Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

 

         Χρονογράφημα

                            Ο πρόεδρος χίτης και εγώ διορισμένος δάσκαλοςΤα 20 πιο όμορφα καφενεία της Ελλάδας - Greek Gastronomy Guide

                                                  Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Περνά ο καιρός και συ σκέφτεσαι τα περασμένα. Τότε που τσέπωσα το διοριστήριο και σκαπέτησα τρεις ώρες ποδαράτο στην κορφή του βουνού να βγάλω το μεροκάματο. Το χωριό άγριο, γεμάτο βοωδή δικέρατα,  αφαλαρίδες και άφραγκους σκαφτιάδες που φορούσαν  το ίδιο τρύπιο παπούτσι και το μπαλωμένο παντελόνι όλο το χρόνο.  Πριν φτάσω βρήκα το χείμαρρο φουσκωμένο, τα πέριξ κρυμμένα στην ομίχλη και στην αφάνα, τ’ όνομά μου  σκαλισμένο σ’ ένα  βράχο να διαδηλώνει και να μου φωνάζει να γυρίσω πίσω. Ρίχτηκα στο νερό, το νερό μέχρι το στήθος, την ψυχή μου έκανα σημαία και βγήκα απέναντι. Γλιτωμένος μπήκα στο χωριό, η ανάσα μου συνήλθε, στο σπίτι ύστερα του πρόεδρου έστεκα καλά. μπορούσα να μιλήσω και να δοκιμάσω τας σώας φρένας μου, απαγγέλλοντας : << Προστάτιν σε της ζωής επίσταμαι και  φρουράν ασφαλεστάτην, Παρθένε… >> 

             Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταζε με μάτι πολιτικής προστασίας, μου ‘φερε δυο σπυριά λαχανόρυζο κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο το βασιλέα Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας, το σχολείο κατόπιν και μου είπε: <<Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να σπουδάσεις τα παιδιά μας εκεί μέσα, να μην το ξεχάσεις >>. Ύστερα κατέβασε το κάδρο του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τα έβαλε παραμάσχαλα και έφυγε.  

            Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, στο  ορεινόν χωρίον και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος;  Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα, πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: <<Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο… >> Ευτυχώς που ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μείον. Το λιτρουβειό έμενε μέρα νύχτα ανοιχτό, τα λιθάρια του δίδασκαν τρίφωνο τραγούδι, στο βίντζι ο καραβοκύρης σαν το βασιλιά των υψηλών ντο, Παβαρόττι,  γοήτευε με τα λυρικά του βίρα – μάινα.

          Σαραντακέρατη η πείνα με σούβλιζε. Πήγαινα, χωνόμουν ανάμεσα στους  λαδωμένους εργάτες, άνοιγα τον  μπότη τους, έπινα μια γουλιά κρασί, έκοβα μια φέτα ψωμί απ’ το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την έτρωγα. Κοντά σ’ αυτούς τους λιτρουβειαραίους  την πέτσωνα και έμπαινα στην τάξη αεράτος Αστραπόγιαννος. Χόρτασα πατριωτική φασολάδα, ελιές, κρεμμύδι, σαρδέλα παστή, ρέγκα ψητή. Στα μεγάλα στάματα ο νοικοκύρης το γλένταγε σερβίροντας κατσίκι βραστό. Ο προύχοντας μουνούχι, ο παπάς μπακαλιάρο σκορδαλιά.

          Επιτελεύτια.  Τα θυμήθηκα αυτά σαν είδα στη χαζοκούτα μια διαδήλωση της << καλής κοινωνίας >> των Αθηνών.  Διέκρινα κομμωτηριασμένες,  μακιγιαρισμένες, σικάτους και αρωματισμένους με υψωμένες τις  δαχτυλιδοφορτωμένες γροθίτσες τους να τσιρίζουν υστερικά Ευρώπη! Ευρώπη!  Ευρώπη σημαίνει χρήμα, πακέτα επιδοτήσεων, <<προγράμματα >> για τους κομματικούς ατσίδες. Μητριά πατρίδα μου! Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μένα μου στέλνεις κουτσουρεμένη τη σύνταξη, στο πιάτο μου βάζεις ψωμί και καυκαλήθρα!  Φτου σου!

          ellinikoxronografima.blogspot,gr            panant1947@gmail.com

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

 

       Χρονογράφημα

                       Η πείνα, η κορούλα και ο δωδεκάχρονος μελαψόςΔεν κάνει πολύ κρύο… κάνει πολύ φτώχεια!

