σήμερα στο σπίτι του Ζορμπαλά ο στρατηγός κι αφού κάθισε απέναντι στο γραφείο του στη δερμάτινη πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται, απόμεινε σιωπηλός ενώ δεν έκρυβε την ταραχή και την αγωνία που συνέθλιβαν τα σωθικά του.

        Εκείνος το αντιλήφθηκε κι έκανε την πρώτη προσπάθεια για να τον προσεγγίσει και να του διορθώσει τη ζημιά. Έτσι με ύφος τρυφερό και με βλέμμα που τον αγκάλιασε με στοργή τον ρώτησε, ενώ δεν έπαψε ούτε στιγμή να τον κοιτάζει κατάματα:

       --- Δεν είσαι καλά, στρατηγέ;

       --- Όχι! του είπε εκείνος ενώ το χέρι του διέγραψε ένα φευγαλέο τόξο πάνω από τα γραφείο του αγγίζοντας συνάμα και κάποια αντικείμενα γραφικής ύλης.

       --- Γιατί; Τι σου συμβαίνει;

       Η φωνή του Ζορμπαλά επιτακτική και διερευνητική μαζί, τον έκανε να τρομάξει ελάχιστα και να μαζευτεί στη θέση του.

       --- Δεν μπορώ να κλείσω μάτι, Μιχάλη μου, συνέχισε με κλαψιάρικο ύφος εκείνος και τον κοίταξε λοξά ενώ ξάπλωσε με δυσκολία πίσω στην πολυθρόνα. Βλέπω εφιάλτες και δεν αισθάνομαι καλά. Πάει να σαλέψει ο νους μου και ώρα την ώρα συνειδητοποιώ πως με κυριεύει κάποια απόγνωση που με κάνει να καταρρέω. Είμαι στην πιο φριχτή θέση που μπορεί να βρεθεί άνθρωπος. Κι όλα αυτά γιατί με κυνηγά το κακό κι αμαρτωλό μου παρελθόν.

       --- Βλέπεις εφιάλτες; Τι είδους εφιάλτες;

       --- Να, όλοι εκείνοι που είχαν σκοτωθεί από το χέρι μου στις μάχες που με καλούσε η πατρίδα να δώσω, έρχονται τώρα στον ύπνο μου και δε μ’ αφήνουν να κλείσω μάτι!

       --- Και πώς τους βλέπεις;

       --- Σαν βρικόλακες!

       --- Και τι γυρεύουν;

       --- Να με κατασπαράξουν!

       --- Γιατί, το κάνουν αυτό;

       --- Για να με εκδικηθούν που τους στέρησα τη ζωή! Λίγο το ‘χεις αυτό; Όλοι τους ήταν νέοι σαν τους αφαίρεσα τη ζωή κι αυτό φαίνεται η ηθική και η δικαιοσύνη δεν το δέχεται. Έτσι σαν δε πλήρωσα σε τακτική μου δίκη για τα εγκλήματά μου οφείλω να πληρώσω τώρα με αυτό τον αποτρόπαιο και φριχτό τρόπο που όμοιό του μόνο σε σκηνές της Κολάσεως βρίσκεις!

       --- Κι από πότε σου παρουσιάστηκαν αυτοί οι ανεπιθύμητοι εφιάλτες;

       --- Τα δυο τελευταία χρόνια.

       --- Μπορείς να μου περιγράψεις τον τρόπο της εμφάνισής τους;

       ---  Βεβαίως. Έρχονται στον ύπνο μου, όπως σου είπα όλοι σχεδόν οι σκοτωμένοι από το χέρι μου κι αφού κραδαίνουν ασυνήθιστα για την εποχή μας όπλα, με φοβερίζουν και μου επιτίθενται με κάθε βαρβαρότητα για να με ξεκάνουν. Εγώ βέβαια αντιστέκομαι και το βάζω στα πόδια. Κρύβομαι άλλοτε κάτω από τα σκεπάσματα κι άλλοτε σε διάφορα μέρη του σπιτιού μου. Αυτό κρατά αρκετή ώρα και όπως βρίσκομαι πάντα σε κατάσταση τρόμου και αγωνίας παρακαλώντας να βρω την ησυχία μου, μια φωνή που ακούγεται δυνατή και μου συνεπαίρνει τ’ αυτιά με κάνει να πέφτω σε παραλήρημα και να λιποθυμώ. Μόνο σαν ξυπνάω αισθάνομαι να με περιβάλλει μια χαλαρή αίσθηση χαράς ενώ δεν παύω ούτε λεπτό να βογκάω και να αναστενάζω με απέραντο πόνο κι απέραντη θλίψη.

        --- Τι λέει η δυνατή φωνή που ακούς;

        --- Φονιά! Φονιά! Φονιά! Μας έστειλες στο θάνατο κι εσύ ζεις!

        Φαινόταν συντετριμμένος. Όλες αυτές οι σκέψεις που είπε τον είχαν τόσο απορροφήσει που έμοιαζε σαν να ταξίδευε πέρα μακριά και να μην ζούσε την πραγματικότητα της στιγμής. Δεν ήταν εύκολο ύστερα απ΄ αυτό που εκμυστηρεύτηκε να νιώθει γαλήνιος και ψύχραιμος.

        Ο Ζορμπαλάς ήταν έτοιμος να του πει κάτι για να τον παρηγορήσει αλλά εκείνος τον διέκοψε, προσθέτοντας:

        --- Νιώθω πολύ άσχημα και φοβάμαι για τη ζωή μου!

        Ο Ζορμπαλάς στριφογύρισε λίγο στην καρέκλα του αμήχανα μέχρι που βρήκε ένα τρόπο για να του πει:

        --- Οι πόλεμοι, δυστυχώς τα έχουν αυτά στρατηγέ! Στο κάτω –κάτω της γραφής δεν τους έκανες εσύ; Άλλοι σε διέταξαν να πολεμήσεις και να σκοτώσεις! Αυτοί ευθύνονται για τις τόσες αθώες ζωές!

        Εκείνος σαν να μην πίστεψε αυτά που του είπε, ψέλλισε με υγρά μάτια:

         --- Η δυνατή ψυχή πρέπει να υψώνεται πάνω από κάθε πειρασμό που σκοπό έχει να βλάψει τον άνθρωπο. Η δική μου όμως δεν μπορεί να το κάνει. Και τούτο γιατί κανένα ηθικό έρεισμα δεν ήταν σε θέση να την κρατήσει αμόλυντη από τη φθορά της αμαρτίας.

        --- Τι φριχτά πράματα, ξεστομίζεις! τον αντίκοψε φανερά εκνευρισμένος εκείνος κι άφησε να φανεί στο πρόσωπό του ένας σεβασμός και μια τρυφερότητα για τον ομιλητή του. 

        Ο στρατηγός συνέχισε να βάλει και πάλι εναντίον του εαυτού του, λέγοντας:

        --- Τότε που δεν υπάκουα στους νόμους της ηθικής και του συμβιβασμού ήμουν νέος και άναρχος στην ιδεολογία μου έτσι η παραφορά μου  δεν είχε όρια. Σήμερα που ξεγυμνώθηκα από κάθε έρεισμα δύναμης παραπαίω σαν τον κουτσό και χάνομαι στο παραμικρό φύσημα του αέρα σαν το φύλλο του φθινοπώρου. Πουθενά καταφύγιο για την ανάξια σκιά μου!

        Γέλασε ελαφρά ο Ζορμπαλάς και του είπε για να παινέψει την πολυτάραχη ζωή του:

        --- Πρέπει να σου υπενθυμίσω, στρατηγέ, πως η ζωή σου ήταν η σκληρή έκφραση μιας πραγματικότητας που εν πολλοίς δεν επέλεξες εσύ αλλά άλλοι! Πολλές από τις επιλογές σου τις είχαν προαποφασίσει. Εσύ απλά εκπλήρωνες τις επιλογές τους.

        --- Έχω μετανιώσει γι’ αυτά που έκανα, αλλά τι; Σε ποιον να εξομολογηθώ και ποιος να με ακούσει; Έχω αποκτήσει τόση οικειότητα με τα εγκλήματά μου που μου φαίνονται παράξενο να τα αποχωριστώ! Έτσι δεν τα λέω σε κανέναν!

        --- Τι μεγαλείο κι αυτό να επιμένεις σώνει και καλά να ενοχοποιείς τον εαυτό σου για εγκλήματα που βαρύνουν άλλους! Δε χρειάζεται να υποβάλλεις σε τόση δοκιμασία τον εαυτό σου γιατί δεν τον αξίζει. Κι ύστερα δε φταις εσύ! Άλλοι σ’ έβαλαν να σκοτώσεις!

        Εκείνος συνέχιζε  να λέει με κάθε ειλικρίνεια:

        ---  Η Κόλαση έχει ανοίξει την πόρτα της και  με περιμένει! Σε καμία περίπτωση δε θα παραιτηθεί από τη δικαίωμά της να με διεκδικήσει. Κι αυτό είναι που με τρομάζει αφάνταστα!

        --- Γιατί το λες αυτό;

        --- Γιατί σου είπα και πάλι, κάθε βράδυ με επισκέπτονται τα φαντάσματα των νεκρών και μου ορίζουν την κατάσταση του δυστυχισμένου. Οι απαιτήσεις τους είναι φριχτές και η υπομονή μου να αντιμετωπίσω τον τρόμο που μου προσφέρουν αδύνατη και ισχνή. Κοιτώντας κατάματα αυτή την απαίσια πραγματικότητα που ζω πικραίνομαι στο έπακρο και ζητώ απελπισμένα ν’ απαλλαγώ απ’ το μαρτύριο που περνώ αλλά μάταιος ο κόπος.

       --- Η σκέψη σου φταίει για όλα αυτά που βλέπεις και αισθάνεσαι, του είπε χαμογελαστά ο Ζορμπαλάς και άνοιξε διάπλατα τα μικρά του μάτια. Όσο γυρνάς προς τα πίσω και ξαναζωντανεύεις τα περασμένα η συναισθηματική σου απορροή τα φιλτράρει με τέτοιο τρόπο που η επαναφορά τους σε πληγώνει. Σε ικετεύω να ξεχάσεις το παρελθόν αν θέλεις να φανείς χρήσιμος στον εαυτό σου.

         Εκείνος τραύλισε και του είπε:

         --- Σαν είσαι απέξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρεις, Μιχάλη! Εγώ τον χόρεψα δυστυχώς τον αιματηρό χορό και ξέρω τι σημαίνει να αφαιρείς το γέλιο από ένα παλικάρι και να το στέλνεις στα σκιερά βάθη του Άδη! Γι’ αυτό, λυπάμαι αυτό που σου λέω, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να με καταλάβεις.

          --- Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;

          --- Πως εγώ υποφέρω κι εσύ όχι!

          --- Ναι, αλλά προσπαθώ να σε βοηθήσω!

          --- Πώς;

          --- Αν μ’ ακούσεις!

          --- Δε σε εμποδίζω και τόση ώρα αυτό κάνω!

          --- Ναι, αλλά θέλω να μου πεις ένα πιο πρακτικό τρόπο να απαλλαγώ από τους εφιάλτες μου.

          --- Πολύ καλά! Τότε άκουσε. Είμαι της γνώμης πως πρέπει να γίνεις ξένος μια για πάντα με το παρελθόν σου. Μόνο αυτό θα σε σώσει!

          --- Εύκολο το έχεις;

          --- Εύκολο!

          --- Πώς;

          --- Ν’ ακολουθήσεις το Αιώνιο Μονοπάτι της απαλλαγής απ’ το δεσμό του φόβου.

          --- Και που να το βρω αυτό το Μονοπάτι;

          --- Μέσα σου!

          --- Μέσα μου;

       --- Ναι, μέσα σου! Δεν υπάρχει καλύτερη λύτρωση από τη θέληση που είναι στα σπλάχνα σου. Αυτή σε ρίχνει στο γκρεμό κι αυτή πάλι σε ανεβάζει στο βουνό. Σκύψε μέσα σου κι αφουγκράσου το είναι σου και θα δεις τη διαφορά.

        Φάνηκε κάπως ταραγμένος κι αμήχανος. Γύρισε και κοίταξε σιωπηλά το Ζορμπαλά και μετά σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Έμεινε εκεί όρθιος για λίγο να κοιτάξει έξω και ύστερα πήγε κοντά του κι αφού στάθηκε πάνω από το κεφάλι του ψιθύρισε στ΄ αυτί:

        --- Κράτησε την ψυχραιμία σου για μένα, Μιχάλη! και με καμαρωτό κι αργό βάδισμα κίνησε για την πόρτα. Εκεί κοντοστάθηκε ελάχιστα και δείχνοντας να είναι βυθισμένος στις σκέψεις του την άνοιξε με προσοχή και βγήκε έξω. Δε χρειάστηκε και πολύ για να τον δει σε λίγο από το παράθυρο ο Ζορμπαλάς να γλιστράει με επιδεξιότητα την εξώπορτα και χάνεται στο δρόμο.

         Όταν έμεινε μόνος του ο Ζορμπαλάς, πήρε μπροστά του ένα δέμα χαρτιά κι άρχισε να τα διορθώνει. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε στο χειρόγραφο με το κεφάλαιο << θάνατος >> και με ιδιαίτερη σπουδή επιχείρησε να το συμπληρώσει. Μέρες τώρα το είχε αφήσει κενό γιατί τον τρόμαζε η ιδέα να καταπιαστεί με το συγκλονιστικό αυτό θέμα και να γράψει τις μεταφυσικές του αγωνίες. Πάντα έβλεπε με απαξίωση το μακάβριο αυτό γεγονός της ζωής που αφάνιζε ανελέητα κάθε ζωντανό οργανισμό και τον κρατούσε νεκρό στο βασίλειο του χάους χωρίς ίχνος ελπίδας για επιστροφή. Τώρα ποια δύναμη τον ώθησε να γράψει για το θάνατο ούτε και ο ίδιος μπόρεσε να εξηγήσει. Έτσι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της βούλησής του και με ιδιαίτερο πάθος έπεσε με τα μούτρα θα έλεγε κανείς στη δουλειά του γραψίματος.

        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                   

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΟΓΔΟΟ    

 

 

 

         

 

 

 

 

           Και ήρθε η τελευταία μέρα του Μάη. Μια κακή Κυριακή με πολλή βροχή και δυνατό αέρα.    Καθήλωσε τους ανθρώπους στα σπίτια τους και δεν έλεγαν να το κουνήσουν από τα κρεβάτια τους αν η οργισμένη φύση δεν έβρισκε τη γαλήνη της. Γη και ο ουρανός είχαν γίνει ένα και ο δυνατός νοτιοδυτικός άνεμος που φυσούσε όλη τη νύχτα και συνέχιζε και το πρωί έδειχνε πως δεν είχε καθόλου φιλική διάθεση να αφήσει στην ησυχία τους τις στέγες των σπιτιών, τα δέντρα και τις ψαρόβαρκες που όσο κι αν αντιστέκονταν είχαν σοβαρές απώλειες.   Κι ενώ οι περισσότεροι βρίσκονταν ακόμη στα κρεβάτια τους μια δυνατή φωνή βγαλμένη από ένα βαθύ κι οργισμένο λαρύγγι ακούστηκε να λέει μέσα στην πρωινή ώρα του χαλασμού:

           --- Ε, Αγριλιώτες! Σας έφερα τον Ανάργυρο πνιγμένο! Ελάτε να τον κλάψετε!

           Αμέσως ο δρόμος που οδηγούσε στο λιμάνι γέμισε από ανθρώπους. Η διάθεσή τους ήταν κακή και όλοι έδειχναν να απορούν γιατί η μοίρα επιφύλαξε ένα τέτοιο βίαιο θάνατο στο  συνάνθρωπό τους που ήταν γι’ αυτούς η τέλεια έκφραση της καλοσύνης και της ταπεινότητας. Τα μάτια τους έκλαιγαν ενώ οι γκριμάτσες τους έδειχναν το βάθος του πόνου τους απέναντι στο ανελέητο κακό που χτύπησε το συνοικισμό τους.

            Δίπλά σε ένα χοντρό ναυτικό σάλι κοντά στην αποβάθρα βρισκόταν το κουφάρι του Ανάργυρου με τον καπετάν Κωνσταντή σιμά του να το προστατεύει. Αυτός τον μάζεψε από τη θάλασσα και τον έβγαλε έξω και ο ίδιος ήταν που νωρίτερα φώναξε για να δώσει την κακή είδηση για το θάνατό του.

            Σαν έφτασαν οι πρώτοι άνθρωποι κοντά του, έκανε ένα σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του που συνοδευόταν από ένα λυπητερό <<αχά >> και τους  κάλεσε να πιάσουν μαζί το νεκρό σώμα για να το μεταφέρουν  στο σπίτι του. Έτσι αυτοί χωρίς άλλο πήραν θέση και με μια ανυπόκριτη λύπη  τον σήκωσαν και με τον προσήκοντα σεβασμό πήραν το δρόμο για  το μικρό του σπίτι στην άλλη μεριά του λιμανιού.  Εκεί σαν έφτασαν έβαλαν τον πνιγμένο προσωρινά σ’  ένα κρεβάτι ωσότου έρθει το φέρετρο και περίλυποι πλέον πήραν θέση γύρω του, σιωπηλοί και λυπημένοι. 

           Ο καπετάν  Κωνσταντής  κάθισε κοντά στο κεφάλι του  κι όλο κουνούσε νευρικά τα δάχτυλά του, ενώ συνεχώς ψιθύριζε << Αγαπητό μου παιδί, άδικα χάθηκες >> κι εξακολουθούσε να τον κοιτάζει προσεκτικά σαν να ήθελε να του μιλήσει και να του πει κάτι.

           Τότε ένας γέροντας με μια παιδιάστικη υποκριτική έκφραση του είπε με μια τρυφερότητα αλλά με αρκετή τρομακτική διάθεση:
            --- Τον αγαπούσες, πολύ, τον Ανάργυρο, καπετάνιε;

            Εκείνος ξαφνιάστηκε αλλά σαν η φωνή του ήταν γνώριμη, του αποκρίθηκε με ένταση στη φωνή του:

            --- Τον είχα σαν παιδί μου! Είχαμε κάνει πολλά ταξίδια μαζί με το καίκι μου και συνεχώς διαγράφαμε με τις βάρκες μας πολλές και φευγαλέες κινήσεις πάνω στην επιφάνεια της  θάλασσας. Δεν το πιστεύω αυτό που έγινε κι εξακολουθώ να πιστεύω πως ζω έναν εφιάλτη κι όχι μια πραγματικότητα.

           --- Εσύ τον μάζεψες;

           --- Ο Θεός με φώτισε και πέρασα από το μέρος που ναυάγησε! Σαν αργούσα να περάσω θα τον έτρωγαν τα ψάρια!

           --- Εσύ θα ξέρεις καπετάνιε πως συνέβη το ναυάγιο. Μπορείς να μας περιγράψεις μέσες άκρες πως έγινε;

           Εκείνος έσφιξε τα χείλη κι έδειξε σημαντική διάθεση κι αποφασιστικότητα να εξιστορήσει τα συμβάντα και με μια αλλαγή στην έκφρασή του, άρχισε:

           --- Ο συγχωρεμένος γυρνούσε από τα Στροφάδια σήμερα το πρωί κι ερχόταν για εδώ. Εγώ με το καίκι μου είχα ρότα για τη Ζάκυνθο. Ο καιρός άγριος, μπουρίνια πολλά και τα κύματα βουνά.   Η βάρκα του Ανάργυρου χοροπηδούσε  σαν καρυδότσουφλο ενώ εκείνος προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να αποφύγει τα χειρότερα που δυστυχώς δεν άργησαν να έρθουν όταν ένα πελώριο κύμα την έστειλε με ορμή στο βάθος. Εγώ έμεινα σύξυλος και περίμενα να δω τη συνέχεια. Σε λίγο είδα το σώμα του να πλέει στην επιφάνεια και με την πείρα που διαθέτω γρήγορα κατάλαβα πως ήταν νεκρός. Έτσι με κίνδυνο της ζωής μου τον περισυνέλεξα μέσα σε θλίψη και πόνο και τον έφερα εδώ. Ποτέ δεν το περίμενα πως θα είχε μια τέτοια κακή τύχη από τη θάλασσα που τόσο την αγάπησε.

          Έριξε ένα αλαφιασμένο βλέμμα στο νεκρό και πήρε και πάλι τη νωθρή του στάση, αμίλητος και σοβαρός.

           Ο γέροντας σταυροκοπήθηκε και με ένα δυσάρεστο συναίσθημα ψιθύρισε με φωνή που έσβηνε κι ακούστηκε σαν ακαθόριστος θόρυβος στο μικρό χώρο:

       --- Ο Θεός να τον αναπαύσει!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                            = = =                

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Ο στρατηγός εκείνο το πρωί που ακούστηκε η φωνή του καπετάν- Κωνσταντή βρισκόταν στο γραφείο του και ξεφύλλιζε ένα φάκελο με παλιές  σημειώσεις από τις εντυπώσεις του σε διάφορες ηρωικές του στιγμές. Πέρασε μια ατέλειωτη δοκιμασία μέχρι να ξεδιαλύνει την πραγματικότητα από το φανταστικό στο άκουσμα της φωνής του καπετάνιου και σαν σχημάτισε την πεποίθηση πως <<ναι>> ο Ανάργυρος πνίγηκε, έμεινε με ανοιχτό το στόμα για αρκετή ώρα και μετά με μια ανείπωτη στενοχώρια βγήκε έξω και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Ζορμπαλά για να μάθει την αλήθεια.

          Τον βρήκε  στο γραφείο του να είναι σκυμμένος πάνω από μια δέσμη σημειώσεων. Σαν έμεινε για λίγο πάνω από το κεφάλι ανέκφραστος και σιωπηλός, του είπε με μια σκωπτική διάθεση που έκανε το Μιχάλη να τον αντιμετωπίσει μ΄ ένα τρανταχτό γέλιο:

         --- Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, Μιχάλη! Αν δεν το ξέρεις στο λέω εγώ ο φωτισμένος στρατιωτικός!

         Ύστερα κάθισε ενώ έδειχνε τρομερά ανήσυχος. Φαινόταν να νιώθει ελάχιστη σιγουριά και τα μάτια του είχαν μια ερευνητική και φοβισμένη  έκφραση. Αυτό το εντόπισε  ο Ζορμπαλάς αλλά δεν έδειξε καμία διάθεση να το θίξει.

            Ο στρατηγός στη συνέχεια ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο γραφείο και πιάνοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο που βρισκόταν μπροστά του άρχισε να το ξεφυλλίζει με αρκετή νευρικότητα. Γρήγορα όμως το έκλεισε για να τον ρωτήσει χαμηλόφωνα:

           --- Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα το πρωί; Πνίγηκε ο Ανάργυρος;

           --- Δυστυχώς είναι αλήθεια! του αποκρίθηκε ταραγμένος εκείνος κι έκανε με τα χέρια του κάποιες περιττές κινήσεις.

            Ο στρατηγός αναστέναξε. Βρόντηξε ελαφρά το δεξί του χέρι πάνω στο γραφείο και είπε:

            --- Κι αυτός ο θάνατος! Τι ανελέητος που είναι! Αν δεν υπήρχε τι καλά που θα είμαστε!

           Ο Ζορμπαλάς τον κοίταξε με συμπάθια και είπε:

            --- Ναι, αλλά οφείλουμε να τον δεχόμαστε! Ο Θεός μόνο κρίνει αν μας είναι απαραίτητος ή όχι!

            --- Απαραίτητος! Δε νομίζω!

            --- Όμως υπάρχει και πρέπει να τον δεχόμαστε και να συμφιλιωθούμε μαζί του!

           --- Να συμφιλιωθούμε, ναι!

           --- Αν και πολύ δύσκολο!

           --- Μέχρι να γίνει αυτό όμως ζούμε μέσα στο μεγαλύτερο φόβο της ύπαρξής μας!

          --- Δυστυχώς και παραμελούμε τον εαυτό μας!

          Εκείνη τη στιγμή ο Ζορμπαλάς σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε σε λίγο με το δίσκο φορτωμένο καφέδες νερό και φρυγανιές. Σαν τα έβαλε μπροστά τους με άψογη κίνηση που θα τη ζήλευε και η καλύτερη οικοδέσποινα, του είπε ήρεμα:

          --- Παρότι μόνος μου τα καταφέρνω μια χαρά στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μου. Υστερώ ελάχιστα στην ποιότητα γι΄ αυτό σου ζητώ εκ των προτέρων να με κρίνεις επιεικώς!

         Εκείνος γέλασε ελαφρά και φάνηκε σκεπτικός.

         --- Δε μιλάς, ε; Δε λες τίποτα; του είπε με αρκετή διάθεση χιούμορ ο Ζορμπαλάς και τον παρακίνησε να πάρει το φλιτζάνι.

         --- Έννοια σου κι εγώ ξέρω από μοναχισμό, Μιχάλη! του αποκρίθηκε με κάποια μπερδεμένη έκφραση και τον κοίταξε με απόγνωση. Εγώ τώρα τελευταία προσαρμόστηκα και μάλιστα με κόπο στο νοικοκυριό και υποφέρω πάντα σαν είμαι αναγκασμένος να φροντίσω τον εαυτό μου. Όμως εσύ βλέπω τα καταφέρνεις μια χαρά!

        Κι αφού έφερε το φλιτζάνι στα χείλη και ρούφηξε μια γουλιά, έκανε με ευχάριστη ικανοποίηση: << Πολύ ωραίος ο καφές σου! >>

        --- Ωω! Αναφώνησε χαρούμενος ο Ζορμπαλάς για την καλή του αγωγή και συμπεριφορά του. Όλοι έχουμε δικαίωμα στις ανέσεις της ζωής και οφείλουμε να τις ικανοποιούμε.

       Ο στρατηγός έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα με μελαγχολική διάθεση τον ρώτησε  με μια ανυπόκριτη καχυποψία:

       --- Περίεργος  μου φαίνεται ο πνιγμός του Ανάργυρου. Αυτός ο θαλασσόλυκος να την πατήσει έτσι; Δε σου φαίνεται παράξενο;

       --- Μα, τον έπιασε μπουρίνι αναπάντεχα στη μέση της θάλασσας. Κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στην καταστροφική του μανία ούτε και ο καλύτερος ναυτικός όσο και μεγάλο και δυνατό καίκι κι αν έχει. Σε αυτές τις περιπτώσεις της μανίας της θάλασσας μόνο η τύχη μπορεί να σε σώσει.

         --- Ναι, ναι, του αποκρίθηκε ο στρατηγός και τον κοίταξε τώρα με εμπιστοσύνη. Όμως θα ξέρεις κάτι παραπάνω για τον πνιγμό του, μπορείς να μου το αναφέρεις;

        --- Θα σου πω ότι άκουσα! Πνίγηκε σήμερα το πρωί κοντά στα Στροφάδια ταξιδεύοντας για εδώ. Τον μάζεψε ο καπετάν Κωνσταντής που ερχόταν από τη Ζάκυνθο. Με τον ίδιο δε μίλησα αλλά έχω τη γνώμη πως δε θα ξέρει και πολλά πράγματα αφού τον βρήκε νεκρό και τον ανέβασε στο καίκι του. Πάντως να ξέρεις πως δε βγάζει πουθενά σε τέτοιες περιπτώσεις η ανάκριση και η γνώμη των εμπειρογνωμόνων. Αλίμονο από το χαμένο!

        Ο στρατηγός όμως επέμενε να προχωρήσει και παραπέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και να μπει στην ουσία της αιτίας του ναυαγίου. Έτσι τον ρώτησε:

        --- Φταίει ο καιρός είπες και γι’΄ αυτό ναυάγησε;

        --- Απ’ ότι φαίνεται. Γιατί ο Ανάργυρος ήταν ικανός ναυτικός και δεν πρέπει να ολιγώρησε ο ίδιος.

       --- Αν τον πρόβλεπε;

       --- Ποιον τον κακό καιρό;

       --- Ε, ναι!

       --- Αυτό δε γίνεται! Ξεχνάς πως και η μετεωρολογική υπηρεσία πέφτει πολλές φορές έξω!

      Κούνησε το κεφάλι του και ψιθύρισε:

      --- Τουλάχιστον μια μικρή βοήθεια από κάπου! Ούτε κι αυτή ήταν δυνατόν να έρθει;

      --- Ο  καπετάν Κωνσταντής ήταν κοντά του αλλά δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Το μόνο που του προσέφερε ήταν να τον περισυλλέξει νεκρό από τα νερά. Η θάλασσα είναι ανελέητη και σκληρή με τους ανθρώπους και δεν τους δίνει παράταση ζωής σαν προσπαθήσουν να παραβιάζουν τους νόμους της και να αναμετρηθούν μαζί της.

       --- Πάει άλλος ένας έφυγε! ψέλλισε ο στρατηγός κι έδειξε πίσω από την αστεία τούτη έκφρασή του να κρύβεται η αγωνία και ο φόβος του για όλους τους ανθρώπους.

       Ο Ζορμπαλάς στήριξε τα μάτια του πάνω του και τον ρώτησε:

       --- Δείχνεις σαν να φοβάσαι το θάνατο, στρατηγέ ή φιλοσοφείς για την ματαιότητα της ζωής;

       Αυτός δέχτηκε την ερώτησή του με μια συθέμελη ψυχική αναστάτωση. Αυτή η πτώχευση της ψυχής του μπροστά στο φόβο του θανάτου τον ντρόπιαζε και του προκαλούσε μίσος για τον εαυτό του. Επιπλέον του ανέστειλε τις δραστηριότητες και τον έκανε δυστυχή. Ωστόσο όμως δεν απέφευγε ποτέ σαν του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει για το θάνατο. Γι’ αυτό τώρα αποκρίθηκε στο Ζορμπαλά:

       --- Όταν βρισκόμουνα στις μάχες  κι έπαιζα το κρυφτό μαζί του ποτέ δεν τον είχα φοβηθεί και ούτε που μου περνούσε από τη σκέψη πως κάποτε θα διευθετούσαμε μαζί τη διαφορά που μας χώριζε. Με τον καιρό όμως τα πράγματα άλλαξαν και βλέπω πως τον σκέφτομαι τόσο πολύ που μου γίνεται ενοχλητικό. Έτσι δέχομαι αυτό το ανελέητο πλήγμα του φόβου του και δεν μπορώ να ησυχάσω.

        --- Αυτό σημαίνει πως σκέφτεσαι συχνά το θάνατο;

        --- Ναι! Είναι και η ηλικία βλέπεις που αυτό σημαίνει πως δεν είναι στο χέρι μου να τον αγνοώ!

        --- Θα σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, ε;

        --- Αν σκεφτείς πως τον σκέφτομαι δέκα φορές την ημέρα, καταλαβαίνεις!

