Διήγημα
Μπροστοθρανίτες
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τούτη τη φορά είπα να μπω στη
Σχολή. Δεν το άντεχα να ‘μαι απέξω και
να μου λένε τα υποψήφια χορτασμένα πλουσιόπαιδα της ιατρικής, πως τα γονίδια
του πατέρα μου ήταν << ομιχλώδη από βιοενέργεια >>
και με << παγίδεψαν >>
πράγμα που σήμαινε πως ήμουν σκράπας κι άχρηστος για πτυχίο. Έτσι χαιρετώντας
τον πατέρα, που με κοίταξε ξαφνιασμένος ένα πρωί, του είπα με λόγο χαριτωμένο
και αποφασιστικό:
---
Φεύγω! Πάω να δοκιμάσω πάλι την είσοδό μου στην Παιδαγωγική Σχολή! Δώσε μου την ευχή σου και στείλε τον
οβολό σου, στα Εξάρχεια! Πάω για φροντιστήριο!
Με το δάκρυ να του κυλάει στο
μάγουλο, μ’ αγκάλιασε εκείνος και μου είπε:
--- Πιστεύω σε σένα γιε μου και
μυρίζομαι το σκαμπίλι που θα ρίξεις
στους εχθρούς σου. Πρόσεξε όμως μην ξεφύγεις. Άφησε τις ασωτίες, ξέχνα τις
γυναίκες κι αγάπησε τα γράμματα γιατί κι αυτά έχουν γλύκες και σιρόπια!
Ξεκίνησα με άδειο σάκο και με μόνη
έγνοια μου τη Σχολή. Στα Εξάρχεια βρήκα
σπίτι, ένα υπόγειο μια σταλιά, είκοσι πέντε σκαλιά κάτω στο χάος, τυφλό, χωρίς
παράθυρα, με τουαλέτα τούρκικη, ράντζο κουτσό και το σανίδι του τραπεζιού
σάπιο. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα με τον πόνο μου αγκαλιά και το πρωί γράφτηκα
στο φροντιστήριο του Τσαπέκη στην Κάνιγγος. Ο θείος Κώστας μ’ έβαλε στου
Μαρινόπουλου αποθηκάριο, η δουλειά σκληρή, ολημερίς δερνόμουν με τα χαρτόκουτα
και τις γεμάτες με κολόνιες νταμιτζάνες.
Δεμένος με τη δουλειά και το
κουβάρι της γνώσης, ο ελεύθερος χρόνος μου ήταν λίγος, ένιωθα σαν το πουλί στο
κλουβί, στη χάση και στη φέξη
συναντιόμουν με φίλους, την κουβέντα είχα ξεχάσει για τις όμορφες και
τις μαυρομάτες. Ώσπου σ΄ ένα κρασοπουλειό που έτρωγα, γνώρισα το Βασίλη.
--- Γνωστός φαίνεσαι, από πού; τον
ρώτησα.
--- Από τη Σπηλιά της Μεσσηνίας! Εσύ;
--- Κι εγώ από κει κοντά!
--- Χωριό; Ακούω!
--- Από τη Μουριατάδα!
Μου ‘κλεισε το μάτι, γέλασε, σφίξαμε
τα χέρια και με τις λέξεις να ηχούν στο
στόμα του σαν νότες από φλάουτο, μου είπε:
--- Θα γίνουμε φίλοι όπως ο Δάμων και
ο Φιντίας, θα μπούμε στη Σχολή, θα πάρουμε το πτυχίο και θα πάμε στο χωριό
σπουδαγμένοι! Είσαι;
--- Είμαι!
Πέσαμε με τα μούτρα στο διάβασμα,
μπήκαμε στο παιδαγωγικό της Ακαδημίας της Τρίπολης και μπροστοθρανίτες ούτε που
καταλάβαμε πως πέρασε το εξάμηνο. Από το δεύτερο αλλάξανε τα πράγματα, ήρθανε
ζόρια, ο ορίζοντας της σπουδαστικής μας θητείας προβλεπόταν συννεφιασμένος. Ο
καθηγητής της μουσικής ήταν αυστηρός, σκληρό καρύδι και απαιτητικός. Ήθελε να
παίζουμε φαρσί στο πιάνο τις βυζαντινές
και τις ευρωπαϊκές νότες και σε κάθε
φάλτσο μας έριχνε μια και μας κολλούσε στο θρανίο. Πονούσε ο λαιμός μας να τραγουδάει και στα
σολφέζ μας έπιαναν ενοχλητικοί ξερόβηχοι. Αυτός μας ενέπαιζε, μας χαστούκιζε και μας ζούρλαινε ψέλνοντας στη διαπασών κοντά στ’ αυτιά μας:
Νη, Πα, Βου, Γα, Δη, Και, Ζω, Νη!
Τραγουδώντας σχολικά τραγούδια, ψέλνοντας
τροπάρια και ευρωπαϊκά σολφέζ με το ακορντεόν, του έλεγα με ψυχή περονιασμένη
από την παγωνιά της απελπισίας:
--- Θα γεράσουμε, Βασίλη στο πρώτο έτος!
Ζόρικη η μουσική, ζόρικος και ο μουσικός, να δούμε πως θα ξεμπερδέψουμε τον
Ιούνιο με τις εξετάσεις.
--- Έλα, βρε, μου έλεγε αυτός. Κλείσε το
ασκησάριο και πάμε έξω. Στο σπουδαστικό βιβλιοπωλείο είδα το βιβλίο << Η δολοφονία του Χριστού >> του
Βίλχελμ Ράϊχ, μας περιμένει να το αγοράσουμε. Ύστερα πάμε στο Μαίναλο να το
διαβάσουμε. Η συναισθηματική πανούκλα
που έστειλε το Χριστό στο σταυρό και τόσο τραγικά την αναφέρει ο συγγραφέας
στις σελίδες του θα μας φτιάξει τη διάθεση! Άφησε το μουσικό να ζει στον κόσμο
του με το << λεμονάκι μυρωδάτο! >>
Αγοράζαμε το βιβλίο και ξαπλωμένοι στις
υπώρειες του Μαίναλου το διαβάζαμε. Ο Βασίλης λίγο άντεχε το περιεχόμενο, έτσι
σταματώντας το διάβασμα κάθε τόσο και λιγάκι μου έλεγε με πνιγμένη φωνή:
--- Ξέρεις τι σκέπτομαι όση ώρα
φαντάζομαι τον όχλο να ανεβάζει το Χριστό στο σταυρό;
--- Πού θες να ξέρω!
---Τη ματαιότητα! Παλεύουμε να μάθουμε
μουσική και να περάσουμε το έτος, αγωνιούμε, κουραζόμαστε, ξενυχτάμε,
βραχνιάζουμε, αρρωσταίνουμε και στο τέλος μ’ ένα φου, φου, σβήνουμε! Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς ή θα ‘ταν
καλύτερα να τα παρατάει;
Μ’ άρεσε όπως μου μιλούσε, τον
τσιγκλούσα να συνεχίσει, λέγοντάς του:
--- Θέλεις να πεις να τα παρατήσουμε
κι εμείς
και να γυρίσουμε στο χωριό;
--- Όχι βρε, αδερφέ, δεν εννοώ
αυτό! Το μάταιο της ανθρώπινης προσπάθειας
επισημαίνω!
Αφήναμε ύστερα το βιβλίο και καθόμαστε
στη θέση του Κολοκοτρώνη. Από κει ο αρχιστράτηγος αγνάντευε την Τριπολιτσά όταν
έφτιαχνε το σχέδιο της κατάληψής της διώχνοντας τους Τούρκους. Φανταζόμαστε και
τους εαυτούς μας στρατιώτες του, με το γιαταγάνι και το γκρα στο χέρι μας να
έχουμε πάρει θέση για την πολιορκία και να περιμένουμε το πρόσταγμά του για τον
αγώνα της λευτεριάς της. Αράζαμε στη
συνέχεια, πιάναμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και τελειώναμε τη σχόλη
μας με γέλια σπαρταριστά. Στο σπίτι που γυρνούσαμε, αρχίζαμε πάλι τα φιλάκια με
τις νότες. Ξενυχτούσαμε να τις μάθουμε και το πρωί νυσταγμένοι παίρναμε το
δρόμο κούτσα - κούτσα για τη Σχολή.
--- Κανελλόπουλος Βασίλειος! Για έλα
λεβέντη μου και λέγε το τροπάρι! καλούσε το φίλο μου ο μουσικός και κούρντιζε
το πιάνο.
Ο Βασίλης σηκωνόταν και βαδίζοντας
λες και πήγαινε σε πόλεμο, καθόταν κοντά του.
Ο μουσικός του ‘λεγε:
--- << Σιγησάτω πάσα σαρξ
βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου… >> Λέγε τις νότες! Παίζω!
Ο Βασίλης αγνοώντας τες,
δικαιολογούταν ψευδόμενος:
--- Οι φωνητικές χορδές μου είναι
ερεθισμένες και ο γιατρός μου συνέστησε αποχή από κάθε ψαλτική δραστηριότητα.
Αν μπορούσατε να με βάζατε σ’ ένα μικρότερο τροπάρι να με εξετάσετε…
--- Τότε ψάλλε: << Εκ
στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον. Αλληλούια >>.
Άρχιζε ο Βασίλης και το ψάλσιμο
έβγαινε γκαριχτό. Μέχρι που έσβηνε κι ακουγόταν ένα πεθαμένο πα πα πα…
--- Αυτό έλειπε να μας κάνεις τώρα και
την πάπια! του έλεγε ο μουσικός και τον κορόιδευε μ ένα σιγανό ραπαπα, παμ. Σε
ορνιθώνα βρίσκεσαι; Πήγαινε και οσονούπω φτάνει ο Ιούνιος.
Καθόταν ο Βασίλης ασθμαίνοντας και
σιωπηλός. Ο μουσικός έπιανε μένα. Για έλα εσύ, να δούμε τι πουλιά πιάνεις…
Καθόμουν. Με σκουντούσε με το
γόνατο.
--- Αρχίνα τι περιμένεις; μου ‘λεγε.
--- Ποιο τροπάρι;
--- Εσύ δε θα πεις τροπάρι αλλά
τραγούδι, πατριωτικόν, εθνικόν και διδακτικόν.
--- Ποιο;
---
<< Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα που έδιωξες τους τύραννους κι ελεύθερ’ είσαι τώρα…>>
--- Δεν το διάβασα. Κουραστήκαμε
χθες όλη τη νύχτα με το Βασίλη να μάθουμε τ’
άλλα κι αυτό δεν το εμπεδώσαμε…
--- Καλά! Το ίδιο ισχύει και για
σένα! Έλα τον Ιούνιο να τα πούμε… Μου τραβούσε το τσουλούφι, μου ‘δινε μια και
μ’ έστελνε στο θρανίο.
Μ’ όλα αυτά, συνεχίζαμε να τη
διαβάζουμε τη μουσική αλλά μουσικοί δε γινόμαστε. Γινόμαστε όμως φιλόσοφοι αφού
δεν αφήναμε βιβλίο για βιβλίο στα βιβλιοπωλεία να πιάσει σκόνη. Το μαθαίναμε
απέξω και συζητούσαμε τα συμπεράσματά μας από τις ιδέες του στις παρέες και
στις σπουδαστικές συγκεντρώσεις. Ώσπου
μια τρελή αποκριά σ’ ένα χορό μας έφερε δυο κολομπίνες μελαχρινές, θεές
Ολύμπιες με στήθια λεμονάκια αφράτα. Αγκάλιασα εγώ τη μία ο Βασίλης την άλλη κι
από τότε που μας έβρισκες που μας έχανες, πότε στο Μαίναλο και πότε στο
αναψυκτήριο του Σόσολη. Τις κοιτάζαμε στα μάτια κι όλη η ευτυχία μας γινόταν
θάλασσα απέραντη και σπαρμένη από στεφάνια, κουφέτα, παιδιά, ταξίδια,
πολιτείες, ανθρώπους, αρρώστιες, γηρατειά και θανάτους. Μας έπιανε φόβος,
λουμώναμε στις αγκαλιές τους και ψάχναμε
τη γιατρειά μας στη ζεστή φωλίτσα των λευκών βυζιών τους.
--- Έλα μη φοβόσαστε! μας
παρηγορούσαν και άφηναν τα πλούσια
σωματικά κάλλη τους να μας
αφομοιώσουν. Ρουφούσαν τα χείλη μας, χάιδευαν τα μαλλιά μας, φιλούσαν τα αυτιά
μας και ψιθύριζαν:
--- Έτσι φοβόσαστε και τα γράμματα;
Ο Βασίλης πιο θαρραλέος, τους έλεγε:
--- Πρώτα θα σπουδάσουμε τον έρωτα
μαζί σας και μετά την επιστήμη!
--- Συμφωνείς και συ κανακάρη μου; με
ρωτούσε η δική μου και μου κολλούσε τα ροζ χειλάκια της στα δικά μου σαν
βεντούζες.
Η άλλη ζήλευε και τον αρχινούσε κι
αυτόν στις γλύκες, ψιθυρίζοντας του λεξούλες φτιαγμένες από σκόνη χρυσή .
Μ’ αυτές τις τρυφερότητες
φτάσαμε στον Ιούνιο. Και μας έκαναν κακό
γιατί ξεχάσαμε και Μουσική και βιβλιοπωλεία. Κι από τα ράφια των βιβλίων
βρεθήκαμε στα ράφια των οινοπνευματωδών! Και στα μέσα του Ιονίου, βρεθήκαμε
σκράπες μπροστά στο μουσικό.
--- Πάμε! μας είπε με φωνή βαριά που
νομίσαμε πως μας πάτησαν τα σαράντα
παλικάρια της Τροπολιτσάς. << Ποτήριον σωτηρίας λήψομαι… >> Αυτό
θέλω… Και οι δυο μαζί…
Απορία ψάλτου, βηξ! Μας έπιασε ένας
βήχας ακατάσχετος που σκέπαζε τις νότες.
--- Γιατί; Γιατί; απορούσε ο μουσικός
και χτυπούσε με δύναμη τα πλήκτρα.
--- Γιατί τ’ αφήσαμε αδιάβαστο! Ο
Βασίλης βρήκε πάλι το θάρρος να πει την αλήθεια.
--- Τεσσάρι λοιπόν κι ελάτε το
Σεπτέμβρη! Να, κοιτάτε, το περνάω στον
κατάλογο!
Στο σπίτι ο Βασίλης ξέχασε κάθε χαρά
της ζωής κι έπεσε στα μαύρα πανιά. Δε μιλιόταν και σεργιάνιζε όλο το απόγευμα
από τον ένα τοίχο στον άλλο. Και πριν σκοτεινιάσει σαν λουσμένος από άγιο φως,
ηρέμησε και στάθηκε σκυφτός μπροστά μου. Εννόησα πως κάτι ήθελε να του πω, ένα
λόγο παρηγοριάς για το φιάσκο μας. Το έπραξα και του ‘πα:
--- Μη στενοχωριέσαι! Θα πούμε στους
γέρους μας πως το περάσαμε το έτος! Εμείς όμως όλο το καλοκαίρι θα διαβάζουμε!
Και το Σεπτέμβρη που περήφανοι θα φοιτούμε στο δεύτερο έτος, τους το
ξεφουρνίζουμε!
Έπαιξε το μάτι του γοργό και
συνήλθε.
--- Αν όμως το μυριστούνε πως
διαβάζουμε;
--- Πώς να το μυριστούνε; Αφού θα
διαβάζουμε στο βουνό!
--- Στο βουνό;
--- Θα φυλάμε μαζί τα αμνοερίφια και
θα σμίγουμε! Θα φτιάξουμε φλογέρες, θα ανοίγουμε τα ασκησάρια με τα σολφέζ και
θα κάνουμε πρόβες! Ούτε γάτα ούτε ζημιά! Τροπάρια, άσματα, ασκήσεις και νότες
θα μαθευτούν απέξω κι ανακατωτά!
Γέλασε, μ’ αγκάλιασε και φώναξε
περιχαρής:
--- Μπράβο, Πανάγο, μ’ έβγαλες απ’ το αδιέξοδο! Όλα απέξω, καλά λες θα τα
μάθουμε, τίποτα δε θα μας ξεφύγει!
Σκέφτηκε λίγο, με πλησίασε
περισσότερο και πρόσθεσε:
--- Είσαι γενναίος! Και τώρα; Είσαι
για το Μαίναλο; Ο αέρας θα μας κάνει καλό, θα μας αναζωογονήσει περισσότερο!
Στο δρόμο σταμάτησε, κοίταξε την
κορυφή του βουνού και με ρώτησε με αγωνία:
--- Δύσκολη μου φαίνεται η ανάβαση
της κορυφής, Παναγιώτη! Τι λες; Θα την
ανεβούμε καμιά φορά;
Τον κοίταξα στο βάθος των ματιών του
και του ‘πα:
--- Με τα μυαλά που κουβαλάμε, όχι!
Δε βλέπω πουθενά τη σημαία μας να κυματίζει!
Αν όμως αλλάξουμε μυαλά ίσως να
την ανεβούμε την κορυφή!
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου
και με ρώτησε:
--- Είσαι να δώσουμε έναν όρκο;
--- Τι να λέει;
--- Πως θ’ ανεβούμε την κορυφή!
--- Είμαι!
--- Άκουσε τότε τον όρκο και
επανέλαβε!
--- Ακούω!
--- Ορκιζόμαστε στον Ένα Θεό τον
Παντοκράτορα, να μας ρίξει φωτιά και να μας κάψει αν δεν αλλάξουμε μυαλά και δεν
κόψουμε πειρασμούς, γυναίκες, ξενύχτια,
οινοποσίες, και ό,τι συναφή ανήθικο καταστρέφει τη Μία και Ιερή ζωή μας!
= = =
Σε τρεις μέρες φύγαμε από την
Τρίπολη και χωρίσαμε. Συναντηθήκαμε αρχές Αυγούστου στο όρος Αιγάλεω
Κυπαρισσίας που χωρίζει τα δυο χωριά μας. Βοσκούσαμε τα κοπάδια μας και
διαβάζαμε όπως είχαμε συμφωνήσει. Έτσι το Σεπτέμβρη που παρουσιαστήκαμε ενώπιον
του πιάνου και του Μουσικού, ο καθηγητής τα ‘χασε για τη φιλομάθειά μας! Ο δε
Βασίλης έψαλλε ακόμη και το τεριρέμ που ήταν εκτός ύλης! Βέβαια δε μιλάμε για βαθμό αλλά για άριστα!
Άριστα και οι δυο και φυσικά και στο δεύτερο έτος!
ellinikoxronografima.blogspot.gr panant1947@gmail.com