                                      Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Με ματωμένη την ψυχή, βλέποντας τους πατριώτες μου να τρώνε στους δρόμους μπισκότο και φρυγανιά που << ξάφρισαν >> απ’ το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, κόβω τις ρουφηξιές του σκέτου μου και αυτοτιμωρούμαι με αποχή από το υπόλοιπο του περιεχομένου. << Η  πείνα χτυπάει κόκκινο και στην επαρχία>>  εμποιεί γελώντας με το λόγο του ένας << απελέκητος >>  στο διπλανό τραπέζι και σφραγίζει το λογύδριό του περί πείνας με τούτο το σοφό και αστείο: << Οι ολιγάρχες που μας κυβερνούν είναι αχόρταγοι. Προβλέπω την πλήρη διαμέλιση μας>>.

        Τούτος άφηνε το λαϊκό ευωδιαστό του λόγο και το γκαρσόνι μούσκεμα, κουβαλούσε το φορτωμένο δίσκο σαν μέρμηγκας. Το λιοπύρι καυτό, ο ιδρώτας ρύαξ στο μέτωπό του, οι παραγγελιές η μία πίσω από την άλλη σαν ρουκέτες. Όταν ο αισθητήρας του άναβε αλάρμ, άδειαζε ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό στο κεφάλι και συνερχόταν. Ύστερα συνέχιζε το αλώνισμα πέρα δώθε πέρα δώθε σαν πιγκουίνος. Στο ελαφρύ φορτίο κούτσαινε, στο βαρύ  έβαζε το χέρι στη μέση. Έτριβε το λειψό σπόνδυλο και καρτέραγε λίγο την ανακούφιση. Όταν ερχόταν έκανε  πάλι το βάδισμα του πιγκουίνου, μία από ‘δω μία από ‘κει.

       Στον ίδιο δρόμο ένας κατηφής και βουρκωμένος οδηγός, τροφοδοτούσε το ζαχαροπλαστείο. Το μαύρο μάτι του έπαιζε και κουβαλούσε, κουτιά στην αγκαλιά, ντάνες στο καρότσι. Πόσους άραγε να τάιζε με τα ψίχουλα που του ‘δινε ο παχύσαρκος εργοδότης του; Σε λίγο στο σκληρό τούτο κόσμο της φωτιάς, ήρθε και το αγροτικό. Χώθηκε εισηγμένο με το << έτσι γουστάρω >> σφήνα εκεί που δε χώραγε με τη μούρη στο πεζοδρόμιο και την καρότσα στη λωρίδα του δρόμου. Ξεφόρτωσε δυο ωραίους. Μια κορούλα δώδεκα χρονών κι ένα μεγαλύτερό της μελαψό. Στο άψε σβήσε γέμισαν πεπόνια τις σακούλες και σκόρπισαν πηγαίνοντας από τραπέζι σε τραπέζι. << Δύο ευρώ τα τέσσερα >>  παρακαλούσε με μοσχοβολημένη φωνούλα η μικρούλα, ένα αγριμάκι λερωμένο με το μικρό αμάραντο κόρφο της να σαλεύει άταχτος. Όταν δεν έπαιρνες, στεκόταν σαν κλαράκι έτοιμο να σπάσει και επέμενε: << Πάρε καλέ, κύριε, γιατί το βράδυ πέφτει πείνα στο σπίτι. Δέκα ζούμε σε μια καλύβη, ποιος να πρωτοχορτάσει με το επίδομα της τυφλής μάνας μας >>.

        Σ’ όλο το περήφανο τετράγωνο έτσι βγάζει το ψωμάκι του ο κοσμάκης. Και σ‘ όλα τα τετράγωνα της πατρίδας. Σ’ όλα τα αγροτεμάχια της Θεσσαλίας, στους κάμπους της Μανωλάδας, στα διάσελα, στις φάμπρικες, και στα λιμάνια. Πότε με  την κάψα στο κεφάλι και πότε με τον άγριο πουνέντε. Το κορμί σκοτωμένο, το σπαθί στο κόκαλο, το ψωμί λιγοστό. Κι από πάνω τα σκουριασμένα σκεύη της εξουσίας να φτύνουν στο χυμένο αίμα και τον ιδρώτα του κάθε άμοιρου.

