Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

 

Κυπαρισσιώτικες  εικόνες

 

                           Η  Αρκαδιά,  η Γελουδά και ο θεολόγοςΟι εκκλησίες της άνω πόλης Κυπαρισσίας μέσα από τους αιώνες -  Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

                                Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

         Ναϊσκος στ’ ανατολικά της Πάνω Πόλης της Κυπαρισσίας { Αρκαδιάς }. Χτίστηκε τον 19ο αιώνα από το μοναχό Γαβριήλ. Άλλοτε στη θέση αυτή ήταν πυκνό δάσος με πηγές. Σε μια πηγή έπεσε το πέδιλο της Νύμφης Γελούδως και με υπόγεια διαδρομή ήλθε στην επιφάνεια της Διονυσιακής πηγής.

     Οι αξιαγάπητοι καθηγητές μας ενδιαφέρονταν ανελλιπώς για την καλοπέρασή μας στη << φυλακή >> όπως λέγαμε το σχολείο και έκαναν το παν για να μας ψυχαγωγήσουν. Έτσι μας πήγαιναν εκδρομές σε χώρους μαχών, σε τάφους και σε τύμβους σκοτωμένων ηρώων, τηρούντες σιγή ιχθύος για τους φονιάδες. Μας πήγαιναν και σε ξωκλήσια πιστεύοντας πως η μαθητική σάρα και μάρα θα ημέρευε βλέποντας τις ασκητικές μορφές των αγίων. Στις εκδρομές αυτές το πάνω χέρι το είχε ο θεολόγος. Τον λέγαμε << άρτο >> γιατί του άρεσε να τον τρώει και να βάζει και  στις τσέπες του όταν ο ιερέας τον φιλοδωρούσε. Ακόμα έψελνε και τρόμαζε το εκκλησίασμα με αδιάλειπτα << γκουχ…γκουχ…γκουχ… >> κατά την ώρα εκτέλεσης του τροπαρίου.

       Μανία του να μας αναγκάζει να λέμε απέξω τα άμφια του επισκόπου. Κι όταν ξεχνούσαμε κάποιο τα επαναλάμβανε αυτός ασθμαίνοντας και φαρσί:  Σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα, εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος, σταυρός, επιρριπτάριο, στιχάριο, επιμανίκια, ζώνη και επιγονάτιο. Ύστερα ζωγράφιζε στον πίνακα τη μίτρα και πρόφερε ψαλτιστί << Αμήν >>.

       Στη Γελουδά που πήγαμε μια άνοιξη ήθελε να μας βάλει κήρυγμα. Κοντός και χοντρός ζήτησε ένα πέτρινο << βήμα >> ν’ ανέβει πάνω και να μας βλέπει όλους. Ένας πισωθρανίτης σκράπας αλλά θαυμαστής του ωραίου, προθυμοποιήθηκε να στήσει το πέτρινο << βήμα >>. Όμως την ώρα που ο θεολόγος  έλεγε: <<… αν παραβείτε τις εντολές του θεού θα ρίξει φωτιά να σας κάψει >> κλώτσησε τη σφήνα που είχε βάλει να στερεώσουν οι πέτρες και γκρεμίστηκαν. Στο σωρό πάνω βρέθηκε και ο αξιαγάπητος θεολόγος με  σχισμένο παντελόνι και μια μύτη πληγωμένη με χριστιανική υστερία και εθνικό πατριωτισμό.

    Το γέλιο σταμάτησε ο γυμναστής μ’ ένα ηχηρό: << σκασμός! >> και μερικά χαστούκια. Οι άγιοι στις εικόνες το διασκέδασαν κι αυτοί και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος φάνηκε να ανέμισε με νόημα την προβιά του στον αέρα!

  ellinkoxronografima.blogspot.gr

Κυπαρισσιώτικες εικόνες

                   Δήμαρχε, μάζεψε τα σκουπίδιαΚυπαρισσία - Ελληνικό Πανόραμα

                             Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Αίφνης ανακηρύσσω εαυτόν κυρίαρχο και οδοιπορώ στην ανηφόρα προς τη Γελουδά. Μου αρέσει η πρώτη στροφή με την άπλα της και κάνω στάση. Η ομορφιά μπροστά μου του Ιονίου με μαγεύει, ξεχνώ τους  γκουρμεδάτους λαγούς που μας τάζουν οι πολιτικοί και πλασάρω στίχους. Η Ζάκυνθος πολλές φορές με εμπνέει:

  << Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος Ζάκυνθε, συ μου έδωκας την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα!\  Ποτέ δεν σε ελησμόνησα, ποτέ…\ Αλλά ευτυχής ή δύστηνος όταν το φως επλούτη τα βουνά και τα κύματα, σε εμπρός των οφθαλμών μου πάντοτε είχον.\

  Δυστυχώς  κι εγώ είμαι δύστηνος γιατί τα σκουπίδια εμπρός μου τον ποιητικό οίστρο μου χαλάνε, το Κυπαρισσιώτικο τοπίο σκοτεινιάζουν, ο αχρείος ηγεμών της εγκατάλειψης παρόντας με βιάζει. Ήξεις αφήξεις τα μεγάλα λόγια των δημάρχων. Αναρριχώνται στους θώκους γιατί;

   Δήμαρχε, μάζεψέ τα, περιποιήσου τους χώρους και φρόντισε τους δρόμους  γιατί νιώθουμε σαν φελλοί να επιπλέουμε στον αφαλό της αβύσσου.  Είναι ο χώρος μας, η αυλή μας, η γειτονιά μας και τον θέλουμε καθαρό. Μας βυθίζουν στα βάραθρα της Στυγός αυτά τα σκουπίδια και ο βίος μας γίνεται αβίωτος όταν μας τα σερβίρει η δημοτική αρχή ως << μεταξωτές κορδέλες!>> Ο κοσμάκης θέλει τη γειτονιά του απαστράπτουσα, του αρέσει να περνά μπέικα, το χρόνο του να ρετουσάρει με χρώμα του Ιονίου και το μύθο της Ελένης του Χαμέρη. Την ώρα του αναστοχασμού του δε χρωστά τίποτα να πέφτει πάνω στο παραβάν της εγκατάλειψης και να θυμώνει.

   Οι ουκ ολίγοι κολλητοί μου, μου συνέστησαν να φέρω τον όνο μου, ένα μεταμεσονύχτιο και να τον δέσω έξω από το δημαρχείο. Εκεί να τον ταίζω σανό, εκεί να γκαρίζει, κι εκεί να γεμίζει το χώρο με αρωματικό χαμούρι. Τι θα κάνεις; Δε θα θυμώσεις;  Πάραυτα δε θα τον διώξεις; Ίσως καταφύγεις και στο δικαστήριο για την ονορύπανση του δημόσιου χώρου.

   Εμείς; Ένεκα ίδιας νοοτροπίας γίναμε νευρασθενικοί με  τα σκουπίδια στην πόρτα μας. Τούτη η αναπάντεχη επίσκεψή τους μας φέρνει ψυχικά νοσήματα. Αναταράσσει την ψυχική μας ισορροπία και βγάζουμε φλύκταινες όταν το βλέμμα μας πέφτει πάνω τους.

   Χωρίς εκκωφαντικά << κικιρίκου >> μπορείτε να τα μαζέψετε τα σκουπίδια;

   ellinikoxronografima.bblogspot.gr

 

 

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

 

                 Με την πένα

           

                                          ΓηρατειάΠερήφανα γηρατειά»! | ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

 

                                      Του Παναγιώτη   Αντωνόπουλου

 

          << Μίνυνθα δε γίνεται  ήβης καρπός… >>       ( λίγο κρατάει της νιότης ο καρπός ) και μετά η   πολύανθη   εποχή  μας   πάει   περίπατο κι έρχονται τα γηρατειά.  Μας κάνουν αγνώριστους, μας χαλάνε τα μάτια, κουφαινόμαστε, στηριζόμαστε σε πατερίτσες, περπατάμε με μαγκούρα, φορτωνόμαστε αρρώστιες και καλούμε το χάροντα  << ίνα το φορτίο άρη! >>

       Δυσάρεστο το χρονογράφημα αλλά  << πολλά θυμώι κακά >> στα γηρατειά μας και πώς να ξεχάσεις τα δεινά τους.  Γι’ αυτό ουδείς τα θέλει. Το λέει και το άσμα το δημοτικό: << Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία >>.  Και ο Όμηρος: << Όπως το δάσος ξεπετά την άνοιξη τ’ ολόχλωρο χορτάρι, παρόμοια και  των θνητών η μια γενιά ξεπέταξε κι η άλλη γενιά πεθαίνει >>.  Ο Καβάφης: << Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι >>. Και ο Σωτήρης Σκούταρης: <<Αντίο πρόσχαρή μου νιότη, αντίο του στοχασμού το μαύρο έφτασε πλοίο >>.

