Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

 

Χρονογράφημα

 

                                           Το δικό μας γέλιο χάθηκε


 

                                                       Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

                Στην πόλη που ζω,  ο κόσμος κλαίει. Τα πρόσωπά του είναι τρομώδη, ανέκφραστα και παγωμένα.      Δηλαδή  << Γοργόνεια >> που όσοι τα βλέπουν το βάζουν στα πόδια από το φόβο τους.  Το << Γοργόνεια >> βγαίνει από το θηλυκό δαίμονα της μυθολογίας, τη Γοργώ ( Μέδουσα ) που στο κεφάλι είχε φίδια για μαλλιά και όποιος την κοίταζε γινόταν πέτρα. Τη βάφτισαν Γοργώ επειδή είχε άγρια ματιά. Άγρια ματιά έχουν και τα πρόσωπα των δυστυχούντων  Ελλήνων κι όχι αυτών των << χαμογελαστών >>.

              Άκεφος χθες είχα μια καταθλιπτική οικονομική συζήτηση με την παρέα που κατεβάζαμε τα ούζα μας. Οι γδάρτισσες τράπεζες, χωρίς να νοιάζονται για το ολέθριο χτικιό της κρίσης,   ζητούσαν  από έναν συνομιλητή μου τη δόση του στεγαστικού δανείου. Οι καμαρωτοί κοκορίσκοι της εταιρείας τον είχαν ζουρλάνει, έλεγε, στα τηλέφωνα και αντί να κρύβεται σαν αλεπούδα, αποφάσισε να βάλει τη δόση.    Ήταν 345 ευρώ και  κατέθεσε 300. Του έλειπαν τα 45. Δεν είχε τα υπόλοιπα.  << Μου ζήτησε να της πιστώσω τα 45 >>, συνέχισε. << Δεν έχω >> της είπα, << είμαι πανί με πανί. Αν θέλεις βιβλία μπορώ να σου δώσω, ένα μπαούλο, αλλά ευρώ δεν έχω ούτε σέντσι! >>   Έβαλε τα γέλια.  << Πού το πάνε δηλαδή, θέλουν να πιω κώνειο, να ξεμπερδέψω! Δε θα τους κάνω τη χάρη! >>

           Κι όταν μας τα ‘λεγε αυτά δε νομίζω  εσείς, οι τριακόσιοι τύραννοι  του ελληνικού λαού να πιστεύετε πως γελάγαμε κι εμείς που τον ακούγαμε! Εσείς γελάτε οι Νέρωνες της κοινοβουλευτικής πασαρέλας, οι κομματάρχες σας και οι διορισμένοι κηφήνες στα βιλαέτια του δημοσίου που απομυζείτε τον ελληνικό κορβανά και τεμπελιάζετε καθήμενοι.   Το δικό μας γέλιο χάθηκε!       Χορτασμένοι με αποθέματα κακουργίας και πανουργίας γελάτε, φουσκωμένοι με συναγρίδες και αστακούς,  την ευχαρίστηση περιμένετε στο ενεργητικό απευθυσμένο σας, κι ας γίνει λίμπα η πατρίς!  Ο Έλληνας δε γελάει. Αν τύχει και γελάσει θα το κάνει όταν του καθαρίσουν αυγά ή τον γαργαλίσουν! Αλλά νηστικός ποιος έχει το κουράγιο να τα κάνει αυτά! 

      Ο Νίτσε λέει:  << Άκαρποι είσαστε, γι’ αυτό δεν έχετε πίστη. Όμως όποιος θέλει να δημιουργήσει αυτός πρέπει να έχει πάντα τ’ αληθινά του όνειρα και τα προφητικά του άστρα, και να πιστεύει στην πίστη. Μισανοιγμένες πόρτες είσαστε που ενεδρεύουν νεκροθάφτες. Κι αυτή είναι η δικιά σας πραγματικότητα. Όλα να γκρεμιστούν >>.

           ellinikokoxronografima.blogspot.gr

 

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

 

Χρονογράφημα

 

 

 

 


 

                                Το ψίχουλο μασουλίζει η ασήκωτη φτώχεια μας

 

 

                                               Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

 

         Μοσχοβολούσε ο κήπος μου γαρύφαλλα και δυόσμο, η γύρη έσμιγε με το ενεργειακό πεδίο των ωαρίων, οι φυλλωσιές θρόιζαν περνώντας μέσα τους ο ήρεμος Ζέφυρος. Η ζεστή μέρα με ύπνωνε, την ελεημοσύνη της ζητούσα   να  με ‘βρει το βράδυ   αναμάρτητο, οικοδομώντας το είναι μου μακριά από το μοιχεύσεις, το φονεύσεις και το κλέψεις. Ονειρευόμουν τα παλιά, τη μασταρού Ευρώπη που μας βρίζει ραγιάδες, το άηθες  << GREXIT >> που έχει κολλήσει στη σάρκα μου, τη γυμνή πατρίδα που τρώει τις σάρκες της, τον κάθε πίθηκο της ξένης και της εγχώριας τρόικας  που μας πουλάει νερώνεια ψυχική βλάβη. Κοιτούσα τη σόλα μου την κολλημένη με UHU, το πορτοφόλι μου που σάπιζε άδειο, το ψίχουλο που μασουλίζει η ασήκωτη φτώχεια μας.

          Ώσπου ένας μαυροντυμένος καλόγερος, ασπρομάλλης, μαυροφρύδης με χέρια μακριά σαν κουπιά, σαν αστραπή πέρασε δίπλα μου και θρονιάστηκε στην καρέκλα. Ερχόταν από το Ιόνιο. Φοβήθηκα, χλόμιασα, η καρδιά μου έπαιζε βαλσάκι τρελό.       << Ειρήνη τεκνό μου! >> ψιθύρισε.  << Σε ζηλεύω!  Δε σου ‘χει σφίξει το λαιμό το λουρί της κρίσης, λάμπεις σαν πολυέλαιος κάτω από τον ίσκιο, ο κήπος σου ζούγκλα στο λάπατο, τα δέντρα σου φίσκα στο φρούτο, οι κοκόροι σου κρεατωμένοι, τα κουνέλια σου τετράπαχα,  δείχνεις καπιταλιστής κρυφούλης >>.

      << Εξόχως ωραία τα λες, άγιε δέσποτά μου >> του ανταπάντησα, αλλά κοίτα με καλά.  << Το  παπούτσι μου ξεσολιασμένο, το τζιν μου μανταρισμένο, το κοντοπόλκι μου τρύπιο, άκουρος, το γένι βρώμικο, η σκόρτσα δυο δάχτυλα στο πετσί μου. Άφραγκος, θεονήστικος, τρέφομαι στη χάση και στη φέξη με ξερό ψωμί, και ωμή λαχανίδα. Ο καταπιώνας μου ξέχασε το κρέας, η συνταξούλα μου μέρα παρά μέρα τα τινάζει, δε μου μένει σέντσι, όλα μου τα παίρνουν οι τριακόσιοι συγκλητικοί. Ζω στη μυλόπετρα, στυμμένος είμαι,  λιώμα, τελειωμένος, ένας Έλληνας λεχρίτης >>. Η συμβία ορθή στην πόρτα, φωνή λάλησε δυνατή: << Με ποιον μιλάς, άντρα μου; Λώλανες; >>  << Με τον   καλόγερο! Έλα  να  τον δεις! >>  << Καλόγερο  δε  βλέπω, αλλά έλα μου, έλα μου  και προσκύνα!  >>   Ξεδίπλωσε από το προσόψι το εικόνισμα του άγιου Καρτέριου και μου  το  ‘βαλε στα χείλη. << Προσκύνα το, φίλα το και πες: Ιησούς  Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Έτσι θα ράψουν οι άγγελοι την τρυπούλα του μυαλού  σου και δε   θα μπαίνουν  πια οράματα >>.

         Χρηματοδοτικό κενό μας μαστορεύουν οι φιλελεύθεροι ευρωπαίοι, με νευρωτικό παροξυσμό ξεσπάμε οι αξιολύπητοι!

          ellinikoxronografima.bmogspot.gr

           

 

 

                          

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

 

          Χρονογράφημα

                                        Λίγη κόρα ψωμί


                                       Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

           Έτσι το  ‘φερε η οργή να γίνουμε άλλοι οδηγοί, άλλοι ταξιτζήδες και κάποιοι δάσκαλοι. Αμνοί και όχι κλέφτες, νομοταγείς χριστιανοί με το μεγαλόσταυρο στο στήθος, οσφυοκάμπτες της εξουσίας, λαλίστατοι τραγουδιστές της χουγιαγμένης μας ζωής, ελληνάρες με περικεφαλαία  που τους στραγγάλισαν γενίτσαροι πολιτικοί πριν λυθούμε ακόμη από το λουρί της μάνας μας.  Ο προπάππος μου είδε το φύτρο του να μεγαλώνει στο χωριό, ο παππούς συνέχισε το δικό του στο ρεικότοπο, ο γεννήτορας θαμμένος στην πέτρα και το γαϊδουράγκαθο να ξελογγώνει μια σποριά να την κάνει γη.  Το ψωμί δεν το χορτάσαμε, τον ύπνο μας τον τυλιγάδιασαν της φτέρης οι κρύες αγκαλιές, το μέλλον μας το τάξαμε του θανάτου και της φθοράς. Η γιαγιά Κυριακούλα μας τάιζε ριγανάδα, τραχανά και χυλοπίτες.  Κρέας, οψάριον και οκτάποδα δεν τα βλέπαμε ούτε κατ’ όναρ. Κι η μάνα νηστική, το  μερτικό της απ’ το κομμάτι της, μάς το μοίραζε να μας χορτάσει.

               Τη σωτηρία της δουλειάς δεόμενοι, τριάντα πέντε συναπτά έτη στον εργοδότη θυσιαστήκαμε, χάσαμε σώμα και ψυχή και φύγαμε κουρελιασμένοι. Η σύνταξη γλίσχρα και κουτσή δε φτάνει ούτε το κώνειό μας ν’  αγοράσουμε.  Βάζω και σκέφτομαι με τα ελίκια του μυαλού μου να βρω τι έφταιξε και δεν έχουμε λίγη κόρα ψωμί. Που γίναμε άγνωρα ζούδια και τρέχουμε στις αναβόλες και στις πλαγιές να μαζέψουμε το ζοχό για να τυλωθούμε. Δύσκολο πολύ δεν είναι να το βρω, απλά σαν θυμηθώ πόσους αμνούς έφαγαν και τρώνε οι  πορφυρογέννητοι σωτήρες μας, οι κομματάρχες, τα καραγκιοζάκια οι κοινοτάρχες, οι δήμαρχοι με νοημοσύνη κολοκυθιού, οι άρπαγες γυπαετοί πολιτικοί  που μας ξέκαναν και μας έκαναν από νοικοκυραίους ζήτουλες και ψιχουλοχάφτες.

            Και μείναμε χωρίς χιτώνα, γυρνάμε με μπουφανάκι εποχής Ούντρας, φορούμε το ίδιο τριμμένο μπλου- τζην παντελόνι, στο πιάτο μας η ψημένη πατάτα, χρεωμένοι μέχρι τα μπούνια στην εφορεία κυλάμε σαν την πέτρα και μαζεύουμε μούχλα. Να ‘ταν και η υγεία καλή θα λέγαμε ας πάει στα κομμάτια. Μας ζορίζουν τα σπονδύλια και το φάρμακο λείπει, η δυσκοιλιότητα  δεν ξεφράζει με το ψύλλιο, η πίεση πάει στα ύψη και το χάπι να τη ρίξει εμποδίζεται από το μπόγια υπουργό.

             Και περιμένουμε. Πότε ο μνησιπήμων πόνος θα φύγει από τις αποσκευές μας; Πότε;

        ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

 

 

                               αίολος             *Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                  Οίνος κεχριμπάρι, ο φίλος και η εικαστικός


               Μ’ ένα καρτούτσο οίνο βαρελίσιο, κεχριμπάρι, ξεκινήσαμε με το Λευτέρη, αδελφικό φίλο, συμμαθητή και άριστο νομικό για να πιάσουμε ψιλό λακριντί από την εφηβική σχολική ηλικία μας ως σήμερα. Πες, πες η κουβέντα παρεκτράπηκε από τους ανέμους, εξόκειλε σε ύδατα λιμνάζοντα και μη, περιστράφηκε γύρω από τη δουλειά, την οικογένεια, την ακρίβεια και εστιάστηκε σε ιστορίες αποτυπωμένες ανεξίτηλα στο μυαλό μας.

