Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Χρονογράφημα

 

 

 

 

                                    Πας Μύκονο; Εγώ τσαντίρι! Ασπροβάλτα Φωτογραφίες Αρχείου, Royalty Free Ασπροβάλτα Εικόνες |  Depositphotos®

 

 

 

                                                        Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

                 Είμαστε σμπαραλιασμένοι, καταθλιπτικοί, πεινασμένοι. Έχουμε χάσει τον μπούσουλα με την κρίση και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Και ούτε αισιοδοξούμε αλλά και ούτε γνωρίζουμε τι μέλλει γενέσθαι. Εξουθενωμένος, άφραγκος και ταπεινωμένος, βλέπω να χάνω τις διακοπές.  Με τι μονέδα να πάω;

                Περνάνε από το δρόμο μου κάτι ηλιαχτίδες αντάρτισσες νέες με τα μαγιό και μου φεύγει το τσερβέλο. Σκέφτομαι πως θ’  αναστενάξει η αμμουδιά όταν τις σκεπάσει η αρμύρα της θάλασσας και ζηλεύω.  Να  ‘μουν κι εγώ σε μια αμμουδιά, ξένη, μακριά από τη δική μου, πάνω στην ξαπλώστρα μου με πηδαλιούχο το μάτι μου, να κόβω  κίνηση, να θαυμάζω τις λουόμενες Αγγελικές και Υάκινθες  κι ένας άγγελος Ιόνιος άνεμος να μου απαγγέλλει θαλασσινούς στίχους. Αχ και να ‘μουνα λέω! Το βλέπω όνειρο όμως θερινής νυκτός και γι’ αυτό θα βολευτώ στον κήπο μου. Θα κάνω εκεί τις διακοπές μου κάτω από τις πορτοκαλιές και τα φύλλα της αγράμπελης.

                  Το τσαντίρι μου θα στήσω με φουρκάδες, τη στέγη του με φτέρες θα σκεπάσω και με χοντρό σκουτί θα στρώσω τη στρωμνή μου. Μ΄ ένα δεμάτι σανό για μαξιλάρι, ένα λινό σεντόνι για σκέπασμα από πάνω και το τρανζίστορ σ’ αυτί θ’  ακούω Καζαντζίδη να λέει: << Τσιγγάνα στο τσαντίρι σου, στρώσε διπλό ντιβάνι >> και θα ‘μαι πασάς στα Γιάννενα. Θα διαβάζω Βίκτορα Ουγκώ, Παλαμά και Αριστοφάνη, τους πέριξ φράκτες με τα κρεμασμένα εσώρουχα των Αφρικανών θα μουντζώνω, όπως ο άσωτος υιός θα  τρώω ξυλοκέρατα, σύκα, μπουρνέλες και λωτούς. Θα κολυμπάω στο λεβέτι, ντους θα κάνω με το λάστιχο, την ηλιοθεραπεία μου θα παίρνω λίγο πιο πέρα στη σέντρα της αυλής. 

                 Μόνος εκεί μακριά από Συριζαίους, Νουδίτες και Πασόκους θα λέω δυνατά για να ξεσκάσω: << Ανάθεμα τη φτώχεια μας και την ανημπόρια, που ‘χτισε το σπιτάκι μας στην πόρτα του βοριά >>. Λίγο πριν κοιμηθώ και ενώ θα συρρικνώνω τη ζωή μου από το παρελθόν σ’ ένα λυγμό, το βιβλίο της ποίησης θ’ ανοίγω και θα διαβάζω Λειβαδίτη:

                 << Την  πόρτα ανοίγω το βράδυ, την λάμπα κρατώ  ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά. Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, σταμνί για να πιει ο καημός κι ανάμεσά μας θα στέκει ο πόνος, του κόσμου αδελφός. Να βρούνε γωνιά να ακουμπήσουν, σκαμνί  για να κάτσει ο τυφλός κι εκεί καθώς θα μιλάμε θα ‘ρθει συντροφιά ο Χριστός >>.

                  ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

                             Διακοπές καλοκαιριούΧρόνος στην ύπαιθρο: Πως βοηθά τον οργανισμό μας – Υγείαν έχετε

 

 

                                                           Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

           Κατησχυμμένος από τα νυν γενόμενα σε πίσω καιρούς προστρέχω, δωρήματα να λάβω από καλοκαίρια ντυμένα στο κίτρινο, από μαϊστρους δροσισμένα, σε νυχτιάς αγέρι νανουρισμένα. Καλοκαίρια φίνα, με τους κόρφους τους να στάζουν ιδρώτα, τις ρόγες των κοριτσιών τσιμπημένες απ’ το ζέφυρο, τη μουσική συμφωνία των γκιώνηδων να χαϊδεύει τα ώτα, τις μυρωδιές του υάκινθου και του ριθιού να φτάνουνε σε μακρινά ακρογιάλια. Ευθύς μόλις τα σχολεία έκλειναν, αμπαρώναμε τα σπίτια και γινόμαστε Λούηδες. << Φορτώστε τα στο γάιδαρο >> έλεγε ο αφέντης πατέρας, χαϊδεύοντας το ακάνθινο γένι του. Προορισμός μας το χτήμα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, σε χώρο άνυδρο και ξερό, ζωσμένο τριγύρω από την αφαλαρίδα και το γαϊδουράγκαθο.

