Με τα δάκρυα παγωμένα στις κόχες των ματιών, τις γραμμές του πόνου κόκκινες στο σώμα μας, εκείνα τα αμνημόνευτα χρόνια της νιότης μας, αφήναμε το φως που έμπαινε χλωμό απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρέχαμε να συναντήσουμε το θρόνο μιας νύφης φύσης. Κι έτσι ζεστά που μας αγκάλιαζε και γιάτρευε τις μοναχικές καρδούλες μας, σκόρπιζαν οι ωχρές έγνοιες μας, κοιμόνταν οι συμφορές, το χώμα στη χούφτα μας έπαιρνε την όψη του χρυσού.
Αναβάτες στους δυο μας πήγασους, τον Κίτσο και το Ντορή κάναμε τρέξιμο φτερωτό, φτάναμε στο φως των άστρων. Μ’ ένα σάλτο βρισκόμαστε στη ράχη τους. Εκείνα χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τα δυο μπροστινά πόδια στο χώμα, χάιδευαν με τις ουρές τους τα θρεμμένα καπούλια τους και περίμεναν το σύνθημα. Με του πτερνίσματος το πρόσταγμα κινούσαν, γίνονταν απειλή, τον άνεμο χτυπούσαν σαν δαίμονες πυρροί.