Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

 

Χρονογράφημα

 

 

                                             Πάνω πόλη, Κυπαρισσίας Ολοκληρώθηκε η ανάπλαση της Άνω Πόλης στην Κυπαρισσία - Notospress.gr

 

                                                Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

              Παρελθοντολογώ και πάλι. Όχι όμως συνεχώς. Μια φορά στο τόσο. Θέλεις για γιατρειά, θέλεις για τις φλόγες της Ελένης, όμως παρελθοντολογώ.  Για να ξεθάψω μια ζωούλα, στα κομμάτια της να ψάξω το πικρό μου δάκρυ. Να θυμηθώ το παλληκαράκι,  που άφησα το σπλάχνο του χόρτου και ήρθα στην πάνω πόλη. Έφηβος πια, να συνάξω σοφία στο γυμνάσιο της Αρκαδιάς, να αποστηθίσω το << Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά >> και να δω το κεφάλι μιας όχεντρας φτώχειας να δαγκώνει και να συντρίβει χαμάληδες και λούστρους και ν’ αφήνει απείραχτους άρχοντες και αφέντες,

             Έπιασα δωμάτιο ερείπιο. Με τις σκισματιές του βαθιές,  τις πόρτες και τα παράθυρα  μπαλωμένα με τσίγκους και  χαρτί. Τα σκεύη μου λιγοστά. Ένα τηγάνι, ένα ποτήρι ραγισμένο, μια κατσαρόλα  παλιά. Λιτό το φαγητό, χωρίς πρωινό και δείπνο. Οι παρεούλες μου μ’ ανθρώπους της ταβέρνας, σκυφτούς καραγωγείς, ραφτάκια, σκαφτιάδες με το ρούχο μπαλωμένο. Χτίστες της οικοδομής, που ‘χαν  στο δασύ τους στήθος κρεμάσει μιας Λενώρας  ζωγραφιά. Με κάπελους, μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ’ αυτί, ψιλικατζήδες κρυμμένους πίσω από κλωστές, ζητιάνους με επικαμπτείς οδόντας.

             Στα καλντερίμια η καρδιά μου πήδαγε στα στήθια. Στου κάστρου τη γυμνή πλαγιά, χτυπιόμουν με τους Φράγκους. Στο δρόμο της  Χαμεροπούλας, στίχο άφηνα αστραπής: << Ω! νιότη μου εσύ! Πόσο θ’ αντέξεις  φλογισμένη ακόμη να’ σαι στον κόσμου τούτο τον κακό! >> Κι όλο γυρνούσα στα σοκάκια με τις πικροδάφνες, στους στριφτούς δρόμους,  στο ένδοξο ηρώο, στους ίσκιους των πορτοκαλιών. Στον Αι- Δημήτρη, στου Μαντά τις φυλακές, στου Πούρκου τις ανηφοριές, στον πλάτανο που τον στόλιζε το ασημένιο φύλλο και στου Αιγάλεω τις ομορφιές. Γέροι με λευκή την κεφαλή στην Αμαθούντα μου μίλησαν για πίκρες και καημούς, Ανέστιοι και πονεμένοι για αλετροπόδες και νεκρούς. Και κάποιοι ερωτευμένοι  για παλιά ανθάκια ξερά.  

            Ένιωθα παράφρων κι ωραίος στην πάνω πόλη. Πένης βέβαια,  χωρίς μία, και άχαρι ιματισμό, αλλά ευτυχής! Ρωμαίος! Όχι πολίτης της Ρώμης αλλά ο ήρωας του Σαίξπηρ, που είχε αγαπούλα την Ιουλιέτα κι εγώ τη Βενετία. Και στην παζαρόβρυση όταν σμίγαμε, έχαιρον οι ουρανοί  και πυρπολούταν η δύση.  Τι άλλο να θυμηθώ; Χρυσές στιγμές, θείους περίπατους στη Γελουδά ή νύχτες αρκαδινές με φωτεινά φεγγάρια και  τη μελωδία του γκιώνη που ερχόταν από το Ψυχρό;

            Πούσι δεν είχε τότε, ούτε έπεφτε αποβραδίς. Φως μόνο παντού, φως και στο μπαλκόνι με τους βασιλικούς που η νεαρή Αρκαδιανή τραγουδούσε: << Όμορφη, γλυκιά μου πάνω πόλη, τις μαγικές σου μέρες νοσταλγώ! >>

            ellinikoxronografima.blogspot.gr

          

             

            

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

 

Χρονογράφημα

                                                          Οι     Ες -  Ες Η κρατική αστυνομία των SS - Φωτογραφία | Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος

                                                Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                  Μόλις  μπήκε ο Πλάτων στην ταβέρνα << Αρκαδιά >> οι ουκ ολίγοι κολλητοί του άρχισαν την καζούρα. Το ‘ριξαν στην πολιτική για να του κάνουν πλάκα. << Όλοι οι ίδιοι >> έλεγε ο ένας. << Οι πολιτικοί μόνο την τσέπη τους κοιτάνε >> ο άλλος. << Μόνο ένας Μεταξάς ή Παπαδόπουλος  θα μας σώσει. Αλλά που ΄ν ‘ τος είπε κι ένας λοιμογόνος γνωστός φασίστας κι έσκασε τα γέλια.

                        Ο Πλάτων τα πήρε στο κρανίο, οι τρίχες στην κεφαλή του ανορθώθηκαν κι έγινε μπαρούτη.  Κατέβασε μια κούπα κοκκινέλι να πάρουν μπροστά οι νευρώνες του και του ‘πε: << Ξέρεις τι έκαναν αυτοί οι ομοϊδεάτες σου, παιδιά του Χίτλερ;  Άκου  για να μάθεις και ν’ ακούσουν και οι άλλοι. Έφτιαξαν τα Ες- Ες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι μπήκαν μέσα πέρασαν του Χριστού τα Πάθη. Κοιμήθηκαν με νεκρούς, έμειναν μέρες στην απομόνωση,  γύριζαν μ’ ένα καρότσι και μάζευαν τους πεθαμένους, κρατούσαν κατάλογο των κρεμασμένων, των καμένων στους φούρνους και έφτιαναν λίστες μ’ εκείνους που θα πέθαιναν στους θαλάμους των αερίων. Ακόμη με το πιστόλι στο σβέρκο από τους Ες – Ες  έκαναν ένα σωρό ατιμίες και εγκλήματα στους συνανθρώπους τους που οι ενοχές τους τρέλαιναν και ήθελαν να κόψουν τις φλέβες τους.

                      Οι Ες – Ες έκαναν μαθήματα δολοφονίας στους κρατουμένους. Σ ‘ ένα τέτοιο στρατόπεδο έφεραν δυο γυναίκες μπροστά τους, μία Ρωσίδα και μία Γαλλίδα. Ο Ες – Ες ρώτησε τη Γαλλίδα. << Ξέρεις να κολυμπάς;  >>  << Ναι >> είπε αυτή. << Εσύ; >> ρωτάει τη Ρωσίδα. << Όχι >> απάντησε εκείνη. << Τότε θα σε μάθει αυτή >> και τους έδεσε τα χέρια.   Ύστερα τις έριξε στο ποτάμι. << Η μια θα σώσει την άλλη ή θα  πνιγείτε και οι δυο >> τους φώναξε.

                   Ώσπου  να πνιγούνε παλεύανε με το νερό  μισή ώρα. Άμα  βούλιαξαν ο Ες- Ες είπε στον υπεύθυνο βοηθό του να κάνει μια αναφορά που να λέει πως οι δυο γυναίκες πήγαιναν να το σκάσουν κολυμπώντας.

                  Άδειασε μια κούπα κρασί, είπε στο ναζί που τον άκουγε με το στόμα ανοιχτό αλλά ξίνιζε το μούτρο του: << Είσαι ένα άγριο μαντρόσκυλο στην υπηρεσία του φασισμού. Ο λόγος σου ψευδής, η κριτική σκέψη σου μηδέν. Πιες κάνα ποτήρι να συνέλθεις. Είναι γιατρικό για όσους δεν έχουν κουκούτσι μυαλό! Πιες!>>

                     ellinikoxronogr;afima.blogspot.gr

 

Χρονογράφημα

                                         Μαουτχάουζεν 38 Εικόνες Φρίκης από τον Β&#39; Παγκόσμιο Πόλεμο

                                                             Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου  

                 Τελεσίδικη η απόφαση του επιθεωρητή. Του σκουριασμένου κρίκου της μίζερης Δημοτικής Εκπαίδευσης. << Εκεί θα πας κι αν δε σου αρέσει φύγε. Δε θα μου κηρύξεις τώρα ανταρτοπόλεμο σε ποιο χωριό θα σε στείλω! >> Η Ελλάδα τότε στην επαρχία θύμιζε Βενεζουέλα. Οι χαβαλέδες του ελληνικού κοινοβουλίου την είχαν ξεχάσει και το μόνο  που τους έκαιγε ήταν οι εκλογές βίας και νοθείας κάθε τετραετίας. Μπήκα σε φορτηγό κλούβα από την πόλη να πάω στο χωριό κι έκανα δώδεκα ώρες. Είχαμε τέσσερις βλάβες, κοιμόμαστε στα καφενεία ώσπου να ‘ρθει το ανταλλακτικό,  η διαδρομή γεμάτη από εικόνες της κόλασης. Τους βοσκούς τους νομίζαμε για ληστές και τους κυνηγούς για ενόπλους κάποιας συμμορίας.

                  Σχολείο ερείπιο, πόρτες και παράθυρα σάπια, το κρύο να μπαίνει από τις χαραμάδες και να γίνεται μαχαίρι. Με τάιζε η γειτόνισσα με ξερό  άρτο, μπανιαριζόμουν σπανίως, αφόδευα στο λόγγο σε τούρκικη τουαλέτα με τα κουνούπια γύρω μου σύννεφο. Γλίτωσα σε εκείνο το κολαστήριο χάρη σ’ έναν αριστερό  που μόλις είχε αποφυλακιστεί και στο βιβλίο που μου έδωσε το << Μαουτχάουζεν >> του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα τα βράδια και σταματούσα το πρωί. Η φρίκη που έζησε ο συγγραφέας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, η Μέδουσα που αντίκρισε όταν τον κατέβασαν οι φρουροί του στον πάτο του πηγαδιού, η συντροφιά του με πεθαμένους και τόσα άλλα που δεν τον λύγισαν αλλά τον έκαναν να ζήσει, μ’ έκαναν και μένα να του μοιάσω και να ζήσω, να γλιτώσω από το κώνειο που μου προσέφερε η Μέγαιρα πατρίς μου να πιω.

         Όταν το έκλεινα δεν ξεχνούσα να επιστρέφω στην αρχή και να διαβάζω δυο αποσπάσματα που είχε αντιγράψει και γράψει ιδιόχειρα ένας αναγνώστης, του συγγραφέα το ένα, του Πρίμο Λέβι το άλλο και που έλεγαν: <<… την τελευταία βδομάδα του Απρίλη είδαμε σωρούς χαρτιά να καίγονται κοντά στη μεριά που ήταν τα εργαστήρια. Καίγανε τα αρχεία. Εξαφανίζανε τους καταλόγους των ντουφεκισμένων, των σκοτωμένων με το γκάζι, των πνιγμένων στο Γαλάζιο Δούναβη, των φαγωμένων από σκυλιά, των ξεπνοϊσμένων από βασανιστήρια… >> 

       <<… ο φασισμός ήταν ακόμη παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούριο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένο στις καινούριες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός   είχε προκαλέσει… >>

       ellinikoxronografima.blogspot.gr

    

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Κυπαρισσιώτικες  εικόνες

                                      Κυπαρισσία, τα Εισόδια, το γυμναστήριο και το αεροσκάφοςPhotos at Παλιά Πόλη Κυπαρισσίας - Κυπαρισσία, Μεσσηνία

                                           Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

            Απέναντι απ’ το σπίτι μου  και στις υπώρειες του κάστρου της Αρκαδιάς,  εντός μιας μικρής λάκκας, ο ναός των Εισοδίων, μέλπει ενίοτε χερουβικούς ψαλμούς. Ρόδινα ή γκρίζα τα επουράνια τους δέχονται, με το μουσικό τους κοχλία ύστερα στο σύμπαν τους σκορπίζουν με διατεταγμένες νότες, τη συντριβή του κακού να επιζητούν. Σύντροφος  της μουσικής τα δειλινά και τα πρωινά, μια βαρκούλα με σηκωμένα πανιά, στο λιμένα της πόλης, βόλτες κόβει, βόλτες αφήνει,  πότε νότια και πότε δυτικά. Γύρω μου στους κήπους, πουλιά στήνουν χορούς, συναυλίες χαρμόσυνες σε  μείζονα φα ακούγονται, εξόχως εγωιστής ένας σπουργίτης, το κάγκελο δε λέει ν’ αφήσει του μπαλκονιού. Οι προσπάθειές μου επίμονες, όσο το γυμναστήριο βλέπω, τις μνήμες να τις δαμάσω, όμως δεν μπορώ, κι όλο θυμάμαι.