            Φέρναμε τον όνο  σηκωτό. << Τις κότες εκεί! >> πρόσταζε η μάνα. Έδειχνε με το στραβό δείκτη της τα μέρη του σαμαριού και μας έδειχνε πώς να τις φορτώσουμε. Αναπέμπαμε εφύμνιο ευχαρίστησης, τις κρεμάγαμε κατωκέφαλα δεμένες από τα κολιτσάκια και σκύβαμε στο συμπράγκαλο. Όλο το τεντζερέδικο της κουζίνας έπρεπε να φορτωθεί. Ακόμη παγούρια, βίκες, σαρωματίνες, καρδάρες, τέσες, βελέντζες για τον ύπνο, το πανί να σκεπάσουμε τη σταφίδα όταν ξέσπαγε κατακλυσμός, σκαλιστήρια, φαλτσέτες, δρεπάνια για τις δουλειές. Ακόμα βότανα για το άσθμα, σμόλακα για τα στραμπουλίσματα, φιδόχορτο για το δάγκωμα της όχεντρας, σπόρους ψύλλιου για το γαστρεντερικό μας σύστημα.

          Στρατοπεδεύαμε στο αιωνόβιο πουρνάρι μας. Το φαί μας μπαμπανάτσα, η μέρα μας πνιγμένη στη ζέστη, στη σκόνη, στην αναρρίχηση της γόησσας όχθης.  Θερίζαμε το ξανθό στάχυ, τρυγούσαμε τα τσαμπιά του χρυσόρωγου σταφυλιού, το μελισσόχορτο με τα κίτρινα άνθη του σε ανατολή και δύση μαζεύαμε. Γυμνοί στον πυρωμένο ήλιο τις άσωτες στιγμές μας μετρούσαμε, τη λύσσα του πρώιμου έρωτά μας στη διχάλα των ηλιοψημένων βυζιών της Αρετούλας σβήναμε. Κι όποιο μαγουλάκι ρόδινο σαν τερμίτης την καρδιά μας ροκάνιζε, με φιλί φωτιάς  το αποκτούσαμε.

           Δυστυχώς ο χρόνος ροκανίστηκε, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Το χτήμα λόγγωσε, οι δραγάτες πέθαναν, εμείς πληγωμένοι από τον τροχό της κρίσης κατ’ οίκον βαρύθυμοι ζαρώνουμε. Οι αλεπούδες τρώνε τις κότες, το ψωμί που δαγκάνουμε στάζει αίμα, ο χιτώνας μας κουρέλι, το στομάχι μας ένα στραπάτσο όργανο που δεν ασκείται στην πέψη.  Και αναμιμνήσκομε, λέγοντες:: Ήταν ωραία η ζωή στη μακρότητα εκείνη των ημερών  το δε ποτήριό της να μεθύσκεις γενόμενος κράτιστος και πολυέλεος, ένα αγέρι που  σάρωνε σαν  φυσούσε το φαρδύ φουστάνι γόησσας γυναίκας.

                                                   ellinikoxronografima.blogspot.gr  

 

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 

 

 

                                        Υπουργέ του σακιδίου Η ατάκα του Τσακαλώτου για το κόκκινο σακίδιο - Newsbomb - Ειδησεις - News

 

 

 

                                                      Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

            Υπουργέ επί των οικονομικών χαίρομαι που είσαι ακμαίος και κουβαλάς τα μνημόνια με το σακίδιο στην πλάτη σου.  Ένα τέτοιο είχα κι εγώ έφηβος. Μόνο που ήταν παλιό, λερωμένο και ραμμένο με σπάρτο και παραμάνες.  Ο πάτος του λιωμένος με δυο τρύπες που ‘μοιαζαν με μάτια κουκουβάγιας. Το φορτωνόμουν στην πλάτη και ανέβαινα το βουνό, τον  Αι- Βλάση και το γέμιζα σαλιγκάρια, οβριές και κούμαρα. Από τα ποτιστικά περιβόλια κουβάλαγα στο σπίτι απίδια, καλαμπόκια και αγγούρια εύγεστα που μοσχομύριζαν αρώματα της φύσης. Στις πάψεις των Χριστουγέννων έβαζα μέσα τους κοκκινολαίμηδες, τις τσίχλες και τα κοτσύφια, κυνήγι που αποκόμιζα με τις θηλιές.  Το καλοκαίρι τους αϊτομάχους που έπιανα στις πλακοπαίδες και τα συκοπούλια που έφερνα κάτω από τις κοκορεβιθιές με τη σφενδόνα.

             Στο γυμνάσιο κουβαλούσα μ’ αυτό τα βιβλία μου. Ένα Μαρτιάτικο πρωινό με πρόδωσε, όταν η βροχή με τάραξε κι αυτό έγινε μούσκεμα. Μαζεμένοι στο προαύλιο οι σοφοί μας καθηγητές  και οι εφτακόσιοι μαθητές κάναμε προσευχή, όταν η φιλία μας διολίσθησε. Είχε φτάσει ο απαγγέλων μαθητής στο << … και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν… >> όταν ο πάτος του ραμμένος με σύρματα που διακτινίζονταν σαν κλωστικοί φαρμπαλάδες σχίστηκε και τα βιβλία χωρίς αιδώ έπεσαν κάτω στα νερά της βροχής μ’ ένα << πλατς, πλουτς >> που ξάφνιασε μικρούς και μεγάλους.  Εκπαιδευτές και μαθητευόμενοι στράφηκαν και κοιτούσαν λες και ανίχνευαν αόρατο τάφο.  Δευτερόλεπτα σιωπής και ύστερα ένα ξέσπασμα γέλιου, νεανικού και αντιχριστιανικού έκανε τους πεπαιδευμένους μας να σταυροκοπηθούν και το γυμνασιάρχη να βλαστημήσει  χαμηλόφωνα.

