Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

 

Χρονογράφημα

 

 

 

                                

                                        Χαστούκια


 

 

                                                 Του  Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

 

             Κάθε μέρα μια ολοδάκρυτη αυγούλα μας βρίσκει μ’ ένα ματσάκι αγριανθούς στο βαζάκι μας. Οι μεγάλες μας χαρές έγιναν Άρπυιες, η τσέπη μας τρύπησε, οι Τροϊκανές υποσχέσεις  πάνε κι έρχονται σε ατραπούς σκοτεινούς που συναντούν το Μερκέλιο Λαβύρινθο.

            Ούτε πιστεύουμε σε τίποτα, ούτε περιμένουμε κάτι, ούτε ελπίζουμε. Η καρδούλα μας τσόφλι, στοιχειά και δράκοι σχίζουν τα σωθικά μας, το λιγοστό πλιγούρι μας το αρταίνουμε με μούργα Μεσσηνίας. Στην τηλεόραση κόρσες αναύχενες μας ραντίζουν με εντομοκτόνα λόγια, φουσκωτοί πολιτικοί πετεινοί λαλούν και φλυαρούν ακαταπαύστως, επιτετραμμένοι θαυματοποιοί σγαρλίζουν μια κουτσουλιά στο κοτέτσι του υπουργού των οικονομικών και τη βαπτίζουν, ανάπτυξη.  Κι εσύ φουκαρά Έλληνα ραγιά κάθεσαι σταυροπόδι κοντά στο σβηστό παραγώνι σου και σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι;  Τα χαστούκια που έχεις φάει, αυτά που τρως και τα άλλα που θα φας!

            Έλληνα οσφυοκάμπτη, σ’ έχουν τουλουμιάσει στο ξύλο κι έχεις φάει χαστούκια από τον πατέρα σου, τον παπά, το δάσκαλο, το μαθηματικό, την πρώτη  ροδούλα αγάπη σου που της άγγιξες τις μελιχρές ρόγες της, το λοχία, τον πιράνχας εργοδότη σου, την αόμματη γριά εφορεία, από τον επιτάφιο θρήνο σου για το απολωλός κουμούτσι σου.  Και συνεχίζεις να τρως από ευρωπαίους τσαρλατάνους που οδοιπορούν στη γαία σου και σου τάζουν λαγούς με πετραχήλια,  από εργολάβους που έχουν βίλες με κήπους γεμάτους με αργυρές αγράμπελες, από τριακόσιους κροίσους και ολίγιστους της βουλής.

          Τουλάχιστον ν’ άξιζε κάποιο χαστούκι να σε αφυπνίσει, όπως συνέβη στον γράφοντα σβουριγμένο  από το φιλόλογό του σε παρελθόντα χρόνο και τώρα  που το αναμιμνήσκω λέω χαλάλι του, δε μου σβούριζε κι άλλο ένα!

          << Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε τη μετάφραση. << Ψάλλε, θεά τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >>  απόδωσα  και χάρηκα.  << Αχιλλέα; είπες; >> φώναξε και μου άστραψε χαστούκι ισχύος πολλών μεγατόνων στο σβέρκο που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το κεφάλι. << Αχιλλέως… ως… ως… ως… είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη και όχι ααααααα! όπως η δική σου η μαλλιαρή, ανάγωγε! >> Και με παιδαγωγικό οίστρο   μου κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο.

               Αφυπνίστηκα. Το δώδεκα το έκανα δεκαεφτά. Όμως! Άλλο το χαστούκι του φιλόλογου κι άλλο του Τυφώνα καπιταλισμού. Ένα αν φας από το χέρι τούτου του τέρατος δε θέλεις δεύτερο! Κολλάς τη μούρη σου στη λάσπη και δε σηκώνεσαι! Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς!  Όπως τώρα, καλή μας ώρα, που το φάγαμε!    

              ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

 

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

 

                 Μιχάλης Κατσαρός.  Πρίγκιπας της Κυπαρισσίας και  ποιητής του << αντισταθείτε >>


 

                                                   Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

       

 

               Την πνοή του ‘δωσε ο περασμένος αιώνας, λύρα αγαθή τον στεφάνωσε επαναστάτη, να γράφει όρθρους του μέλλοντος τον έταξε το αιώνιο φύσημα της ποίησης. Αποκηρυγμένος από γκεσταπίτες ανθέλληνες, τους  λαμπτήρες άναβε κρυφά να φωτίσει μια πριονισμένη εποχή, το κακό που φιλούσε νεκρά σώματα να διώξει. Γκρίζος, άνυδρος ο ουρανός της πατρίδας του, τους χρησμούς του έσβηνε με υγρά φτερά, στις πέτρες που χάραζε τους στίχους του, μαινόμενοι Σαδδουκαίοι έφτυναν το ανορθόδοξο χαμόγελο της ποιητικής του τρέλας.

               Η φυτεμένη δόξα μέσα του, τους αγνόησε. Τον στόλισαν τροκιστή, προδότη, ολίγιστο, Εαμίτη κόκκινο.  Με το ξερό κλαδάκι της ελιάς στεφανωμένος, έμεινε ποιητής, τον χιτώνα ενεδύθη μιας άφθαρτης αξίας, την αρετή του αντιεξουσιαστή με την τραχιά του γλώσσα μάθαινε στους κατάπτυστους  και στους μικρονοϊκούς.  << Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος ανάμεσα στους οπλισμένους  Δωριείς ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους … >> έγραφε, όμως  δεν το ‘κανε αλλά παρέμεινε με τα κουρέλια του όπως τον γέννησε η Γαλλική επανάσταση, ο αγώνας των νέγρων, ο γονατισμένος λαός.    

              Κι ο ίδιος ήταν γονατισμένος. Όχι για να προσκυνάει αλλά για να σηκώνεται από την αδυσώπητη πενία του. Πενία όμως  επιβλητική, άγια, ζωογόνα. Το τριμμένο του ρούχο, το στραβοπατημένο παπούτσι, γίνονταν πορφυρός μανδύας, αυτοκρατορικό σανδάλι. Ο λόγος του ανθηρός, δηκτικός, πικρός, στομφώδης, αινιγματικός μα ποτέ κούφιος, άδειος, στείρος. Λόγος δουλεμένος στα σχολεία της επικράτειάς του, λόγος που είχε τις ρίζες του στο στενόχωρο ισόγειο στον Κηφισό που ζούσε. Τον  δούλευε στην αυλή του, συντροφιά με τον Αρμάνδο, ένα σκαντζόχοιρο, ένα ζωάκι πριγκιπάκο κοντά σ’ ένα πρίγκιπα ποιητή της Ανδαλουσίας και της Κυπαρισσίας.

             Σκοτεινός συνωμότης απέφευγε τα σαλόνια, σύχναζε σε μελαγχολικούς χώρους, περπατούσε σε μοναχικούς δρόμους, τα βλέμματά του έριχνε  στους σακάτες και στις πόρνες με τα νάυλον αδιάβροχα. Σε τραπεζάκια σάπια από το χρόνο ανασκάλευε τις μνήμες, σε κίτρινες επιγραφές γύρευε ν’ ανακαλύψει τις ανοιχτές πληγές στης κοινωνίας το μέτωπο.

             Κι έμεινε ερημίτης. Ερημίτης της ιδέας που δεν γερνά. Από το Οροπέδιο της σκήτης του, διαλαλεί: <<  όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Γι’ αυτό κι εσύ, αστέ Έλληνα ποιητή Λειβαδίτη θα φωνάξεις κάποια μέρα μαζί μου: Κάτω  οι τυραννίες της γης! >> Κι έμεινε κοσμικός. Στα μέρη όμως και στα στέκια που γη  της επαγγελίας χρυσαφίζεται από τη σκόνη. Μαζί με τους εργάτες ν’ αδειάζει την κανάτα με το κόκκινο κρασί, μαζί τους να μοιράζεται τη διανομή της σκέψη τους.  << Οίνος κάτοπτρον νου >> όπως έλεγαν και οι αρχαίοι μας.   << Νος ει νους εν έννοια νια εν νόσω >> συμπλήρωνε και ο πρίγκιπας. << Άντε εβίβα! >> έψελνε η ομήγυρη και άναβε το κέφι.

           Έζησε στην εποχή με τους χαφιέδες, τους ασφαλίτες, τους προδότες να μυρίζουν το αίμα που έτρεχε από τις πληγές ενός αιμάσσοντα λαού. Κι αυτός όταν δε βασανιζόταν, περπατούσε, στην Ασφάλεια, στο ΕΑΤ- ΕΣΑ, έξω από τη βιασμένη πόρτα του Πολυτεχνείου,  στα  ερείπια μαζί με την ανάπηρη ελευθερία, στους  χώρους που σκοτώναν τα ατίθασα άλογα. Εκεί που οι άνεμοι της εξουσίας στραγγαλίζουν τους κληρονόμους που διαβάζουν τις  κίτρινες σελίδες του και τα προδομένα θούριά του, όπως το παρακάτω: 

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος/

δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω/. 

Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου/

ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες/.

Θα περιμένω  τη νύχτα σας αδιάφορος/

χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες/.

Πίσω απ’ το χάρτινο κήπο σας/

πίσω απ’ το χάρτινο πρόσωπό σας/

εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη/

ο άνεμος δικός μου/

μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες/

μάταιοι λόγοι/.

Μην αμελήσετε/.

Πάρτε μαζί σας νερό/.

Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία/.  [ Από το βιβλίο του Μιχάλη Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >>.

       Ο ποιητής γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το Ι919. Το 1934 ήρθε στην Αθήνα για να μπει πρότακτος σε ηλικία 17 ετών στην Ελληνική Αεροπορία. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε πολλές μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Υπέστη άγρια βασανιστήρια από τη Γερμανική Γκεστάπο και στις φυλακές Χατζηκώστα. Παρών και στα Δεκεμβριανά όπου γνωρίστηκε με το Μίκη Θεοδωράκη για να αναπτυχθεί μεταξύ τους φιλία με ισχυρούς δεσμούς. Το 1945 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε και η  εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσίευσε προς τιμή του το ποίημα  του << Σήμερα έγινα σύντροφος >>. Έγραψε πολλές συλλογές και πεζά, η δε έκδοσή του << Κατά Σαδδουκαίων >>  προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της Αριστεράς. Πολλοί στίχοι του απαγγέλλονται ενώ συχνά τους βλέπουμε γραμμένους και στους τοίχους, όπως αυτοί: << Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία >>, <<  Ελευθερία πάλι ανάπηρη σου τάζουν >>,  << Κάτω το βάθος/ τόσα πέλματα βαριά. Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα >>, << Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλο πύργο ατίθασο, απέναντί τους >>.

            Το 1950 το κράτος είχε πλήρη γύμνια, ανύπαρκτο πολιτικό σύστημα, ελευθερία έκφρασης φιμωμένη, η δημοσιογραφία σφιγμένη στο λαιμό με τη θηλιά του νόμου 509 που μια << ύποπτη >> λέξη αρκούσε να σε στείλει με συνοπτικές διαδικασίες να περάσει τα κάγκελα της φυλακής.  Τότε δημοσιεύτηκε και << Η διαθήκη μου >> του ποιητή στο Δημοκρατικό Τύπο, έντυπο του Κ.Κ.Ε. Δημοσιεύτηκε όμως κουτσουρεμένη κι αυτό  για να προστατευθεί η εφημερίδα όπως έλεγε στην απάντησή της στο επόμενο φύλλο. Έτσι φράσεις όπως, αντισταθείτε στην κρατική εκπαίδευση, στα εργοστάσια πολεμικών υλών, στον πρόεδρο του Εφετείου, παραλήφθηκαν. Ο ποιητής θύμωσε και απάντησε στην ίδια εφημερίδα με το << Υστερόγραφο >>.  Έλεγε: << Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί – καθώς διαβάστηκε- ήταν ένα ζεστό άλογο/ ακέραιο – πριν διαβαστεί-/ όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν/ αλλά οι σφετεριστές καταπάτησαν τις εντολές της//. Η διαθήκη μου για σένα – και για σε- χρόνια καταχωνιασμένη σε χρονοντούλαπα/ από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους//. Άλλαξαν φράσεις σημαντικές/ - είχαν την εξουσία-/ με τρόπο εξαφανίσανε την αντίσταση/ σ’ ότι τους αφορούσε//. Σας έκλεψαν τα μέρη με τους ποταμούς/ τη νέα βουή στα δάση/ τον άνεμο τον σκότωσαν/ - τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα -/ ποιος είναι αυτός που πνίγει//. Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός/ με τόσες παρατήσεις/ από φωνή, από τροφή, από άλογο, από σπίτι/ στέκεσαι απαίσια βουβός σαν πεθαμένος//. Δεν θα μιλάς λοιπόν ποτέ;/ Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν//.

       Η εφημερίδα με δελφικό χρησμό δικαιολογήθηκε με εκτενέστερο κείμενο που μέσες άκρες ήθελε να πει: << Με το νόμο 509 δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Η αγία λογοκρισία ενεργούσα σωστά, κατακρήμνισε τον ποιητή στον Καιάδα για να σωθεί η ίδια! >>

      Ιδιόρρυθμη η ποίησή του, μπερδεύει τους φιλολόγους με τη γραφή του αλλά  και τους αναγνώστες. Φράσεις όπως, << ο εκσυγχρονιστής >>, είναι << άνωθεν χρώματος >>, και βλέπει γράμματα << χρωματιστά >> ή τα ελληνικά του Σημίτη προσδιορίζονται με τη φράση << φορλόεν μάι ντόιτς >> που μοιάζει με γερμανικά, αλλά δε σημαίνει τίποτα, απαντούν σε ποιήματά  η πεζά του. Στη συνέντευξη στο Νικό Ζερβονικολάκη και στην ερώτησή του, << Γύρω μας υπάρχει λυρισμός σήμερα; >> είπε: << Λυρισμός είναι κατά κάποιο τρόπο μια οδήγηση. Την ονόμασαν λυρική ποίηση επειδή ήταν φωτεινή και έκανε ήχους. Το << λυ >> στο λυρισμό προέρχεται από το λυχνάρι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για να πούνε φως. Στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο αυτή η έκφραση του λυρισμού είχε μετατραπεί στο… Λιλί Μαρλέν! >> Για τον πολιτισμό είχε πει: << Εμήνυσα στον πρώην υπουργό πολιτισμού, μέσω της << Εξόρμησης >> τότε, του έστειλα ένα σημείωμα και είπα ότι σήμερα ο πολιτισμός δεν υπάρχει, γιατί υπάρχει ποτοαπαγόρευση >>.

     Κλείνουνε με τα εμβληματικό του ποίημα << Όταν… >> και ένα απόσπασμα από τη << Διαθήκη μου >>.

     Όταν ακούω να μιλούν για τον καιρό/ όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο/ όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια/ όταν ακούω να υποψιάζομαι τις ιδέες μου να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα/ όταν ακούω σε να μιλάς/ εγώ πάντα σωπαίνω //.

    Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου/ ήχους παράξενους/ ψιθύρους μακρινούς/ όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια/ λόγους ατελείωτους, ύμνους και κρότους/ όταν ακούω να μιλάνε για την ελευθερία/ για νόμους, ευαγγέλια και μια ζωή σε τάξη/ όταν ακούω να γελούν/ εγώ πάντα σωπαίνω//.

    Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη/ κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες/  κι όλοι θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή/ θ’ ανοίξω το στόμα μου/ θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες/ θα φύγουν τα οπλοστάσια στις βρώμικες αυλές/ οι νέοι έξαλλοι  θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους/ ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία//. Πάλι σας δίνω όραμα.

   {…} Αντισταθείτε πάλι σ΄ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι/ στον πρόεδρο του Εφετείου/ αντισταθείτε στις μουσικές, τα τύμπανα και τις παράτες/ σ΄ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε/ πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι/ σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή/ δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα/ στις κολακείες, τις ευχές, τις τόσες υποκλίσεις/ από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους […}

     ellinikoxronografima.blogspot.gr                  panant1947@gmail.com

 

         

 

        

        

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

 

           Χρονογράφημα

                                       Οι ίδιοι κόπροι του Αυγεία


                                                      Παναγιώτη Αντωνόπουλου

              Σε  πίσω καιρούς, τη νεότητά μου μισώντας οι << ευσχήμονες >> αϊτοί  του υπουργείου παιδείας σε  χωριό με διόρισαν, που άρδευε τον πολιτισμό από νυχάτους γύπες και σαρκοφάγους λύκους. Εκεί με εναπόθεσαν ψυχή τε και σώματι τη ζώσα γνώση να εμφυσήσω σε μαθητές που λιποθυμούσαν από την ασιτία και το φύλλο χλόης στην αποξηραμένη ζωή τους να κρατήσω χλωρό.  Το εκπαιδευτήριο αμπάλωτο ερείπιο, οι πόρτες του σάπιες και τα παράθυρα σαράβαλα. Ζεσταινόμουν διπλωμένος με μια λιωμένη χλαίνη του στρατού, σιτιζόμουν με καχεκτικό χόρτο αρωματισμένο με σκατζίκι, γιάτρευα το γαστρεντερικό μου σύστημα τρώγοντας σπόρους ψύλλιου. Σύντροφοί μου  χοίροι λιπαροί, άγριοι μαλλιαρόγατοι, γενάτοι τράγοι, λερωμένες αγελάδες, αμνοερίφια,  όρνιθες να κακαρίζουν από πρωίας μέχρι νυκτός.  