              << Αφού συνεχίζεις το γράψιμο και είσαι συγγραφέας>> μου είπε με άκρως φιλική, πνευματική και  συναισθηματική διάθεση, <<άκουσε και μια ιστορία σφυρηλατημένη στην εποχή τη δική μας, της υλικής ένδειας και της πλήρους διάλυσης που ίσως σε συγκινήσει και την αποτυπώσεις με τη γραφίδα σου σε μυθιστόρημα. Την άκουσα πολλές φορές από επιστήθιες φίλες μεγαλύτερες με παντοτινές λιμνοθάλασσες αρμονίας στην ψυχή τους και εξόχως ρομαντικές και ποιητικές σε συναισθήματα έρωτα και αγάπης>>. Κοίταξε απέναντι το στενό δρομάκι  το τριώροφο αρχοντικό που υπομονετικά βίωνε την εγκατάλειψη και συμπλήρωσε: << Γι’ αυτό θα σου πω όσα ασυνήθιστα έγιναν στα πλατύχωρα  δώματά του και τις πέριξ βεράντες του, στα χρόνια μας ή και νωρίτερα. Στον προθάλαμό του, στο σαλόνι του, και στα ορθάνοιχτα παράθυρά του τότε που μπαινόβγαινε ο έρωτας μεταξύ της ενοίκου μιας ζωγράφου καλλονής κι ενός μαθητή που οι φλογίτσες της αγάπης τους πυρπόλησαν αμφότερους μέχρι πλήρους πυρακτώσεως. Κάποιοι κακεντρεχείς κουτσομπόληδες διέδωσαν πως καίγονταν ακόμη πολυθρόνες και καναπέδες και πως  βαρύγδουπα ερωτικά γεγονότα, έμπλεα πάθους και ζήλειας, συνέβησαν ανάμεσα στη χυμώδη ιέρεια της τέχνης και στο φιλάρεσκο Δον Ζουάν μαθητή>>.

         << Εδώ θα μου επιτρέψεις να συνεχίσω εγώ>> του είπα, << για να προσθέσω κάτι. Λένε η αιθέρια αυτή καλλονή, τα είχε πριν με ένα τριαντάρη μουσικοσυνθέτη, ολίγον  χλεχλέ και πιεσμένη ήρθε στην πόλη μας να συναντήσει τη φθορά της. Αρνούμαι να υποκύψω στις περιγραφές και τις αφηγήσεις των κακόβουλων γειτόνων>>.        

       <<Ναι >>, είπε ο Λευτέρης  αλλά τα γεγονότα μιλούν.  Η αιθέρια έκλαμπρος εικαστικός αν και έδειχνε πως διέσχιζε  μετ’ εμποδίων την μπαλκονόπορτα να βγαίνει στη βεράντα να ζωγραφίζει, όμως το έκανε. Στήνοντας το καβαλέτο της, καθόταν στην πολυθρόνα, κάπνιζε κι έπινε. Ζωγράφιζε και κοίταζε στο δρόμο μην φανεί ο μαθητής, με το χρωστήρα της όσο δεν τον έβλεπε, έφτιανε σύμβολα και χρώματα. Συνήθως με το δείλι τα απογεύματα έβγαινε, όταν το Ιόνιο κοκκίνιζε και η πόλη με τα σπίτια βάφονταν στα πορφυρά χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Αυτός ερχόταν και με ένα γιασεμί στο χέρι την χαιρετούσε. Στεκόταν κάτω από τη βεράντα, της ψιθύριζε λόγια αγάπης, ενώ αυτή σαν φλεγόμενη βάτος κρεμόταν από τα κάγκελα απλώνοντας τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Κι όταν προσπερνούσε ο Δον Ζουάν σκιεροί χρωματισμοί κάλυπταν το αστραφτερό πρόσωπό της και μια θλίψη ύγραινε τα μάτια της>>.

     Εντυπωσιασμένος από τις εκμυστηρεύσεις του, του άφησα δρόμο να συνεχίσει. Νηφάλιος και γλαφυρός, το έκανε. << Λοιπόν ο νεαρός τελειώνοντας το γυμνάσιο έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Μετέωρη πια χωρίς  τη λάμψη του η εικαστικός έπεσε σε μαρασμό και εκδήλωνε αυτοκτονικές τάσεις, ζώντας συντροφιά με πλήρεις φιάλες αλκοόλ και καπνίζοντας σερί πακέτα σιγαρέτων. Έτσι μποτιλιαρισμένη μεταξύ γκρεμού και ρέματος, έπεσε από το κάστρο και σκοτώθηκε. Η πλειονότης των ανθρώπων της πόλης έπεσε από τα σύννεφα όταν το έμαθε ενώ κάποιοι θορυβήθηκαν και το θεώρησαν πολύ απονενοημένο. Το σημείο όπου άφησε την τελευταία της πνοή, έμεινε εμβληματικό και οι σύγχρονοι ερωτευμένοι το επισκέπτονται ως προσκυνητές του θυσιασμένου έρωτα>>. Τελείωσε κι  αφού άραξε μεγαλοπρεπώς στη θέση του, απήγγειλε με έντονο συναίσθημα τους στίχους του Κώστα Ουράνη: <<Η αγάπη α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού/ και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους, στυλωμένα/ […] Δεν ωφελεί να καρτεράς. Αν είναι να  ‘ρθει θε να ‘ρθει//.[…]

    ellinikoxronografima.blogapot.gr  panant1947@gmail.com

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

 

                               Ο γκιώνης


 

                                Παναγιώτη Αντωνόπουλου

            

          Ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών. Λέγεται και Σκωψ ο κοινός, είναι νυκτόβιος, θερμόφιλος και καλοκαιρινός επισκέπτης. Γνωστός παρά πάσι  τοις Έλλησι και ο μύθος του που συγκινεί. Λέει: Κάποτε ήταν δυο αδέρφια ο Αντώνης και ο Γιώργος. Ο Γιώργος μια μέρα έχασε τ’  άλογα. Στην επιστροφή του στο σπίτι το είπε του αδερφού. Εκείνος θύμωσε και στη λογομαχία πάνω τον σκότωσε. Όταν κατάλαβε τι έκανε, φώναξε και ούρλιαζε. Μετανιωμένος παρακάλεσε το θεό να τον κάνει πουλί. Αυτός τον άκουσε και τον μεταμόρφωσε  σε γκιώνη. ( εκ του Αντώνης ). Ψάχνει τον αδερφό του και φωνάζει: << Γιώργο… Γιώργο… τα βρες τα άλογα;>> Που και που αφήνει κι ένα μακρόσυρτο θλιμμένο, όλο απελπισία: <<γγγ… γγγγ… γγγγγ…γγγ >>.

     Στην εφηβεία μου μια πείνα γαμψόνυχη μ’ έστελνε το μεταμεσονύκτιο στο κτήμα να ποτίζω τα κηπευτικά. Ο μπάρμπα Αλέκος που γειτόνευε έκανε το ίδιο. Έπαιζε και φλογέρα και όταν σταματούσαμε το ψιλό λακριντί το λάλαγε για τα καλά. Εκεί κοντά παρεπιδημούσε και ο γκιώνης. Διψώντας για συντροφιά και απόσυρση της μελαγχολίας του μας επισκεπτόταν τακτικά. Τον περιμέναμε ν’ αρχίσει το κλάμα, τραγούδι για μας, ένα ιδιότυπο θρήνο για  τον ίδιο. Επιδιδόμαστε σε εδαφιαίες τεμενάδες ν’ αρχίσει και ακατάσχετα παρακάλια. Ούτως ή άλλως θα το έκανε. Και άρχιζε: << γκιων! γκιων! γκιων! γγγ… γγγγ… γγγ…>>

    Ο μπάρμπα Αλέκος βουτούσε στο αυλάκι με τα νερά να δροσιστεί. Εγώ ένιωθα μια λαχτάρα σε όλο μου το σώμα και σκεφτόμουν, δύσκολους απολογισμούς που γίνονται τα καλοκαίρια, άλλους με χαμόγελα κι άλλους με στενοχώρια. Ένα μεταμεσονύκτιο ώσπου να σταματήσει ο γκιώνης ο θείος είχε βγάλει τη φλογέρα. Όμορφο, ευλογημένο, αληθινό το τραγούδι ακούστηκε σ’ όλες τις ρεματιές και τις χούνες:

   << Τα νιάτα τα μπερμπάντικα/ γλέντα τα στον καιρό τους/ γιατί η μπαμπέσα η ζωή/ θα κάψει τον ανθό τους/. Τώρα που καις σαν τη φωτιά/ τώρα που έχεις ρέντα/ μεσάνυχτα και χαραυγές/ με την ψυχή σου γλέντα/.

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 


 

 

                     Τότε που πυρπολούσαν τα κιόσκια

 

 

                                                              Του Παν. Αντωνόπουλου

 

 

 

 

            Θυμάμαι Δεκέμβρηδες θλιμμένους και καλοκαίρια καμένα με δαυλί. Κι εμείς στους Μορφωτικούς Συλλόγους σιγοσβούσαμε τις ώρες μας για να δείξουμε στον κόσμο, Λενώρες ποίησης, βιβλία με μετάξινους κι άυλους αστερισμούς και προτομές Παλλάδος σμιλεμένες από γραφές σοφίας. Τότε κάποιοι δήμαρχοι με μαύρες στολές έκαιγαν  τους πνευματικούς μας τύμβους με φωτιές του διαβόλου και μας ενταφίαζαν σε μνήματα λησμονημένα. Οι ίδιοι καμώνονταν πως τους θείους καρπούς της γνώσης κατείχαν. Ω! τους άθλιους! Κι έστελναν κοπάδια τους μελανοχίτωνες μισθοφόρους τους να μας διαλύσουν σπάζοντας τα παίδια μας. Και μας έδιωχναν από την πλατεία, πυρπολούσαν τα κιόσκια, ποδοπατούσαν ποιητικές συλλογές της Ρωμιοσύνης, έσκιζαν τις επαναστατικές μπροσούρες του αντάρτη συγγραφέα, κουρέλιαζαν με μίσος τις αφίσες της ειρήνης, και μας οδηγούσαν στο τμήμα μπροστά στους εντεταλμένους  της  σιδηράς ασφάλειας.

           Σήμερα είναι όλοι τους κοράκια μαδημένα. Αδύνατοι, σουφρωμένοι γέροι, άρρωστοι και με ψυχή συντρίμμι. Και συνεχίζουν να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις πνευματικές που δεν πιστεύουν. Ερείπια πια, με όψη δεσποτική και σκέψη ωχρή για τον τιμώμενο. Γιατί το κάνουν; Γιατί πάνε; Να δείξουν το λόρδικο αίμα τους; Ίσως το παίζουν διανόηση! Ιντελιγκέντσια!  Σοφοί δεν υπήρξαν. Τους << λαπάδες>> ποιητές τους αποστρέφονται. Τη γιγάντια σκέψη τη μισούν. Το συγγραφέα φτύνουν. Η δράση του τους ενοχλεί. Αμ η ζωή του; Ποιος νοιάστηκε απ΄ αυτούς, πώς βγάζει το ψωμί του;  Τι στέρηση πέρασε  ν’ αφήσει τη γραφή του και πόσες μπόρες έφαγε να βγάλει ένα βιβλίο, γυμνός μέσα στις καλαμιές και στ’ άγρια αγκάθια;

         Το νεκρικό ψαλμό μας αυτοί ζητούσαν και ζητούν. Είναι οι άθλιοι που χαίρονταν ν΄ ακούν την πένθιμη καμπάνα για τον ποιητή, το μυθιστοριογράφο, το χρονογράφο,  που κάνουν τον πόνο του ανθρώπου θείο μεθύσι της γραφής σε χοντρόδετο βιβλίο. Με τους Αττίλες, τους Ισραφήλιδες  και τους Ηρώδες τους αιμοσταγείς, θαρρώ πως μοιάζουν! Κι αν έχω άδικο, ας με σταυρώσει η  σιωπηλή στιγμή!

   ellinikoxronografima.blogspot.gr