            Στο τέλος της προσευχής το όργανο της τάξης και της ασφάλειας του σχολείου, υπεύθυνο και για τη σωματική μας άθληση, με παρουσίασε μπροστά του. Ο γυμνασιάρχης, βασανιστής περιωπής με πλάκωσε στα χαστούκια, μ’ έβρισε και μου πέταξε το σακίδιο στον κάδο. Ύστερα μ’ έσπρωξε και κουτούλησα στον τοίχο.

         Μου θυμίζεις τα εφηβικά μου, πέτρινα χρόνια, υπουργέ του σακιδίου. Όμως και κάτι άλλο. Όταν σε βλέπω με το σακίδιο στην πλάτη, σε περνάω για σαλίγκαρο, έτσι που υψώνεται σαν όστρακο και θυμάμαι τα λόγια που είπε όταν τον ρώτησαν, πως ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, ενώ δεν έχει πόδια κι εκείνος  απάντησε: Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου!

          ellinikoxronografima.blogspot.gr   

 

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 

 

 

                     Τότε που πυρπολούσαν τα κιόσκιαΗράκλειο: Ξεκίνησε η έκθεση βιβλίου στην πλατεία Ελευθερίας | Η Εφημερίδα  των Συντακτών

 

 

                                                              Του Παν. Αντωνόπουλου

 

 

 

 

            Θυμάμαι Δεκέμβρηδες θλιμμένους και καλοκαίρια καμένα με δαυλί. Κι εμείς στους Μορφωτικούς Συλλόγους σιγοσβούσαμε τις ώρες μας για να δείξουμε στον κόσμο, Λενώρες ποίησης, βιβλία με μετάξινους κι άυλους αστερισμούς και προτομές Παλλάδος σμιλεμένες από γραφές σοφίας. Τότε κάποιοι δήμαρχοι με μαύρες στολές έκαιγαν  τους πνευματικούς μας τύμβους με φωτιές του διαβόλου και μας ενταφίαζαν σε μνήματα λησμονημένα. Οι ίδιοι καμώνονταν πως τους θείους καρπούς της γνώσης κατείχαν. Ω! τους άθλιους! Κι έστελναν κοπάδια τους μελανοχίτωνες μισθοφόρους τους να μας διαλύσουν σπάζοντας τα παίδια μας. Και μας έδιωχναν από την πλατεία, πυρπολούσαν τα κιόσκια, ποδοπατούσαν ποιητικές συλλογές της Ρωμιοσύνης, έσκιζαν τις επαναστατικές μπροσούρες του αντάρτη συγγραφέα, κουρέλιαζαν με μίσος τις αφίσες της ειρήνης, και μας οδηγούσαν στο τμήμα μπροστά στους εντεταλμένους  της  σιδηράς ασφάλειας.

           Σήμερα είναι όλοι τους κοράκια μαδημένα. Αδύνατοι, σουφρωμένοι γέροι, άρρωστοι και με ψυχή συντρίμμι. Και συνεχίζουν να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις πνευματικές που δεν πιστεύουν. Ερείπια πια, με όψη δεσποτική και σκέψη ωχρή για τον τιμώμενο. Γιατί το κάνουν; Γιατί πάνε; Να δείξουν το λόρδικο αίμα τους; Ίσως το παίζουν διανόηση! Ιντελιγκέντσια!  Σοφοί δεν υπήρξαν. Τους << λαπάδες>> ποιητές τους αποστρέφονται. Τη γιγάντια σκέψη τη μισούν. Το συγγραφέα φτύνουν. Η δράση του τους ενοχλεί. Αμ η ζωή του; Ποιος νοιάστηκε απ΄ αυτούς, πώς βγάζει το ψωμί του;  Τι στέρηση πέρασε  ν’ αφήσει τη γραφή του και πόσες μπόρες έφαγε να βγάλει ένα βιβλίο, γυμνός μέσα στις καλαμιές και στ’ άγρια αγκάθια;

         Το νεκρικό ψαλμό μας αυτοί ζητούσαν και ζητούν. Είναι οι άθλιοι που χαίρονταν ν΄ ακούν την πένθιμη καμπάνα για τον ποιητή, το μυθιστοριογράφο, το χρονογράφο,  που κάνουν τον πόνο του ανθρώπου θείο μεθύσι της γραφής σε χοντρόδετο βιβλίο. Με τους Αττίλες, τους Ισραφήλιδες  και τους Ηρώδες τους αιμοσταγείς, θαρρώ πως μοιάζουν! Κι αν έχω άδικο, ας με σταυρώσει η  σιωπηλή στιγμή!

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Διήγημα

                                               

                                          Το χειρόγραφο της Ελένης  Χαμέρη900+ Ασπρόμαυρες Φωτογραφίες ideas in 2021 | ασπρόμαυρες φωτογραφίες,  φωτογραφία, ασπρόμαυρο  

 

 

                                                    Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 

 

 

 

                Αυτή την είδηση που θα σας περιγράψω και διαδόθηκε στην πόλη σαν αστραπή από στόμα σε στόμα σε λίγες μόνο ώρες οι πιο πολλοί κάτοικοί της έλεγαν πως τη γέννησε το αρρωστημένο μυαλό του φαντασιοκόπου και παγερού εκείνου ανθρώπου που σε κρίση νευρικού ξεσπάσματος είδε ό,τι είδε και  θέλησε να διασκεδάσει με το φόβο τους.  Καυχιόταν δε μ’ ένα ειρωνικό γελάκι σαν διηγιόταν το  εντυπωσιακό επίτευγμα της φαντασίας του πως όσα είδε εκείνη τη νύχτα ήταν αληθινά και οφείλονταν στην επικοινωνία του με το παρελθόν χάρη στα ιδιαίτερα γονίδιά του που του τα είχε εξασκήσει το συναίσθημα και η γνώση.

            Ακόμη ο φίλος αυτός  είχε την έμμονη ιδέα να χαρακτηρίζεται ερωτευμένος με τη Νύχτα κι αυτή ως ανταπόδοση του φανέρωνε αβίαστα πολλές  εξωφρενικές στιγμές συμβάντων  ανθρώπων των θρύλων που του παρουσιάζονταν σαν φαντάσματα ή παραισθήσεις.

             Έτσι διηγήθηκε πως εκείνη τη νύχτα ακολούθησε τυχαία το  δρόμο μπροστά από το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη όταν οι άλλοι συμπολίτες του μην μπορώντας να αποβάλλουν την εκκεντρικότητά τους απολάμβαναν τους περιπάτους τους στη φωτισμένη πλατεία, αγκαζέ με τις συμβίες τους ή συζητώντας με φίλους που είχαν ελάχιστες πνευματικές ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά τους περιστρέφονταν σε θέματα ανούσια της καθημερινότητας.  Η νύχτα ήταν κρύα και υγρή. Ο αέρας δυνάστης φοβερός του χάραζε τα χέρια και το πρόσωπο όπως ένα κοφτερό γυαλί. Παντού αχαλίνωτη ερημιά και μόνο οι φωνές που έβγαιναν από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα χαλάσματα του εκμυστηρεύονταν με ειλικρίνεια πως το μόνο συναίσθημα που τον κατείχε και τον κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ο φόβος στηριγμένος πάνω στη διαβρωμένη του μελαγχολία. Η εγκαταλειμμένη και αλλόκοτη όψη του σπιτιού με τον ελάχιστο φωτισμό που το έκανε ορατό μεν αλλά του προσέδιδε φριχτή εικόνα, τον έκαναν να το προσέξει και να σταματήσει. Το κοίταξε όσο μπορούσε. Ο χρόνος διαπίστωσε πως όχι μόνο το είχε ξεχαρβαλώσει αλλά και το είχε ντύσει με το πέπλο μιας δεισιδαιμονικής υφής. Ένιωσε το βάρος του να τον πιέζει και νόμισε πως οι τοίχοι του έτριζαν. Ακόμη ομολόγησε και δεν ντράπηκε γι’ αυτό πως καθώς παρατηρούσε το σπίτι του φάνηκε σαν ένα σώμα νεκρό, αιωρούμενο στην άβυσσο της νύχτας. Και όσο το γερό του μνημονικό, είπε, μπορούσε να θυμηθεί, είδε στο δυτικό παράθυρο του σπιτιού να εξελίσσεται μια σκηνή που τον τρόμαξε  τόσο που δεν ήξερε από την ταραχή του να τη χαρακτηρίσει ψευδαίσθηση των αισθήσεων, θρίαμβο της φαντασίας του ή αποκύημα μιας εγκεφαλικής νεύρωσης.

      Για να γίνει πιο σαφής είπε πως το σπίτι  ήξερε πως ήταν ακατοίκητο, άρα άνθρωπος δεν πατούσε το πόδι του εκεί γιατί ο νους του θα μαχόταν σίγουρα με τα πνεύματα του κακού και το σώμα του με τους αρουραίους, τα φίδια και τις νυχτερίδες. Και χωρίς να μπλοφάρει, είπε, πως είδε ένα πρόσωπο νεανικό μιας όμορφης γυναίκας να προβάλλει μέσα απ΄ το ανοιχτό και σάπιο παραθυρόφυλλο και να τον κοιτάζει. Εδώ επέμενε πως δεν ήταν η ζωηρή φαντασία του που του προκάλεσε αυτό το όραμα, ούτε  η φοβισμένη και φουντωμένη ψυχή του. Ισχυρίστηκε πως είδε ό,τι υπήρχε. Μια ένοικο του χαλάσματος που ταίριαζε στη βραδινή μελαγχολική διάθεση. Η ένοικος αυτή ήταν η Ελένη που ο θρύλος της τη θέλει να ρεμβάζει σαν γλυπτή χλωμή νεράιδα πότε στα ουράνια και πότε στην ψυχή μας.