        --- Είναι και η ζωή, όμως; Γι’ αυτή τι έχεις να πεις;

        --- Α, αυτή άφησέ την! Μου θυμίζει γυναίκα που περιμένει τον γέρο άντρα με ανοιχτά τα σκέλια! Κι όσο τον προκαλεί τόσο τον τραβάει κοντά της δείχνοντάς του τα θέλγητρά της. Αυτός όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα κι αρκείται να την κοιτάζει μόνο! Αυτό κάνω κι εγώ με τη ζωή. Οι αισθήσεις μου δεν με τραβούν πια κοντά της.

        Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε οι δυο άντρες φάνηκαν φοβισμένοι. Σε λίγο ο Ζορμπαλάς κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι και ρίχνοντας μια ερευνητική ματιά στο στρατηγό που στεκόταν με το  στόμα σχεδόν ορθάνοιχτο, τον ρώτησε με μια κίνηση του δεξιού χεριού του και με υψωμένη τη φωνή του:

         --- Πόσο χρονών είσαι στρατηγέ;

         Η τραγουδιστή φωνή εκείνου, που ακούστηκε του αποκρίθηκε:

         --- Ογδόντα δύο!

         --- Με περνάς κοντά μια δεκαετία! του ψέλλισε αυτός κι έγειρε απότομα ελαφρά μπροστά ενώ άφησε να του ξεφύγει ένα χλιαρό γέλιο.

         --- Καλό αυτό, αλλά μη ξεχνάς πως είμαστε και οι δυο στην Τρίτη ηλικία! του είπε και φούσκωσε τα μάγουλά του με μια παιδιάστικη αφέλεια ο στρατηγός.

         --- Μήπως μπορείς να μου πεις πως βλέπεις τον κόσμο απ’ αυτή την ηλικία;

         Εκείνος σηκώθηκε λίγο από τη θέση του και του αποκρίθηκε:

         ---  Δυστυχώς δεν τον βλέπω! Το πηχτό σκοτάδι που τον καλύπτει μου στερεί τη δυνατότητα της όρασής του!

         --- Ούτε με τα μάτια της ψυχής;

         --- Ούτε!

         --- Πώς γίνεται αυτό;

         --- Τα μάτια της ψυχής βλέπουν τον άλλο κόσμο που ετοιμάζομαι να πάω! Θεωρεί περιττό να γκρεμίζεται μπροστά στη φριχτή πραγματικότητα του σήμερα. 

         --- Και ο πραγματικός κόσμος πάει περίπατο θέλεις να πεις;

       --- Ακριβώς! Δεν υπάρχει πια για μένα! Άλλωστε ο χρόνος μου είναι μετρημένος και δεν έχει πλήρη εξουσία στα δρώμενα. Του ξεφεύγουν πολλά κι αυτό είναι η πιο άτεγκτη περιφρόνηση για τον εαυτό μου. Έτσι σε τελευταία ανάλυση μπορώ να μιλάω για την εξόφληση του χρέους μου απέναντι στη ζωή.

        --- Αυτό σημαίνει πως πιστεύεις πώς ξόφλησες;

        --- Όταν ήμουν νέος, έβλεπα τους γέρους ντυμένους με τα λιωμένα πετσιά τους να τριγυρνούν τους δρόμους αιχμάλωτοι του χρόνου και θαρρούσα πως είχαν γεννηθεί έτσι! Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως κάποια αιτία υπήρχε που τους καταντούσε γελοίους κι όλα αυτά τα  ανελέητα γεράματα πίστευα πως ήταν μόνο για τους άλλους κι όχι για μένα! Δυστυχώς τώρα που κι εγώ αισθάνομαι τη φρίκη των γηρατειών καταλαβαίνω τι τρομερό είναι να είσαι στο φριχτό τους περιβάλλον.

        Μια φορά  βαρέθηκα να βλέπω τον παππού μου να κάθεται όλη μέρα στην καρέκλα και να παίζει με το κομπολόι στα χέρια του και του ψιθύρισα στ’ αυτί με όλη την παιδική μου αφέλεια: << Άφησε το καθισιό, καλέ μου παππού και έβγα έξω στην αυλή να θαυμάσεις τα λουλούδια και τα πουλιά. Τα κόκαλά σου έγιναν ένα με το ξύλο και δε διαφέρεις από έναν πεθαμένο! Κουνήσου ν’ αναστηθείς λιγάκι!>> Τότε αυτός αφού κάθισε καλύτερα στη θέση του μου ψέλλισε με μια πικρία μαζί και σοβαρότητα: << Ναι, παιδί μου, δίκιο έχεις, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαι γέρος! Τα γηρατειά είναι πιο φριχτά από το θάνατο και σαν τα περνάς είσαι στο χειρότερο δρόμο της ζωής! Επειδή είσαι  μικρός και ίσως δεν το φαντάζεσαι σου λέω πως κι εσύ κάποτε θα έρθεις στη θέση μου  και θα νιώσεις το τίποτα να σου τρυπάει την ψυχή!>>

        Σώπασε μια στιγμή κι αφού σκούπισε τα δάκρυά του που έσταζαν στα ρυτιδωμένα μάγουλά του και πίεσε λίγο τα μήλα του προσώπου του, ψιθύρισε μ’ ένα τρέμουλο στη φωνή του:

       --- Και να που έγινα καθώς το είχε μαντέψει ο παππούς!

       Ο Ζορμπαλάς τον κοίταξε και σκέφτηκε πως κάποτε αυτό το χούφταλο που ήταν μπροστά του ήταν νέος που σαν έβραζε το αίμα του  τίποτα δεν τον συγκρατούσε στις μάχες και πολλοί εχθροί έπεσαν κάτω νεκροί από τη γλυκιά επιθυμία της εκδίκησης που την υπέθαλπε ο ηρωισμός και η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Ο ίδιος ύστερα απ’ αυτά τα κατορθώματά του σίγουρα θα καμάρωνε για τις πράξεις του αυτές που έβρισκαν ανταπόκριση στις καρδιές των ομοεθνών του και την ανώτερη ηγεσία του στρατού. Κι αυτή η χαρά και η ικανοποίηση για τα κατορθώματά του σίγουρα θα φαινόταν στα μάτια του αφού η τρυφερή αφοσίωση στα πεπρωμένα της φυλής και της πατρίδας του υποσχόταν νέους ηρωισμούς και τιμές.

       Οι σκέψεις του αυτές τον απορρόφησαν τόσο που τον έκαναν να αργήσει να αποκριθεί στο στρατηγό. Έτσι εκείνος αναστέναξε και του είπε:

      --- Δε λες τίποτα Μιχάλη;

      --- Δε λέω, σκέφτομαι.

      --- Τι σκέφτεσαι;

      --- Να, πως τα βγάζεις δύσκολα πέρα με τα γεράματα και πως δεν ευχαριστιέσαι τη ζωή.

      Αυτός έμεινε για λίγο σκυφτός και στήριξε τον αγκώνα του πάνω στο γόνατό του. Ύστερα με το αριστερό χέρι έπιασε το πιγούνι του και τον  κοίταξε με χαμηλωμένο κεφάλι ενώ έδειχνε ονειροπόλος και σκεπτικός. Στη συνέχεια υψώνοντας το βλέμμα του, του είπε:

       --- Η ψυχή μου το ξέρει!

       --- Λες να μην ξέρω κι εγώ κάτι;

       Τον κοίταξε με αγωνία και η αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του τον γέμισε με μια απροσδόκητη απογοήτευση.

       --- Είμαι βέβαιος γι’ αυτό! 

       --- Κι εγώ πρέπει να ξέρεις πως είμαι στην τρίτη ηλικία κι έχω ξεχάσει από καιρό τη νεότητα.

       --- Αυτό ακριβώς! Όμως απέχεις πολύ από το θάνατο!

       --- Γιατί το  λες αυτό;

       --- Είσαι εβδομήντα και είμαι ογδόντα δύο! Για βάλε! Ο χάρος συνήθης παίρνει τους γεροντότερους! Αυτό σε κάνει να ελπίζεις πως δε θα πεθάνεις πρώτα από μένα!

       --- Θέλεις να πεις πως θα φάω ακόμη πολλά καρβέλια ώσπου να σε φτάσω;

       --- Οπωσδήποτε! Αλλά σου λέω και τούτο, πως εσύ τώρα αρχίζεις να παλεύεις με τα γηρατειά ενώ  εμένα κοντεύουν να με αποτελειώσουν! 

       --- Ε, τότε έχω το δικαίωμα να λέω τίποτα χοντράδες!

       --- Χοντράδες για το θάνατο! Αυτό παραείναι αστείο!

       --- Δεν πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με χιούμορ;

       --- Ναι, αλλά και με σοβαρότητα. Ο θάνατος είναι το μόνο κεφάλαιο στη ζωή που είναι αληθινό γι΄ αυτό κρύβει και τόσο φόβο.

       --- Το ξέρω αλλά πρέπει να διατηρεί κανείς και το χιούμορ του όταν πρόκειται να τον σκέφτεται ή να αναμετρηθεί μαζί του. Τότε νομίζω θα του είναι λιγότερο ανώδυνος.

             Ο στρατηγός έσκυψε για λίγο πάνω σε κάτι χειρόγραφα κι αφού διάβασε δυο τρεις σειρές, τον κοίταξε χαμογελαστά και του είπε με αστείο αλλά δραματικό τρόπο:

             --- Ετοιμάσου, Μιχάλη σε λίγο καιρό να με κλάψεις όπως κι όλοι σας! Το αισθάνομαι να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου και η ψυχολογική μου κατάσταση να με προδίδει αναμφίβολα. Όμως θα σε  παρακαλέσω να μου πεις τον επικήδειο όπως μου αρμόζει και να αναφέρεις με σεμνότητα και σοβαρότητα την κάθε μου μάχη που έδωσα στα πεδία που αναμετρήθηκα με τον εχθρό. Τη δόξα μου  κι αυτή να την εγκωμιάσεις γιατί μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που θα σου  πω, τη θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι του είναι μου.   

          Ο Ζορμπαλάς τον κοίταξε με κατανόηση αν και του φάνηκαν λίγο παράξενα αυτά που είπε. Ωστόσο μέσα στα λόγια του βρήκε κάποιες αλήθειες που αν και περιείχαν χιούμορ ή σκωπτική διάθεση εντούτοις έκρυβαν έναν ανυπεράσπιστο φόβο του στρατηγού και τη μεταφυσική του αγωνία. Έτσι για να τον βγάλει από το σοβαρό και το δυσβάστακτο φορτίο που είχε μαντέψει πως τον βασάνιζε του είπε με ήσυχο τόνο στη φωνή του:

          --- Ότι είναι να μας βρει, στρατηγέ, θα έρθει απροειδοποίητα και με την πιο χυδαία του σκληρότητα. Δική μας θέση είναι να μην το σκεφτόμαστε και να μη το μελετάμε! Η εμμονή μας σ’ αυτό κάνει την επίσκεψή του πιο γρήγορη.

         Ο στρατηγός  άφησε απότομα το πιγούνι του και του αποκρίθηκε με ελαφρύ χαμόγελο:

         --- Σαν τι να περιμένω εγώ τώρα να με βρει άλλο εκτός από το θάνατο! Εδώ που έφτασα μόνο το γεγονός της λήξης μου με απασχολεί.  Έτσι η κάθε ταπείνωσή του θ’ αφήνει τα σημάδια της όλο και πιο βαθιά με το πέρασμα του χρόνου μέχρι να έρθει το τέλος.

        --- Ναι, κύριέ μου, του είπε διστακτικά ο Ζορμπαλάς, θα σου μείνει όμως το όνομα μαζί με τη δόξα σου, όπως είπες κι εσύ. πράγματα που δεν πεθαίνουν ποτέ! Λίγο το’ χεις αυτό;

        Αυτός κοκκίνισε λίγο και με ορθάνοιχτα μάτια του είπε:

        --- Λόγια παρηγοριάς μου λες το ξέρω! Εν πάση περιπτώσει το δέχομαι γιατί δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά!

        --- Μα…

        --- Δεν έχει μα και ξεμά! Άκουσέ με προσεκτικά. Θυμάμαι στον εμφύλιο πάνω στο Γράμμο έναν στρατιώτη που ήταν μπροστά μου κάτω ξαπλωμένος ενώ  είχε και τα δυο του χέρια κομμένα από τα θραύσματα μιας οβίδας που έπεσε στα χαρακώματα την ώρα που χτυπούσαν τους αριστερούς. Τον τράβηξα κάτω από ένα πυκνόφυλλο κέδρο και άρχισαν να του δίνω τις πρώτες βοήθειες μέχρι να φτάσει το υγειονομικό. Κάποια στιγμή κι ενώ ήμουν σκυμμένος κοντά στο πρόσωπό του, του είπα με ένα ξέσπασμα κι ορμητικό συναίσθημα για να του δώσω κουράγιο: << Θα ζήσεις μη βάζεις το κακό στο μυαλό σου! >>  Τότε γύρισε το βλέμμα του προς το θάμνο που βρισκόταν κοντά του κι έκρυβαν τα δυο του χέρια και μου ψέλλισε  μέσα σ’ ένα βαθύ αναφιλητό και βουρκωμένα μάτια: << Πώς θα ζήσω όμως χωρίς αυτά δε μου λες; Έχω γυναίκα, παιδιά ν’ αγκαλιάσω και φίλους!  Δε θέλω να ζήσω! >> Έγειρε το κεφάλι στο στήθος του και ξεψύχησε σαν πουλάκι. Εγώ συγκλονίστηκα τόσο που έβαλα τα κλάματα. Η σκληρή πραγματικότητα ήταν μια από τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου.

        Σήκωσε ύστερα το χέρι του και το ακούμπησε με ηχηρή κίνηση πάνω στο γραφείο και πρόσθεσε: << Μάταια ήταν όλα γι’ αυτό τον ήρωα, μάταια είναι και για μένα! >>

        Σιώπησε ενώ έδειχνε να είναι πολύ συντετριμμένος. Έμοιαζε με καράβι χτυπημένο στην ξέρα με όλα του τα συντρίμμια σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά. Ανήσυχος, θλιμμένος με το πρόσωπό του ωχρό και τα μάτια του θολά, πότε να ονειροπολεί και πότε να παίζει αμήχανα τα δυο του λευκά χέρια, καθόταν λες σε αναμμένα κάρβουνα έτοιμος να ψηθεί χωρίς την παραμικρή αντίσταση να γλιτώσει. Σ’ αυτή του την ασύλληπτη στιγμή ο Ζορμπαλάς του έτεινε το χέρι και του έπιασε το δικό του για να του πει με φωνή που έδειχνε αυξανόμενη πίεση σε κάθε λέξη:

           --- Η γοητεία της ζωής οφείλεται στην απλοχεριά της ψυχή μας, στρατηγέ!  Ο μεγάλος κήπος χάνεται αλλά ο κηπουρός που τον πότισε αντλεί την αθανασία του από την ομορφιά του! Κι εσύ, αν υπάρχει ομορφιά στον κόσμο, θα σου χρωστάει πολλά!

           Εκείνος σαν να μην το πίστεψε, σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε για λίγο ψηλά στο ταβάνι. Σαν τα κατέβασε τον αγκάλιασε τρυφερά και στοργικά με το βλέμμα του και του είπε με προσεκτικές τις λέξεις:

           --- Δεν υπάρχει λυτρωμός και συγχώρεση για όσους έγραψαν ιστορία με αίμα όπως κι εγώ, Μιχάλη! Αν για κάποιους είμαστε ήρωες για άλλους είμαστε εκφραστές του κακού.

          Φαινόταν καταβεβλημένος και υπερβολικά απογοητευμένος. Μια εμφάνιση λυπημένη με αδιάκοπη την αίσθηση του φόβου σε κάθε της έκφραση.

          --- Είσαι κουρασμένος! του είπε ο Ζορμπαλάς βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο ενώ έκανε και μια νευρική κίνηση των χεριών του μπροστά σε κάτι ξεχασμένα χειρόγραφα στ’  αριστερά του. Σαν έξυπνος άνθρωπος που είσαι όταν πας σπίτι σου και ηρεμήσεις θα δεις πως άδικα κάνεις αυτές τις απαισιόδοξες και τολμηρές σκέψεις.

         Αυτός κούνησε το κεφάλι του κι έγειρε προς τα πίσω. Ύστερα του έκανε μ΄  ένα μορφασμό που έλεγε πολλά και του είπε;

         --- Λες να είναι έτσι!

         --- Μπορεί να μη συμφωνείς αλλά αυτή είναι η γνώμη μου!

         --- Τη σέβομαι αλλά έχω το δικαίωμα να διαφωνήσω μαζί σου!

         --- Τι θες να πεις;

         --- Πως κουραφέξαλα πιστεύεις και λες!  Όλα είναι φως φανάρι πως πάω και πάμε κατά διαβόλου κι εσύ μου μιλάς για  δικαίωση, δόξες, τιμές και  αναγνωρίσεις! Τη θύελλα που έρχεται να μας πνίξει όλους δεν τη βλέπεις; 

         Σηκώθηκε και με ύφος κωμικό κίνησε για την πόρτα. Εκεί με ανήσυχα μάτια και με μια έκφραση σαν να αφουγκραζόταν κάποιο τρομερό θόρυβο του είπε σαν τον κοίταξε με σοβαρότητα:

       --- Φεύγω για το σπίτι μου τώρα να ηρεμήσω και να σκεφτώ τα μελλούμενα ! Πολύ θα ήθελα να σε συναντήσω αύριο το απόγευμα στην κηδεία του Ανάργυρου να φιλοσοφήσουμε λίγο πάνω στην ανθρώπινη ματαιότητα.

      Είπε αυτά και η γλώσσα του κινήθηκε ακούραστα ανάμεσα στα δόντια του σχεδόν χωρίς κόπο. Βγήκε ύστερα από την πόρτα και με επιδέξιες κινήσεις έφτασε στην εξώπορτα όπου και την πέρασε με μια καλή διάθεση πράγμα που έκανε εντύπωση στο Ζορμπαλά που τον κοιτούσε από το τζάμι του παράθυρου. Στο δρόμο τώρα έδειξε αρκετή αξιοσύνη να τον περπατήσει απρόσκοπτα δίνοντας την εντύπωση του νέου παρά την προχωρημένη ηλικία του.    

 

 

 

 

 

 

 

                                             = = =    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

         Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα και ο τάφος του Ανάργυρου είναι έτοιμος να τον δεχτεί. Γύρω του φίλοι και συγγενείς πνιγμένοι στον πόνο κοιτάνε το φρέσκο χώμα που εκπέμπει φθινοπωρινή μυρωδιά και σκέφτονται κιόλας το κορμί του να γίνεται τροφή των σκουληκιών ενώ φαντάζονται τ΄ άσπρα του κόκαλα σε μιαν άκρη παρατημένα σαν το τελευταίο θυμιατήρι της ύλης από ένα ζωντανό οργανισμό που επιβαλλόταν  να ζήσει μέσα στη γαλήνη και στην τίμια συμπεριφορά.

          Όλοι είναι στις θέσεις τους. Μπροστά από τον τάφο ο παπάς, γύρω  τα παιδιά του Ανάργυρου, η γυναίκα του περίλυπη, οι συγγενείς, ο στρατηγός με το Ζορμπαλά μέσα στα μαύρα τους κουστούμια, η Κατερίνα δίπλα τους και πιο πέρα ο λιμενάρχης με τον καλόγερο. Οι υπόλοιποι του συνοικισμού σκορπισμένοι ανάμεσα στα μνήματα περίμεναν  την έναρξη  της ταφής με κυρίαρχο συναίσθημα τον πόνο στα κατάβαθα της ψυχής τους.  Όλοι τους ήταν θλιμμένοι και άχαροι. Ο ήλιος στον καλοκαιρινό  ουρανό, ήταν  πρώτη μέρα του Ιουνίου, γελαστός πήγαινε για τη δύση του. Οι αχτίδες του έφταναν καυτές πάνω στα πρόσωπά τους και ο ιδρώτας έλουζε ανελέητα τα σκληραγωγημένα σώματά τους.

         Σε λίγο δειλά - δειλά ο παπάς τους έριξε μια ματιά κι έδωσε το σύνθημα στους νεκροθάφτες να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο. Αυτοί με γρήγορο ρυθμό το κατέβασαν και σαν το βούλιαξαν μέσα σε μηδέν χρόνο το σκέπασαν με το  νοτερό χώμα. Από την άλλη μεριά οι τεθλιμμένοι με σεβασμό και αξιοπρέπεια άφηναν το πνιγμένο στη ζέστη  νεκροταφείο και κινούσαν αργά- αργά και νωχελικά για την επιστροφή στα σπίτια τους.

           Απ’ όλους αυτούς που βρέθηκαν στην κηδεία ένας ήταν ο πιο τραγικός άνθρωπο; της στιγμής και ο πιο προβληματισμένος. Και δεν ήταν άλλος από το στρατηγό που ήταν ο μόνος που έβγαινε από την πόρτα του νεκροταφείου με το κεφάλι κάτω κι αμίλητος, χωρίς συντροφιά, μουσκεμένος στον ιδρώτα και με το πρόσωπό του αυλακωμένο από τα δάκρυα. Κι όλα αυτά ήταν δημιουργία της κούρασης αλλά και του φόβου που μαζί με την ψυχική του κατάρρευση των τελευταίων ημερών  τον είχαν φέρει σε απελπιστική κατάσταση.

         Όσο η επιστροφή στο σπίτι του γινόταν με αργό ρυθμό δε μίλησε με κανέναν αλλά μόνο για λίγο με το Ζορμπαλά ανταλλάσσοντας δυο γρήγορες κουβέντες χωρίς χρώμα και τόνο.

          --- Ματαιότητα τ’ ανθρώπινα, στρατηγέ! του ψέλλισε ο Ζορμπαλάς και προσπέρασε.

          --- Σκώληκες και  δυσωδία το ανθρώπινο κάλλος! Συμπλήρωσε εκείνος και το είπε με τέτοιο τρόπο σαν να έδινε παράσταση.

 

 

 

 

 

 

                                                   = = =   

 

 

 

 

 

 

 

             Πέρασε κοντά ένας μήνας από την ημέρα της κηδείας του Ανάργυρου και ο  Ζορμπαλάς ένιωσε την ανάγκη να επισκεφτεί την Κατερίνα και να μάθει νέα της. Στην κηδεία ίσα- ίσα που αντάλλαξαν ένα  χαιρετισμό κι εκείνον στα γρήγορα χωρίς καμιά ιδιαίτερη εσωτερικότητα μιας και η ώρα ήταν ακατάλληλη για φιλοφρονήσεις και συζητήσεις. Έκτοτε αυτός κλείστηκε στο γραφείο του και στο γράψιμό του κι εκείνη στην πελατεία της χωρίς καμία επικοινωνία του τι γενέσθαι στον καθένα τους. Έτσι σαν την έφερε στη θύμησή του, έκανε με χιούμορ κι αρκετή δόση αυτοσαρκασμού: << Χα, ανάθεμά με! Τι κάθομαι εδώ και πνίγομαι μέσα στη σκόνη των χαρτιών μου και δεν πάω κοντά της να εκμεταλλευτώ ένα κομμάτι από το χρόνο της και να περάσουμε ωραία κι ευχάριστα! >> κι αμέσως  έκλεισε τα χειρόγραφά του στους φακέλους και βγήκε έξω. 

        Είχε πάρει την καλύτερή της η μέρα, έτρεχαν γρήγορα τα μικρά συννεφάκια να φύγουν για να φαίνεται όσο περνούσε η ώρα πιο βαθυγάλανος ο ουρανός που λευτερωμένος  δεχόταν με ανακούφιση το φως του ήλιου που ολόλαμπρος ξεκινούσε το πρωινό του ταξίδι στο στερέωμα.  Άλλες χρονιές ο Ιούλιος  ήταν βροχερός ενώ φέτος ήρθε απαλλαγμένος από βροχές και δυνατό αέρα κάνοντας τη θερμοκρασία ν’ ανεβαίνει ψηλά και να φτάνει και τους τριάντα πέντε βαθμούς.  Δυστυχώς αυτή η έλλειψη βροχής που είχε ξεκινήσει από το Μάρτη έκανε τους ανθρώπους να δυσανασχετούν γιατί έβλεπαν τις σοδειές τους να χάνονται κι αυτοί να μην μπορούν να κάνουν κάτι για να τις σώσουν.  Το χειρότερο όμως ήταν οι προβλέψεις τις μετεωρολογικής υπηρεσίας που μιλούσαν για επικείμενες υψηλές θερμοκρασίες χωρίς την πρόβλεψη για βροχές και πτώση της θερμοκρασίας όλο το καλοκαίρι.

          Παρά ταύτα ο Ζορμπαλάς έφτασε χαρούμενος έξω από το σπίτι της Κατερίνας και χτυπώντας το ρόπτρο περίμενε να του ανοίξει. Σε λίγο αυτή ήρθε με το χαμόγελο στα φαρδιά της χείλη κι αφού στάθηκε κοντά στα φύλλα της πόρτας και του έσυρε το σύρτη του είπε πριν καλά- καλά αυτός περάσει μέσα:

          --- Το αποφάσισες  διανοούμενέ μου να έρθεις να με δεις!  Πόσο χαίρομαι γι’ αυτό! κι αφού κύρτωσε λίγο τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε μέσα. Ύστερα με έκφραση μεγάλης αποφασιστικότητας τον οδήγησε στο καθιστικό κι εκεί  του υπέδειξε να καθίσει στη θέση του καναπέ που βρισκόταν κοντά στο νότιο μέρος και είχε πίσω του το παράθυρο. Εκείνος υπάκουσε  και σαν  έμεινε για λίγο βουβός κι άκαμπτος, της είπε ύστερα από λίγο σαν εκείνη του έδειξε κάποια ζωντάνια στα μάτια:

        --- Οι επισκέψεις μου ξέρω πως  σου  δίνουν πάντα χαρά   γι’ αυτό και τις κάνω!

         Αυτή κάθισε κοντά του με τη διάθεσή της γιορτινή και την καρδιά της κεφάτη. Καθώς τον κοιτούσε όλο κι επικρατούσε η εντύπωση πως τον περιεργαζόταν και ζητούσε να πληροφορηθεί τον σκοπό της επίσκεψής του. Αυτό φαινόταν πιο πολύ στα μάτια της και στη θέρμη που εξέπεμπε το χαμόγελό της.

         --- Ο Ανάργυρος που με επισκεπτόταν τακτικά και μου ήταν κι ενοχλητικός, πάει πέθανε! του είπε  με κάποια δόση ειρωνείας και τραγικότητας μαζί και δάγκωσε ελαφρά τα χείλη.

       Εκείνος δέχτηκε τα λόγια της με μια επιδοκιμαστική κίνηση του κεφαλιού του και κοιτάζοντας κάπως ψυχρά έξω από το παράθυρο προς το μέρος του παραλιακού δρόμου, της είπε σχεδόν σβηστά:

        --- Οι δρόμοι είχαν μεγαλύτερη ζωντάνια σαν ζούσε ο μακαρίτης!

           Εκείνη αρκέστηκε σ’ ένα <<ναι>> κι αναστέναξε. Κι αφού σηκώθηκε και σερβίρισε καφέδες ξανακάθισε με μια παιδιάστικη γκριμάτσα στο πρόσωπο που την έκανε πολύ χαριτωμένη.

           --- Πως ήταν αυτό και με θυμήθηκες! του είπε με πανηγυρική φωνή σε λίγο και πρόσθεσε: Η μοναξιά σ’ έφερε εδώ ή κάτι άλλο;

           Μοσχομύριζε ολόκληρη  με το στήθος της να ξεχωρίζει αφράτο και λαχταριστό από το ανοιχτό μέρος του φουστανιού της ενώ τα μάτια της γεμάτα θηλυκότητα και ηδυπάθεια του προκαλούσαν ένας ρίγος  ευχαρίστησης σαν τα κοιτούσε. Τυφώνας ήταν αυτή η γυναίκα, αγιάζι, καυτερός λίβας, τραμουντάνα, ξεροβόρι, κανείς δεν ήξερε να σου απαντήσει με σιγουριά και όλο κι έφερνε άνω κάτω κάθε άντρα που ξεγελιόταν και αποφάσιζε να αναμετρηθεί μαζί της.

          Αποτράβηξε για λίγο τα μάτια του από πάνω της και της αποκρίθηκε με όση τρυφερότητα μπορούσε:

          --- Σε συμπαθώ και το ξέρεις! Συν τοις άλλοις έχεις κάτι το άφθαρτο   κι αυτό είναι που με τραβάει όλο και πιο πολύ κοντά σου!

           Γέλασε αυτή κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο με ιδιαίτερη κομψότητα. Χωρίς καθυστέρηση του είπε:

           --- Εσάς τους πνευματικούς ανθρώπους  σας θαυμάζω αφάνταστα γιατί ξέρετε να ξεχωρίζετε το πνεύμα από την ύλη!

          Με επαναστατημένη διάθεση συνέχισε:

          --- Εγώ πρέπει να ξέρεις  ποτέ δεν είχα ξεχωρίσει το πνεύμα από την ύλη και τα ξεχώρισα θυμάμαι τώρα τελευταία. Και να πως: Ήρθε μια μέρα σαν δούλευα στον Πειραιά σ’ έναν οίκο ανοχής ένας πελάτης όμορφος και παραλής μ΄ ένα δέμα στα χέρια και κάθισε απέναντί μου. Εγώ γυμνώθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι για να κάνει τη δουλειά του αλλά όσο περνούσε η ώρα κι αυτός ήταν μαζί μου το μόνο που έκανε ήταν να θαυμάζει το κορμί μου. Κάποια στιγμή μ’ έπιασε από το χέρι και με τράβηξε πάνω, λέγοντάς μου μ’ ένα ικετευτικό τρόπο που θύμιζε παιδί: << Δεν ήρθα να κάνω έρωτα μαζί σου αλλά να κουβεντιάσουμε σαν άνθρωποι! Αυτό έχω ανάγκη αυτή τη στιγμή! >>

          Τον κοίταξα παράξενα, έριξα το κεφάλι στο στήθος του και του είπα με αδύναμη φωνή σοκαρισμένη από την αναπάντεχη συμπεριφορά του: << Και τη φωτιά που σου άναψα στο κορμί πως θα τη σβήσεις;>> << Η θέλησης του πνεύματος! >> μου ψιθύρισε και με οδήγησε ελαφρά στον καναπέ. Καθίσαμε ο ένας δίπλα σαν ερωτευμένοι και πιάσαμε την κουβέντα για αρκετή ώρα μέχρι εξαντλήσεώς μας. Στο τέλος πριν φύγει μου χάρισε δυο βιβλία, λέγοντάς μου με μια παρακαλεστική διάθεση: << Διάβασέ τα δε θα χάσεις! Σίγουρα θα συναντήσεις το πνεύμα στις σελίδες τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος καλύτερος. Θα δεις πόσο όμορφα είναι να βρίσκεσαι μακριά από τη σάρκα και την ύλη! >>  Έφυγε. Από τότε πολλά πράγματα έχουν αλλάξει μέσα μου κι έχουν αναθεωρηθεί ως προς  τη φιλοσοφία τους.

