Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Στ’ άρματα, στ’ άρματα!

Αποτέλεσμα εικόνας για ο χαμένος ανθυπολοχαγός
Ο χαμένος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία
  Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
                       Σε τούτο τον καιρό που καίει και καίγεται ένα κεφάλι ακουμπάει στον ώμου μου και μου λέει να τραγουδήσω, μέρα που ξημερώνει σαν την 28η Οκτωβρίου 1940 που ένας λιοψημένος ξυλοκόπος πόλεμος έκανε με το τσεκούρι του κόκαλα τον κόσμο. Κι εγώ αρχίζω με τον περασμένο άνεμο του πολέμου να ‘ρχεται και να μου σκονίζει τις λέξεις: << …Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα που μας εμάραινε θανατερά θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά >>.
                      Ενθουσιάζομαι και συνεχίζω, το << Χάρη >> του Αναγνωστάκη να ψιθυρίζω: << … Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: << Πέθανε ο Χάρης >>  << Σκοτώθηκε  >> ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στη ματιά του χαράχτηκε άσβηστη η χαρά της καινούριας ζωής μας >>.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Διήγημα:Το στοιχειωμένο σπίτι

Αποτέλεσμα εικόνας για Το στοιχειωμένο σπίτιΤου Παναγιώτη  Αντωνόπουλου  
                Αυτή την είδηση που θα σας περιγράψω και διαδόθηκε στην πόλη σαν αστραπή από στόμα σε στόμα σε λίγες μόνο ώρες οι πιο πολλοί κάτοικοί της έλεγαν πως τη γέννησε το αρρωστημένο μυαλό του φαντασιοκόπου και παγερού εκείνου ανθρώπου που σε κρίση νευρικού ξεσπάσματος είδε ό,τι είδε και  θέλησε να διασκεδάσει με το φόβο τους.  Καυχιόταν δε μ’ ένα ειρωνικό γελάκι σαν διηγιόταν το εντυπωσιακό επίτευγμα της φαντασίας του πως όσα είδε εκείνη τη νύχτα ήταν αληθινά και οφείλονταν στην επικοινωνία του με το παρελθόν χάρη στα ιδιαίτερα γονίδιά του που του τα είχε εξασκήσει το συναίσθημα και η γνώση.
            Ακόμη ο φίλος αυτός  είχε την έμμονη ιδέα να χαρακτηρίζεται ερωτευμένος με τη Νύχτα κι αυτή ως ανταπόδοση του φανέρωνε αβίαστα πολλές  εξωφρενικές στιγμές συμβάντων  ανθρώπων των θρύλων που του παρουσιάζονταν σαν φαντάσματα ή παραισθήσεις.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Ο πιτσιρίκος

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
       Δειλινό. Στο βάθος η Πρώτη και στο σώμα της ένας Ύψιστος Πικάσο έβαφε με χρώματα Ωκεανίδες γυμνές ξαπλωμένες στα στιλπνά βότσαλα. Στ’  άγονο σπλάχνο του νησιού,  λευκό το εκκλησάκι της Παναγιάς χαϊδευόταν στο λευκό γένι  τ’ ουρανού, στολίδι ακριβό, μυρισμένο από ιωδιούχο αέρα της θάλασσας και υγρασία βλαστερή. Ο παράδεισός του ιαματικός, τις πληγές γιατρεύει με την ψίχα της άγιας αρμύρας του Ιονίου του ιαματικού.  Στο ερημητήριο του χορτασμένοι γύπες δε χωράνε, τα βράχια του πατούν μόνο ξεριζωμένοι φτωχοί που τη ζωή τους έφαγαν ξεσκέπαστοι και ξόδεψαν το χρόνο τους στην πιλάλα του μεροκάματου και της όχεντρας βιοπάλης. 
         Εκεί στο νησί σαν πας να ζήσεις τη βγάζεις μ’ ένα ροή λάδι,  δυο κατσίκες, λίγες κότες και έχεις για συντρόφια την προσευχή, τη νηστεία, τους γκιόνηδες και τα κοτσύφια.   Θόλοι σκιεροί σε ζώνουν, άντρα βραχώδη κι ένα σύννεφο από μικρούς ιριδισμούς υφαίνουν τους λόφους με πέπλα σκουροπράσινα. Ακούγονται λογιών - λογιών ύμνοι, ψίθυροι από ψαρόνια, κραυγές γλάρων, τραγούδια αηδόνας, κηρύγματα ευαγγελικά της σουσουράδας κάτω στην ακρογιαλιά.