        Μόνη έννοια τους να μη σβήσει η φλογίτσα στο βουλευτικό κεράκι τους. Με παχυλούς μισθούς, τουρλωτές συντάξεις  κοτεράκια στο Αιγαίο, με τη συναγρίδα μέρα νύχτα στο πιάτο τους. Και συ Ελαδίτσα, κοιμήσου! Ραγιά Έλληνα ζήσε στην άχαρη ερημιά σου! Ως πότε!

    ellinkoxronografima.blogspot.gr           panant1947@gmail.com

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

 

  Χρονογράφημα

                      Η μελωμένη Γωγώ με το ανταρτεμένο βυζάκιγυναίκες του Βιετνάμ, ωραία εικόνα, γυναίκες, γυναίκα, κορίτσι | Pikist

                                   Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Επιστροφή στην γκρίζα Σαχάρα της πίσω εποχής. Ο  μήνας βροχερός, εγώ  μαθητής της Πρώτης, η καρδούλα μου σαϊτεμένη από το τρεχαλητό να προφτάσω τον αγιασμό, ο νους μου λαγουδάκι να τρέμει μπρος στο άχθος των σχολικών βιβλίων.  Το ‘ξερα πως δε θα κάλπαζα πια στις εξοχές, το Βουκεφάλα νου μου θα τον συμμάζευα και κείνα τα ζαχαρωμένα τραγουδάκια μου για το συνοφρυωμένο μουτράκι της γειτονοπούλας μου Ιζαμπώς θα σβήνονταν στη θλιβερή ερημιά.

         Θα μάθαινα την αλφαβήτα και μ’ άρεσε. Ο ήχος της τουφεκιάς απ’ το λόγο του δάσκαλου θα με συνέτιζε, τη γιαγιά μου δε θα ξανάλεγα << ποντίκο >>, το θείο μου Νιόνιο << σπαγκοραμμένο Εβραίο >>.  Στο  διάλειμμα στα τρεχαλητά θα ‘παιζα μ’ όλα τα νηστικά της γειτονιάς, θα ξεμουτσούνιαζα τον Ψύχα το συνομήλικό μου γιατί ήθελε να τον λέμε μπάτσο, θα ‘πιανα το χέρι της λυσίκομης Ερατώς παίζοντας πεντόβολα, στη μελωμένη Γωγώ με το  ανταρτεμένο  βυζάκι θα ‘ριχνα το φως από το λύχνο των ματιών μου τις σκιαγμένες ρόγες του να φωτίσει.

          Πρώτη τάξη, πρώτο θρανίο και το ρούχο μου, πρώτο από τσερβόλ. Και πρώτη μέρα στο σχολείο. Ο εμφύλιος  είχε αγριέψει το λαό, μίση, φτώχεια κι εμείς θεονήστικα. Ο δάσκαλος νεοδιόριστος ήρθε ποδαράτο από την πόλη και μας υποδέχτηκε. Οργισμένος με τη νέα γενιά μπρος του, μας άφησε λίγο στη λούφα, έβαλε δυο μεγάλους να φτιάξουν το συσσίτιο και φόρεσε την ποδιά. Μας γέμισε τα κατσαρόλια γάλα με την κουτάλα και μας είπε: <<Χωνέψτε το και συγχωράτε το Μάρσαλ που ‘φτιαξε το σχέδιο και περιδρομιάζετε αφιλοκερδώς! Χωρίς το δικό του οκέι θα είσαστε προ πολλού μακαρίτες και θα σας μέτραγα απόντες! >>

         Ξυπνάγαμε με το θωπευτικό χάδι της μέρας, κοιμόμαστε με το ροδόχρουν των δειλινών. Ξυπόλυτοι τρέχαμε, ορτύκες πιάναμε με θηλιές, αετομάχους θρεμμένους με πλακοπαϊδες. Με τούτα χορταίναμε, ιδέα δεν είχαμε  από εγκαυστικά τρόφιμα και τοξικά εδέσματα. Γυμνοί βουτούσαμε στις γούρνες, βρώμικοι πέφταμε στο κρεβάτι, ένα κορμάκι απολειφάδι ύστερα γλυκά το ‘παιρνε ο ύπνος.