  Θυμάμαι την εφηβεία μου,  τότε που σε εποχή υλικής ένδειας, ήμουν μέλος  του  μαθητόκοσμου   του    γυμνασίου   Κυπαρισσίας   και  είχα << στρατοπεδεύσει >>  εκεί γύρω ως << έποικος >> εκ Μουριατάδας και με ρέοντα ελληνικό ρεαλισμό ονειρευόμουν να γίνω μάστορας σε αριστεία αρχαιοελληνικού διαφωτισμού. Όμως ο φιλόλογος, με ενέπαιζε, με προσφωνούσε, τεμπέλη και με βάπτισε << αγράμματο Δημοσθένη >>. Ο αρχαιόγλωσσος αυτός σπιθαμιαίος θαυμαστής του Ομήρου όταν άνοιγε το βιβλίο δεν κρατιόταν με τίποτα. Λες και ήταν ηνίοχος σε άρμα απάγγειλε μεγαλοπρεπώς και με οίστρο: <<Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε΄ έθηκε… >> και γέμιζε τον πίνακα ασκήσεις γραμματικής και συντακτικού για εμπέδωση κατ’ οίκον.

    Καταπονημένος μετά τις επίμονες προσπάθειες να τις  επεξεργασθώ, κατέφευγα στο γυμναστήριο των Εισοδίων προς επικουρία του δοκιμασμένου πνεύματος. Το γυμναστήριο αυτό προ ετών ήτο κήπος με δέντρα, άνθη και οπώρας, φροντισμένο υπό της μητρόπολης Χριστιανουπόλεως, που εν καιρώ εγκαταλείφθηκε και απόμεινε άγονος τόπος αναψυχής και ψυχαγωγίας. Εκεί τα απογευματινά μας, εκεί και τα σκασιαρχεία μας. Όταν ο βίος μας στην αίθουσα γινόταν αβίωτος σε μια άκρη του στήναμε μαθητικό γκουβέρνο και δικάζαμε την κακή καθηγητική σύγκλητο. Ακόμη για να αποφεύγουμε τους φωστήρες καθηγητές μας και να μην τους συναντάμε στους δρόμους και τις ρίμες της πόλης, πηγαίναμε στο γυμναστήριο τις ώρες της σχόλης και μονάζοντες, οργανώναμε φιέστες παιχνιδιών, ερωτικές συναντήσεις συμμαθητριών και ανοίγαμε επίμαχες συζητήσεις περί παντός επιστητού. Το αυταρχικό κράτος εκείνης της εποχής μάς είχε << γραμμένους >> ως ανυπότακτους και φαύλους.  Έχοντάς το κι εμείς <<γραμμένο>>, σύσσωμη η μαθητική ομάδα αποφάσιζε << πως ουδεμία παραχώρηση θα κάναμε προς αυτό και πως ποτέ δε θα το βλέπαμε ως φίλο και προστάτη>>.

     Εκεί και ο Αντώνης, φιλαράκι και συμμαθητής. Του άρεσε η φυσική και ο αιθέρας. Σφυρηλατημένος κι αυτός στην ένδεια, μπόρεσε και μπήκε στη σχολή Ικάρων, είκοσι δύο όμως χρονών η Άτροπος του έκοψε το νήμα, όταν το αεροσκάφος  τον πρόδωσε και συντρίφτηκε στην άγονη λάκκα του γυμναστηρίου. Λευκή στήλη από μάρμαρο δυτικά, τη στιγμή θυμίζει που καιόμενος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ταξίδεψε για τις ουράνιες μονές. Στη μνήμη του το απόσπασμα του Αλμπέρτο Αϊνστάιν που τόσο του άρεσε και το συζητούσαμε λύνοντας ασκήσεις φυσικής..  << Κρατούσα αυτόν τον ιστό αράχνης και σκεφτόμουν πόσο τέλειο μουσικό όργανο είναι. Οι μεταξωτές κλωστές σχηματίζουν μια πανάρχαια άρπα με συμπαθητικές χορδές και το μικρό αρθρόποδο τις τεντώνει στη συχνότητα που υπαγορεύει η βαρύτητα. [… ] ‘Όταν αποσύρεται το θήραμά του, καθώς περνά ανάλαφρα ο άνεμος μέσα απ΄ αυτό το κόσκινο, από αυτές τις κυψέλες τις διατεταγμένες σε γεωμετρία κοχλία, το έγχορδο γίνεται με μιας πνευστό, ένας σχεδόν άυλος αυλός. Κι όταν η πεταλούδα πέσει πάνω στο νεκρικό της σάβανο, μετασχηματίζεται σε μεμβρανοειδές τύμπανο του θανάτου. […]  Είναι το τελειότερο όργανο στο σύμπαν επειδή είναι έγχορδο, πνευστό και κρουστό συγχρόνως και περιγράφει τη δημιουργία της ζωής και τη συντριβή του θανάτου >>.

  ellinikoxronografima.blogpost.gr