Κυπαρισσιώτικες ιστορίες
Κέφια στην ταβέρνα της Αρκαδιάς << Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ >> Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Καθώς ψυλλιαστήκατε από τον τίτλο το χρονογράφημα θα είναι εύθυμο και συναρπαστικό! Κι αυτό γιατί θα αναφερθώ στον Πλάτωνα. Όχι το φιλόσοφο, που φύλαξε μετερίζι στις πνευματικές Θερμοπύλες της Αθήνας, αλλά τον τροβαδούρο ποιητή της καθημερινότητας. Του σκασμού να έχει πιει, ανέβηκε στην καρέκλα στην ταβέρνα << Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ >> και άρχισε εν μέσω πανηγυρικών χειροκροτημάτων να εξαπολύει το δικανικό του.
<< Σειρήνες πάνε κι έρχονται και θα τραγουδάνε ακατανόμαστα πράγματα για μένα στ’ αυτιά σας, όχι για τη μαγεμένη μου ζωή στο ξάγναντο αλλά για τη μίζερη στα απόσκια της σπηλιάς. Σας λέω πως ήμουν λύκος με τους κακούς και αμνός με τους καλούς. Σπουδαγμένος αλλά οι όμορφες γοργόνες με ξώκοιλαν κι έμεινα ταπής από πλούτη και εξουσιολαγνείες. Όμως το δράκο τον χτύπησα, τον σκότωσα και νιώθω ευτυχής. Και όταν τον βρίσκω ακόμη τον σκοτώνω. Όπως τότε. Φοιτητής, γιόρταζε η πατρίς το ’40, η αίθουσα τελετής της Σχολής φίσκα, όλη η σάρα και η μάρα της χούντας παρούσα, το πατριωτικό τραγούδι σύννεφο, τα Μαουτχάουζεν σ’ όλη την Ελλάδα να βογκάνε, τα κομμένα κεφάλια πεταμένα στους κρίνους και τα σκίνα να περιμένουν την ταφή τους.
Τραγούδησα το << Γέρο Δήμο >>, χειροκροτήθηκα μέχρι δακρύων, στον άγιο καβαλάρη Γιώργη που είδα μπροστά μου προσευχήθηκα την αρματωσιά και το θάρρος του να μου δώσει αντίσταση να κάνω. << Και τώρα θα σας παίξω ένα απόσπασμα από τη << Ρωμιοσύνη >> του Γιάννη Ρίτσου>> είπα κι άρχισα να παίζω στο πιάνο και να τραγουδάω. << Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει>>.
Τρεις ένστολοι πέσανε πάνω μου. Όταν ο ένας μ’ έπιασε απ’ το λαιμό νόμισα πως θα μ’ έστελνε στη γειτονιά των αγγέλων. Βρέθηκα σ’ ένα κελί με το δεσμοφύλακα να με δέρνει, το δάπεδο βρώμικο, το σκοτάδι να με τυφλώνει, μόνος κι έρημος. Ένας Θεός ξέρει πως γλίτωσα, ένας Θεός ξέρει πως ήρθε ο ήλιος εκεί μέσα και μ’ έκλεψε, για να ‘μαι τώρα άστρο φωτεινό μπροστά σας. Ενώπιό σας να πίνω, στη Δραματική Σχολή της Ζωής να ‘μαι παρόντας και να απαγγέλω: << Θέλω να σ’ έχω και να μ’ έχεις, τα μυστικά μου να κατέχεις/. Τα μάτια σου είναι ο ουρανός και το τραγούδι σου ο καημός μου/. Γαλάζια θάλασσα η ποδιά σου, άστρα στολίζουν τα μαλλιά σου /. Ο Αυγερινός σαν πρωτοφέξει, ο ήλιος θα ‘ρθει να σε κλέψει /. Θα ‘χει βιολιά για να χορέψει και δώρα για να σε πλανέψει… //
Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε κάτω από την καρέκλα. Κάθισε στο τραπέζι της παρέας του, άδειασε μέχρι πάτο το ποτήρι του και άρχισε ένα της τάβλας: << Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν, τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα και την κυρά την Παναγιά πολύ την προσκαλούσα, να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου, ν’ ανοίξω τον παράδεισο >>.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου