Στους τραχείς δρόμους της εκπαίδευσης τα πόδια μου μάτωσαν. Στα κουρασμένα χέρια μου η κιμωλία τριβόταν, γινόταν σκόνη, χους που τύφλωνε τα μάτια μου. Το πουλί της σοφίας πάνω από τον εχθρικό πίνακα, πέτρωνε όταν το κοίταζα, την όψη έπαιρνε γυπαετού άγριου που ήθελε να με κατασπαράξει.
Και οι διευθυντές ολίγιστοι και κακοί. Με υπερφίαλη σκέψη, με κρύσταλλο το ψυχικό τους απόθεμα για τον ασκητή συνάδελφο, με το ραβδί τους να τον μεταμορφώνουν σε χοίρο σαν την Κίρκη όταν γιάτρευε μια πνευματική πληγή και το σκοτάδι γινόταν φως. Κανένας τους δεν έγειρε να γίνει αναστήλωμά μου και να στηριχτώ πάνω του στις δύσκολες ώρες μου. Αντίθετα με πάτησαν κάτω σαν σκουλήκι, σε άνυδρη ερημιά με πέταξαν, σαν άνεμο κρύο με σκόρπισαν σε ύψη για να πατηθεί η δύναμή μου.
Και οι διευθυντές ολίγιστοι και κακοί. Με υπερφίαλη σκέψη, με κρύσταλλο το ψυχικό τους απόθεμα για τον ασκητή συνάδελφο, με το ραβδί τους να τον μεταμορφώνουν σε χοίρο σαν την Κίρκη όταν γιάτρευε μια πνευματική πληγή και το σκοτάδι γινόταν φως. Κανένας τους δεν έγειρε να γίνει αναστήλωμά μου και να στηριχτώ πάνω του στις δύσκολες ώρες μου. Αντίθετα με πάτησαν κάτω σαν σκουλήκι, σε άνυδρη ερημιά με πέταξαν, σαν άνεμο κρύο με σκόρπισαν σε ύψη για να πατηθεί η δύναμή μου.