Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Τούτες
τις μέρες της στέγνιας, αγέρας η μνήμη,
ανοίγει παράθυρο στο Μιχάλη Κατσαρό. Τον πρίγκιπα μάγο του στίχου. Έρχεται σαν
το νιο πραματευτή να μας δείξει καινούριες πραμάτειες, δρόμους κρυφούς να
φύγουμε, έρημες σπηλιές να κρυφτούμε, να γλιτώσουμε από τους δυνάστες μας, τους
φονιάδες της ζωής μας. Να μας πει << αντισταθείτε >> και τσακίστε αυτούς που καταπάτησαν τη θέλησή
μας. Ευκαιρία με την επιστροφή του να κρεμάσουμε στις πόρτες μας, στα
δημαρχεία, στα μαγαζιά, στα σχολεία, στις λαϊκές αγορές, στα λιμάνια, στις
φάμπρικες, επιγραφές της διαθήκης του.
Να ξυπνήσει η ράθυμη πόρνη ψυχή μας και
να γίνει δυναμίτης να κάψει τους
προκρούστηδες που φτιάχνουν κρεβάτια να κόψουν τα μέλη μας. Να μάθει ο λαουτζίκος τι εστί: περσικοί
τάπητες, εταιρείες εισαγωγών, λειψή κρατική εκπαίδευση, φόροι, γραβατάκηδες της
εξουσίας, λιβανισμένες κυρίες, πρόεδροι εφετείων και συνεδρίων, φλύαροι
ρήτορες, λεροί λάγνοι κρατικοί τεμπέληδες, θρεμμένοι με μίζες από πολεμικά υλικά
υπουργοί, εκλεγμένοι κοπρίτες με βλέμμα ύαινας στα γεύματα που ψήνει το εθνικό
ταψί.
Και στην είσοδο της κάθε πόλης ας μπει ένα
αστραφτερό πανό με στίχους του. Τώρα που είναι νωρίς πριν οι φουκαράδες
πατώσουν. Πριν οι πεινασμένοι ταξιδέψουν εν τόπω χλοερώ. Πριν οι άρρωστοι
χάσουν όλο το αίμα τους. Πριν οι μίζεροι φορέσουν ζουρλομαντία, Πριν οι εν
διαθεσιμότητα κολλημένοι πηδήσουν στον Καιάδα.
Αντίσταση λέει ο ποιητής. Να γλιτώσουμε το
καλύβι μας, το χιονιά που μας περιμένει, το άπλωμα της χούφτας μας που θέλει να
ζητιανεύει, το άδειο πιάτο που μας περιμένει. Τώρα πριν ο καλικάντζαρος ευρωκλέφτης μας ξεζουμίσει.
Και στις πορείες μας να υψώσουμε τη φλόγα
του ανασασμού του στίχου του πρίγκιπα.
Κι αντί για το σύνθημα << το ζωνάρι θα το σφίξουμε στο λαιμό σας
καθάρματα >> να γράψουμε: Θάνατος στο γένος των Λαβδακιδών! >>
Και μην περιμένουμε τα συνδικάτα ν’
αντισταθούνε. Εσύ κλητήρα, τσαγκάρη, γκαρσόνι, εστιάτορα, βιβλιοδέτη της
Ιπποκράτους, εστιάτορα, πλύντρια, πόρνη, φοιτητή, εργάτη με το τρύπιο άρβυλο,
ανάπηρε με το ξύλινο πόδι, νηστικέ που τρέφεσαι με αέρα, καρβουνιάρη της
φάμπρικας, αντιστάσου! Ο ένας γίνεται
δυο και οι δυο τρεις, οι τρεις τέσσερις και οι τέσσερις χιλιοιδεκατέσσερις.
Για να δικαιωθεί και ο ποιητής. Να
αστράψει η θανάσιμη σκιά των σελίδων των βιβλίων που είναι γραμμένοι οι στίχοι
του. Να τον θυμηθεί και η πόλη του που τον έχει λησμονήσει και ούτε ένα μνημόσυνο
δεν του κάνει, ούτε και μια κάμαρη του παραχωρεί να στεγάσει το αρχείο του.
Τόσα χρήματα αλλού για άνομες ηδονές και στον ερημίτη πρίγκιπα του Μορέως και
της Κυπαρισσίας ούτε ένα ψαλμό!
Ω, ύπατοι που σας αναδείξαμε στις
συνελεύσεις! Τον ξεχάσατε;