        Ο Ζορμπαλάς την κοίταξε με ασυγκράτητο πάθος και προσπάθησε να διαβάσει την ψυχή της. << Αυτή η γυναίκα, σκέφτηκε, δεν είναι άχρηστη αλλά σημαντική. Πόρνη είναι μα έχει φως και το δίνει παντού γύρω της σε όποιον της το ζητήσει. Αυτό έκανε τον άντρα που ξάπλωσε στο κρεβάτι της να του αλλάξει την κοσμοθεωρία του που τον ήθελε  να πιστεύει πως μόνο στην ηδονή της σάρκας θα έβρισκε την απόλαυση ενώ τη βρήκε στο πνεύμα! Στο πνεύμα που φτερούγιζε στο βάθος της ψυχής της >>.

       --- Αχ, τι ωραία τα λες! της έκανε όλο φλόγα.

       --- Μεγαλοδύναμε Θεέ! Κοίταξε πως με κοροϊδεύει! Ψέλλισε αυτή και ύψωσε τα μάτια της στο ταβάνι.

       --- Όχι! Δεν το κάνω αυτό! Μη με κολάζεις άδικα!

       --- Να το πάρω σαν φιλοφρόνηση;

       --- Ακριβώς!

       --- Τότε σε συγχωρώ!

       --- Έτσι! Μη με φτιάχνεις κακό ενώ δεν είμαι!

       --- Κανένας δεν είναι κακός! Απλά το κακό μας βρίσκει!

       --- Μας βρίσκει; Τι θέλεις να πεις;

       --- Να, τον Ανάργυρο δεν τον βρήκε;

       Κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας πως συμφωνούσε μαζί της.

       --- Τον βρήκε δυστυχώς!

       --- Πονάω πολύ, Μιχάλη! Θέλεις καλώς θέλεις κακώς είχε μπει για τα καλά στη ζωή μου ο μπάσταρδος! Μου την αναστάτωνε πολλές φορές αλλά μου άρεσε! Της έδινε μια διαφορετικότητα θα έλεγα!

       --- Μιλάς σωστά και το είχα εντοπίσει κι εγώ αυτό!

       --- Ας πάει στο καλό κι ας είναι συγχωρεμένος! Κακία δεν του κρατώ για τις ανίερες ενοχλήσεις του. Τέτοιους άντρες τους χρειαζόμαστε εμείς οι γυναίκες γιατί μας τονώνουν τη φιλαρέσκειά μας!

       --- Τουλάχιστον να σταματήσει εδώ το κακό και να μην έχουμε κι άλλους θανάτους στο μικρό μας συνοικισμό. Ήδη δυο έφυγαν, κυρά - Χριστίνα και Ανάργυρος. Να μην πάει και κανένας άλλος τώρα κοντά τους.

       Η Κατερίνα στήριξε τα χέρια της στο σαγόνι της και ψιθύρισε  μ’ ένα τρόπο διαμαρτυρίας:

       --- Μέρα με τη μέρα λιγοστεύουμε! Πού θα πάει αυτό;

       --- Δεν μπορώ να το προβλέψω! Όμως όλοι μας χρωστάμε έναν θάνατο και πρέπει κάποτε αργά ή γρήγορα να τον ξεπληρώσουμε!

        --- Τι είναι πάλι κι αυτό; αναφώνησε εκείνη και χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο τραπέζι. Δε θα ξεφύγουμε ποτέ από το μαχαίρι που μας βάζει στο λαιμό μας;

       --- Όχι! της έκανε με βεβαιότητα ο Ζορμπαλάς και την αγκάλιασε τρυφερά με το βλέμμα του. Όλα όσα γεννιούνται, πεθαίνουν. Έτσι το θέλησε ο Θεός!

       --- Να τον βράσω το Θεό! Έτσι μ’ αυτό που αποφάσισε μας τιμωρεί αντί να μας προστατεύει! Εγώ τον ήθελα να μας γλιτώνει από το θάνατο κι όχι να μας στέλνει σ’ αυτόν και να μας αφανίζει.

      Γέλασε εκείνος και της είπε:

      --- Τι να σου κάνει κι ο Θεός Κατερίνα μου. Τα έχει κι αυτός χαμένα με όσα στραβά κι ανάποδα συμβαίνουν επί της γης από το περιούσιό του δημιούργημα κι έχει παραιτηθεί από τη σωτηρία του. Μόνοι πλέον με μόνο εφόδιο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης προσπαθούμε να ζήσουμε και να μην εξαφανιστούμε.

       --- Ναι, του είπε, ψυχρά έτσι είναι. Δε φαντάζομαι να μη βλέπεις όμως και κάτι άλλο που μας αφανίζει με την τρέλα που μας φέρνει. Για τον πολύ πόνο μιλάω. Αυτόν που σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας, μας τσακίζει. Περισσεύει απ’ ότι βλέπω ο πόνος και ποτέ δεν αναστέλλει τις αιμοβόρες και αιμοσταγείς δραστηριότητές του.

         --- Αχ,  ναι και πάντα στο τέλος μας διαλύει! Είπε σιγανά ο Ζορμπαλάς και έβαλε το χέρι του το δεξί πάνω στο ένα από τα τρία μεταξωτά μαξιλάρια που βρισκόταν δίπλα του.

          --- Άρα τι απομένει να κάνουμε;

          ---  Να προσπαθούμε να μένουμε μακριά από το διάβολο και κοντά στο Θεό! Μόνο τότε μπορούμε να διώξουμε τον πόνο και να βρούμε τη λύτρωση!

         Εκείνη χαμογέλασε χωρίς ιδιαίτερη έκφραση. Τον κοίταξε επίμονα με μια απέραντη θλιμμένη τρυφερή αφοσίωση και του είπε μ’  ένα βαθύ αναστεναγμό:

         --- Συμφωνώ μαζί σου για τούτο και μόνο. Επειδή εκεί που θα πάω πολύ επιθυμώ να μη με εγκαταλείψει και μένα ο Θεός!

        Ξαφνιάστηκε εκείνος απ’ αυτό που άκουσε και τη ρώτησε σκουπίζοντας ελαφρά με το χέρι του το μέτωπό του που είχε αρχίσει να ιδρώνει:

         --- Τι είναι αυτά που ακούνε τ’ αυτιά μου! Πού θα πας;

         --- Εκεί από πού ήρθα!

         --- Από πού ήρθες;

         --- Από τον Πειραιά!

         --- Και γιατί θέλεις να φύγεις; Δεν περνάς καλά εδώ; Τι σου λείπει;

         Ανατινάχτηκε η Κατερίνα, ταρακουνήθηκαν τα αφράτα της στήθη μέσα στο ανοιχτό μπολκάκι της κι αφού έπαιξε με νευρικότητα τα μάτια της του είπε με φωνή που ακούστηκε σαν θαλασσινή αύρα από τα χείλη της:

        --- Μου λείπει ο άντρας που τον αγαπώ! Θα φύγω να πάω να τον συναντήσω!

       Φωτίστηκε ολόκληρη, έλαμψε το όμορφο πρόσωπό της και φάνηκε ευτυχισμένη όσο ποτέ. Ο Ζορμπαλάς σαν την άφησε να κατεβάσει λίγο το κεφάλι και να μείνει σκεπτική και ονειροπόλα τη ρώτησε:

       --- Πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο άντρας που αγαπάς; Γιατί δεν είναι μαζί σου;

       Σήκωσε το κεφάλι της, σοβαρεύτηκε κι αφού συγκέντρωσε τη σκέψη της του αποκρίθηκε:

        --- Έχει σαλπάρει για τις Ινδίες! Επιστρέφει στο τέλος του μήνα και καλώς εχόντων των πραγμάτων σμίγουμε!

        --- Είναι ναυτικός;

        --- Ναι! του έκανε και τα χείλη με τα μάγουλά της πήραν το χρώμα του τριαντάφυλλου.

        --- Και πού τον γνώρισες;

        --- Που αλλού, στον Πειραιά! Ήρθε να ξαπλώσει μαζί μου και μπλέξαμε! Αγαπηθήκαμε τρελά και μου ορκίστηκε πως θα γυρνούσε από το ταξίδι του για να μου βάλει στεφάνι! Τον περιμένω από  στιγμή σε στιγμή.

       --- Τον αγαπάς τρελά, είπες;

       --- Ναι!  Κι αυτός με αγαπά!

       --- Κι αν σε κοροϊδεύει;

       --- Δεν το πιστεύω! Είμαι της γνώμης πως ότι αγαπιέται αληθινά ζει αιώνια κι αυτό μου δίνει κουράγιο.

      --- Κι εγώ  το πιστεύω αυτό!

      Εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του και χαμογέλασε.  Ύστερα του είπε:

      --- Μια φορά στον Πειραιά λίγο πιο πέρα από μένα δούλευε μια άλλη πόρνη. Την έλεγαν Λόλα και ήταν γερασμένη. Σαν σμίγαμε την άκουγα να λέει με μαράζι: << Δε θα βρεθεί  και για μένα ένας άντρας όπως βρέθηκε και για σένα, Κατερίνα! Στα όπα – όπα θα τον έχω θα του δίνω και του πουλιού το γάλα και δε θα του λείπει τίποτα. Αρκεί να με αγαπήσει και να με πάρει απ’ αυτή εδώ την κόλαση. Εγώ την κορόιδευα και της έλεγα ειρωνικά; << Πας τώρα εσύ, Λόλα μου, είσαι για πέταμα! Το κορμί σου δεν είναι για τους άντρες κι αν σε πλησιάζει κανένας το κάνει γιατί σε λυπάται. Πρέπει να το καταλάβεις πως η φρεσκάδα της νεότητας σε εγκατέλειψε! >> Όμως να που έπεσα έξω! Κάποια μέρα σαν την επισκέφτηκε ένας μπασμένος καραβανάς, ξετρελάθηκε μαζί της και τη στεφανώθηκε μέσα σε μια βδομάδα! Να λοιπόν που για όλους μπορεί να ξημερώσει μια ωραία μέρα!

        Ο Ζορμπαλάς άπλωσε τα χέρια του τείνοντάς τα να ξεμουδιάσουν και μετά με κάποια σοβαρότητα της είπε:

        ---  Συγκινητική όσο κι ευχάριστη η ιστορία σου!

        --- Δεν ξέρω τι θα συμβεί με μένα και το φίλο μου αλλά είμαι αποφασισμένη να τον ακολουθήσω όπου κι αν με πάει!

        --- Η πρότασή σου σε τιμά! της έκανε εκείνος  αξιολογώντας την εντιμότητά της. Πιστεύω αυτό να σε βγάλει σε καλό.

        --- Αν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο για να γίνουμε και οι δυο ευτυχισμένοι, ευχαρίστως θα το έκανα!

       --- Δε χρειάζεται! Η απόφασή σου και μόνο να δεχτείς την πρότασή του να έρθετε σε γάμου κοινωνία, αρκεί!

       --- Δε γίνεται να συνεχιστεί έπ’ άπειρον αυτή η ζωή, Μιχάλη! Μ’ έχει κουράσει και μ’ έχει καταβάλλει σωματικά και ψυχικά. Μια αλλαγή πιστεύω να με αποδεσμεύσει από το βάρος της αμαρτίας.

      --- Συμφωνώ αλλά και θα σε αναζωογονήσει προς το καλύτερο. Εννοώ πως θα βρεις και χρόνο να ασχοληθείς και με το πνεύμα. Κι απ’ ότι μου έχεις δείξει είσαι αρκετά ευάλωτη στις απαιτήσεις του.

       --- Και βέβαια! Τα καταφέρνω  και σ’ αυτό! Αλλά πιο πολύ νοιάζομαι να κερδίσω τη ζωή! Οτιδήποτε άλλο προς το παρόν μου είναι αδιάφορο.         

       --- Είσαι τόσο αξιαγάπητη και καλή που θα τα καταφέρεις! της ψέλλισε  και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

       --- Χαίρω πολύ! του αποκρίθηκε σιγανά και χαμογελαστά  και ακολούθησε το βλέμμα του.

        Έξω στο δρόμο ακούστηκαν φωνές από εργάτες. Κάποιοι χαχάνιζαν και άλλοι σταμάτησαν να κατουρήσουν στον κορμό ενός πεύκου. Ο Ζορμπαλάς έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε. Το κούνησε με περιφρόνηση ενώ δεν παρέλειψε να παρατηρήσει:

        ---- Αυτά κάνουν. Έρχονται κι αντί να δουλέψουν και να βγάλουν το ψωμί τους, μας αφήνουν και τις βρωμιές τους. Και ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

        --- Φεύγεις; τον ρώτησε και άπλωσε το χέρι της να τον συγκρατήσει.

 

       --- Ναι. Ας πηγαίνω! της έκανε με μια αποφασιστικότητα τότε εκείνος σαν κοίταξε τον ήλιο να έχει ανέβει κατακόρυφα στον ουρανό και είδε το χρόνο του να λιγοστεύει. Κι αμέσως πετάχτηκε πάνω. Έχω μια εκκρεμότητα που την είχα ξεχάσει. Πρέπει να την τελειώσω οπωσδήποτε σήμερα και να την ταχυδρομήσω αύριο.

       Η Κατερίνα έλαμψε μ’ ένα λαμπρό χαμόγελο για να του πει:

        --- Αν έχεις δουλειά, φύγε! Όμως να ξέρεις πως πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου!

        --- Χα! έκανε αυτός. Ευχάριστο ακούγεται έτσι που το λες γι’ αυτό επιφυλάσσομαι να σε επισκεφτώ σύντομα!

        Άπλωσε το χέρι του και τη χαιρέτησε με εγκαρδιότητα. Ύστερα βγήκε από την πόρτα και πριν χαθεί στο διάδρομου του κήπου, γύρισε και την αγκάλιασε για λίγο με το ζεστό βλέμμα του. Αυτή του το ανταπόδωσε και του κούνησε με τρυφερότητα το χέρι. Σε λίγο περπατούσε ανάμεσα στη μεγάλη δεντροστοιχία με τα πεύκα που ήταν κατά μήκος του παραλιακού δρόμου προς την ανατολική πλευρά. Δίπλα του η θάλασσα απλωνόταν γαλάζια και ειρηνική ενώ ο ήλιος πάνω της τη θέρμαινε με στοργή.  Ο στρογγυλός λευκός φάρος στο βάθος του λιμενοβραχίονα αναδυόταν εντυπωσιακός με δεκάδες γλάρους να σπαθίζουν με φωνές τους καλαίσθητους χτισμένους με πέτρες τοίχους του. Δεξιά κι αριστερά του οι κόκκινες στέγες των σπιτιών έλαμπαν κάτω από τα φως του ήλιου ενώ τα μικρά πανιά μέσα στο λιμάνι των καϊκιών ανέμιζαν σαν καλοστημένες σημαίες. Σε λίγο άφηνε τα τελευταία σπίτια και την εκκλησία της Παναγίας κι έμπαινε κατά μήκος του μικρού ποταμού με την καινούρια γέφυρα. Εκεί χάθηκε στα νότια σαν την πέρασε και πήρε το  μικρό χωματόδρομο που τον σκίαζαν μικρές και μεγάλες δασύφυλλες δάφνες για να φτάσει στο σπίτι του.

           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                     

 

 

 

 

 

 

                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΟΓΔΟΟ

           

 

 

 

 

         Το πρωί που ξύπνησε ο καλόγερος αν και είχαν περάσει κοντά δυο μήνες θυμήθηκε το θάνατο του Ανάργυρου που   τον πλήγωσε αφάνταστα. Κάθισε στη βεράντα και με δυσκολία εισέπνεε το δροσερό αέρα του βουνού ενώ η σκέψη του δεν έλεγε να φύγει από τον καλό και άτυχο άνθρωπο.

        Είχε ακούσει για πολλούς φριχτούς θανάτους που βρήκαν τόσους και τόσους ανθρώπους αλλά τούτος εδώ που βρήκε τον Ανάργυρο παρά ήταν φρικτός κι άδικος και τον έκανε να πονέσει πολύ και να του προξενήσει μια αφόρητη περιφρόνηση για το σκοπό και το νόημα της δημιουργίας του ανθρώπου. Αν χρειάζεται να πεθαίνει ο άνθρωπος με αυτό τον φριχτό τρόπο, σκεφτόταν, προς τι η δημιουργία του από τον Ύψιστο; Μήπως έπρεπε να αναθεωρήσουνε κάποια πράγματα των γραφών και να δούμε πιο ρεαλιστικά κι επιστημονικά την αρχή της ζωής;

        Έτσι  αφού ξεστόμισε ένα  << αχ>> σηκώθηκε και πήγε στο εργαστήριό του για να αναμετρηθεί και πάλι με τον Ιούδα που όπως έδειχναν τα πράγματα του είχε γίνει αφόρητος εφιάλτης κι όλο του χαλούσε τη διάθεση σαν έβαζε την πρώτη πινελιά πάνω του. Πλησίασε τον πίνακα με μια γκριμάτσα δυσπιστίας κι αφού στάθηκε για λίγα λεπτά και τον εξέτασε με τη δέουσα προσοχή, έσκυψε κι αφού πήρε το πινέλο και το βούτηξε στην παλέτα με τα χρώματα το πέρασε με απαλή κίνηση σαν χάδι στο αριστερό μάγουλο του προσώπου για να του διορθώσει μια μικρή ατέλεια που είχε επισημάνει  εδώ και μέρες.

       Έπειτα τραβήχτηκε και άρχισε να τον περιεργάζεται με σχολαστικό βλέμμα και δυνατή θέληση, ψάχνοντας να βρει εκείνο που του στερούσε την  ομορφιά της τέχνης. Δυστυχώς δεν το βρήκε αλλά όσο κοιτούσε τον πίνακα και γινόταν κτήμα του μια αισθητική δυσαρέσκεια τον κυρίευσε κι αισθάνθηκε ντροπή για τούτο το καλλιτεχνικό εξάμβλωμα. Έτσι σε κάποια στιγμή ταράχτηκε τόσο που ξαναβούτηξε το πινέλο στα χρώματα και με πρωτοφανή αγριότητα άρχισε να τον καταστρέφει μουντζουρώνοντας ό,τι όμορφο είχε ζωγραφίσει ως εκείνη τη στιγμή. Κι αφού τον πέταξε κάτω από το καβαλέτο και τον ποδοπάτησε, έφυγε τρέχοντας φωνάζοντας εν μέσω πρωτοφανούς υστερίας: 

        --- Ω, διάβολε, γιατί με  βασανίζεις! και βγήκε στον νότιο εξώστη πιστεύοντας να τον ηρεμήσει η εκπληκτική θέα του που απλωνόταν μπροστά του.   Κάθισε στον πάγκο στη δεξιά γωνιά που έβλεπε προς τα βορειοανατολικά εκεί που ήταν και η εξώπορτα εισόδου του μοναστηριού. Εκεί έσκυψε και πήρε από κάτω ένα παλιό ξεθωριασμένο τετράδιο που το βαστούσε κι έγραφε τις εντυπώσεις του από τέτοιες βίαιες αντιδράσεις της ψυχής του. Έτσι η πρώτη σκέψη που του ήρθε πήρε το μολύβι κι άρχισε να τη γράφει: << Τον Ιούδα, καλόγερε, όπως και να τον ζωγραφίσεις, Ιούδας θα είναι, κακός, προδότης και φιλάργυρος. Μη χαλάς τη ζαχαρένια σου λοιπόν κι άφησέ τον να  παριστάνει τον καλό! Κανένας χριστιανός δε θα τον πιστέψει! >>  Ήταν το λόγια του δεσπότη που τα θυμήθηκε και η απαίτηση της φορτωμένης του ψυχής του το ζήτησε να τα βάλει στο χαρτί.

       Ήταν έτοιμος για την εκμαίευση κι άλλης σκέψης όταν οι φωνές που ακούστηκαν από το δρόμο του μοναστηριού τον έκαναν να σηκώσει το κεφάλι από το χαρτί και να το στρέψει προς τα εκεί.  Και τότε διέκρινε ανάμεσα στα δέντρα και τη σκόνη ένα πλήθος κόσμου να έρχεται προς το μοναστήρι εκφέροντας  διάφορες κουβέντες που δε θύμιζαν ειρηνικές και φιλικές διαθέσεις.

        Ήταν οι δυο μεγαλοαστικές μεγάλες οικογένειες των Ζαπαίων από τη μια και των Κοφινιωτών από την άλλη που χρόνια τώρα είχαν διαφορές με τα χτήματά τους στην περιοχή βόρεια της Τερψιθέας  και συνεχώς έρχονταν σε προστριβές που κατέληγαν δυστυχώς σε ξυλοδαρμούς, προπηλακίσεις και  βιαιότητες. Εδώ έλεγαν πως είναι τα σύνορα οι μεν, όχι εδώ οι δε κι όλο έρχονταν στα μαχαίρια και λύση δεν έβρισκαν στη πολύχρονη αυτή κτηματική διαφορά τους.

       Το κακό ξεκίνησε από τους προπάππους τους που δεν προνόησαν να διευθετήσουν σωστά τα σύνορα με δικαστικά μέσα αλλά τ’ άφησαν στην τύχη και την καλή διάθεση των επιγόνων και να τώρα που αυτοί δρώντας σαν ληστοσυμμορία κοιτούσαν να κλέψουν ο ένας τον άλλο χωρίς ίχνος ηθικής και συγγενικής αλληλεγγύης. Διαιτητής τους στη διένεξή τους αυτή είχε οριστεί ο καλόγερος, ποιος ξέρει γιατί, και, όταν έρχονταν στα μαχαίρια έτρεχαν να του ζητήσουν την απονομή της δικαιοσύνης και την  επίτευξη της ειρήνης. Κι αυτό συνέβη και σήμερα. Μόλις αρπάχτηκαν και δεν μπορούσαν να βρουν δίκιο τους από καμία πλευρά, αποφάσισαν να επισκεφτούν τον καλόγερο μπας και κάνει κάτι. Και να τώρα κάτω από τον εξώστη τον θερμοπαρακαλούν να επέμβει και να απονείμει δικαιοσύνη σαν μεγάλος δικαστής κι εκπρόσωπος του Ύψιστου επί της γης.

      Βγήκε έξω από το κελί του ο καλόγερος, στάθηκε μπροστά τους, κάτω από τον πλάτανο και την πηγή, άπλωσε τα χέρια του  και τους είπε με βλέμμα αιχμηρό και σκληρό:

        --- Σταματήστε τον καβγά, αδερφοί και καθίστε με ηρεμία να συζητήσουμε τη διαφορά σας.  Ο ταραγμένος νους είναι κακός σύμβουλος του ανθρώπου και οδηγεί σε άδικες αποφάσεις.

        Τον άκουσαν αυτοί κι αμέσως μια απέραντη σιωπή απλώθηκε στις τάξεις και των δυο αντιμαχομένων. Αυτό έδωσε θάρρος στον καλόγερο να τους πει με κάποια αλλαγή προς το καλύτερο στην έκφρασή του:

        --- Εδώ κάτω από το βλέμμα του Θεού θα τα βρείτε! Όποιος πάει αντίθετα από το θέλημά του, ίσως και να το πληρώσει!

        --- Ο Θεός χάρισε σε σένα την ευλογία του και θέλουμε να μας κρίνεις σύμφωνα με τις σωστές επιταγές του! ακούστηκε μια φωνή από το βάθος που έμοιαζε νεανική και ζωηρή.

        --- Θέλω τους αρχηγούς σας να βγουν μπροστά και να μιλήσω μ’ αυτούς! Η φωνή του σκληρή κι αποφασιστική έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα εκείνη τη στιγμή.

       Καθώς έκαναν δρόμο αυτοί να περάσουν μέσα από το πλήθος, κάποιοι ταραξίες με ασυγκράτητο πάθος για φασαρίες επιτέθηκαν εναντίον τους με άγριες διαθέσεις. Εκείνοι συνέχισαν να τους αγνοούν και προχώρησαν. Σαν βγήκαν έξω και στάθηκαν μόνοι μια άλλη ομάδα από τέσσερις γυμνασμένους άντρες τους επιτέθηκαν και ήρθαν σχεδόν στα χέρα μαζί τους αλλά η γρήγορη επέμβαση δυο άλλων ψυχραιμότερων απέφερε την τάξη.

        Οι δυο αρχηγοί ασφαλείς πλέον αφού δυο ομάδες μια από κάθε φατρία τους προστάτευε, περίμεναν τον οικοδεσπότη της συνάθροισης που δεν ήταν άλλος από τον καλόγερο να αρχίσει την ακροαματική διαδικασία της έκτακτης αυτής δίκης. Εκείνος με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης που αναλάμβανε τους είπε με εύθυμο αλλά σοβαρό τρόπο:

         --- Κάνατε τόσο ταξίδι και θέλω να πιστεύω πως έχετε διάθεση και θέληση να με ακούσετε και να συζητήσουμε τη διαφορά σας! Έτσι σας ερωτά ευθέως: Τι λέτε θα τα βρείτε;

        Αυτοί κοιτάχτηκαν με καχυποψία και δε μίλησαν. Απλά τα πρόσωπά τους πήραν μια έκφραση σκληρή και ψυχρή.

        --- Σας ρώτησα κάτι! τους επανέλαβε αυστηρά ο καλόγερος και κοίταξε τον αρχηγό των Ζαπαίων.

       Εκείνος με τα χέρια κρεμασμένα κάτω και δαγκώνοντας τα χείλη του σαν μικρό παιδί του αποκρίθηκε με αρκετή προκλητικότητα:

       --- Τι να βρούμε; Το δίκιο είναι με μας. Τα χτήματα είναι δικά μας κι ας λένε αυτοί πως δε φτάνουν μέχρι  εκεί στα δικά τους, τα σύνορά μας! Οι προσπάπποι μας που τ’ άφησαν έτσι κάτι  ήξεραν.  Δεν τ’ άφησαν γι’ αυτούς. Εμείς τα δουλεύουμε χρόνια τώρα και ζούμε απ΄  αυτά. Αυτοί τα θέλουν βέβαια να τα οικειοποιηθούν αλλά δε θα τους κάνουμε το χατίρι να τα αποκτήσουν. Θα δούμε στο τέλος ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα!

        Ο αρχηγός των Κοφινιωτών σαν τον άκουσε έγινε κόκκινος από τα νεύρα του. Σήκωσε κάπως με αδέξιο τρόπο τα χέρια προς το πρόσωπο του αρχηγού των Ζαπαίων κι αδιάφορα αν μπορούσε να τον τραυματίσει, του είπε κοιτάζοντάς τον με υποτιμητικό βλέμμα:

        --- Σατανάς είσαι και λόγια Σατανά ξεστομίζεις! Τίποτα απ’ αυτά που λες δεν είναι σωστά και χάνονται σαν τ’ άχυρο στο αλώνι. Ζηλεύετε τα πλούτη μας και θέλετε να μας τα πάρετε! Αυτό ποθεί μονάχα η ψυχή σας!

        Κι αμέσως χειρονομώντας και πάλι με σηκωμένα τα χέρια, προσπάθησε να του επιτεθεί αλλά συγκρατήθηκε από τους επικεφαλής της ομάδας του. Και τότε μια πέτρα σφύριξε στον αέρα που έφυγε μέσα από το πλήθος των Ζαπαίων και ήρθε και σφηνώθηκε στο τζάμι του παράθυρου του κελιού του καλόγερου και το έκανε θρύψαλα. Όλοι γύρισαν το κεφάλι κι άφησαν να τους ξεφύγει ένα << αχ>>. Και μέσα τότε σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση ο καλόγερος αποφάσισε να φέρει την ειρήνη με μια απελπιστική προσπάθεια που σε πολλούς προξένησε γέλιο και φαιδρότητα.

       --- Έτσι που συμπεριφερόσαστε μπορεί να χυθεί και αίμα, αδερφοί! τους φώναξε κι άπλωσε τα χέρια του να τους ηρεμήσει. Αφήστε τις ακρότητες γιατί αυτό το χτύπημα της πέτρας μπορεί και να στραφεί εναντίον  σας!

        Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και μια άλλη πέτρα που ήρθε τώρα από το μέρος των Κοφινιωτών χτύπησε με δύναμη ένα άλλο τζάμι στο παράθυρο του κελιού και σκόρπισε με πάταγο τα κομμάτια του προς όλες τις κατευθύνσεις προς μεγάλη ευχαρίστηση και των δυο ομάδων γιατί υπέθαλπε την αναμενόμενη σύγκρουσή τους που  την εύχονταν.

        Ο καλόγερος έγινε θηρίο και χάνοντας την ψυχραιμία του και το θάρρος του σταύρωσε τα χέρια του κι έμεινε ασάλευτος να τους κοιτάζει με μισερό βλέμμα και να κουνάει περιφρονητικά το κεφάλι του. Σε κάποια στιγμή όμως ξαναβρήκε τη φόρμα του και ανακτώντας τις δυνάμεις του τόσο τις βιολογικές όσο και τις ψυχολογικές, πήρε και πάλι το λόγο για να τους πει εν μέσω ύβρεων, φωνών και αντεγκλήσεων των συγκεντρωθέντων:

         --- Καλά εμένα δε με φοβάστε, αλλά το Θεό; Τι λόγο θα του αποδώσετε μεθαύριο όταν σας καλέσει κοντά του;

        Τότε ένας από τη φατρία των Ζαπαίων, αρκετά οξύθυμος και άσχημος βγήκε μπροστά και με τη βοήθεια κι άλλων δικών του, έπιασε τον καλόγερο από το χέρι κι αφού έσκυψε πάνω στο πρόσωπό  του, του είπε με δυνατή και άγρια φωνή, ενώ οι φλέβες στο λαιμό του και στους κροτάφους του πετάχτηκαν σαν φίδια:

        --- Ο Θεός σε πληροφορώ πως μας ξέχασε γι’ αυτό κι εμείς κάναμε φίλο το διάβολο!  Κι όπως ξέρεις η δύναμή του είναι εξίσου μεγάλη και θα τη χρησιμοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο για να αποχτήσουμε ό,τι μας αρνούνται οι εχθροί μας, Κοφινιώτες!

         Ο καλόγερος ξέφυγε από τα χέρια του και έκανε λίγα βήματα προς τα πίσω. Εκεί σταυροκοπήθηκε  και φαινόταν πολύ θυμωμένος. Κοίταζε σκεφτικός μια τους μεν και μια τους δε και καμία απόφαση δεν έπαιρνε για την έκβαση της συνέχισης της διαιτησίας του. Ώσπου κάποια στιγμή κάνοντας μια βίαιη οριζόντια κίνηση με τα χέρια του, είπε με αρκετή δυσκολία:

         --- Εξαντλήθηκε η υπομονή μου, αδερφοί! Βοηθήστε να τελειώνουμε!