      Γεγονός είναι, έλεγε, ο άνθρωπος που είδε και άκουσε όσα διηγιόμαστε πως λίγα λεπτά μετά το όραμα που είδε στο παράθυρο του σπιτιού, άκουσε κι ένα ανεξήγητο είδος τούρκικης μουσικής, κάτι σαν αμανέ μοιρολογιού που η χροιά του τον έκανε να τον εκλάβει ως κάκιστο οιωνό. Τον τρόμαξε δε τόσο που του προκάλεσε σύγχυση και αναστάτωση και μόνο μετά από ελάχιστα λεπτά μπόρεσε να συνέλθει. Προς το τέλος του τραγουδιού κι ενώ στεκόταν μπροστά απ’  το ανοιχτό παράθυρο και προσπαθούσε να διακρίνει τι γινόταν μέσα   στο σκοτεινό χώρο, ένας διάλογος στην τουρκική γλώσσα του έκανε το λογισμό να πλανιέται ανάμεσα στη θλίψη και την απόγνωση. Κι ενώ έλεγε βρισκόταν σε μια παρανοϊκή σύγχυση μ’ αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι είδε στο ίδιο παράθυρο να προβάλλει μαζί με την Ελένη  ο Τούρκος Βοεβόδας που την είχε αγαπήσει και στην άρνησή της να την κάνει γυναίκα του στον οντά του την βασάνισε στη φυλακή του κάστρου μέχρι θανάτου. Φάνηκε με τερατώδη μορφή  να την έχει αγκαλιάσει  και να προσπαθεί να τη θωπεύσει. Αυτή αντιστεκόταν και όταν του ξέφυγε και εξαφανίστηκε, ο Τούρκος μεταμορφώθηκε, άλλαξε όψη, έγινε ένας συμπαγής όγκος σαν Κύκλωπας με ένα μάτι και αβυσσαλέο στόμα.

     Για να αποφύγει το δυσάρεστο θέαμα που έβλεπε, έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αποφάσισε να φύγει. Αλλά όμως κάτι που είδε μετά μέσα στο βάθος του τοίχου σαν χάθηκε η εικόνα του Τούρκου, ζωήρεψε το ενδιαφέρον του και ο ερημίτης αυτός της νύχτας άλλαξε γνώμη και δεν έφυγε αλλά έμεινε να το δει γιατί διέγνωσε πως τα οράματα αυτά είχαν παρουσιαστεί επίτηδες γι’ αυτόν και περιείχαν κάποια σημαντικά μηνύματα. Κι αυτό γιατί είχε ενορατικές ικανότητες που είχαν ενισχυθεί με την ασυνήθιστη ανάγνωση βιβλίων θρύλων.   

     Το φεγγάρι έλειπε στον ουρανό, ο χειμώνας είχε γεμίσει το δρόμο νερά κι αυτός για να βαδίσει και να πλησιάσει το παράθυρο τσαλαβουτούσε μέσα σ’ αυτά. Κι ενώ η εικόνα ήξερε πως υπήρχε μέσα στον τοίχο του σπιτιού δίσταζε να κοιτάξει από φόβο και κοιτούσε μόνο κάτω με τα μάτια κολλημένα στο χώμα.

     Αν και μαγκωμένος από το φόβο ξανακοίταξε στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζοντας με προσοχή πρόσεξε καλά ότι υπήρχε κάτι στον τοίχο. Ζάρωσε ολόκληρος κι έμεινε έντρομος σαν στήλη άλατος. Νόμιζε πως φώναζε τρομαγμένος ζητώντας βοήθεια αλλά φωνές δεν έβγαιναν από τα χείλη του. Κολλημένα και σφραγισμένα όπως ήταν μόνο συριστικά γρυλίσματα σαν του ζώου ακούγονταν.  Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και έβλεπε. Έβλεπε ένα αντικείμενο σε σκουρόχρωμη απόχρωση που έμοιαζε με ρολόι εκκρεμές να αιωρείται μπροστά από τον τοίχο και το τικ τακ που έκανε συνεχώς κροτάλιζε σαν ενοχλητικό πολυβόλο στ’ αυτιά του, ενώ σε κάθε ευθεία διαδρομή του μπρος πίσω άφηνε μια δυσδιάκριτη ρωγμή στην επιφάνειά του, μια ανεπαίσθητη γραμμή καλύτερα με κόκκινο χρώμα σαν το αίμα που αφήνει στην πληγή η βαθιά ουλή σαν πλημμυρίζει. Οι δείκτες έμοιαζαν με κεντριά εχιδνών και οι δώδεκα ώρες με κοφτερά δόντια σαρκοφάγου ζώου που κατέληγαν τόσο μακρόστενα και μυτερά που νόμιζε πως τα ένιωθε να μπαίνουν βαθιά μέσα στις σάρκες του. Στο κέντρο του ρολογιού οι άρρωστες χρυσίζουσες αχτίνες που έπεφταν από τη λάμπα φωτισμού του δρόμου κι έμπαιναν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, έλεγχαν το σκοτάδι για να μην ενοχλούν τα μάτια του και να δουν και κάτι άλλο, τρεις εικόνες που όπως διηγήθηκε, του προξένησαν μια νοσηρή υπερδιέγερση των αισθήσεων που τον έκανε να παραληρήσει.

     Ο φίλος μας όπως παραδέχτηκε αργότερα μπροστά στον ανακριτή πως τα είδε όλα αυτά με κάποιο δισταγμό και τρόμο αλλά τα βρήκε πολύ ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά και του άρεσαν που ασκούσαν πάνω του τόση γοητευτική επιρροή. Έτσι σ’ αυτό το διάστημα που κοιτούσε έκανε τα πάντα να μη χάσει καμία λεπτομέρεια από τους ίσκιους που προβάλλονταν στον τοίχο και εισχωρούσαν ανεμπόδιστοι ως τα μύχια του νου και της ψυχής του.

