Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Διήγημα:Η μαγεία της εφημερίδας

Αποτέλεσμα εικόνας για αναγνωση εφημεριδωνΤου Παναγιώτη Αντωνόπουλου
           Η ανάγνωση της  εφημερίδας στη χρυσή εφηβική ηλικία ήταν πνευματικό ψήλωμα, αχτίδα γνώσης λαμπρόφεγγη που μας ακόνιζε του λογισμού το κοντάρι. Την έφερνε ο πατέρας από την πόλη σε σακούλι  μαζί με είδη μπακαλικής, αρωματικό μπακαλιάρο, κονσέρβες  και φρέσκους γαύρους ψαρεμένους στην αρμύρα του Ιονίου. 
           Ψαλιδίζοντες το χρόνο της ραστώνης μας το περίσσευμά του το ξοδεύαμε σκυμμένοι ώρες πολλές να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τις στήλες και τις γραφές της. Και αυτό γιατί υποτασσόμαστε στην πνευματική μας φιλοδοξία που μας ήθελε μεγαλειώδεις εγκυκλοπαιδιστές και αδιόρθωτους εραστές του γνωστικού ρεαλισμού.
          Όταν ξεπέζευε στην αυλή  από τον ίππο μας την προσέφερε. Τη δεχόμαστε όπως οι πάπες την τιάρα και κλεινόμαστε στο εφηβικό μας δωμάτιο. Αρχή της ανάγνωσης ήταν η στήλη με τα ποδοσφαιρικά.  Σκότος  η << Οδύσσεια >> του Ομήρου, ευτελέστατη η  << Αντιγόνη >> του Σοφοκλή, ρομάντζα για γέρους ο << Οιδίποδας τύραννος >> μπροστά στις τρίπλες του Νεστορίδη, τους κεραυνούς του Παπαεμμανουήλ και τις αιλουροειδείς αποκρούσεις στη γωνία του γάτου τερματοφύλακα Θεοδωρίδη! Ο Λινοξυλάκης μέγιστος βιρτουόζος της στρογγυλής θεάς, η τριάρα της ομάδας μας πλέον ενθουσιώδης από τη θεία Κλυταιμνήστρα του βιβλίου που μας γέμιζε τρόμο! Ο Οδυσσέας άντρας πολύτροπος, όμως ο Δομάζος πορθητής ανίκητος του κάστρου του Ολυμπιακού.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ:Αχτίδα κίτρινη γλυκιά

Αποτέλεσμα εικόνας για Αχτίδα κίτρινηΤου Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
          << Αγαπημένε μου! Σ’ ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο σου που μου έστειλες  και για τα ζεστά σου λόγια. Μα ακόμη σ’ ευχαριστώ πιο θερμά για την επικοινωνία που είχαμε. Αυτό μου ‘δωσε ζωή, μ’ έκανε πιο χαρούμενη και πιο γυναίκα! Ζωντανή, καυτή και ζωηρή όπως με θέλεις!
          Το βιβλίο σου, ναι, το διάβασα εν μια νυκτί, που λένε. Μου άρεσε! Οι περιγραφές του ζωντανές, ο διάλογος παραστατικός, εικόνες με έντονα χρώματα  κρατούν τον αναγνώστη σε αδιάπτωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία του σελίδα.  Οι αναδρομές στα περασμένα, στολίδι και εμπλουτισμός του όλου έργου, αλατοπίπερο νοστιμιάς. Έχεις την τέχνη να κεντρίζεις την περιέργεια για το τι θα γίνει τελικά.
         Στο κείμενό σου κυριαρχεί το βιωματικό και τ’  ανθρώπινα μηνύματά σου συγκινούν βαθιά με τη νίκη της ηρωίδας γυναίκας του μυθιστορήματός σου που αν και κυλίστηκε στο βούρκο της ακολασίας, δάμασε την αγάπη της για να μείνει πιστή στο μοναδικό άντρα που της φέρθηκε με ανθρωπιά, από καθήκον κι ευγνωμοσύνη. Τι υπέροχο αυτό! Και μαζί της είναι τόσο υπέροχοι οι ήρωές σου, ζωντανοί και ανεπανάληπτοι, τόσο, που τους ζεις, τους αισθάνεσαι, τους γνωρίζεις και τους αγαπάς.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ:Οι τρεις του βουνού

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι τρεις του βουνού Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
                Ήρθε και τούτο το καλοκαίρι μ’ άδεια τα αμπάρια του και  το κορμί του πληγωμένο και βαριά άρρωστο. Οι λόγγοι έδιωχναν τους κότσυφες, κάθε κρουσταλλένιο σφύριγμα στον κάμπο έσβηνε στη σιωπή και οι ψυχές μας αφανίζονταν φυλακισμένες στης τσίτσιδης φτώχειας το κλουβί. 
            Ο άρτος σκαστός από την κόφα, το όσπριο λίγο, το κολοκύθι του κήπου  άγλυκο και διψασμένο.  Προσμέναμε τα χειρότερα και για να μη έρθουν, έπαιρνα το φίλο μου τον Πορφυρίωνα και σκαρφαλώναμε στο βουνό. Αφανισμένοι εκεί ημερεύαμε τις Λερναίες Ύδρες, ξεγελούσαμε τις Χίμαιρες και τις νύχτες το πνεύμα μας ασκούσαμε να βρούμε το σωματίδιο του θεού που έφτιαξε τον ουρανό, τη γη και τον ωκεανό.

