Του Παν. Αντωνόπουλου
Το σπίτι της ήταν ένα παλιό διώροφο νοτιοδυτικά του σταθμού. Χτισμένο γερά, με ακροκέραμα στις τέσσερις γωνιές και μ’ ένα κήπο γεμάτο πορτοκαλιές και κισσούς που τύλιγαν όλη την μπροστινή πλευρά του τοίχου.
Στο δεύτερο πάτωμα είχε ένα μπαλκόνι με σιδεριές που παρίσταναν δυο πουλιά, δυο ερωδιούς με μεγάλα ράμφη και γαμψά νύχια να κοιτάζονται.
Σ’ αυτό το μπαλκόνι την είχα δει για πρώτη φορά να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και να ζωγραφίζει σ’ ένα μεγάλο μπλοκ. Μου άρεσε η εικόνα και όταν είχε λιακάδα τα σαββατοκύριακα που δεν είχα μάθημα, περνούσα και την έβλεπα.
Στο δεύτερο πάτωμα είχε ένα μπαλκόνι με σιδεριές που παρίσταναν δυο πουλιά, δυο ερωδιούς με μεγάλα ράμφη και γαμψά νύχια να κοιτάζονται.
Σ’ αυτό το μπαλκόνι την είχα δει για πρώτη φορά να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και να ζωγραφίζει σ’ ένα μεγάλο μπλοκ. Μου άρεσε η εικόνα και όταν είχε λιακάδα τα σαββατοκύριακα που δεν είχα μάθημα, περνούσα και την έβλεπα.
Ήθελα πολύ να την επισκεφτώ και να δω από κοντά τι ζωγράφιζε αλλά και να θαυμάσω τα βιβλία που είχε στα ράφια της βιβλιοθήκης της γιατί είχε βγάλει τη φήμη πως ήταν πολύ διαβασμένη.