      Οι τρεις προσωπογραφίες ακαθορίστου φύλου, είπε που σχηματίστηκαν γύρω από ένα μάτι πανούργο και μυστηριώδες, με μια προσεκτική εξέταση αποφάνθηκε πως απεικόνιζαν το Χρόνο με τις τρεις εκφάνσεις του. Και οι τρεις προσωπογραφίες ήταν τα παρακλάδια του. Ήταν κι αυτές Χρόνοι που καταγράφουν τη μοίρα του καθενός μας και είναι αποτυπωμένη στο φριχτό του χάος σαν ανελέητο πεπρωμένο. Κι αυτό ο φίλος το κατάλαβε γιατί είχε διαβάσει ένα βιβλίο με τίτλο << Ο χρόνος και τα τρία παρακλάδια του σκοταδιού >> που έλεγε σε μια παράγραφο πως ο Χρόνος είναι σκοτάδι και το κενό του αναπληρώνεται με το θάνατό μας, Ακόμη πως και ο Χρόνος της νεότητάς μας, όσο και ο μέσος Χρόνος κι εκείνος του γήρατος, που αυτούς τους Χρόνους εξέφραζαν οι τρεις προσωπογραφίες του τοίχου, είναι παγωμένοι ωκεανοί που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμοι να μας πνίξουν στα κρύα νερά τους.  Έλεγε ακόμη το βιβλίο πως υπάρχει και ο Χρόνος των θρύλων που είναι απλησίαστος για τους πολλούς. Όποιος μπει σ’ αυτόν ξεφεύγει από το αιώνιο σκοτάδι και το κενό του Χρόνου και είναι φανερός και ζωντανός στο διηνεκές.   

    Μ’ όλα αυτά στο νου, είπε, είδε και τις τρεις μορφές του Χρόνου στον τοίχο. Έλειπε όμως η τέταρτη μορφή του Χρόνου των θρύλων. Αυτό τον έκανε να φοβηθεί και να τρέμει σύγκορμος και με σπασμούς. Και τούτο γιατί συμπέρανε πως ο τέταρτος Χρόνος των θρύλων ήταν υπεύθυνος για τις δεισιδαιμονίες που πίστευε και τα οράματα που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ή καλύτερα τα φαντάσματα, τα ονειροπολήματα, τα τρελά και τα παράλογα του τοίχου.

     Τότε ακούστηκε έλεγε ένα βουητό από φωνές ανθρώπων που έδειχνε να έρχεται από το παρελθόν και μαζί μ’ ένα σάλπισμα από τρομπέτες που ακουγόταν περισσότερο σαν κρότος από σωριασμένα ερείπια έκαναν τα πάντα να σβηστούν στον τοίχο και για λίγα λεπτά ν’ απλωθεί ένα απέραντο και φριχτό σκοτάδι. Και τότε κάνοντας το πρώτο βήμα να φύγει, είδε στο ίδιο μέρος που πριν είχε καλυφτεί από το Χρόνο και τα παρακλάδια του να εμφανίζεται η προσωπογραφία μιας ρυτιδωμένης γριάς που του κουνούσε το σκελετωμένο χέρι της.

    Αυτό ήταν και το τέλος της αφήγησής του απ’ όσα είδε γιατί μετά έφυγε και πήγε στο σπίτι του να αποκωδικοποιήσει μέσ’ απ’ αυτά που  του φανερώθηκαν τα μηνύματά τους. Και για να το πετύχει κοιμήθηκε ως το πρωί. Φυσικά στον ύπνο του έγινε η όλη διεργασία της αποκωδικοποίησης των οραμάτων για να συμπεράνει πως στο χώρο του στοιχειωμένου σπιτιού αιωρούταν κάποια γραφή που είχε αφετηρία της το παρελθόν τότε που ζούσε εκεί μέσα η Ελένη και είχε φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Αλλά έπρεπε να βρει αυτό το δυσδιάκριτο σημάδι που εξέπεμπε το τρομερό μυστήριο της  τόσο μακρινής επικοινωνίας. << Κάτι υπάρχει εκεί μέσα εξαιρετικά σημαντικό και δεν πρέπει να το χάσω >> συλλογίστηκε κι ετοιμάστηκε να επισκεφτεί πάλι το ερειπωμένο σπίτι σαν ερχόταν το βράδυ.

    Την ημέρα όμως  έκανε την αφήγηση αυτή σε κάποιον καταδότη της πόλης και τα λόγια του μεταδόθηκαν σαν αστραπή. Κι από στόμα σε στόμα έφτασαν και στ’ αυτιά του ανακριτή ο οποίος για να σταματήσει το φόβο που έσπερνε στους κατοίκους της πόλης  ο λόγος τούτου του φρούτου με τα οράματα που έβλεπε, συγκάλεσε επιτροπή, από τον ίδιο, τον αστυνομικό διευθυντή κι ένα υπάλληλο της δημαρχίας ειδικό στους  θρύλους και  μια ώρα πριν επισκεφτεί το στοιχειωμένο σπίτι, τον συνέλαβαν στην πόρτα του σπιτιού του. << Ο κόσμος φοβάται μ’ αυτά που λες και βλέπεις  στο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη και βρίσκεται σε φοβερή ένταση απ΄ το φόβο του >> του είπε ο ανακριτής και του έδειξε ένα λάκκο μ’ ένα ψόφιο ποντικό στην άκρη του δρόμου. << Τα παιδιά είναι διαλυμένα, οι δειλοί λαγοκοιμούνται και οι προληπτικοί ξημεροβραδιάζονται με προσευχές και  μαγγανείες. Πρέπει το χρυσάφι αυτό του λόγου σου που ισχυρίζεσαι και λες πως είναι αληθινό για το καλό σου και για το καλό της πόλης με άλλα λόγια καμουφλαρισμένα να το ντύσεις. Να πεις δηλαδή πως όλα αυτά που είδες ήταν αποκυήματα της φαντασίας του αρρωστημένου σου μυαλού >>.