            Μέχρι το μεσημέρι χωμένος στην κιμωλία, το απόγευμα μαύρος κι άραχλος  στη μοναχικότητά μου, το εσπέρας στου καφενείου το μέσα μέρος έπαιζα << ξερή >> με τρεις μοιραίους και μεθούσαμε με ούζο και κρασί.Το βράδυ αποχαυνωνόμουν βλέποντας αδυσώπητα και φθοροποιά σήριαλ στην Τιβί.  Θεράπων της πνευματικής γύμνιας μου κατά τη διάρκεια της θέασης ήταν κι ένας πάναγνος κυνηγημένος χωρικός, που γνώρισε την ασπλαχνία του κράτους στη Γυάρο,  λέγοντας αστείους λόγους, ανέκδοτα και  ύβρεις κατά του  πολιτικού ποιμνιοστασίου. << Τι βλέπεις, δάσκαλε; >> με ρωτούσε << τους κόπρους του Αυγεία; >> και βουβός παραδινόταν κι αυτός  στη θέαση, στο αλκοόλ και στη μέθη.

          Τρεις χρόνους δεχόμουν τα δωρήματα από τους δαίμονες των σήριαλ. Το πρωί τα μολύσματά τους μας έβρισκαν όλους  νυσταγμένους, την παραγωγή στάσιμη, τη μάθηση των μαθητών κακή. Οι πολιτικοί που έρχονταν χαίρονταν για το ξεθεμέλιωμα, γλέντια έστηναν να συνεχιστεί.  Έπιαναν κουβέντα για τα κοπρισμένα σήριαλ, τις εκλογές, και τον καθαρό αέρα του βουνού, άχνα όμως για τα ψίχουλα των παροχών, για το γκρεμισμένο σχολείο και το ναρκωμένο νοσοκομείο της πόλης, τσιμουδιά  για τις γράνες που ‘πεφταν οι γάιδαροι μέσα και το πεσμένο γεφύρι που καβαλούσαν τα νερά.  

            Τόσα χρόνια μετά ο ίδιος πολιτικός βούρκος,  οι ίδιοι κόπροι του Αυγεία στα κανάλια, το θέαμά τους αναμασημένο πλιγούρι, οι ειδήσεις τους ξινώδεις εμετοί.  Κόρσες αναύχενες μας ραντίζουν με εντομοκτόνο λόγο, απ’ το κοτέτσι της Βουλής πολιτικοί πετεινοί διαλαλούν τα κικιρίκου τους, πουδραρισμένες πολιτικίνες όρνιθες σγαρλίζουν τις κουτσουλιές τους, φαρισαίοι υπουργοί σε τελάρα τις οπώρες μας δείχνουν που παράγει η άνυδρη Ελλάς.  Αρλεκίνοι εδώ, στέρφοι καλαμαράδες εκεί, ανόητοι  νομοθέτες  πιο πέρα και βυζάχτρες εφορίες σε κάθε διάβασή μας  περιμένουν να μας στραγγαλίσουν.

           Κόπροι! Κόπροι! Κόπροι! Και  μέσα τους κουβάρια οι οχιές που σέρνονται και σφυρίζουν!  

      ellinikoxronografima.blogspot.gr  panant1947@gmail.com

 

         


Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

   Χρονογράφημα

                            Ο   σπουργίτης

           Κουτσός μου ήρθε στην αυλή, αδύνατος και πεινασμένος. Τσιμπολογούσε από δω κι από κει,  το κεφάλι σήκωνε σαν πρίγκιπας, με κοιτούσε, βηματάκια έκανε εκούσια κι ακούσια  με μπρίο δε μου τραγουδούσε. Πετώντας που και που τις σκιές  έδειχνε στα όμορφα φτερά του, το χρώμα τους  το γκρι και το καφέ, τη σπαθωτή ουρά του.

  Γίναμε φίλοι. Χαρούμενος που του γιάτρεψα το πόδι, τη φιλοξενία μου απολάμβανε, πιστός στο ραντεβού μας πρώτος και καλύτερος παρόντας δήλωνε. Κι ένα πρωινό που ο ήλιος χρύσωνε τον Κυπαρισσιακό Κόλπο και η πόλη έλαμπε από το φως του, μου μίλησε στη γλώσσα του και με γλυκό κελαηδισμό μου είπε: << Είμαι σπιτοσπουργίτης, είδος στρουθιόμορφου πουλιού της οικογένειας Πασσερίδες. Ζω παντού στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και στην Ασία. Ακόμη είμαι διαδεδομένο ως άγριο πουλί και σε πολλά μέρη του κόσμου. Τόπος μου οι κατοικημένες περιοχές, με τα σπίτια, τις γεμάτες λουλούδια αυλές και την αγάπη των ανθρώπων. Τα παιδιά με αγαπούν, με ταϊζουν, μου βάζουν ποτίστρες να ξεδιψάω, τα μικρά μου φροντίζουν και τα προστατεύουν από τα σαρκοφάγα ζώα. Κι εγώ για να τους ευχαριστήσω τους τραγουδώ,<< τσιριτρί και τσιριτρό, τσιριτρό και τσιριτρί >>.

    Σε κάποιους επειδή είμαι μικρός δεν τους αρέσω. Άλλους το γκρι και το καφέ χρώμα μου τους απωθεί και λίγοι ευτυχώς με διώχνουν απ’ τη στέγη τους που φτιάχνω τη φωλιά μου. Πάω κι εγώ σε άλλη γειτονιά, γίνομαι μετανάστης, ριζώνω εκεί αρχίζω να τους αγαπώ και να τους λέω πως είμαι ο σπιτοσπουργίτης τους ο πολυαγαπημένος.

       Όταν δεν τσιμπολογάει κι εγώ δεν γράφω, λέμε πολλά και διάφορα στη γλώσσα του ο καθένας. Μ’ ακούει, χαίρεται κι απλώνει τις φτερούγες. Χθες ένα ποίημα του απάγγειλα! Αχ, πως  με κοιτούσε. Το καταγράφω : << Φτερούγες σκόρπιζες, Θε μου, απλόχερα στων τυχερών το σπίτι/ κι άφηνες μόνο ψίχουλα να ψάχνω σαν σπουργίτι…/  Κι όσο φτερούγες άπλωνα  κι όσο ψηλά κοιτούσα/ ήταν ο φόρτος πιο βαρύς/ απ’ ότι προσδοκούσα…/ Στο πήγαιν’  έλα της ζωής, συνάντησα στη ρούγα/ κουτσό σπουργίτι να πετά/ με τη μισή φτερούγα…/ Τόπιασα και το σήκωσα με περισσή φροντίδα/ τα μάτια πάνω σήκωσα/ με νιόβγαλτη ελπίδα/ κι είπα: Θεέ μου, αφού αϊτός δεν πρόκειται να γίνω/ είθε με τις φτερούγες μου απείραχτες να μείνω! /

       ellinikoxronografima.blogspot.gr

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

 

Χρονογράφημα

 

 

 


 

                                          Τίγκα στο σκουπίδι

 

 

                                                  Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

                Άνω θρώσκω, ίσον άνθρωπος κατά το έτυμον.  Άρα έχω μυαλό, ξεχωρίζω την πέτρα από το μέταλλο, τη φωτιά από τη στάχτη, τα καλό από το κακό, το σκουπίδι στο πιάτο από το εκλεκτό κυνήγι.  Και δε θέλω να πιάνομαι κορόιδο από τη δημοτική αρχή, να μου γεμίζει  τίγκα στο σκουπίδι τη λιακάδα μου, το σεληνόφως μου, το πεζοδρόμιο και την αυλή μου.  Είναι άκρως επαχθές να βλέπω τον κάδο στη γειτονιά μου, τίγκα στο σκουπίδι, να νιώθω ζωντόβολο, να αναπνέω την κακοσμία και να εκβάλω το περιεχόμενο του στομάχου μου. Πικρόχολος ύστερα να κατεβάζω γαμοσταυρούς και να εξακοντίζω οικείες ύβρεις στα λατρεμένα τέκνα της καθαριότητας.