          << Θεέ των ραγιάδων! >> ψέλλιζε κάθε πρωί ο δάσκαλος << από πότε έχετε να πλυθείτε; >> Μας έδειχνε την πηγή. Με αντάρτικο χαμόγελο πεταγόμαστε έξω, παίρναμε ο καθείς το κεραμίδι του και αρχίσαμε να  βγάζουμε τη σκόρτσα μας.  Ξεβρωμιζόμαστε και όταν το λεβέντικο κύτταρό μας έκρινε πως η σκόρτσα ξεπαστρεύτηκε, φτέρνες, κότσια και αγκώνες λαμπίκαραν, δίναμε το παρόν. Ο δάσκαλος μας επιθεωρούσε, έγραφε στον πίνακα << η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά >>, τίναζε τη σκόνη από τα τρίμματα της κιμωλίας στα πέτα του και μας έλεγε:  << Το ρητόν ούτο θα το  βρείτε  και  στο δεκάλογο της σχολικής   συμπεριφοράς >>.

            Και μετά στην ιερή ζωή να πέφτεις από τη μια σκόρτσα στην άλλη και να περνάς πολλούς μήνες σε συμπληγάδες. Να   χτυπάς πόρτες για δουλειά, να σκύβεις, να φιλάς κατουρημένες ποδιές για μια φέτα ψωμί και να μην την έχεις. Και να ‘χεις το μικρονοϊκό πολιτικό να σου λέει, φάει παντεσπάνι!

        ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

 

Διήγημα

                           ΜπροστοθρανίτεςΠολυφυλετικές Φοιτητές Που Κάνουν Την Εργασία Μαζί Royalty-free Φωτογραφίες  και Εικόνες

                                                   Παναγιώτη Αντωνόπουλου

            Τούτη τη φορά είπα να μπω στη Σχολή. Δεν το άντεχα  να ‘μαι απέξω και να μου λένε τα υποψήφια χορτασμένα πλουσιόπαιδα της ιατρικής, πως τα γονίδια του  πατέρα μου ήταν  << ομιχλώδη από βιοενέργεια >> και με  << παγίδεψαν >> πράγμα που σήμαινε πως ήμουν σκράπας κι άχρηστος για πτυχίο. Έτσι χαιρετώντας τον πατέρα, που με κοίταξε ξαφνιασμένος ένα πρωί, του είπα με λόγο χαριτωμένο και αποφασιστικό:

           ---  Φεύγω! Πάω να δοκιμάσω πάλι την είσοδό μου στην Παιδαγωγική  Σχολή! Δώσε μου την ευχή σου και στείλε τον οβολό σου, στα Εξάρχεια! Πάω για φροντιστήριο!

           Με το δάκρυ να του κυλάει στο μάγουλο, μ’ αγκάλιασε εκείνος και μου είπε:

           --- Πιστεύω σε σένα γιε μου και μυρίζομαι το σκαμπίλι  που θα ρίξεις στους εχθρούς σου. Πρόσεξε όμως μην ξεφύγεις. Άφησε τις ασωτίες, ξέχνα τις γυναίκες κι αγάπησε τα γράμματα γιατί κι αυτά έχουν γλύκες και σιρόπια!  

          Ξεκίνησα με άδειο σάκο και με μόνη έγνοια μου τη Σχολή. Στα Εξάρχεια  βρήκα σπίτι, ένα υπόγειο μια σταλιά, είκοσι πέντε σκαλιά κάτω στο χάος, τυφλό, χωρίς παράθυρα, με τουαλέτα τούρκικη, ράντζο κουτσό και το σανίδι του τραπεζιού σάπιο. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα με τον πόνο μου αγκαλιά και το πρωί γράφτηκα στο φροντιστήριο του Τσαπέκη στην Κάνιγγος. Ο θείος Κώστας μ’ έβαλε στου Μαρινόπουλου αποθηκάριο, η δουλειά σκληρή, ολημερίς δερνόμουν με τα χαρτόκουτα και τις γεμάτες με κολόνιες νταμιτζάνες.  Δεμένος  με τη δουλειά και το κουβάρι της γνώσης, ο ελεύθερος χρόνος μου ήταν λίγος, ένιωθα σαν το πουλί στο κλουβί, στη χάση και στη φέξη  συναντιόμουν με φίλους, την κουβέντα είχα ξεχάσει για τις όμορφες και τις μαυρομάτες. Ώσπου σ΄ ένα κρασοπουλειό που έτρωγα, γνώρισα το Βασίλη.

          --- Γνωστός φαίνεσαι, από πού; τον ρώτησα.

          --- Από τη Σπηλιά της Μεσσηνίας! Εσύ;

          --- Κι εγώ από κει κοντά!

          --- Χωριό; Ακούω!

          --- Από τη Μουριατάδα!

         Μου ‘κλεισε το μάτι, γέλασε, σφίξαμε τα χέρια και με τις λέξεις  να ηχούν στο στόμα του σαν νότες από φλάουτο, μου είπε:

         --- Θα γίνουμε φίλοι όπως ο Δάμων και ο Φιντίας, θα μπούμε στη Σχολή, θα πάρουμε το πτυχίο και θα πάμε στο χωριό σπουδαγμένοι! Είσαι;

        --- Είμαι!

        Πέσαμε με τα μούτρα στο διάβασμα, μπήκαμε στο παιδαγωγικό της Ακαδημίας της Τρίπολης και μπροστοθρανίτες ούτε που καταλάβαμε πως πέρασε το εξάμηνο. Από το δεύτερο αλλάξανε τα πράγματα, ήρθανε ζόρια, ο ορίζοντας της σπουδαστικής μας θητείας προβλεπόταν συννεφιασμένος. Ο καθηγητής της μουσικής ήταν αυστηρός, σκληρό καρύδι και απαιτητικός. Ήθελε να παίζουμε φαρσί στο πιάνο  τις βυζαντινές και τις ευρωπαϊκές νότες  και σε κάθε φάλτσο μας έριχνε μια και μας κολλούσε στο θρανίο.  Πονούσε ο λαιμός μας να τραγουδάει και στα σολφέζ μας έπιαναν ενοχλητικοί ξερόβηχοι. Αυτός μας ενέπαιζε,  μας χαστούκιζε και μας ζούρλαινε   ψέλνοντας στη διαπασών κοντά στ’ αυτιά μας: Νη, Πα, Βου, Γα, Δη, Και, Ζω, Νη!

     Τραγουδώντας σχολικά τραγούδια, ψέλνοντας τροπάρια και ευρωπαϊκά σολφέζ με το ακορντεόν, του έλεγα με ψυχή περονιασμένη από την παγωνιά της απελπισίας:

     --- Θα γεράσουμε, Βασίλη στο πρώτο έτος! Ζόρικη η μουσική, ζόρικος και ο μουσικός, να δούμε πως θα ξεμπερδέψουμε τον Ιούνιο με τις εξετάσεις.

    --- Έλα, βρε, μου έλεγε αυτός. Κλείσε το ασκησάριο και πάμε έξω. Στο σπουδαστικό βιβλιοπωλείο είδα το βιβλίο  << Η δολοφονία του Χριστού >> του Βίλχελμ Ράϊχ, μας περιμένει να το αγοράσουμε. Ύστερα πάμε στο Μαίναλο να το διαβάσουμε.  Η συναισθηματική πανούκλα που έστειλε το Χριστό στο σταυρό και τόσο τραγικά την αναφέρει ο συγγραφέας στις σελίδες του θα μας φτιάξει τη διάθεση! Άφησε το μουσικό να ζει στον κόσμο του με το <<  λεμονάκι μυρωδάτο! >>

       Αγοράζαμε το βιβλίο και ξαπλωμένοι στις υπώρειες του Μαίναλου το διαβάζαμε. Ο Βασίλης λίγο άντεχε το περιεχόμενο, έτσι σταματώντας το διάβασμα κάθε τόσο και λιγάκι μου έλεγε με πνιγμένη φωνή:

      --- Ξέρεις τι σκέπτομαι όση ώρα φαντάζομαι τον όχλο να ανεβάζει το Χριστό στο σταυρό;

       --- Πού θες να ξέρω!

       ---Τη ματαιότητα! Παλεύουμε να μάθουμε μουσική και να περάσουμε το έτος, αγωνιούμε, κουραζόμαστε, ξενυχτάμε, βραχνιάζουμε, αρρωσταίνουμε και στο τέλος μ’ ένα φου, φου, σβήνουμε!  Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς ή θα ‘ταν καλύτερα να τα παρατάει;

       Μ’ άρεσε όπως μου μιλούσε, τον τσιγκλούσα  να συνεχίσει, λέγοντάς του:

        --- Θέλεις να πεις να τα παρατήσουμε κι  εμείς  και να γυρίσουμε στο χωριό;

        --- Όχι βρε, αδερφέ, δεν εννοώ αυτό!  Το μάταιο της ανθρώπινης προσπάθειας επισημαίνω!

        Αφήναμε ύστερα το βιβλίο και καθόμαστε στη θέση του Κολοκοτρώνη. Από κει ο αρχιστράτηγος αγνάντευε την Τριπολιτσά όταν έφτιαχνε το σχέδιο της κατάληψής της διώχνοντας τους Τούρκους. Φανταζόμαστε και τους εαυτούς μας στρατιώτες του, με το γιαταγάνι και το γκρα στο χέρι μας να έχουμε πάρει θέση για την πολιορκία και να περιμένουμε το πρόσταγμά του για τον αγώνα της λευτεριάς της.   Αράζαμε στη συνέχεια, πιάναμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και τελειώναμε τη σχόλη μας με γέλια σπαρταριστά. Στο σπίτι που γυρνούσαμε, αρχίζαμε πάλι τα φιλάκια με τις νότες. Ξενυχτούσαμε να τις μάθουμε και το πρωί νυσταγμένοι παίρναμε το δρόμο κούτσα - κούτσα για τη Σχολή.

          --- Κανελλόπουλος Βασίλειος! Για έλα λεβέντη μου και λέγε το τροπάρι! καλούσε το φίλο μου ο μουσικός και κούρντιζε το πιάνο.

          Ο Βασίλης σηκωνόταν και βαδίζοντας λες και πήγαινε σε πόλεμο, καθόταν κοντά του.

           Ο μουσικός του ‘λεγε:

            --- << Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου… >> Λέγε τις νότες! Παίζω!

            Ο Βασίλης αγνοώντας τες, δικαιολογούταν ψευδόμενος:

            --- Οι φωνητικές χορδές μου είναι ερεθισμένες και ο γιατρός μου συνέστησε αποχή από κάθε ψαλτική δραστηριότητα. Αν μπορούσατε να με βάζατε σ’ ένα μικρότερο τροπάρι να με εξετάσετε…

            --- Τότε ψάλλε: << Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον. Αλληλούια >>.

            Άρχιζε ο Βασίλης και το ψάλσιμο έβγαινε γκαριχτό. Μέχρι που έσβηνε κι ακουγόταν ένα πεθαμένο πα πα πα…

             --- Αυτό έλειπε να μας κάνεις τώρα και την πάπια! του έλεγε ο μουσικός και τον κορόιδευε μ ένα σιγανό ραπαπα, παμ. Σε ορνιθώνα βρίσκεσαι; Πήγαινε και οσονούπω φτάνει ο Ιούνιος.

             Καθόταν ο Βασίλης ασθμαίνοντας και σιωπηλός. Ο μουσικός έπιανε μένα. Για έλα εσύ, να δούμε τι πουλιά πιάνεις…

             Καθόμουν. Με σκουντούσε με το γόνατο.

             --- Αρχίνα τι περιμένεις; μου  ‘λεγε.

             --- Ποιο τροπάρι;

             --- Εσύ δε θα πεις τροπάρι αλλά τραγούδι, πατριωτικόν, εθνικόν και διδακτικόν.

            --- Ποιο;

            ---  << Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα που έδιωξες τους  τύραννους κι ελεύθερ’ είσαι τώρα…>>

            --- Δεν το διάβασα. Κουραστήκαμε χθες όλη τη νύχτα με το Βασίλη να μάθουμε τ’  άλλα κι αυτό δεν το εμπεδώσαμε…

            --- Καλά! Το ίδιο ισχύει και για σένα! Έλα τον Ιούνιο να τα πούμε… Μου τραβούσε το τσουλούφι, μου ‘δινε μια και μ’ έστελνε στο θρανίο.