    << Δεν έχουμε παρά να πάμε εκεί στο έρημο σπίτι >> τους είπε αυτός και μπαίνοντας μπροστά ανέβαινε σιγά - σιγά το καλντερίμι. << Θα δείτε τι θα δω και τότε ας με βγάλετε ψεύτη >> πρόσθεσε και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Έξω από το σπίτι όταν έφτασαν το φως από τη λάμπα του δρόμου ήταν λιγοστό, η υγρασία πηχτή, ο αέρας  δυνατός κι ένα σωρό ασήμαντα πράγματα αιωρούνταν από την ορμή του στον ουρανό.  Σαν μπήκαν μέσα στο ισόγειο το σκοτάδι τους έκοψε την ανάσα και κάθε διάθεση για γκρίνια και σχόλια σταμάτησε.  Κοίταξαν να φροντίσουν  την ασφάλειά τους  στον αφιλόξενο χώρο που τους θύμιζε μπουντρούμι φυλακής και μύριζε μούχλα, υγρασία και οσμή από ψόφια ζώα, ενώ έτρεμαν μην ακούσουν κανένα βογκητό από κάποιον ρακοσυλλέκτη που είχε επιλέξει να ζήσει εκεί μέσα μακριά από τον παράδεισο των ευτυχισμένων συμπολιτών του. Ευτυχώς τέτοιο πράγμα δεν έγινε αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως η  φριχτή και ερειπωμένη όψη του σπιτιού σίγουρα θα τους εξέπληττε με κάποια απρόβλεπτη αποκάλυψη τρόμου.   

    Φωτισμένο το σπίτι από τον έξω φανοστάτη, το ανέβηκαν στον πάνω όροφο πατώντας στην άκρη των σάπιων σκαλιών της ξύλινης σκάλας που έτριζαν μ’ ένα υπόκωφο θόρυβο επισημαίνοντάς τους πως η ακεραιότητά τους ήταν επικίνδυνα εύθραυστη. Εκεί έμειναν ελάχιστα γιατί η μούχλα και η υγρασία που τύλιγε τους λερούς τοίχους τους έφερε τέτοια δυσφορία  που την εξέλαβαν ως έμβλημα του θανάτου και κατέβηκαν πάλι στο ισόγειο. Στάθηκαν στη βορινή πλευρά κοντά σ΄ ένα σωρό από σκουριασμένα αντικείμενα, σιωπηλοί και συνοφρυωμένοι.  Ο άσχημος χώρος τους τάραξε, η όψη του που έμοιαζε  σαν τάφος πελώριος έτοιμος να τους συνθλίψει στα κρύα χρώματά του τους έφερε κατάθλιψη.  

    Ο ειδικός σε θέματα θρύλων έδειξε πως γρήγορα ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του και με ηρεμία  βάδισε στον τοίχο που βρισκόταν δυτικά. Εκεί γονάτισε και αφού αναστέναξε βαθιά, σγάρλισε με τα χέρια του κάτι ύποπτο που είδε μέσα σ’ ένα σωρό σκουρόχρωμο και βρώμικο.  Αμέσως σαν υποψιάστηκε τι ήταν έβγαλε από την τσέπη του μια βούρτσα με σκληρή τρίχα και άρχισε να διώχνει τα χώματα. Κι όταν είδε να ξεφυτρώνει μια νεκροκεφαλή, έβγαλε μια κραυγή τρόμου και πετάχτηκε πάνω κάτωχρος ενώ οι γνάθοι του έτρεμαν λες και τους είχε ξεσφιχτεί ο χόντρος της κλείδωσης που τις συνέδεε. Οι άλλοι έκρυψαν τα μάτια με τις παλάμες τους για να αποφύγουν το μακάβριο θέαμα κι άρχισαν να κάνουν μερικά γελοία χοροπηδητά σαν να δήλωναν το φόβο που τους είχε περιζώσει. Ο ειδικός άφησε τότε το εύρημά του κι έκανε δυο βήματα αριστερά για να σταθεί μπροστά από ένα σωρό αραχνιασμένες σανίδες που τις ροκάνιζαν αβίαστα βρώμικα σκαθάρια και  τρωκτικά έντομα που έμοιαζαν σαν μαύρες μπαλίτσες στις άρρωστες αχτίνες της λάμπας του δρόμου που τα φώτιζε.