        Γινόμαστε χούφταλα, μας φεύγουν τα ούρα, τα αέρια στις ανηφοριές, κυλάμε σαν τόπια στις κατηφοριές, μασάμε τον επιούσιο με μασέλες, μάς κόβονται τα γόνατα στο πρώτο πηδηματάκι. Πιάνουμε ουρά στα ιατρεία. στα φαρμακεία, και κρεβατωνόμαστε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Μέχρι να τα τινάξουμε, καλοπιάνουμε το χάρο, ανάβοντας κεράκι στον τοπικό άγιο, πίνουμε χούφτες χάπια για την υπέρταση, τις αρρυθμίες και το ζάχαρο και οι άρρενες γέροντες κουράρουν τον προστάτη τους ενιαυσίως με τη μέθοδο της επίκυψης μπροστά στον ουρολόγο τους. Οι ερωτικές μας ορμές φευγάτες με το << όργανο >> στους άρρενες θνησιμαίο και στις θήλεις με τη θαλερότητα χαμένη. 

         Στ’ άτιμα γηρατειά τρέχουν οι μύξες μας, πέφτουν τα μαλλιά μας, πρήζονται τα δάχτυλά μας, αποκτάμε παραξενιές, γκρινιάζουμε και μέρα με τη μέρα η σάρκα μας τρώγεται από το λαίμαργο χρόνο. Γινόμαστε φρικιά, ραμολιμέντα, μπαίγνια  της φθοράς και του σκληρού βιολογικού νόμου  της.  Και όσο η καρδιά μας θέλει πόλεμο και δε μας βαστάνε τα κότσια μας, τρώμε σουπίτσες, πίνουμε ζωμούς, γευόμαστε ανάλατους πουρέδες να καρδαμώσουμε. Στη γρίπη ρουφάμε αφεψήματα ζεστά, στους κοιλόπονους χαμόμηλο, στη διάρροια  μαύρο τσάι, κι όταν η κοιλιά μας πρήζεται και γίνεται << φουσκωτό >>  φροντίζουμε το σάπιο πεπτικό μας σύστημα με άπαχα γιαουρτάκια, λεβάντες και νερόβραστους φιδέδες.

         Σούργελα πια αφήνουμε την πνοή μας στους οίκους ευγηρίας, στα   νοσοκομεία, κατ’ οίκον ή ξεχασμένοι κάτω από καμιά  ελιά.   Άλλοι από πέσιμο, άλλοι από χ….. και κάποιοι πνιγμένοι από έναν κόμπο λύπης που τους κάθεται στο λαιμό.

        ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Κυπαρισσιώτικες  εικόνες

 

                                                    Η κυρία Μ.Kyparissia Photos - Free &amp; Royalty-Free Stock Photos from Dreamstime

 

                             Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

      Παρακάμπτω τα << πόθεν >> που έχουμε σαν άνθρωποι για να αναφερθώ στα << έσχες >> της ψυχής μας.  Ανάγκη αδήριτη. Γιατί η κυρία Μ. όταν μου έλεγε την ιστορία, έμοιαζε καράβι ακυβέρνητο δίχως φώτα, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

    << Την έχασα τη γιατρίνα. Για την κόρη μου, σου λέω.  Στα πενηνταοχτώ της έφυγε! Τη θέρισε ο καρκίνος. Άσε μωρή, τα σφαρδάκλια, της έλεγα όταν ήταν μικρή και διάβασε να μπεις στο πανεπιστήμιο, μου θέλεις και γιατρική  πανάθεμά σε, χάθηκε να γίνεις μαμή, να κάνεις πέρα τα πτυχία, να ξεγεννάς αράδα παιδόπουλα και να ‘χεις σωρό το χρήμα.

    --- Γιατί ρε μάνα μου μιλάς έτσι; Μου έλεγε και με φιλούσε.

   --- Γιατί  όξινος και ξερός!

