Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Σε πίσω καιρούς ένα
ανθρωποειδές, χόρτο βοσκούσε, στα τέσσερα περπατούσε και ζούσε άπλυτο και
άκουρο, μέσα σε σπηλιές. Έγινε << ανθρωπάκος >> στην τύχη, έφτιαξε όπλα,
γύριζε αρματωμένος, έχρισε Θεό του τον πόλεμο και αποχαυνωμένος παραληρούσε στα
λουτρά αίματος που άφηναν οι σκοτωμοί του.
Ο γόνος του, σάπιος και μολυσμένος, κοντά σας ζει. δίπλα σας βασιλεύει. Ανθοί και στάχυα στον καταυλισμό σας, ζηλεύει τ’ αυγερινού σας το τραγούδι, τη νιότη σας μαραίνει με του πολέμου τη φωτιά.
Ο γόνος του, σάπιος και μολυσμένος, κοντά σας ζει. δίπλα σας βασιλεύει. Ανθοί και στάχυα στον καταυλισμό σας, ζηλεύει τ’ αυγερινού σας το τραγούδι, τη νιότη σας μαραίνει με του πολέμου τη φωτιά.