                 Οι κάδοι τρώνε με βουλιμία, είναι αναίσθητες κοιλιές, επιρρεπείς να βαραίνουν και όχι να ξαλαφρώνουν. Το πλεόνασμά τους το    αποβάλουν και πάνω στο σωρό του πετάς εσύ ο γκιαούρης τις γεμάτες σακούλες σου, ο γείτονας τα ξερόφυλλα κλαδιά, ο περαστικός το άδειο κουτί της μπύρας.  Και μεγαλώνει ο σωρός, υψώνεται το σκουπιδαριό, τεντώνεται πάνω στα σίδερα, στους τενεκέδες, στα σύρματα, στα κουτιά, στις πεταμένες καρέκλες, στις πλαστικές γαλότσες, και, στα σχισμένα υποδήματα..

                 Ριγμένος στο χόβολη της ανέχειας, δεν  τρως, αλλά βλέπεις και μυρίζεις. Μυρίζεις κλάρες ψεκασμένες με εντομοκτόνα, ξερά χόρτα, νοτισμένο σανό, σανίδι σκεβρωμένο, πριονίδι οσμηρό, πελεκούδι ψεκασμένο με σκόνη. Πας να φύγεις, χάσκει ο κάδος, πιάνεις τη μύτη σου  και σαν τουφεκισμένος λαγός  τρέχεις να κρυφτείς. Πίσω σου, να οι χορτάτοι γάτοι, οι ταχύποδες ποντικοί, οι  σκύλοι σε στρώνουν στα κοντά.  Ο  κάδος κάνει το ίδιο, διογκώνεται, τρέχει σε ακολουθεί, τον νιώθεις μ’ ένα πήδο να ‘ρχεται πίσω σου και να σε ακολουθεί.

                  Στυμμένος από χαράτσια και χωμένος στο σκουπίδι, νιώθεις άβουλος, μόνος, απροστάτευτος, ξοφλημένος δερβίσης. Γελάς με τις νεκροφιλικές μεγαλοστομίες των δημάρχων και των πολιτικών για ποιότητα ζωής και ανάπτυξη, επιστρέφεις τη φαύλη κομπορρημοσύνη τους και μουντζώνεις τις άδειες σκιές στους δημόσιους οίκους τους. Και οι μέρες περνούν, το απορριμματοφόρο όμως πάλι μένει από λεβιέ, οι εργάτες δηλώνουνε αργοί, οι δήμαρχοι ανούσιοι και μωροί, μένουν στα ίδια και σε εγκαταλείπουν. Φεύγει; δε φεύγει έτσι το σκουπίδι!

                   ellinikoxronografima.blogspot.ge  

 

 

 

 

 

 

 

                                          

 

Χρονογράφημα

 

 

 


 

                                     Συνταξιούχος εργατάκος 

 

 

                                                   Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

         Συνταξιούχος εργατάκος ο έρημος  και οι τράπεζες του ρουφάνε το αίμα. Οι χαχόλοι του οικονομικού χαλιφάτου και οι μικρονοϊκοί   της Βουλής του επιμέρισαν σύνταξη ψίχουλα, του πετάνε κι ένα γλειμμένο κόκαλο από τον τορβά των εφοπλιστών και τον αποκοιμίζουν με τους πανελολάγνους που του κάνουν το κεφάλι κουρκούτι με τον ξιπασμένο λόγο τους για ανάπτυξη και μέρες παχιές σαν αγελάδες.

         << Μίνυνθα δε γίνεται ήβης καρπός… >> ( λίγο κρατάει της νιότης ο καρπός ) και μετά η πολύανθη εποχή πάει περίπατο, έρχονται τα γηρατειά, το σώμα γίνεται αγνώριστο, στηρίζεται σε πατερίτσες, φορτώνεται αρρώστιες, θέλει φάρμακο και άγιο να θεραπευτεί, βοήθεια ζητάει να ‘ρθει κάποιος << ίνα το φορτίο άρη!>>  Και τούτος ο εργατάκος, γέρασε όπως και άλλοι και κουβαλάει << πολλά θυμώι κακά >>. Και στενοχωριέται, χύνει δάκρυ, το λαϊκό άσμα τραγουδά για να παρηγορηθεί: << να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία… >> αλλά ματαίως. Και τώρα δεν μπορεί να δουλέψει,  να αγοράσει ένα σανίδι να βουλώσει την τρύπα της στέγης που τον  μουσκεύει η πρώτη βροχή.  Ακόμη να αλλάξει παντζούρι, να πετάξει το σάπιο και να φράξει τον θαλασσινό πουνέντε που τον καταψύχει όταν τον ξεφυσάει ο φουσκωμένος ασκός του Αιόλου.

           Κάθε πρωί ο κλητήρας του χτυπά την πόρτα, το δάνειό του είναι στα << κόκκινα  >> του θυμίζει, οσονούπω θα τον πετάξουν έξω και θα βρεθεί στη λάσπη με τους γεωσκώληκες και τους βατράχους.    Για να αβγατίσει τον μπεζαχτά του πουλάει κηπευτικά, μερεμετίζει σούγελα, φροντίζει τους σκύλους των εύπορων γειτόνων που λείπουν ταξίδι στην Κορσική. Μένει στο πέτρινο που γέρνει σαν στραβοφορεμένος σκούφος, ασοβάτιστο, με τα αγκωνάρια ξεγοφιασμένα, έτοιμα να σωριαστούν στο κεφάλι του.Το βράδυ κουλουριάζεται κάτω από την κουβέρτα να ζεσταθεί, γκρινιάζει με τη συμβία που ‘χει κορμί ψυγείο , στριφογυρίζει σαν κάμπια, πριν τον πετάξει πάνω το κι κι ρι κου του πετεινού. Την ημέρα άφραγκος, μπαίγνιο της φθοράς και του σκληρού κράτους των τζιχαντιστών πολιτικών, στον καφενέ ρουφά το σκέτο του. Κι εκεί τους χαχόλους βρίζει. Αυτούς που συν γυναιξί και τέκνοις,  με φουλάρια Hermes, ταγιέρ Chanel, φουσκωτά πορτοφόλια Louis vuitton  κάνουν βόλτες με τις Πόρσε στη Ριβιέρα και στην Καραϊβική.  Πίσω ο συνταξιούχος εργατάκος ζει στο σκουριασμένο του νοικοκυριό, χωρίς μπουκιά, χωρίς γεμάτο τσουκάλι. Βουλώνει τις τρύπες της χαμοκέλας με στουπιά, το χάπι κόβει στη μέση για να ΄χει και το βράδυ, τη θωριά του λοξοδρομάει  στ’ άστρα και ψάχνει  το Θεό.   

           Χαχόλοι! Πού θα πάτε;  Θα ‘ρθει η ώρα και για σας που θα πείτε: << αντίο πρόσχαρή μου νιότη, αντίο του πλούτου το μαύρο πλοίο, πλώρη έβαλε για χώρα μακρινή! >>

           ellinikoxronografima.blogspot.gr   

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

 

                                   Παναγιώτης Αντωνόπουλος

 


    Διήγημα

 

 

                                Ώρες τρόμου στην πόλη

 

 

                                                     

              Ο ιδρώτας ανάβλυζε από το πρόσωπο του υποψήφιου δημάρχου και οι παγωμένες σταγόνες  κυλούσαν ασταμάτητα στα μάτια  και στα μάγουλά του, όση ώρα μιλούσε στους ελάχιστους και αδιάφορους ψηφοφόρους του.  Έχοντας δε κι ένα κακοποιημένο με αμυχές και μώλωπες πρόσωπο από κάποιο προφανώς βίαιο σπρώξιμο, μιλούσε ακατάπαυστα, ενώ τα κοντά του πόδια ως το μέρος των γοφών, έτρεμαν που και που, ελαφρά σηκωμένα.

          Την προηγούμενη μέρα η τοπική εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το σκίτσο του, που προκάλεσε τρομερή εντύπωση και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από την κοινή γνώμη με κάποιο αίσθημα χαράς και χιούμορ. Το σκίτσο  έδειχνε ένα είδος ουραγκοτάγκου με γιγαντιαίο ανάστημα, εκπληκτική ύπουλη ματιά και τρομακτική αγριότητα στις μιμητικές του κινήσεις.          Ένα άλλο επίσης ευρείας κυκλοφορίας έντυπο με τίτλο << Η ώρα του πολίτη >> δημοσίευσε εκτεταμένο άρθρο για τη σχέση του υποψήφιου δημάρχου με το εργασιακό καθεστώς της εταιρείας << ΑΜΙΣΩ >> όπου φαινόταν όχι μόνο να ελέγχει το είκοσι τοις εκατό του κεφαλαίου αλλά να είναι και ο κύριος υπεύθυνος για τη χρόνια δηλητηρίαση από τον αμίαντο στους εργαζομένους και στους πολίτες από τη χρήση των αμιαντοσωλήνων της ύδρευσης. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης παρουσιάστηκε λίγους μήνες από τη λειτουργία του εργοστασίου και σύμφωνα με τους υπεύθυνους της υγειονομικής επιτροπής, εκδηλωνόταν με την εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρά τους και ερεθισμό στην στοματική κοιλότητα. Γρήγορα όμως εξελισσόταν σε πεπτική διαταραχή με δυνατούς κωλικούς πόνους, ερεθισμούς στους μυς και ενοχλήσεις στις αρθρώσεις, παράλυση με μυϊκή ατροφία στα άνω και κάτω άκρα, παραλήρημα, σπασμούς, νεφρίτιδα και κώμα. Με τον καιρό αποδόθηκαν και κάποιοι ύποπτοι θάνατοι εξαιτίας της χρόνιας δηλητηρίασης από τον αμίαντο, αλλά  η επιχείρηση του μετάλλου, εξακολουθούσε να λειτουργεί και ο μέτοχός της να ζητά  την ψήφο των αδικημένων.

          Αυτές τις ατέλειωτες ώρες τρόμου που περνούσε η πόλη, εξαιτίας της σκληρής βαναυσότητας που έδειχνε το εργοστασιακό κατεστημένο του υποψήφιου, εκδήλωνε με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά της και μια μικρή ομάδα πολιτών, που με τις διαμαρτυρίες τους ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα όρια αντοχής, αγγίζοντας εκείνα της υστερίας και του παροξυσμού. Αυτή η ομάδα που έμοιαζε σαν στραγγαλισμένη, στεκόταν στην άκρη της μικρής βρώμικης παρόδου που συναντούσε την πλατεία και διαδήλωνε ως εξής: Κρατούσαν ένα μεγάλο πανό  με ζωγραφισμένο στην επιφάνειά του ένα λαμπερό φίδι που σύροντας το σώμα του μέσα από μαραμένα και σάπια λουλούδια, καταβρόχθιζε ένα αγόρι, στέλνοντάς το  στα ανήλιαγα βασίλεια του Άδη. Από κάτω μια μεγάλη λίμνη από αίμα μέσα σε πυκνή ατμόσφαιρα καπνού και σίδερου εξακόντιζε στο γύρω ασθενές δάσος εντυπωσιακές σταγόνες κόκκινου αίματος, όπου τα αιωρούμενα σωματίδια μεταμορφωμένα σε θανατηφόρους ιούς αμιάντου, έσπερναν ανελέητα σε χιλιάδες τερατόμορφα ζώα το θάνατο.

          Το επόμενο βήμα διαμαρτυρίας αυτών των απελπισμένων ήταν πολύ ρηξικέλευθο και πονούσε σαν καρφί στο σώμα. Γύρω στα εφτά μέτρα πιο πέρα από το σημείο που μιλούσε ο υποψήφιος, άφησαν ένα σιδερένιο κλουβί που μέσα του είχαν φυλακίσει ένα ανθρώπινο σκιάχτρο. Ήθελαν έτσι μ’ αυτό τον τρόπο να θυμίσουν τα θύματα που γίνονταν αγνώριστα μετά την προσβολή τους από το μικρόβιο της βαστεοφίλου στίξης που οφειλόταν στην μόλυνσή τους από τον αμίαντο.

          << Ε, λοιπόν >>, είπε μετά από μια μικρή παύση ο υποψήφιος σαν είδε το σκιάχτρο με το κλουβί, μπροστά του, << θα σας πω τώρα για όλα εκείνα τα καλά που θα σας κάνω σαν πάρω το χρίσμα του δημάρχου  που αγνόησαν οι προηγούμενοι >>. Καθώς όμως μιλούσε κι αναφερόταν σε όλα αυτά τα υποτιθέμενα καλά που θα τους έκανε, ξαφνικά σημειώθηκε μια τρομερή αλλαγή στην όψη του, που, στη θέα της, οι παρευρισκόμενοι ακροατές ένιωσαν φρίκη που τους ανάγκασε να αποτραβηχτούν λίγα μέτρα πιο πίσω κι  έντρομοι να εκφραστούν με ακατάληπτα και κακόηχα επιφωνήματα.  Και τούτο γιατί είχε την όψη άρρωστου με  τα μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω και τις κόρες του, ξεθωριασμένες κι ακίνητες. Το πρόσωπό του χλομό με σκούρες αποχρώσεις γύρω από τα χείλη και το μέτωπο λευκό σαν το χαρτί. Οι έντονες στρογγυλές κηλίδες που του αυλάκωναν τα μάγουλα και μεγάλωναν όσο περνούσε η ώρα, τον έκαναν αποκρουστικό και με τον ασυνήθιστο φόβο που απλωνόταν στην έκφρασή του, έδειχναν πως χρειαζόταν βοήθεια στην προσπάθειά του να κρατηθεί και να παραμείνει στη θέση του.

           Έτσι μέσα σε αυτή την παρατεταμένη αγωνία και μέσα στο θόρυβο από τις φωνές των ακροατών  που είχαν μεταβληθεί σ’ ένα συγκεχυμένο συνονθύλευμα ιεροεξεταστών, κάποιος είπε με χιούμορ : << Η περιφρόνησή του για το ανθρώπινο μαρτύριο τον έκανε έτσι! Μας μιλά με νεκρική έκφραση και μας λέει ψέματα. Τίποτα δε θα ακολουθήσει απ’ όσα λέει. Ιδού και η τιμωρία του για τα σκούρα παραπετάσματα που καλύπτουν την αλήθεια των λόγων του >>  και με μια πύρινη ματιά που τον κοίταξε  έδειξε το αβυσσαλέο μίσος του.

          Ο υποψήφιος ωστόσο έδειξε να συνέρχεται από αυτή την ασυνήθιστη νευρική μεταμόρφωση που οφειλόταν σε ψυχοσωματική διαταραχή και με μια ζωηρή τώρα και οξύθυμη συμπεριφορά, άρχισε να ξαναμιλά με ιδιαίτερη έμφαση και ζωντάνια, επιδιώκοντας να τους πείσει με τη διαρκή και ψεύτικη φαντασμαγορία των λόγων του. Πέντε λεπτά όμως αργότερα αυτό που είδε στη μικρή και στενή πάροδο που οδηγούσε στη συνοικία των εξαθλιωμένων πολιτών,  έκανε  το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά του και να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του.

          Με πόδια σηκωμένα  εκεί, ένα ψοφίμι πεταμένο στην άκρη του καλντεριμιού, σκορπούσε τη δύσοσμη οσμή του που έβγαινε από τη σάπια κοιλιά του και τα αποσυνθεμένα μέλη του. Πολλές μέρες εκεί ξαπλωμένο νωχελικά και κυνικά μπρος από τα σπίτια και τα μάτια των ανθρώπων, αψηφούσε το κακό που τους έκανε και τους χάριζε αρρώστιες, λιγοθυμιές και θανατηφόρα μικρόβια. Ο   ήλιος   είχε  κάνει τούτο το ψοφίμι τόπο και φωλιά για τα φοβερά έντομα κι ερπετά που έτρεχαν στα λασπόνερά του να τυλιχθούν με τις κουρελιασμένες σάρκες του που ξεκόλλαγαν από το βρωμερό  κορμί του. Και κολλημένα πια στη σάπια του κοιλιά, μύγες, κουνούπια στρατιές των σκουληκιών και ιοβόλα μικρόβια, ανεβοκατέβαιναν σαν σπίθες φωτεινές στο στόμα του φουσκωμένου ψοφιμιού που  σκορπούσε τη φρίκη σε χιλιάδες γύρω του ζωές.

          << Θα πρέπει να σας πω, πως τούτο το απαίσιο ψοφίμι που τόσα δεινά σας κουβαλά, κι  ασάλευτο όλο βρώμα και θυμό την πόλη μας, τυλίγει, θα το αποτελειώσω μια και καλή σαν δήμαρχος, χριστώ ! >> τους είπε με παρακαλεστή φωνή που ακούστηκε άγρια και σφυριχτή σαν απρόσμενου αγέρα ριπή. << Έτσι που η πόλη καθαρή χωρίς τη σαπίλα τη φριχτή θα παραδοθεί στη μοίρα της με χάρη που τη θέλει αξιοπρεπή θυγατέρα προσφιλή της τελειότητας του κάλλους >> πρόσθεσε ενώ ένιωσε την καρδιά του να την τρώει κάποιο σκουλήκι βρωμερό, όμοιο μ’  εκείνο  του αποσυνθεμένου ψοφιμιού !