   --- Το ‘μαθα το ρέζους…

   --- Δε φτάνει. Διάβασε και για την καρδιά να ξεστραβωθείς. Τι ξέρεις γι’ αυτή;

   --- Κουράστηκα! Οι λυχνίες του μυαλού μου δεν ανάβουν άλλο!

  --- Ου να χαθείς αχαϊρευτη, την απόπαιρνα, σερνίκωσες μωρή κι όλο με τα αγόρια γυρνάς. Κράτει τη θηλυκάδα σου, μαζώξου, διάβασε μη σε θάψω άψαλτη!

       Έφευγε. Κλεινόταν με δυο γειτονόπουλα στη μικρή σοφίτα και ροκανάγανε το Μαρξ με τα εξώφυλλα. Ύστερα ερχόταν με τις σημειώσεις της και μου έκανε μάθημα πολιτικής ιστορίας.

        Γαμψόνυχας κόρακας όμως η αρρώστια έπεσε πάνω της και μου την πήρε. Όσο έκραζε άγρια γύρω της αυτή το μυαλό της στον άνθρωπο. Και στο νοσοκομείο που δούλευε, ξενύχταγε  με τους ασθενείς της. Για όλους τους ανθρώπους ήθελε το αυτονόητο να χαμογελούν. Τους ήθελε όλους να ξυπνούν φρεσκαρούδες το πρωί, να πίνουν τον καφέ τους, στη δουλειά τους να πηγαίνουν, χωρίς νεύρα τσατάλια και τη μαυρίλα στην ψυχή τους >>.

     Άφησε την αφήγηση, έπιασε το τραγούδι: << Συγνέφιασε στον Παρνασσό, βρέχει στα καμποχώρια και συ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα;  Πάω για αθάνατο νερό, για αθάνατο βοτάνι, να στείλω στην αγάπη μου, ποτέ να μην πεθάνει… >>

    Προτού τουμπάρει κι άλλο  στις πίσω σελίδες της μνήμης, σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και γύρισε περιέργως θάλποντας με απολλώνιο φως, χωρίς να είναι ανταριασμένη. Άφησε το δίσκο στο τραπέζι, λέγοντάς μου: << Μετά το αιφνίδιο μπουρίνι που με έπιασε να ξομολογηθώ, νιώθω καλύτερα. Ας πιούμε λίγη μέντα να ξεχάσουμε τη σκοτεινή διαδρομή μας >>. Και με δροσιστική επέλαση τη ματιά της από πάνω μου με παρακίνησε να πάρω το ποτήρι. 

   Panant1947@gmail.com

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

 

   Κυπαρισσιώτικες εικόνες

                              Κυπαρισσία,  το τρένο, ο σταθμός και η εγκατάλειψηΚυπαρισσία. Το τρένο δε σφυρίζει πια - Kalamata Journal

                                     Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

        Άμα καλομάθεις, δύσκολα αφήνεις τον καναπέ. Για να μην κολλήσω πάνω του, μιας και είχα ρομαντική διάθεση, είπα να βολτάρω ως το Σταθμό του τρένου της πόλης. Ελάχιστοι οι περιπατητές, ολιγομελείς οι νεανικές παρέες, μετρημένα στα δάχτυλα δίκυκλα και οχήματα. Ο χριστιανός τι ήθελα που πήγαινα. Λίγα μέτρα πριν πατήσω τις σκουριασμένες γραμμές, δυο ογκωδέστατα λυκόσκυλα μου ρίχτηκαν. Μ’ έσωσε ένας ένοικος του Σταθμού, που εν γρηγόρσει  κινήθηκε εναντίον τους και με δυνατό κλοτσοσκούφι τα μάντρωσε, βρίζοντάς τα με τη λιποβαρή μόρφωσή του.