        Ο αρχηγός των Κοφινιωτών επενέβη για να πει με ξεδιάντροπο τρόπο:

        --- Τότε δεν απομένει παρά να πιαστούμε στα χέρια κι όπου βγει! Στο τέλος οι νικητές θα πάρουν τα χτήματα! Αυτή πιστεύω θα είναι και η βουλή του Θεού!

        Και με πρωτοφανή βαρβαρότητα έδωσε το σύνθημα της επίθεσης.

        Τότε ο καλόγερος τα έπαιξε όλα κι όλα και με μια κίνηση απελπισίας αλλά και εγκαρτέρησης μπήκε πάλι στη μέση και συγκρατώντας τους θερμόαιμους, φώναξε με όση δύναμη της φωνής του, του είχε απομείνει:

        --- Τι γνώμη έχετε να φέρετε εδώ τους πνευματικούς σας και να εκφέρουν τη γνώμη τους με πάσα ειλικρίνεια; Θα μπορέσουν έχω τη γνώμη να τα ταχτοποιήσουν τα πράγματα μια χαρά και να βρεθεί μια λύση ώστε να αποφευχθούν έτσι οι ακρότητες.

        Τα λόγια του αυτά ήρθαν σαν ουρανοκατέβατα στ’ αυτιά τους και το μόνο που έκαναν ήταν να υποβάλλουν την αξιότιμη σιωπή τους. Μόνο ένας διασκεδαστικός τύπος, γύρω στα πενήντα που είχε την όψη του διανοούμενου, ψιθύρισε με μια ευχάριστη χροιά στη φωνή του:

        --- Αν και είναι μακριά από τις υποθέσεις μας και δεν τους εμπιστευόμαστε, είναι ίσως η τελευταία μας ελπίδα να μας βοηθήσουν! Γι΄ αυτό ας δείξουμε γενναιότητα ψυχής κι ας τους καλέσουμε να παίξουν κι αυτοί το παιχνίδι της διαιτησίας!

        --- Έτσι μπράβο! αναφώνησε ικανοποιημένος ο καλόγερος και αμύνθηκε όσο μπορούσε για να μην παρασυρθεί από το πλήθος που έσπρωχνε με βίαιες χειρονομίες. 

       Ξεκίνησαν δυο αντιπρόσωποι ένας από την κάθε φατρία και πήραν το δρόμο για τις ενορίες τους. Αυτό έφτασε για να ηρεμήσει τα πνεύματα και η τάξη να υποβάλλει την κυριαρχία της για όσο θα επέστρεφαν μαζί με τους πνευματικούς τους. Ο καλόγερος αρκετά χαρούμενος δεν  έκρυβε την ικανοποίησή του. Έτσι κάθε τόσο και λιγάκι χάιδευε τα γένια του κι έκανε το σταυρό του, ψιθυρίζοντας: << Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! >>

       

 

 

            

 

 

 

                                                     

 

                                             = = =           

 

 

 

         --- Είναι βαρύς ο σταυρός!  είπε ο καλόγερος τη στιγμή που ανάμεσα στους δυο παπάδες τους εξηγούσε μερικά πράγματα. Ενώ τελειώνοντας ακούστηκε να τους λέει: Ευχή μου ν’ ακούσουν τα λόγια σας και οι δυο πλευρές και να ηρεμήσουν. Εγώ ό,τι είχα να πω το είπα! Τώρα αφήνω στη δική σας ταπεινή ευγένεια τη συνέχιση της δικής μου προσπάθειας. 

        Σαν έγινε κάποια παύση οι δυο παπάδες κοιτάχτηκαν  με μια σύντομη και σπασμωδική ματιά και ύστερα δείχνοντας μια ψεύτικη σοβαροφάνεια έσμιξαν τα φρύδια τους. Ποιος ξέρει τι στριφογύριζε στο μυαλό τους και τι ανοησίες ήταν έτοιμο να γεννήσει για να υπερασπιστεί ο καθένας τα δικαιώματά του. Έτσι έδειχναν και οι δυο ως τα μύχια της καρδιά τους πως ήταν αποφασισμένοι να παλέψουν μέχρι τέλους για την αποκατάσταση της αλήθειας όπως αυτοί και το ποίμνιό τους την πίστευε.

Και τότε χωρίς να ζητήσει την άδεια να μιλήσει ο παπα- Λαυρέντιος για λογαριασμό των Κοφινιωτών, άρχισε με φωνή που ηχούσε σαν μέταλλο:

        --- Ο Θεός που είναι ψηλά και τα πάντα ορά, ξέρει αγαπητοί μου, αδερφοί σε ποιον ανήκουν τα χτήματα και που θα τ΄ αποδώσει. Αυτός σαν δίκαιος κι σπλαχνικός που είναι  ποτέ δεν κάνει λάθος.

        Ο παπα - Γρηγόρης των Ζαπαίων τον κοίταξε με σαρκαστικό και αιχμηρό βλέμμα κι άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα του. Κι αμέσως  είπε κάνοντας μια χειρονομία που θύμιζε τον εν δυνάμει αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης:

         --- Δεν ξέρω τι υπονοείς << πως ο Θεός δεν κάνει λάθος>> αλλά σου υπενθυμίζω πως εσύ κάνεις λάθος και τα χτήματα ανήκουν σε μας! Οι Ζαπαίοι τα κατέχουν και τα καλλιεργούν χρόνια τώρα! Δε θα μας τα πάρετε επειδή κάποιοι σας συμβούλεψαν πως αποκτώντας τα θα μας αφαιρέσετε την ευτυχία μας!

          --- Εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό! του είπε αδύναμα και πνιγμένα ο παπα -Λαυρέντιος αλλά ξέρω από παλιά πως τα διεκδικούν οι συντοπίτες μου! Αυτό είναι ξεκάθαρο και παρά τη διακονία μου που δε μου επιτρέπει να ασχολούμαι με τα επίγεια, από ηθικό καθήκον προς τους συντοπίτες μου παραβαίνω την εντολή του Υψίστου που μου απαγορεύει να ανακατεύομαι στ’ ανθρώπινα, παίρνω το μέρος τους και τάσσομαι αρωγός τους σ’ αυτή την πρωτοφανή αδικία τους!  Έμεινε ακίνητος κι αφού ύψωσε το κεφάλι του στον ουρανό σαν κάτι να οραματιζόταν, κούνησε τα χείλη κι άρχισε να προσεύχεται.

         --- Δεν είναι έτσι! του έκανε με φωνή που της έδινε κάποια σπουδαιότητα ο παπα - Γρηγόρης και με ύφος στομφώδες ύστερα κι ενοχλητικό για τους Κοφινιώτες, συνέχισε: Ανάθεμα αυτόν που σε γέννησε ψεύτη του σατανά, που ήρθες να μας πεις τα ψέματά σου που με τόση έπαρση σου λέει η δηλητηριασμένη σου ψυχή! Όπως και να’ ναι σου λέω πως ο προορισμός σου είναι μόνο τούτος: να υπηρετείς το κακό και να  εύχεσαι να κερδίσεις  ό,τι σκάρτο θα σου δώσει για να σε διασκεδάσει!

         Με ένα βήμα αργό ο παπα - Λαυρέντιος τον πλησίασε και τον κοιτούσε ενώ κουνούσε συνεχώς το κεφάλι του. Τέντωσε ύστερα το χέρι του κι αφού του έδειξε τα βουνά που στέκονταν περήφανα και διακρίνονταν ζωηρά μέσα στα γκρίζα σύννεφα προς το βορρά, του είπε με τις λέξεις τονίζοντας μία- μία:

         --- Εμείς φταίμε που σας δώσαμε γη και ύδωρ σαν ήρθατε από τα κοντοβούνια και σας κάναμε ανθρώπους! Χωρίς εμάς θα είχατε πεθάνει προ πολλού! Το δίκιο πληρώνεται με άδικο πολλές φορές θα μου πεις, γι΄ αυτό καλά να πάθουμε!

        Εκείνη τη στιγμή ένας άντρας με μπράτσα απλωμένα και τα κεφάλι γερμένο κάτω, ήρθε και στάθηκε δίπλα στον παπα -Λαυρέντιο με άγριες διαθέσεις. Ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει αλλά το ανέβαλε ποιος ξέρει, γιατί.

        --- Σκότωσέ με αν το θέλεις! του ψέλλισε αυτός κι έκανε μια κίνηση να του προτάξει το στήθος του.

        Ο άντρας τον πλησίασε ακόμη περισσότερο και στάθηκε κοντά του, αναπνέοντας γρήγορα. Τα μάτια του είχαν πάρει άσχημη όψη και το χρώμα στο πρόσωπό του είχε γίνει κόκκινο.

        --- Τι κάθεσαι, ε; Γιατί δε με σκοτώνεις; του επανέλαβε με περιφρόνηση ο παπα - Λαυρέντιος κι έδειχνε ψύχραιμος αλλά κι αγανακτισμένος.

        --- Όχι! Όχι! δεν το κάνω! του είπε εκείνος και πλησίασε ακόμη πιο κοντά.   Καλύτερα να σε φτύσω! και χωρίς καθυστέρηση τον έφτυσε στο πρόσωπο.

        Ο παπα - Λαυρέντιος εξαγριώθηκε και τον έσπρωξε με λύσσα πέρα, τραβώντας τον από το μπράτσο. Κι αφού εκείνος δεν ξανατόλμησε να επιστρέψει και να τον απειλήσει,  στράφηκε και είπε στους δικούς του για να ακούσουν και οι άλλοι:

        --- Η πρότασή μου είναι τούτη, καλοί μου Χριστιανοί! Επειδή δεν μπορούμε να βρούμε λύση για σήμερα να το αφήσουμε και να το συζητήσουμε μιαν άλλη φορά. Ο Θεός ελπίζω να περιμένει όπως και η ταπεινότητάς σας! Δεν μπορώ να αποδεχτώ πως τα χτήματα ανήκουν  στους Ζαπαίους όσο κι αν τους συμπαθώ εκ πεποιθήσεως!   Σκύβοντας ύστερα συγκινημένος προσπάθησε να μπει μέσα στο πλήθος ενώ έδειχνε αρκετά εξαντλημένος.

        Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή του καλόγερου να σκίζει τον αέρα και να τους τρυπά τ’ αυτιά αναπάντεχα. Τα λόγια του φοβισμένα αλλά καθησυχαστικά κατά τη γνώμη του, έλεγαν:

         --- Αφού δεν τα βρίσκετε, Χριστιανοί, τότε να τα δωρίσετε στο μοναστήρι!  Κι εσείς θα ησυχάσετε αλλά και ο οίκος του Υψίστου θα αποκτήσει ένα ακόμη εισόδημα για να βελτιώσει τα άθλια οικονομικά του. Θα είναι μια προσφορά, πιστεύω που κατά την κρίση του θα του φανεί πολύ γενναιόδωρη και ειλικρινή! Έτσι οι αγκάλες του θα γίνουν πιο θερμές για χάρη σας!

        Ένας άλλος άντρας τώρα βγήκε βιαστικά μπροστά κι έχοντας αρπάξει μια μεγάλη πέτρα, του την έδειξε και τους είπε, εν μέσω αλαλαγμού και παραφροσύνης:

---Δεν τον ακούτε, τι λέει; Να τα πάρει το μοναστήρι! Τι να πάρει το μοναστήρι, τους κόπους μας και τη γη μας; Γιατί δεν τον αποτελειώνουμε να ησυχάσουμε μια για πάντα από τους αιμοσταγείς τυράννους μας;  Και τεντώνοντας το χέρι του εκσφενδόνισε με δύναμη την πέτρα στον καλόγερο. Αυτή έφυγε με ορμή και ταχύτητα και πήγε και τον βρήκε κατευθείαν στο μέρος του κεφαλιού, πίσω από το αυτί. Ο καλόγερος έπεσε αμέσως  κάτω και μ’ ένα ουρλιαχτό πόνου που βγήκε από τα σφιγμένα χείλη του, έμεινε ξερός. Όλοι έμειναν άναυδοι και μια νεκρική σιωπή απλώθηκε παντού. Στο μεταξύ δυο κινήθηκαν να πλησιάσουν τον ξαπλωμένο καλόγερο.

         Αφού έσκυψαν πάνω του, και, είδαν πως δεν ανάπνεε, είπε ο ένας εξ’ αυτών με έμφαση και μια πνιγηρότητα στη φωνή του:

          --- Τι θέλατε να γίνει με τόσο μίσος που έβραζε ανάμεσά μας! Τον σκοτώσαμε και μια αέναη δύναμη  όμοια με εφιάλτη θα μας τυραννά σε όλα μας τη ζωή! Πιστέψτε με, ναι! Τον σκοτώσαμε με τα ίδια μας τα χέρια που ίσως θα μπορούσαμε και να τον σώσουμε!

          Το πλήθος σιγά- σιγά στο άκουσμα του λόγου του, γύρισε την πλάτη κι ένας- ένας άφηνε γεμάτος ενοχές τον τόπο του εγκλήματος και κινούσε για το σπίτι του. Η βουβαμάρα που απλώθηκε σε λίγο στο έρημο τοπίο σκορπούσε μια έντονη ανησυχία και μια αηδία για το ανθρώπινο  είδος γεμάτη φρίκη. Οι λιγοστοί που απόμειναν χλομοί σαν πεθαμένοι ετοιμάστηκαν να  φροντίσουν τα σχετικά με την κηδεία του άτυχου καλόγερου.   

 

 

 

 

 

                                      

 

                                      

 

                                        ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ

 

 

 

                                    

           Βυθισμένος και σήμερα πάλι πάνω από τις σημειώσεις του, προσπαθούσε ο Ζορμπαλάς να ξεδιαλύνει αν η ζωή έχει νόημα και αν οι ηθικός δρόμος που φέρνει τη λύτρωση στον άνθρωπο είναι ορατός ή αόρατος. Χρόνια τώρα τα βιβλία της σοφίας μιλάνε για το τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να σωθεί αλλά δυστυχώς αυτός παραμερίζει τις αλήθειες τους και το καλό που συναντά στην πορεία του και συνεταιρίζεται το κακό και προχωρεί μ’ αυτό αν και γνωρίζει πως είναι έργο του σατανά κι όχι του Θεού. Έτσι μένουν αδικαίωτοι και οι ποιητές που θέλουν έναν κόσμο ιδεαλιστικό και πέρα από τη σκληρή πραγματικότητα.  Απ’ αυτές τις σκέψεις τον απόσπασε η Κατερίνα που του χτύπησε την πόρτα και σαν τη δέχτηκε την έβαλε να καθίσει μπροστά του και να μυρίζει το άρωμά της που έφτανε ως την αίσθησή του σαν δροσερή πρωινή αύρα.

         Εκείνη σαν φρόντισε να καθίσει καλά στη θέση της και να ακουμπήσει την τσάντα της δίπλα της, τον κοίταξε κάπως αμήχανη αλλά γρήγορα πήρε το θάρρος για να του πει με χιούμορ;

         --- Σ’ έφαγαν τα χαρτιά και τα βιβλία, Μιχάλη! Προς τι αυτή η μεγάλης σου αγάπη κι αφοσίωση σ’ αυτά; Δε σου προκαλεί δυσφορία το μεγάλο βάρος της γνώσης που κουβαλάνε στις σελίδες τους;

        Εκείνος ήταν τρομερά ευχαριστημένος που τον επισκέφτηκε και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Την κοιτούσε και δεν τη χόρταινε και μια ανεξήγητη επιθυμία έλξης αξεδιάλυτη αν ήταν αγνή αγάπη ή ερωτικός οίστρος, τον συγκλόνιζε σύψυχο. Έκανε για τούτο αρκετό χρόνο να της αποκριθεί και μόνο σαν είδε το βλέμμα της ερευνητικό κι απορημένο να πέφτει πάνω του, της είπε με φωνή που αποκάλυπτε συγκίνηση:

       --- Είσαι επηρεασμένη από το θάνατο του καλόγερου και μιλάς με απαισιοδοξία. Δυστυχώς δεν είναι έτσι για τα βιβλία! Όσο σκύβεις πάνω τους και διαβάζεις τις σελίδες τους καθιερώνεσαι σαν άνθρωπος από τη σοφία της γνώσης τους! Καμία δυσφορία και καμία απέχθεια δε σου προκαλούν! Τουναντίον σε γοητεύουν και γίνεσαι ένας μόνιμος και διαρκής εραστής τους!

        Αυτή γέλασε και το πρόσωπό της έλαμψε αφήνοντας να φανεί μέσα στη λαμπεράδα του η όλη της η γυναικεία  ενεργητικότητα. Έτσι στην προσπάθειά της να φανεί πιο ψύχραιμη, έκανε μια αδέξια κίνηση και έριξε κάτω ένα μικρό γυάλινο μικρό ανθοδοχείο που έγινε κομμάτια. Η ψυχρότητα που εμφανίστηκε στο βλέμμα της έκανα το Ζορμπαλά να της πει, για να την καθησυχάσει:

        --- Φθηνό είναι, δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωρηθείς!

        Και επιτακτικά θα έλεγε κανείς την προέτρεψε να ξεχάσει το γεγονός και να μπούνε και πάλι στη συζήτηση ενώ είχε σκύψει και μάζευε τα κομμάτια.

        Αυτή τον άκουσε και προσπάθησε να δειχτεί όσο μπορούσε ανεπηρέαστη  από το συμβάν. Κι αμέσως για να φανεί τυπική τον ρώτησε ενώ κατεύθυνε το βλέμμα της στα ράφια της βιβλιοθήκης:

        --- Είναι αλήθεια πως τα βιβλία σε κάνουν  να χαίρεσαι;

        --- Όχι! Αυτό είναι ανόητο! Τα καλά βιβλία σε κάνουν να κλαις με τον πόνο του ανθρώπου! Γελιούνται όσοι σ’ αυτά βλέπουν στις γραμμές τους μόνο ζωγραφισμένα λουλούδια κι όχι  τα αγκάθια από τις ψυχές των ανθρώπων!

        Άπλωσε το χέρι του και πήρε από μπροστά του ένα χοντρό βιβλίο του Χένρι Μίλερ με τον τίτλο: <<Ο τροπικός του Καρκίνου>> και της το έδωσε. Αυτή σαν το πήρε και το ξεφύλλιζε αφήνοντας σε κάθε φύλλο και το θαυμασμό της, εκείνος της έλεγε:

       --- Τούτο το βιβλίο για παράδειγμα αν το διαβάσει κάποιος σίγουρα θα τον επηρεάσει και θα τον κάνει καλύτερο! Ο πόνος του ανθρώπου που περιγράφει ο συγγραφέας είναι και δικός του πόνος και η ζωή του και δική του ζωή. Και πάλι σου λέω πως αν αξίζουν κάποια βιβλία είναι επειδή μας ωθούν να σκεφτούμε και να δράσουμε, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να μιλήσουμε και να αγγίξουμε διαφορετικά, πιο όμορφα, πιο γόνιμα, με περισσότερο πάθος και πιο σωστά απ’ ότι πριν από την ανάγνωσή του.

        Η Κατερίνα άφησε το βιβλίο πάνω στο γραφείο και μαζεύτηκε σιωπηλή στη θέση της. Ο Ζορμπαλάς την κοίταξε τώρα πιο έντονα γιατί η εντυπωσιακή παρουσία της δεν μπορούσε να μην προκαλεί το μάτι του. Στάθηκε στο χτένισμά της που το είχε φτιάσει έτσι να της δίνει μεγαλύτερη γοητεία και να φαίνεται πιο νέα. Ακόμη πολύ του άρεσε και το κομψό της ντύσιμο, φουστάνι γαλαζωπό με ζακέτα φίνα κι ακριβή που της τόνιζε τους ωραίους της ώμους και της έδινε μια κορμοστασιά θεσπέσια.  Όσον αφορά τις λεπτομέρειες δεν τις πρόσεξε καθόλου γιατί τα ιδιαίτερα όμορφα χέρια της τον έκαναν να σταματήσει το βλέμμα του πάνω σ’ αυτά και να τα θαυμάζει επ’ αόριστον.

        --- Άρχισες πάλι τα ωραία σου, Μιχάλη, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω διάθεση καθόλου να σε ακούσω! του είπε με κάποια αφοσίωση εκείνη και κούνησε με νόημα το κεφάλι της.

        --- Άλλο και τούτο! Γιατί; της έκανε με αστεϊσμό αυτός και την κοίταξε θλιμμένα  

        --- Γιατί έχω κάτι, εδώ μέσα που με πνίγει! του ψέλλισε και του έδειξε με το χέρι της το σημείο της καρδιάς. 

        --- Τι είναι αυτό; Μπορώ να το μάθω κι εγώ;

        --- Ναι, του αποκρίθηκε αυτή κι έδειξε να ένιωθε οδύνη στην ψυχή της φριχτή.

        --- Ακούω! της αποκρίθηκε  και έδειξε σιωπηλή ικανοποίηση που θα μάθαινε κάτι σημαντικό ασχέτως αν ήταν καλό ή δυσάρεστο.

       --- Ο στρατηγός είναι άρρωστος! του ξεφώνισε αυτή και πνίγηκε στους λυγμούς. Δε δέχεται κανέναν στο σπίτι του και κανένας δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν παρά το ζωηρό ενδιαφέρον του κόσμου και των λιγοστών φίλων του

      --- Ω, μα αυτό είναι φριχτό! αναφώνησε με μια ψυχρή διάθεση ο Ζορμπαλάς και στριφογύρισε άχαρα το κεφάλι του για να δείξει την απογοήτευσή του.

     --- Δυστυχώς!

     --- Κι εσύ πώς το έμαθες;

     --- Ξέρεις τι μικρός που είναι ο τόπος μας! Δεν ήταν δυνατόν να μη το μάθουμε! Εγώ το πληροφορήθηκα από το λιμενάρχη, όλως τυχαίως. Συναντηθήκαμε χθες το πρωί στο δρόμο και μου το ανέφερε. Έχει βάλει μου είπε δύναμη από άντρες του λιμενικού και της αστυνομίας να τον επισκεφτούν παραβιάζοντας την πόρτα του. Ίσως αυτή την ώρα που μιλάμε να υπάρχουν καλές ειδήσεις για το στρατηγό μας! Ο Θεός είναι μεγάλος!

        --- Ω, Θεέ μου, εσύ μόνο ξέρεις πως είναι η ζωή! ψέλλισε ο Ζορμπαλάς και κοίταξε σκεπτικά έξω από το παράθυρο. Ύστερα με δυσάρεστα συναισθήματα, ταξίδεψε με το βλέμμα του πάνω στην Κατερίνα κι αφού χτύπησε ρυθμικά το χέρι του στο γραφείο του, ψιθύρισε: <<Δεν ξέρεις κανείς τι σημαίνει να γερνάς! >>

        Την κοίταξε με βλέμμα στοργής στο ροδαλό της πρόσωπο και θαύμασε τα λαμπερά της μάτια για μια άλλη φορά. Ελευθέρωσε ύστερα το χέρι του από ένα φάκελο που βαστούσε αμήχανα και απόμεινε σιωπηλός και σκεφτικός με άκρατη σοβαρότητα.

         --- Εσύ από πότε είχες να τον δεις; τον ρώτησε η Κατερίνα και η φωνή της ήταν ολότελα απελπισμένη.

         --- Δε θυμάμαι και καλά. Θαρρώ πάει κοντά ένας μήνας τώρα. Τα είπαμε εν τάχη στο δρόμο σε μια μικρή μας τυχαία συνάντηση. Έδειχνε ανήσυχος αλλά με τίποτα δεν μπορώ να δεχτώ πως θα αρρώσταινε και θα έφτανε μάλιστα στο σημείο να μη δέχεται καμιά ιατρική βοήθεια!

           --- Ήταν στα καλά του;

           --- Θα εννοείς αν είχε σώας τας φρένας του;

           --- Ε, ναι!

          Αυτός την κάρφωσε με το βλέμμα του και με φωνή ηχηρή της είπε;

          --- Πόσο καλά μπορεί να είναι ένας γέρος! Απελπισμένος έδειχνε κι ανήσυχος όσες φορές είχαμε μιλήσει! Αυτό δεν είναι λίγο!

         --- Τι σου είπε μέσες άκρες;

         --- Να, πως μυρίζεται το θάνατο και όπου να είναι θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Ήταν κάτι που πρέπει να γίνει, επέμενε, γιατί το όριζε ο Θεός πως έπρεπε να συμβεί αυτό.

         Αυτή έσκυψε συγκινημένη και άγγιξε ένα μικρό κάδρο με μια γυναικεία φωτογραφία που έστεκε δεξιά της. Ύστερα με φωνή που εξέφραζε την αγωνία της, του είπε:

         --- Μπορεί και να φτάσει σε κάποιο ανεπανόρθωτο κακό στον εαυτό του;

         --- Πολύ πιθανόν! Δε βάζει ο νους σου τι άβυσσος είναι η ψυχή του ανθρώπου!

         Τίναξε τότε εκείνη πίσω τα όμορφα μαλλιά της και βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο τον κοίταξε με τα μεγάλα της λαμπερά μάτια αχόρταγα και με συμπόνια. Κι αμέσως  μέσα σε κάποια σύγχυση που διακρινόταν στις μικρές και σπασμωδικές κινήσεις του σώματός της πάνω στην καρέκλα, του είπε με την απορία ζωγραφισμένη στην έκφραση του προσώπου της:

         --- Αλλά κι αυτό με τον καλόγερο τι ήταν πάλι; Αλήθεια έχει τέτοιο μίσος η ψυχή του ανθρώπου;

          --- Με τα τόσα εγκλήματα που έχει κάνει και μου έρχονται μόλις τώρα στο νου, μπορώ να σου απαντήσω ευθέως και χωρίς ενοχή, πως ναι!

          Αυτή κούνησε το κεφάλι και ψιθύρισε:

          --- Είναι τόσο κακή, ε;

          --- Βούρκος! Ναι!

          Η φωνή του εξέφραζε έναν έντιμο φόβο αλλά και μια ειλικρινή κι απελπισμένη αλήθεια.

          Εκείνη τον άκουσε και σιώπησε. Ύστερα τύλιξε τα μπράτσα της στα γόνατά της κι έγειρε με τα μαλλιά της ανακατωμένα κοιτάζοντας τις εκτυφλωτικές λουρίδες του φωτός που έμπαιναν από το παράθυρο και φώτιζαν το πάτωμα. Έμεινε εκεί  και σηκώθηκε μόνο σαν η φωνή του Ζορμπαλά λεπτή και τρυφερή σαν χάδι ακούστηκε στ’ αυτιά της να της λέει:

          --- Όπως βλέπεις δεν υπάρχει πιο δυσάρεστο να μιλάμε για τη δυστυχία και το κακό των φίλων μας! Γι’ αυτό σε παρακαλώ να ξεφύγουμε απ’ αυτή τη μίζερη κι άχαρη κουβέντα και να πούμε κάτι πιο ευχάριστο που θα μας κάνει πιο χαρούμενους. Έτσι θα είμαστε λιγότερο άτρωτοι στην απαισιοδοξία. Και ξεκινώ με την ερώτησή μου, ευθέως: Ποια είναι τα δικά σου,  νέα;

         Γέλασε εκείνη  και του έκανε << ωραία>>. Στη συνέχεια του είπε:

         --- Τα δικά μου είναι ευχάριστα! Μεθαύριο φεύγω! Έρχεται ο καλός μου να με πάρει!

         Αυτός φάνηκε να ξαφνιάστηκε. Φάνηκαν να παρέλυσαν τα χέρια του γιατί άφησαν να τους ξεφεύγει ένα μικρό αγαλματίδιο που το βαστούσαν όση ώρα αυτή του έλεγε το νέο της κι έπεσε ευτυχώς μπροστά του. Αυτή γρήγορα  πλησίασε και το σήκωσε, αγγίζοντάς του ελαφρά με νόημα το χέρι.

         --- Α, έτσι! ψέλλισε αυτός και κοκκίνισε ελαφρά. Δηλαδή σε χάνομαι;

         --- Ναι αλλά δε σκοπεύω να σας ξεχάσω!

         Κάρφωσε τα μάτια του  πάνω της, την  κοίταξε  την ξανακοίταξε << ψέματα, μου λέει>>, συλλογίστηκε <<, δεν είναι δυνατόν να φύγει αυτός ο ήλιος από κοντά μας και να χάσουμε το φως μας, ζώντας μόνο πια στο σκοτάδι. Έτσι θα μου το είπε για να με δοκιμάσει και να παίξει μαζί μου αφού ξέρει πόσο μ’ αρέσουν τα χωρατά και τρυφερά αστεία σαν μου αγγίζουν την καρδιά. Πόσες και πόσες φορές δε μου έχει πει το ίδιο τροπάρι χωρίς όμως στο τέλος να το κάνει. Όλο φεύγει, φεύγει, μου λέει κι όλο μένει! Πώς να την πιστέψω! Γυναικείες κουβέντες για να με κάνει να την προσέξω περισσότερο! Αυτάρεσκη, φιλήδονη κι εγωίστρια!>>

           --- Ώστε έφτασε η ώρα της αλήθειας! της είπε με κάποια δόση σκωπτικής διάθεσης και σιώπησε. Ωστόσο τον κυρίευσε η αγωνία και κρεμάστηκε από χείλη της να την ακούσει να μιλάει πάλι για να το επιβεβαιώσει.

            --- Ναι, έφτασε! του αναφώνησε χαρούμενη και τον χάιδεψε από λαιμό.

            Αυτός ξεγλίστρησε από τα τρυφερά της χέρια  και γοητευμένος για την υπέροχη όμορφη στιγμή που του χάρισε, την κοίταξε για αρκετή  ώρα με πάθος κι αφού της χάιδεψε τα όμορφα μαλλιά της, τής είπε γεμάτος ευγνωμοσύνη:

            --- Το ξέρεις πως σε αγαπήσαμε, όλοι εδώ, Κατερίνα;

            Αυτή σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της και του ψιθύρισε:

            --- Κι εγώ σας αγάπησα!

            Ο Ζορμπαλάς έμεινε βουβός.

            --- Ό,τι αγαπά ο καθένας, συνέχισε αυτή, είναι το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη γη, Μιχάλη μου! Κι εγώ αυτό το όμορφο που δεν είναι άλλο από σας και την αγάπη μου, το παίρνω μαζί μου. μέσα στη θύμησή μου!

          Έπιασε τα δυο της χέρια εκείνος, τα έβαλε ανάμεσα στα γόνατά του κι αφού τα χάιδεψε τρυφερά, της ψέλλισε  με φρύδια ζαρωμένα:

           --- Κι ό,τι αγαπιέται μένει αιώνιο, καλή μου! 