           Μ’ όλα αυτά, συνεχίζαμε να τη διαβάζουμε τη μουσική αλλά μουσικοί δε γινόμαστε. Γινόμαστε όμως φιλόσοφοι αφού δεν αφήναμε βιβλίο για βιβλίο στα βιβλιοπωλεία να πιάσει σκόνη. Το μαθαίναμε απέξω και συζητούσαμε τα συμπεράσματά μας από τις ιδέες του στις παρέες και στις σπουδαστικές συγκεντρώσεις.   Ώσπου μια τρελή αποκριά σ’ ένα χορό μας έφερε δυο κολομπίνες μελαχρινές, θεές Ολύμπιες με στήθια λεμονάκια αφράτα. Αγκάλιασα εγώ τη μία ο Βασίλης την άλλη κι από τότε που μας έβρισκες που μας έχανες, πότε στο Μαίναλο και πότε στο αναψυκτήριο του Σόσολη. Τις κοιτάζαμε στα μάτια κι όλη η ευτυχία μας γινόταν θάλασσα απέραντη και σπαρμένη από στεφάνια, κουφέτα, παιδιά, ταξίδια, πολιτείες, ανθρώπους, αρρώστιες, γηρατειά και θανάτους. Μας έπιανε φόβος, λουμώναμε στις  αγκαλιές τους και ψάχναμε τη γιατρειά μας στη ζεστή φωλίτσα των λευκών βυζιών τους.

          --- Έλα μη φοβόσαστε! μας παρηγορούσαν και άφηναν τα πλούσια  σωματικά κάλλη τους να  μας αφομοιώσουν. Ρουφούσαν τα χείλη μας, χάιδευαν τα μαλλιά μας, φιλούσαν τα αυτιά μας και ψιθύριζαν:

          --- Έτσι φοβόσαστε και τα γράμματα;

           Ο Βασίλης πιο θαρραλέος, τους έλεγε:

          --- Πρώτα θα σπουδάσουμε τον έρωτα μαζί σας και μετά την επιστήμη!

          --- Συμφωνείς και συ κανακάρη μου; με ρωτούσε η δική μου και μου κολλούσε τα ροζ χειλάκια της στα δικά μου σαν βεντούζες.

          Η άλλη ζήλευε και τον αρχινούσε κι αυτόν στις γλύκες, ψιθυρίζοντας του λεξούλες φτιαγμένες από σκόνη χρυσή .

          Μ’ αυτές τις τρυφερότητες φτάσαμε  στον Ιούνιο. Και μας έκαναν κακό γιατί ξεχάσαμε και Μουσική και βιβλιοπωλεία. Κι από τα ράφια των βιβλίων βρεθήκαμε στα ράφια των οινοπνευματωδών! Και στα μέσα του Ιονίου, βρεθήκαμε σκράπες μπροστά στο μουσικό.

          --- Πάμε! μας είπε με φωνή βαριά που νομίσαμε  πως μας πάτησαν τα σαράντα παλικάρια της Τροπολιτσάς. << Ποτήριον σωτηρίας λήψομαι… >> Αυτό θέλω… Και οι δυο μαζί…

          Απορία ψάλτου, βηξ! Μας έπιασε ένας βήχας ακατάσχετος που σκέπαζε τις νότες.

          --- Γιατί; Γιατί; απορούσε ο μουσικός και χτυπούσε με δύναμη τα πλήκτρα.

          --- Γιατί τ’ αφήσαμε αδιάβαστο! Ο Βασίλης βρήκε πάλι το θάρρος να πει την αλήθεια.

          --- Τεσσάρι λοιπόν κι ελάτε το Σεπτέμβρη! Να, κοιτάτε, το περνάω στον  κατάλογο! 

          Στο σπίτι ο Βασίλης ξέχασε κάθε χαρά της ζωής κι έπεσε στα μαύρα πανιά. Δε μιλιόταν και σεργιάνιζε όλο το απόγευμα από τον ένα τοίχο στον άλλο. Και πριν σκοτεινιάσει σαν λουσμένος από άγιο φως, ηρέμησε και στάθηκε σκυφτός μπροστά μου. Εννόησα πως κάτι ήθελε να του πω, ένα λόγο παρηγοριάς για το φιάσκο μας. Το έπραξα και του ‘πα:

          --- Μη στενοχωριέσαι! Θα πούμε στους γέρους μας πως το περάσαμε το έτος! Εμείς όμως όλο το καλοκαίρι θα διαβάζουμε! Και το Σεπτέμβρη που περήφανοι θα φοιτούμε στο δεύτερο έτος, τους το ξεφουρνίζουμε!

           Έπαιξε το μάτι του γοργό και συνήλθε.

            --- Αν όμως το μυριστούνε πως διαβάζουμε;

            --- Πώς να το μυριστούνε; Αφού θα διαβάζουμε στο βουνό!

            --- Στο βουνό;

           --- Θα φυλάμε μαζί τα αμνοερίφια και θα σμίγουμε! Θα φτιάξουμε φλογέρες, θα ανοίγουμε τα ασκησάρια με τα σολφέζ και θα κάνουμε πρόβες! Ούτε γάτα ούτε ζημιά! Τροπάρια, άσματα, ασκήσεις και νότες θα μαθευτούν απέξω κι ανακατωτά!

           Γέλασε, μ’ αγκάλιασε και φώναξε περιχαρής:

           --- Μπράβο, Πανάγο, μ’ έβγαλες  απ’ το αδιέξοδο! Όλα απέξω, καλά λες θα τα μάθουμε, τίποτα δε θα μας ξεφύγει!

           Σκέφτηκε λίγο, με πλησίασε περισσότερο και πρόσθεσε:

           --- Είσαι γενναίος! Και τώρα; Είσαι για το Μαίναλο; Ο αέρας θα μας κάνει καλό, θα μας αναζωογονήσει περισσότερο!

           Στο δρόμο σταμάτησε, κοίταξε την κορυφή του βουνού και με ρώτησε με αγωνία:

           --- Δύσκολη μου φαίνεται η ανάβαση της κορυφής, Παναγιώτη!  Τι λες; Θα την ανεβούμε καμιά φορά;

          Τον κοίταξα στο βάθος των ματιών του και του ‘πα:

           --- Με τα μυαλά που κουβαλάμε, όχι! Δε βλέπω πουθενά τη σημαία μας να κυματίζει!  Αν όμως  αλλάξουμε μυαλά ίσως να την ανεβούμε την κορυφή!

           Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και με ρώτησε:

           --- Είσαι να δώσουμε έναν όρκο;

           --- Τι να λέει;

           --- Πως θ’ ανεβούμε την κορυφή!

          --- Είμαι!

          --- Άκουσε τότε τον όρκο και επανέλαβε!

          --- Ακούω!

          --- Ορκιζόμαστε στον Ένα Θεό τον Παντοκράτορα, να μας ρίξει φωτιά και να μας κάψει αν δεν αλλάξουμε μυαλά και δεν κόψουμε  πειρασμούς, γυναίκες, ξενύχτια, οινοποσίες, και ό,τι συναφή ανήθικο καταστρέφει τη Μία και Ιερή ζωή μας!

 

 

                                                     = = =

 

 

           Σε τρεις μέρες φύγαμε από την Τρίπολη και χωρίσαμε. Συναντηθήκαμε αρχές Αυγούστου στο όρος Αιγάλεω Κυπαρισσίας που χωρίζει τα δυο χωριά μας. Βοσκούσαμε τα κοπάδια μας και διαβάζαμε όπως είχαμε συμφωνήσει. Έτσι το Σεπτέμβρη που παρουσιαστήκαμε ενώπιον του πιάνου και του Μουσικού, ο καθηγητής τα ‘χασε για τη φιλομάθειά μας! Ο δε Βασίλης έψαλλε ακόμη και το τεριρέμ που ήταν εκτός ύλης!  Βέβαια δε μιλάμε για βαθμό αλλά για άριστα! Άριστα και οι δυο και φυσικά και στο δεύτερο έτος!  

      ellinikoxronografima.blogspot.gr    panant1947@gmail.com