          Κανείς όμως απ’ αυτούς που τον άκουγαν δεν πήρε τα λόγια του σοβαρά και πολλοί μουρμούρισαν πως ξεστόμισε λόγια  υβριστικά κι άνοστα. Και καθώς ο αέρας έπνιγε την ατμόσφαιρα με την απαίσια οσμή του ψοφιμιού, πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν ν’  απαλλαγούν από την τρομοκρατία και των δυο, ομιλητή και ψοφιμιού και να φύγουν. Και το έκαναν με τη σκέψη τους πως ότι είπε και είδαν ήταν προάγγελοι κακών στην πόλη.

         

 

 

                                     

 

                                                = = = 

 

 

 

 

          Ε, λοιπόν, τα πράγματα γι’ αυτόν τον ονειροπόλο κι αφηρημένο άνθρωπο ήρθαν την επομένη των εκλογών όπως τα ήθελε. Εκλέχθηκε δήμαρχος παρά τον εκνευρισμό των πολιτών κι άρχισε με τα σημάδια της απληστίας και της αλαζονείας να εκφράζει την ταραγμένη του  ψυχή! Έτσι με το μάτι του γυρισμένο προς τα πάνω, τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν σαν τρελά και την ακαμψία του προσώπου του να τον δείχνει ασθενή που ψυχομαχεί, διάβασε τα θέματα της συζήτησης στην πρώτη του κιόλας συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου με εξασθενημένη φωνή και τους κάλεσε να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο επείγον θέμα << εκχώρηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική  της εταιρείας << ΑΜΙΣΩ >> στα νότια της πόλης για την παρασκευή ακετυλενίου και την εφαρμογή του στη βιομηχανία για την παραγωγή πλαστικών σωλήνων >>.

          Και με ύφος σουλτάνου μεγαλοπρεπή, συνέχισε με κυνικότητα κι αυταρχισμό :

          << Θα πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα που θα προστατέψουν τους πολίτες, ώστε να μηδενίσουμε τις επιβλαβείς συνέπειες,       που τυχόν θα παρουσιάζονταν κατά το γνωστό στάδιο της πυρόλυσης. Κι όσο για τα εκρηκτικά μίγματα που θα χρειαστούν να αναφλεγούν για τη διατήρηση και δημιουργία της οξυακετυλενικής φλόγας κατά τη συγκόλληση μετάλλων και κοπής αυτών, να είσαστε σίγουροι πως πρώτα μας ενδιαφέρει η υγεία και η ασφάλεια των πολιτών μας και μετά η παρασκευή συνθετικών ελαστικών >>. Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για κάποιον της αντιπολίτευσης που όση ώρα μιλούσε, σήκωνε επίμονα το χέρι του και ζητούσε το λόγο να μιλήσει. Έτσι στο τέλος της μικρής του εισήγησης, του έδωσε το λόγο.

          Κι εκείνος αποκαλύπτοντας μια σκληρή  γλώσσα του είπε με ασυνήθιστη επιθετικότητα, που άφηνε έντονες στρογγυλές κηλίδες στα ρουφηγμένα του μάγουλα : << Το ψοφίμι είναι ακόμη εκεί, και, βρωμίζει  την πόλη με τις μύγες να βουίζουν μαζί με τις στρατιές των σκουληκιών στο φριχτό του σκέλεθρο. Κι όμως στα λόγια σου  τίποτα δεν ακούσαμε που να μας χαροποιεί πως θα απαλλαγούμε απ’  αυτό >>. Και ύστερα όλο θυμό σαν το ψοφίμι σκέφτηκε το απαίσιο να βρωμίζει το κορμί και την ψυχή της πόλης, του φώναξε με άγρια φωνή σαν ριπή ανέμου : << Είχες πει, πως σαν έπαιρνες την εκλογή το φριχτό τούτο σκέλεθρο της δυσοσμίας θα πετούσες ! Τώρα τι σε κάνει να μασάς τα λόγια σου και να το αρνείσαι ; >>

          Κάτω από την πίεση αυτής της μαρτυρίας ο δήμαρχος τον κοίταξε με οργή που σφηνώθηκε σαν τσεκούρι στο κρανίο του. Με τον ίδιο τρόπο κοίταξε και τους άλλους και τους είπε με μια χλομή λάμψη στα μάτια:  << Σας λέω, λοιπόν πως οι αισθήσεις και μνήμη μου είναι οξύτατες και πως θυμάμαι καλά τι είχα πει στην προεκλογική περίοδο, ατενίζοντας το ψοφίμι. Ωστόσο τίποτα δεν μπορώ να κάνω για να  διώξω το σάπιο σκέλεθρό του. Και τούτο γιατί το κονδύλι που χρειάζεται δε γλίτωσε από τον ανεμοστρόβιλο της διαφθοράς του προκατόχου μου. Όσο κι αυτό που θα σας πω είναι φριχτό, με σύνεση όμως το ομολογώ, πως η σαπίλα τούτη η θλιβερή, εδώ θα μείνει για πολύ, γιατί νέα δαπάνη δεν προβλέπει ο κώδικας του νέου προϋπολογισμού >>.

          << Το ψοφίμι σκορπίζει θανατηφόρους ιούς. Ένα αγόρι νοσηλεύεται στην εντατική και οι γιατροί το έχουν ξεγράψει. Τρεις μέρες το βλέμμα του είναι άκαμπτο και το κορμί του παγωμένο. Κι εσύ συνεχίζεις το απαίσιο τραγούδι των λόγων σου! Ντροπή σου! >> του είπε με πνιγμένη φωνή ο ίδιος άνθρωπος δείχνοντας οργισμένος.

          Ο δήμαρχος τον άκουσε αλλά δεν έδειξε να πονάει. Πάντα όταν επρόκειτο να κάνει κάποια ποταπή ή ανόητη πράξη, γυρνούσε στα ερείπια της αποσυνθεμένης ψυχής του και ζητούσε να βρει κάποιο ελάχιστο έλεος. Αλλά ποτέ δεν το έβρισκε.  Έτσι και τώρα με μια θηλιά γύρω από το λαιμό του από την έλλειψη αισθημάτων, ζήτησε να διακοπεί η συνεδρίαση για προσωπικούς λόγους και να συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον σε ημερομηνία που θα οριζόταν από τον ίδιο. Κι αυτός γλιστρώντας από την πίσω πόρτα της αίθουσας, μπήκε στην πολυτελή λιμουζίνα του και με την εύνοια της δύναμης που τον περιέβαλε η ισχύς της θέσης του, ετοιμάστηκε να τραβήξει για το παραθαλάσσιο παλάτι του, στα δυτικά της πόλης.

          Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν τα πράγματα δεν του ήρθαν όπως τα περίμενε. 

          Και τούτο γιατί είδε με φρίκη στο μπαμπρίζ του αυτοκινήτου του ένα τρομερό ακέφαλο ψοφίμι, με σάπια κοιλιά, στρογγυλή με ρίγες μαύρες και χρώματα μουντά, να του γραπώνει θαρρείς το σώμα του και την ψυχή, θέλοντας να τον τινάξει πέρα μακριά σαν ένα βαρύ σάκο γεμάτο από σκουπίδια . Κι αυτός τότε αηδιάζοντας από τη θέα της σάπιας σάρκας που τον απειλούσε θανάσιμα, το’ βαλε στα πόδια κι έντρομος, χαμένος στον παραλογισμό του χάους και της ύπνωσης, άρχισε να τρέχει στους έρημους δρόμους της πόλης, συρρικνωμένος και θρυμματισμένος σαν το σάπιο ψοφίμι της, που δεν τον άφηνε ήσυχο ούτε στιγμή, αφού η κραυγή του που του τρυπούσε τ’ αυτιά κι έλεγε << νεκρός ! νεκρός ! >> του επεσήμανε την τρομερή θανατική καταδίκη του!

          ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

 

 

 

 

 

 

         

 

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

 

                                   Παναγιώτης Αντωνόπουλος

 

    ΔιήγημαΠολη ζακυνθοσ Φωτογραφίες Αρχείου, Royalty Free Πολη ...

 

 

                                Ώρες τρόμου στην πόλη

 

 

                                                     

              Ο ιδρώτας ανάβλυζε από το πρόσωπο του υποψήφιου δημάρχου και οι παγωμένες σταγόνες  κυλούσαν ασταμάτητα στα μάτια  και στα μάγουλά του, όση ώρα μιλούσε στους ελάχιστους και αδιάφορους ψηφοφόρους του.  Έχοντας δε κι ένα κακοποιημένο με αμυχές και μώλωπες πρόσωπο από κάποιο προφανώς βίαιο σπρώξιμο, μιλούσε ακατάπαυστα, ενώ τα κοντά του πόδια ως το μέρος των γοφών, έτρεμαν που και που, ελαφρά σηκωμένα.