           Η Κατερίνα χαμογέλασε και τραβήχτηκε κοντά του. Τράβηξε ύστερα τα χέρια της κι αφού τα έφερε πίσω στον αυχένα της και έριξε πίσω το κεφάλι της, του είπε τονίζοντας μία – μία τις λέξεις δίνοντάς τους μια κάποια διασκεδαστική χροιά:

           --- Τι θα κάνετε τώρα όλοι σας, χωρίς εμένα; Κι εσύ περισσότερο τι θα κάνεις σαν σου λείψω; Το έχεις σκεφτεί;

          Αυτός έκανε μια κίνηση απελπισίας με το σώμα του λες και ήθελε να το σκάσει από το γραφείο.  Τα λόγια της, αλήθεια τον είχαν σοκάρει και προς στιγμή φάνηκε πως του ήταν δύσκολο να τα πιστέψει και να τα δεχτεί. Γρήγορα όμως η εμπιστοσύνη που της είχε τον έκαναν να την πιστέψει. Έτσι δέχτηκε την πραγματικότητα όσο κι αν θα επιθυμούσε να  τη διαψεύσει. Και τότε με μια επιτιμητική σχεδόν φωνή της είπε:
         --- Θα μείνω ένας άνθρωπος σ’ ένα τεζαρισμένο σχοινί πάνω από την άβυσσο και δε θα κάνω τίποτα για να μην πέσω! Αυτό θα κάνω χωρίς εσένα! 

         Αυτή τινάχτηκε πάνω.

         --- Και δε θα κάνεις είπες, τίποτα να κρατηθείς και να σωθείς;

         --- Αυτό ακριβώς! Τώρα πάνω από τα εβδομήντα τι πάλεμα να κάνω με ποιον και γιατί; Εξάλλου τα όπλα μου τα έχω χάσει, με τι να πολεμήσω;

         Αυτή έσκυψε πάνω στις σημειώσεις του. Του έδειξε τα βιβλία και ότι άλλο πνευματικό είδος τον περιτριγύριζε και του είπε:

         --- Μ’ αυτά να πολεμήσεις! Έτσι δε μου έλεγες πως τα βιβλία και το γράψιμο είναι όπλα ενάντια στο χρόνο και τη φθορά; Το ξέχασες;

         Αχνογέλασε, τη γλυκοθώρησε και περιφέροντας τα μάτια του στα βιβλία και στις σημειώσεις του, της είπε με το παράπονο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του:

        --- Ο άνθρωπος πάντα μικρός θα μένει, Κατερίνα, όσα βιβλία κι αν διαβάσει και γράψει! Ελάχιστος κι ασήμαντος μέσα στα μικρά και στα μεγάλα!

        --- Τα πιστεύεις αυτά που λες;

        --- Τα πιστεύω! Όλοι μας είμαστε μια φλόγα που έρχεται  στιγμή που σβήνει!

         Αυτή γέλασε και σηκώθηκε. Πίστευε πως ότι έλεγε ο Ζορμπαλάς ήταν αλάνθαστο. Οι προτάσεις του είχαν πάντα τους όρους της φιλοσοφίας μέσα τους. Της ήταν αδιανόητο να τον αμφισβητήσει. Έτσι σαν τον έσφιξε στην αγκαλιά της πριν φύγει, του είπε με ταραγμένη φωνή:

        --- Όσο μείνεις ακόμη εδώ σ’ αυτό το μέρος, τραγούδα! Ο  γοργός θάνατος έτσι θα σου γίνει αργός!

            Ο Ζορμπαλάς την έσφιξε κι αυτός στην αγκαλιά του και σαν την άφησε την κοίταξε μ’ έναν έντιμο φόβο και σιώπησε. Αυτή έφτασε στην πόρτα και πριν γλιστρήσει έξω του είπε:

           --- Σαν θες να με αποχαιρετήσεις, έλα μεθαύριο στο λιμάνι! Θα είναι εκεί το καράβι με το φίλο μου!

           Αυτός την κοίταξε βιαστικά κι αμέσως κάθισε μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος πάνω από τις σημειώσεις του. Κι εκεί συγκινημένος άρχισε με τρομαγμένες κινήσεις να τις ξεφυλλίζει. 

 

       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

 

 

 

 

 

 

                                      

 

 

      

 

 

                   

         

          

               

        

 

           

 

          

               

 

 

                     

 

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΕΝΔΕΚΑΤΟ 

         

 

 

 

 

 

        Ανήμερα του Σταυρού, 14 Σεπτέμβρη, Δευτέρα και γύρω στις δέκα το πρωί, η Κατερίνα βρισκόταν χαρούμενη στην προκυμαία με την ιδέα πως σε λίγο θα έφευγε. Καθόταν σ’ ένα παγκάκι και με θαυμαστές κινήσεις των χεριών της έπαιζε μερικά βότσαλα που είχε μαζέψει ερχόμενη προς τα εδώ. Πιο πέρα ο Ζορμπαλάς, αλύγιστος και βουβός με ελάχιστη ζωντάνια στα μάτια του, είχε πάρει την υπόθεση του χωρισμού στα σοβαρά κι αναστέναζε συνεχώς ενώ τις έριχνε κάτι χορταστικές ματιές που έκρυβαν σίγουρα το μεγάλο του πάθος γι’  αυτή.

        Τα πλούσια ολόμαυρα μαλλιά της, στολισμένα με ένα ελαφρό κόκκινο βελούδινο φιόγκο, της έπεφταν θεσπέσια στ’ αυτιά της και της τόνιζαν το παρουσιαστικό της, κάνοντάς την πολύ όμορφη και σαγηνευτική. Τα μάτια της έντονα καστανά με δυο μάγουλα ροδαλά σαν μήλα σκορπούσαν ρίγη συγκίνησης κι έλξης  σε κάθε ανδρικό μάτι και μια ανυπέρβλητη επιθυμία να την κάνει δική του ανυποχώρητα. Τα χέρια της κι αυτά, λευκά κι όμορφα τορνεμένα, έδειχναν υπέροχα μέσα στα ρεβέρ των μανικιών ενώ οι κινήσεις τους είχαν θαρρείς κάτι το μαγικό που σε έκαναν να τα κοιτάς συνέχεια και να σε αποκοιμίζουν με το τόσο καλοσχηματισμένο  καλούπι τους. Όλα αυτά κι άλλα πολλά έκαναν το Ζορμπαλά να νιώθει μεθυσμένος την πικρή αυτή ώρα του αποχωρισμού τους και να ζητά πιο πολύ από άλλη φορά τούτη η συνάντησή τους να μην έχει διάρκεια αλλά να τελειώσει γρήγορα.

           Κοιτάχτηκαν. Εκείνη έδειχνε χαμογελαστή και χαρούμενη, αυτός σκεπτικός και μελαγχολικός.

           --- Κακός ο χωρισμός. Μιχάλη! του ψιθύρισε εκείνη και κούνησε ελαφρά το κεφάλι της με νόημα.

          Αυτός  με μια σπασμωδική κίνηση του δικού του κεφαλιού, ψέλλισε ένα  <<αχά>> και της αποκρίθηκε:

          --- Σαν το θάνατο!  Ό,τι όμορφο υπάρχει σβήνει!

          --- Όμως δεν μπορούμε πολλές φορές να τον αποφύγουμε!

          --- Ναι! Κι ο θάνατος και ο χωρισμός είναι πέρα από τη θέλησή μας! Το θάνατο τον επιλέγει ο Θεός και το χωρισμό η  αναπόφευκτη ανάγκη!

          --- Σωστά μιλάς! 

          --- Να, τούτος ο χωρισμός μας θα γίνει οπωσδήποτε όσο κι αν οι δυο μας κατά βάθος δεν τον θέλουμε! Κι αυτό γιατί μια αδήριτη ανάγκη σε σύρει στην αγκαλιά του αγαπημένου σου! Αυτή η ανάγκη είναι αδύνατον να βρει  υποκατάστατο!

         --- Όμως η καρδιά του ανθρώπου συνηθίζει στο χωρισμό και δε σκύβει το κεφάλι αλλά προχωρεί εμπρός με βήμα γοργό. Είναι φανερό πως και μόνος του μακριά από τους δικούς του βρίσκει την αυτοπεποίθησή του.

          Σκέφτηκε τα λόγια της ο Ζορμπαλάς και είδε πράγματι πως είχαν αρκετή αλήθεια και ζεστασιά.  Γιατί κι αυτός κάποτε σαν ήρθε η ώρα να χωρίσει από τον αγαπημένο του πατέρα το έκανε με θλίψη αλλά δεν πέθανε κιόλας μακριά του αλλά βρήκε το δρόμο του. Ήταν στα χρόνια που γράφτηκε στο πανεπιστήμιο και βρέθηκε με τον πατέρα του στο λόφο του Λυκαβηττού, να τα λένε και να αγναντεύουν την Αθήνα. Σε κάποια φάση της κουβέντας ο πατέρας του διέκρινε το ναό του πνεύματος και σαν του το έδειξε, του είπε με περηφάνια και προτρεπτική διάθεση: << Να η πόλη και το σχολειό της που θα σε κάνουν άνθρωπο! Πρόσεξε να βάλεις στόχους και σκοπό πριν γυρίσεις πίσω και να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα στις  κακόηχες σειρήνες της καταστροφής και της αμαρτίας>>.

         Αγκαλιάστηκαν και μ’ ένα αξιοσέβαστο τρόπο χώρισαν πατέρας και γιος κάτω από τον πόνο που αφήνει η σκληρή ώρα του χωρισμού. Ο Ζορμπαλάς έμεινα πια μόνος και του ήρθε να βάλει τα κλάματα. Ωστόσο συγκρατήθηκε γιατί μια εκ Θεού δύναμη τον ανάγκασε να μπει στο ξωκλήσι του  Αι - Γιώργη και να ασπαστεί την εικόνα του. Ίσως αυτό του αρκούσε γιατί σε λίγο ένιωσε μια μεγαλοπρέπεια για την όλη του υπόθεση και με ενθαρρυντική διάθεση έκανε όρκο βαρύ:  Να ζήσει από εκείνη τη στιγμή μόνος του χωρίς τη συντροφιά και την παρουσία του πατέρα του. Ήταν ένας χωρισμός που έπρεπε να γίνει.

         Κοίταξε τώρα την Κατερίνα και κουνώντας το κεφάλι του έδειξε πως συμφωνούσε μαζί της, εν μέρει. Άλλο να χωρίζεις με τον πατέρα κι άλλο από τη συντροφιά και τα θέλγητρα μιας γυναίκας! Σαν το χαμήλωσε ύστερα, πήγε να γελάσει. Αλλά το μετάνιωσε και έσφιξε τα χείλη, μουρμουρίζοντας: << Ας σταματήσω το καταραμένο γέλιο δεν είναι της στιγμής>> και με σοβαρότητα την είδε να σηκώνεται από το παγκάκι και να βηματίζει πάνω στα βότσαλα.

         Αυτός την θαύμαζε μαζί και την επιθυμούσε. << Αυτή η γυναίκα>> σκέφτηκε << είναι θησαυρός, γιατί είναι σε όλα μέσα και δεν κάνει ούτε ένα βήμα πίσω στις δυσκολίες της ζωής. Ελάχιστη ίσως για πολλούς, θησαυρός για λίγους, όμως ξέρει τόσα πολλά και είναι πρόθυμη να θυσιαστεί για τον άνθρωπο και για την ιδέα της συλλογικής προσφοράς. Συμπάσχει με όλους και μαζί τους υφίσταται την αναγκαστική φθορά. Μπράβο της! Είναι στον έπακρο καλή και φοβερά ενεργητική!>>

               Η Κατερίνα συνέχιζε να περπατάει αγνοώντας τις σκέψεις του κι αδιαφορώντας για οποιαδήποτε ενδόμυχη συμπεριφορά του μαζί της. Έτσι σε κάποια στιγμή βρέθηκε πολύ μακριά από το μέρος της διαμονής τους, πράγμα που έκανε το Ζορμπαλά να ανησυχήσει και να μη της επιτρέψει να συνεχίσει τον περίπατό της για λόγους ασφαλείας. Έτσι της φώναξε, παρακαλεστικά αλλά και στοργικά με τη δυνατή φωνή του:

              --- Ε, Κατερίνα! Γύρισε! Μη δίνεις δικαίωμα στην ερημιά να σου διαταράξει την ψυχική σου ηρεμία!

              Αυτή τον άκουσε και στάθηκε κάτω από μια μικρούλα αμυγδαλιά. Επειδή δεν μπορούσε να τον δει γιατί ένα κλαδί της έκρυβε τη θέα, έσκυψε και του είπε με έναν αστείο τρόπο:

             --- Εντάξει! Πηγαίνω ως την πηγή να δροσιστώ! Μη με κάνεις και νιώθω άβολα! Σε λίγο επιστρέφω, μην ανησυχείς!

              Συνέχισε το δρόμο της και σε λίγο χάθηκε πίσω από τη στροφή με τα μεγάλα πεύκα.  

 

 

 

 

 

         

                                             = = =     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             Τούτη εδώ η θάλασσα που απλωνόταν μπροστά στα πόδια του Ζορμπαλά στα χρόνια της τουρκοκρατίας τη διέσχιζαν οι πειρατές που ήταν ο τρόμος και ο φόβος των ναυτικών και των καραβιών κι όσων κατοικούσαν στα παράλια.   Έτσι κάποτε εκείνα τα χρόνια σαν βασίλεψε ο ήλιος μια γαλέρα Μπαρμπερίνικη, έπιασε κοντά στη Μπούκα και με μια βάρκα έβγαλε έξω στη στεριά περίπου δεκαπέντε πειρατές μαζί με μια ξανθιά, όμορφη γυναίκα, που ήταν ελληνίδα και την είχαν σκλάβα τους αφού την άρπαξαν από ένα κούρσεμά τους σε ελληνική ακτή. Οι Μπαρμπερίνοι καμώθηκαν τους ήσυχους και για να ξεγελάσουν τους Αγριλιώτες μπήκαν και προσκύνησαν στο εκκλησάκι που βρισκόταν στην προκυμαία. Τους είδαν έτσι θεοσεβούμενους οι κάτοικοι, πίστεψαν πως ήταν καλοί χριστιανοί και τους έβαλαν στα σπίτια τους εξασφαλίζοντάς τους και μια φιλοξενία  άνευ προηγουμένου. Σαν νύχτωσε άρχισαν κιόλας το γλέντι μαζί τους κι όλος ο Αγρίλης ήταν στο πόδι μέχρι τα ξημερώματα.   Μια κοπέλα όμως σαν πέρασε από την Μπούκα και είδε τη γαλέρα τη γνώρισε πως ήταν πειρατική από τη μαύρη σημαία και τη νεκροκεφαλή, κατάλαβε τι συνέβαινε και δίνοντας μια στο άλογό της το έβαλε για τα Φιλιατρά να ειδοποιήσει τους προεστούς.

         Εν τω μεταξύ οι Αγριλιώτες συνέχιζαν να χορεύουν και να γλεντούν με τους κουρσάρους και να αγκαλιάζονται σαν αδερφοποιτοί. Η άτυχη όμως σκλάβα που ήταν μαζί τους, τους λυπήθηκε και σκέφτηκε πως έπρεπε κάτι να κάνει για να τους γλιτώσει. Έτσι εκεί που χόρευε, έπιασε ένα τραγούδι συνθηματικό που μέσα στα αλλόκοτα λόγια, έλεγε: << Τώρα, ούνα ώρα, ερημιά πέφτει στη χώρα. Τα λεβέτια, στο κεφάλι, τα παιδιά στην αμασκάλη, οι κοπέλες σας να φύγουν, θα σας κάψουν θα σας σφάξουν! >> Οι Αγριλιώτες άρχισαν να καταλαβαίνουν. Σιγά- σιγά και χωρίς να τους παίρνουν χαμπάρι οι Μπαρμπερίνοι, φόρτωσαν τα παιδιά τους και ότι πολύτιμο είχαν στις γυναίκες τους και τα φυγάδεψαν κρυφά μέσα στο σκοτάδι, μακριά πέρα στον κάμπο. Τους μυρίστηκαν όμως προς το τέλος οι πειρατές και τράβηξαν τα χαντζάρια τους.

           Σε λίγο δεν άκουγες παρά τα κλάματα και τις φωνές των γυναικών, τ’ άγρια ξεφωνητά των πειρατών, τα χτυπήματα των σπαθιών και τα ουρλιάσματα των πληγωμένων. Πάλευαν, αμύνονταν με κάθε τρόπο οι Αγριλιώτες να τους ξαποστείλουν, ήταν και μόνοι τους βλέπεις χωρίς βοήθεια αφού δεν είχε φτάσει ακόμη η ενίσχυση από τα Φιλιατρά, του  κάκου όμως, γιατί οι Μπαρμπερίνοι ήταν δυνατοί και κάτεχαν καλά από μάχες. Έτσι σαν βγήκε το πρωί ο ήλιος δεν έβλεπες στο μικρό χωριό παρά τους σφαγμένους γύρω από το εκκλησάκι της  Παναγίας και τα ερείπια που κάπνιζαν. Όσοι απόμειναν ζωντανοί κείτονταν πάνω στα πτώματα ξέπνοοι και φοβισμένοι.

          Μετά το κούρσεμα οι μέρες έγιναν πιο σκληρές γιατί άρχισε η ελληνική επανάσταση και οι τούρκοι δεν χαρίζονταν με τίποτα. Οι κάτοικοι του Αγρίλη έπρεπε να πολεμήσουν μαζί με τους Φιλιατρινούς και τους Αρκαδινούς για να αποκτήσουν την ελευθερία τους και να πάψουν οι καταχτητές τις σφαγές και τις λεηλασίες τους. Κι αυτό κράτησε πολύ αφού ο Ιμπραήμ πασάς που ήρθε αργότερα τους έβαλε πάλι σε δοκιμασίες και τους ανάγκασε να τον πολεμήσουν σκληρά για να γλιτώσουν τη γη  και ζωή τους. Ευτυχώς όμως η πολυπόθητη ελευθερία ήρθε κάποτε κι από τότε η περιοχή είδε χρυσά χρόνια που έκαναν τις αποθήκες των ανθρώπων της να γεμίσουν από στάρι, σταφίδα και κρασί. Και σιγά- σιγά με βήμα γοργό άνθισε και το εμπόρια αφού τα προϊόντα τους είχαν μεγάλη ζήτηση ακόμη και πέρα από την Πάτρα ως τη Νάπολη και το Λιβόρνο.

           

 

 

 

                                              

 

 

 

                                              = = =

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                         

           << Ευχάριστος άνθρωπος >> σκέφτηκε ο Ζορμπαλάς σαν είδε την Κατερίνα να εμφανίζεται από τη στροφή και να προχωρεί στο δρόμο ανάερη και ζωηρή, γεμάτη από τη φρεσκάδα της θάλασσας και τα χρώματα της φύσης που τόσο πλουσιοπάροχα είχε ζωγραφίσει με το χρωστήρα του ο ζωγράφος της φθινοπωρινής έμπνευσης.

           --- Λοιπόν; Πέρασες καλά μόνος σου, όσο έλειπα; τον ρώτησε  σαν τον πλησίασε κάνοντας μια περιστροφή με χιουμοριστική διάθεση γύρω του. 

          Αυτός ανασηκώθηκε ελάχιστα από τη θέση του και μ΄ έναν αναστεναγμό της είπε με σιγανή φωνή:

           --- Λάμπεις από χαρά κι ευτυχία, Κατερίνα και είσαι ακόμη έξω από το καράβι! Φαντάσου να μπεις και μέσα τι παράδεισος σε περιμένει! Χαίρομαι γι΄ αυτό αλλά και πονάω συγχρόνως γιατί θα μου λείψεις!

         Αυτή  κοίταξε μακριά στη θάλασσα. Ύστερα  αφού τα μάτια της σταμάτησαν για λίγο ονειροπόλα σ’ ένα σημείο του πελάγους, του είπε αργά – αργά και με αρχοντικό τρόπο:

          ---  Τελικά η ζωή είναι φοβερά καλή και σοβαρή!

          --- Βέβαια! Για σένα! Αφού σου φέρνει αυτό που αγαπάς τόσο πολύ! Ρώτησε και μένα!

          Η Κατερίνα δεν του απάντησε γιατί ήταν προσηλωμένη στο βάθος κοιτάζοντας το καράβι που όσο πλησίαζε μεγάλωνε και ξεχώριζε στο θαμπό και υγρό ορίζοντα. Και σε κάποια στιγμή νιώθοντας την αίσθηση της σπουδαιότητας τι σήμαινε γι’ αυτή ο ερχομός του, αναφώνησε με τα χέρια της να σπαθίζουν τον αέρα:

           --- Νάτο, έρχεται! Και μαζί του ο καλός μου!

           Ο Ζορμπαλάς ήταν αδύνατο στο ξέσπασμά της αυτό να μείνει ασυγκίνητος και με μια απότομη στροφή του κεφαλιού του κάρφωσε τα μάτια του κατευθείαν στο πλεούμενο. Ύστερα με αρκετό ενδιαφέρον και χωρίς να πει το παραμικρό απόμεινε να κοιτάζει το μεγάλο του όγκο και να χαζεύει τις μπλε κι άσπρες ρίγες της πλώρης του.

          Η Κατερίνα και πάλι συνέχισε το βιολί της. Πανηγύριζε έξαλλη τον ερχομό του καραβιού και έδειχνε να ζει στο δικό της κόσμο και με μια έξαρση συναισθηματική φώναξε και πάλι:

          --- Πάω στον παράδεισο. Μιχάλη! Πάω στον παράδεισο! Και με μεγάλες κινήσεις των χεριών της χαιρετούσε το κενό μπροστά της.

          Τότε αυτός με εύθυμο τρόπο της είπε:

          --- Πρόσεξε γιατί υπάρχει και η κόλαση!

          --- Το ξέρω! Του ψέλλισε αυτή κι έκανε ένα βήμα εμπρός.

          Το καράβι όλο κι εμφανιζόταν πιο κοντά και η Κατερίνα συνέχιζε να το καλεί και να σκέφτεται τα μεγαλεία που την περίμεναν. Ωστόσο κάτι τη βασάνιζε κι αυτό το άφησε να εκδηλωθεί λέγοντας στο Ζορμπαλά κοιτάζοντάς τον με στοχαστικό βλέμμα που το πήρε για λίγο από το πέλαγος:

           --- Πονάω όμως που σ΄ αφήνω και φεύγω! Σε είχα συνηθίσει τόσο!

          Αυτός την  κοίταξε με μια παιδιάστικη σοβαρότητα και της είπε:

          --- Άφησε εμένα και κοίταξε τον εαυτό σου! Κάνεις κάτι το ηρωικό και σε θαυμάζω! Σπάζεις τα δεσμά της σκλαβιάς σου και ελευθερώνεσαι! Πολύ σημαντικό αυτό για τη ζωή σου και μη μετανιώνεις που το αποφάσισες!

           Και πριν αυτή πει κάτι, αυτός συνέχισε:

           --- Και ν’ αγαπήσεις αυτό τον απλοϊκό άνθρωπο που σε αγάπησε και σε γλίτωσε και να μην τον εγκαταλείψεις ποτέ στον αιώνα τον άπαντα! Μαζί του θα μεγαλουργήσεις, είμαι βέβαιος και θα ευτυχήσεις! Κάτι που δεν το πέτυχα εγώ! Αν δεν τον αγαπήσεις, πρόσθεσε, θα το πάθεις σαν τους βατράχους του μύθου.

           Με το βλέμμα της σχεδόν τον παρακάλεσε να της δώσει τη χαρά ν’ ακούσει το μύθο. << Έλα πες μου τον >> έγραφαν στη λαμπερή τους επιφάνεια τα μάτια της.

          --- Κάποτε οι βάτραχοι, άρχισε εκείνος, κατάλαβαν πως ζούσαν χωρίς αρχηγό και πίστεψαν πως για όλα τα κακά που τους έβρισκαν έφταιγε η έλλειψή του. Έστειλαν λοιπόν πρεσβευτές στο Δία και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει ένα βασιλιά για αρχηγό.  Ο Δίας για να τους περιπαίξει λίγο και βλέποντας πόσο κουτοί και απλοϊκοί ήταν τους πέταξε στο νερό ένα κομμάτι ξύλο και το άφησε να επιπλέει ανάμεσά τους. Όταν άκουσαν το θόρυβο που έκανε το ξύλο οι βάτραχοι, φοβήθηκαν και κρύφτηκαν στα βαθιά. Αργότερα όμως ξεθάρρεψαν κι ανέβηκαν πάνω. Είδαν το ξύλο να μένει ακίνητο και να μην τους ενοχλεί και σκαρφάλωσαν στη ράχη του. Εκεί στρογγυλοκάθησαν όμορφα – όμορφα και περίμεναν να τους διατάξει και να τους δώσει εντολές να κάνουν κάτι! Ο βασιλιάς τους όμως δε χαμπάριαζε από τίποτα και συνέχιζε να αγνοεί το ρόλο του.  Ντράπηκαν κι αυτοί  για έναν τέτοιο ανίκανο βασιλιά και ξεκίνησαν μια και δυο και ξαναπήγαν στο Δία παρακαλώντας τον να τους τον αλλάξει μ’ έναν άλλο, γιατί αυτός παραήταν καλός κι απλός!

         Θύμωσε ο Δίας και τους πέταξε μέσα στο νερό μια νεροφίδα. Άρχισε τότε κι αυτή και τους καταβρόχθιζε μέχρι που χόρτασε κάποια στιγμή και σταμάτησε. Μαζεύτηκαν οι βάτραχοι σε μιαν άκρη της λίμνης κι έκλαιγαν, αφού σε λίγο θα ερχόταν και η δική τους σειρά να φαγωθούν κι έλεγαν μετανιωμένοι: << Καλά να πάθουμε, αφού δε μας άρεσε εκείνο που βρήκαμε, το καλό και το απλοϊκό! Ας τα τραβήξουμε όλα αυτά γιατί μας  αξίζει! >>

        Γέλασε η Κατερίνα όταν τελείωσε τη διήγηση και του είπε:

      --- Λες να πάθω κι εγώ τα ίδια σαν δε θα αρκεστώ σ’ αυτό που θα βρω το απλό και το απλοϊκό;

      --- Δεν ξέρω! Όμως να δεχτείς αυτό τον άνθρωπο που πας σαν σωτήρα σου! Γιατί αν τον απαρνηθείς ίσως να συναντήσεις τα χείριστα. Όπως εύκολα λύνεται κάποιος έτσι και εύκολα δένεται!

        Το καράβι πλησίαζε στο λιμάνι  να δέσει κι αυτοί σιώπησαν. Έλαμπε η θάλασσα από το φως του ήλιου, λαμποκοπούσε κι έμοιαζε σαν μια απέραντη και οικουμενική αγκαλιά που πάσχιζε να κλείσει μέσα της ολόκληρο τον κόσμο. Στη ράχη της με βία το καράβι την πλήγωνε κι αυτή καρτερικά χαμογελούσε σαν τη μάνα που  κρατεί το παιδί της στα χέρια της όσο κι αν εκείνο την έχει πληγώσει με τις πράξεις του. Δεξιά κι αριστερά οι γλάροι σπάθιζαν τον αέρα με ορμή και βουτούσαν σαν έβλεπαν κανένα ψάρι στα νερά να χορτάσουν την πεινά τους, ενώ άφηναν πίσω τους το θρόισμα των φτερών τους και τις φωνές τους σαν μια θεσπέσια μουσική στην πελαγίσια ησυχία.

         << Πόσα και πόσα όνειρα, σκέφτηκε ο Ζορμπαλάς παίρνουν και φέρνουν τούτα τα σαπιοκάραβα που δε λένε να ρουπώσουν από ανθρώπους και ταξίδια όσο υπάρχουν αυτοί που ονειρεύονται και προδίδονται!>>

         Ωστόσο δεν είχε περιθώριο για άλλες σκέψεις γιατί το καράβι έριξε άγκυρα. Αμέσως μετά μια βάρκα κατέβηκε στο νερό και πλησίασε κοντά στην προβλήτα που στεκόταν η Κατερίνα.  Με βήμα γοργό εκείνη υπάκουσε την προσταγή του ναύτη και πήδησε μέσα. Ύστερα στο γαλάζιο πρωινό της θάλασσας κοίταξε πίσω της το Ζορμπαλά και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Γρήγορα στη συνέχεια με μια τρυφερή κίνηση ελευθέρωσε το χέρι της και με ένα χαιρετισμό αποτελείωσε την οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του.

         Σε λίγο φαινόταν φοβισμένη να ανεβαίνει στο καράβι και να χάνεται στο βάθος του καταστρώματος. Γύρω της μια αρμύρα μουντή  την έκρυβε ενώ ένα χέρι αντρικό την έριχνε στην αγκαλιά του. Ο Ζορμπαλάς είδε όσα είδε και μετά με βιασύνη σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι του, συγχυσμένος κι εξαντλημένος.

        

 

                                                

 

 

 

 

                                           = = =  

 

 

  

 

 

           Θα ήταν μεσημέρι  που έφτασε. Κάθισε στο γραφείο του και άρχισε να ξεφυλλίζει πάλι εκείνες τις σημειώσεις του που τον παίδευαν πολύ τον τελευταίο καιρό. Ήταν ευκαιρία να τους βάλει κάποια τάξη και να διορθώσει ελάχιστες που είχαν ατέλειες και εσφαλμένες ιστορικές σελίδες. Δυστυχώς όμως δεν είχε καμία διάθεση για δουλειά και οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει ενώ μια νύστα του ερχόταν στα μάτια που μαζί σαν ένα όνειρο τον ανάγκασαν σε λίγο να παραδοθεί στην αγκαλιά της σκέψης αδιαφορώντας για την ειλικρινή του θέληση να ριχτεί με ζήλο στο έργο του. Παράλληλα ένιωσε και μια ασυνήθιστη ταραχή και αγωνία που τον έκανε να σαστίσει και να αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια από τον αγαπημένο του Νίτσε. Έτσι παίρνοντας το βιβλίο του << Τάδε έφη  Ζαρατούστρα >> το άνοιξε και με ιδιαίτερη προσοχή προσπάθησε να διαβάσει κάποιες σελίδες του. Του κάκου όμως δεν κατάφερε ούτε πρόταση να βγάλει πέρα. Κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως κι ο μεγάλος φιλόσοφος θα ήταν στην ίδια θέση μ’ εκείνον σαν το έγραφε, αφού είχε πει << πως όσο πιο πολύ βαθαίνεις στη ζωή, τόσο πιο πολύ βαθαίνεις και στον πόνο!>>

          Και τότε κατάλαβε πόση αλήθεια έκρυβαν τα λόγια του σοφού γιατί μέρες τώρα κι αυτός είχε βαθύνει πάνω στις πράξεις και τις σκέψεις των δικών του ανθρώπων και είχε πονέσει πολύ! Και χωρίς καμία αντίσταση να και τώρα άρχισαν να περνούν από μπρος του οι πιο σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του της μικρής συνοικίας του. Με πρώτη και καλύτερη, την κυρά  Χριστίνα. Σαν τον κοίταξε, πέταξαν φωτιές τα μάτια της κι αφού του έδειξε τα δόντια της μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο χάθηκε λάλος και φωνασκούσα! Ο Ανάργυρος ύστερα φάνηκε κι αυτός όπως ήταν πάντα στη ζωή, ένας ταύρος κουκουνιασμένος κι άγριος. Στήθηκε μπροστά του, δεν του μίλησε αλλά έβγαλε έναν αναστεναγμό κοιτάζοντας με πάθος προς το σπίτι της Κατερίνας και χάθηκε κι αυτός στον αέρα σαν ψεύτικη φιγούρα. Ο καλόγερος ύστερα με την ασκητική του μορφή και με μια έκφραση που έδειχνε να πονάει πολύ, του έπιασε το χέρι και τον χαιρέτησε αλλά ήταν τόσο ψυχρό που του το άφησε αμέσως με μια έντονη απέχθεια. Και τότε εκείνος έφυγε αφήνοντας πίσω του τον ήχο από ένα γοερό κλάμα.  Η Κατερίνα μετά σαν ρόδο της αυγής, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και χάθηκε αμέσως σαν  φτερούγισμα χελιδονιού στην καρδιά του Απρίλη. Τελευταίος παρουσιάστηκε ο στρατηγός με όλη τη μεγαλοπρέπεια που του άξιζε. Γέρος και στεγνός με αδύναμο κορμί, πλήρως εξαντλημένο, τον πλησίασε και τον αγκάλιασε με τα τρεμάμενα χέρια του. Ύστερα έφυγε με μια τρομαγμένη κίνηση, δείχνοντας πόσο απελπισμένος ήταν.

