Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Αγύρτες αισχροί, έφεραν μετά το εξήντα μια Πρωτοχρονιά σπιρουνού καουμπόισσα που ‘κανε στάχτη και μπούλμπερη τη ζωή μας, χωρίς κουραμπιέδες και μελομακάρονα, χωρίς ένα γεροορνίθι στο πιάτο μας. Βλέπαμε εμείς του αδελφάτου των φτωχών, τους κοκόρους που μαδιόνταν στις αυλές των χορτασμένων και μας έπιανε ντελίριο από τη ζήλια. Η οργή λαγούμια έσκαβε μέσα μας να κρύψει τη μαραμένη μας ελπίδα, σγουμπή η αυγή μας έδινε τα τρίγωνα τους δρόμους να πάρουμε, το τραγούδι ν’ αρχίσουμε και να ξεχάσουμε.
Περπατώντας και τραγουδώντας ονειρεύτηκα την Αστρούλα. Γιατί δεν ήρθε; Πάντα μ’ ένα πεθαμένο χαμόγελο, χλομή, αδύνατη, νηστική με τα πόδια της γεμάτα καψαλήθρες, έτρωγε τη λέξη << καλημέρα >> όταν μου την έλεγε σαν πότιζε τους υάκινθους στο σύνορο του κήπου μας αφήνοντας πάνω μου το βλέμμα της σαν φύλακα προστασίας.