    Κι αφού έδιωξε με τα πόδια του ένα καύκαλο χελώνας και μετακίνησε τις σανίδες, έπιασε με το μάτι του αμέσως ένα ορθογώνιο σχήμα που έμοιαζε με βωμό. Τον πρόσεξε καλά και είδε στην πρόσοψή του να ξεχωρίζει μια σμιλεμένη αράχνη με τον ιστό της και γύρω - γύρω να τη στολίζουν μικρά και παραμορφωμένα ανθρώπινα μέλη. Έπιασε αμέσως το κεφάλι του ενώ εγκατέλειψε γρήγορα το χώρο αυτό, κάνοντας άλλα τρία βήματα αριστερά που η βλακεία κάποιων είχε ξεχάσει ένα μπαούλο από μαύρο ξύλο που με το χρόνο είχε σαπίσει και μόνο το σκέπασμα έδειχνε να είναι γερό. Ο αστυνομικός διευθυντής λόγω της πείρας του φαντάστηκε πως κάποιο δολοφονημένο σώμα κρυβόταν εκεί μέσα και πλησίασε να λύσει το μυστήριο.  Τον πρόλαβε όμως ο ειδικός που  σήκωσε το καπάκι για να το αφήσει αμέσως κάτωχρος με μια απελπισμένη κίνηση και γονάτισε δείχνοντας λιποθυμισμένος. Ένας  δυνατός ήχος ακούστηκε τότε  κι από τις τρύπες που άφηναν οι σάπιες σανίδες ξεπετάχτηκαν με ορμή κάμποσοι πελώριοι αρουραίοι. Έδειχναν ατέλειωτοι, αλλά γρήγορα εγκατέλειψαν τη φωλιά τους, τρέχοντας και σκούζοντας δαιμονισμένα.  Είχαν βρει τροφή στις σελίδες του αρχείου και  δεν το κούναγαν από κει. Τις είχαν κυριολεκτικά κουρελιάσει  και το πιο μικρό κομματάκι έδειχνε αγνώριστο. Η  ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η μυρωδιά από τον κλειστό χώρο μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο με την οξύτητά της. Σ’ αυτό δυστυχώς το χώρο που έμοιαζε με χωματερή έπρεπε να ψάξουν τα κουρελόχαρτα γιατί το συγκεχυμένο βούισμα που νόμισαν πως άκουσαν κι ερχόταν από το παρελθόν τους το επέβαλλε στο νου. Κι εκεί που και οι τέσσερις είχαν σκύψει πάνω στο μπαούλο και με τα χέρια τους  ανακάτευαν τα βρώμικα χαρτιά πλημμυρισμένοι από αηδία για ό,τι έκαναν, ο ειδικός στους θρύλους τους λύτρωσε γιατί μ’ ένα σάλεμα του χεριού του βρήκε κάτι ενδιαφέρον και το κυμάτισε στον αέρα σαν μικρό φλάμπουρο λευτεριάς. Οι άλλοι κουτρουβαλιάστηκαν σε μια φαρδιά πολυθρόνα και κάθισαν ενώ εκείνος ζαρώνοντας το σώμα του πάνω στο χειρόγραφο που ήταν προστατευμένο από ένα έλασμα πλατίνας  προσπάθησε να το ανοίξει και να διαβάσει τις αράδες του ενώ έτρεμε λες και βρισκόταν μπροστά στους δικαστές της Ιεράς Εξέτασης! Κι αφού το έκανε βρήκε τη δύναμη  να διαβάσει το χειρόγραφο που ήταν γραμμένο και από τις δυο πλευρές, στην τουρκική και την ελληνική γλώσσα, με το όνομα φαρδύ πλατύ από κάτω της Ελένης  Χαμέρη, που έλεγε:

       << Η σκέψη  και η φαντασίας σας γεννά αυτά τα μυστηριώδη που βλέπετε όλοι  οι κάτοικοι αυτής της πόλης αφού το πνεύμα μου ζει σ’ αυτό το ερειπωμένο σπίτι και το σώμα μου στο σιωπηλό κοιμητήριό της.   Όλα αυτά που δεν υπάρχουν αλλά τα βλέπετε είναι σαν καρφωμένα καρφιά στο θρύλο και δεν μπορούν να φύγουν και τα κουβαλάτε μέσα στην ψυχή σας γιατί τα έχετε ανάγκη. Αλίμονο αν ανακατεμένοι με τα δαιμονικά σας τραυλίσματα και μόνο γύρω από την ταπεινή ύπαρξή σας αγνοούσατε το θρύλο μου! Αυτό θα σας έκανε πιο δυστυχισμένους! Η γνώση του θρύλου μου ίσως σας κάνει το ταξίδι στο μέλλον σας λιγότερο οδυνηρό! >>

            Έδωσε το χειρόγραφο στον αστυνομικό διευθυντή που έδειχνε ελάχιστα ικανοποιημένος απ’ το εύρημά τους κι εκείνος με τη σειρά του στο φαντασιοκόπο που είχαν δει τόσα και τόσα τα μάτια του σ’ αυτό το σπίτι. Εκείνος αφού το γύρισε από την άλλη πλευρά που ήταν το γραμμένο κείμενο στην τουρκική, άγνωστο αν το διάβασε ή προσποιήθηκε πως το έκανε, πλησίασε το σάπιο παραθυρόφυλλο και μέσα από τις γρίλιες του κοίταξε το κάστρο που έμοιαζε σαν μαύρος όγκος  μέσα στο σκοτάδι κι έσφιξε τα χείλη. Εκείνο λες και ήθελε να τον τρελάνει του παρέσυρε τη ματιά στον πλάτανο της εισόδου όπου το ένα του μπράτσο είχε μεταμορφωθεί σε δρεπάνι του θανάτου και το ένιωσε να ακουμπά πάνω του και να τρέφεται από το χαμένο του καιρό. Ύστερα ωχρός παρέδωσε το χειρόγραφο στον ανακριτή  κοιτάζοντας τους άλλους με μια ματιά ολέθρου, δείχνοντας πως βρισκόταν στο άωτο της ανίας του και του δικού του κόσμου.   

                 ellinikoxronografima.blogspot.gr