          Την προηγούμενη μέρα η τοπική εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το σκίτσο του, που προκάλεσε τρομερή εντύπωση και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από την κοινή γνώμη με κάποιο αίσθημα χαράς και χιούμορ. Το σκίτσο  έδειχνε ένα είδος ουραγκοτάγκου με γιγαντιαίο ανάστημα, εκπληκτική ύπουλη ματιά και τρομακτική αγριότητα στις μιμητικές του κινήσεις.          Ένα άλλο επίσης ευρείας κυκλοφορίας έντυπο με τίτλο << Η ώρα του πολίτη >> δημοσίευσε εκτεταμένο άρθρο για τη σχέση του υποψήφιου δημάρχου με το εργασιακό καθεστώς της εταιρείας << ΑΜΙΣΩ >> όπου φαινόταν όχι μόνο να ελέγχει το είκοσι τοις εκατό του κεφαλαίου αλλά να είναι και ο κύριος υπεύθυνος για τη χρόνια δηλητηρίαση από τον αμίαντο στους εργαζομένους και στους πολίτες από τη χρήση των αμιαντοσωλήνων της ύδρευσης. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης παρουσιάστηκε λίγους μήνες από τη λειτουργία του εργοστασίου και σύμφωνα με τους υπεύθυνους της υγειονομικής επιτροπής, εκδηλωνόταν με την εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρά τους και ερεθισμό στην στοματική κοιλότητα. Γρήγορα όμως εξελισσόταν σε πεπτική διαταραχή με δυνατούς κωλικούς πόνους, ερεθισμούς στους μυς και ενοχλήσεις στις αρθρώσεις, παράλυση με μυϊκή ατροφία στα άνω και κάτω άκρα, παραλήρημα, σπασμούς, νεφρίτιδα και κώμα. Με τον καιρό αποδόθηκαν και κάποιοι ύποπτοι θάνατοι εξαιτίας της χρόνιας δηλητηρίασης από τον αμίαντο, αλλά  η επιχείρηση του μετάλλου, εξακολουθούσε να λειτουργεί και ο μέτοχός της να ζητά  την ψήφο των αδικημένων.

          Αυτές τις ατέλειωτες ώρες τρόμου που περνούσε η πόλη, εξαιτίας της σκληρής βαναυσότητας που έδειχνε το εργοστασιακό κατεστημένο του υποψήφιου, εκδήλωνε με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά της και μια μικρή ομάδα πολιτών, που με τις διαμαρτυρίες τους ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα όρια αντοχής, αγγίζοντας εκείνα της υστερίας και του παροξυσμού. Αυτή η ομάδα που έμοιαζε σαν στραγγαλισμένη, στεκόταν στην άκρη της μικρής βρώμικης παρόδου που συναντούσε την πλατεία και διαδήλωνε ως εξής: Κρατούσαν ένα μεγάλο πανό  με ζωγραφισμένο στην επιφάνειά του ένα λαμπερό φίδι που σύροντας το σώμα του μέσα από μαραμένα και σάπια λουλούδια, καταβρόχθιζε ένα αγόρι, στέλνοντάς το  στα ανήλιαγα βασίλεια του Άδη. Από κάτω μια μεγάλη λίμνη από αίμα μέσα σε πυκνή ατμόσφαιρα καπνού και σίδερου εξακόντιζε στο γύρω ασθενές δάσος εντυπωσιακές σταγόνες κόκκινου αίματος, όπου τα αιωρούμενα σωματίδια μεταμορφωμένα σε θανατηφόρους ιούς αμιάντου, έσπερναν ανελέητα σε χιλιάδες τερατόμορφα ζώα το θάνατο.

          Το επόμενο βήμα διαμαρτυρίας αυτών των απελπισμένων ήταν πολύ ρηξικέλευθο και πονούσε σαν καρφί στο σώμα. Γύρω στα εφτά μέτρα πιο πέρα από το σημείο που μιλούσε ο υποψήφιος, άφησαν ένα σιδερένιο κλουβί που μέσα του είχαν φυλακίσει ένα ανθρώπινο σκιάχτρο. Ήθελαν έτσι μ’ αυτό τον τρόπο να θυμίσουν τα θύματα που γίνονταν αγνώριστα μετά την προσβολή τους από το μικρόβιο της βαστεοφίλου στίξης που οφειλόταν στην μόλυνσή τους από τον αμίαντο.

          << Ε, λοιπόν >>, είπε μετά από μια μικρή παύση ο υποψήφιος σαν είδε το σκιάχτρο με το κλουβί, μπροστά του, << θα σας πω τώρα για όλα εκείνα τα καλά που θα σας κάνω σαν πάρω το χρίσμα του δημάρχου  που αγνόησαν οι προηγούμενοι >>. Καθώς όμως μιλούσε κι αναφερόταν σε όλα αυτά τα υποτιθέμενα καλά που θα τους έκανε, ξαφνικά σημειώθηκε μια τρομερή αλλαγή στην όψη του, που, στη θέα της, οι παρευρισκόμενοι ακροατές ένιωσαν φρίκη που τους ανάγκασε να αποτραβηχτούν λίγα μέτρα πιο πίσω κι  έντρομοι να εκφραστούν με ακατάληπτα και κακόηχα επιφωνήματα.  Και τούτο γιατί είχε την όψη άρρωστου με  τα μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω και τις κόρες του, ξεθωριασμένες κι ακίνητες. Το πρόσωπό του χλομό με σκούρες αποχρώσεις γύρω από τα χείλη και το μέτωπο λευκό σαν το χαρτί. Οι έντονες στρογγυλές κηλίδες που του αυλάκωναν τα μάγουλα και μεγάλωναν όσο περνούσε η ώρα, τον έκαναν αποκρουστικό και με τον ασυνήθιστο φόβο που απλωνόταν στην έκφρασή του, έδειχναν πως χρειαζόταν βοήθεια στην προσπάθειά του να κρατηθεί και να παραμείνει στη θέση του.

           Έτσι μέσα σε αυτή την παρατεταμένη αγωνία και μέσα στο θόρυβο από τις φωνές των ακροατών  που είχαν μεταβληθεί σ’ ένα συγκεχυμένο συνονθύλευμα ιεροεξεταστών, κάποιος είπε με χιούμορ : << Η περιφρόνησή του για το ανθρώπινο μαρτύριο τον έκανε έτσι! Μας μιλά με νεκρική έκφραση και μας λέει ψέματα. Τίποτα δε θα ακολουθήσει απ’ όσα λέει. Ιδού και η τιμωρία του για τα σκούρα παραπετάσματα που καλύπτουν την αλήθεια των λόγων του >>  και με μια πύρινη ματιά που τον κοίταξε  έδειξε το αβυσσαλέο μίσος του.

          Ο υποψήφιος ωστόσο έδειξε να συνέρχεται από αυτή την ασυνήθιστη νευρική μεταμόρφωση που οφειλόταν σε ψυχοσωματική διαταραχή και με μια ζωηρή τώρα και οξύθυμη συμπεριφορά, άρχισε να ξαναμιλά με ιδιαίτερη έμφαση και ζωντάνια, επιδιώκοντας να τους πείσει με τη διαρκή και ψεύτικη φαντασμαγορία των λόγων του. Πέντε λεπτά όμως αργότερα αυτό που είδε στη μικρή και στενή πάροδο που οδηγούσε στη συνοικία των εξαθλιωμένων πολιτών,  έκανε  το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά του και να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του.

          Με πόδια σηκωμένα  εκεί, ένα ψοφίμι πεταμένο στην άκρη του καλντεριμιού, σκορπούσε τη δύσοσμη οσμή του που έβγαινε από τη σάπια κοιλιά του και τα αποσυνθεμένα μέλη του. Πολλές μέρες εκεί ξαπλωμένο νωχελικά και κυνικά μπρος από τα σπίτια και τα μάτια των ανθρώπων, αψηφούσε το κακό που τους έκανε και τους χάριζε αρρώστιες, λιγοθυμιές και θανατηφόρα μικρόβια. Ο   ήλιος   είχε  κάνει τούτο το ψοφίμι τόπο και φωλιά για τα φοβερά έντομα κι ερπετά που έτρεχαν στα λασπόνερά του να τυλιχθούν με τις κουρελιασμένες σάρκες του που ξεκόλλαγαν από το βρωμερό  κορμί του. Και κολλημένα πια στη σάπια του κοιλιά, μύγες, κουνούπια στρατιές των σκουληκιών και ιοβόλα μικρόβια, ανεβοκατέβαιναν σαν σπίθες φωτεινές στο στόμα του φουσκωμένου ψοφιμιού που  σκορπούσε τη φρίκη σε χιλιάδες γύρω του ζωές.