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Εδώ Νότος

Αποτέλεσμα εικόνας για τα φεγγάριαΤου Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
                Μουντζουρωμένος με φούμο εδώ και καιρό ο Νότος μας. Οι πολύαρνοι και πολύμοσχοι κάποτε κάτοικοί του, ζούνε σε πικρία απέραντη. Τα ρόδινα της αυγής τους εγκατέλειψαν, τα ευρώ τους  σαρώθηκαν και το σχισμένο σακάκι τους κρέμεται μπαλωμένο στο καρφί. 
               Στους καιρούς μας εδώ στο Νότο η ζωή είναι περιτομημένη. Η φτώχεια παίζει κρυφτούλι με την κοιλιά, οι νύχτες νηστικές ξαγρυπνούν με προσευχές, οι τρελοί πιάνουν κουβέντες με τα ξωτικά. Όσοι είναι ξεχασμένοι από το Θεό τρώνε ξερό ψωμί, όσοι είναι περιούσιοι  την τυλώνουν γιατί το Τάγμα των αγιογδυτών ευρωπροστυχοχριστιανών συνεχίζει να τους γεμίζει τα κατσαρόλια τους. 
               Στους καιρούς μας εδώ στην άκρα γωνιά του Νότου  οι κούκοι κοιμούνται. Τα ουράνια τόξα βάφονται γκρίζα και οι μαύροι έποικοι θάβουν ζωντανούς τους γέρους και τις γριές. Οι νεράιδες κρύβονται στις ρωγμές των βράχων και οι ομπρέλες των μανιταριών το σούρουπο μοιάζουν με μπότες κατακτητή.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Το πανηγύρι της Αρκαδιάς

Αποτέλεσμα εικόνας για Το πανηγύρι της κυπαρισσιας
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
           Δεκαετία του ’60. Ένας γαμψονύχης δράκος μας έσπρωχνε στο γκρεμό, ένα ζαβό ριζικό βράδιαζε τη βιασμένη μέρα μας. Εκείνη μας έστελνε νηστικούς στο κρεβάτι με το αίμα ξεραμένο στα πόδια μας, μ’ ένα τρίμμα φόβου στα σπλάχνα που έσκαβε το λαγούμι μας να κρυφτούμε μέσα.  Ουδέ διασκέδαση, ουδέ διεφθαρμένα σήριαλ, ουδέ κινητό αφής που να μας μεταδίδει το φωτισμό της γνώσης. Τη βγάζαμε με αναρριχήσεις στα βουνά, με κλωτσιές σε τόπια από κουρέλια, πηδούσαμε φράχτες, μαργαρίτες μαδούσαμε, ψελλίζοντας ασθμαίνοντες: << Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει!  Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει! >>  
           Έρχονταν και μέρες ποτισμένες με βάλσαμο που τις πονεμένες καρδιές μας, γιάτρευαν. Μας λυπόταν ο Θεός των φτωχών,  βαρούσε το σήμαντρό του, μάζευε τους αγίους και τους έστελνε στα πανηγύρια. Ουρές οι πιστοί, σωροί το κερί στα μανουάλια, το χρήμα με τη σέσουλα στο παγκάρι και το πρόσφορο μοιρασμένο να μας τυλώνει.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Μεσσηνία πατρίδα μας!

Αποτέλεσμα εικόνας για μαύρο σύννεφο
         Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου   
           Ο ήλιος λίγο πριν σε βρει ο κατακλυσμός αργολίγωνε μες στο χρυσαφί των ελιών σου και στις αχτιδένιες ούγιες  των φύλλων της πικροδάφνης που φωτοστάλαζε η χρυσόκομη δύση. Εκεί και το σμάρι πουλιών που χαίρονταν τον παράδεισό σου με φτερουγίσματα και τσιριχτούς καυγάδες. Πιο πέρα πάνω στο χώμα οι ισόχρονοι χτύποι από τα τσαπιά των εργατών πάλευαν να κάνουν με το μεροκάματο μια πνοή τη ζωή και την ευτυχία. 
             Ώσπου ήρθε το μαύρο σύννεφο. Άγνωρους ως τώρα τρόμους σε γέμισε, το καρδιόχτυπό σου έπνιξε σε λίμνες από θολά νερά, που με ορμή κυλούσαν από τις πηγές της Νύχτιας χώρας. Κι αμέσως η φρίκη απλώθηκε πάνω σου, η ψυχή σου θλιμμένη αγκομάχησε κι ένα πλάσμα ολέθρου, κάποιο φάσμα όρνιου πήγε να πάρει το σώμα σου.
             Στις πληγές που σου άνοιξε άντεξες, κοντά μας και πάλι έμεινες,  ωραία πριγκίπισσα, μια  φρεγάδα αφρόζωστη να παίζεις  με τα νερά που λούζουν τα ακρογιάλια σου. Για να χαρεί ο κόσμος σου, το πνεύμα ν’ αναβρύσει και με στίχους εύηχους  η Μαρία Πολυδούρη να τραγουδήσει: