ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο σφαγέας έτοιμος, με το δίκοπο στο χέρι, η νοικοκυρά με την κεραμίδα, όπου έκαιγε αναμμένο κάρβουνο και λιβάνι, ο χοίρος δεμένος με τον άλυσο περίμενε Το πιο << καλό >> παιδί έλεγε το << πάτερ ημών >>, οι σφαγείς γονάτιζαν το ζώο, η πρώτη μπηχτή μαχαιριά έπεφτε, ακολουθούσαν τα ουρλιαχτά, ο επιθανάτιος ρόγχος, το κρέμασμα, το γδάρσιμο, η εξαγωγή των σπλάχνων.
Παίρναμε τη φούσκα. Την σταχτώναμε και στεγνωμένη την φουσκώναμε. Έπαιρνε την όψη θεάς, έλαμπε σαν χαρούμενη ερωμένη, μας έβαζε στο χέρι και δώθε κείθε αγριεύαμε μαζί της.
Η αλάνα μας γεμάτη σκόνη, πέτρες και χαλίκι. Το παπούτσι ξεσολιαζόταν, οι σκισμένες αρβύλες του ξάδερφου γίνονταν λουρίδες και κάλιαζαν στο φράχτη. Ασυγκράτητοι στα πόδια, κυλιόμαστε στο χώμα, ο μιστός μας πλούσιος όταν η μπάλα περνούσε τα πέτρινα όρια του τέρματος και έγραφε γκολ!