           Τρομοκρατημένος ο Ζορμπαλάς έπιασε και πάλι το βιβλίο του Νίτσε και προσπάθησε σ’ αυτό να γιατρέψει το φόβο του με μια  εισβολή και πάλι στις σελίδες του. Έτσι σε κάποιο σημείο βρήκε αυτό που ήθελε κι άρχισε μεγαλόφωνα να το απαγγέλλει: << Κάθε μακρόσερτη στράτα τραβάει προς την αιωνιότητα. Σκιάζομαι τους στοχασμούς μου και τρεμουλιάζω μπρος τους ως να βλέπω φαντάσματα. Οι στοχασμοί μου με οδηγούν ανάμεσα σε άγριους βράχους και βρίσκομαι μόνος, παντέρμος και κρεμασμένος απ΄ το στόμα ολόμαυρου χοντρού φιδιού>>. 

          Σήκωσε το κεφάλι του από τα βιβλίο  και με έκπληξη είδε πως ο κόσμος ήταν και πάλι κανονικός χωρίς παραισθήσεις και χέρια κρεμάμενα στη σύγχυση και την αβεβαιότητα. Κανένας φόβος πια και καμία κακιά σκέψη δεν τον βασάνιζε κι ένιωθε αρκετά ξεκούραστος κι ευδιάθετος. Κι αμέσως σκύβοντας άρπαξε ένα μεγάλο γκρίζο φάκελο και σαν τον  άνοιξε άρχισε μ’ ένα μολύβι να κάνες τις πρώτες διορθώσεις του με άψογη παραδοχή πια της κατάστασης που τον περίμενε.

         Θα δούλεψε σχεδόν μια ώρα όταν η κούραση τον καταπόνησε και σκέφτηκε πως έπρεπε ν’ απαλλαγεί από την εργασία του και να κάνει έναν μικρό περίπατο ως το παρακείμενο δημόσιο πάρκο κι αν τον βαστούσαν τα πόδια του να τον συνεχίσει κι ως το δάσος των πεύκων που συνόρευε  με το πάρκο. Η ζέστη δεν είχε ακόμη φτάσει σε μεγάλα ύψη και η πλούσια υγρασία που είχε πέσει θα έκανε το μικρό του ταξίδι ευχάριστο. Σκέφτηκε σαν βγήκε από το σπίτι να πάρει το δρόμο και να περάσει από τη θάλασσα, βλέποντας την αμμουδερή γλώσσα που απλωνόταν γύρω στα τρία χιλιόμετρα και κατέληγε νότια σ’ ένα υψωματάκι αφού δεξιά της προς τους πρόποδες του βουνού οι χαμηλοί θάμνοι της έδιναν μια ευχάριστη όψη. Ακόμη σκέφτηκε περνώντας από αυτό το δρόμο θα έβλεπε επίσης κι έναν θεόρατο απομονωμένο βράχο με αλλόκοτο καφέ και γκρι χρώμα που δέσποζε στο μέρος κοντά στο χείμαρρο και που τόσοι και τόσοι επισκέπτες τον επισκέπτονταν καθημερινώς.  

            Όμως δεν το έκανε γιατί ήθελε να περπατήσει μέσα στα δέντρα κι όχι κοντά στην  φαλακρή επιφάνεια της αμμουδιάς. Έτσι άρχισε να περπατάει στο μικρό φιδωτό δρομάκι που οδηγούσε στο πάρκο και να περιεργάζεται το γύρω χώρο της διαδρομής ενώ δε χόρταινε να κοιτάζει τα μικρά ξύλινα ή τούβλινα σπιτάκια που είχαν φτιάσει οι αγρότες στα αγροκτήματα για να βρίσκουν ασφάλεια από τις κακές καιρικές συνθήκες          

αλλά και να τα χρησιμοποιούν σαν χώρους αποθήκευσης ή ξεκούρασης.                Λίγα μέτρα πιο εκεί ένα αρκετά μεγάλο πέτρινο σπιτάκι που καιρό τώρα του  είχε κεντρίσει την περιέργεια να το επισκεφτεί κι όλο το ανέβαλλε, νόμισε πως βρήκε την ευκαιρία να το κάνει τώρα και χωρίς πολύ σκέψη μπήκε στη μικρή του αυλή και στάθηκε με σεβασμό και διστακτικότητα έξω από την ακατέργαστη πόρτα του. Με ιδιαίτερη προσοχή άρχισε να περιεργάζεται την κατασκευή του που του έκανε εντύπωσε αφού η οροφή, το πάτωμα που όσο μπόρεσε και είδε από μια μεγάλη τρύπα ενός χαλασμένου παραθύρου, και οι τοίχοι ήταν παμπάλαιοι  ενώ μια έντονη μυρωδιά γεωργικών φαρμάκων απόπνεε από τις χαραμάδες των κουφωμάτων και σκόρπιζε στον αέρα.

            Δεξιά της πόρτας και μέσα σ’ ένα προφυλαγμένο από συρματόπλεγμα χώρο υπήρχε ένα πηγάδι που μόλις διακρινόταν από τα άγρια και πελώρια χορτάρια που είχαν φυτρώσει γύρω του κι έδειχναν με το μέγεθός τους πως το σπίτι ήταν ακατοίκητο χρόνια και έπασχε από φροντίδα συντήρησης. Πιο πέρα ήταν ένα στέγαστρο από λαμαρίνα που στηριζόταν σε τέσσερις ξύλινους σάπιους πασσάλους κι από κάτω του στέγαζε μια βρύση υδραγωγείου που έσταζε μέσα σε μια γεμάτη αλουμινένια λεκάνη που ανάβλυζε σαν πηγή και το νερό της χυνόταν σ’ ένα μικρό αυλάκι που κυλούσε με παράξενη ταχύτητα και ιδιόρρυθμο ανεπαίσθητο θόρυβο προς το γειτονικό χωράφι.

            Έξω στην αυλή ο εξοπλισμός του σπιτιού ήταν ελάχιστος και ότι είχε απομείνει από την εγκατάλειψη είχε μετατραπεί από το χρόνο, τη ζέστη και την υγρασία σε μια σκουριασμένη και σάπια μάζα. Δυο πλάκες από μάρμαρο και μια παλιά σκουριασμένη μεταλλική σκάλα βρίσκονταν στην ανατολική μεριά όπου μπορούσε κάθε περαστικός τυχοδιώκτης ή μετανάστης να τα κλέψει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και με μια απλή κίνηση προς το μέρος της αυλής που ήταν χωρίς περίφραξη.  Με την ικανοποίηση πως ξεπλήρωσε την παλιά του επιθυμία που ήθελε την εξερεύνηση του σπιτιού, το άφησε και μπήκε πάλι στο χωματένιο δρομάκι κινώντας για τον προορισμό του, που δεν τον βίαζε να φτάσει στο τέλος του αλλά αποζητούσε όσο περισσότερο τις χαρές του και την απόλαυση αυτού του ταξιδιού που τόσο πολύ το είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Οι μικρές πλαγιές του λόφου προς τα ανατολικά κι ως εκεί που έφτανε το μάτι του ήταν κατάφυτες από κάθε είδους βλάστηση με κυρίαρχους θάμνους τα ρείκια, τα φλισκούνια και τις κουμαριές ενώ που και που μεγάλα πουρνάρια και αγριελιές του υπέβαλλαν τα διαπιστευτήριά τους εκθέτοντας τα αειθαλή και καταπράσινα φύλλα τους. Παραπλεύρως σ’ ένα σωρό από πέτρες, ποιος ξέρει γιατί και πως, υπήρχε ένας μεγάλος όγκος από κούτσουρα που μαρτυρούσαν την εγκατάλειψή τους αφημένα στο έλεος της δίνης της φύσης και των αρπακτικών ζώων που έβρισκαν εκεί μέσα προσωρινό κατάλυμα και το χρησιμοποιούσαν και σαν καταφύγιο.

            Ο δρόμος του τον έφερε τώρα κοντά σ΄ ένα εύφορο χωράφι που οι δυνατές βροχές της άνοιξης του είχαν παρασύρει αρκετά ελαιόδεντρα και του είχαν κάνει μεγάλες νεροσυρμές έτσι που δυσκόλευαν την καλλιέργειά του αφού πολλοί κορμοί ήταν παρατημένοι  και σκορπισμένοι με άναρχο τρόπο. Στις όχθες του χωραφιού είχαν φυτρώσει φτέρες και αναρριχώμενοι θάμνοι και πρασίνιζαν τόσο που θαρρούσες πως πίσω τους αρχινούσε κάποιο μεγάλο και πυκνό λιβάδι. Σ΄ εκείνο το μέρος το δάσος που άρχιζε να φαίνεται ορθωνόταν ψηλό και πυκνό και διακρίνονταν και οι πρώτες βελανιδιές που ήταν σκορπισμένες ελάχιστες μεν, αλλά περήφανες  ανάμεσα στους πολυπληθέστερους θάμνους.

            Ένιωσε τη θαλασσινή αύρα πιο δροσερή στο πρόσωπό του ο Μιχάλης και αναζωογονήθηκε ενώ πήρε και τίναξε με το χέρι του τις λιγοστές σταγόνες ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό του. Περπατούσε τώρα σ’ ένα μικρό μέρος με άμμο και σκόνη και του άρεσε γιατί κάτω από τα πέλματά του έφευγε η σκόνη και επικαθόταν με χάρη κι απλότητα σους παρακείμενους θάμνους, ντύνοντάς τους με μια απόχρωση λευκού και καφέ.  Η μεγάλη καμινάδα από ένα αγροτόσπιτο στα νότια του δρόμου τον συγκίνησε πολύ γιατί του έφερε στη μνήμη το χειμώνα που υπεραγαπούσε διότι του διέθετε την απέραντη ηρεμία της εξοχής όπου συνέθετε κι έγραφε το έργο του. Καπνός φυσικά δεν έβγαινε και ο μοναδικός υπηρέτης και φύλακας του σπιτιού ήταν ένας ολόμαυρος άγριος σκύλος που τριγύριζε την αυλή γαβγίζοντας μ’ ένα  συνεχές ρυθμό που σκορπούσε φόβο κι αγριότητα.

              Θα περπατούσε δέκα λεπτά όταν έφτασε σε ένα άλλο αγροτόσπιτο που έμοιαζε σαν μικρός πύργος και δε χόρταινε να το χαϊδεύει με τα μάτια του, τόσο όμορφο κι εντυπωσιακό ήταν χτισμένο. Κι όμως αυτό το κομψό σπίτι που φάνταζε απλό αλλά τόσο όμορφο μέσα στο τοπίο  κι έδειχνε λιτό και ταπεινό αν το πρόσεχες καλά διέκρινες πως ήταν πλουσιόσπιτο. Είχε τέσσερα παράθυρα στην πρόσοψή και μια μπαλκονόπορτα, φτιαγμένα παραπάνω απ’ ότι έλεγε η αρχιτεκτονική φαρδιά για να δέχονται προφανώς πέρα από το πολύ φως και αρκετό αέρα αλλά και να προσδίδουν και χάρη στην αίσθηση της όρασης. Κι αυτά στο ισόγειο γιατί το ανώγειο που έφερνε και μια ελικοειδή σκάλα ήταν πιο φιγουράτο κι αέρινο με τα μεγάλα μπαλκόνια και τους πολλούς υπαίθριους χώρους. Στο πίσω μέρος απλωνόταν ο τεράστιος και κλιμακωτός με αναβαθμίδες κήπος που ποτιζόταν μ’ ένα  αυτόματο σύστημα ύδρευσης και χωριζόταν σε πολλούς χώρους ανάλογα με το είδος των φυτών και των λαχανικών που καλλιεργούταν. Δίπλα από το σπίτι ένα μικρό ποταμάκι του χάριζε δροσιά και ξηρό κλίμα κι ο μικρός δρόμος που περνούσε παράλληλα με το ποτάμι έδινε μια λάμψη γιορταστική το καλοκαίρι περισσότερο με τους πολλούς επισκέπτες της Αθήνας που έρχονταν συν γυναιξί και τέκνοις να περάσουν τις διακοπές τους στην περιοχή.

            Σ’ αυτό το σπίτι που έμοιαζε πλουσιόσπιτο αλλά ήταν και αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικής της περιοχής  όλα ήταν τέλεια και δεν άφηναν κανένα ψεγάδι αμφισβήτησης της οικοδομικής ευθύνης αφού ως και οι αποθήκες, τα αμαξοστάσια και τα διάφορα μικρά κτίσματα που υπήρχαν στο χώρο του ήταν άψογα χτισμένα με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές της πολεοδομίας αλλά και της περιβαλλοντικής ευαισθησίας.

            Είχε προσπεράσει τώρα το σπίτι ο Ζορμπαλάς όταν έφτασε σε μια βραγιά κατάφυτη από  ανθώνες που χάριζαν αξιοζήλευτη ευωδιά και ζωντάνια. Δεξιά κι αριστερά τα αμπέλια, τα κηπευτικά και οι εκτάσεις από τις ελιές, τις πορτοκαλιές και τις συκιές, σχημάτιζαν μια παραδεισένια εικόνα ενώ τυλίγοντας με τις συστάδες τους τα υπάρχοντα εκεί κοντά σπίτια έφτιαχνα αξιοζήλευτους πίνακες ομορφιάς και κάλλους.  Αυτές οι αποχρώσεις του  πράσινου στόλιζαν την περιοχή σχεδόν όλες τις εποχές του χρόνου με κυρίαρχη όμως έκρηξη την άνοιξη και το καλοκαίρι που το θέαμα θύμιζε τοπία εξωτικών νησιών.

         Σε λίγο μπήκε στο πάρκο. Οι ήχοι της φύσης μόλις πάτησε το πόδι του άπλωσαν μια μυστηριώδη μουσική και οι θόρυβοι από το θρόισμα των φύλλων σκόρπισαν μια εξαίσια νότα που μαζί με το φως που έστειλε άπλετα ο ήλιος μέσα από τα ανοίγματα των κλαδιών δημιουργούσαν μια θεσπέσια παραδεισένια εικόνα. Και τότε ο Ζορμπαλάς συνέλαβε σε όλο του το φάσμα το θαύμα της δημιουργίας.  Η ξέφρενη χαρά ενός μικρού  παιδιού τον χαροποίησε γιατί χαιρόταν με έξαλλο ρυθμό την ελευθερία του ενώ οι χαριτωμένες κινήσεις του κοντά στα πόδια της μητέρας του αποτελούσαν ιδεώδη τρόπο έκφρασης της ξεγνοιασιάς του. Και τότε μέσα από το θαυμάσιο εκείνο πλάσμα ένιωσε και τη δική του νιότη που είχε κάποτε γεμάτη από ευτυχισμένα όνειρα να του  σαλεύει το νου. Και για να αναπαραστήσει έστω και για λίγο κάποιες λεπτομέρειές της έκανε δυο τρία γρήγορα βηματάκια, κάτι σαν τρέξιμο ως τη θέση που βρισκόταν το ξύλινο παγκάκι. Και του φάνηκε πως είδε όλα τα έμψυχα και τα άψυχα όντα να τον κοιτάζουν με έκσταση και απορία.  Ήταν όμως τόσο ευτυχισμένος που αγνόησε τη απρέπειά του. Και θέλοντας στη συνέχεια  να δροσίσει τα ιδρωμένα του χέρια κατέφυγε στη βρύση και τα άφησε να γλιστρήσουν στο κρύο νερό ενώ τα μάτια του και τα χείλη του, θαρρούσες πως μιλούσαν. Κάθισε εκεί κάτω από το δροσερό ίσκιο κι αυτός δεν ξέρει πόσο, απομακρύνθηκε μόνο σαν κάποιοι ανεπαίσθητοι ήχοι πουλιών συνταίριαξαν θαυμάσια μια αρμονία που του θύμισαν πως οι  τέρψεις και οι γιορτές βρίσκονται και στη βόρεια πλευρά του πάρκου στις αθλητικές εγκαταστάσεις με το φροντισμένο γκαζόν και τις δεντροφυτεμένες βραγιές τους. Κι έτσι με την ησυχία του πέρασε από το δρόμο που άγγιζε το απέραντο λιβάδι και προσπερνώντας τη μικρή χαμηλή γέφυρα του χειμάρρου βρέθηκε στην πόρτα του μικρού γυμναστηρίου. Ο χώρος ήταν γεμάτος από παιδιά που έπαιζαν και φώναζαν με αλλόκοτες χειρονομίες ενώ στην πόρτα και στα κάγκελα οι μανάδες περίμεναν να πάρουν πριν από το μεσημέρι τα μικρά τους που ξεφούσκωναν τρέχοντας και κλωτσώντας τις μπάλες στα τέρματα που τα υποστήριζαν με τόλμη ικανοί φίλοι τους, τερματοφύλακες. Οι φωνές τους τον κούρασαν γι’ αυτό πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει αυτό το θαυμάσιο κατά τα άλλα κέντρο αθλητισμού και υγιεινής του σώματος και να τραβήξει πιο βόρεια επιστρέφοντας ελάχιστα μέτρα από τη γέφυρα που είχε νωρίτερα διανύσει. Απρόσμενα τότε είδε κάτι που τον συγκλόνισε και τον έκανε να χάσει το βηματισμό του. Μπροστά του ήταν ένα κέντρο αποκατάστασης μεταναστών σε άθλια κατάσταση. Η γη τους σκεπασμένη μ’ ένα σκληρό στρώμα σκόνης κι αυτοί στοιβαγμένοι μέσα στα παραπήγματα από κουτιά και σανίδες ενώ πολλοί άλλοι στηρίζονταν στις φράχτες και κοιτούσαν τους περαστικούς με ένα βλέμμα που θύμιζε τη θλίψη των ηρώων αρχαίας τραγωδίας.

           Οι άνθρωποι μόλις τον είδαν όσοι ήταν μέσα στις σκηνές, βγήκαν και σαν να οσμίστηκαν κάποιο μεγάλο ευεργέτη έπεσαν στο συρματόπλεγμα και του ζητούσαν κάτι να τους δώσει, οτιδήποτε αρκεί να ήταν φαγώσιμο ή εμπορεύσιμο. Σε λίγο ακολούθησαν από πίσω και τα παιδιά και χωρίς να παίζουν ή να τρέχουν, άπλωναν τα χέρια τους κι επαιτούσαν αντιγράφοντας σχεδόν τους γονείς τους. Το δεύτερο λεφούσι που άφησε τις παράγκες ήταν οι γυναίκες, που ήρθαν κι αυτές να συμπράξουν στην αποκόμιση κάποιου χρήσιμου πράγματος, χωμένες μέσα σε ρυπαρές ρόμπες και βρώμικες μπλούζες, αγνώριστες από τη σκόνη και την έλλειψη υγιεινής του σώματος. Σαν στάθηκαν κοντά στους άντρες και στα παιδιά τους, σιωπούσαν ενώ με τα πόδια τους έφτιαχναν κάτω στη σκόνη ασήμαντες γραμμές  για να έχουν προφανώς την αίσθηση πως έκαναν κάτι σημαντικό εκεί μέσα στο κολαστήριο της ζωής που τους κλείδωσαν κάποιοι άθεοι πολεμοκάπηλοι, υπηρέτες της καλοπέρασης και εφευρέτες της δυστυχίας των άλλων.

              Όσοι περνούσαν από εκεί τους έριχναν μια λαθραία και υποτιμητική ματιά και τους προσπερνούσαν αδιαφορώντας αν πίσω τους οι άνθρωποι αυτοί, έπαιρναν μια έκφραση σκληρή και οργισμένη που κατάντησαν ζωντανοί νεκροί σε μια κοινωνία που πνίγεται από τα πολλά αγαθά αλλά δε δίνει χέρι οικονομικής βοήθειας  στους ασθενέστερους λαούς!

          Η στιγμή ήταν δύσκολη για το Ζορμπαλά κι αποφάσισε να επιστρέψει. Ωστόσο στο βάθος του χειμάρρου προς το βόρειο μέρος είδε το λευκό όγκο  που του είχε κάνει εντύπωση τόσες  φορές κι επιθυμούσε να τον επισκεφτεί αλλά δυστυχώς οι ως τώρα ασχολίες του δεν του επέτρεπαν να το κάνει και να μάθει κάτι για την ωφελιμότητά του. Έτσι   αποφάσισε να τον επισκεφτεί τώρα και να γίνει ένας απρόσκλητος επισκέπτης του. Κι αμέσως πήρε το μονοπάτι που θα τον έβγαζε ως εκεί. Δεν ήταν πολύ μακριά κι έφτασε σχεδόν απνευστί. Ήταν ένα κτίριο αυτό το ιδιόρρυθμο κατασκεύασμα φτιαγμένο από υλικά που κατασκευάζουν τα θερμοκήπια και το χρησιμοποιούσε ο Γεωργικός Συνεταιρισμός για την τυποποίηση των κηπευτικών προϊόντων, κυρίως ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, κολοκύθια, μελιτζάνες και φασολάκια. Οι πόρτες του ήταν ανοιχτές όταν έφτασε και μέσα καμιά πενηνταριά ρακένδυτοι εργάτες με τα ολόμαυρα κορμιά τους ταχτοποιούσαν σε χαρτονένια κουτιά με αξιοζήλευτη ταχύτητα τα ζαρζαβατικά. Ανάμεσα στους σωρούς από τις συγκομιδές υπήρχαν και ολόκληρες ντάνες από σάπια κηπευτικά που με τις  αναμοχλεύσεις των παιδιών που τα έψαχναν μήπως και ανακαλύψουν κανένα θησαυρό η κατάσταση γινόταν αφόρητη αφού η βρώμα έπνιγε ασφυκτικά την ατμόσφαιρα και σου έφερνε τάση για εμετό. Ελάχιστα μέτρα από τους εργάτες βρίσκονταν πολλά μαχαίρια πεταμένα άλλα με μισές λεπίδες κι άλλα σκουριασμένα ενώ τα καλά ήταν ελάχιστα γιατί προφανώς τα βαστούσαν οι κόφτες που εκείνη τη στιγμή τρυγούσαν κολοκύθια στη θέση που απλώνονταν τα θερμοκήπια.  

            Σε μια άλλη άκρη τώρα προς το νότο κοντά στον τοίχο στεγαζόταν το αποχωρητήριο που μύριζε σαν ψόφιος ποντικός ενώ στον τοίχο ήταν γραμμένα ανορθόγραφα συνθήματα που δύσκολα ξεχώριζες το καθαρό νόημά τους. Στο βάθος προς το ανατολικό μέρος το σκοτάδι ήταν πυκνό εξαιτίας της έλλειψης του φωτός κι αυτό έκανε τις νυχτερίδες να βρίσκουν εκεί καταφύγιο και να μαζεύονται στην οροφή από όπου και κρέμονταν σαν μεγάλα μαύρα σταφύλια. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ποντικούς που σαν κατοικία τους είχαν επιλέξει ένα σωρό από σχισμένες σακούλες λιπασμάτων, ενώ έκαναν ντου κάθε τόσο και λιγάκι στην αποθήκη με τους σπόρους και δεν είχαν αφήσει γωνιά για γωνιά που να μη δείχνουν την καταστροφική επιδρομή τους.

          Όλη αυτή η φριχτή κατάσταση συνεχιζόταν κι έξω από το εργαστήριο με τα χορτάρια να έχουν ξεπεταχτεί αρκετά μέτρα ψηλά και η αγριάδα να είναι τόσο πυκνή στην είσοδο που για να την περπατήσουν οι εργάτες της είχαν καλύψει μια μικρή επιφάνεια με σανίδες και νοβοπάν  και τη χρησιμοποιούσαν σαν δρόμο. Με λίγα λόγια αυτό το εργαστήριο ήταν ένας ρημαγμένος τόπος δουλειάς  που μέσα του δούλευαν άνθρωποι με τους πιο φριχτούς κι επαχθείς όρους εργασίας. 

            Πολλά τέτοια πρόχειρα παραπήγματα, θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή

ο Ζορμπαλάς είχαν ξεχαρβαλωθεί με τους δυνατούς ανέμους που ταλάνιζαν την περιοχή και είχαν σωριαστεί κάτω με θύματα νεκρούς εργάτες που αποσιωπούνταν για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Οι άνεμοι αυτοί γκρέμιζαν και τις καλύβες των μεταναστών εργατών,  που σαν προχειροφτιαγμένες από σανίδες και φτηνά υλικά έπεφταν κάτω με την πρώτη δυνατή βροχή και τον πρώτο ισχυρό ανατολικό άνεμο. Σκληρός κι αδυσώπητος εχθρός των εργατών ήταν και ο καυτερός ήλιος που έμπαινε ανελέητα από τα ανοίγματα και έφτανε τη θερμοκρασία πάνω από τους σαράντα τέσσερις βαθμούς, κάνοντας την καλύβα ένα ανυπόφορο καμίνι. Αλλά και τους χειμώνες το κρύο, η βροχή και οι αέρηδες που φυσομανούσαν έκαναν τη ζωή τους δύσκολη ενώ δεν άφηναν και τίποτα όρθιο, από τις πόρτες που βροντολογούσαν ασταμάτητα μέχρι και τις κουρελιασμένες κουρτίνες που κρέμονταν σαν σκιάχτρα στα σάπια παράθυρα.

          Οι φωνές, οι βρισιές και οι ασυνάρτητες φράσεις που ακούστηκαν μέσα από το εργαστήριο σε ξένη γλώσσα, θύμισαν στο Ζορμπαλά πως μέχρι εδώ ήταν ο περίπατός του και πως όφειλε να επιστρέψει σπίτι του όπου τον περίμενε αρκετή λογοτεχνική δουλειά. Έτσι καταφέρνοντας να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για τη σκληρή και ταπεινή ζωή των φτωχών μεταναστών και με συσσωρευμένες σκέψεις στο μυαλό του που απρόσκλητα παρουσιάστηκαν πήρε το δρόμο του γυρισμού.  

          Καθ’ οδό όμως του γεννήθηκε η σκέψη να επισκεφτεί το σπίτι του στρατηγού και να συνομιλήσει μαζί του για θέματα που απροσδόκητα εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκαν αλλά υπήρχαν μέσα στο μυαλό του  και να πληροφορηθεί από τον ίδιον τα σχετικά με την υγεία του. Έτσι αντί να πάει στο σπίτι του, μπήκε στο δρομάκι που οδηγούσε στη μικρή αλλά κομψή κατοικία του στρατηγού. Περιέργως αν και ήταν μεσημέρι τον βρήκε στην αυλή του να φροντίζει μερικά τραυματισμένα και καχεκτικά άνθη στα παρτέρια που δέχτηκαν τη νύχτα την επίθεση ενός δυνατού λίβα που σχεδόν τα είχε τσουρουφλίσει και τα είχε κάνει αγνώριστα. Με ιδιαίτερη φροντίδα ο στρατηγός τα πότιζε και τους αφαιρούσε τα καμένα φύλλα.  Όταν τον πλησίασε ο Ζορμπαλάς έδειξε να χάρηκε και αφού τον χαιρέτησε με θέρμη του πρότεινε να καθίσουν και να τα πούνε στο γραφείο του που το διατηρούσε δροσερό, γιατί έξω η ζέστη ήταν ανυπόφορη.

             Η πρώτη κουβέντα του Ζορμπαλά πριν καθίσουν ήταν να τον ρωτήσει για την υγεία του:

             --- Πληροφορήθηκα κάτι δυσάρεστο από φίλους, είναι αλήθεια;

             Αυτό ψυλλιάστηκε τι ήθελε να του πει και γέλασε ελαφρώς ενώ ψέλλισε:

             --- Για την υγεία μου εννοείς! Η σωματική είναι άριστη αυτή που πάσχει είναι η ψυχολογική. Ε, αυτή δεν μπορώ να τη γιατρέψω! Ο γιατρός που με είδε είναι απογοητευμένος!

             --- Όμως να δέχεσαι κάθε ανθρώπινη και ιατρική βοήθεια! Να μην κλείνεσαι μέσα και υποφέρεις.

             --- Δεν το ξανακάνω! Μια μικρή κατάθλιψη είχα και με άφησε! Αν κι εσύ μπορείς να μαντέψεις από τη συμπεριφορά μου αυτή τη στιγμή νιώθω υπέροχα. Είμαι καλά, πως το λένε!

            --- Ευχάριστα ακούγεται αυτό! Μακάρι να είναι έτσι!

            Εκείνος κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του σαν να το ευχόταν έτσι σιώπησε αφήνοντας στο Ζορμπαλά την ελευθερία των κινήσεων.

           --- Έκανα ένα περίπατο στα πέριξ, για να δω τις ομορφιές και να γνωρίσω καινούρια πράματα, του είπε γελώντας εκείνος και κάθισε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα ενώ έσκυψε πρώτα κι έδιωξε ένα μικρό βαλιτσάκι που είχε μέσα προφανώς μερικά προσωπικά είδη του στρατηγού.