          << Θα πρέπει να σας πω, πως τούτο το απαίσιο ψοφίμι που τόσα δεινά σας κουβαλά, κι  ασάλευτο όλο βρώμα και θυμό την πόλη μας, τυλίγει, θα το αποτελειώσω μια και καλή σαν δήμαρχος, χριστώ ! >> τους είπε με παρακαλεστή φωνή που ακούστηκε άγρια και σφυριχτή σαν απρόσμενου αγέρα ριπή. << Έτσι που η πόλη καθαρή χωρίς τη σαπίλα τη φριχτή θα παραδοθεί στη μοίρα της με χάρη που τη θέλει αξιοπρεπή θυγατέρα προσφιλή της τελειότητας του κάλλους >> πρόσθεσε ενώ ένιωσε την καρδιά του να την τρώει κάποιο σκουλήκι βρωμερό, όμοιο μ’  εκείνο  του αποσυνθεμένου ψοφιμιού !

          Κανείς όμως απ’ αυτούς που τον άκουγαν δεν πήρε τα λόγια του σοβαρά και πολλοί μουρμούρισαν πως ξεστόμισε λόγια  υβριστικά κι άνοστα. Και καθώς ο αέρας έπνιγε την ατμόσφαιρα με την απαίσια οσμή του ψοφιμιού, πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν ν’  απαλλαγούν από την τρομοκρατία και των δυο, ομιλητή και ψοφιμιού και να φύγουν. Και το έκαναν με τη σκέψη τους πως ότι είπε και είδαν ήταν προάγγελοι κακών στην πόλη.

         

 

 

                                     

 

                                                = = = 

 

 

 

 

          Ε, λοιπόν, τα πράγματα γι’ αυτόν τον ονειροπόλο κι αφηρημένο άνθρωπο ήρθαν την επομένη των εκλογών όπως τα ήθελε. Εκλέχθηκε δήμαρχος παρά τον εκνευρισμό των πολιτών κι άρχισε με τα σημάδια της απληστίας και της αλαζονείας να εκφράζει την ταραγμένη του  ψυχή! Έτσι με το μάτι του γυρισμένο προς τα πάνω, τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν σαν τρελά και την ακαμψία του προσώπου του να τον δείχνει ασθενή που ψυχομαχεί, διάβασε τα θέματα της συζήτησης στην πρώτη του κιόλας συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου με εξασθενημένη φωνή και τους κάλεσε να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο επείγον θέμα << εκχώρηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική  της εταιρείας << ΑΜΙΣΩ >> στα νότια της πόλης για την παρασκευή ακετυλενίου και την εφαρμογή του στη βιομηχανία για την παραγωγή πλαστικών σωλήνων >>.

          Και με ύφος σουλτάνου μεγαλοπρεπή, συνέχισε με κυνικότητα κι αυταρχισμό :

          << Θα πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα που θα προστατέψουν τους πολίτες, ώστε να μηδενίσουμε τις επιβλαβείς συνέπειες,       που τυχόν θα παρουσιάζονταν κατά το γνωστό στάδιο της πυρόλυσης. Κι όσο για τα εκρηκτικά μίγματα που θα χρειαστούν να αναφλεγούν για τη διατήρηση και δημιουργία της οξυακετυλενικής φλόγας κατά τη συγκόλληση μετάλλων και κοπής αυτών, να είσαστε σίγουροι πως πρώτα μας ενδιαφέρει η υγεία και η ασφάλεια των πολιτών μας και μετά η παρασκευή συνθετικών ελαστικών >>. Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για κάποιον της αντιπολίτευσης που όση ώρα μιλούσε, σήκωνε επίμονα το χέρι του και ζητούσε το λόγο να μιλήσει. Έτσι στο τέλος της μικρής του εισήγησης, του έδωσε το λόγο.

          Κι εκείνος αποκαλύπτοντας μια σκληρή  γλώσσα του είπε με ασυνήθιστη επιθετικότητα, που άφηνε έντονες στρογγυλές κηλίδες στα ρουφηγμένα του μάγουλα : << Το ψοφίμι είναι ακόμη εκεί, και, βρωμίζει  την πόλη με τις μύγες να βουίζουν μαζί με τις στρατιές των σκουληκιών στο φριχτό του σκέλεθρο. Κι όμως στα λόγια σου  τίποτα δεν ακούσαμε που να μας χαροποιεί πως θα απαλλαγούμε απ’  αυτό >>. Και ύστερα όλο θυμό σαν το ψοφίμι σκέφτηκε το απαίσιο να βρωμίζει το κορμί και την ψυχή της πόλης, του φώναξε με άγρια φωνή σαν ριπή ανέμου : << Είχες πει, πως σαν έπαιρνες την εκλογή το φριχτό τούτο σκέλεθρο της δυσοσμίας θα πετούσες ! Τώρα τι σε κάνει να μασάς τα λόγια σου και να το αρνείσαι ; >>

          Κάτω από την πίεση αυτής της μαρτυρίας ο δήμαρχος τον κοίταξε με οργή που σφηνώθηκε σαν τσεκούρι στο κρανίο του. Με τον ίδιο τρόπο κοίταξε και τους άλλους και τους είπε με μια χλομή λάμψη στα μάτια:  << Σας λέω, λοιπόν πως οι αισθήσεις και μνήμη μου είναι οξύτατες και πως θυμάμαι καλά τι είχα πει στην προεκλογική περίοδο, ατενίζοντας το ψοφίμι. Ωστόσο τίποτα δεν μπορώ να κάνω για να  διώξω το σάπιο σκέλεθρό του. Και τούτο γιατί το κονδύλι που χρειάζεται δε γλίτωσε από τον ανεμοστρόβιλο της διαφθοράς του προκατόχου μου. Όσο κι αυτό που θα σας πω είναι φριχτό, με σύνεση όμως το ομολογώ, πως η σαπίλα τούτη η θλιβερή, εδώ θα μείνει για πολύ, γιατί νέα δαπάνη δεν προβλέπει ο κώδικας του νέου προϋπολογισμού >>.

          << Το ψοφίμι σκορπίζει θανατηφόρους ιούς. Ένα αγόρι νοσηλεύεται στην εντατική και οι γιατροί το έχουν ξεγράψει. Τρεις μέρες το βλέμμα του είναι άκαμπτο και το κορμί του παγωμένο. Κι εσύ συνεχίζεις το απαίσιο τραγούδι των λόγων σου! Ντροπή σου! >> του είπε με πνιγμένη φωνή ο ίδιος άνθρωπος δείχνοντας οργισμένος.

          Ο δήμαρχος τον άκουσε αλλά δεν έδειξε να πονάει. Πάντα όταν επρόκειτο να κάνει κάποια ποταπή ή ανόητη πράξη, γυρνούσε στα ερείπια της αποσυνθεμένης ψυχής του και ζητούσε να βρει κάποιο ελάχιστο έλεος. Αλλά ποτέ δεν το έβρισκε.  Έτσι και τώρα με μια θηλιά γύρω από το λαιμό του από την έλλειψη αισθημάτων, ζήτησε να διακοπεί η συνεδρίαση για προσωπικούς λόγους και να συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον σε ημερομηνία που θα οριζόταν από τον ίδιο. Κι αυτός γλιστρώντας από την πίσω πόρτα της αίθουσας, μπήκε στην πολυτελή λιμουζίνα του και με την εύνοια της δύναμης που τον περιέβαλε η ισχύς της θέσης του, ετοιμάστηκε να τραβήξει για το παραθαλάσσιο παλάτι του, στα δυτικά της πόλης.

          Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν τα πράγματα δεν του ήρθαν όπως τα περίμενε. 

          Και τούτο γιατί είδε με φρίκη στο μπαμπρίζ του αυτοκινήτου του ένα τρομερό ακέφαλο ψοφίμι, με σάπια κοιλιά, στρογγυλή με ρίγες μαύρες και χρώματα μουντά, να του γραπώνει θαρρείς το σώμα του και την ψυχή, θέλοντας να τον τινάξει πέρα μακριά σαν ένα βαρύ σάκο γεμάτο από σκουπίδια . Κι αυτός τότε αηδιάζοντας από τη θέα της σάπιας σάρκας που τον απειλούσε θανάσιμα, το’ βαλε στα πόδια κι έντρομος, χαμένος στον παραλογισμό του χάους και της ύπνωσης, άρχισε να τρέχει στους έρημους δρόμους της πόλης, συρρικνωμένος και θρυμματισμένος σαν το σάπιο ψοφίμι της, που δεν τον άφηνε ήσυχο ούτε στιγμή, αφού η κραυγή του που του τρυπούσε τ’ αυτιά κι έλεγε << νεκρός ! νεκρός ! >> του επεσήμανε την τρομερή θανατική καταδίκη του!

          ellinikoxronografima.blogspot.gr