ΧΡΟΝΟΓΡΆΦΗΜΑ: Ο δρόμος

 Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
              Ο δρόμος στη γειτονιά μου έχει τις δεντροστοιχίες του γκρίζες και γερασμένες. Τα φύλλα τους είναι κίτρινα κι αραιά και οι κορμοί τους σάπιοι και ξεφλουδισμένοι. Ο αέρας φθισικός και μολυσματικός χλωμαίνει τις οδύνες στους διαβάτες που  τυλιγμένοι στα χάρτινα όνειρά τους κυνηγούν λίγα παρθένα ευρώ στον Κένταυρο αφέντη. 
              Δεν περνάνε σάρκες γνώριμες από δω, με λαμέ γραβάτες,  ελβετικά ρολόγια και δερμάτινα μποτίνια. Οι πατησιές είναι σχήματα από βράχους και οι φωνές τραχιές σαν ουρλιαχτά λύκου. Θυμίζουν τούτοι οι περαστικοί ξεχειλωμένες ιστορίες και παλιές φθορές από σφαίρες τρυπημένες. Τα πρόσωπά τους γεμάτα αυλακιές και οι ψυχές τους τριμμένες σαν σκόνη αστρική. Τα μάτια τους θολά σαν ρόδα μαραμένα. Τα χέρια τους ανοιχτά σαν αξίνες ατσαλωμένες. Μαλλιά αχτένιστα,  τα ρούχα τους φτηνά ραμμένα με της ανάγκης τις κλωστές. Μπαλώματα πολλά, παντού, στα γόνατα, στους πισινούς, στα μέρη τα απόκρυφα κι εκεί που οι χούφτες της ερημιάς  πίνουν το πηγμένο αίμα τους.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Δ Ι Η Γ Η Μ Α:Το άρωμα του ρόδου

Του Παν. Αντωνόπουλου          
           Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα ο διηγηματογράφος της πόλης, πέρασε την ξύλινη πόρτα του καφέ  cuore  και κάθισε στο μαύρο καναπέ με το οβάλ τραπέζι. Έβαλε ύστερα μπρος του το βιβλίο του Τόμας Μαν << Η απατημένη >> κι αφού το κοίταξε λίγο και θαύμασε την ομορφιά του εξωφύλλου του, άρχισε με τρυφερότητα να το φυλλομετρά και να ρίχνει ματιές αγωνίας κι έπαρσης στα καλογραμμένα και φροντισμένα κεφάλαιά του.  << Θα εναλλάσσεται το φως με το σκοτάδι όπως σε όλα του τα βιβλία >> σκέφτηκε ο διηγηματογράφος σαν έφτασε και στην τελευταία σελίδα και το ‘κλεισε με τον προσήκοντα σεβασμό που απόδιδε σε κάθε βιβλίο που έπεφτε στα χέρια του. 
        Έφερε ύστερα τα λυπημένα μάτια του ολοτρόγυρα στο χώρο του καφέ και με την περιέργεια που τον διέκρινε, άρχισε να κοιτάζει την αξιαγάπητη αισθητική του που με περίσσεια αποδοτικότητα είχαν φιλοτεχνήσει ο νους και το χέρι του διακοσμητή.

Δ Ι Η Γ Η Μ Α: Καρέ της ντάμας

                                                          Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
           Ο άντρας υποκλίθηκε με ευγένεια στην κοπέλα της ρεσεψιόν κι αφού διόρθωσε με αποφασιστικές αδραξιές τα φουντωμένα του μαλλιά, τη ρώτησε με το βλέμμα του στραμμένο προς τα δεξιά του διαδρόμου απ’ όπου ακούγονταν φωνές: 
          << Έχει αρχίσει το χαρτί; Είχε λίγο χιόνι ο δρόμος κι άργησα. Θα με συγχωρήσουν πιστεύω οι κύριοι…>>
         Η κοπέλα χαμογέλασε χαριτωμένα και του είπε με αυθόρμητη εγκαρδιότητα: 
          << Η πόρτα της λέσχης είναι ανοικτή όπως πάντα, κύριε και σας περιμένει να την περάσετε!>>
         Ο άντρας σαν  φάνηκε να τη θαυμάζει για λίγο έτσι όμορφη που ήταν μέσα στο λευκό μεταξωτό και στολισμένο με κίτρινες δαντέλες φόρεμά της, την άφησε και κίνησε με αργό κι αυστηρό βηματισμό για το διάδρομο.