           Εκείνος φάνηκα να μην ενθουσιάστηκε από την μικρή του αυτή είδηση γιατί  ταχτοποιούσε ένα τμήμα του αρχείου του και κουνούσε ζωηρά το κεφάλι του σε κάθε ξεφύλλισμα των σελίδων του, επαναλαμβάνοντας με  κάποια μελαγχολία:

            --- Να κι αυτό! Οχ, πολύ δυσάρεστο! Κι αυτό! Κι αυτό!

            Αυτό κράτησε λίγα λεπτά ωσότου έκλεισε το φάκελο και κοιτάζοντας με ένα απελπισμένο βλέμμα το Ζορμπαλά του είπε με κάποια μελαγχολία, ενώ η φωνή του ακούστηκε αδύναμη:

             --- Κρατώ την υπόσχεσή μου, Μιχάλη και κάνω έναν άθλο για να διατηρήσω ζωντανό το αρχείο μου! Το φροντίζω γιατί θέλω να μη χαθεί αλλά να διατηρηθεί σαν παρακαταθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία για να θυμίζει τα κλέη ενός ισχυρού ανδρός αλλά και να διδάξει στους νέους το νόημα της ελευθερίας. Ωστόσο η αναδίφηση αυτή της μνήμης με καθιστά αδιάφορο και μου εξαφανίζει κάθε χαρά και συγκίνηση που οφείλει να αισθάνεται κανείς σαν επιστρέφει σε πράξεις και μάλιστα ηρωικές του παρελθόντος. Η στενόχωρη σιωπή και η θλίψη που με καταλαμβάνουν ύστερα από κάθε επιστροφή μου στις ιστορικές σελίδες και σ’ αυτό που λέγεται φωτογραφία και είναι η διατήρηση της  ανθρώπινης μνήμης δεν περιγράφονται. Έτσι φτάνω στο σημείο να νιώθω μια συνεχή τυραννία και να με απασχολεί συνεχώς ένα αίσθημα βαρβαρότητας για τη μνήμη που έχει καταγραφεί κι έχει διατηρηθεί  σε ότι βλέπω.

              Η θολή και ταραγμένη ματιά του έκαναν το Ζορμπαλά ν’ ανησυχήσει και να σκεφτεί πως έπρεπε να πάψει στην ηλικία αυτή να σκαλίζει παλιές μνήμες που λειτουργούσαν σαν αναγεννητικές χοάνες επαναφοράς των ενοχών. Όφειλε επί τέλους να το καταλάβει και να εγκαταλείψει κάθε απόπειρα προσέγγισης του αρχείου του. Δεν είχε να κάνει μ’ ένα ρομαντικό στοιχείο μνήμης κι αναφορών αλλά με μάχες, νεκρούς, αιχμαλώτους και πολεμικών βίαιων σκηνών που υποβάθμιζαν την ανθρώπινη ζωή. Χρειαζόταν έναν γενναίο αίσθημα αντιμετώπισης του φαινομένου κι αυτό έλειπε από το στρατηγό.

          --- Μήπως πρέπει να το αποφύγεις να το φέρεις στην επιφάνεια προς το παρόν το αρχείο! του είπε με μια καλόθυμη διάθεση και στηρίχτηκε πάνω στο γραφείο και στους δυο αγκώνες του σκύβοντας μ’ ένα ενθουσιώδη τρόπο κοντά στο φάκελο.

           Ο στρατηγός τράβηξε το χέρι του από το φάκελο κι έπιασε ένα δέμα που είχε ντυθεί με δερμάτινη επένδυση. Ύστερα τον κοίταξε και του είπε ενώ το έσπρωξε ελάχιστα από κοντά του:

           --- Αδύνατον! Δεν μπορώ να το κάνω!

           --- Ποιος ο λόγος;

           --- Καταλαβαίνω το τέλος μου και έχω χρέος να το παραδώσω στις επερχόμενες γενεές. Είναι η ιστορία της πατρίδας! 

           --- Ναι, αλλά να το δώσεις να το επιμεληθεί κάποιος ειδικός για να αποφύγεις τις συγκινήσεις.

          --- Φοβάμαι μην αλλοιωθούν γεγονότα που έχουν μεγάλη ιστορική και εθνική σημασία. Η δική μου φροντίδα μόνο μπορεί να τα διατηρήσει αναλλοίωτα.

         --- Αν είναι έτσι, τι να πω. Εσύ έχεις την ευθύνη!

         --- Πρόκειται για εγκλήματα τα οποία δεν πρέπει να αποσιωπηθούν!

         --- Εννοείς εγκλήματα πολέμου;

         --- Ναι!

         --- Ε, αυτά  τα έχει καταγράψει η ιστορία και κάποια θα τα καταγράψει! Εσύ τι λόγο έχεις να ανησυχείς;

         Διέκοψε να τον κοιτάζει και άγγιξε και πάλι το δερμάτινο δέμα. Μετά γλίστρησε την παλάμη του πάνω στη μαλακή επιφάνειά του και δεν την έδιωξε μόνο όταν θυμήθηκε τη φράση που έπρεπε να πει.

         --- Πρόκειται για εγκλήματα που τα έχω καταγράψει σαν εκτελεστής αλλά και σαν αυτόπτης μάρτυρας!

        --- Εκτελεστής; Τι εσύ τα έκανες;

        --- Η μνήμη μου είναι θολή… Τι να σου πω!

        --- Κι αν πούμε πως έγιναν αυτά τα εγκλήματα τι ακριβώς συνέβη;

        --- Έγινε σφαγή αιχμαλώτων!

        Ο Ζορμπαλάς θύμωσε τόσο που ένιωσε ένα αίσθημα ντροπής, θλίψης και περιφρόνησης κάθε αισθήματος δικαίου. Τότε αναγκάστηκε να φωνάξει δείχνοντας το μέγεθος της ανίερης πράξης:

        --- Ω, Θεέ μου, έπρεπε να αποφευχθεί! Κι απ’ ότι θυμάμαι μου έχεις ξαναμιλήσει για όλα  αυτά που συνέβησαν στις μάχες σου στο παρελθόν!

        Ο στρατηγός πέρασε το χέρι του πάνω στη λιπόσαρκη επιφάνεια του προσώπου του και το χτύπησε μ’ ένα αίσθημα αυτοτιμωρίας. Έδειχνε βλοσυρός ενώ η έκφρασή του ήταν τέτοια που νόμιζες πως ήθελε να πει; << Αφού έγινε έτσι, τι θες να κάνω; >> 

         ---  Αχ, αυτή η μνήμη, ώρες- ώρες με σφάζει! Δε θυμάμαι! Μπορεί και να μην έγινε σου λέω! Η σφαγή των αιχμαλώτων θέλω να σου πω να μην έγινε από τους δικούς μου στρατιώτες! Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε αλλά και τα χρόνια που με βαραίνουν έχουν ατονήσει τη μνήμη μου. Μακάρι να μην έγινε η σφαγή!

        --- Πώς; φώναξε ο Ζορμπαλάς και η φωνή του είχε τον παφλασμό των κυμάτων.

        --- Είπα πως μπορεί να μην έγινε η σφαγή!

        --- Τότε αυτό είναι για σένα εξιλέωση! Μη νιώθεις ενοχές!

        --- Τι ακούω! Δεν μπορεί να είναι  έτσι!

       Πήρε ύστερα το δέμα και τα κοίταξε  για λίγο μένοντας στη σιωπή. Μετά άρχισε να το ξεδιπλώνει αργά- αργά και με μια ιδιαίτερη φροντίδα που σου προξενούσε εκνευρισμό σε αφάνταστο σημείο. Κάποια στιγμή έβγαλε το περιτύλιγμα και φάνηκαν δυο όπλα. Δύο COLT  διαμετρήματος 32 και 45 χιλιοστών με τέσσερις γεμιστήρες γεμάτες φυσίγγια.  Με μάτια που έδειχνα σχεδόν κλαμένα τα κοίταξε και φάνηκε να διάβασε κάτι που έγραφαν στη ράχη τους Μετά τα έδειξε στο Ζορμπαλά ενώ άρχισε να τα σκαλίζει με τα δάχτυλά του και να τα χαδεύει στη λαβή και στις κάνες τους.

            --- Αυτά τα δυο όπλα έγραψαν ιστορία με αίμα, Μιχάλη! Τα διατηρώ για να βρίσκονται σε καλή κατάσταση κι ελπίζω κάποια στιγμή να πάρουν τον πλήρη σεβασμό της σπουδαιότητάς τους!

           Ο Ζορμπαλάς διείδε την ειρωνεία του λόγου του και τον ρώτησε:

            --- Τα φονικά αυτά όπλα να δικαιωθούν για τη σπουδαιότητά τους; Αυτό δεν είπες;

            --- Αυτό είπα αλλά εννοώ άλλο! Να ξευτελιστούν θέλω  να πω και να χαρακτηριστούν σύμβολα βαρβαρότητας!

            Εκείνος  πήρε τα χέρια του από το γραφείο κι άρχισε να διαβάζει ένα χειρόγραφο που βρισκόταν δεξιά του στρατηγού και του το παραχώρησε, δείχνοντας αυξανόμενη αφοσίωση όσο προχωρούσε στην ανάγνωση. Σαν την τελείωσε εξέφρασε με διακριτικό τρόπο την ικανοποίησή του, λέγοντάς του απορημένος:

              --- Θα παραδώσεις από ένα στις ελληνικές και στις τουρκικές στρατιωτικές αρχές; Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της πράξης; Και τι θα πετύχεις μ΄ αυτό;

             --- Πάντως όχι τις εντυπώσεις! Το κάνω καθαρά για λόγους συνείδησης!  Μ’ ενοχλούν να τα διατηρώ σαν κειμήλια ενώ έχουν κάνει τόσους φόνους! Εγώ δεν έχω μουσείο να τα εκθέσω και να δείχνω στις γενεές τις φρικαλεότητες που προξένησαν, αντίθετα με τα δυο κράτη που διαθέτουν εξαίσια και πολυδάπανα στρατιωτικά μουσεία! Εκεί νομίζω πως είναι η θέση τους!

            Δίπλα από τα δυο όπλα ήταν ένα κακοποιημένο τετράδιο με μπλε εξώφυλλο και ετικέτα που είχε την επιγραφή: << Μητρώο νεκρών στρατιωτών που έπεσαν στο πεδίο της Κυπριακής εισβολής>>.  Το πήρε το ξεφύλλισε  και για λίγο βυθίστηκε στο διάβασμα. Ύστερα με μια οικεία προσέγγιση του είπε:

           --- Εδώ είναι τα ονόματα των νεκρών παιδιών μου! Δε σου λέω τον αριθμό γιατί θα αναστενάξεις! Ήταν όλοι στρατιώτες πρώτης τάξης και αγαπούσαν τη ζωή. Τους είχα στο τάγμα μου. Όμως δεν μπόρεσα να τους σώσω κι ανατριχιάζω  ως το κόκαλο.

           --- Είμαι της γνώμης, στρατηγέ πως υπερβάλεις σε μερικά πράγματα και θεωρείς κακώς τον εαυτός σου υπεύθυνο για εντολές που δεν έδωσες αλλά δέχτηκες. Οι εντολοδόχοι φέρουν την ευθύνη και είναι οι ένοχοι κάθε εγκλήματος που έγινε. Στο έχω ξαναπεί εσύ ήσουν ο νόμιμος υπηρέτης τους. Αν δεν τους υπάκουες θα δεχόσουν την εξόντωσή σου, όποια μορφής εξόντωσης.

          Εκείνος  κοίταξε στο μέρος της βιβλιοθήκης που πάνω σ’ ένα ειδικό τραπέζι εκθεμάτων βρισκόταν μια στρατιωτική φωτογραφία του στολισμένη με άνθη ενώ στη δεξιά πλευρά της άγγιζε ένα ξύλινο σταυρό όπου τον αγκάλιζε η ελληνική σημαία ως σύμβολο της συνέχισης του έθνους και της έκφρασης των πάσης φύσεως αγώνων της. Την έδειξε με το δείχτη του στο Ζορμπαλά και του είπε μ’ ένα τρακ στην προφορά του:

           --- Τι μπορώ να πω τώρα που βλέπω αυτό το νεανικό κάλλος με την ακατάλυτη θέληση για δόξα κι επιτυχία! Πως αντίο δόξα στεφανωμένη με  το αίμα αθώων!   Δε νομίζεις πως η μεγάλη μου ταξιδιωτική άμαξα που έφτασε μέχρι εδώ είναι γεμάτη με αποσκευές ντροπή και φρίκης!

           Ο Ζορμπαλάς έμεινε συλλογισμένος και δε του αποκρίθηκε. Κάθε λέξη του φοβόταν πως μπορούσε να του κάνει κακό στην απελπιστική κατάσταση που έδειχνε πως ζούσε. Στη σιωπή που ακολούθησε ήρθε να τη διακόψει ένας ανεπαίσθητος ίσκιος στο τζάμι του παραθύρου που τους τρόμαξε και τους έκανε να στραφούν προς τα εκεί και να εξακριβώσουν τι  ήταν. Και τότε είδαν ένα μικρό κιτρινοπούλι να φτερουγίζει χαρούμενο από τη μια μεριά στην άλλη, κυνηγώντας επίμονα ένα υπερμεγέθη έντομο που το ορέχτηκε με μεγάλη βουλιμία. Στην επιμονή του πάνω να το κυνηγά έχασε το δρόμο και μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο όπου με κάποιο ενδοιασμό πήγε και κάθισε πάνω σε  μια μπρούτζινη προτομή ενός αρχαίου Θεού που συνήθιζε να έχει πολλές ο στρατηγός στο σπίτι του. Σηκώθηκε ο στρατηγός και πήγε κοντά στην προτομή. Το πουλί φοβισμένο ετοιμάστηκε να πετάξει και να φύγει διαβλέποντας την απειλή του.  Αλλά εκείνος με μια καταπληκτική δεξιοτεχνία άπλωσε το χέρι του και το έπιασε. Ύστερα πλησίασε το Ζορμπαλά και βαστώντας το πουλί με τρυφερότητα στο χέρι του, του εξέφρασε κάτι σκληρό αλλά προφητικό:

           --- Πότε αυτό το πουλί είναι ευτυχισμένο τώρα που νιώθει ασφαλή στα χέρια μου από τα άγρια σαρκοφάγα ζώα ή σαν το αφήσω ελεύθερο και συναντήσει το δήμιό του;

           Ο Ζορμπαλάς έδειξε κάποια αδυναμία να καταλάβει το νόημα των λόγων του αν και υποψιάστηκε πως ήθελε να τονίσει την αστάθεια και την ανασφάλεια του ανθρώπου. Και περισσότερο όταν τον έσφιγγαν ένα σωρό βδελύγματα κι εγκλήματα. Μ’ αυτές τις σκέψεις έμεινε συλλογισμένος ενώ για να ξεφύγει από το νοσηρό κλίμα της στιγμής πήρε ένα μαραμένο γαρίφαλο που είχε ξεφύγει από τη μπουτονιέρα και το ξανάβαλε στη θέση του.

           Ο στρατηγός έδειχνε να τα είχε πει όλα και να μην ενδιαφέρεται να συνεχίσει τη συζήτηση. Μόνο ταχτοποίησε επιπόλαια κάτι χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του και ψιθύρισε σαν κοίταξε το Ζορμπαλά με βουρκωμένα  μάτια:

           --- Ο Θεός να μας φυλάει από το κακό κι από την αναπάντεχη πράξη!

           Ύστερα σηκώθηκε και με βήματα αργά πήγε μέχρι το παράθυρο. Εκεί αφού μύρισε την υγρή μυρωδιά και τη φρεσκάδα που ερχόταν από τον κήπο και τα λουλούδια, έδειξε να διαπερνά το πρόσωπό του μια τρυφερή όσο και παράξενη έκφραση. Το απογευματινό φως που ήδη άρχιζε να ζωγραφίζει τον ορίζοντα τον μελαγχόλησε και του έκανε χειρότερη την κακή του διάθεση. Έτσι με αστραφτερή ματιά που ξάφνιασε το Ζορμπαλά του είπε, αναπηδώντας λίγο από τη θέση του:

            --- Τα πάντα ματαιότητα, αγαπητέ μου, Μιχάλη!      

       

            O Zoρμπαλάς είχε σηκωθεί κι εκείνος κι ετοιμαζόταν να φύγει. Το κατάλαβε ο στρατηγός και του είπε με μια δόση χιούμορ:

             --- Και τώρα αγαπητέ μου, φίλε, ευχαρίστως μπορείς να με εγκαταλείψεις αν και πολύ θα μου κοστίσει!  Όμως είμαι ευχαριστημένος γιατί εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία να κάνουμε τον απαραίτητο φιλοσοφικό σαματά! Τι κρίμα που τελείωσε τόσο γρήγορα!

            Ο Ζορμπαλάς τον άφησε με μια υπόκλιση κι ένα εγκάρδιο χαιρετισμό και πλησίασε την πόρτα. Αυτός τον συνόδεψε ως την εξώπορτα κι εκεί χώρισαν οι δυο αυτές εξέχουσες μορφές οι φορτωμένες με χρόνους και σκληρές εμπειρίες.

            Δεν ένιωθε και τόσο καλά μετά τη συζήτηση που είχε με το στρατηγό και πήρε την απόφαση να βγει για λίγο πιο κάτω στο ξέφωτο κοντά στην όχθη του χειμάρρου και σαν περάσει τη γέφυρα να συναντήσει την εύφορη πεδιάδα με τις καλλιέργειες και να θαυμάσει το φως του ήλιου με τις σκιές που σχηματίζονταν από τα μισόγυμνα κλαδιά που σάλευαν από το φύσημα του ανέμου.

            Έτσι χωρίς να το καταλάβει έφτασε στην αυλή της μικρής εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής που είχε ζωή από τον δωδέκατο αιώνα και στα ερείπια εκείνου του πρώτου κτίσματος κτίστηκε το σημερινό σε στιλ βυζαντινής με τρούλο. Από το βάθος της εκκλησίας του φάνηκε πως ακούστηκε μια σιγανή αρμονία. Πλησίασε την πόρτα που ήταν πάντα ανοιχτή γιατί ο νεωκόρος που τη φρόντιζε κοιμόταν δίπλα σ’ ένα μικρό κελί, και σαν την έσπρωξε μπήκε μέσα. Η γαλήνη που ένιωσε του έκανε καλό, έτσι άρχισε να επιθεωρεί το χώρο και να θαυμάζει τη λιτή αρχιτεκτονική με τη επιμελημένη διακόσμηση. Το λίγο φως που  έμπαινε από το δυτικό παράθυρο χρωμάτιζε υπέροχα όλα τα άλλα τζάμια κι αντικείμενα και έδινε μια μυστηριακή έκφραση σε κάθε γωνιά της εκκλησίας. Ο Ζορμπαλάς πήγε στην εικόνα της αγίας Φωτεινής, προσκύνησε κι έκαμε το σταυρό του ενώ μια ευχή που ψιθύρισε από μέσα του είχε το νόημα της ειρήνης σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα της γης.

           Βγήκε από την εκκλησία αλλαγμένος. Δεν πα να τον φώναζε το σπίτι αυτός πήρε το άλλο δρομάκι που οδηγούσε στο παλιό εργοστάσιο παραγωγής  κρασιού που βρισκόταν εγκαταλειμμένο αριστερά του κεντρικού δρόμου και είχε γίνει τώρα ένας χώρος συγκέντρωσης των παιδιών που έπαιζαν συνεχώς και χαλούσαν τον κόσμο με τις κραυγές τους. Είχε κι ένα μικρό δασύλλιο στο βορινό μέρος με θεόρατα δέντρα που μάζευαν πάνω στα κλαδιά τους το σούρουπο για να περάσουν τις νύχτες τους σμάρια από κοράκια κι ολοένα με τον καιρό πολλαπλασιάζονταν για να δημιουργούν τις βραδινές ώρες μια εικόνα που σπάνια αντικρίζεις σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

          Οι σκιές από τα δέντρα ήταν θεόρατες κι όσο ο ήλιος χαμήλωνε και χανόταν το φως το μέρος αγρίευε κι όλα γίνονταν μέσα του και γύρω μαγικά κι απόμακρα.  Μια συγκεκριμένη αίσθηση ομορφιάς σε κυρίευε και ήθελες να περπατάς μέσα στο χώρο του αργά και με προσεχτικά βήματα και να καταγράφεις στη μνήμη σου κάθε ανεξίτηλο στίχο από την  ποίησή του.

          Ο Ζορμπαλάς στεκόταν τώρα κάτω από τα πανύψηλα δέντρα σαν η σκέψη του ξαναγύρισε στο στρατηγό και τη συζήτηση που είχαν νωρίτερα. Αυτό τον έκανε να μελαγχολήσει και να θέλει να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι αφού ακούμπησε σ’  ένα γκρεμισμένο τοίχο και πήρε αρκετές αναπνοές, με καινούρια πλέον δύναμη πήρε το δρόμο του γυρισμού. Το σπίτι ήταν μες στο χαρακτήρα του και δεν τον πείραζε που θα βρισκόταν εκεί στριμωγμένος. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΩΔΕΚΑΤΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

             Είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε που ο στρατηγός δεν έδωσε σημεία ζωής κι όλοι στη μικρή συνοικία βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού και ψυχολογικής τρέλας.  Ο Ζορμπαλάς ξύπνησε ζωσμένος από τον πόνο και τη θλίψη που αισθανόταν για τον καλό του φίλο και κάθισε στο γραφείο του άκεφος και χωρίς όρεξη για δουλειά. Από καιρό είχε καταλάβει  πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το στρατηγό αλλά δεν μπορούσε με σιγουριά να καταλήξει πουθενά. Επίσης πίστευε πως ο στρατηγός θα του εκμυστηρευόταν το μυστικό του και πιθανώς τότε να μπορούσε να τον βοηθούσε. Δυστυχώς όμως έπεσε έξω και να τώρα που κάποια αδυναμία της ψυχής τον έβαλε να κάνει κάτι το ανορθόδοξο και το παρανοημένο.

            Κι εκεί που βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, άνοιξε η πόρτα και ο λιμενάρχης γλίστρησε μέσα με εξεταστικό βλέμμα και μια έκφραση που θύμιζε βασανισμένο και ταλαιπωρημένο άνθρωπο.

           Κάθισε και με νυσταγμένο βλέμμα, είπε στο Ζορμπαλά:

           --- Πάει κι ο στρατηγός, Μιχάλη! Τον βρήκαμε σήμερα το πρωί, κρεμασμένο από ένα δέντρο! Ποιος ξέρει τι τον έφτασε ως εκεί!

            Η είδηση έπεσε στο κεφάλι του Ζορμπαλά σαν κεραυνός. Όμως ήξερε να συγκρατεί τα νεύρα του και να ελέγχει τα συναισθήματά του όσο κι αν αυτό που άκουγε του αναστάτωνε τον εσωτερικό του κόσμο. Έτσι αφού άφησε λίγο να ξεπεράσει  το αναπάντεχο σοκ που πέρασε, του είπε με   μια αφηρημένη έκφραση  που έδειχνε το βαθμό της ψυχολογικής κρίσης που περνούσε:

           --- Ώστε επαληθεύτηκα!

           Ο λιμενάρχης τον κοίταξε με απορία. Σε τέτοιες περιπτώσεις ήξερε να μιλάει με άνεση έτσι και τώρα δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα. Έτσι τον ρώτησε:

           --- Τι θες να πεις; Δε σε καταλαβαίνω;

           --- Επαληθεύτηκα λέω, σε όσα είχα προβλέψει!

           --- Τι είχες προβλέψει;

           --- Να πως ο στρατηγός θα αυτοκτονούσε! Οι προθέσεις του δε  μου άρεσαν τον τελευταίο καιρό. Πάντα η γλώσσα  και η σκέψη του κινιόταν ακούραστα και με ενοχές πίσω στο παρελθόν. Όλα όσα είχε κάνει, μου έλεγε, ήταν αστόχαστα κι ένιωθε τύψεις για τις υποταγμένες στο άλογο αυτές επιλογές του που τόσα δεινά προξένησαν στους συνανθρώπους του. Ναι, μου το έλεγε, μέσες άκρες, πως είχε λόγους να αυτοκτονήσει! Και να που το έκανε!

           Ο λιμενάρχης τον άκουσε  σιωπηλά και με σεβασμό. Η αξιοσύνη και η πολυμάθεια του Ζορμπαλά τον εντυπωσίαζαν πάντα και τον άκουγε με ελαφρά την καρδία ότι έλεγε χωρίς ποτέ να του φέρει αντίρρηση. Αυτή η απεριόριστη εκτίμηση που είχε για αυτόν τον έκανε να εκτιμήσει τα λόγια του και να δώσει σημασία σ’ αυτά που υποστήριζε πως οδήγησαν το στρατηγό να φτάσει σ’ αυτό το τραγικό τέλος. Κι αφού σιώπησε για λίγο, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα σημείωμα και του το έδωσε  με σοβαρότητα και  σεβασμό.

         --- Ορίστε τι βρήκαμε πάνω του! ψιθύρισε  και τον κοίταξε σκεπτικός.

         Ο Ζορμπαλάς πήρε το χαρτί και ένιωσε μια ιδιαίτερη συγκίνηση και αγωνία να μάθει το περιεχόμενό του. Κι αμέσως με μια ανήσυχη σοβαρότητα που φάνηκε να σκιάζει όλο του το πρόσωπο, άρχισε να διαβάζει:

         << Όσο περνούν τα χρόνια  τόσο οι φωνές εκείνων που σκότωσα πληθαίνουν και με καταριούνται, για να με πνίγει έτσι το άδικο και να προτιμώ το θάνατο σαν λύτρωση. Έζησα κι έγραψα τη ζωή μου με το αίμα αθώων ανθρώπων κι αυτό με κάνει θεριό που θέλει να φάει για να εκδικηθεί τις ίδιες του τις σάρκες! Θα προτιμούσα να μην είχα γεννηθεί και να μην είχα επιλέξει αυτή την απίστευτη περιφρόνηση της ζωής του άλλου! Ντρέπομαι γι΄ αυτό αλλά το θεωρώ λίγο! Το πολύ είναι να κάνω αυτό που επιτάσσει η ηθική και η λογική. Να φύγω δειλός και να μην αποδεχτώ τον τίτλο του ήρωα που μου απόδωσε η  συμβατικότητα μιας ανήθικης ζωής>>.

              Σταμάτησε και συνέχιζε να κοιτάζει το γράμμα, έχοντας την εντύπωση πως συνεχιζόταν το κείμενο. Όταν συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε άλλη σειρά, το άφησε μπροστά του και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, ενώ έδειξε με το βλέμμα του μια έκπληκτη φιλικότητα στο λιμενάρχη. Ύστερα τον ρώτησε:

              --- Δεν άφησε τίποτα άλλο;

              --- Όχι, μόνο αυτό…

              --- Ήμουν σίγουρος πως τελευταία δεν ήταν καλά! επανέλαβε ο Ζορμπαλάς και χαμήλωσε τη φωνή του. Όλο μου μιλούσε για εφιάλτες που έβλεπε στα όνειρά του και για μια αδυσώπητη διαταραχή του ύπνου του που του έκανε το βίο αβίωτο. Εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της αρρώστιας του γιατί ούτε γιατρός είμαι αλλά ούτε καν έχω σχέση και με την ψυχολογία. Οι πνευματικές του αναζητήσεις, σκέφτηκα και το κρίσιμο της ηλικίας του, θα του προκαλούν αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα της ψυχής που με τον καιρό θα απαλλαγεί ως είθισται. Εξάλλου αυτό γίνεται και σε πολλούς ασθενείς όμοιους με αυτόν. Αλλά δυστυχώς δεν επρόκειτο περί αυτού. Ο μακαρίτης είχε φαίνεται σοβαρή διατάραξη του νου και κανείς δεν το γνώριζε.

            Ο λιμενάρχης σαν τον άκουσε διατύπωσε σοβαρός την ερώτησή του:

            --- Από πότε είχες να τον δεις;

            --- Είχαμε μια συζήτηση πριν λίγες μέρες στο σπίτι του.

            --- Θα είπατε ενδιαφέροντα πράγματα πιστεύω

            --- Πάντα είχαμε κάτι καλό να πούμε.

            --- Πώς τον είδες τότε;

            --- Α, πολύ γερασμένο και κακόκεφο που μου προξένησε εντύπωση.

            --- Δηλαδή του θανατά;

            --- Ένα καμπουριασμένο ρυτιδιασμένο πλάσμα! Να σκεφτείς πως σαν του μίλησα τρόμαξε να με γνωρίσει!

             --- Τι σκέφτηκες εκείνη τη στιγμή;

             --- Τι άλλο, πως του είχε σαλέψει. Κι αυτό το συμπεραίνω κι από το γεγονός πως καιρό πριν σαν ερχόταν στο γραφείο μου, μου έλεγε συνεχώς: << Ετοιμάσου στρατηγέ να με κλάψεις! Γράψε κι έναν επικήδειο του αναστήματός μου, ανέφερε κι όλες τις μάχες που έλαβα μέρος και χώστε με στο χώμα, μαζί μ’ ένα φτύσιμο από πάνω, γιατί θαρρώ πως η ευγένειά μου το αξίζει έτσι που κατάντησα την άχαρη ζωή μου! >>

           Εγώ γελούσα και νόμιζα πως τα λέει γι’ αστείο. Αλλά η αλλόκοτη έκφραση του προσώπου του κάτι μου έλεγε πως δεν αστειευόταν. Ωστόσο ποτέ δεν πήρα τα λόγια του στα σοβαρά αν και μου είχε αποκαλύψει πολλές πτυχές του εσωτερικού του κόσμου.

           Κάτι είχε μείνει αδιευκρίνιστο κι ο λιμενάρχης τον ρώτησε:

           --- Σου μιλούσε, είπες πολλές φορές και σου αναφερόταν στο παρελθόν του. Ένιωθε ενοχές γι’ αυτό ή δόξαζε τον εαυτό του για τους ηρωισμούς του;

           --- Μου τα έλεγε, ναι, αλλά απ’ ότι καταλάβαινα, ένιωθε τύψεις και ντροπή για ότι έκανε.  Τις πιο πολλές φορές σαν μου τα διηγιόταν, έκλαιγε σαν μικρό παιδί και είχε τάσεις λιποθυμικές. Έδειχνε να έχει κομματιαστεί για καλά η ταλαιπωρημένη του ψυχή.

           --- Σου είχε μιλήσει για ορισμένους αιχμαλώτους τους οποίους και σκότωσε;

           --- Αχ, αυτό δεν μου το ανέφερε ποτέ!

           Η φωνή του ήταν αλλόκοτα ταραγμένη. Ύστερα με λυπημένο ύφος και θυμωμένος μαζί, ψέλλισε με μια παράξενη ταραχή:

           --- Νομίζω πως κάνω, λάθος! Απ΄ ότι μπορώ να θυμηθώ τώρα που μου έφερες το περιστατικό στη μνήμη, κάτι μου είχε αναφέρει. Ναι, θυμάμαι καλά… Μου μίλησε για τους σκοτωμένους αιχμαλώτους!