       Η εικόνα στο σταθμό ήταν αποκαρδιωτική. Δεν ξέρω αν σε άλλη χώρα οι κυβερνήτες συναγωνίζονται σε τέτοιες εθνικές καταστροφές, με ξεπούλημα δημοσίων επιχειρήσεων, με υπογραφές και υποσχέσεις από υπουργούς και προφέσορες, που ξεσαλώνοντας στα σόσιαλ μίντια μας γεμίζουν με σοφίες, πως το κάνουν τάχατες για την ανάπτυξη! Τι να πω! Συναθροίζω όσο μπορώ κάποιους στίχους του Σεφέρη, για να αποδώσω την καταστροφή: <<Δεξιά ζερβά πάνω και κάτω/ στροβιλίζονται  σαρίδια//. Φτενοί θανατεροί καπνοί/ λύνουν τα μέλη των ανθρώπων//.  Οι ψυχές βιάζονται ν’ αποχωριστούν το σώμα/ διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά//. Κολνούν εδώ, κολνούν εκεί στην τύχη/ πουλιά στις ξόβεργες/ σπαράζουν ανωφέλευτα/ όσο που δεν σηκώνουν άλλο τα φτερά τους//.Φυραίνει ο τόπος ολοένα/ χωμάτινο σταμνί//.

      Ακούμπησα σε μια σταθμευμένη ατμομηχανή.  Όσοι τη βλέπουν  περιβάλλονται από αισθήματα λύπης και μνήμης. Καθότι τυγχάνω νοσταλγός περασμένων και θρυλικών εποχών, ενθρόνισα μπρος μου το συμμαθητή μου, Αριστείδη, τον  << καπιτάνο με το νούμερο 11 >> που έπαιζε καλό αριστερό εξτρέμ  αλλά και  εντρυφούσε στους αρχαίους κλασικούς της Αθήνας του Περικλή με απεριόριστη ευλάβεια.  Από αγροτική οικογένεια, εύπορος, χωρίς τον τίτλο του βουτυρομπεμπέ και του μαμάκια, μας κήρυττε δικανικούς λόγους  και μας απήγγειλε ρητά και αποφθέγματα, ων ουκ έστιν αριθμός, τείνοντας τα χέρια ως νομικός.

    Ηττημένος ολοσχερώς από τον έρωτα εξαιτίας της άρνησης μιας συμμαθήτριάς μας, καθηλωμένοι μαζί στη θέση του τρένου, επιστρέφοντες από εκδρομή στα Ολύμπια, του συνέβη το εξής απερίγραπτο: Η λεγάμενη πέρασε δίπλα του, χωρίς να τον προσέξει κι αυτό του την έδωσε. Παρήγγειλε ούζο από το μπαρ του τρένου και μέχρι να έρθει, μου απήγγειλε  με φαλτσαριστά συγκινησιακά φτερουγίσματα: <<… εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας/ σαν τα κλωνάρια της φτωχής ιτιάς/ σωριασμένοι μέσα στη διάρκεια της απελπισίας/ ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά/ βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο/ εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής…/   Ακολούθησε παύση, ησυχία, σιωπή και μετά κατέβασε το ούζο μονορούφι, ανέρωτο. Πνίγηκε, μάτωσε το πρόσωπό του, έβγαλε άναρθρες κραυγές και φάνηκε πως θα έσβηνε. Έπεσα πάνω του, του πρόσφερα τις πρώτες βοήθειες και τον συνέφερα εν μέσω πανικού και αναστεναγμών. Με κοίταξε με φιλοσοφικό μειδίαμα και φανερά τρακαρισμένος μου υπέδειξε με το βλέμμα την καραμπινάτη γκόμενα στο βάθος του τρένου, που εξαιτίας της ήρθε και η κατάρρευσής του.

     Ριψάσπιδες οι πολιτικοί εγκαταλείπουν τα έργα. Απώλεσαν το ενδιαφέρον τους για το λαό, βολεύονται σε θώκους με χρυσοφόρες αμοιβές, εν πλήρη συγχύσει  φορτώνουν στο πόπολο ανία, φτώχεια και κατάθλιψη. Άριστα μελετημένο το σχέδιο τους, κόπτονται μόνο για τις απαγορεύσεις των απεργιών, τη φίμωση της έκφρασης, τη μείωση του μισθού και ότι επιφέρει την πλήρη διάλυσή του.  Μειοψηφία πάντα οι κυβερνώντες, τυραννούν με το χειρότερο τρόπο την πλειοψηφία.

     Όσο  για τα τρένα, εκεί θα σκουριάζουν σταματημένα στις γραμμές, φωλιές για τα νυχτοπούλια τ’  ουρανού, θα ‘ναι οι γκρεμισμένοι τους σταθμοί.

      ellinikoxronografima.blogpot.gr