Δ Ι Η Γ Η Μ Α: Η γυναίκα της οδού Αφροδίτης

          Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
              Ο Τόμας σαν κλείδωσε την πόρτα πίσω του κι έριξε μια αδιάφορη ματιά στον ευρύχωρο χώρο του δωματίου του, άναψε ένα τσιγάρο και πλησίασε το παράθυρο. Εκεί μ’ ένα χαμόγελο στο ευφυές πρόσωπό του, άρχισε να  κοιτάζει για πολλή  ώρα την αδύνατη φωτισμένη και τυλιγμένη στα βαθιά σκοτάδια μικρή πολιτεία την οποία εμπορικοί και προσωπικοί λόγοι τον ανάγκασαν να την επισκεφτεί.
            << Α, αχά >> τσίριξε σε μια στιγμή έτσι που η φωνή του φάνηκε να ξεστράτισε. << Το βρίσκω ύψιστα, πολύ ύψιστα διασκεδαστικό αυτό που βλέπω! >> ξεφώνισε στη συνέχεια μ’ ένα παρατεταμένο γέλιο για να πει με υπερβολική χαρά: << Όλα γίνονται στην εποχή μας! Κι ένας οίκος ανοχής, σαν αυτόν που βλέπω απέναντι, πάντα δίνει ενεργητικότητα κι επινοητικότητα στους ανθρώπους της πόλης! Ας είναι οπλισμένη με υγεία η κυρία που δίνει το λάγνο και χυμώδες κορμί της με τους θυελλώδεις σπασμούς του στις ανάγκες των αντρών για να ικανοποιήσουν το ερωτικό τους πάθος>>.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Πιτουροκέφαλοι και λαμόγια

Αποτέλεσμα εικόνας για λαμόγιο    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
           Γι’  άλλους  οι διπλές, γι’ άλλους οι εξάρες. Και η χήρα η Θανάσαινα, το δεξί χέρι του γαιοκτήμονα Αβούτσου, έφερνε όλο διπλές και  άσπρη μέρα δεν έβλεπε. Ζούσε σε χαμόσπιτο, η αυλή βρώμικη, η λάσπη με τις σαπουνάδες την έπνιγε, τα τρία παιδιά της μεγάλωναν με αραποσίτια και οι θέρμες τα ξάπλωναν στο στρώμα με την καρδούλα τους να χορεύει τρελό βαλσάκι.
          Πιο πέρα το λαμόγιο, είχε το δικό του παλάτι, κυριλίτικο, περιωπής, με πίνακες του Ρενάν  και του Μανέ στολισμένο. Μπαινόβγαινε με την κηλίδα του χορτασμένου στο μάτι, κοιτούσε στη σκάφη με τα άπλυτα της παραδουλεύτρας, ξίνιζε τα μούτρα του και στόλιζε με αγίους και γαμοσταυρούς τα μουσκεμένα κοντοβράκια των παππούδων της μπουγάδας.     
           Η παραδουλεύτρα Θανάσαινα όταν δεν έπλενε, λανάριζε μαλλιά στην αυλή της λότζας, αμίλητη κοιτούσε τους τοίχους του λαμόγιου, το μάτι της ακόνι  τους γκρέμιζε, τους έκανε σωρούς από χώμα και χωρίδια. Ζητούσε να βρει χαραμάδα να μάθει πως χτίστηκε τέτοια σπιταρόνα, βλογιοκοπιόταν να της έρθει έμπνευση να ανακαλύψει πούθε ξεφουρνίστηκε τόσο λεφτό, τα κουρέλια της πόλκα της στριφογύριζε στα χέρια της και ζήλευε το casual ντύσιμο που φορούσε το βδέλυγμα, ο πλούσιος γείτονά της.