           --- Τι ακριβώς σου είχε πει;

           --- Μου είχε πει, αν μπορώ να θυμηθώ, άρχισε σιγά- σιγά ο Ζορμπαλάς,  πως σαν τους κυνήγησαν οι Τούρκοι στην Κερύνεια ή κάπου έξω από τη Λευκωσία, δε θυμάμαι ακριβώς, το έβαλαν στα πόδια για να γλιτώσουν, στρατιώτες  και αξιωματικοί. Είχαν λέει και αρκετούς Τούρκους  αιχμαλώτους μαζί τους που τους δυσκόλευαν. Τότε ο διοικητής τους έβαλε τις φωνές και τους είπε: << Τι τους σέρνετε μαζί σας αυτούς του Μεμέτηδες για να σας στείλουν μια ώρα νωρίτερα στον τάφο; Σκοτώστε τους να απαλλαγείτε από το φορτίο του σώματός τους και την αμαρτωλή ψυχή τους! >>  Η εντολή δυστυχώς είχε αποδέκτη το στρατηγό που ήταν επικεφαλής των αιχμαλώτων και είχε τη αποκλειστική φροντίδα τους. Όμως δεν τους εκτέλεσε αυτός απ’ ότι μου ανέφερε. Ίσως το έκανε ο υποδιοικητής του αν και ο ίδιος το αφήνει αδιευκρίνιστο γιατί η κατάσταση του ήταν θολή και δεν ήξερε ακριβώς τι συνέβη με τους αιχμαλώτους. Όμως είχε την εντύπωση πως εκτελέστηκαν κι αυτός έφερνε την ευθύνη.  Αυτή η τύχη των Τούρκων αιχμαλώτων πάντως τον βασάνιζε πολύ!

            --- Πόσο μπορεί να βασίζεται σε αλήθεια αυτό;

            --- Υπάρχει σχετικό υπόμνημα του επικεφαλής ανωτέρου αξιωματικού, που λέει πως οι αιχμάλωτοι πυροβολήθηκαν. ‘Όμως μπορεί και να είναι πλαστό το έγγραφο και οι αιχμάλωτοι να οδηγήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και να επέζησαν.

            --- Δε σου μίλησε και για  μια γυναίκα;

            --- Όχι!

            --- Εγώ έχω κάθε δικαίωμα να ομολογήσω πως μου μίλησε για μια γυναίκα! Μια νέα τουρκάλα! Την πυροβόλησε εξ’ επαφής για τους δικούς του λόγους κι απ’ ότι μπορώ να φανταστώ από την έκφρασή του την ώρα της εξιστόρησης του γεγονότος, την αγαπούσε  με πάθος.

            --- Όχι! Όχι! ποτέ δε μου μίλησε γι’ αυτό, που αναφέρεις! Πονούσε φαίνεται να μου το πει… Δεν ξέρω, γιατί μου το έκρυψε… Σε εσένα δεν ξέρω τι τον ανάγκασε να στο ομολογήσει…

            --- Είναι όλα περίεργα αυτά, ψιθύρισε ο λιμενάρχης και φάνηκε να δείχνει μια διστακτικότητα να πει κάτι που το βαστούσε στα χείλη. Αλλά γρήγορα την ξεπέρασε και πρόσθεσε: Και μένα μη νομίζεις πως μου τα είπε αβίαστα και με τη θέλησή του. Τον ανάγκασα, βάζοντας σε ενέργεια το αστυνομικό μου δαιμόνιο. Έτσι έμαθα πολλά από τη στρατιωτική του ζωή.

           --- Πώς  κατάφερες να του αποσπάσεις τόσα μυστικά του που ούτε στον καλύτερό του φίλο δεν τα έλεγε;

          --- Από ένα τυχαίο γεγονός πρώτα και ύστερα όπως σου είπα από την πείρα μου σε ανακριτικές ιστορίες. Τον είχα επισκεφτεί στο σπίτι του πριν κάμπόσα χρόνια και είδα τη φωτογραφία μιας νέας γυναίκας πάνω στο γραφείο του που μου έκανε εντύπωση η θέση της και η ακριβή κορνίζα της. Σαν το μάτι μου έπεσε πάνω της και την κοίταζα με ιδιαίτερη προσοχή, την πήρε στα χέρια του και τη χάιδεψε με αρκετή ζέση και τρυφερότητα. Ύστερα την έφερε στα χείλη του κι αφού τη φίλησε, την έβαλε πάλι στη θέση της μ’ έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, λέγοντάς μου με νόημα ενώ κοιτούσε έξω από το παράθυρο το θολό ορίζοντα: <<Αυτή η γυναίκα έπαιξε τον πρώτο ρόλο στην κωμωδία της ζωής μου ! >> << Πώς έγινε αυτό; >> τον ρώτησα. Αμέσως με ζωντανή αίσθηση που δοκίμασε ίσως από όλη τη θύμησή της, άρχισε:

         << Σε μια μάχη που δώσαμε, τραυματίστηκα σοβαρά στο χέρι και βγήκα καταφύγιο σ’  ένα σπίτι που ζούσαν Τούρκοι. Η κοπέλα σαν με είδε, άρχισε να φωνάζει φοβισμένη και να κάνει παράφρονες κινήσεις που μου προξένησαν  τον οίκτο της κι αποφάσισα να της δώσω να καταλάβει πως θα ήμουν φιλικός μαζί της κι όχι εχθρικός. Στο διάλογο που είχα μαζί της, εννόησε πως θα βαστούσα το λόγο μου και μου άνοιξε την καρδιά της σαν να με ήξερε κι από πριν. Έτσι σαν πήγα να φύγω, έπεσε στα γόνατα κι αφού με συγκράτησε, μου είπε με τρεμουλιαστή φωνή: << Μη φεύγεις! Έξω οι Τούρκοι στρατιώτες θα σε σκοτώσουν, δεν πρόκειται να γλιτώσεις! Κάθισε! >>

           Μπροστά στον κίνδυνο να χάσω τη ζωή μου, αποφάσισα να μείνω μαζί της κρυμμένος, τρεις μέρες. Πέρασα καλά κι όσο για τις ανέσεις μου ήταν άριστες κι αρκετά προσεγμένες. Σαν ήρθε η ώρα να φύγω δέχτηκα πάλι την άρνηση της τουρκάλας κι αυτό με δυσαρέστησε αλλά και με γέμισε από μια έντονη επιθυμία να της γίνω υπέρ το δέον προστατευτικός. Έτσι μέσα σ’ ένα νευρικό χαχανητό, την τράβηξα έξω και ένα κρυφό δρομάκι να ξεφύγουμε ως τα δικά μας μέρη. Στο δρόμο πέσαμε σε τούρκικη ενέδρα και χωρίσαμε για να τους ξεφύγουμε. Όμως γρήγορα αυτή μετάνιωσε και γύρισε πίσω να με ξανασυναντήσει. Εγώ αρνήθηκα κι αυτή επέμενε. Στη διαμάχη μας επάνω και σαν το τούρκικο απόσπασμα μας πλησίαζε και κινδύνευε η ζωή μας, την πυροβόλησα σε μια άτυχη ψυχική σύγχυση. Έφυγα κι εγώ τότε με αναίδεια και γλίτωσα.

            --- Να, λοιπόν πως εξηγούνται όλα! Αναφώνησε ο Ζορμπαλάς και πρόσθεσε: Η τύψη του για το έγκλημά του και η αγάπη του γι’ αυτή τον οδήγησαν  στην ψυχική του ασθένεια. Πρέπει να αυτοκτόνησε σίγουρα γι’ αυτό αλλά και εξαιτίας του αμφιλεγόμενου παρελθόντος του και των άλλων όπως έλεγε εγκλημάτων πολέμου που είχε κάνει.

           Απλώθηκε μια νεκρική σιωπή  που άφηνε την αίσθηση πως δεν υπήρχαν άνθρωποι στο σπίτι. Ακουγόταν μόνο ο θόρυβος που ερχόταν απέξω από το θρόισμα των φύλλων κι αυτός αδύναμος και με διαλείψεις.

Τη σιωπή έσπασε ο Ζορμπαλάς που του είπε με κάθε προφύλαξη:

           --- Ξέρω και κάτι άλλο που το διάβασα τυχαία σ΄ ένα  φύλλο εκείνης της εποχής και αναφερόταν στα γεγονότα της Κύπρου. Το βρήκα πάνω στο γραφείο του σαν βρέθηκα μόνος και το διάβασα. Έλεγε τα εξής:  πως στις 14 Αυγούστου 1974 ένας Τούρκος δημοσιογράφος  τράβηξε μια φωτογραφία που έδειχνε πέντε αιχμάλωτους έλληνες στρατιώτες  του 398 Τάγματος Πεζικού  να πυροβολούνται από τους Τούρκους. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε σε μια ελληνοκυπριακή εφημερίδα κι έγινε γνωστό το γεγονός.  

             Ο  στρατηγός που ήταν τότε ταγματάρχης και ήταν διοικητής  του 548 Τάγματος  είχε στείλει μια διμοιρία μ’ ένα ανθυπασπιστή να καταλάβει ένα ύψωμα κοντά στην Αμμόχωστο. Σαν το κατάλαβαν έπιασαν αιχμαλώτους τρεις Τούρκους και του οδήγησαν στον τάγμα τους. Ο στρατηγός έλειπε σε εντεταλμένη υπηρεσία και ο επικεφαλής αναγκάστηκε να του τηλεφωνήσει και να τον ρωτήσει για τη τύχη των τριών Τούρκων αιχμαλώτων. Η τηλεφωνική γραμμή ήταν νεκρή και ο επικεφαλής θεώρησε καλό να καταφύγει στον υποδιοικητή. Αυτός από υπερβολική κατάχρηση εξουσίας σαν συναντήθηκαν με το στρατηγό τον ξεγέλασε και του ανέφερε πως είχε εντολή από το διοικητή να τους εκτελέσουν. Τους εκτέλεσε ο ίδιος ενώ στη διαταγή φαινόταν σαν εκτελεστής ο στρατηγός, που τότε ήταν ταγματάρχης. Η διαταγή αποδείχτηκε εκ των υστέρων πως ήταν πλαστογραφημένη. Την πλαστογραφία την είχε κάνει ο υποδιοικητής. Αυτό και όσα άλλα γνώριζα και γνώριζες τον έφεραν φαίνεται στο σημείο να κάνει την απονενοημένη πράξη.

           Μετά τη διήγησή του αυτή ρώτησε με χαμηλωμένα τα μάτια:   

           --- Ποιος τον βρήκε κρεμασμένο, αλήθεια, λιμενάρχη;

          Εκείνος έβαλε το δεξί του χέρι κοντά στο στήθος του και του αποκρίθηκε με υψωμένη φωνή μαζί μ΄ ένα αχνό γέλιο που έδειχνε την ικανοποίησή του για το έργο της υπηρεσίας του:

          --- Ποιος άλλος; Οι άντρες μου! Τρεις μέρες τώρα όργωσαν τον τόπο μέρα και νύχτα πιστοί στο καθήκον τους και την αφοσίωσή τους στον άνθρωπο. Αμείφθηκαν όμως κι αυτό μας κάνει όλους περήφανους. Φυσικά εκτός από το μακαρίτη που αναπαύεται στο βασίλειο των ψυχών.

          --- Ανέφερε κανείς άλλος κάτι πριν κρεμαστεί;

          --- Πως, ένας τσοπάνος, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ήξερε πολλά γιατί είχαν επαφές. Πάντα σύμφωνα με τον τσοπάνο ο στρατηγός ζήτησε την αρωγή του καλόγερου στο μοναστήρι του Αγίου Χριστόφορου. Αυτός του παραχώρησε ένα κελί κι έμενε. Το μοναστήρι το επισκεπτόταν τακτικά ο τσοπάνος όπου και γνωρίστηκαν. Τίποτα δεν του ανέφερε για την οικτρή πράξη του και έδειχνε μια χαρά. Ώσπου ήρθε το μοιραίο.

            --- Πόσο καιρό έμεινε στο μοναστήρι;

            --- Δεν το εξακριβώσαμε ακόμη θα το μάθουμε από τον καλόγερο.

            --- Εκεί κρεμάστηκε;

           --- Ναι!

           --- Πού βρίσκεται η σορός του;

           --- Στο σπίτι του. Το απόγευμα στις πέντε θα γίνει η κηδεία του.

           --- Θα του αποδοθούν και οι πρέπουσες τιμές;

           --- Δεν το πιστεύω! Η πολιτεία τον έχει ξεχάσει!  Θα φύγει μόνος όπως μόνος ήρθε και στη ζωή!

           Κούνησε το κεφάλι του ο Ζορμπαλάς και ψιθύρισε πικραμένος:

           --- Μόνος και ξεχασμένος! Ποιος αυτός που τα έβαλε με ολόκληρη Τουρκιά και στην Κύπρο μιλάνε μικροί και μεγάλοι για τους ηρωισμούς του!

          --- Θεός φυλάξει! Αναφώνησε ο λιμενάρχης. Μην ψάχνεις για ανταμοιβή του έργου σου σε τούτον το σκληρό κι άκαρδο κόσμο, Μιχάλη! Όλα εδώ είναι σάπια και βρωμάνε που καιρός για πνευματικές και ηθικές ανατάσεις!

         Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε ο λιμενάρχης  μέσα στο χλομό πρωινό που ζωγράφιζε το μουντό το φως του Οκτώβρη που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο, έδειξε μια περίεργη αναλαμπή και μια αγαπημένη διάθεση να ευτυχίσει περισσότερο σαν βρέθηκε κοντά στο Ζορμπαλά που τον δεχόταν αξιοσέβαστα σαν έναν από τους τυχερούς της ζωής γιατί κατείχε το μυστικό της αθανασίας που δεν ήταν άλλο από τη μύησή του στην αλήθεια της Γνώσης. Έτσι για να πληρωθεί με το νάμα της ευτυχίας και να μεθύσει από τη γοητευτική πρόκληση που αφήνει μια φιλοσοφική κουβέντα, τον ρώτησε με ειλικρινή και νοσταλγική διάθεση:

            --- Αλήθεια, Μιχάλη, μπορείς να μου πεις, τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα που έμεινες σχεδόν μόνος ύστερα από το χαμό τόσων προσφιλών προσώπων που σου έδωσαν αναμφισβήτητα άλλοι τρυφερότητα κι άλλοι κάποια συγκίνηση;

           Ο Ζορμπαλάς είναι αλήθεια πέρασε μια αρκετή μεγάλη δυσκολία μέχρι να του απαντήσει. Σαν το αποφάσισε, φώναξε δυνατά και με πλήρη σεβασμό στον επισκέπτη του, που τον κοιτούσε με συγκεντρωμένο πάνω του το βλέμμα του:

            --- Μόνος είπες; Γιατί εσύ πού θα πας;

            --- Θα φύγω! Σε δυο βδομάδες θα πάω στην Κρήτη με μετάθεση!. Είμαι κρητικός και ζήτησα να επιστρέψω στη γη που γεννήθηκα και η πατρίδα ευγνωμονούσα εδέχθη το αίτημά μου! Είμαι χαρούμενος  και πλέω σε πελάγη ευτυχίας!

             Ο Ζορμπαλάς ξαφνιάστηκε από το απροσδόκητο  αυτό νέο και φάνηκε να του διαταράχτηκε ο εσωτερικός του κόσμος. Μια απομάκρυνση του λιμενάρχη θα σήμαινε γι΄ αυτόν μια πιο οδυνηρή μοναξιά. Έτσι σιώπησε κι έκανε πως το πέρασε στο άνευ σημασίας.

            Ο λιμενάρχης  το ένιωσε πως τον φύσηξε παγερός αέρας και σκέφτηκε ν’ αλλάξει κουβέντα. Γι’ αυτό τον ρώτησε, ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά στα χειρόγραφά του:

            --- Δεν το τελείωσες ακόμη το βιβλίο που έλεγες πως θα γράψεις;

            Χαμογέλασε αυτός και του είπε:

             --- Τι το πέρασες το βιβλίο, λιμενάρχη, παίξε γέλασε! Είναι  ένας κόσμος ολάκερος και σου παίρνει χρόνο πολύ να το δημιουργήσεις!

            --- Το ξέρω! Μα αξίζει τον κόπο να το κάνει κανείς με όποιες θυσίες κι αν χρειάζεται να επωμισθεί!          

            --- Ακριβώς! Αλλά και να τιμήσει τη θητεία του σ’ αυτό και να μην προδώσει την τέχνη!

           --- Πρέπει να βρίσκεσαι κάπου στο τέλος ή κάνω λάθος;

           --- Δεν κάνεις λάθος!

           --- Και σε τι αναφέρεται το βιβλίο σου;

           --- Σε πολλά!

           --- Δε μου δίνεις κάποιο δείγμα γραφής του;

           Ο Ζορμπαλάς ίσα που δεν έπεσε από την καρέκλα του από τη χαρά που ένιωσε και τον  έκανε να χοροπηδήσει πάνω σ’ αυτή. Πάντα του άρεσε να διαβάζει χειρόγράφα του σε φίλους του και να αποσπά έστω κι αμυδρά μια πρώτη γεύση της κριτικής του; Έτσι σαν βρήκε την ευκαιρία δεν την άφησε να πάει χαμένη κι αμέσως πιάνοντας το χειρόγραφο, άρχισε να διαβάζει:

            << Αχνόφεξε καλά η αυγή όταν κίνησε το μικρό καίκι από τη Ζάκυνθο για να πάει στα Στροφάδια να ψαρέψει. Το βρήκε όμως απρόσμενα το μπουρίνι και το έπαιζε στα μανιασμένα κύματα σαν καρυδότσουφλο. Τ’ αδίκου πάλευε ο καπετάνιος με τους ναύτες του να το σώσουν και σαν κουράστηκαν και είδαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα το εγκατέλειψαν πέφτοντας στη θάλασσα με τα σωσίβια αφήνοντάς το έρμαιο των κυμάτων.

              Τους είδε από τη γέφυρα ενός φορτηγού που περνούσε εκείνη τη στιγμή από κοντά τους ο καπετάνιος να παλεύουν με τα άγρια κύματα και χτύπησε συναγερμό. Έτσι άρχισε ένας άνισος και σκληρός αγώνας από τους ναύτες για την περισυλλογή τους.

             Με το ασύρματο συνέχεια στ’ αυτί του να ρωτά για την τύχη των ναυαγών, βρήκε τον κρητικό λιμενάρχη στο γραφείο του ο στρατηγός κι αφού βαρέθηκε να τον περιμένει όρθιος αρκετή ώρα, στο τέλος κάθισε σε μια καρέκλα και τον περίμενε με το βλέμμα βλοσυρό.

              Άφριζε, ξάφριζε ο  λιμενάρχης με όσα άκουγε  κι έλεγε, και, σε κάποια στιγμή αηδιασμένος από τη σκληρότητα της ώρας, έκλεισε με μια κίνηση απελπισίας το τηλέφωνο και κάθισε βαθιά στη θέση του δείχνοντας πως ζούσε μια τελματώδη κατάσταση>>.

               Ο Ζορμπαλάς εδώ σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Από το γαλάζιο έξω του ουρανού ο ήλιος τους έστειλε πιο φωτεινές τις αχτίνες του και τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν πιο έντονα. Τα χρώματα του δωματίου πήραν πιο ζωηρή έκφραση καθώς και τα μάτια τους. Οι ράχες των καθισμάτων ντυμένοι με κόκκινο δαμασκηνό απόκτησαν μια ιδιάζουσα ομορφιά. Με λίγο λόγια η ατμόσφαιρα ήταν ιδανική για κάποιους ενθουσιασμούς και συγκινήσεις.

             --- Έλα τώρα! Έλα τώρα.! Μιχάλη! ξεφώνισε ο λιμενάρχης και σηκώθηκε όρθιος. Λες πως δεν το κατάλαβα! Γράφεις για όλους μας κι αυτό είναι φως φανάρι! Αλήθεια πώς θα είναι ο τίτλος του βιβλίου;

             Αυτός έκανε ένα σύντομο κι εγκάρδιο γνέψιμο με το κεφάλι του να καθίσει. Ύστερα του είπε:

             --- Το μηδέν και το άπειρο!

             Στο πρόσωπο του λιμενάρχη τα μάτια του πήραν μια αλλοπρόσαλλη έκφραση. Μια έκφραση σκοτεινή μαζί και αινιγματική. Σκύβοντας λίγο να δει καλύτερα τα χειρόγραφα, τόλμησε και του είπε, ενώ διάβασε ελάχιστο κείμενο:

            --- Ζωντανοί και πεθαμένοι, όλοι περνούν από τις σελίδες του, φαντάζομαι! Τι τιμή για μας τους απλοϊκούς ήρωές του!

            --- Θα προσπαθήσω να σας δείξω την επιείκειά μου!  Αν και είσαστε όλοι σας ευγενείς!

           --- Ξέρεις εσύ! Αρκεί να μην εξαπατήσεις τους ήρωές σου!

           --- Γιατί το λες αυτό;

           --- Γιατί στα ελάχιστα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει βλέπω υπέρ ήρωες! Εμένα μου αρέσει ο αληθινός ήρωας που δεν έχει φτιασίδια και υπερφυσικές δυνάμεις και εξαπατά τον αναγνώστη για τα κατορθώματά του. Μ’ ευχαριστεί να τον συνοδεύω στη δράση του και να πιστεύω πως μπορώ κι εγώ να κάνω ότι κάνει αυτός!

           Αυτός τον κοίταξε βαθιά στα μάτια που έδειχναν βουρκωμένα. Και τελείως αθώα του ψιθύρισε:

           --- Θα αρκεστώ σ΄ αυτά που μου λες  λιμενάρχη μου! Έχεις καλή κρίση! 

           Είχε βουρκώσει κι εκείνος ενώ συνέχιζε να σφίγγει στα δάχτυλά του με τρυφερότητα τα χειρόγραφα. Απέναντί του ο Ζορμπαλάς άφηνε το βλέμμα του να χάνεται έξω από το παράθυρο στον ορίζοντα, ενώ από τις κόγχες των ματιών του κυλούσε μια υγρή άχνα που φαινόταν πως σύντομα θα γλιστρούσε στα ρυτιδιασμένα μάγουλά του.

            --- Λες κι έχω παραλύσει, ύστερα από το γράψιμο του βιβλίου! ψέλλισε στο λιμενάρχη και του πήρε τα χειρόγραφα από το χέρι, τοποθετώντας τα με σεβασμό και ΄προσοχή στο φάκελό τους.

            Αυτός τον κοίταξε με συμπόνια και κάνοντας ένα << πολύ ωραία λοιπόν >>  για να του δείξει τη μεγάλη του εκτίμηση του αποκρίθηκε:

            --- Ελπίζω να κατέληξες κάπου γράφοντας αυτό το βιβλίο!

            --- Ναι, πως όλα είναι μάταια και η μόνη αλήθεια είναι ο θάνατος!

            --- Κι αυτή η έξοδός μας; Αυτός ο θάνατός μας από τη ζωή, πού μας οδηγεί;

            --- Κανείς δεν ξέρει!

            Ο λιμενάρχης χαμήλωσε το βλέμμα μ’ ένα χαμόγελο αμήχανο και ταυτόχρονα φορτισμένο από μια μεταφυσική αγωνία. Αμέσως μετά τη μικρή σιωπή που ακολούθησε ο Ζορμπαλάς, βιάστηκε να διορθώσει και πρόσθεσε:

            --- Όχι! Όχι! λάθος έκανα! Στο τίποτα μας οδηγεί!

             Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του λιμενάρχη συναντήθηκε με το δικό του. Σαν κούνησε το κεφάλι τον ρώτησε, ενώ σηκωνόταν και πήγαινε προς την έξοδο:

            --- Δηλαδή γεννιόμαστε για να πεθάνουμε;

            ---Δυστυχώς, ναι! Είσοδος στη ζωή και έξοδος από τον παράδεισό της!  

            Έμειναν και οι δυο εμβρόντητοι και ένα πικρό γέλιο πήγε να ανθίσει στα χείλη τους, αλλά το κατάπιαν. Και μέχρι που να βάλλει το φάκελο στη θέση του ο Ζορμπαλάς ο λιμενάρχης τον χαιρέτησε ιπποτικά και του είπε, χαριτολογώντας, ενώ έβγαινε από την είσοδο:

             --- Στην Κρήτη περιμένω το βιβλίο σου, Μιχάλη! Είμαι σίγουρος πως θα βρω μέσα του την αιωνιότητα!

             Εκείνος έμεινε για λίγο σκεπτικός κι αμέσως έγειρε το σώμα του πίσω στην πολυθρόνα ρίχνοντας το κεφάλι στο πλάι. Το πρόσωπό του πήρε αμέσως μια έκφραση ηρεμίας ενώ μέσα του άνθισε η επιθυμία να ξεκουραστεί και να ονειροπολήσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

 

 

 

 

                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΚΑΤΟ  ΤΡΙΤΟ  

 

 

 

 

 

 

θρωπο και να μη νιώθεις μόνος, στις τελευταίες στιγμές της ζωής σου >>, σκεφτόταν ο Μιχάλης Ζορμπαλάς, μετά από ένα χρόνο που χώρισαν από το λιμενάρχη, κατάκοιτος εδώ και δυο μήνες στο κρεβάτι, ύστερα από ένα οδυνηρό εγκεφαλικό που του παράλυσε τα δυο του πόδια και τη δεξιά ωμοπλάτη, ενώ του στέρησε αισθητά την όραση και την ακοή.

          Δίπλα του η Μαρία η γυναίκα που τον φρόντιζε, καθισμένη στο προσκέφαλό του, του έπιανε το χέρι και του το χάιδευε, ενώ αυτός της το έσφιγγε με τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει, λες και ήθελε να πιαστεί από κάπου και να γλιτώσει από τον επερχόμενο θάνατο που διαισθανόταν πως ερχόταν.

             Και μέσα σ’ ένα παραλήρημα έντασης και νευρικότητας που εκδηλωνόταν με μια έκφραση αγωνίας στο ρουφηγμένο και κάτωχρο πρόσωπό του, συνέχιζε να της λέει: << Αν σκοτωνόμουν τότε στον εμφύλιο πάνω στο Γράμμο από τη χειροβομβίδα που έριξαν οι αντάρτες  στη σκηνή μου, δε θα ήμουνα εδώ τώρα ξαπλωμένος σε τούτο το νεκροκρέβατο να πονάω και να περιμένω το τέλος μου! Τα τραύματά μου αν και σοβαρά δε με έστειλαν βλέπεις στο θάνατο! Γλίτωσα! Θα μου πεις τότε ήμουν παιδαρέλι, είκοσι χρονών! Και τι μ’ αυτό; Τι έτσι τι αλλιώς την ίδια κατάληξη δεν έχω και τώρα;  Τι αβάσταχτη ειρωνεία! Και τι εμπαιγμός της ζωής σ΄ ένα δημιούργημά της να του κάνει παιχνίδια με το θάνατο! Κι ο Θεός που είναι; Γιατί δε με γλιτώνει; Με αφήνει κι αυτός να γίνω όπως και τόσοι άλλοι, σκουριασμένη επιγραφή στο νεκροταφείο! Τι φριχτό! Κι όσο σκέφτομαι  πως το σάβανό μου το έφτιαξαν ο πόνος, η αγωνία, η αρρώστια, και τα γηρατειά, μου έρχεται να τρελαθώ! Κι άλλες φορές πήγα να πεθάνω αλλά το βήμα του Σοπενχάουερ μ’ έσωζε την τελευταία στιγμή. Έτσι όλο αντιστεκόμουν μπροστά στο θάνατο κι όλο τον απόφευγα για να καταλήξω και πάλι μπροστά του! Γιατί; Τι κουτός και δειλός που ήμουνα! Γιατί μήπως θα τον απόφευγα; Τώρα δε στέκομαι μπροστά του; Τι καλά να είχα πεθάνει πιο μπροστά, τόσες και τόσες ευκαιρίες μου παρουσιάστηκαν να τελειώνω μαζί του αλλά ο φόβος μ’ έκανε πίσω! Τώρα θα είχα ξεμπερδέψει μαζί του!

           Μια φριχτή κόλαση ήταν η ζωή μου και δεν το είχα καταλάβει. Μια κατάσταση παγερότητας που όλο έλεγα να την αφήσω και το ανέβαλα. Γιατί; Η ελπίδα, βλέπεις! Ίσως και ο φόβος! Δεν ξέρω! Να τα βράσω όμως και τα δυο, αφού τα πιστεύεις ή δεν τα πιστεύεις σίγουρα θα σε καταλήξουν στο μεγάλο τέλος. Το όνειρο που είχα δει πριν έρθω σ’ αυτή την άσχημη θέση ήταν φαίνεται καθοριστικό κι αληθινό. Μου το είπε καθαρά πως με περίμενε μια οδυνηρή κι ανυπόφορη πορεία που θα με οδηγούσε αναπόφευκτα μέσα από κάθε αγριότητα σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι τώρα! Τους θανάτους και μόνο που είδα να λάβεις υπόψη σου, φτάνουν για να σε τρελάνουν και να σε αποτελειώσουν! Άφησε τι τραβούσα μέσα μου σαν συνειδητοποιούσα πως κάθε τόσο και λιγάκι μου έλειπε κι ένα αγαπημένο πρόσωπο! Αλλά και η καθημερινή αγωνία να κρατήσω αναμμένο το κερί της κάθε μέρας και να μη σβήσει και χαθεί το φως της κι εγώ μαζί, πού τη βάζεις;

          Φαινόταν εξαντλημένος και δύσκολα ανάπνεε. Ωστόσο συνέχιζε να μιλά: << Άραγε πού θα πάω σαν κλείσω τα μάτια μου; Τι θα με περιμένει εκεί στα καταραμένο σκοτάδι που θα με τυλίξει; Ποιος να ξέρει; >> Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και να κοιτάξει τη Μαρία, αλλά δεν τα κατάφερε και με ρυθμό μιας παλιά σβησμένης μουσικής είπε τα προτελευταία του λόγια: << Μπαίνω στο σκοτάδι, Μαρία! Γεύομαι την παγερότητα του θανάτου! Όπου να είναι τελειώνω με τη ζωή! Πάει κι αυτή η κωμωδία! >>

          Της έσφιξε το χέρι, ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή και να μείνει στον κόσμο που αγάπησε Δεν τα κατάφερε και ψιθύρισε:

           << Κάνε κάτι, Μαρία, γλίτωσέ με! Δε θέλω να πεθάνω! >> κι έκλεισε τα μάτια. 

         

 

 

 

 

 

           

 

 

        

                                                    ΤΕΛΟΣ

                      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

         

            

 

 

 

 

    

 

 

 

              

 

 

 

 

          

  

 

          

 

 

 

            

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου